TIÔËÏÓ ÐÑÙÔÏÔÕÐÏÕ: THE LOLLIPOP SHOES Áðü ôéò Åêäüóåéò Doubleday, Λονδίνο 2007 TÉÔËÏÓ ÂÉÂËÉÏÕ: Γόβες και γλυκές αµαρτίες ÓÕÃÃÑÁÖÅÁÓ: Joanne Harris ÌÅÔÁÖÑÁÓÇ: Καίτη Οικονόµου ÅÐÉÌÅËÅÉÁ ÄÉÏÑÈÙÓÇ ÊÅÉÌÅÍÏÕ: Χρυσούλα Τσιρούκη ΣΥΝΘΕΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Χρυσούλα Μπουκουβάλα ÇËÅÊÔÑÏÍÉÊÇ ÓÅËÉÄÏÐÏÉÇÓÇ: Ελένη Σταυροπούλου EÊÔÕÐÙÓÇ: Α. & Φ. εληγιάννης Ï.Å. ÂÉÂËÉÏÄÅÓÉÁ: Μαρία Θεοδωροπούλου Frogspawn Ltd, 2007 EÊÄÏÓÅÉÓ ØÕ ÏÃÉÏÓ Á.Å., ÁèÞíá 2008 Ðñþôç Ýêäïóç: Οκτώβριος 2008, 3.000 áíôßôõðá ÉSBN 978-960-453-461-6 Ôõðþèçêå óå áñôß åëåýèåñï çìéêþí ïõóéþí ëùñßïõ êáé öéëéêü ðñïò ôï ðåñéâüëëïí. To ðáñüí Ýñãï ðíåõìáôéêþò éäéïêôçóßáò ðñïóôáôåýåôáé êáôü ôéò äéáôüîåéò ôïõ Åëëçíéêïý Íüìïõ (Í. 2121/1993 üðùò Ý åé ôñïðïðïéçèåß êáé éó ýåé óþìåñá) êáé ôéò äéåèíåßò óõìâüóåéò ðåñß ðíåõìáôéêþò éäéïêôçóßáò. Áðáãïñåýåôáé áðïëýôùò ç Üíåõ ãñáðôþò Üäåéáò ôïõ åêäüôç êáôü ïðïéïäþðïôå ôñüðï Þ ìýóï áíôéãñáöþ, öùôïáíáôýðùóç êáé åí ãýíåé áíáðáñáãùãþ, åêìßóèùóç Þ äáíåéóìüò, ìåôüöñáóç, äéáóêåõþ, áíáìåôüäïóç óôï êïéíü óå ïðïéáäþðïôå ìïñöþ (çëåêôñïíéêþ, ìç áíéêþ Þ Üëëç) êáé ç åí ãýíåé åêìåôüëëåõóç ôïõ óõíüëïõ Þ ìýñïõò ôïõ Ýñãïõ. ÅÊÄÏÓÅÉÓ ØÕ ÏÃÉÏÓ Á.Å. PSICHOGIOS PUBLICATIONS S.A. äñá: ÔáôïÀïõ 121 Head office: 121, Tatoiou Str. 144 52 Ìåôáìüñöùóç 144 52 Metamorfossi, Greece Âéâëéïðùëåßï: Ìáõñïìé Üëç 1 Bookstore: 1, Mavromichali Str. 106 79 ÁèÞíá 106 79 Áthens, Greece Ôçë.: 2102804800 Tel.: 2102804800 Telefax: 2102819550 Telefax: 2102819550 www.psichogios.gr www.psichogios.gr e-mail: info@psichogios.gr e-mail: info@psichogios.gr
ÌåôÜöñáóç: Καίτη Οικονόµου
ÁËËÁ ÅÑÃÁ ÔÇÓ ÔÆÏÁÍ ÁÑÉÓ The evil seed My French kitchen: A book of 120 treasured recipes The French Market Áðü ôéò Åêäüóåéò ØÕ ÏÃÉÏÓ êõêëïöïñoýí: Ενηλίκων ÊáõôÞ óïêïëüôá, 1999, ìôöñ. Ìáñßá-Ñüæá Ôñáúêüãëïõ Êñáóß áðü âáôüìïõñá, 2001, ìôöñ. ÄÝóðù ÐáðáãñçãïñÜêç 5/4 áðü ðïñôïêüëé, 2002, ìôöñ. Êáßôç Ïéêïíüìïõ Êï ýëéá êáé üíåéñá, 2003, ìôöñ. Êáßôç Ïéêïíüìïõ ÌõóôéêÜ êáé ðüèç, 2004, ìôöñ. Êáßôç Ïéêïíüìïõ O ζωγράφος και η μούσα του, 2006, μτφρ. Καίτη Οικονόμου Xαίρετε κι αντίο, 2006, μτφρ. Καίτη Οικονόμου Ο Διάβολος δεν έχει φύλο, 2007, μτφρ. Καίτη Οικονόμου Για εφήβους Η Φυλή της Φωτιάς, 2008, ìôöñ. Καίτη Οικονόμου
Στον A. F. Η.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Θάνατος
