Ο Κόκκινος έχει καταπιαστεί μ επιτυχία με όλα σχεδόν τα είδη του Λόγου. Μα, πρώτα-πρώτα είναι ποιητής. Ένας καταξιωμένος ποιητής, που ποιήματά του



Σχετικά έγγραφα
Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) Αφηγητής 2 Αφηγητής 3 Παπα-Λάζαρος Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) Παιδί 2

Γυμνάσιο Αγ. Βαρβάρας Λεμεσού. Τίτλος Εργασίας: Έμαθα από τον παππού και τη

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, Αθήνα τηλέφωνο: web site: ekdoseis.vakxikon.

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

«Η μάνα Ηπειρώτισσα» - Γράφει η Πρόεδρος του Συλλόγου Ηπειρωτών Νομού Τρικάλων Νίκη Χύτα

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ 27 ΜΑΡΤΙΟΥ 2011 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Αιγαίο πέλαγος. Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό.

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

3 πνοές της Άνοιξης. Ε 1 τάξη. 2 ο Δημ. Σχολ. Υμηττού

Απάνθισμα, με πρόλογο του Ντίνου Ηλιόπουλου

Αυτός είναι ο αγιοταφίτης που περιθάλπει τους ασθενείς αδελφούς του. Έκλεισε τα μάτια του Μακαριστού ηγουμένου του Σαραντάριου.

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ποίημα στους φίλους. Επιλεγμένα ποιήματα.

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Αναστασία Μπούτρου. Εργασία για το βιβλίο «Παπούτσια με φτερά»

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου

Σ.Δ.Ε. ΦΥΛ. ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ. Μια φορά κι έναν καιρό, χωρίς το πιο πολύτιμο αγαθό: το νερό Π.Μ.

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

Κώστας Λεμονίδης - Εμμανουηλίδου 13

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

General Music Catalog General Music ΠΥΡΓΑΚΗ ΦΥΛΙΩ. page 1 / 5

T: Έλενα Περικλέους

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Α ΒΡΑΒΕΙΟ Το άσπρο του Φώτη Αγγουλέ

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΟΥΝΤΙΝΑΚΗΣ. Ένατος ΚΕΔΡΟΣ

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Παραγωγή γραπτού λόγου Ε - Στ τάξη Σύνθεση ποιήµατος

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών Γυµνασίου - Λυκείου

Εμείς τα παιδιά θέλουμε να γνωρίζουμε την τέχνη και τον πολιτισμό του τόπου μας και όλου του κόσμου.

Το συγκλονιστικό άρθρο. του Γλέζου στη Welt. Διαβάστε το συγκλονιστικό άρθρο του Μανώλη Γλέζου στη 1 / 5

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

Είπε ο Θεός: «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα τη δική μας κι έτσι που να μπορεί να μας μοιάσει κι ας εξουσιάζει τα ψάρια της

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Προτεινόμενα κείμενα για προσκλητήρια

Το παραμύθι της αγάπης

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

«Η νίκη... πλησιάζει»

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

ΣΟΦΟΚΛΈΟΥΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ. Μετάφραση ΔΉΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ 2017

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

Σαν το σύννεφο φεύγω πετάω έχω φίλο τον ήλιο Θεό Με του αγέρα το νέκταρ µεθάω αγκαλιάζω και γη κι ουρανό.

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Γιώτα Γουβέλη: Ως προς την ιστορική έρευνα, Η νύφη της Μασσαλίας ήταν το πιο απαιτητικό από όλα μου τα βιβλία

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

Λίγα λόγια για την προσευχή με το κομποσχοίνι.

Τζιορντάνο Μπρούνο

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Αγαπητό ημερολόγιο, Τον τελευταίο καιρό μου λείπει πολύ η πατρίδα μου, η γυναίκα μου και το παιδί μου. Θέλω απεγνωσμένα να επιστρέψω στον λαό μου και

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΣΑΑΝΤΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ: «Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΡΟΔΑ» ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΔΑΜ

e- EΚΦΡΑΣΗ- ΕΚΘΕΣΗ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ για ΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ εξετάσεις Γ λυκείου ΕΠΑ.Λ.

Transcript:

ΠΟΙΗΣΗ 55

56

Ο Κόκκινος έχει καταπιαστεί μ επιτυχία με όλα σχεδόν τα είδη του Λόγου. Μα, πρώτα-πρώτα είναι ποιητής. Ένας καταξιωμένος ποιητής, που ποιήματά του μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν σε ξένες χώρες. Ένας πέρα για πέρα αληθινός ποιητής. Γράφει με ειλικρίνεια και τόλμη. Γράφει με πάθος και βαθύ στοχασμό για την α- γάπη, την ειρήνη και την ανθρώπινη δικαίωση. Γράφει με το αίμα της καρδιάς του. Αναζητεί, απ το ταπεινό χαμομήλι ώς την εσχατιά του σύμπαντος, ολόκληρο το καταξιωμένο πρόσωπο του ανθρώπου. Η ποίησή του αναβλύζει από μέσα του σαν υψηλή αποστολή με βιβλική μεγαλοπρέπεια κι ευαγγελική καλοσύνη, σαν παράπονο και σαν προσευχή, ατόφια, ανόθευτη, αληθινή, δίχως περιττά φτιασιδώματα. Ο στίχος του είναι ελεύθερος, πολυσύλλαβος, δίχως φόρμες. Δεν ακολουθεί την παραδοσιακή λειτουργικότητα (ομοιοκαταληξία, ισοσυλλαβία κλπ.) και δέχεται ανεπιφύλακτα τη μεγάλη αισθητική ανανέωση που έφερε στα γράμματα ο υπερρεαλισμός λίγο πριν το 1940. Ο στίχος του είναι πλαστικός και εύκαμπτος, με χάρη, αρμονία, λυρισμό και μουσικότητα. Έχει βάθος συναισθήματος και βαθύ στοχασμό. Οι εικόνες (πληθωρικά χρησιμοποιούμενες), οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις είναι σ όλα τα ποιήματά του πρωτότυπες και λειτουργικές. Η δημοτική συμπλέει με την καθαρεύουσα αρμονικά, γιατί η γλώσσα μας αποτελεί ενιαίο σύνολο κι αυτό δίνει στο στίχο περισσότερη γοητεία και βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Συχνά χρησιμοποιεί κι επαναλαμβάνει μερικές λέξεις, όπως χελιδόνια, εσπέρας, στάχτη, ξανθός πολυβολητής, ίριδα, αχλύ, αυχμός κ.ά., που δε ζημιώνουν καθόλου το στίχο, αντίθετα ενισχύουν το ρυθμό και την αρμονία του. 57

