ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ Παχυσαρκία εφηβικού μαθητικού δυναμικού: παράγοντες που επηρεάζουν την ακρίβεια των αυτοδηλούμενων ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών του Mήτσου Παναγιώτη Μεταπτυχιακή διατριβή που υποβάλλεται στο καθηγητικό σώμα για την ολοκλήρωση των απαιτήσεων για την απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου του Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγή και Αθλητισμού του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Κατεύθυνση Σχολική Φυσική Αγωγή) Θεσσαλονίκη 2010 Εγκεκριμένο από το καθηγητικό σώμα 1ος Επιβλέπων: Ελιζάνα Πολλάτου Επίκουρος Καθηγήτρια Τ.Ε.Φ.Α.Α, Π.Θ. -------------------------------------- 2ος Επιβλέπων: Βασιλική Ζήση Λέκτορας Τ.Ε.Φ.Α.Α, Π.Θ. -------------------------------------- 3ος Επιβλέπων: Βασίλειος Γεροδήμος Επίκουρος Καθηγητής Τ.Ε.Φ.Α.Α, Π.Θ. ------------------------------------- 1
ΔΙΑΤΡΙΒΗ Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα στην Ανθρώπινη Απόδοση και Υγεία Κατεύθυνση Σχολική Φυσική Αγωγή Μεταπτυχιακή Διατριβή Παχυσαρκία εφηβικού μαθητικού δυναμικού: παράγοντες που επηρεάζουν την ακρίβεια των αυτοδηλούμενων ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών του Παναγιώτη Α. Μήτσου Α.Μ. 50/04 2
στην οικογένειά μου για όλα αυτά που μου έδωσε και συνεχίζει να μου δίνει, στο μέντορα και φίλο μου Νίκο 3
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Παχυσαρκία εφηβικού μαθητικού δυναμικού: παράγοντες που επηρεάζουν την ακρίβεια των αυτοδηλούμενων ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών (Κάτω από την επίβλεψη της κας Ελιζάνα Πολλάτου, Επίκουρος Καθηγήτρια). Ο σκοπός της έρευνας ήταν τριπλός. Ο πρώτος σκοπός εστιάζονταν στην εξέταση της ακρίβειας με την οποία έφηβοι τάξεων Λυκείου δηλώνουν τα ανθρωπομετρικά τους στοιχεία. Ο δεύτερος σκοπός αφορούσε στον εντοπισμό παραγόντων που εμπλέκονται στην πιθανή δημιουργία διαφοράς μεταξύ αυτοδηλούμενων και πραγματικών τιμών ύψους και βάρους. Τέλος, ο τρίτος σκοπός ήταν να επιχειρηθεί η μείωση της διαφοράς αυτής με τη χρήση διορθωτικών εξισώσεων. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 473 μαθητές και μαθήτριες (219 αγόρια και 254 κορίτσια), ηλικίας 15-20 ετών, οι οποίοι κατηγοριοποιήθηκαν σύμφωνα με την τιμή του ΔΜΣ, σε άτομα με φυσιολογικό σωματικό βάρος, υπέρβαρα και παχύσαρκα. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε μέσω ερωτηματολογίου. Το 21.8% (103) και το 9.9% (47) των μαθητών κατατάχθηκαν στην κατηγορία των σωματικά υπέρβαρων και παχύσαρκων αντίστοιχα. Αν και οι συντελεστές συσχέτισης ήταν υψηλοί κορίτσια και αγόρια υποτίμησαν το βάρος τους, ενώ το ύψος μόνο στα κορίτσια παρουσίασε σημαντική απόκλιση. Οι τιμές του ήτα-τετράγωνο (n 2 ) δείχνουν προκατάληψη για το βάρος (0.12), το ύψος (.08) και το ΔΜΣ (0.17) οι οποίες είναι πιο ουσιαστικές στα κορίτσια. Η χρήση των αυτό-αναφερόμενων ανθρωπομετρικών τιμών για τον προσδιορισμό της κατηγορίας του ΔΜΣ, οδήγησε σε υποτίμηση του υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται ότι τα αυτό-αναφερόμενα στοιχεία που προέρχονται από τους εφήβους μπορεί να μην 4
είναι το ίδιο έγκυρα όπως τα δεδομένα που προκύπτουν από τις πραγματικές μετρήσεις. Για καλύτερη κατανόηση των διαφορών και τη βελτίωση της εγκυρότητας των αυτο-αναφερθέντων τιμών ύψους και βάρους επιχειρήθηκε η εισαγωγή διορθωτικών μεταβλητών. Διαπιστώθηκε ότι οι μεταβλητές φύλο και φυσική δραστηριότητα, επηρεάζουν την ακρίβεια δήλωσης και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της ικανότητας πρόβλεψης των πραγματικών τιμών, σε βαθμό σημαντικό, επιτυγχάνοντας στη συνέχεια ορθότερη κατάταξη των ατόμων στις διάφορες κατηγορίες βάρους με βάση το ΔΜΣ, ιδιαίτερα δε των ατόμων που ανήκουν στις κατηγορίες των υπέρβαρων και παχύσαρκων. Τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα με σκοπό τον εντοπισμό και τη διερεύνηση παραγόντων πρόκλησης διαφοράς ώστε να κατανοηθούν οι προκαταλήψεις και με τη χρήση των κατάλληλων μέσων πρόβλεψης, να βελτιωθεί η ακρίβεια των αυτόαναφερόμενων ανθρωπομετρικών δεικτών κατά τη χρήση τους στις έρευνες υγείας για τα προβλήματα του υπέρβαρου της νεολαίας. Λέξεις κλειδιά: εφηβική παχυσαρκία, αυτοδηλούμενα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά, δείκτης μάζας σώματος, παράγοντες που επηρεάζουν την ακρίβεια δήλωσης. 5
ABSTRACT MITSOS PANAGIOTIS: Obesity in school-aged adolescents: factors affecting the accuracy of self-reported anthropometric characteristics (Under the supervision of Mrs Ελιζάνα Πολλάτου, Accistant Professor) The purpose of the present study was threefold: (a) to examine the accuracy with which young adolescents reported their anthropometric data, namely their weight and height; (b) to identify the factors involved in observed differences between selfreported and actual height and weight data; and (c) to use corrective equations in order to minimize these differences. The sample of the study consisted of 473 students (219 males and 254 females), aged 15-20 years old, who were categorized according to their BMI in three groups: normal weight, overweight and obese. The survey instrument was a specifically designed questionnaire. Using the self-reported data 21.8% (103) and 9.9% (47) of the students were classified as overweight and obese individuals respectively. Although the correlation coefficients between the actual and the self-reported data were high, boys and girls underestimated their weight, while height presented significant variation only in girls. η 2 values indicated that the observed bias concerning weight (0.12), height (.08) and BMI (0.17) were more meaningful for girls. Use of self-reported weight and height values for the determination of BMI category, resulted in underestimation of overweight and obesity. This finding indicates that self-reported information may not be as valid as data from objective measurements. In order to better understand the differences and to improve the validity of self-reported height and weight values, it was attempted to introduce corrective variables. Regression analysis results showed that gender and physical activity significantly contributed to the accuracy of self-reported height and weight respectively, which in turn enhances the ability to predict the actual values and 6
to group individuals in the BMI categories more correctly. These findings suggest the need for further research in order to identify the factors causing the differences and to improve the accuracy of self-reported anthropometric indices used in epidemiological surveys for the problems of overweight youth, by the use of appropriate means of prediction. Keywords: obesity, teenagers, Body Mass Index, self-reported anthropometric data, potential predictors οf accuracy. 7