Τετάρτη 31 Οκτωβρίου Ντία ντε λος Μουέρτος (Ηµέρα των Νεκρών) ΕΙΝΑΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΓΝΩΣΤΟ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ ΠΑραδίδονται γύρω στις είκοσι εκατοµµύρια επιστολές σε νεκρούς. Οι άνθρωποι ξεχνούν να διακόψουν την αλληλογραφία οι βαρυπενθούσες χήρες και οι υποψήφιοι κληρονόµοι µε αποτέλεσµα να µην ακυρώνονται οι συνδροµές σε περιοδικά, να µην ειδοποιούνται µακρινοί φίλοι, να µένει απλήρωτη η προκαταβολή στη βιβλιοθήκη. Έτσι, είκοσι εκατοµµύρια εγκύκλιοι επιστολές, αντίγραφα κινήσεως λογαριασµών, πιστωτικές κάρτες, ερωτικές επιστολές, διαφηµιστικά έντυπα, ευχετήριες κάρτες, κουτσοµπολίστικα έντυπα και λογαριασµοί πέφτουν καθηµερινά σε χαλάκια εισόδων και παρκέ δάπεδα, ρίχνονται µέσα από κιγκλιδώµατα, σφηνώνονται σε γραµµατοκιβώτια, συσσωρεύονται σε σκάλες, µένουν αζήτητα σε βεράντες και σκαλοπάτια, χωρίς να φτάσουν ποτέ στον παραλήπτη τους. Οι νεκροί δε νοιάζονται. Και το πιο ση- µαντικό, ούτε οι ζωντανοί. Οι ζωντανοί ασχολούνται µε τις ασή- µαντες υποθέσεις τους, αγνοώντας ότι δίπλα τους συντελείται ένα θαύµα. Ότι ξαναζωντανεύουν οι νεκροί. εν είναι δύσκολο να αναστήσεις τους νεκρούς. Μερικοί λογαριασµοί^ ένα όνοµα^ ένας ταχυδροµικός κώδικας^ πράγµατα που µπορείς να βρεις σε κάθε παλιά σακούλα σκουπιδιών, σκισµένη από καµιά αλεπού ίσως και παρατηµένη στο κατώφλι σαν δώρο. Μαθαίνεις πολλά από το πεταµένο ταχυδροµείο: ονόµατα, λε-
12 ΤΖΟΑΝ ΧΑΡΙΣ πτοµέρειες από την τράπεζα, κωδικούς, ηλεκτρονικές διευθύνσεις, κώδικες ασφαλείας. Με τον σωστό συνδυασµό προσωπικών δεδοµένων µπορείς να ανοίξεις έναν τραπεζικό λογαριασµό, να νοικιάσεις αυτοκίνητο, ακόµη και να κάνεις αίτηση για νέο διαβατήριο. Οι νεκροί δεν τα χρειάζονται πια αυτά τα πράγµατα. Είναι ένα δώρο, όπως είπα, που περιµένει απλώς τον παραλήπτη του. Μερικές φορές µάλιστα µας το παραδίδει αυτοπροσώπως η µοίρα, έτσι καλό είναι να έχουµε το νου µας. Αρπάξτε την ευκαιρία και γαία πυρί µιχθήτω. Γι αυτό και διαβάζω πάντα τις νεκρολογίες, καταφέρνοντας µερικές φορές να υποκλέψω την ταυτότητα προτού γίνει καν η κηδεία. Και γι αυτό, όταν είδα την επιγραφή κι από κάτω το γραµµατοκιβώτιο που ήταν γεµάτο επιστολές, δέχτηκα το δώρο µ ένα ευγενικό χαµόγελο. Φυσικά, δεν ήταν το δικό µου γραµµατοκιβώτιο. Η ταχυδρο- µική υπηρεσία εδώ είναι από τις καλύτερες και δε χάνονται γράµ- µατα. Άλλος ένας λόγος που προτιµώ το Παρίσι^ αυτό και το φαγητό, το κρασί, τα θέατρα, τα µαγαζιά και οι πρακτικά απεριόριστες ευκαιρίες. Αλλά το Παρίσι είναι ακριβό τα πάγια είναι απίστευτα κι άλλωστε ανυποµονούσα εδώ και κάµποσο καιρό να επινοήσω ξανά τον εαυτό µου. Είχα κρατήσει χαµηλό προφίλ σχεδόν δύο µήνες, διδάσκοντας σ ένα λύκειο στο ενδέκατο δια- µέρισµα, αλλά µετά τα πρόσφατα επεισόδια αποφάσισα να εξαφανιστώ παίρνοντας µαζί µου είκοσι πέντε χιλιάδες ευρώ από το ταµείο του σχολείου, που κατατέθηκαν σ ένα λογαριασµό τον οποίο είχα ανοίξει στο όνοµα µιας πρώην συναδέλφου και αναλήφθηκαν διακριτικά µέσα σε λίγες εβδοµάδες και να ρίξω µια µατιά σε