Ο στίχος είναι καθαρά δική του υπόθεση και έ- μπνευση, έχει τη δική του υφή και τεχνοτροπία. Είναι βαθιά στοχαστικός και κατανυκτικός με μεταφυσική ενατένιση και συχνά υπερβατός και αλληγορικός με μεγάλο νοηματικό βάθος. Πρέπει να προσπαθήσεις πολύ για ν αγγίξεις τη σκέψη του και την ψυχή του και ν απογειωθείς μαζί του. Ο Κόκκινος ζει τα νεανικά του χρόνια σε μια ταραγμένη εποχή. Έφηβος, με οράματα και φιλοδοξίες για ένα δίκαιο κόσμο, συμμετέχει στην Αντίσταση της Κατοχής. Και βλέπει, κατόπι, κείνα τα οράματα, που ήταν και οράματα μιας ολόκληρης γενιάς, να θρυμματίζονται και να θάβονται κάτω από μια γκρίζα στάχτη. Και παίρνει στη χούφτα του αυτή τη στάχτη και τη σκορπάει στον άνεμο. Και γίνεται όνειρο, φως κι ελπίδα. Γίνεται ποίηση. Μια θρηνητική, μα συνάμα αισιόδοξη ποίηση. Κέντρο βάρους, λοιπόν, της θεματογραφίας στην ποίησή του είναι το ανεξάντλητο απόθεμα μνήμης που κουβαλάει μέσα του από κείνα τα δίσεχτα χρόνια. Κι επεκτείνεται, όμως, κι ύστερα, στον άνθρωπο που βγήκε μέσα απ τ αποκαΐδια του πολέμου και ψάχνει στην ε- ποχή τούτη της μηχανής και της οικουμενικότητας να βρει την πνευματική του υπόσταση. Ανασταίνει τους ανώνυμους αγωνιστές της Κατοχής, τους δίνει σάρκα και οστά, για να συνταξιδέψουν μαζί του στους στίχους του και ν αναζητήσουν το όνειρο της δικαίωσης. Για ν αναζητήσουν, όπως γράφει «ένα νέο όνειρο, μια πραγματικότητα κι ένα μύθο, ένα διαλυμένο ταξίδι, ένα πρωινό για συνομιλία με το Θεό, λίγο χρώμα απ την πατρίδα, μιαν άνοιξη κάτω απ τα ερείπια και τη διάψευση που έφεραν τα είδωλα της καταναλωτικής κοινωνίας, καθώς και για μια νέα γλώσσα χωρίς φθαρμένες λέξεις, για να 58

συνεννοηθούμε και να δώσουμε ένα νέο βάρος στη ζωή μας». Ανταμώνει κι απλώνει φιλικά το χέρι στους απλοϊκούς ανθρώπους, συνομιλεί με τα πουλιά και τον άνεμο, περπατάει ανάμεσα στ αγριολούλουδα, ταξιδεύει με τ αποδημητικά, προσεύχεται για τον ντουφεκισμένο έφηβο, αναδεύει τη στάχτη απ τα καμένα όνειρα. Κι ανησυχεί για το μέλλον. Αλλά, κι ελπίζει. Και περιμένει. «Γι αυτό περιμένει ο κόσμος», γράφει. «Για να φωτίσει τις καρδιές εκεί που θάφτηκαν τα όνειρα των εφήβων». Απ την άποψη αυτή, της θεματογραφίας δηλαδή, μπορούμε να πούμε πως η ποίηση του Κόκκινου είναι μονοσήμαντη. Αλλά, καθένας που γράφει ποίηση (και γενικά λογοτεχνία) βγάζει από μέσα του έναν κόσμο ολόκληρο συναισθημάτων. Και δεν έχει σημασία αν η εξωτερίκευση αυτή εκτείνεται σε μεγάλο θεματικό φάσμα, αλλ η ποιοτική υπόστασή του. Κι εδώ, μας δίνει μιαν έξοχη ποίηση που αντέχει στην κριτική και στο χρόνο. Ο ποιητής θυμάται με ψυχική οδύνη και μελαγχολεί για ό,τι χάθηκε τότε. Και κάθε φορά που γράφει στίχους, αποθέτει κι ένα μέρος απ το θλιβερό φορτίο που κουβαλάει μέσα του. Ξαλαφρώνει. Αναπνέει. Κάνει το δάκρυ, ελπίδα. Απογειώνεται μέσα σε θρησκευτική έκσταση. Τι άλλο μπορεί να κάμει; «Κύριε, ο αιτών και ο κρούων είμαι, ο ποιητής που αναζητεί τον ιδρώτα και τα όνειρα των αδελφών». Προσεύχεται και ελπίζει σε μια καταξίωση του ανθρώπου εν ειρήνη. Ελπίζει σε μια «τιμητική αποκατά- 59

σταση» των πραγμάτων. Δεν είναι μνησίκακη η ποίησή του, ούτε εκδικητική. Είναι ανθρώπινη, γαλήνια, ειρηνική και διαχέεται από μια γλυκιά μελαγχολία και καλοσύνη, που αναδύεται μέσα απ τη βυζαντινή λειτουργική παράδοση και την εκκλησιαστική υμνογραφία. Ριζώνει στην Παράδοση κι ανοίγεται στο Μέλλον. Διαλέγεται με τη συνείδησή του, αναζητώντας με τ όνειρο την κάθαρση και τη λύση. Πιστεύει πως μόνο με την ποίηση μπορούμε να δώσουμε μια νέα πνοή, ένα καινούργιο όνειρο, μια μυθογονία στο σύγχρονο άνθρωπο, τον λεηλατημένο απ τους πολέμους και τις μηχανές. Και δεν συμφωνεί με τον Ελύτη, ότι η ποίηση δεν αλλάζει την κοινωνία, παρά μονάχα τις συνειδήσεις των ανθρώπων. «Ο ρόλος του ποιητή», γράφει, «παίρνει αυτόχρημα το βάρος μιας μεσσιανικής αποστολής. Γιατί, είναι μετασυνειδησιακό προϊόν, που δεν αποσυνδέεται απ την ανθρώπινη ύπαρξη και την αυτογνωσία Χωρίς τις πνευματικές πηγές και τις ανιχνεύσεις σ έναν ορίζοντα πέρ απ τις ορατές εκτάσεις, όπου μονάχα ο ποιητής μπορεί να ιδεί το μήνυμα της περιστεράς με τον κλάδον ελαίας, οι κοινωνίες μεταβάλλονται σε τοπία έρημα και ακίνητα». Γι αυτό και οι ποιητές ελπίζουν κατά τους στίχους του: «Μπορούμε ακόμα να μαζέψουμε το φως μ έναν καθρέφτη να κυλήσουμε το φεγγάρι με τα χέρια πάνω στα όρη και πάνω στις θάλασσες. Οι ποιητές είμαστε, που μπορούν ακόμα να ιδούν το Θεό». 60