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Σελίδα ΠΕΡΙΛΗΨΗ 4 ABSTRACΤ...6 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...8 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ..11 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ..12 I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ...13 1.1. Ερευνητικές υποθέσεις της έρευνας..20 1.1.1. Στατιστικές υποθέσεις της έρευνας 21 1.1.1.1. Μηδενικές στατιστικές υποθέσεις της έρευνας...21 1.1.1.2. Εναλλακτικές στατιστικές υποθέσεις της έρευνας..22 1.2. Οριοθετήσεις της έρευνας..23 1.3. Περιορισμοί της έρευνας 23 1.4. Θεωρητικοί και λειτουργικοί ορισμοί.24 II. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 2.1.1. Εισαγωγή στο πρόβλημα της παχυσαρκίας...25 2.1.2. Ορισμός της παχυσαρκίας.28 2.1.3. Κατηγοριοποίηση παιδικής παχυσαρκίας σύμφωνα με τις τιμές ΔΜΣ 29 2.2. Νοσηρότητα και θνησιμότητα..33 2.2.1. Διαστάσεις του φαινομένου της παιδικής-εφηβικής παχυσαρκίας.33 2.2.2. Συσχέτιση παιδικής-εφηβικής παχυσαρκίας με την ενήλικη παχυσαρκία 34 2.2.3 Επιπτώσεις της παχυσαρκίας 37 2.2.3.1. Βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις..37 8
2.2.3.2. Μακροπρόθεσμες επιπτώσεις 40 2.3. Επιπολασμός της παχυσαρκίας 43 2.3.1. Επιπολασμός της παχυσαρκίας στον κόσμο και το οικονομικό κόστος 43 2.3.1.1. Επιπολασμός της παχυσαρκίας στην Ελλάδα.48 2.3.2. Επιπολασμός της παχυσαρκίας στον παιδικό-εφηβικό πληθυσμό.48 2.3.3. Εφηβική παχυσαρκία στην Ελλάδα 57 2.4. Παράγοντες παχυσαρκίας..62 2.4.1. Ο ρόλος των γονιδίων στην εμφάνιση παχυσαρκίας..63 2.4.2. Περιγενετικοί παράγοντες...64 2.4.3. Περιβαλλοντικοί παράγοντες. 65 2.4.4. Κοινωνικό-δημογραφικοί παράγοντες 67 2.4.5. Σχέση διατροφικών συνηθειών με τη σύσταση σώματος σε παιδιά και εφήβους..70 2.4.6. Ο ρόλος της σωματικής δραστηριότητας στο ενεργειακό ισοζύγιο.71 2.4.6.1. Μείωση της σωματικής δραστηριότητας...72 2.4.6.2. Αύξηση του χρόνου σε καθιστικές δραστηριότητες..76 2.5. Μετρήσεις παχυσαρκίας...81 2.5.1. Ανθρωπομετρικές μέθοδοι 83 2.5.2. Δείκτης μάζας σώματος. (body mass index-bmi).86 2.5.3. Πλεονεκτήματα-μειονεκτήματα...87 2.6. Κατηγοριοποιήσεις με βάση το ΔΜΣ..92 2.6.1. Δείκτης μάζας σώματος ενηλίκων 92 2.6.2. Δείκτης μάζας σώματος σε παιδιά και εφήβους...92 2.7.1. Εγκυρότητα και αξιοπιστία των δηλούμενων ανθρωπομετρικών δεδομένων..96 2.7.1.1. Έρευνες σε ενήλικες 97 9
2.7.1.2. Έρευνες σε παιδιά και εφήβους...107 2.8. Προσπάθειες μείωσης διαφοράς δηλούμενων και μετρήσιμων ανθρωπομετρικών δεδομένων.119 ΙΙΙ. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ 3.1. Συμμετέχοντες 130 3.1.1. Διαδικασία μέτρησης...131 3.2. Ερωτηματολόγιο.131 3.3. Μέτρηση ύψους και βάρους...133 3.3.1. Όργανα μέτρησης...133 3.3.2. Μεθοδολογία μέτρησης βάρους..133 3.3.3. Μεθοδολογία μέτρησης ύψους 134 3.3.4. Υπολογισμός του Δείκτη Μάζας Σώματος..134 3.3.5. Κατάταξη των μαθητών σε κατηγορίες του Δείκτη Μάζα Σώματος..134 3.4. Στατιστική ανάλυση...135 IV. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 4.1. Χαρακτηριστικά συμμετεχόντων 136 4.1.1. Ακρίβεια μέτρησης..136 4.1.2. Τελευταία μέτρηση..136 4.1.3. Φυσική δραστηριότητα 137 4.2. Διαφορά μεταξύ δηλούμενων και μετρήσιμων ανθρωπομετρικών δεδομένων..137 4.2.1. Αποτελέσματα ανάλυσης συσχέτισης μεταξύ δηλούμενων και μετρήσιμων ανθρωπομετρικών δεδομένων 137 4.2.2. Αποτελέσματα ανάλυσης διακύμανσης για το Βάρος.137 4.2.3. Αποτελέσματα ανάλυσης διακύμανσης για το Ύψος..138 4.2.4. Αποτελέσματα ανάλυσης διακύμανσης για το ΔΣΜ...138 10
4.3. Διαφορά μεταξύ δηλούμενων και μετρήσιμων ανθρωπομετρικών δεδομένων ανά φύλο.139 4.3.1. Αποτελέσματα ανάλυσης διακύμανσης για το Βάρος 139 4.3.2. Αποτελέσματα ανάλυσης διακύμανσης για το Ύψος.139 4.3.3. Αποτελέσματα ανάλυσης διακύμανσης για το ΔΣΜ.139 4.4. Κατηγοριοποίηση των συμμετεχόντων σύμφωνα με το δείκτη μάζας σώματος.140 4.5. Mείωση της απόκλισης των τιμών.141 4.5.1. Αποτελέσματα της ιεραρχικής παλινδρόμησης για την εκτίμηση του βάρους 141 4.5.2. Αποτελέσματα της ιεραρχικής παλινδρόμησης για την εκτίμηση του ύψους..142 4.6. Κατηγοριοποίηση των συμμετεχόντων σύμφωνα με τον εκτιμώμενο δείκτη μάζας σώματος.142 V. ΣΥΖΗΤΗΣΗ.144 VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 165 VII. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΈΡΕΥΝΕΣ.167 VIII. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.168 IX. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ..169 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Πίνακας 1. Διεθνείς οριακές τιμές του δείκτη μάζας σώματος με όρια του CDC 31 Πίνακας 2. Διεθνείς οριακές τιμές του δείκτη μάζας σώματος με όρια του IOTF 32 Πίνακας 3. Σωματικές επιπλοκές της παχυσαρκίας 38 Πίνακας 4. Ψυχολογικές επιπλοκές της παχυσαρκίας.39 Πίνακας 5. Επιπολασμός της παχυσαρκίας σε ενήλικες στις ΗΠΑ 44 11
Πίνακας 6. Αναλογίες υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων σε διάφορες χώρες.47 Πίνακας 7. Επιπολασμός της παχυσαρκίας σε παιδιά και εφήβους στις ΗΠΑ.49 Πίνακας 8. Αναλογίες παχύσαρκων παιδιών στις ΗΠΑ 51 Πίνακας 9. Ποσοστά υπέρβαρων εφήβων στις ΗΠΑ 53 Πίνακας10. Επιπολασμός υπέρβαρων Ευρωπαίων παιδιών ηλικίας 4-11ετών ανά χώρα 56 Πίνακας 11. Κατηγοριοποίηση του βάρους σε ενήλικες σύμφωνα με το ΒΜΙ και σχέση με τη θνησιμότητα από συγγενείς ασθένειες.89 Πίνακας 12. Όρια κατάταξης για παιδιά και εφήβους στις ΗΠΑ (CDC growth charts,2000) 95 Πίνακας 13. Συχνότητα και ποσοστά δήλωσης τελευταίας μέτρησης βάρους και ύψους.136 Πίνακας 14. Διαφορές μεταξύ δηλούμενων και μετρήσιμων ανθρωπομετρικών δεδομένων ανά φύλο 138 Πίνακας 15. Συμφωνία κατάταξης πραγματικού ΔΜΣ με το δηλωθέντα ΔΜΣ 141 Πίνακας 16.Συμφωνία κατάταξης πραγματικού ΔΜΣ με τον εκτιμώμενο ΔΜΣ 143 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ Σχήμα 1. Μοντέλο περιγραφής και ερμηνείας του φαινόμενου της παιδικής παχυσαρκίας.66 Σχήμα 2. Απεικόνιση του ΒΜΙ σε σχέση με την ηλικία..95 12
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΕΦΗΒΙΚΟΥ ΜΑΘΗΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ: ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΤΩΝ ΑΥΤΟΔΗΛΟΥΜΕΝΩΝ ΑΝΘΡΩΠΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO, 1998), η παχυσαρκία αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό χρόνιο μεταβολικό νόσημα, που περιέχει την αλληλεπίδραση κοινωνικών, συμπεριφορών, πολιτισμικών, φυσιολογικών, μεταβολικών και γενετικών παραγόντων. Η παχυσαρκία έχει εξελιχθεί σε μέγιστο πρόβλημα υγείας, εξαιτίας της συνεχώς αυξανόμενης εμφάνισής της και των συνακόλουθων επιπτώσεών της στον ανθρώπινο οργανισμό. Μεγάλος αριθμός μελετών επισημαίνει ότι η παχυσαρκία ενοχοποιείται για διάφορες ασθένειες όπως υπέρταση, δυσλιπιδαιμία ( υψηλή ολική χοληστερόλη, υψηλά τριγλυκερίδια, χαμηλή HDL),σακχαρώδης διαβήτης ΙΙ, στεφανιαία νόσος, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, έμφραγμα μυοκαρδίου, χολολιθίαση, οστεοαρθρίτιδα, μυοσκελετικές ανωμαλίες, αναπνευστικά προβλήματα, άπνοια ύπνου, καρκίνος, ψυχολογικές διαταραχές (κατάθλιψη, χαμηλή αυτοεκτίμηση, χαμηλή αυτο-αποτελεσματικότητα) (Goodman, Hinden, & Khandelwal, 2000; Panagiotakos, Pitsavos, Chrysopoulou, Skoumas, & Stefanidis, 2004; Strauss, 2000; Trost, Kerr, Ward, & Pate, 2001; WHO, 2003). Τέλος μπορεί να συνδυάζεται με άλλα προβλήματα όπως το σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα, η φλεβική ανεπάρκεια και εν τω βάθει θρομβοφλεβίτιδα καθώς 13