ενοικιαζόµενα διαµερίσµατα. Πρώτα έψαξα στην Αριστερή Όχθη. Τα ακίνητα εκεί ήταν απλησίαστα για το βαλάντιό µου, αλλά η κοπέλα από το µεσιτικό γραφείο δεν το ήξερε αυτό. Έτσι, µε αγγλική προφορά και το όνοµα Έµα Γουίντσορ, κρατώντας απρόσεκτα στο λυγισµένο χέρι µου µια τσάντα Mulberry και το γλυκό ψίθυρο των Prada στα πόδια µου µε τις µεταξωτές κάλτσες, πέρασα ένα ευχάριστο πρωινό χαζεύοντας δίχως να ψωνίσω.
ΓΟΒΕΣ ΚΑΙ ΓΛΥΚΕΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ 13 Ζήτησα να δω µόνο άδεια σπίτια. Υπήρχαν αρκετά στην Αριστερή Όχθη: διαµερίσµατα µε µεγάλα δωµάτια και θέα στον ποταµό^ παλιά αρχοντικά χωρισµένα σε διαµερίσµατα µε roof gardens^ ρετιρέ µε ξύλινα δάπεδα. Τα απέρριψα όλα µε µεγάλη µου λύπη, αν και δεν άντεξα στον πειρασµό να πάρω κάποια χρήσιµα πράγµατα στην πορεία. Ένα περιοδικό, στο περιτύλιγµά του ακόµη, µε τον αριθµό πελάτη του κανονικού παραλήπτη του^ διάφορα διαφηµιστικά έντυπα^ και, από ένα διαµέρισµα, έναν πραγµατικό θησαυρό: µια τραπεζική κάρτα στο όνοµα Αµελί Ντοβίλ, που ενεργοποιείται µ ένα απλό τηλεφώνηµα. Άφησα στην κοπέλα το τηλέφωνο του κινητού µου. Το τηλέφωνο είναι καταχωρισµένο στο όνοµα της Νοέλ Μαρσελέν, της οποίας την ταυτότητα απέκτησα πριν από λίγους µήνες. Οι λογαριασµοί πληρώνονται τακτικά η καηµένη η γυναίκα πέθανε πέρσι, σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων χρόνων αλλά αυτό ση- µαίνει ότι αν ακολουθήσει κάποιος τα ίχνη των τηλεφωνηµάτων µου, θα δυσκολευτεί να µε βρει. Στο όνοµά της είναι και η συνδροµή µου στο Ίντερνετ, που πληρώνεται κι αυτή τακτικά. Η Νοέλ µου είναι πολύ χρήσιµη για να τη χάσω. Αλλά δε θα γίνει ποτέ η κύρια ταυτότητά µου. Πρώτα απ όλα δε θέλω να είµαι ενενήντα τεσσάρων χρόνων. Κι έχω βαρεθεί να παίρνω όλα αυτά τα διαφηµιστικά για ανελκυστήρες. Η τελευταία δηµόσια ταυτότητά µου ήταν η Φρανσουάζ Λαβερί, καθηγήτρια αγγλικών στο Λισέ Ρουσό του ενδέκατου δια- µερίσµατος. Ηλικία, τριάντα δύο ετών^ τόπος γεννήσεως, Νάντη^ παντρεύτηκε τον Ραούλ Λαβερί και χήρεψε την ίδια χρονιά, όταν ο άντρας της σκοτώθηκε σε τροχαίο την παραµονή της επετείου τους µια ροµαντική πινελιά, σκέφτηκα, που εξηγούσε την αδιόρατη µελαγχολία της. Φανατική χορτοφάγος, κάπως συνεσταλ- µένη, εργατική αλλά όχι τόσο προικισµένη ώστε να συνιστά απειλή. Γενικά πολύ καλό κορίτσι, πράγµα που δείχνει ότι δεν πρέπει να κρίνουµε ποτέ από την εµφάνιση. Σήµερα όµως είµαι κάποια άλλη. Είκοσι πέντε χιλιάδες ευρώ