Έχει γράψει συνολικά οχτώ ποιητικές συλλογές: «ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΘΥΕΛΛΑ» (1958), «Η ΓΗ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΡΟ» (1972) με έκδοση και στα Ιταλικά, «ΗΡΩ- ΙΚΑ» (1977), «ΕΣΠΕΡΙΝΑ» (1978), «ΛΥΡΙΚΑ» (1979), «Ο ΠΑΛΑΙΟΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ» (1980), «ΔΙΟΔΙΑ» (1984), «ΜΙΚΡΟΝ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟΝ» (1990). 61

«ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΘΥΕΛΛΑ», 1958, σελ. 30 Είναι η πρώτη ποιητική συλλογή, που εκδίδει στα Γιάννινα το Σεπτέμβρη του 1958. Τυπώνεται στο τυπογραφείο του περιοδικού Ηπειρωτική Εστία και αφιερώνεται «Στη μνήμη της μάνας μου». Περιέχει εικοσιένα μικρά ποιήματα. Το σκίτσο του εξώφυλλου ένα καλάθι με κλαδιά ελιάς είναι δικό του και στέλνει φιλειρηνικό μήνυμα. Ο τίτλος του βιβλίου είναι συβιλικός. Ίσως να υποδηλώνει μια διαμαρτυρία, μια αντίδραση, μια χειρονομία του ποιητή στην πολεμική θύελλα των καιρών του με οδύνη και αγανάκτηση για τα χαμένα οράματα. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια απ την Κατοχή και τον Εμφύλιο κι οι μνήμες του είναι ακόμα νωπές. Φαίνεται σαν να μην έχει αποδεχθεί ή δεν θέλει ν αποδεχθεί την τελεσιδικία της ήττας και το οριστικό ναυάγιο των οραμάτων του, που είναι και οράματα της γενιάς του. Γι αυτό και μιλάει κάπου για μια καινούργια αφετηρία. Πώς θα ρθει; Ίσως με τον καιρό απ τη συγκυρία των γεγονότων. Σίγουρα, όμως, με το όνειρο του ποιητή. Γι αυτό και προσεύχεται. Μελαγχολεί και ελπίζει. Επιμένει να κρατάει στους στίχους του τα λάβαρα του αγώνα. Αλλού υψωμένα και αλλού μεσίστια. Παρόλο που είναι η πρώτη του ποιητική έκδοση, η ποίησή του είναι ώριμη. Με βάθος νοήματος κι αλληγορική έννοια, όπως είναι και τα επόμενα ποιήματα που θα εκδώσει κατόπι. Με την ίδια βιβλική έκφραση. Με ασκητική προσευχή, ευλάβεια και πίστη. Και με πολλή μελαγχολία, λυρισμό και μουσική αρμονία. 62

Στο πρώτο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Στην τρανή αφετηρία», ο ποιητής προσγειώνεται στην οδυνηρή πραγματικότητα: «Στην τρανή αφετηρία σταματήσαμε τα χελιδόνια κι ανταμώσαμε τις γυμνές παλάμες των ανθρώπων χλωμές ελεγείες στο έφηβο βιβλίο μιας γενεάς που φόρεσε τις οδυνηρές δάφνες». Αλλ ακόμα ελπίζει. Και περιμένει: «Στην τρανή αφετηρία περιμένουμε πάντα τους ίδιους δρομείς». Στο δεύτερο ποίημα «Στον ίσκιο της θύελλας» κάνει προσκλητήριο των χαμένων ελπίδων και μελαγχολεί: «Θλιβερό τώρα το προσκλητήριο των χαμένων ελπίδων Μια σιωπηλή φάλαγγα νικημένων στήσαμε την ψυχή μας στους ορίζοντες κι απομείναμε παρθένα ορόσημα μοναχά στον ύπνο των νεκρών μας ηρώων». Αλλ ακόμα κράζει το χρέος μέσα του: «Είμαστε ακόμα το χρέος της ιστορίας στημένοι στα δεκανίκια μιας εποποιϊας για να υπερασπίσουμε το λίκνο των ελπίδων». Στο τρίτο ποίημα «Τομή στα σπλάχνα», οι λαοί χωρίζουν με τους πολέμους τη γη και καθένας προχωράει στη μοναξιά του: 63

«Μήτε μια χειραψία δεν υπάρχει ανάμεσά μας για να δέσει την κοινή πορεία των ανθρώπων». Ο αγώνας και οι θυσίες δεν έφεραν αποτέλεσμα. Και τώρα: «Απομείναμε μ άδεια τα μάτια στο φως ικετεύοντας μιαν αθέατη προσταγή. Παραδώσαμε τα όνειρα στα σύγνεφα, αφοπλισμένοι κρυφά». Ο δρόμος είναι τραχύς για τους ηττημένους κι η ψυχή τους δίχως φως: «Μια τομή στα σπλάχνα μας, αυτός είναι ο δρόμος». Στο ποίημα «Άγχος στον ύπνο», η γενιά του «η θύελλα που συντάραξε τα στήθη του Θεού» είναι τώρα καθημαγμένη και ρημαγμένη, δίχως όνειρα: «Στις χρυσές ανώνυμες δάφνες είναι πάντα σκοτωμένος ο αετός και νιώθουμε το πέταγμά του άγχος στον ύπνο, δίχως όνειρα». Στην «Οδύνη πικρής στέψης» ξυπνούν θλιβερές αναμνήσεις από ναν αδικαίωτο αγώνα: «Στη ματωμένη ανάμνηση έχουμε τη ζωή των νεκρών που έφυγαν για να υποδεχτούν το μέλλον. Η όψη μας γέρασε καρτερικά με την οδύνη της πικρής στέψης». 64

Μα, κρατάει ακόμα κάποια σπίθα ελπίδας, δε χάθηκε το παν. Λυγμοί και αναμονή: «Στις άδειες χούφτες της προσμονής φυλάξαμε σκυθρωποί το γέλιο και περιμένουμε καρφωμένοι στους κόμπους των λυγμών». Στο «Καρατόμηση της θρηνωδίας», η λήθη είναι λύτρωση. Και ίσως να γίνει ένα νέο ξεκίνημα για να πορευτούν οι νικημένοι στο δρόμο των χαμένων ελπίδων: «Οι απείραχτες άνοιξες ταριχεύτηκαν κι απομένουν ανέγγιχτα χρόνια. Καμένη ώχρα της ανάμνησης θα βρούμε στα χαμένα ίχνη μας» Και τότε: «Θα ζητήσουμε ξανά την καρατόμηση της θηριωδίας για τους εφήβους μας». Αλλ είναι ουτοπία, επιθυμία ανέφικτη: «Πρέπει να ξεκινήσουμε από ναν αγχώδη επίλογο για την ανέφικτη φωτοβολή». Στο ποίημα «Στο βάθρο της θυσίας» αυτοί που α- γωνίστηκαν για τα ιδανικά, τώρα είναι: «Ανάπηροι, χωρίς ιστορία, ιεροί, γυμνοί πάνω στο βάθρο της θυσίας για να καταχτήσουν τη φαντασία μας 65