επίσης και με πλημμελή επούλωση τραυμάτων (Must, Spandano, Coakley, Field, Colditz, & Dietz, 1999; National Task Force on the Prevention and Treatment of Obesity, 2000). Για τον λόγο αυτό ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (World Health Organization - WHO) έχει χαρακτηρίσει την παχυσαρκία ως τη νέα παγκόσμια επιδημία, καθώς οι επιπτώσεις της αυξάνονται διαρκώς, τόσο σε αναπτυγμένες, όσο και σε αναπτυσσόμενες χώρες. ( WHO, 1997). Η παχυσαρκία ορίζεται ως η κατάσταση που χαρακτηρίζεται από υπερβάλλον σωματικό λίπος, σε βαθμό που επηρεάζονται αρνητικά η υγεία και η ευεξία του ατόμου (WHO, 1997). Ο ορισμός αυτός θέτει ως προϋπόθεση τον υπολογισμό του σωματικού λίπους, προκειμένου να χαρακτηριστεί ένα άτομο ως υπέρβαρο ή παχύσαρκο και να προσδιοριστεί ο κίνδυνος που διατρέχει για την εμφάνιση χρόνιων ασθενειών. Διάφοροι τρόποι έχουν προταθεί για τον υπολογισμό του ποσοστού σωματικού λίπους. Οι τρόποι αυτοί περιλαμβάνουν εργαστηριακές εξετάσεις, όπως μετρήσεις όγκου σώματος (π.χ., υποβρύχια μέτρηση βάρους), μεθόδους μέτρησης σωματικού νερού, ανάλυση βιοηλεκτρικής εμπέδησης, μεθόδους απεικόνισης (π.χ., αξονική τομογραφία, μαγνητική τομογραφία), όσο και ανθρωπομετρικές (ύψος, βάρος, δείκτης μάζας σώματος, μέτρηση δερματοπτυχών, μέτρηση περιφερειών). Παρά το γεγονός ότι οι εργαστηριακές μετρήσεις παρέχουν μεγάλη αξιοπιστία και εγκυρότητα, παράγοντες όπως ο δαπανηρός εξοπλισμός, η ακρίβεια της μέτρησης, η τεχνική πολυπλοκότητα, το υψηλό κόστος εξέτασης, η εκπαίδευση των εξεταστών και ο χρόνος που απαιτείται για τη μέτρηση, τις καθιστούν χρονικά και οικονομικά ασύμφορες για μεγάλες επιδημιολογικές έρευνες. 14
Οι ανθρωπομετρικές μέθοδοι εκτίμησης του σωματικού λίπους αποτελούν συχνά μία εναλλακτική πρόταση, εύχρηστη και οικονομική, για τη μέτρηση της παχυσαρκίας τόσο στην καθημερινή πρακτική όσο και σε έρευνες πεδίου. Ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) χρησιμοποιείται ευρέως σε επιδημιολογικές έρευνες (Himes, 2009; Lawlor, Bedford, Taylor, & Ebrahim, 2002; Stewart, Jackson, Ford, & Beaglehole, 1987) διότι είναι μία αξιόπιστη, γρήγορη και με χαμηλό κόστος λύση για την εκτίμηση της παχυσαρκίας. Ο ΔΜΣ είναι μια έκφραση του σχετικού βάρους και ύψους και υπολογίζεται ως το πηλίκο του βάρους σε χιλιόγραμμα (kg) διά του τετραγώνου του ύψους σε μέτρα (m 2 ). (McArdle, Katch & Katch, 1999; Τοκμακίδης, Μπογδάνης, Συντώσης, Μούγιος, & Mamen, 2000). Στις έρευνες που σχετίζονται με την υγεία οι πραγματικές μετρήσεις των ανθρωπομετρικών δεικτών αρκετά συχνά αντικαθίστανται από αυτοαναφερόμενες τιμές για το ύψος και το βάρος, οι οποίες στη συνέχεια χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του ΔΜΣ (Himes & Faricy, 2001; Lawlor et al., 2002; Lissau, Overpeck, Ruan, Due, Holstein, & Hediger, 2004; Shapiro, & Anderson, 2003) και την εκτίμηση της παχυσαρκίας (Spencer, Appleby, Davey, & Key, 2001). Η ακρίβεια των αυτοαναφερόμενων ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών και η επίπτωσή της στην κατηγοριοποίηση των ατόμων στα διάφορα επίπεδα παχυσαρκίας έχει απασχολήσει την επιστημονική κοινότητα για περισσότερο από 35 χρόνια (Wing, Epstein, Ossip, & LaPorte, 1979). Από τα αποτελέσματα αρκετών ερευνών φαίνεται ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ των πραγματικών και αυτοαναφερόμενων τιμών βάρους και ύψους, ανεξαρτήτου φύλου, ηλικίας ή εθνοτικής ομάδας (Himes, Hannan, Wall, Neumark- Sztainer, 2005; Nyholm, Gullberg, Merlo, Lundqvist-Persson, Rastman & Lindblad, 2007; Spencer et al., 2001; Villanueva, 2001). Πιο συγκεκριμένα, έχει παρατηρηθεί ότι οι άνδρες έχουν την τάση να υπερτιμούν το ύψος τους (0.6 5 cm) και οι 15
γυναίκες να υποδηλώνουν το σωματικό τους βάρος (-0.1 - -6.5kgr).(Gorber, Tremblay, Moher, Gorber, 2007). Διάφοροι παράγοντες θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για την αναντιστοιχία μεταξύ των μετρήσιμων και αυτοδηλούμενων τιμών. Ανάμεσα σε αυτούς αναφέρονται το φύλο (Kuczmarski, Kuczmarski, Najjar, 2001; Spencer et al., 2002), η ηλικία (Himes & Faricy, 2001; Kuczmarski et al., 2001), το πραγματικό ύψος, βάρος, καθώς και ο ΔΣΜ,( Bolton-Smith, Woodward, Tunstall-Pedoe, Morrison, 2000; Lawlor et al., 2002), η εφηβική ανάπτυξη - ανάπτυξη σωματικής ωριμότητας -, ο χρόνος μέχρι ή από την έναρξη της εμμήνου ρήσης, η φυσική δραστηριότητα (Abraham, Luscombe, Boyd & Olesen, 2004), η επιθυμητή εικόνα σώματος (Bolton-Smith et al., 2000), η τάση για κοινωνική αποδοχή (Larson, 2000),η καταγωγή των συμμετεχόντων (έθνος, φυλή) (Villanueva, 2001). Λαμβάνοντας υπόψη κάποιους από τους παραπάνω παράγοντες και χρησιμοποιώντας διάφορες στατιστικές τεχνικές έγινε προσπάθεια μείωσης της διαφοράς μεταξύ μετρηθέντων και αυτοδηλούμενων τιμών (Bolton-Smith et al., 2000; Himes et al., 2005; Nyholm et al., 2007; Kuczmarski et al., 2001). Παράγοντες οι οποίοι εισήχθησαν στις εξισώσεις ήταν η ηλικία, το κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο, το επίπεδο μόρφωσης, η εθνικότητα, το κάπνισμα, δείκτες που αναφέρονται σε θέματα υγείας (διαβήτης, καρδιόπαθειες κλπ), η εικόνα σώματος, ο χρόνος που παρεμβάλλεται ανάμεσα στη δήλωση και τη μέτρηση, η διατροφή(πχ δίαιτες) κλπ. Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της τελευταίας μέτρησης, ύψους ή/και βάρους πριν από τη δήλωση αυτών των στοιχείων, επισημάνθηκε σαν ενδεχόμενος παράγοντας που μπορεί να ερμηνεύσει την παρατηρούμενη διαφορά (De Vriendt, Huybrechts, Ottevaere, Van Trimpont and De Henauw, 2009; Hauck, White, Guichan, Woolf, Strauss, 1995; Villanueva, 2001; Wang, Patterson, Hills, 2002). 16
