Ο τρίτος δρόμος
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΒΕΛΑΣ O τρίτος δρόμος
Επιμέλεια κειμένου: Βασίλης Μαλισιόβας Μακέτα εξωφύλλου - Σελιδοποίηση: Ευθύµης Δηµουλάς 2011 ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΒΕΛΑΣ & EKΔOΣEIΣ «AΓKYPA» Δ. A. ΠAΠAΔHMHTPIOY A.B.E.E. Λάµπρου Κατσώνη 271 & Γεωργίου Παπανδρέου, Άγιοι Ανάργυροι, Τ.Κ. 135 62 Τηλ.: 210 269 3800-4 Fax: 210 269 3806-7 Κεντρικό κατάστηµα: ΑΓΚΥΡΑ-ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ, Σόλωνος 124 Αθήνα, Τ.Κ. 106 81, Τηλ.: 210 383 7667, 210 383 7540 Fax: 210 383 7066 e-mail: agyra@agyra.gr www.agyra.gr ISBN: 978-960-422-762-4 Απαγορεύονται η αναπαραγωγή µέρους ή όλης της έκδοσης, η µεταφορά σε οποιοδήποτε ηλεκτρονικό αποθηκευτικό σύστηµα ή αναµετάδοση µε οποιασδήποτε µορφής ηλεκτρονικά, µηχανικά, φωτοτυπικά ή άλλα µέσα, χωρίς την προηγούµενη γραπτή άδεια του εκδότη. Ν. 2121/1993, καθώς και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν και στην Ελλάδα.
Στην Αννίτα
Περιεχόμενα Κεφάλαιο 1ο... 11 Κεφάλαιο 2ο... 28 Κεφάλαιο 3ο... 38 Κεφάλαιο 4ο... 56 Κεφάλαιο 5ο... 71 Κεφάλαιο 6ο... 86 Κεφάλαιο 7ο... 93 Κεφάλαιο 8ο... 116 9
Κεφάλαιο 1ο Ο ταχυδρόμος Πολ ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει ασυνήθιστα δυνατά και γρήγορα έπασχε από μεγαλοκαρδία, καθώς για πρώτη φορά στεκόταν μπροστά από τη μαρμάρινη καμάρα με τη σκαλιστή επιγραφή στο σκουρόχρωμο θόλο της. «Τρίτος δρόμος», μονολόγησε για να το ακούσουν τ αυτιά του, σα να μην έφταναν τα μάτια του, που είναι αλήθεια εδώ και λίγους μήνες είχαν αρχίσει να χάνουν την αξιοπιστία τους, παρ όλο που δεν είχε κλείσει καλά-καλά τα τριάντα τρία. Εκεί έμεινε για κάμποσα δευτερόλεπτα να κοιτάζει, ασάλευτος σα μαρμαρωμένος, με το ένα πόδι στηριγμένο στον πέτρινο δρόμο και το άλλο στο ξεγυμνωμένο πετάλι από το παλαιικό εγγλέζικο ποδήλατο που είχε κλη- 11
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΒΕΛΑΣ ρονομήσει από τον πατέρα του μαζί με το επάγγελμα του ταχυδρόμου. Ήταν η μοναδική φορά στη ζωή του που δοκίμαζε να ασχοληθεί με κάτι που θα τον έκανε πραγματικά ευτυχισμένο. Ή τουλάχιστον ήθελε να πιστεύει έτσι. Ίσως ήταν ο μόνος τρόπος για να γλιτώσει από τη θλίψη που τον βασάνιζε. Ο ταχυδρόμος Πολ έπασχε από μια ανεξήγητη θλίψη από τότε ακόμη που ήταν παιδί. Εκείνο το πρωί, μολαταύτα, ένα κύμα χαράς αναδύθηκε ως το αδιάφορο βλέμμα του, όταν διάβασε στην τοπική εφημερίδα με τις αγγελίες, για κάποιο διώροφο σπίτι με κήπο στο πίσω μέρος, που πουλούσε σε πραγματική τιμή ευκαιρίας ο ιδιοκτήτης του, βιβλιοθηκάριος στο επάγγελμα, στον αριθμό 311, στον τρίτο δρόμο. Ύστερα, δύο αράδες πιο κάτω, ω του θαύματος, ο ίδιος αυτός κύριος βιβλιοθηκάριος έψαχνε για κάποιο σοβαρό νέο, ικανό και ευσυνείδητο, για τη θέση του βιβλιοθηκάριου, επειδή ο ίδιος είχε μεγαλώσει πια αρκετά και σκόπευε να αυτοσυνταξιοδοτηθεί, όπως του είπε αργότερα στο τηλέφωνο. Στραβοκατάπιε το σάλιο του και άρχισε να βήχει ώσπου τα πράσινα ξεθωριασμένα μάτια του έγιναν απότομα κόκκινα και δάκρυζε όπως η μάνα του κάθε Κυριακή πάνω από την κατσαρόλα με τα κρεμμύδια και το κρέας που μαγείρευε για τον πατέρα του. Ο ταχυδρόμος κόντεψε να τσακιστεί ώσπου 12