καθώς αγναντεύουν ένα χλωμό ήλιο και καρτερούν». Θλιβερός απολογισμός στο «Τέφρα άγιων πόθων» και πικρή γεύση για τα οράματα που χάθηκαν: «Γράψαμε φωτεινά οράματα στις χλωμές προσδοκίες που χάθηκαν και δεν έχουμε άλλη ψυχή για να τραγουδήσουμε την άνοιξη στους πράσινους όχτους». Στο «Αγωνία των Θεών», αγωνιά κι ο ποιητής μαζί με τους Θεούς για το χάραμα: «Αργεί να ξημερώσει! Όλα προσμένουν την αυγή. Ο ήλιος ποντίστηκε στους πυθμένες της ιστορίας, ενώ στη γη η νύχτα τούτη των καιρών είναι για τους Θεούς τρανή αγωνία». Αλλά: «Η αυγή με τ άσπρο φως άλλαξε την πορεία της». «Το πέλμα των ασκητών» δεν είναι παρά μια σκυθρωπή πορεία με «βήματα άδεια» και «πάνω απ τις ιαχές των ιδανικών»: «Κι είμαστε στην προσμονή της άρνησης οι τρυφεροί ασκητές που θα ρθουν με βαρύ πέλμα. Στα χέρια μας δεν απομένουν παρά τα καμένα δάση 66

κι οι τρυφερές χαρές της ζωής έγιναν αίμα στα χείλη μας». Στην «Προσευχή» πορεύεται με τη στάχτη των καμένων ονείρων στη χούφτα του και πασχίζει να φτιάξει τη ζωή κατά το θεϊκό θέλημα: «Πορεύομαι στην έρημο, κρατώντας ερείπια στα βήματά Σου για να φτιάξω τη ζωή καθώς είπες. Αλλά, Κύριε, πνίγεται η φωνή μου στις θάλασσες». «Καλωσόρισες», λέει ο αδελφός στον πάνοπλο α- ντίπαλο αδελφό, στο δωδέκατο ποίημα, κι απλώνει το χέρι για συμφιλίωση στ όνομα της μάνας τους: «Βγάλε τη χάλκινη πανοπλία. Ο ίσκιος Της είναι πάντα μαζί μας κι είν άγιες οι ώρες στη μορφή Της. Καλωσόρισες! Έλα να προσκυνήσουμε στους γαληνούς ήχους της κούνιας που μας βύζαξε. Για να χλοήσουν οι μέρες πάν απ τον τάφο της Μάνας μας». «Προς εμαυτόν» η πικρή ομολογία του ποιητή στο δέκατο τρίτο ποίημα: «Απείραχτα όνειρα στους ανθρώπους θα πάμε την πίκρα μας αύριο. 67

Γιατί δεν υπάρχουν ήρωες στο μέλλον κι η θυσία ντύθηκε τις σάρκες μας. Στην αποστρατεία μας κοιμήθηκαν οι θύελλες κι η γη προσεύχεται ολομόναχη». «Χειραψία με το Χριστό» έχει ο ποιητής στο δέκατο τέταρτο ποίημα. Το δάφνινο στεφάνι το φόρεσαν οι νικητές. Στους ηττημένους; Στέφανος εξ ακανθών: «Στις παπαρούνες συναντήθηκα με το Χριστό κι αλλάξαμε διάδημα όταν η γη περίμενε τον ήλιο να τυλίξει το χρυσό στεφάνι στο ματωμένο δρόμο. Κι είναι γυμνωμένα τα δέντρα στις οπλές ενός καγχασμού». Στο «Η παρουσία του χρόνου» τα χαμένα όνειρα μένουν στο παρελθόν σα μια μαδημένη παπαρούνα. Το μέλλον είναι άδηλο κι ο χρόνος απέραντος: «Στο παρελθόν θ αφήσουμε μονάχα από μια ξεφυλλισμένη παπαρούνα. Ως αργά θα περάσουμε την οργή στο μέτωπο και θα ζητήσουμε τον ευρύ χώρο για να μονομαχήσουμε στο χρόνο». Στο «Ανδριάντες από τέφρα» ο ποιητής μελαγχολεί, αλλά κι ελπίζει: «Ανδριάντες από τέφρα 68

στεκόμαστε η φάλαγγα των γιγάντων για να μονομαχήσουμε ανάπηροι μέχρι την απρόσιτη δικαίωση. Στον ύπνο μας έφυγε ο Θεός Ξυπνήστε!». «Σκιές τραγωδίας» είναι κι οι Ιταλοί στρατιώτες μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, που έζησαν κι αυτοί τη δική τους τραγωδία στην Ελλάδα. Μα, ποιος είχε ψωμί για να τους δώσει; «Κι εμείς δεν είχαμε ψωμί όταν η πείνα κάθιζε στα μάτια σας Σύρατε βουβοί κατόπι την ελπίδα για ν ανταμώσουμε στο σταυρό της». Στο «Αναφορά στην ησυχία της στέπας» ένας νεαρός στρατιώτης στην απεραντοσύνη της στέπας «σα γκρεμισμένο εικόνισμα», είναι σύμβολο θυσίας: «Αυτός ο νεκρός είναι πάντα στημένος στην ησυχία της στέπας. Ένα θεώρατο άγαλμα που φαίνεται απ την ψυχή μας λουσμένο στο φεγγάρι και παρατημένο στον ακίνητο χρόνο». Στο «Η μεθυσμένη απάτη» ο ποιητής κατατρύχεται από θλιβερές μνήμες: «Απόμεινε μονάχα ο ίδιος ουρανός πάνω απ τα γκρίζα όνειρα που δε θα ρθουν 69

κι έχουμε τώρα στα χέρια μας ένα κενό. Τραγική απάτη που ματώνει βαθιά πάντα την οδυνηρή ησυχία της νύχτας στη μακρινή στράτα των αναμνήσεων». «Στη σιωπή των τάφων» οι αναμνήσεις πετρώνουν αδυσώπητα την ψυχή. Και: «Είναι βαριά ησυχία η παρουσία των τάφων στην ψυχή μας». Στο τελευταίο ποίημα της συλλογής «Μήνυμα στον ουρανό» αγωνιά για ένα νέο μήνυμα και μια καινούργια αρχή: «Σ ένα κενό στάθηκε η αίσθηση της ζωής. Ποιος θα φτάσει με τα χέρια τον ουρανό για να χαράξει το μήνυμα που δεν ήρθε;». 70