Πράγματι είναι λογικό κάποιος να υποθέσει ότι όσο πιο μικρό είναι αυτό το χρονικό διάστημα τόσο μεγαλύτερη αναμένεται να είναι η ακρίβεια με την οποία το άτομο θα μπορεί να αναφέρει τα ανθρωπομετρικά του στοιχεία. Παρόλα αυτά όμως περιορισμένος αριθμός ερευνών έχουν εξετάσει εκτενέστερα τη συμβολή του χρόνου τελευταίας μέτρησης από τη δήλωση, στην ανάπτυξη διορθωτικής εξίσωσης (De Vriendt et al., 2009). Στην έρευνα των De Vriendt et al. (2009), βρέθηκε ότι ο παράγοντας αυτός επιδρούσε στη δημιουργία διαφοράς μεταξύ των πραγματικών και αυτοδηλούμενων τιμών ύψους και βάρους των εφήβων. Ένας άλλος παράγοντας που έχει αναφερθεί στη διεθνή βιβλιογραφία αλλά δεν έχει εκτενώς διερευνηθεί είναι η συμμετοχή σε φυσικές ή αθλητικές δραστηριότητες (Abraham et al., 2004; Bolton-Smith et al., 2000; Nyholm et al., 2007; Rossouw, Senecal, and Stander, 2000; Villanueva, 2001). Σύμφωνα με τους Abraham et al. (2004), τα άτομα που ασκούνται συστηματικά αναμένεται να είναι πιο συνειδητοποιημένα σε σχέση με το σώμα τους και κατ επέκταση είναι σε θέση να δηλώσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια από τα άτομα που δεν ασκούνται το ύψος και το βάρος τους. Επιπλέον είναι ευρέως γνωστή και αρκετά τεκμηριωμένη η θετική επίδραση της φυσικής δραστηριότητας στα διάφορα επίπεδα παχυσαρκίας (Elgar, Roberts, Moore & Τudor-Smith, 2005; Τζέτζης, Κακαμούκας, Γούδας & Τσορμπατζούδης, 2005; Τοκμακίδης κ.α., 2000). Σειρά ερευνών επισημαίνει ότι η συνολική φυσική δραστηριότητα στην οποία συμμετέχει το κάθε άτομο παίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο στον έλεγχο και τη ρύθμιση του βάρους του για πολλά χρόνια. (Mοta, Santos, Guerra, Ribeiro, Duarte, 2000). Με δεδομένο ότι όσο αυξάνουν τα επίπεδα παχυσαρκίας αυξάνεται και η διαφορά μεταξύ πραγματικών και αυτοδηλούμενων τιμών ύψους και βάρους (Abraham et al., 2004; Fortenberry, 1992; Hill & Roberts, 1998; Lawlor et al., 2002) αναμένεται ότι η συμμετοχή σε φυσικές 17
δραστηριότητες θα αποτελέσει έναν σημαντικό παράγοντα για την κατανόηση των αιτιών που οδηγούν τα άτομα να μην δηλώνουν με ακρίβεια τα ανθρωπομετρικά τους χαρακτηριστικά. Από όσο γνωρίζουμε έχουν διεξαχθεί μόνο τρεις έρευνες στις οποίες μελετάται διεξοδικά ο ρόλος της συμμετοχής σε φυσικές δραστηριότητες και επιχειρείται ανάπτυξη εξίσωσης διόρθωσης ( Abraham et al., 2004; Bolton-Smith et al., 2000; Nyholm et al., 2007), όπου στις δύο έρευνες χρησιμοποιούνται δείγματα ενηλίκων και στην τρίτη το δείγμα των εφήβων αποτελείται μόνο από κορίτσια (Abraham et al., 2004). Μόνο στην έρευνα των Abraham et al. (2004), παρατηρήθηκε ο παράγοντας άσκηση να επηρεάζει την ακρίβεια των δηλώσεων, ενώ στη μελέτη των Nyholm et al. (2007) βρέθηκε ότι η συμμετοχή σε φυσικές δραστηριότητες μείωνε (αλλά όχι σε σημαντικό βαθμό η ίδια), σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, τη διαφορά μεταξύ των πραγματικών και αυτοδηλούμενων τιμών ύψους και βάρους ενηλίκων. Τέλος στην έρευνα των Bolton-Smith et al. (2000) δεν βρέθηκε να συσχετίζεται με την αξιοπιστία των αυτοαναφερόμενων στοιχείων και εξαιρέθηκε από τη διορθωτική εξίσωση. Σε ό,τι αφορά την υποκειμενική ακρίβεια δήλωσης οι αναφορές είναι ακόμα πιο λίγες ( Hauck et al., 1995). Στην έρευνά τους οι Hauck et al. (1995) δεν εντόπισαν διαφορές στις αυτοαναφορές βάρους οι οποίες να εξαρτώνται από την βεβαιότητα της δήλωσης. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο τελικός σκοπός της διόρθωσης θα πρέπει να είναι η αύξηση του ποσοστού σωστής ταξινόμησης στις κατηγορίες βάρους. Από τη βιβλιογραφική ανασκόπηση όμως προέκυψε ότι ελάχιστες έρευνες προέβησαν στην αξιολόγηση της διορθωτικής εξίσωσης που προτείνουν (Giacchi, Mattei, Rossi, 1998; Nyholm et al., 2007). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην είναι σαφής τόσο ο 18
συνολικός βαθμός βελτίωσης της κατάταξης, όσο και η βελτίωση για κάθε μία κατηγορία ξεχωριστά. Η απουσία αυτής της πληροφορίας δυσχεραίνει την αξιολόγηση της προτεινόμενης εξίσωσης διόρθωσης. Συνεπώς κάθε προσπάθεια δημιουργίας μίας εξίσωσης διόρθωσης θα πρέπει να συνοδεύεται και από την επίδραση που έχει αυτή στα ποσοστά ορθής κατάταξης. Κοινό στοιχείο στις έρευνες αυτές ήταν η δημιουργία ξεχωριστών εξισώσεων διόρθωσης για τα δύο φύλα, γεγονός που δηλώνει ότι το φύλο είναι σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει την ακρίβεια της δήλωσης. Ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι τριπλός. Ο πρώτος σκοπός εστιάζεται στην εξέταση της ακρίβειας με την οποία, έφηβοι μαθητές που φοιτούν στις 3 τάξεις του Λυκείου και κατατάσσονται σύμφωνα με την τιμή του δείκτη μάζας σώματος που έχουν σε μαθητές με φυσιολογικό σωματικό βάρος, υπέρβαρους και παχύσαρκους, δηλώνουν τα ανθρωπομετρικά τους στοιχεία για να μπορέσει να υπάρξει μία πληρέστερη εικόνα για την κατάσταση που επικρατεί στον ελληνικό χώρο σε σχέση με την δυνατότητα του μαθητικού δυναμικού να αναφέρει αξιόπιστα τα ανθρωπομετρικά του στοιχεία. Ο δεύτερος σκοπός αφορά στον εντοπισμό και την κατανόηση των αιτιών που συμβάλλουν στην πιθανή διαφοροποίηση μεταξύ αυτοδηλούμενων και μετρήσιμων τιμών ύψους και βάρους, χρησιμοποιώντας παράγοντες οι οποίοι αν και έχουν αναφερθεί στη διεθνή βιβλιογραφία και φαίνεται ότι μπορεί να έχουν σημαντική επίδραση δεν έχουν μελετηθεί εκτενώς. Τέλος, ο τρίτος σκοπός είναι να επιχειρηθεί προσπάθεια ανάπτυξης διορθωτικών εξισώσεων ώστε να μειωθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό η διαφορά μεταξύ αυτοδηλούμενων και μετρήσιμων τιμών ύψους και βάρους. Έτσι μελλοντικές επιδημιολογικές έρευνες θα μπορέσουν κάνοντας χρήση των εξισώσεων αυτών να 19
βελτιώσουν τα ποσοστά ορθής κατάταξης των ατόμων στις διάφορες κατηγορίες βάρους με βάση το ΔΜΣ. 1.1. Ερευνητικές υποθέσεις Οι ερευνητικές υποθέσεις που μελετήθηκαν στην παρούσα έρευνα ήταν: 1. Μελετήθηκε η υπόθεση της ύπαρξης διαφορών μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών ως προς το βάρος. 2. Μελετήθηκε η υπόθεση της ύπαρξης διαφορών μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών ως προς το ύψος. 3. Μελετήθηκε η υπόθεση της ύπαρξης διαφορών μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών ως προς το ΔΜΣ. 4. Μελετήθηκε η υπόθεση της ύπαρξης διαφορών μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών ως προς το βάρος τόσο για τους μαθητές όσο και για τις μαθήτριες. 5. Μελετήθηκε η υπόθεση της ύπαρξης διαφορών μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών ως προς το ύψος τόσο για τους μαθητές όσο και για τις μαθήτριες. 6. Μελετήθηκε η υπόθεση της ύπαρξης διαφορών μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών ως προς το ΔΜΣ τόσο για τους μαθητές όσο και για τις μαθήτριες. 7. Οι διορθωτικοί παράγοντες (φύλο, ακρίβεια δήλωσης, χρόνος τελευταίας μέτρησης και φυσική δραστηριότητα) θα συμβάλλουν στην καλύτερη πρόβλεψη του βάρους. 8. Οι διορθωτικοί παράγοντες (φύλο, ακρίβεια δήλωσης, χρόνος τελευταίας μέτρησης και φυσική δραστηριότητα) θα συμβάλλουν στην καλύτερη πρόβλεψη του ύψους. 20