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ να φτάσει στον πρώτο τηλεφωνικό θάλαμο δίχως να τον απασχολεί ο αφόρητος πόνος στη δεξιά του πατούσα κοντά στη φτέρνα. «Θαυμάσια! Σήμερα κιόλας», του είπε ο κύριος βιβλιοθηκάριος με τη λεπτή βραχνή φωνή. «Στις οκτώ ακριβώς στο νούμερο 311, στον τρίτο δρόμο. Φροντίστε παρακαλώ να μην αργήσετε... τι ώρα λέει το ρολόι σας;». Ο ταχυδρόμος Πολ γύρισε το ρολόι του στην ώρα που του υπέδειξε ο βιβλιοθηκάριος και συμφώνησε με αλλοιωμένη φωνή, που μόλις έβγαινε από το βήχα, ότι θα ήταν εκεί στις οκτώ ακριβώς ούτε λεπτό παραπάνω. «Τρίτος δρόμος», επανέλαβε σιγά μ ένα χαμόγελο και κοίταξε το ρολόι του κληρονομιά κι αυτό του πατέρα του, που δεν αποχωριζόταν ποτέ, από λόγους ψυχαναγκαστικούς περισσότερο, παρά από ευαισθησία. Η ώρα ήταν οκτώ παρά είκοσι οκτώ λεπτά ακριβώς. Δεν είχε λόγο να βιάζεται. Ψαχούλεψε με το ένα του χέρι μέσα στη δερμάτινη θήκη που κρεμόταν από το στρογγυλό σίδερο που ένωνε τη σέλα με το τιμόνι και κάποτε χρησίμευε σαν κάθισμα για τη γυναίκα του. Πολλές φορές είχαν μελανιάσει πάνω του οι εφηβικοί της γλουτοί, μα το προτιμούσε από τη σχάρα, που ήταν το ίδιο άβολη. Η αλήθεια είναι ότι της άρεσε να βρίσκεται ανάμεσα στα χέρια του. Δεν είχε κανένα παράπονο από τη γυναίκα του ο ταχυ- 13
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΒΕΛΑΣ δρόμος Πολ. Η θλίψη που τον βασάνιζε θα μπορούσε να συνδέεται με οποιαδήποτε αιτία, αλλά ποτέ με εκείνη. Ίσα-ίσα που τον βοηθούσε να την ξεπερνάει δίχως ποτέ της να κάνει κάτι ιδιαίτερο. Ήταν ανεξήγητη αυτή η θλίψη του. Ήταν, όμως, κάτι δικό του. Θα μπορούσε να καυχιέται ότι ήταν το μόνο πράγμα που ήταν εντελώς δικό του, αφού ό,τι άλλο είχε στη ζωή του το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Κάποιες φορές η θλίψη τον βάραινε τόσο, που η ανάσα του κοβόταν στη μέση και δεν είχε δύναμη να γυρίσει τα πετάλια ούτε στο ίσιωμα. Τότε, όλως περιέργως, λίγος καπνός από τσιγάρο στα πνευμόνια του βοηθούσε την κομμένη ανάσα του να γίνει και πάλι ολόκληρη. «Παράδοξο», σκεφτόταν, «κάτι που βλάπτει να κάνει τόσο καλό». Ο ταχυδρόμος Πολ δεν είχε αποκτήσει τη συνήθεια του καπνίσματος, όμως είχε πάντα για ώρα ανάγκης ένα ή δύο τσιγάρα μέσα στη μαύρη δερμάτινη θήκη που κρεμόταν από το στρογγυλό σίδερο με τα ξεθωριασμένα χρυσά γράμματα και συνέδεε τη σέλα με το τιμόνι. Ρούφηξε τον καπνό με μια ερασιτεχνική αβεβαιότητα, μια-δυο φορές, ίσα για να επαναφέρει την καρδιά του στη γνώριμη νωχελική της κατάσταση έφταιγε η απροσδόκητη χαρά αυτή τη φορά και κοίταξε ξανά το ρολόι του. Ύστερα, χρησιμοποιώντας τις άκρες των δακτύλων 14
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ του, έκοψε διακριτικά το κεφάλι από το τσιγάρο που μόλις είχε ανάψει και φύλαξε το υπόλοιπο στη μαύρη δερμάτινη θήκη, αφού πρώτα το τύλιξε προσεκτικά στο πάνινο μαντιλάκι που είχε γι αυτό το σκοπό. Η ώρα ήταν ακόμα οκτώ παρά είκοσι πέντε. Ήταν νωρίς, αλλά αποφάσισε να ξεκινήσει σιγά-σιγά. Παρ όλο που δεν παρέλειπε κάθε πρωί ο ταχυδρόμος Πολ να γρασάρει τη γέρικη αλυσίδα, εκείνη συνέχιζε αυτό το ενοχλητικό τσίριγμα σαν κλάμα από νεογέννητο γατί που πεινάει, κάθε φορά που ολοκλήρωνε δύο κύκλους. Ήταν όμως πολύ απορροφημένος από την προσπάθεια να δει μες στο σκοτάδι έτσι, αυτή τη φορά ούτε καν που το