Φραντς Κάφκα, (αποσπάσματα) Από τα «Ημερολόγια» Κυριακή, 19 Ioυλίου 1910 Συχνά το συλλογίζομαι και πάντα αναγκάζομαι να πω στο τέλος ότι η ανατροφή μου μ' έβλαψε πολύ από ορισμένες απόψεις. Αυτό το παράπονο απευθύνεται σ' ένα πλήθος ανθρώπων, βέβαια στέκονται εδώ όλοι μαζί και, όπως στις παλιές ομαδικές φωτογραφίες, δεν ξέρουν τι να κάνουν ο ένας με τον άλλο, δεν τολμούν να κατεβάσουν τα μάτια τους και να χαμογελάσουν, τόσο νευρικοί είναι. Είναι οι γονείς μου, μερικοί συγγενείς, μερικοί δάσκαλοι, μια κάποια συγκεκριμένη μαγείρισσα, μερικά κορίτσια από το μάθημα του χορού, μερικοί επισκέπτες του σπιτιού μας από τον παλιό καιρό, μερικοί συγγραφείς, ένας δάσκαλος κολύμβησης, ένας λαχειοπώλης, ένας επιθεωρητής σχολείων, ύστερα μερικοί που τους συνάντησα μόνο μια φορά στο δρόμο, κι άλλοι, που δεν τους θυμάμαι τούτη τη στιγμή, κι άλλοι που δε θα τους θυμηθώ ποτέ, κι άλλοι, τέλος, που το μάθημά τους το είχα κατά κάποιον τρόπο απορρίψει τον καιρό εκείνο, που δεν το είχα προσέξει καθόλου, με δυο λόγια είναι τόσο πολλοί που θα πρέπει να προσέξω να μην αναφέρω κάποιον δυο φορές. Και σ' όλους αυτούς εκφράζω το παράπονό μου, τους κάνω μ' αυτόν τον τρόπο γνωστούς αναμεταξύ τους, δεν ανέχομαι όμως αντίρρηση. Γιατί αληθινά αρκετές αντιρρήσεις έχω ανεχτεί, και, μια και οι περισσότερες αναίρεσαν τα λεγόμενά μου, δεν μπορώ να κάνω τίποτ' άλλο παρά να συμπεριλάβω κι αυτές τις αντιρρήσεις στο παράπονό μου και να πω ότι, εκτός από την
ανατροφή μου, κι αυτές οι αναιρέσεις μ' έβλαψαν πολύ σε ορισμένα πράγματα. Μήπως νομίζει κανείς ότι ανατράφηκα κάπου παράμερα: Όχι, καταμεσής στην πόλη ανατράφηκα, καταμεσής στην πόλη. Όχι, π.χ., σ' ένα ερείπιο στα βουνά ή κοντά στη λίμνη. Οι γονείς μου και η ακολουθία τους ήταν ως τώρα τυλιγμένοι από το παράπονό μου και γκρίζοι, τώρα όμως παραμερίζουν εύκολα αυτό το παράπονο και χαμογελούν, γιατί πήρα τα χέρια μου από πάνω τους, τα έφερα στο μέτωπό μου και σκέφτομαι: έπρεπε να ήμουν ο μικρός κάτοικος των ερειπίων, ν' αφουγκράζομαι τις κραυγές των κορακιών, να μου ρίχνουν τον ίσκιο τους πετώντας από πάνω μου, να δροσίζομαι κάτω απ' το φεγγάρι, ακόμα κι αν στην αρχή ήμουν λίγο αδύνατος κάτω από την πίεση των καλών μου ιδιοτήτων, που θα φύτρωναν μέσα μου με τη δύναμη των ζιζανίων, καμένος από τον ήλιο, που θα με έλουζε απ' όλες τις πλευρές μέσα από τα ερείπια, πάνω στο κρεβάτι μου από κισσό. [πηγή: Φραντς Κάφκα, Τα ημερολόγια-α': 1910-1913, μτφ. Αγγέλα Βερυκοκάκη, Εξάντας, Αθήνα 1978, σ. 20-21, 32, 40-41]
Από το «ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ» Τούτο ήταν εκείνον τον καιρό μια μικρή αρχή μόνο, αλλά αυτό το συναίσθημα της μηδαμινότητας που συχνά με καταλαμβάνει (ένα από μιαν άλλην άποψη παρ όλα ταύτα επίσης ευγενές και γόνιμο συναίσθημα) κρατά εν πολλοίς απ τη δική σου την επιρροή. Εγώ χρειαζόμουν λίγη ενθάρρυνση, λίγη ευγένεια, λίγο άνοιγμα του δρόμου μου, αντί γι αυτό εσύ μου τον έφραζες, με την καλή πρόθεση βέβαια να πάρω άλλον δρόμο. Αλλά για κείνα δεν έκαμνα εγώ. Μ ενθάρρυνες λ.χ., όποτε χαιρετούσα και παρήλαυνα καλά, αλλά εγώ δεν ήμουν μελλοντικός στρατιώτης, ή μ ενθάρρυνες, όποτε μπορούσα να τρώγω πολύ ή να πίνω μάλιστα και μπύρα επιπλέον, ή όποτε μπορούσα να τραγουδώ επαναλαμβάνοντας τραγούδια χωρίς να τά χω καταλάβει, ή να ψιττακίζω τις δικές σου τις αγαπημένες τις εκφράσεις, αλλά τίποτε απ αυτά δεν ήταν για το μέλλον το δικό μου.