9. Η συμφωνία κατάταξης με βάση τον εκτιμώμενο ΔΜΣ θα είναι ορθότερη από εκείνη με βάση το δηλούμενο ΔΜΣ. 1.1.1. Στατιστικές Υποθέσεις Για τον έλεγχο των ερευνητικών υποθέσεων, διατυπώθηκαν οι ακόλουθες μηδενικές στατιστικές υποθέσεις(η1: μ1-μ2 = 0) 1.1.1.1. Μηδενικές στατιστικές υποθέσεις 1. Δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών βάρους των μαθητών/τριων. 2. Δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών ύψους των μαθητών/τριων. 3. Δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών ΔΜΣ των μαθητών/τριων. 4. Δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών ως προς το βάρος τόσο για τους μαθητές όσο και για τις μαθήτριες. 5. Δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών ως προς το ύψος τόσο για τους μαθητές όσο και για τις μαθήτριες. 6. Δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών ως προς το ΔΜΣ τόσο για τους μαθητές όσο και για τις μαθήτριες. 7. Δεν θα υπάρξει συμβολή των διορθωτικών παράγοντων (φύλο, ακρίβεια δήλωσης, χρόνος τελευταίας μέτρησης και φυσική δραστηριότητα) στην καλύτερη πρόβλεψη του βάρους. 8. Δεν θα υπάρξει συμβολή των διορθωτικών παράγοντων (φύλο, ακρίβεια δήλωσης, χρόνος τελευταίας μέτρησης και φυσική δραστηριότητα) στην καλύτερη πρόβλεψη του ύψους. 21
9. Δεν θα υπάρξει βελτίωση στη συμφωνία κατάταξης με βάση τον εκτιμώμενο ΔΜΣ από ότι εκείνη με βάση το δηλούμενο ΔΜΣ. 1.1.1.2. Εναλλακτικές στατιστικές υποθέσεις Αντίστοιχα, για τον έλεγχο των ερευνητικών υποθέσεων διατυπώνονται και οι εξής εναλλακτικές στατιστικές υποθέσεις (Η1: μ1-μ2 0): 1. Υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών βάρους των μαθητών/τριων. 2. Υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών ύψους των μαθητών/τριων. 3. Υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών ΔΜΣ των μαθητών/τριων. 4. Υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών ως προς το βάρος τόσο για τους μαθητές όσο και για τις μαθήτριες. 5. Υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών ως προς το ύψος τόσο για τους μαθητές όσο και για τις μαθήτριες. 6. Υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δηλούμενων και των πραγματικών τιμών ως προς το ΔΜΣ τόσο για τους μαθητές όσο και για τις μαθήτριες. 7. Υπάρχει συμβολή των διορθωτικών παράγοντων (φύλο, ακρίβεια δήλωσης, χρόνος τελευταίας μέτρησης και φυσική δραστηριότητα) στην καλύτερη πρόβλεψη του βάρους. 8. Υπάρχει συμβολή των διορθωτικών παράγοντων (φύλο, ακρίβεια δήλωσης, χρόνος τελευταίας μέτρησης και φυσική δραστηριότητα) στην καλύτερη πρόβλεψη του ύψους. 9. Υπάρχει βελτίωση στη συμφωνία κατάταξης με βάση τον εκτιμώμενο ΔΜΣ από ότι εκείνη με βάση το δηλούμενο ΔΜΣ. 22
1.2. Οριοθετήσεις Στην έρευνα θα συμμετάσχουν μαθητές και μαθήτριες ελληνικών δημόσιων Λυκείων. Επίσης από τoυς διάφορους παράγοντες που έχουν προταθεί για την ερμηνεία της διαφοράς των τιμών μεταξύ αυτοδηλούμενων και μετρήσιμων ανθρωπομετρικών χαρακτηριστικών θα εξεταστούν το φύλο, η συμμετοχή σε φυσικές αθλητικές δραστηριότητες, η υποκειμενική ακρίβεια δήλωσης ύψους και βάρους καθώς και το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της τελευταίας μέτρησης, ύψους ή/και βάρους πριν από τη δήλωση αυτών των στοιχείων. 1.3. Περιορισμοί της έρευνας 1. Στην έρευνα που πρόκειται να διεξαχθεί θεωρούμε ότι οι συμμετέχοντες θα κατανοήσουν και θα απαντήσουν με ειλικρίνεια στις ερωτήσεις του ερωτηματολογίου. 2. Επίσης οι συμμετέχοντες θα είναι μαθητές δημοσίων Λυκείων και κατά συνέπεια τα αποτελέσματα δεν θα επεκτείνονται και για μαθητές ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων. 3. Ο τρόπος ελέγχου της φυσικής δραστηριότητας γίνεται με τη μορφή ερωτηματολογίου, το οποίο είναι έγκυρο και σταθμισμένο, δε χρησιμοποιείται όμως άλλος μηχανισμός, π.χ επιταχυνσιόμετρο. 4. Τέλος ένας πιθανός περιορισμός αφορά τον ΔΜΣ για την κατάταξη ενός παιδιού ως υπέρβαρου ή σε κίνδυνο και την αδυναμία να διαχωρίσει τα παιδιά και τους εφήβους που είναι υπέρβαρα και με αυξημένο σωματικό λίπος (υπέρβαρα ή παχύσαρκα) από αυτά, των οποίων ο αυξημένος ΔΜΣ οφείλεται σε αυξημένη μυική ή οστική μάζα. (Dietz 1998). 1.4. Θεωρητικοί και λειτουργικοί ορισμοί Δείκτης Μάζας Σώματος ή Δείκτης Σωματικής Μάζας : Αναπαριστά την αναλογία της μάζας του σώματος (βάρος), προς το ύψος στο τετράγωνο: 23
Δ.Μ.Σ.= μάζα σώματος /ύψος 2 (McArdle et al., 1999; Τοκμακίδης κ.α. 2000;) Άσκηση : Σχεδιασμένη, δομημένη και επαναλαμβανόμενη κίνηση του σώματος που εκτελείται με σκοπό να βελτιώσει ή να διατηρήσει ένα ή περισσότερα συνθετικά της φυσικής κατάστασης (www.hape.gr) Σπορ: Ο όρος περιλαμβάνει τακτική συμμετοχή σε οργανωμένες φυσικές δραστηριότητες με ή χωρίς αγωνιστική έκφραση που διεξάγονται στο περιβάλλον του σχολείου ή έξω από αυτό (www.hape.gr) Μέτριας έντασης φυσική δραστηριότητα: Δραστηριότητα συνήθως ισοδύναμη με το γρήγορο βάδισμα που αναμένεται να οδηγήσει σε λαχάνιασμα ή ελαφρό ίδρωμα (www.hape.gr) Υψηλής έντασης φυσική δραστηριότητα : Δραστηριότητα που είναι συνήθους ισοδύναμη με το αργό τρέξιμο που αναμένεται να οδηγήσει σε έντονο λαχάνιασμα και ίδρωμα (www.hape.gr) Φυσική - σωματική δραστηριότητα : Κάθε κίνηση του σώματος που παράγεται από τους σκελετικούς μύες και έχει ως αποτέλεσμα τη δαπάνη ενέργειας (www.hape.gr) Φυσική κατάσταση: Μια δέσμη από ιδιότητες τις οποίες έχουν οι άνθρωποι ή αναπτύσσουν στην πορεία της ζωής τους και σχετίζονται με την ικανότητα να επιχειρούν φυσική δραστηριότητα (www.hape.gr) Η κατάταξη στις διάφορες κατηγορίες βάρους θα γίνει με βάση την ηλικία και το φύλο και τα παιδιά θα ταξινομηθούν σε φυσιολογικά, υπέρβαρα και παχύσαρκα, σύμφωνα με τα διεθνώς αποδεκτά όρια του ΔΜΣ για την αξιολόγηση σωματικού υπέρβαρου και παχυσαρκίας σε παιδιά 2-18 ετών (Cole, Bellizzi, Flegal,& Dietz, 2000). Ενώ οι συμμετέχοντες με ηλικία >των 18 ετών με βάση τους πίνακες ανάπτυξης του WHO, όπου όταν το ΒΜΙ είναι 25 kg/m² αντιστοιχεί σε υπέρβαρο άτομο και όταν είναι 30 kg/m² αντιστοιχεί σε παχύσαρκο άτομο και έχει ως εξής: 24
