Α ΤΟ ΑΡΡΩΣΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ Την ώρα που κατέβηκε από τη λιμουζίνα, το είχε πάρει πια απόφαση ν αυτοκτονήσει. Η ιδέα ξεπρόβαλε μέσα από τη λόχμη της την πρώτη κιόλας φορά που ο καθηγητής τού μίλησε για την ανίατη αρρώστια με το όνομα-γλωσσοδέτη, κι έκτοτε σερνόταν μέσα στους λοβούς του, κυνηγημένη από το αργοκίνητο θηρίο που πάγωνε τα πάντα με την ανάσα του, προσπαθώντας να φτάσει πρώτη στο κέντρο λήψης των αποφάσεων. Η έκβαση του αγώνα ήταν η αναμενόμενη για κάποιον που ήταν ανίκανος να δει το θηρίο ως σωματική εκδήλωση του ψυχισμού του. Δεν χρειάζεται να φορέσουμε τα ματογυάλια τού «πρώτου κινοῦντος παντογνώστη συγγραφέα» για να δούμε κάποιες από τις σκέψεις που γεννήθηκαν στο μυαλό του επίδοξου αυτόχειρα κατά την επιστροφή του στη βίλα «Αθηνά»: Φαντάζεται τον εαυτό του άρρωστο και τρομάζει. Βλέπει το σώμα του παράλυτο, ανήμπορο, να σφαδάζει κατάκοιτο από τους πόνους. Θυμάται την κόρη του στο κρεββάτι του νοσοκομείου λίγο πριν από το τέλος. Μπροστά σ αυτές τις εικόνες, ποιος λογικός άνθρωπος δεν θα προτιμούσε την ανυπαρξία; Αναλογίζεται την προηγούμενη ζωή του. Την οικογένειά του. [9]
Τη μοναξιά του. Είναι περικυκλωμένος από υποκριτές που θέλουν το κακό του. Από το κακό σαράκι που του σιγοτρώει τα σωθικά χρόνια τώρα. Ο μόνος δικός του άνθρωπος βρίσκεται τόσο μακριά Αν δεν τερματίσει μόνος τη ζωή του, θα πέσουν όλοι να τον φάνε με το πρώτο σημάδι αδυναμίας που θα δείξει. Πόσον καιρό έχει ακόμη μέχρι εκείνη την ώρα; Δύο μήνες; Ένα μήνα; Έχει τόσα πολλά που πρέπει να κάνει, υποθέσεις να φροντίσει, εκκρεμότητες να ρυθμίσει, ζητήματα να λύσει. Πρέπει να καταστρώσει ένα σχέδιο. Η ζωή είναι σκάκι. Κι ο θάνατος επίσης. ΟΔΟΣ Η ΑΝΩ Η βίλα «Αθηνά» χτίστηκε τη διετία 1971-1972 για να στεγάσει την οικογένεια του μεγαλέμπορου και μεγαλοκατασκευαστή φωτιστικών ειδών Αλκιβιάδη Ζαββού και να την αναδείξει ως τη σημαντικότερη ενός ολόκληρου νομού της Βορείου Ελλάδος το όνομα του οποίου θα αποσιωπήσουμε. Κατάταξη ανοικτή σε αμφισβητήσεις τα προηγούμενα χρόνια, κατά τα οποία η οικογένεια διέμενε σε μία πολυκατοικία, ιδιόκτητη μεν, συνηθισμένη δε, στο κέντρο της πρωτεύουσας του νομού. Τον ρασιοναλιστικό σχεδιασμό της τον οφείλει σε προσωπική επιθυμία του ιδιοκτήτη της, η βαθύτερη ρίζα της οποίας πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στα σχολικά χρόνια του στην Αθήνα. Το όνομά της το οφείλει στη σύζυγο του κτήτορα. Τίποτα δεν προοιωνιζόταν την αίγλη που θα αποκτούσε μελλοντικά ο Άλκης Ζαββός, το φτωχό προσφυγόπουλο που γεννήθηκε σ ένα παράπηγμα δύο χρόνια μετά την Καταστροφή [10]
και μεγάλωσε με χίλια βάσανα των γονιών του στην Καισαριανή των σκληρών δεκαετιών του 1920 και του 1930. Και οπωσδήποτε όχι οι σχολικές του επιδόσεις. Κατάφερνε ωστόσο και περνούσε κανονικά τις τάξεις του Γυμνασίου, σε μεγάλο βαθμό χάρη στις ξυλιές του επίμονου πατέρα του που δεν εννοούσε να σκοτώνεται ο ίδιος στη δουλειά και να μείνει το μοναχοπαίδι του δίχως απολυτήριο, μέχρις ότου πλάκωσε η σκοτεινιά από τον Βορρά κι έπεσε κρύο στην αρχαία πόλη. Τα αγάλματα αγκυλώθηκαν. Τα