«Η ΓΗ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΡΟ», 1972, σελ. 74 Είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή του που τυπώνεται στην Αθήνα το 1972 κι αφιερώνεται σα μνημόσυνο στον παππού του Κωσταντή Κόκκινο. Έχει μεταφραστεί στα ιταλικά απ τον F. MASTROΙANNI κι έχει εκδοθεί στην Ιταλία το 1978 με τον ίδιο τίτλο: «La terra e l acqua. Χωρίζεται σε εφτά ενότητες: Ωδή (συζυγικόν άσμα) Ψαλμοί Συνομιλίες Μονόλογοι Γράμματα Προσευχή Έλεγοι. Η ίδια ποιητική έκφραση κι εδώ, όπως και στα πρώτα ποιήματά του Χειρονομία στη θύελλα, με τη γοητεία των εικόνων και τον ορθρινό φθόγγο. Στίχοι λιτοί, βελούδινοι, με βαθύ στοχασμό κι απέραντη ανθρωπιά. Και με θρησκευτική συνείδηση. Κι εδώ η ποίησή του κινείται ανάμεσα στις αναμνήσεις απ τον πόλεμο και στα χρώματα της πατρίδας του. Γράφει για τους νεκρούς αντάρτες, για τους εξόριστους και τους πεινασμένους, για φίλους και συντοπίτες του που δεν υπάρχουν στη ζωή, για τη γυναίκα-σύντροφο. Κουβεντιάζει με τον εαυτό του και με τη φύση. Και προσεύχεται. Η πρώτη ενότητα Ωδή (συζυγικόν άσμα) είναι ένας διθύραμβος για τη γυναίκα-σύντροφο και συνοδοιπόρο της πνευματικής του ζωής. Για την αιώνια γυναίκα που θα κρατήσει το φεγγάρι της εσπέρας στα χέρια των νηπίων. Για τη γυναίκα, που θα καλωσορίσει τους ναυαγούς και θα στρώσει τους δρόμους της πολιτείας για να γυρίσουν οι εργάτες απ τη δουλειά τους και να τους δώσει ψωμί κι ελιές. Για τη γυναίκα με την α- ξίνα και το κανάτι στον αγρό, που θα της δώσει ένα 71

σωρό συμβολισμούς: Κρύα πηγή της οδοιπορίας, ε- στεμμένη κυματόεσσα θάλασσα, πρωινή πάχνη ιριδίζουσα, περήφανη κι όρθια όπως η λεύκα, βραδυνή πνοή, α- γαθή σειρήνα, μέθη από γλυκό κρασί. Στίχοι γραμμένοι με τρυφερότητα, σεβασμό κι απέραντη αγάπη. Στίχοι απαράμιλλοι, απ τους καλύτερους που έχουν γραφεί για τη γυναίκα: Όρθια με την υδρία στον ώμο ήρθες, γυναίκα σύντροφε Ιωάννα στην αυχμηρήν έρημο, σείουσα τη γύρη των ανθέων στα πεύκα και στα ρείκια ως οινοχόος των ορθρινών ιμέρων. Και δεν έχει να της προσφέρει, παρά: Ένα λιτό τοπίο, παπαρούνες και χαμομήλια και τον ήλιο να δέσω στην κόμη σου στεφάνι για να φτάσεις με τα χέρια τον ουρανό. Η γυναίκα είναι η ελπίδα της ζωής, παρηγοριά για τους αδικημένους και καταφρονημένους: Εσένα περιμένουν οι κατάδικοι την αυγή να ρίξει ο Θεός την ευλογία του στο κελί τους με τα δικά σου χέρια για να κατεβάσεις στο κατώφλι τους το φεγγάρι και το λευκό τραγούδι των κορυδαλλών πάνω απ τα συρματοπλέγματα των στρατοπέδων. 72

Στους Ψαλμούς υψώνει κραυγή ικεσίας προς το Θεό και θρηνεί για το νεκρό έφηβο πολεμιστή: Εφώναξα το όνομά Σου στην απεραντοσύνη της άχρονης ερημίας. Κύριε, βάραινε το χώμα στην ψυχή και το στέρνο ξεράθηκε πάνω σε κείνο το κράνος που στήθηκε μ ένα σταυρό στη μοναξιά της τεφρής πεδιάδας. Την οδοιπορία των ασκητών εζήτησα για να συναντήσω τον αιμόφυρτο έφηβο που ντουφεκίστηκε σ ένα φράχτη την ώρα της ζεστής γης μας κι έκραξα τους βαπτισμένους δούλους εις το όνομα του πατρός που ζήτησαν την πραότητα και το ψωμί των αδερφών. Στις Συνομιλίες μένει πάντα η πικρή γεύση ενός χαμένου αγώνα: Η γεύση που έμεινε στα χείλη μας είναι από στάχτη και χολή κι οι κάλυκες που σκουριάζουν στα χαρακώματα βαραίνουν πάντα τα βήματά μας. Και δεν έχει να δώσει τίποτα στους νέους ανθρώπους: Πώς να στρώσω με τα χέρια μου τους δρόμους για νέους πίσω από μιαν άνοιξη που δεν ήρθε μαζί μας;. 73

Και μια εικόνα φρίκης απ τον πόλεμο του Βιετνάμ. Οδύνη για το μικρό Βιετναμέζο: Πρόλαβε ν απλώσει τρομαγμένα τ αδύνατα χεράκια του ο μικρός βιετναμέζος με μάτια απορημένα απ το φόβο κι απ το αίμα για να σκεπάσει το ματωμένο κεφάλι του μικρού του αδερφού. Αλλά, πάνω απ την οδύνη αναδεύεται μια δροσερή πνοή, πνοή ελπίδας: Έχω ακόμα στο προσκέφαλο λίγα όνειρα και λίγες γαλάζιες πεταλούδες απ το παρατημένο εκείνο παραμύθι. Οραματίζεται μια παγκόσμια συναδέλφωση των λαών. Κι υπόσχεται να μοιράσει τη γη και το ψωμί στα ίσια: Αυτά τα φτηνά χώματα του πατέρα στη χούφτα μας όταν γυρίσουμε ξανά δίχως χαρτιά θα τα μοιράσουμε στο χρόνο και στα βλέμματα αυτών που έμειναν χωρίς άλλους νεκρούς και χωρίς παρελάσεις. Πρέπει να τραβήξουμε κείνες τις γραμμές απ το χάρτη που χωρίζουν τη γη και το νερό. Στους Μονόλογους βαραίνει η ψυχή του απ το βαρύ φορτίο που άφησε ο πόλεμος: 74