14 ΤΖΟΑΝ ΧΑΡΙΣ δεν είναι µικρό ποσόν κι υπάρχει πάντα η πιθανότητα ν αρχίσει κάποιος να υποπτεύεται την αλήθεια. Οι περισσότεροι δεν το κάνουν οι περισσότεροι δεν αντιλαµβάνονται τα αδικήµατα που γίνονται µπροστά στα µάτια τους αλλά δεν έφτασα ως εδώ ρισκάροντας, κι έχω διαπιστώσει ότι είναι ασφαλέστερο να βρίσκο- µαι διαρκώς σε κίνηση. Ταξιδεύω λοιπόν µε ελάχιστες αποσκευές µια στραπατσαρισµένη βαλίτσα κι ένα φορητό υπολογιστή Sony µε τα στοιχεία πάνω από εκατό πιθανών ταυτοτήτων που µπορώ να τις µαζέψω µέσα σ ένα απόγευµα και να εξαφανιστώ χωρίς ν αφήσω κανένα ίχνος πίσω µου. Έτσι εξαφανίστηκε η Φρανσουάζ. Έκαψα τα χαρτιά της, την αλληλογραφία της, τα τραπεζικά έγγραφα, τις σηµειώσεις. Έκλεισα όλους τους λογαριασµούς στο όνοµά της. Βιβλία, ρούχα, έπιπλα και τα σχετικά, τα χάρισα στον Ερυθρό Σταυρό. εν ωφελεί να µαζεύεις σαβούρα. Έπειτα απ αυτό έπρεπε να επινοήσω εξαρχής τον εαυτό µου. Έκλεισα δωµάτιο σ ένα φτηνό ξενοδοχείο, πλήρωσα µε την πιστωτική κάρτα της Αµελί, άλλαξα τα ρούχα της Έµα και βγήκα για ψώνια. Η Φρανσουάζ δεν ήταν κοµψή γυναίκα φανταστείτε χαµηλά τακούνια και απλά σινιόν. Η καινούργια προσωπικότητά µου όµως είναι άλλος τύπος. Λέγεται Ζοζί ντε λ Αλµπά έχει κάτι το ξενικό πάνω της, αν και θα δυσκολευτείτε να µαντέψετε τη χώρα καταγωγής της. Όσο άχρωµη ήταν η Φρανσουάζ τόσο φανταχτερή είναι αυτή. Φορά κοσµήµατα µε ηµιπολύτιµους λίθους στα µαλλιά της, λατρεύει τα χτυπητά χρώµατα και τα παράξενα σχή- µατα, προτιµά τα παζάρια και τα καταστήµατα µε vintage ρούχα και δε θα τη δείτε ποτέ µε στρωτά παπούτσια. Η αλλαγή έγινε αριστοτεχνικά. Μπήκα σ ένα µαγαζί σαν Φρανσουάζ Λαβερί, µε γκρίζα πλεκτή µπλούζα και ζακέτα και µια σειρά ψεύτικες πέρλες. έκα λεπτά αργότερα βγήκα άλλος άνθρωπος. Το πρόβληµα παραµένει: πού να πάω; Για την Αριστερή Όχθη, αν και είναι πειρασµός, δεν το συζητάω καν, παρόλο που η Αµε-
ΓΟΒΕΣ ΚΑΙ ΓΛΥΚΕΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ 15 λί Ντοβίλ µπορεί να κερδίσει µερικές χιλιάδες ακόµη προτού την αχρηστέψω. Έχω κι άλλες πηγές φυσικά, για να µην αναφέρω την πιο πρόσφατη, τη µαντάµ Μποσάν, υπεύθυνη ταµείου στην τελευταία δουλειά µου. Είναι τόσο εύκολο ν ανοίξεις πιστωτικό λογαριασµό. Μπορείς να κάνεις τη δουλειά σου περίφηµα µε µερικούς πληρωµένους λογαριασµούς και µ ένα παλιό δίπλωµα οδήγησης. Και µε την άνοδο των πωλήσεων µέσω Ίντερνετ, οι δυνατότητες διευρύνονταν σε καθηµερινή βάση. Αλλά έχω πολύ περισσότερες ανάγκες από µια πηγή εισοδή- µατος. Απεχθάνοµαι την πλήξη. Χρειάζοµαι κι άλλα πράγµατα. Πεδίο δράσης για τις ικανότητές µου, περιπέτεια, προκλήσεις, αλλαγές. Μια ζωή. Κι αυτό µου πρόσφερε η µοίρα, τυχαία θαρρείς εκείνο το πρωινό στα τέλη του Οκτώβρη, στη Μονµάρτρη, όταν κοίταξα τη βιτρίνα ενός µαγαζιού και είδα µια µικρή καλογραµµένη επιγραφή στην πόρτα: Fermé pour cause de décès Είχε περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που