κάρα βγήκανε στους δρόμους. Ο Άλκης έχασε τον πατέρα του από την αγιάτρευτη ακόμη τότε φυματίωση και μέσα σε δυο μήνες και τη μητέρα του από την αγιάτρευτη εις τον αιώνα θλίψη. Αρχές του 1943, κι ενώ πλέον δούλευε σ ένα εμποροραφείο, οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ. Οι είκοσι επόμενοι μήνες ήταν, κατά δήλωσή του, οι πιο σημαντικοί στη ζωή του. Πολέμησε και μάτωσε για την ελευθερία, που δεν την είδε όμως να διαρκεί ούτε δυο μήνες. Τόσο αντέξανε δίπλα δίπλα οι τρεις σημαίες. Όταν ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά, είχε ήδη ξεκόψει από τους παλιούς συντρόφους του, εξαιτίας μιας προσωπικής κόντρας με κάποιον άκαπνο ινστρούχτορα, κι είχε φύγει από την Αθήνα. Πέρασε ιδεολογικώς στο αστικό στρατόπεδο: Έγινε παπανδρεϊκός, όπερ και παρέμεινε μέχρι το 1996, βοηθούσης της εν Ελλάδι πολιτικής οικογενειοκρατίας. Το έβαλε σκοπό ν αλλάξει στρατόπεδο και οικονομικώς. Μετά από ολιγόμηνη διαμονή στη Θεσσαλονίκη, το 1945 εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα του ανώνυμου νομού, στην πόλη που έμελλε να γίνει η μόνιμη κατοικία του και το κέντρο των εμπορικών του δραστηριοτήτων. Ξεκίνησε μπαίνοντας συνεταίρος ενός υπέργηρου εμπόρου σ ένα μικρό μαγαζί με λευκά είδη και είδη προικός. Η καλή του [11]
τύχη έφερε στον δρόμο του την Αθηνά Τρομπούκη, πολύφερνη μοναχοκόρη του Διευθυντή του τοπικού υποκαταστήματος της Τραπέζης Εθνικής Αναγεννήσεως, Τηλέμαχου Τρομπούκη, μία άχαρη δεκαεξάχρονη κοπελίτσα που ποθούσε να ελευθερωθεί από τα δεσμά του καταπιεστικού μέχρι σαδισμού πατέρα της, ο οποίος ήθελε να ελέγχει απόλυτα τη ζωή της, και νόμιζε ο δυστυχής πως αυτό ήταν εφικτό. Συνέβη λοιπόν η μικρή Αθηνά να ερωτευτεί σφόδρα τον όχι και τόσο μικρό Άλκη και ο Άλκης να ερωτευτεί την Αθηνά αρκετά, ώστε να μη μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε προικοθήρα, όπως έκανε ο κεραυνοβοληθείς από την είδηση πατέρας της ελάχιστα λεπτά πριν να τον προδώσει η αντλία που είχε στη θέση της καρδιάς. Δύο χρόνια αργότερα, το 1951, ο Άλκης, «κύριος Ζαββός» τώρα, παντρεύτηκε την Αθηνά και την πληθωρική περιουσία της (καθότι συν τω χρόνω ο animus του προικοθήρα κατίσχυσε του αισθήματος). Με αυτή τη μαγιά έφτιαξε ένα μικρό εργοστάσιο κατασκευής ειδών κιγκαλερίας κι ένα μαγαζί. Το εργοστασιάκι μέσα σε λίγα χρόνια έγινε εργοστασιάρα, χάρη στις αδιαμφισβήτητες, ακόμη και από δεδηλωμένους εχθρούς του, ικανότητές του. Πολλοί από αυτούς χάρηκαν προσώρας όταν το γύρισε αιφνιδίως στα φωτιστικά. Δεν τους έκανε το χατίρι. Το 1961 άνοιξε κατάστημα στη Θεσσαλονίκη. Δεν άργησε να ξεπεράσει σε πλούτη όλους τους συμπολίτες του. Λίγο πριν από τη Χούντα εγκαινίασε το δεύτερο εργοστάσιό του στα Οινόφυτα. Άνοιξε μαγαζί και στην Αθήνα. Τότε ήταν που η γυναίκα του άρχισε να «ασφυκτιά» στην επαρχία και να του ζητάει να μετακομίσουν στην πρωτεύουσα ή έστω στη συμπρωτεύουσα, όπου θα ζούσαν καθώς άρμοζε στην οικονομική τους κατάσταση, για να λάβει την απάντηση από τον Άλ- [12]