Αυτό το κάρβουνο και τον γύψο που φέρουμε μέσα μας τόσα χρόνια δεν έχω πού να τ αποθέσω. Μας έδεσαν τα μάτια μ ένα μαντήλι, ποτισμένο απ τον ιδρώτα μας και το δάκρυ των νηπίων για να μην βλέπουμε τη γη και μας πρόσφεραν ένα σταυρό για το στήθος και μια γραμμή σ ένα βιβλίο ιστορίας. Τώρα, μετά τον πόλεμο, προσεύχεται για να χορτάσουν εν ειρήνη οι πεινασμένοι: Δεν έχω να ζητήσω, παρά τον ύπνο και το ψωμί να δίνονται δίχως επισημότητα από ανώνυμα χέρια, που δεν άγγιξαν την αμαρτία του αίματος. Ξέρω πως είναι βαρύς ο λόγος για την ειρήνη να κάτσει στη γη καθώς η ομίχλη στον κάμπο. Κι όταν ανταμώνει, ύστερ από χρόνια, με το γερμανό φρούραρχο-δήμιο της Κατοχής, δεν κρατάει μνησικακία: Τον θυμάμαι ήταν τότε ξανθός και λεπτόςπου δεν δάκρυσαν τα στεγνά του μάτια μπρος στις αγχόνες μας εκείνη την αυγή Τι να ζητήσουμε τώρα απ αυτόν Ένας τουρίστας με μαδημένο κεφάλι, λιπαρές σάρκες και νυχτωμένα μάτια. 75

Στην ανελέητη εποχή μας, με την αφθονία της ύλης και τους σιδερένιους ανθρώπους, είναι δύσκολο να ο- νειρεύεται: Δεν έχω πού να κρατήσω ένα όνειρο σε τούτη την πολιτεία της αφθονίας. Πώς να ζήσουμε μονάχα με τη φωνή των ποιητών που έμειναν ως γλυκόπικρη ευωδία ρείκης; Ο πόνος των ποιητών δεν φτάνει για να ζήσουν οι σιδερένιοι άνθρωποι που μας ακολουθούν. Στα Γράμματα της πέμπτης ενότητας μιλάει στον αδελφό, στο φίλο, στο συντοπίτη για τις χαμένες προσδοκίες και για την ορεινή πατρίδα του, όπου έκαναν ό- νειρα στον καιρό της μητέρας και που, κατόπι, τη ρήμαξεν ο πόλεμος κι οι κάτοικοι έφυγαν για την πολιτεία: Να μην ρωτήσεις για τους ξωμάχους και τους νέους που ήξερες απ τα χρόνια της κατοχής. Αυτοί πήραν το αχνό ηλιοβασίλεμα και τη ζεστή ανάσα από δω με λίγες ελιές κι ένα κυδώνι στυφό για να θυμούνται τη φτωχή μάνα μπροστά στις βιτρίνες της πολιτείας. Λίγοι έμειναν εκεί πεισματικά, δεμένοι με τον τόπο τους, που ανταμώνουν μονάχα με τις πέρδικες της αυγής και περιμένουν με κάποια αχνή ελπίδα: να ρθει ο Θεός πάνω στις αχτίδες του φεγγαριού για να κυλήσουν ξανά τα νερά 76

και για να θροΐσουν τα φύλλα με την ανάσα Του. Θα περιμένουν, κοιτάζοντας να χαράξει ο Θεός τα σύνορα στις κορφές με τα βράχια και το σούρουπο, όταν θα ρθει ως ιριδισμός επί των ανθέων για να μοιράσουμε το ψωμί και το κρασί στους πεινασμένους αδερφούς. Και νοσταλγεί με γλυκιά μελαγχολία κάποιο φθινόπωρο στη ρημαγμένη πατρίδα, που μοσχοβολάει ρίγανη και χαμομήλι και χρωματίζεται από απαλά χρώματα: Οι λεύκες μοιάζουν κίτρινα σύγνεφα οι κερασιές έχουν κόκκινα και μαβιά φύλλα, τα πλατάνια είναι σταχτοκίτρινα μ έναν γαλάζιο και γκρίζο ουρανό πίσω τους κι οι αγριαπιδιές στέκουν σιωπηλές νύφες, ντυμένες πράσινα και μενεξεδιά χρώματα. Φοβάται τη λησμονιά της πατρίδας, σα να ξεριζώνεται η ψυχή του: Μη λησμονήσεις την ερημία των ορέων και το δέος των άφωνων γκρεμών, αδερφέ μου, Γιατί ξέρω πως αυτή είναι η πατρίδα μας κι οι λίγες γαλάζιες πεταλούδες που περιμέναμε να ρθουν με τα κεράσια και την ευωδιά των κέδρων. Στις Προσευχές νιώθει την ανάγκη να μιλήσει με το Θεό για τα αδικαίωτα όνειρα και τους φτωχούς. Στίχοι που βγαίνουν αυθόρμητα απ την καρδιά του, που 77

δονείται ασίγαστα απ το πάθος για ειρήνη και ανθρωπιά: Κύριε, είναι ανάγκη να μιλήσουμε Να μιλήσουμε για τη γη και το νερό που δεν ορίζουν ακόμα οι φτωχοί, αυτοί που φορτώθηκαν το σταυρό και τα όνειρα για να Σε συναντήσουν. Ο αιτών και ο κρούων είμαι, ο ποιητής, που αναζητεί τον ιδρώτα και τα όνειρα των αδερφών. Αλλά, πώς θα κλείσουν οι πληγές, που άνοιξε ο ίδιος ο άνθρωπος; Όμως, πώς θα σκεπάσουμε την τέφρα στα έρημα λιμάνια με τη σιωπή των οστών απ τους νεκρούς στρατιώτες των πεδιάδων;. Η εποχή μας είναι ανελέητη. Στεγνή. Οι ανθρώπινες αξίες κι αρετές σπανίζουν. Οι σιδερένιοι άνθρωποι δεν έχουν ίχνος ανθρωπιάς. Τι να κάμει, λοιπόν, ο ποιητής; Πώς θα σταματήσουν οι πόλεμοι; Πώς θα χορτάσουν ψωμί οι πεινασμένοι λαοί; Τι απομένει; Μονάχα επίκληση προς τα θεία, προς το Δημιουργό του σύμπαντος. Γιατί, τώρα, με την πολυτέλεια της αφθονίας, πεθαίνουν ακόμα παιδιά απ την πείνα κι έχουμε περισσότερο ανάγκη το Θεό. Στίχοι συγκλονιστικοί, με βαθιά θρησκευτική πίστη, σαν παρακλητικοί κανόνες: Εσταυρωμένε, η γη είναι ένα πορτοκάλι στα χέρια Σου. 78