ήρθα εδώ. Είχα ξεχάσει πόσο µου άρεσε. Λένε ότι η Μονµάρτρη είναι το τελευταίο χωριό στο Παρίσι και σ αυτή την πλευρά του Μπιτ είναι κάτι σαν παρωδία της επαρχιακής Γαλλίας, µε τα καφέ και τις µικρές κρεπερί της^ τα βαµµένα ροζ ή φιστικί σπίτια, τα ψεύτικα παντζούρια στα παράθυρα και τα γεράνια σε κάθε πρεβάζι^ την επιτηδευµένη γραφικότητα, σαν µινιατούρα κινηµατογραφικού σκηνικού που µε την κίβδηλη χάρη του κρύβει µε δυσκολία την πέτρινη καρδιά του. Ίσως γι αυτό µ αρέσει τόσο πολύ. Είναι το ιδανικό σκηνικό για τη Ζοζί ντε λ Αλµπά. Και βρέθηκα εκεί σχεδόν τυχαία. Στα- µάτησα σε µια πλατεία πίσω από τη Σακρέ-Κερ, παρήγγειλα καφέ και κρουασάν σ ένα µπαρ που λέγεται Λε Πτι Πενσόν και κάθισα σ ένα τραπεζάκι στο δρόµο.
16 ΤΖΟΑΝ ΧΑΡΙΣ Η γαλάζια τσίγκινη πινακίδα ψηλά στη γωνία έλεγε ότι το όνο- µα της πλατείας ήταν Πλας ντε Φο-Μοναγέρ. Ήταν µια µικρή σφιχτή πλατεία σαν καλοστρωµένο κρεβάτι. Ένα καφενείο, µια κρεπερί, µερικά µαγαζιά. Τίποτ άλλο. Ούτε καν ένα δέντρο να γλυκάνει την εικόνα. Αλλά τότε, για κάποιο λόγο, τράβηξε το µάτι µου ένα µαγαζί κάτι σαν εξειδικευµένο ζαχαροπλαστείο, σκέφτηκα, αν και η επιγραφή πάνω από την πόρτα ήταν κενή. Τα ρολά ήταν µισοκατεβασµένα, αλλά από το σηµείο όπου καθόµουν διέκρινα το περιεχόµενο της βιτρίνας και τη γαλάζια πόρτα που ήταν σαν ένα κοµµάτι ουρανού. Ένας σιγανός επαναλαµβανό- µενος θόρυβος ταξίδευε στην πλατεία^ πάνω από την πόρτα κρε- µόταν ένας µελωδός, εκπέµποντας σαν σήµατα στον αέρα µικρές σκόρπιες νότες. Γιατί µε τράβηξε; Υπάρχουν τόσο πολλά τέτοια µικροµάγαζα στους δαιδαλώδεις δρόµους που καταλήγουν στο Μπιτ ντε Μον- µάρτρ, σκυφτά στις λιθόστρωτες γωνίες σαν µεταµεληµένοι αµαρτωλοί. Με στενές προσόψεις και κυρτά νώτα, είναι συνήθως υγρά στο επίπεδο του δρόµου, το ενοίκιό τους κοστίζει µια περιουσία και για την επιβίωσή τους βασίζονται κυρίως στη βλακεία των τουριστών. Τα δωµάτια από πάνω τους σπάνια είναι καλύτερα. Μικρά, λιγοστά και άβολα^ θορυβώδη τη νύχτα που ζωντανεύει η πόλη κάτω απ τα πόδια τους^ παγωµένα το χειµώνα κι εξίσου ανυπόφορα το καλοκαίρι που πυρώνει ο ήλιος τις βαριές πέτρινες πλάκες της στέγης, και από το µοναδικό παράθυρο, ένα φεγγίτη που το πλάτος του δεν ξεπερνά τα είκοσι εκατοστά, δεν µπαίνει παρά µόνο η αποπνικτική ζέστη. Ωστόσο, κάτι είχε αιχµαλωτίσει το ενδιαφέρον µου. Ίσως οι επιστολές που ξεπρόβαλλαν σαν πονηρή γλώσσα από τα µεταλλικά σαγόνια του γραµµατοκιβωτίου. Ίσως το φευγαλέο άρωµα του µοσχοκάρυδου και της βανίλιας ή ήταν απλώς η υγρασία; που ξεγλιστρούσε από τη χαραµάδα της γαλάζιας πόρτας. Ίσως ο άνεµος που παιχνίδιζε µε τον ποδόγυρο της φούστας µου και χάιδευε το µελωδό που κουδούνιζε πάνω από την πόρτα. Ή ίσως