Ελλιποβαρή: Άτομα με δείκτη μάζας σώματος μικρότερο από 18,5 Kg/m2 Φυσιολογικού βάρους: Άτομα με δείκτη μάζας σώματος μεταξύ 18,5 και 24,9 Kg/m2 Υπέρβαρα: Άτομα με δείκτη μάζας σώματος μεταξύ 25,0 και 29,9 Kg/m2 Παχύσαρκα: Άτομα με δείκτη μάζας σώματος μεγαλύτερο ή ίσο των 30 Kg/m2 (WHO, 2004; WHO, 2000; WHO, 1995). 2. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 2.1.1. Εισαγωγή στο πρόβλημα της παχυσαρκίας Σε παγκόσμιο επίπεδο οι άνθρωποι δεν ασκούνται όσο θα έπρεπε, αντίθετα διατρέφονται ανθυγιεινά, γεγονός που οδηγεί σε φαινόμενα παχυσαρκίας (U.S. Department of Health, Physical Activity, Health Improvement and Prevention, 2004). Τα τελευταία χρόνια η μελέτη της παχυσαρκίας έχει αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία καθώς η συχνότητα εμφάνισής της έχει αυξηθεί δραματικά, σε σημείο που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO, 1998) να χαρακτηρίζει το πρόβλημα της παχυσαρκίας ως «επιδημία» (Flegal, K. M., Carroll, M. D., Kuczmarski, R. J., Johnson, C. L., 1998; Levitsky, D. A., & Youn, T., 2004). Η συχνότητα της παχυσαρκίας αυξάνεται με επικίνδυνο ρυθμό και στις αναπτυγμένες και στις αναπτυσσόμενες χώρες τόσο στους ενήλικες (Flegal, K. M., et al., 1998) όσο στα παιδιά (Troiano, R. P, Flegal, K. M., 1998) όπου το ποσοστό της έχει διπλασιαστεί τα τελευταία 20 χρόνια (Center for Disease Control and Prevention, 2004). Οι αιτίες για την εξάπλωση του φαινόμενου της παχυσαρκίας και την εξέλιξή της σε παγκόσμια επιδημία αποδίδονται σε γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες.( CDC, 2005a; Popkin, B. M., 1994; Whitaker, R. C., Wright, J. A., Pepe, M. S., Seidel, K. D., Dietz, W. H., 1997). Για τα μικρά παιδιά, εάν ένας γονέας είναι παχύσαρκος, η αναλογία πιθανοτήτων είναι περίπου 3 για την παχυσαρκία στην 25
ενηλικίωση, αλλά εάν και οι δύο γονείς είναι παχύσαρκοι, η αναλογία πιθανοτήτων αυξάνεται σε περισσότερο από 10 (Whitaker, R. C., et al., 1997). Ενδοκρινολογικές διαταραχές και μεταβολικές ανωμαλίες, προσωπικές προτιμήσεις διατροφής, υπερβολική πρόσληψη τροφής -διατροφή «δυτικού τύπου»- που ακολουθείται ως επί το πλείστον στις αναπτυγμένες χώρες αλλά και στις αναπτυσσόμενες χώρες, σε συνδυασμό με τη μείωση της φυσικής δραστηριότητας, τη διαθεσιμότητα υγιών χώρων για παιχνίδι και άσκηση, τις πολιτιστικές προτιμήσεις, την οικογένεια και τις κοινωνικές επιρροές ευθύνονται για την εξέλιξη του φαινόμενου ( Popkin, B. M., 1994). Οι επιδράσεις της ηλικίας είναι σημαντικές ιδιαίτερα κατά την διάρκεια της σωματικής ανάπτυξης, καθώς τότε διαμορφώνεται ο μυϊκός και οι υπόλοιποι ιστοί του σώματος. Επίσης, κατά την ενήλικη ζωή η μυϊκή μάζα μπορεί να μειωθεί, λόγω της ελάττωσης της άσκησης και της φυσικής δραστηριότητας. Το φύλο παίζει σημαντικό ρόλο στη σύσταση τους σώματος, όμως στην προεφηβική ηλικία υπάρχουν ελάχιστες διαφορές στη σύσταση τους σώματος μεταξύ αγοριών και κοριτσιών, κατόπιν οι διαφορές αυτές γίνονται σημαντικές. Σε γενικές γραμμές τα κορίτσια αποθηκεύουν περισσότερο λίπος αρχίζοντας από τα εφηβικά χρόνια, ενώ τα αγόρια αναπτύσσουν περισσότερο μυϊκό ιστό. Η διατροφή, η φυσική δραστηριότητα και η άσκηση είναι ο ακρογωνιαίος λίθος για τη σύσταση του σώματος. Η αυξανόμενη κατανάλωση τροφίμων πλούσια σε ενέργεια, χαμηλά σε θρεπτικά συστατικά και με ψηλά επίπεδα ζάχαρης και κορεσμένων λιπαρών, σε συνδυασμό με μειωμένη σωματική δραστηριότητα, μπορεί να οδηγήσει τον οργανισμό σε αύξηση των σωματικών αποθεμάτων λίπους. (WHO, 2003a). 26
Εξάλλου, το σωματικό λίπος( άνδρες με ποσοστό σωματικού λίπους > 25% και αντίστοιχα γυναίκες με σωματικό λίπος > 35% θεωρούνται παχύσαρκοι( NIH, 1998) και κατ επέκταση η παχυσαρκία, ανεξάρτητα από το βάρος, θεωρείται πρωταρχικός παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση χρόνιων ασθενειών, όπως σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, υπέρταση και άλλες καρδιαγγειακές παθήσεις( Ravussin, E., Swinburn, B., 1992). Από την άλλη, η φυσική δραστηριότητα και η άσκηση έχουν σημαντική επίδραση, καθώς βοηθάνε τόσο στην απώλεια λίπους, όσο στη δημιουργία μυϊκής μάζας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι, στη φυσική δραστηριότητα ανήκει και το NEAT ( nonactive exercise activity thermogenesis). NEAT είναι οι αλλαγές στάσεις και κινήσεις του σώματος στην καθημερινή ρουτίνα του ανθρώπου που δεν έχουν καμία σχέση με την άσκηση. Το ΝΕΑΤ για πολλούς επιστήμονες θεωρείται η πανάκεια κατά της παχυσαρκίας (Levine, J., Lanningham-Foster, L., McCrady,S., et al., 2005). Η παχυσαρκία λοιπόν, οφείλεται κατά κύριο λόγο στις αλλαγές στον τρόπο ζωής τον τελευταίο μισό αιώνα, αφού παιδιά και ενήλικες παρακολουθούν περισσότερη τηλεόραση, τρώνε μεγαλύτερες μερίδες τροφίμων και καταναλώνουν μη θρεπτικά τρόφιμα όπως αναψυκτικά και πρόχειρα φαγητά (CDC, 2005a). Πιο ανησυχητικό φαινόμενο από όλα όμως είναι η αύξηση της παχυσαρκίας σε παιδιά και εφήβους,καθώς τις τελευταίες δύο δεκαετίες η συχνότητα των υπέρβαρων παιδιών έχει αυξηθεί υπερβολικά,σχεδόν τριπλασιαστεί (Frye, C., Heinrich, J., 2003; Ogden, C. L., Flegal, K. M., Carroll, M. L., Johnson, C. L., 2002). Η κακή διατροφή των παιδιών (αυξημένη κατανάλωση υψηλών θερμιδικά αλλά φτωχών σε θρεπτικά συστατικά τροφών) σε συνδυασμό με τη μείωση της φυσικής δραστηριότητας έχει οδηγήσει στην αύξηση των επιπέδων της παχυσαρκίας 27
και την εξέλιξή της σε επιδημία. (Krassas, G. E., Tzotzas, T., Tsametis, C., Konstantinidis, T., 2001). Το φαινόμενο της αυξημένης προσφοράς ειδών διατροφής διαμορφώνει νέα διαιτητικά πρότυπα και αλλάζει ριζικά τη σχέση του ανθρώπου με την τροφή του ( Ματάλα & Χουλιάρας, 2005). Είναι, επομένως, σημαντικό τα παιδιά από μικρή ηλικία να μαθαίνουν να τρέφονται σωστά και υγιεινά, και να αποκτούν θετικές στάσεις για την υγιεινή διατροφή. Σχετική έρευνα (Yannakoulia, Karayiannis, Terzidou, Kokkevi & Sidossis, 2004) εντόπισε το πρόβλημα αυτό μεταξύ των νέων στη χώρα μας, διαπιστώνοντας ταυτόχρονα αλλαγή από τις παραδοσιακές διατροφικές συνήθειες σε δυτικού τύπου συνήθειες. Στα παιδιά, πάντως, καταλυτική είναι η επίδραση της πολύωρης παρακολούθησης τηλεόρασης και της ενασχόλησης με ηλεκτρονικά παιχνίδια. Αναμφισβήτητα, όμως, η παχυσαρκία οφείλεται στο ότι η προσλαμβανόμενη ενέργεια είναι μεγαλύτερη από την καταναλισκόμενη ( Krassas et al.,2001; Troiano, R., Flegal, K., 1998). Αλλά τι είναι η παχυσαρκία; 2.1.2. Ορισμός της παχυσαρκίας Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO, 1998), η παχυσαρκία αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό χρόνιο μεταβολικό νόσημα, που περιέχει την αλληλεπίδραση κοινωνικών, συμπεριφοριστικών, πολιτισμικών, φυσιολογικών, μεταβολικών και γενετικών παραγόντων. Είναι η υπέρμετρη αύξηση του σωματικού λίπους σε ποσοστό τέτοιο ώστε να δυσχεραίνεται η υγεία του ανθρώπου ( Nguyen, V. T., Larson, D. E., Johnson, R. K., Goran, M. I., 1996). 28