«Η ΔΙΚΗ»
Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ (πρώτη σελίδα) Όταν ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε ένα πρωινό από κακό όνειρο, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε γιγάντια κατσαρίδα. Ήτανε ξαπλωμένος ανάσκελα, πάνω στη σκληρή ράχη του που 'μοιζε με πανοπλία κι όταν σήκωνε λιγάκι το κεφάλι του μπορούσε να δει την τουρλωτή καφετιά κοιλιά του που 'τανε χωρισμένη σε σκληρές καμπυλωτές δίπλες και που μόλις συγκρατούσε τα σκεπάσματά του για να ξεγλιστρήσουν τελείως από πάνω του. Τα πολυάριθμα ποδάρια του, που ήταν αξιοθρήνητα λεπτά σε σύγκριση με το υπόλοιπο κορμί του, ταλαντεύονταν ανήμπορα μπροστά στα μάτια του. Τι μου συνέβη; Συλλογίστηκε. Όνειρο, δεν ήταν. Η κάμαρή του, μια συνηθισμένη ανθρώπινη κρεβατοκάμαρη, μόνο κομμάτι πιο μικρή απ' το κανονικό, κειτόταν ήσυχη ανάμεσα στους τέσσερις γνώριμους τοίχους της. Πάνω απ' το τραπέζι, όπου ήταν σκορπισμένα ανάκατα κάτι δείγματα από υφάσματα ο Σάμσα ήταν περιοδεύων πωλητής, κρεμόταν η εικόνα που 'χε κόψει τελευταία από 'να εικονογραφημένο περιοδικό που την είχε βάλει σε μιαν όμορφη επίχρυση κορνίζα. Η εικόνα παρίστανε μια κυρία με γούνινο καπέλο και γούνινη εσάρπα, που καθόταν στητή κι άπλωνε προς το μέρος του θεατή ένα πελώριο γούνινο μανσόν που μέσα του χανόταν ολόκληρο το χέρι της απ τον αγκώνα και κάτω. Τα μάτια του Γκρέγκορ γύρισαν έπειτα στο παράθυρο και ο συννεφιασμένος ουρανός θαρρείς πως άκουγες τις στάλες της βροχής να χτυπάνε στο περβάζι του παραθύρου τον έριξε σε βαριά μελαγχολία. Γιατί να μην κοιμηθώ λιγάκι περισσότερο και να λησμονήσω όλες ετούτες τις ανοησίες, συλλογίστηκε αυτό όμως δεν μπορούσε να το κάνει, γιατί είχε συνηθίσει να κοιμάται γυρισμένος προς τα δεξιά και τώρα,
στην κατάσταση που βρισκόταν, ήταν αδύνατο να στρίψει. Όσο κι αν πάσχισε να στρίψει προς το δεξί του πλευρό, δεν τα κατάφερε ξανακυλούσε πάλι στ' ανάσκελα. Δοκίμασε τουλάχιστον εκατό φορές, έκλεινε τα μάτια για να μη βλέπει τις αγωνιώδεις κινήσεις των ποδιών του και τα παράτησε μόνον όταν άρχισε να νιώθει στο πλευρό έναν απροσδιόριστο πόνο, που ίσαμε τότε του ήταν άγνωστος. Θεέ μου, συλλογίστηκε, τι εξοντωτική δουλειά πήγα και διάλεξα! [πηγή: Φραντς Κάφκα, Η μεταμόρφωση, μετάφραση Βασίλης Τομανάς, Εκδοτική Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 5-6]