ΓΟΒΕΣ ΚΑΙ ΓΛΥΚΕΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ 17 η επιγραφή χειρόγραφη, καθαρογραµµένη µε τις ανείπωτες δελεαστικές δυνατότητες. Κλειστό λόγω πένθους Στο µεταξύ είχα τελειώσει τον καφέ και το κρουασάν µου. Πλήρωσα, σηκώθηκα και πήγα να ρίξω µια µατιά από κοντά. Το µαγαζί ήταν µια σοκολατερί (εργαστήριο που παρασκεύαζε σοκολάτες). Στη µικρή βιτρίνα συνωστίζονταν χάρτινα και µεταλλικά κουτιά και στο µισοσκόταδο πίσω τους διέκρινα δίσκους µε σοκολάτες και σοκολατένιες πυραµίδες κάτω από γυάλινα κουδούνια σαν γαµήλιες ανθοδέσµες του προηγούµενου αιώνα. Πίσω µου, στο µπαρ Λε Πτι Πενσόν, δύο γέροι έτρωγαν βραστά αυγά και ψωµί µε βούτυρο ενώ ο µαγαζάτορας µε την ποδιά αγόρευε δυνατά για κάποιον Ποπόλ που του χρωστούσε λεφτά. Κατά τα άλλα η πλατεία ήταν σχεδόν έρηµη, µε εξαίρεση µια γυναίκα που σκούπιζε το πεζοδρόµιο και δύο καλλιτέχνες που κατευθύνονταν στην Πλας ντι Τερτρ µε τα καβαλέτα τους παρα- µάσχαλα. Τα µάτια του ενός, που ήταν νεαρός, διασταυρώθηκαν µε τα δικά µου. «Έι! Εσύ!» Το κάλεσµα του προσωπογράφου που ψαρεύει πελάτες. Το ξέρω καλά έχω κάνει κι εγώ αυτή τη δουλειά και ξέρω αυτό το βλέµµα της χαρούµενης αναγνώρισης, που δηλώνει ότι βρήκε τη µούσα του, ότι η αναζήτησή του έχει διαρκέσει χρόνια, κι ότι όσο και αν µε χρεώσει, η τιµή θα είναι µηδαµινή µπροστά στην αξία της δουλειάς του. «ε θα πάρω», του είπα ξερά. «Βρες ν απαθανατίσεις κανέναν άλλον». Ανασήκωσε τους ώµους του, έκανε ένα µορφασµό και προχώρησε σκυφτός να προλάβει το φίλο του. Η σοκολατερί ήταν όλη δική µου. Κοίταξα τα γράµµατα που ξεπρόβαλλαν προκλητικά από το γραµµατοκιβώτιο. Βασικά δεν υπήρχε λόγος να το ρισκάρω. Μα
18 ΤΖΟΑΝ ΧΑΡΙΣ η αλήθεια ήταν ότι αυτό το µαγαζάκι µε τραβούσε σαν κάτι γυαλιστερό που διακρίνεις ανάµεσα στα βότσαλα και θα µπορούσε να είναι νόµισµα, δαχτυλίδι ή ένα απλό χρυσόχαρτο που λαµποκοπά στον ήλιο. Υπήρχε ο ψίθυρος µιας υπόσχεσης στον αέρα και, εκτός αυτού, ήταν το Χάλοουιν, η Ντία ντε λος Μουέρτος, δηλαδή η Ηµέρα των Νεκρών, που ήταν πάντα η τυχερή µου ηµέρα, η ηµέρα που άρχιζαν και τελείωναν πράγµατα, µε δυσµενείς ανέµους και ύπουλες εύνοιες, και φωτιές που έκαιγαν τη νύχτα. Η ώρα των µυστικών, των θαυµάτων και, φυσικά, των νεκρών. Έριξα µια τελευταία βιαστική µατιά γύρω µου. εν κοίταζε κανείς. Ήµουν σίγουρη ότι δε µε είδε κανένας καθώς τσέπωνα τις επιστολές µε µια γρήγορη κίνηση. Ο φθινοπωρινός αέρας φυσούσε δυνατά, κάνοντας τη σκόνη να στροβιλίζεται στην πλατεία. Υπήρχε µια µυρωδιά καπνού όχι της παρισινής κάπνας αλλά του καπνού των παιδικών µου χρόνων, που τον θυµόµουν σπάνια κι ένα άρωµα λιβανιού, αµυγδαλωτών και πεσµένων