Αναγνωρίστηκε επίσημα ως νόσος το 1948, όταν ιδρύθηκε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) και τη συμπεριέλαβε στη Διεθνή Ταξινόμηση των Παθήσεων (International Classification of Diseases). Η παχυσαρκία αναφέρεται συγκεκριμένα στην κατοχή ενός μη φυσιολογικού μεγάλου μέρους σωματικού λίπους(national Institutes of Health, 1998). Η αύξηση της μάζας λίπους και η ανάπτυξη της παχυσαρκίας εμφανίζονται όταν η λήψη ενέργειας υπερβαίνει τη συνολική δαπάνη ενέργειας για μια παρατεταμένη χρονική περίοδος (Leibel, R. L., Rosenbaum, M., Hirsch, J., 1995). Παράγοντες που προωθούν αύξηση στην πρόσληψη ενέργειας ή μείωση των ενεργειακών δαπανών προκαλούν παχυσαρκία (Dietz, 2001). Οποιεσδήποτε δυσαναλογίες στην εξίσωση ενεργειακή πρόσληψη = ενεργειακή δαπάνη μπορούν να οδηγήσουν στην παχυσαρκία (Strock, G. A., Cottrell, E. R., Abang A. E., Buschbacher, R. M., Hannon, T. S., 2005). Χαρακτηριστικά της αποτελούν ο Δείκτης Μάζας Σώματος (Body Mass Index, BMI)- υπολογίζεται ως το πηλίκο του σωματικού βάρους(kg) προς το τετράγωνο του ύψους(m2), το ποσοστό σωματικού λίπους, καθώς και η περιφέρεια μέσης ( ένδειξη υπερβάλλοντος ενδοκοιλικακού λίπους ). Σύμφωνα με τον WHO, (1998) το υπερβάλλον ενδοκοιλιακό λίπος σχετίζεται άμεσα με την παχυσαρκία και την εμφάνιση των μεταβολικών επιπλοκών της. Έτσι, έχει θεσπίσει ως ανώτερη φυσιολογική τιμή της περιφέρειας μέσης για άνδρες και γυναίκες τα 102 cm και 88 cm, αντίστοιχα. Επίσης, πηλίκο μέσης- ισχίων (WHR) άνω του 0,95 για τους άνδρες και άνω του 0,8 για τις γυναίκες αποτελεί ένδειξη παχυσαρκίας κεντρικού τύπου. Σχετικά με το ΔΜΣ, η κατάταξη βάρους (World Health Organization, 1997) χαρακτηρίζεται από τις παρακάτω τιμές: BMI ( kg/m2) : <18,5 ελλειποβαρείς 29
18,5-24,9 φυσιολογικό σωματικό βάρος 25,0-29,9 υπέρβαροι 30-34,9 παχύσαρκοι I 35-39,9 παχύσαρκοι ΙΙ 40 θνησιγενής παχυσαρκία 2.1.3. Κατηγοριοποίηση παιδικής παχυσαρκίας σύμφωνα με τις τιμές ΔΜΣ Ο Δείκτης Μάζας Σώματος αλλάζει ουσιωδώς με την ηλικία. Κατά την γέννηση ο μέσος όρος είναι 13 kg/m2,αυξάνει μέχρι 17 kg/m2 κατά τον πρώτο χρόνο ζωής, μειώνεται στα 15,5 kg/m2 κατά την ηλικία των 6 και στη συνέχεια αυξάνει στα 21 kg/m2 στα 20. Για το λόγο αυτό ήταν αναγκαία η δημιουργία διαχωριστικών κριτηρίων για τον προσδιορισμό της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας που να σχετίζονται με την ηλικία (Cole et al., 2000). Πολλές χώρες έχουν αναπτύξει πίνακες ΔΜΣ-ηλικίας για τον πληθυσμό τους και άλλες έχουν ορίσει επιπλέον και διαχωριστικά όρια για τους πίνακες αυτούς για τον προσδιορισμό των υπέρβαρων και παχύσαρκων. Σαν αποτέλεσμα τα διαχωριστικά αυτά κριτήρια διαφέρουν από χώρα σε χώρα και για το λόγο αυτό υπάρχουν διαφορετικές τιμές οι οποίες καθορίζουν τις κατηγορίες του ΔΜΣ για κάθε πληθυσμό. Οι καμπύλες ανάπτυξης του CDC, (2000) δείχνουν ΔΜΣ σε σχέση με την ηλικία. Η χρήση των δεδομένων αναφοράς για ηλικία και φύλο των καμπύλων ΔΜΣηλικίας επιτρέπει την κατάταξη των παιδιών και των νέων σε ελειποβαρείς, φυσιολογικούς, σε κίνδυνο να γίνουν υπέρβαροι και υπέρβαρους.οι συγκεκριμένες τιμές αναφοράς βασίσθηκαν σε δεδομένα από πληθυσμό της Αμερικής και χρησιμοποιούνται για την Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται είναι το 95ο εκατοστημόριο του ΔΜΣ το οποίο προσδιορίζει τα υπέρβαρα παιδιά και εφήβους και το όριο μεταξύ 85 ου και 95ου 30
εκατοστημορίου όπου κατατάσσονται όσοι είναι σε κίνδυνο να γίνουν υπέρβαροι. Οι οριακές τιμές του ΔΜΣ φαίνονται στον πίνακα 1 που ακολουθεί Πίνακας 1 : Διεθνείς οριακές τιμές για τον Δείκτη Μάζας Σώματος για υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά και εφήβους σύμφωνα με τα διαχωριστικά όρια του CDC Υπέρβαροι Παχύσαρκοι Ηλικία Αγόρια Κορίτσια Αγόρια Κορίτσια 10 19.4 20 22.1 23 10.5 19.7 20.4 22.6 23.5 11 20.2 20.8 23.2 24.1 11.5 20.5 21.3 23.6 24.6 12 21 21.7 24.2 25.3 12.5 21.4 22.2 24.6 25.8 13 21.8 22.5 25.1 26.3 13.5 22.3 23 25.5 26.7 14 22.6 23.4 26 27.2 14.5 23 23.7 26.4 27.6 15 23.4 24 26.8 28.1 15.5 23.8 24.3 27.2 28.5 16 24.2 24.7 27.5 28.9 Για την διευκόλυνση της σύγκρισης μεταξύ των διαφόρων χωρών χρησιμοποιήθηκαν οι διεθνώς χρησιμοποιούμενες οριακές τιμές ΔΜΣ των ενηλίκων (25 kg/m2 για τους υπέρβαρους και 30 kg/m2 για τους παχύσαρκους) για τον ορισμό οριακών τιμών για τα παιδιά και τους εφήβους. Για το λόγο αυτό ορίσθηκαν οριακές 31
τιμές οι οποίες προήλθαν από μελέτες παιδιών και εφήβων ηλικίας 6-18 ετών σε διάφορες χώρες όπως σε Αμερική, Μεγάλη Βρετανία, Βραζιλία, Χονγκ Κονγκ, Ολλανδία, Σιγκαπούρη και οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν διεθνώς (Cole et al., 2000). (πίνακας 3) Οι διαφορές που παρατηρούνται στα ποσοστά υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών και εφήβων που προκύπτουν από τη χρήση των δύο αυτών μεθόδων πιθανώς οφείλονται στους διαφορετικούς πληθυσμούς που χρησιμοποιήθηκαν για την παροχή των κριτηρίων αυτών, στην προσέγγιση και στις μεθόδους εξομάλυνσης των καμπύλων. Πίνακας 2 : Διεθνείς οριακές τιμές του δείκτη μάζας σώματος για υπέρβαρα και παχύσαρκα αγόρια και κορίτσια, ηλικίας 2-18 ετών Ηλικία Αγόρια Κορίτσια Υπέρβαρο (έτη) Παχυσαρκία Υπέρβαρο Παχυσαρκία 2 18.41 20.09 18.02 19.81 2.5 18.13 19.80 17.76 19.55 3 17.89 19.57 17.56 19.36 3.5 17.69 19.39 17.40 19.23 4 17.55 19.29 17.28 19.15 4.5 17.47 19.26 17.19 19.12 5 17.42 19.30 17.15 19.17 5.5 17.45 19.47 17.20 19.34 6 17.55 19.78 17.34 19.65 6.5 17.71 20.23 17.53 20.08 7 17.92 20.63 17.75 20.51 7.5 18.16 21.09 18.03 21.01 8 18.44 21.60 18.35 21.57 8.5 18.76 22.17 18.69 22.18 9 19.10 22.77 19.07 22.81 9.5 19.46 23.39 19.45 23.46 10 19.84 24.00 19.86 24.11 10.5 20.20 24.57 20.29 24.77 11 20.55 25.10 20.74 25.42 11.5 20.89 25.58 21.20 26.05 12 21.22 26.02 21.68 26.67 12.5 21.56 26.43 22.14 27.24 13 21.91 26.84 22.58 27.76 13.5 22.27 27.25 22.98 28.20 14 22.62 27.63 23,34 28.57 14.5 22.96 27.98 23.66 28.87 32
15 23.29 28.30 23.94 29.11 15.5 23.60 28.60 24.17 29.29 16 23.90 28.88 24.37 29.43 16.5 24.19 29.14 24.54 29.56 17 24.46 29.41 24.70 29.69 17.5 24.73 29.70 24.85 29.84 18 25 30 25 30 Πηγή : Cole et al., 2000 2.2. ΝΟΣΗΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ 2.2.1. Διαστάσεις του φαινομένου της παιδικής-εφηβικής παχυσαρκίας Το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία είναι όχι μόνο ζητήματα αισθητικής αλλά πολύ περισσότερο θέματα υγείας ( Goodman et al.,2000), είναι μία από τις κορυφαίες αιτίες θανάτου, που μπορούν όμως να προληφθούν,στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες (CDC, 2004) Ο επιπολασμός, η συχνότητα δηλαδή με την οποία αυξάνει με την πάροδο του χρόνου, φτάνει σήμερα σε επίπεδα επιδημίας, μιας επιδημίας που θεωρείται σήμερα η απειλή του 21ου αιώνα. Η παιδική παχυσαρκία αποτελεί σοβαρό πρόβλημα υγείας για δύο λόγους : α) Η παχυσαρκία στην παιδική ηλικία μπορεί να οδηγήσει σε παχυσαρκία στην ενήλικη ζωή (CDC, 2005a; Guo, S. S., Wu, W., Chumlea, W. C., Roche, A. F., 2002; Padez, C., Fernandes, T., Mourao, I., Moreira, P., Rosado, V., 2004). β) Η παιδική παχυσαρκία μπορεί να θεωρείται κύριος επιβαρυντικός παράγοντας για την υγεία στην ενήλικη ζωή, αλλά τα δεδομένα δείχνουν ότι αυξάνει τον κίνδυνο ασθένειας και στην παιδική ηλικία και μπορεί να οδηγήσει στην ανυψωμένη πίεση αίματος και τη χοληστερόλη, που είναι κοινά προβλήματα της παχυσαρκίας, επίσης διαβήτη, ασθένεια των χοληδόχων κυστών, άσθμα, κατάθλιψη, και ανησυχία (Bouziotas, Koutedakis, Shiner, Pananakakis, Fotopoulou & Garas, 2001; Goodman et al., 2000) 33