Εδώ, στην Ασία, είπες οι άνθρωποι θα φυτέψουν φοινικόδεντρα. Οι Τούρκοι, οι Άραβες, οι Πέρσες, οι Σλάβοι θα πετάξουν τα όπλα τους στο δρόμο για να πάρουν απ το χέρι Σου την ειρήνη Έλα, Κύριε, με τον ακάνθινο στέφανο ν απλώσεις το χέρι Σου στον κόρφο των αδερφών που καρτερούν. Χωρίς την παρουσία Σου είμαστε μονάχα ένα όνομα κενό που χρειάζεται σύμβολα και λέξεις για να πάρει τη δύναμη να χτίζει πύργους και πολιτείες πάνω στην άμμο Τώρα έλα, Κύριε, που ο Μάρτιν Λούθηρος Κινγκ έρχεται να θωπεύσει τα πεινασμένα παιδιά της Μπιάφρας, φορώντας έναν ματωμένο επίδεσμο στο κεφάλι. Στους Έλεγους ο ποιητής μιλάει, χωρίς καμιά μεταφυσική υπέρβαση, με δικούς του ανθρώπους, φίλους και συντοπίτες, που έφυγαν απ τη ζωή και θυμάται στιγμές που έζησε μαζί τους. Θέλει έτσι να γεμίσει το κενό που άφησε στην ψυχή του η απουσία τους και ν απαλύνει τον πόνο του για το χαμό τους. Πρώτα, απευθύνεται στο συνεργάτη του στην Ηπειρωτική Εστία, τον διανοούμενο Δημήτρη Σαλαμάγκα, για να του θυμίσει τις ώρες που ήταν μαζί. Να του πεί για την ευγένειά του και για τη γαλήνη που λίμναζε στα μάτια του. Για τις μνήμες του με τα αίματα και 79

τους ορθρινούς ορίζοντες της Μικρασίας, για τα χειρόγραφα της Ζουλεϊχά που δεν πρόλαβε να τελειώσει Νεκρέ μου φίλε, ξέρω πως περιμένεις απόψε να μιλήσουμε όξω απ τη γη, περπατώντας χωρίς το χοϊκό βάρος στην άκρη του χρόνου που μάζευες για να ρθεις ν απλώσεις τον ίσκιο σου πάνω στις καρέκλες και στους τοίχους του γραφείου μου. Θα με βρεις να σε περιμένω για να μιλήσουμε και να σου δώσω το χέρι μου πάνω απ την πόλη που χνώτιζες τόσα χρόνια με την αναπνοή σου. Πένθιμη ωδή και για το συντοπίτη του, απ τη Νεράιδα, συνταγματάρχη Κώστα Παπαμαντέλλο, υπασπιστή στα 1922 του Πλαστήρα, που έζησε τη φρίκη της Μικρασιατικής καταστροφής. Για να του πει για το νόστο της ορεινής πατρίδας και για ένα απραγματοποίητο ταξίδι εκεί που δεν έγινε για να χαιρετήσεις τους παιδικούς φίλους, που απόμειναν στο γενέθλιο χώμα. Κι ύστερα, σιωπή: Άπλωσες στο προσκέφαλο με την πατρώα μνήμη τα παράσημα και το ξίφος και κοιμήθηκες εν ειρήνη κάτω απ τη φωνή του Κυρίου. 80

Για τον ξενιτεμένο Γιαννιώτη, Κων. Δ. Μέτρζιο, που ανάλωσε τη ζωή του στα αρχεία της Βενετίας, έχει το λόγο του: Αυτού, στον Άγιο Γεώργιο των Γραικών, που αντάμωνες τους καλούς Ηπειρώτες της Βενετίας, στις διαθήκες και στα συμβόλαια θα περπατάς πάνω απ τη φθορά του χρόνου Εγώ, ο Κωνσταντίνος Μέρτζιος του πάλαι ποτέ Δημητρίου εξ Ιωαννίνων, αναλογιζόμενος το άωρον του θανάτου Συνομιλία και με τον Ηπειρώτη λογοτέχνη Γ. Α. Οικονόμου, φίλο και συνεργάτη του στην Ηπειρωτική Ε- στία: Περπάτησες ανάμεσα απ τους χρόνους που χωρίζουν τον αιώνα απ τη ζωή, ήρεμος την αυγή πάνω απ τη λίμνη συνάντησες το Θεό και κοιμήθηκες κάτω απ το βλέμμα Του. Απήλθες ως ναυς με τον αναμμένο πυρσό, μακάριε φίλε. Και τελειώνει με στίχους για έναν απλό και ταπεινό συντοπίτη του, το Μήτσο Ούζο, που η σκιά του, πίσω απ τη μισάνοιχτη πόρτα του μαγαζιού του, θα περιμένει τους ξενιτεμένους για να τους δώσει με το ψημένο του χέρι μια κούπα κρασί, γιομάτο μνήμη και νόστο. 81

Σκέφτομαι τι να σου πω με τους στίχους μου, μπάρμπα Μήτσο (Ούζο) που έρχεσαι και φεύγεις αντάμα με την αυγή και το νύχτωμα δίπλα απ την μισάνοιχτη πόρτα την ώρα που κάθεται η ερημιά στο ξύλινο μαγαζί σου. 82

HΡΩΙΚΑ, 1977, σελ. 54 Είναι η τρίτη ποιητική συλλογή που εκδίδει στα Γιάννινα το Δεκέμβρη του 1977. Τυπώνεται στα τυπογραφεία ΔΩΔΩΝΗ στη Θεσσαλονίκη και αφιερώνεται Στους νεκρούς της Αντίστασης. Το εξώφυλλο (ένα ξεραμένο δέντρο σε μιαν ερημιά) το έχει σχεδιάσει ο ί- διος. Χωρίζεται σε έξη ενότητες: Χοηφορία Δοξαστικά Σπονδή Μηνύματα Ωδή επική Κυπριακά. Στίχοι ηρωικοί και πένθιμοι. Σπονδή στους νεκρούς της Κατοχής, της Κύπρου, της Κορέας, του Πολυτεχνείου. Ποίηση ποιοτική με τη γνωστή δική του έκφραση. Με βαθύ στοχασμό και θρησκευτική εγκαρτέρηση. Μια φωνή ήρεμη και μελαγχολική σαν παράπονο. Θρηνεί τους νεκρούς έφηβους και κλαίει η ψυχή του. Ένα χνούδι στο πρόσωπο και όνειρα στα καστανά του μάτια είχε ο έφηβος που εκτελέστηκε στην Καισαριανή. Ύστερα, η σκέψη του βυθίζεται στην άνυδρην άμμο της Κορέας, στην Κύπρο, στο Πολυτεχνείο. Κι ελπίζει πως οι θυσίες για τα ιδανικά δεν θα πάνε χαμένες, θα έρθουν την άνοιξη οι πεταλούδες / με τα γαλάζια χρώματα και τα όνειρα. Στην πρώτη ενότητα Χοηφορία, νομίζει πως είναι καιρός πια να νοιαστεί κάποιος για τους νεκρούς της Κατοχής: Κανένας δεν θυμήθηκε πως ήρθε ο καιρός να μαζέψουμε τα οστά των νεκρών μας συντρόφων που περιμένουν την επιστροφή μας απ τα χρόνια της κατοχής 83

Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε κι οι ανώνυμοι νεκροί, στη σιωπή, περιμένουν δικαίωση. Τι να πει τώρα ο ποιητής; Η σημερινή υλιστική εποχή είναι γυμνή από οράματα: «Πώς να σε φωνάξω και πώς να σε αναγνωρίσω χωρίς όνομα και χωρίς πρόσωπο; Πώς να σε φωνάξω τώρα μέσα στην πολιτεία των ανθρώπων με το ψεύτικο προσωπείο για να έχουν οι φοιτητές ένα όνειρο στο προσκέφαλο; Πώς να σηκώσουμε τώρα το πεσμένο όνειρο κάτω απ τα ερείπια και πάνω απ τις πόλεις με την στιλπνήν άσφαλτο και την αφθονία;». Μα, έχει ακόμα κάποιο χρέος: «Δεν πρέπει να φύγουμε όπως τα κίτρινα φύλλα δίχως τον καπνό της Ιθάκης τυφλοί και ψαύοντες σ ένα κενό, περιμένοντας τους διαφωτιστές με τα σιδερένια λόγια να κλείσουν τη στάχτη μας σ ένα βάζο». Πρέπει, οι γενιές που θα ρθουν, να ξέρουν για τις θυσίες και τα οράματα της γενιάς του: «Δεν θα φύγουμε πριν να κρεμάσουμε στις κούνιες των παιδιών μας τα όνειρα και τους ντουφεκισμένους έφηβους για να μη γίνουμε λίγες μολυβιές 84

χαραγμένες στα χαρτιά των αρχηγών μας». Στα «Δοξαστικά», ο ντουφεκισμένος έφηβος της Καισαριανής, οδυνηρή μνήμη, «περιπατών εν νεφέλαις άοπλος και αμίλητος», αφήνει τα λευκά περιστέρια «να πετάξουν μέσα στη φτωχή κάμαρα». Κι ύστερα, η παράδοση των όπλων γίνεται ταφόπετρα στα όνειρα της γενιάς του: «Κι αφήσαμε τα όπλα και την σιωπή κρατώντας μονάχα ένα μεγάλο ανθάκι για το αχυρένιο μας προσκέφαλο». Κι ο δρόμος για την επιβίωση στην πολιτεία είναι μακρύς και άχαρος: «Και φύγαμε με τ αποδημητικά για να βρούμε τη νύχτα του νότου στους δρόμους της πολιτείας με την εσπέρα τις άδειες καρέκλες και τις βρύσες δίχως νερό». Η «Σπονδή» στην τρίτη ενότητα είναι για τους νεκρούς αντάρτες της Κατοχής: «Κύριε, εκείνη τη νύχτα με τους νεκρούς αντάρτες να την κρατήσεις ανέγγιχτη μέσα στην αχλύ του έαρος. Ξέρω πως δεν είδαν τις φυλακές και τα νησιά και δεν άκουσαν τον θρήνο των παρθένων με το μαχαίρι στο λαιμό Τώρα, Κύριε, χτίσαμε την πολιτεία με λάσπη 85

και μείναμε χωρίς όνομα πίσω απόνα ψεύτικο προσωπείο». Ταπεινός ικέτης, υψώνει τη φωνή του ως το Θεό και τον ευγνωμονεί που γεννήθηκε ποιητής και μπορεί να ονειρεύεται: «Κύριε, θέλησα να ελευθερώσω τους αδερφούς, μοιράζοντας το χώμα της γης με το δικό Σου χέρι. Ο ποιητής είμαι με το τάλαντο που μου έδωσες, μαζί μ έναν αυλό απ τον Σταυρό του μαρτυρίου». Στην τέταρτη ενότητα στέλνει «Μηνύματα» στον αδερφό, που μοιράστηκε μαζί του «τη χολή και το ό- ξος»: «Αδερφέ μου, που έμεινες μονάχος δίχως όνομα και δίχως παραμιλητό στις πλατείες της μακρινής χώρας με τους χαμηλούς ορίζοντες και την αφθονία σου φέρνω λίγα χειροκροτήματα μονάχα και μιαν ανθοδέσμη απ τους φοιτητές που στάθηκαν στα προπύλαια του Πολυτεχνείου». Και θα τον περιμένει να έρθει για να κουβεντιάσουν, αδερφωμένοι, πριν το νύχτωμα της ζωής. Κι έχουν πολλά να πουν: 86

«Μείναμε πάντα μια καμένη σκηνογραφία στην όμορφη γη της πατρίδας. Μονάχα οι νεκροί μας δεν ταπεινώθηκαν. Θα περιμένω να έρθεις, λοιπόν. Είναι καιρός να μιλήσουμε με την ευχή της δόλιας μάνας πριν απ τον ίσκιο του δειλινού και να παρελάσουμε χωρίς όπλα και ξίφη αντάμα με τους αντάρτες της κατοχής Δεν άντεξεν εκείνος ο φράχτης με το συρματόπλεγμα ανάμεσά μας, αδερφέ». «Ωδή επική» και ελεγειακή στους ανώνυμους νεκρούς αγωνιστές «χωρίς ένα λόγο, χωρίς παράσημα, χωρίς ένα ελεγείο με στίχους ή μια γραμμή σ ένα βιβλίο Ήξερα πως θα συναντούσα στον όχτο με τις ασπραγγαθιές τον ξανθό ακροβολιστή μας με το φως που τον αφήσαμε εκεί με λίγα λόγια κι αυτόν τον κόμπο που μας πνίγει στον ύπνο να φυλάει ακόμα το πέρασμα των Γερμανών ώσπου να ξημερώσει». Αυτοί οι νεκροί σύντροφοι περιμένουν δικαίωση. Αλλά: «Τι να ζητήσουμε για τους νεκρούς μας 87