φύλλων. Στο Μπιτ ντε Μονµάρτρ δεν υπάρχουν δέντρα. Είναι σκέτος βράχος και το γλάσο της γαµήλιας τούρτας µόλις που κρύβει την ουσιαστική ανοστιά του. Αλλά το χρώµα του ουρανού ήταν εύθραυστο σαν τσόφλι, ζωγραφισµένο µε µπερδεµένες γραµµές καπνών σαν µυστικιστικά σύµβολα πάνω στο γαλάζιο. Ανάµεσά τους είδα µια Ρόκα Αραβοσίτου, το σηµάδι του Γδαρ- µένου, που συµβολίζει την προσφορά, το δώρο. Χαµογέλασα. Να ήταν σύµπτωση; Ο θάνατος κι ένα δώρο όλα σε µία ηµέρα; Κάποτε, όταν ήµουν πολύ µικρή, η µητέρα µου µε πήγε στην Πόλη του Μεξικού να δούµε τα ερείπια των Αζτέκων και να γιορτάσουµε την Ηµέρα των Νεκρών. Με ενθουσίασε η θεατρικότητα της όλης ιστορίας: τα λουλούδια και το παν ντε µουέρτο, και τα τραγούδια, και τα ζαχαρωτά σε σχήµα νεκροκεφαλής. Το καλύτερό µου όµως ήταν η πινιάτα, ένα ζώο από χρωµατισµένο πε-
ΓΟΒΕΣ ΚΑΙ ΓΛΥΚΕΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ 19 πιεσµένο χαρτί, που του είχαν κρεµάσει βεγγαλικά και το είχαν γεµίσει µε καραµέλες, κέρµατα και τυλιγµένα δωράκια. Στόχος του παιχνιδιού ήταν να κρεµάσεις την πινιάτα πάνω από ένα κατώφλι και να της ρίξεις ξύλα και πέτρες ώσπου να σκιστεί και να χυθούν τα δώρα από µέσα. Θάνατος και δώρα σε συσκευασία του ενός. Αποκλείεται να ήταν σύµπτωση. Αυτή η ηµέρα, αυτό το µαγαζί, αυτός ο οιωνός στον ουρανό ήταν λες και τα έστειλε στο δρόµο µου η ίδια η Μικτεκασίουατλ, η θεά των νεκρών. Λες και µου έστειλε τη δική µου πινιάτα Γύρισα να φύγω, χαµογελώντας, και είδα κάποιον να µε κοιτάζει. Ήταν ένα παιδί, που στεκόταν τελείως ακίνητο λίγα µέτρα πιο µακριά από µένα^ ένα κορίτσι γύρω στα έντεκα µε δώδεκα, µε ζωηρόχρωµο κόκκινο παλτό, κάπως παλιά, καφέ, σχολικά παπούτσια και µεταξένια µαύρα µαλλιά. Με κοίταζε ανέκφραστα, έχοντας γερµένο στο πλάι το κεφάλι της. Προς στιγµήν αναρωτήθηκα αν µε είχε δει να παίρνω τις επιστολές. εν είχα ιδέα πόση ώρα στεκόταν εκεί της χάρισα λοιπόν το πιο συµπαθητικό µου χαµόγελο χώνοντας ακόµη πιο βαθιά στην τσέπη µου τις επιστολές. «Γεια σου», είπα. «Πώς σε λένε;» «Ανί», είπε το κορίτσι χωρίς να ανταποδώσει το χαµόγελο. Τα µάτια της είχαν ένα παράξενο γκριζογάλανο χρώµα^ το στόµα της ήταν τόσο κόκκινο που έµοιαζε µε βαµµένο. Ήταν εντυπωσιακή στο ψυχρό πρωινό φως, και καθώς την κοίταζα, τα µάτια της φωτίστηκαν ακόµη περισσότερο σαν να έπαιρναν τις αποχρώσεις του φθινοπωρινού ουρανού. «εν είσαι από δω, έτσι, Ανί;» Βλεφάρισε, σαν ν απορούσε πώς το ήξερα. Στο Παρίσι τα παιδιά δε µιλάνε ποτέ σε ξένους η καχυποψία είναι στοιχείο του χαρακτήρα τους. Το κορίτσι αυτό ήταν διαφορετικό επιφυλακτικό ίσως, αλλά όχι απρόθυµο και κάθε άλλο παρά απρόσβλητο στη γοητεία. «Πού το ξέρεις;» είπε τέλος.