2.2.2. Συσχέτιση παιδικής-εφηβικής παχυσαρκίας με την ενήλικη παχυσαρκία Αυτά τα προβλήματα συνεχίζονται συχνά και κατά την ενηλικίωση, με 70-80%των υπέρβαρων παιδιών και των εφήβων να γίνονται παχύσαρκοι ενήλικοι.( Goodman et al., 2000; Whitaker et al., 1997). Σύμφωνα με τον Dietz, υπάρχουν τρεις περίοδοι στην παιδική ηλικία που είναι κρίσιμες για την ανάπτυξη παχυσαρκίας που θα παραμείνει στην ενήλικο ζωή. Η εμβρυϊκή περίοδος, η περίοδος αναστροφής του ΔΜΣ (4-6 ετών, adiposity rebound ) και η εφηβεία. (Dietz, W. H., 1997). Κατά την φυσιολογική ανάπτυξη πραγματοποιούνται μεταβολές στην σύσταση του σώματος. Βρέφη με αυξημένο βάρος εμφανίζουν δύο φορές μεγαλύτερo κίνδυνο για εμφάνιση παχυσαρκίας στα επόμενα στάδια της ζωής (Dietz, 1998). Στα παιδιά παρατηρείται μια απότομη αύξηση του ΔΜΣ κατά την διάρκεια του πρώτου χρόνου ζωής. Μετά από τους 9-12 μήνες ζωής, ο ΔΜΣ μειώνεται και αγγίζει την ελάχιστη τιμή του περίπου στα 5 με 6 χρόνια, πριν αρχίσει μια σταδιακή αύξηση μέχρι την εφηβεία. Η περίοδος AR (Adiposity rebound) είναι πολύ σημαντική για την εμφάνιση παχυσαρκίας (Dietz, 1997). Συγκεκριμένα, μια πρώιμη AR (πριν τα 5 ½ έτη) συνδέεται πιο συχνά με αύξηση του ΔΜΣ κατά την εφηβεία και την ενηλικίωση (συγκριτικά με την εμφάνισή της μετά τα 7 έτη), με αποτέλεσμα την εμφάνιση παχυσαρκίας και διατήρησή της κατά την ενήλικη ζωή, ανεξάρτητα από τον ΔΜΣ κατά την περίοδο AR και τον ΔΜΣ των γονέων. Η εφηβεία αποτελεί κρίσιμη ηλικία για την ανάπτυξη της παχυσαρκίας με κίνδυνο παραμονής στην ενήλικο ζωή. Η εφηβεία συνοδεύεται από αύξηση του ποσοστού σωματικού λίπους και στα δύο φύλα ( Dietz, 1997; Whitaker, R. C., Pepe, M., Dietz W. H., 1998). Στην περίοδο αυτή τα κορίτσια αποκτούν το μεγαλύτερο 34
ποσοστό λίπος τους, το οποίο είναι αναλογικά μεγαλύτερο από αυτό των αγοριών λόγω οιστρογόνων και γενικότερης προετοιμασίας του οργανισμού για επικείμενη εγκυμοσύνη. Έχει βρεθεί ότι όσο ωριμάζει ο παχύσαρκος έφηβος, τόσο περισσότερο αυξάνονται οι πιθανότητες για παραμονή της παχυσαρκίας. Έτσι ο σχετικός κίνδυνος για τις ηλικίες 3-5 ετών υπολογίστηκε σε 4,1 (δηλαδή 4,1 φορές κίνδυνος για παραμονή της παχυσαρκίας στην ενήλικο ζωή σε σχέση με τα κανονικού βάρους παιδιά), για τις ηλικίες 6-9 ετών σε 10,3, για τις ηλικίες 10-14 ετών σε 28,3 και για τις ηλικίες 15-17 ετών σε 20,3 (Whitaker et al., 1997 ). Μια άλλη μελέτη επιβεβαιώνει ότι η παχυσαρκία στην ηλικία των 35 ετών είναι άριστα προβλέψιμη από την παχυσαρκία του ατόμου στην ηλικία των 18 ετών, καλά στην ηλικία των 13 ετών και μέτρια στις ηλικίες κάτω των 13 ετών.( Guo, S. S., Chumlea, W. S., 1999). Παχύσαρκα παιδιά και έφηβοι έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να γίνουν παχύσαρκοι ενήλικες σε σχέση με τους λεπτότερους συνομήλικούς τους (McArdle et al., 1999). Εκθέτοντας έτσι την υγεία τους σε σοβαρούς κινδύνους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται το δυσμενές προφίλ καρδιαγγειακού κινδύνου (Manios, Y., Magkos, F., Christakis, G., Kafatos, A. 2005), ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ, ορθοπεδικές επιπλοκές και ορισμένες μορφές καρκίνου (Dietz, W. H., 1998; Whitaker et al., 1997). Μελέτες έχουν πλέον επιβεβαιώσει ότι τα παχύσαρκα παιδιά προορίζονται να είναι παχύσαρκοι ενήλικες, καθώς η συσσώρευση λίπους στα βρέφη φαίνεται να διπλασιάζει τον κίνδυνο για εμφάνιση παχυσαρκίας στην ενήλικη ζωή (Dietz, W. H., & Robinson, T. N., 1998). Η πιθανότητα ανάπτυξης της παχυσαρκίας κατά την ενήλικη ζωή αυξάνει κατά 3 φορές περίπου, σε σύγκριση με την διατήρηση 35
φυσιολογικού σωματικού βάρους κατά την παιδική ηλικία, όταν το παιδί είναι ήδη παχύσαρκο από αυτό το ηλικιακό στάδιο (McΑrdle et al., 1999). Αρκετοί ερευνητές ήδη από τη δεκαετία του 1960 αναφέρουν ότι τα 2/3 των παχύσαρκων εφήβων θα γίνουν παχύσαρκοι ενήλικες, όταν μεγαλώσουν (Lowe, 2003). Τα υπάρχοντα δεδομένα αποδεικνύουν ότι, όταν το σωματικό βάρος "μεταβιβάζεται" διαμέσου γενεών, παχύσαρκοι γονείς έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αποκτήσουν υπέρβαρα παιδιά, τα οποία θα γίνουν παχύσαρκα άτομα όταν ενηλικιωθούν και με τη σειρά τους θα αποκτήσουν παχύσαρκους απογόνους (McΑrdle et al., 1999). O Lowe έδειξε ότι παχύσαρκα παιδιά ηλικίας 10 έως 13 ετών έχουν 70% πιθανότητες να είναι και παχύσαρκοι ενήλικες (Lowe, 2003).Ταυτόχρονα, ο Wang και οι συνεργάτες του παρατήρησαν ότι τα μισά περίπου υπέρβαρα παιδιά ενός έτους θα είναι υπέρβαρα και μετά το 21ο έτος τους. Αντίθετα, από τα παιδιά που είναι λεπτά ή κανονικά σε αυτήν την ηλικία, μόνο το 20% έχουν πιθανότητα να γίνουν παχύσαρκα μετά την ίδια ηλικία (Wang, Y., Ge, K., Popkin, B. M., 2000). Παράλληλα, στην Ιαπωνία έρευνες που διεξήχθησαν σε παχύσαρκα παιδιά έδειξαν ότι αυτά είχαν αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας στην ενήλικη ζωή ακόμα κι αν είχαν ακολουθήσει αγωγή (κατά της παχυσαρκίας) στην παιδική τους ηλικία. Μάλιστα, ο κίνδυνος ήταν διπλάσιος για τα παχύσαρκα αγόρια σε σχέση με τα κορίτσια (Togashi, K., Masuda, H., Rankinen, T., Tanaka, S., Bouchard, C., & Kamiya, H., 2002). Στην Αμερική, παιδιά άνω των 9 ετών που είναι παχύσαρκα έχουν κατά 80% αυξημένο κίνδυνο να είναι παχύσαρκοι ενήλικες στην ηλικία των 35 ετών (Zimmermann, M. B., Hess, S. Y. & Hurell, R. F., 2000). 2.2.3. Επιπτώσεις της παχυσαρκίας 36
Η αύξηση του σωματικού βάρους των εφήβων συνοδεύεται από σημαντικές συνέπειες για την υγεία οι οποίες μπορούν να διαχωριστούν σε: α) βραχυπρόθεσμες που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής στο άμεσο μέλλον. Αυτές μπορούν να διακριθούν σε 2 μεγάλες κατηγορίες: αυτές που αφορούν την υγεία του ατόμου (σωματικές) (βλέπε πίνακα 3) και αυτές που αφορούν τη ψυχοσύνθεσή του (ψυχολογικές) (βλέπε πίνακα 4), β) μακροπρόθεσμες συνέπειες. 2.2.3.1. Βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις Πολλές είναι οι έρευνες που επιβεβαιώνουν ότι υπέρβαροι έφηβοι επιδεικνύουν μεγαλύτερη τάση για διαβήτη, αθηροσκλήρυνση, μεταβολικό σύνδρομο, καρδιακά και αναπνευστικά νοσήματα καθώς και άλλα λιγότερο πιθανά προβλήματα, όπως πέτρα στη χολή, ηπατίτιδα, άπνοια του ύπνου, άσθμα, διαταραχές της εμμήνου ρύσεως και σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών στα κορίτσια, διάφορα ορθοπεδικά προβλήματα κ.α. (Dietz, W. H., & Robinson, T. N. 1998; Manios et al., 2005; Τζέτζης κ.α., 2005; Strauss, 2000; WHO, 2002 ; WHO, 1997). Πίνακας 3: σωματικές επιπλοκές της παχυσαρκίας 1) ινσουλινοαντίσταση και υπερινσουλιναιμία 2) σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 3) αυξημένα επίπεδα ολικής, LDL χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων 4) χαμηλά επίπεδα HDL χοληστερόλης 5) λιπώδεις ραβδώσεις στις αορτικές και στεφανιαίες αρτηρίες 6) υπέρταση 7) πέτρα στη χολή 8) ηπατίτιδα 37