πρόσεξε. Στα πρώτα κιόλας μέτρα, μια περίεργη ομίχλη, λες και τη γεννούσαν τα σπίτια, ήρθε για να κάνει το σκοτάδι ακόμα πιο αδιαπέραστο. Ο ταχυδρόμος Πολ αναγκάστηκε να σβήσει το φανάρι πάνω στο τιμόνι του ποδηλάτου του, καθώς το διαπεραστικό φως που έβγαινε, έκανε την παρουσία της ομίχλης ακόμα πιο έντονη. Ο τρίτος δρόμος από τη μία κατεύθυνση, έτσι όπως ανέβαιναν τα νούμερα, ήταν αδιάκοπα ανηφορικός υποφερτός, μολαταύτα, αν εξαιρέσεις ορισμένα σημεία που πράγματι ήθελε πολύ γερά πόδια και γεμάτος στροφές, όχι απότομες, ευτυχώς. Παρά τη μειωμένη ορατότητα, μπορούσε να συμπεράνει ότι και αυτή 15
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΒΕΛΑΣ η συνοικία ήταν σχεδόν πανομοιότυπη με τις άλλες δύο, έτσι παρά τις δυσκολίες κατάφερνε σχετικά εύκολα, βάζοντας κάποια σημάδια, να προσδιορίσει την πορεία του. Το αχνό φως από τους σιδερένιους στύλους δίπλα από το ρείθρο του πεζοδρομίου τον βοηθούσε είναι αλήθεια πολύ. Μόνο που έπρεπε να σταματάει κάθε τόσο για να σιγουρεύεται ότι η πινακίδα έγραφε πάντοτε «τρίτος δρόμος» και τα νούμερα στα σπίτια ανέβαιναν. Ήταν ακόμη στο νούμερο 99. Η ώρα ήταν οκτώ παρά είκοσι ένα λεπτά. Αν δεν ήταν η ομίχλη, σκέφτηκε, θα είχε διανύσει αυτή την απόσταση το πολύ σε μισό λεπτό. Ίσως σαράντα δευτερόλεπτα. Πάντως, σίγουρα δεν θα του είχε πάρει τρία ολόκληρα λεπτά. Τρία ολόκληρα λεπτά, συλλογίστηκε, δεν είχε συναντήσει ούτε έναν άνθρωπο στο δρόμο, ούτε ένα αυτοκίνητο. Περίεργο! Ήταν πηχτή η ομίχλη, αλλά ουδέποτε στις άλλες δύο συνοικίες της κωμόπολης του είχε τύχει να μη συναντήσει ψυχή. Βέβαια είχε ακόμη αρκετά χιλιόμετρα να διανύσει μέχρι να φτάσει στον προορισμό του, αλλά του έκανε μεγάλη εντύπωση. Συνέχισε προσεκτικά ν ανηφορίζει καθώς η ομίχλη γινόταν όλο και πιο απειλητική, σκεπάζοντας το σκοτεινό πρόσωπο της νύχτας με ένα λευκό απροσπέλαστο βέλο. Τα σπίτια με μονό αριθμό ήταν στην αριστερή πλευρά του δρόμου. Έτσι, κα- 16
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ θώς πλέον η ορατότητα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, αναγκάστηκε να ρισκάρει διασχίζοντας κάθετα το δρόμο ευχαρίστησε την τύχη του που δεν υπήρχε πουθενά αυτοκίνητο για να βρεθεί στο απέναντι πεζοδρόμιο, σε απόσταση που θα του επέτρεπε τουλάχιστον να διακρίνει τους αριθμούς πάνω από τις εξώπορτες των σπιτιών. Ο δρόμος ήταν άδειος. Ήταν εντελώς μόνος του. Κάπου-κάπου νόμιζε ότι διέκρινε κάποιες ανθρώπινες σκιές πίσω από τα φωτισμένα παράθυρα, κάτι που τον έκανε αντί για ανακούφιση να νιώσει ένα ανεξήγητο ρίγος. Σιγά-σιγά άρχισε να τον κυριεύει ένα αίσθημα φόβου, που παραμέρισε εντελώς τη χαρά που ένιωθε μόλις πριν από λίγο. Του πέρασε απ το μυαλό να γυρίσει πίσω και να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια. Ο κύριος βιβλιοθηκάριος σίγουρα θα έδειχνε κατανόηση, αλλά σχεδόν αμέσως απέρριψε αυτή την ιδέα. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι ο φόβος του ήταν εντελώς παράλογος και η συμπεριφορά του θλιβερά παιδιάστικη για την ηλικία του. Βλαστήμησε την τύχη του που πριν από μερικά δευτερόλεπτα είχε ευχαριστήσει και αποφάσισε να συνεχίσει σφίγγοντας τα χέρια του πάνω στο τιμόνι. Η ώρα είχε ήδη πάει οκτώ παρά δεκατρία λεπτά. Ήταν ακόμη στον αριθμό 183. 17