20 ΤΖΟΑΝ ΧΑΡΙΣ Πρώτος πόντος. Χαµογέλασα. «Το κατάλαβα από τη φωνή σου. Από πού είσαι; Από τα νότια;» «Όχι ακριβώς», απάντησε. Αλλά τώρα χαµογελούσε. Μαθαίνεις πολλά µιλώντας µε τα παιδιά. Ονόµατα, επαγγέλ- µατα, τις µικρολεπτοµέρειες που δίνουν εκείνη την ανεκτίµητη αυθεντικότητα όταν υποδύεσαι ένα πρόσωπο. Οι περισσότεροι κωδικοί των χρηστών του Ίντερνετ είναι το όνοµα ενός παιδιού, µιας συζύγου, ακόµη και ενός κατοικίδιου ζώου. «Ανί, δε θα πρεπε να είσαι στο σχολείο σου;» «Σήµερα όχι. Είναι γιορτή. Άλλωστε» Κοίταξε την πόρτα µε τη χειρόγραφη πινακίδα. «Κλειστό λόγω πένθους», είπα. Έγνεψε καταφατικά. «Ποιος πέθανε;» Το κατακόκκινο παλτό κάθε άλλο παρά πένθιµο ήταν και δεν υπήρχε τίποτα στο πρόσωπό της που να δείχνει θλίψη. Η Ανί δε µίλησε προς στιγµήν, αλλά έπιασα ένα σπίθισµα στα γκριζογάλανα µάτια της και µια υπεροπτική έκφραση στο πρόσωπό της, σαν να προσπαθούσε ν αποφασίσει αν η ερώτησή µου ήταν αναιδής ή φανέρωνε γνήσια συµπάθεια. Την άφησα να µε κοιτάξει. Είµαι συνηθισµένη στα επίµονα βλέµµατα. Συµβαίνει µερικές φορές ακόµη και στο Παρίσι, όπου αφθονούν οι ωραίες γυναίκες. Λέω ωραίες, αλλά είναι µια ψευδαίσθηση^ το πιο απλό µαγικό τρικ ούτε καν µαγικό. Η κλίση του κεφαλιού, ένα ειδικό βάδισµα, ρούχα κατάλληλα για την περίσταση και µπορούν να το κάνουν όλες. Εντάξει, σχεδόν όλες. Χάρισα στη µικρή το καλύτερό µου χαµόγελο, γλυκό και αναιδές και λίγο συµπονετικό, κι έγινα για µια στιγµή η ατηµέλητη µεγαλύτερη αδελφή που δεν είχε ποτέ, η σαγηνευτική επαναστάτρια, µε το Gauloise στο χέρι, που φορά στενές φούστες και χτυπητά χρώµατα και η µικρή λαχταρά ν ακολουθήσει τα βήµατά της, ήµουν σίγουρη. Με κοίταξε λίγες στιγµές ακόµη. Ένα παιδί που είχε ωριµά-
ΓΟΒΕΣ ΚΑΙ ΓΛΥΚΕΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ 21 σει πριν της ώρας του, αν είχα δει ποτέ κανένα^ κουρασµένο, τόσο κουρασµένο που έπρεπε να είναι καλό κορίτσι, κι επικίνδυνα κοντά στην ηλικία της επανάστασης. Τα χρώµατά της ήταν ασυνήθιστα καθαρά^ διάβασα σ αυτά λίγη ισχυρογνωµοσύνη, λίγη θλίψη, µια µικρή δόση θυµού και το λαµπερό νήµα κάτι άλλου που δεν µπόρεσα να προσδιορίσω. «Έλα, Ανί. Πες µου. Ποιος πέθανε;» «Η µητέρα µου», είπε. «Η Βιάν Ροσέ».