κη ότι σχεδίαζε (αγνοούμε εάν όντως το είχε σκεφτεί νωρίτερα) να της φτιάξει ένα παλάτι καλύτερο από το Τατόι. Μπορεί η έπαυλη που «της» έφτιαξε να μην έφτανε το Τατόι σε μέγεθος ούτε σε κάλλος, πάντως ικανοποίησε πλήρως το ζεύγος και αποστόμωσε πολλές φθονερές γλώσσες. Βρισκόταν σε απομονωμένο σημείο, δέκα χιλιόμετρα από τα όρια της πόλης, μέσα σ ένα κτήμα εξήντα περίπου στρεμμάτων, είχε δύο ορόφους, διέθετε κήπο αγγλικού ρυθμού, δύο πισίνες, χωμάτινο γήπεδο τένις, περιβόλι, αλσύλλιο και περίφραξη με πέτρινο τοίχο (στοιχείο οργανικής αρχιτεκτονικής) ύψους δύο μέτρων. Το οίκημα ήταν επιπλωμένο με τα ακριβότερα έπιπλα, αν και ελαφρώς παρωχημένου, ήδη από τότε, στυλ, και προσέφερε όλες τις ανέσεις, από απόψεως υλικοτεχνικής υποδομής τουλάχιστον, γιατί από απόψεως ψυχικής δομής Θα επανέλθουμε. Σε αυτή την επίζηλη βίλα λοιπόν ήρθε να εγκατασταθεί μόνιμα τον Δεκέμβριο του 1972 ο Άλκης Ζαββός, η γυναίκα του, τα τρία παιδιά τους και το απαραίτητο υπηρετικό προσωπικό. Σε αυτή τη βίλα βρίσκεται και τώρα, εν έτει 2003. Την πόρτα που άνοιξε τότε ανοίγει και τώρα. Τότε περιχαρής. Τώρα περιδεής. ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ Δύο από τους υπηρέτες που πρωτοπέρασαν το κατώφλι της «Αθηνάς» μαζί με την οικογένεια Ζαββού και βρίσκονται ακόμη εκεί, είναι ο Στέλιος Ανθόπουλος, σοφέρ του Άλκη από την εποχή του γάμου του, και η Λίτσα Μπουντάκη, τότε καμαριέρα, νυν μαγείρισσα-οικιακή βοηθός. [13]
Την ίδια μέρα, τη μέρα της μεγάλης απόφασης, απομεσήμερο, τα αφεντικά κάνουν σιέστα. Το τετραμελές προσωπικό έχει συγκεντρωθεί στην κουζίνα. Κάθονται στο τραπέζι, μόλις έχουν τελειώσει το μεσημεριανό. Οι υπόλοιποι δύο είναι ο Πέτρος Πλάλας, κηπουρός, και η Τζίνα Σκαζίκη, οικιακή βοηθός, μία κοντή κοπελίτσα με νόστιμο, ροδαλό πρόσωπο, η οποία καταφέρνει να μιλάει έχοντας το στόμα γεμάτο φράουλες. Δεν έχω μπει ποτέ σ αεροπλάνο. Ούτε το αεροδρόμιο δεν έχω δει. Εσείς έχετε πετάξει ποτέ; Η ερώτηση απευθύνεται στον Στέλιο επειδή το πρωί είχε φέρει τον Ζαββό από το αεροδρόμιο. Ο πληθυντικός πρέπει να αποδοθεί στο βάρος που έχει για μία μικρή κοπέλα η διαφορά μισού αιώνα και όχι στον χαρακτήρα του μελαψού, λιπόσαρκου οδηγού. Πιο παλιά, αρκετά συχνά, απαντάει, σκύβει απότομα το κεφάλι και μουγκαίνεται. Η μικρή παραξενεύεται κι ανοίγει το στόμα της να τον ρωτήσει- Μισή ώρα δρόμος είναι, την πληροφορεί η Λίτσα, μία πενηνταπεντάρα με σπασμένα, αυστηρά χαρακτηριστικά και αρκετά παραπανίσια κιλά, πάνε να το δεις να σου φύγει ο καημός. Τι να πω κι εγώ που μαι κλεισμένη εδώ μέσα κι ο ήλιος δεν με βλέπει; Γιατί, εγώ; Προφταίνω να πάω σπίτι μ όλες τις δουλειές; Μόνο η Λίτσα κοιμάται τα βράδια στη βίλα, η Τζίνα ενίοτε και οι άντρες ποτέ. Σπίτι σου ήθελες να πας; τη ρωτάει ειρωνικά ο Πέτρος, ένας σκυφτός ανθρωπάκος με χοντρά γυαλιά, αντίστοιχης ηλικίας με τη Λίτσα, και ξαναχώνει ανάμεσα στα δόντια του μια οδοντογλυφίδα. Η κοπέλα κοκκινίζει ακόμα περισσότερο. [14]
Μια φορά, καλύτερα απ εδώ θα σουνα, σχολιάζει η Λίτσα. Ο Στέλιος σηκώνεται ξαφνικά και λέει: Άντε, καλή ξεκούραση! Φεύγεις; τον ρωτάει η Λίτσα. Έφυγα, της απαντάει και βγαίνει από την κουζίνα. Τι έπαθε τούτος; αναρωτιέται μεγαλόφωνα ο Πέτρος. Κακόκεφος ήτανε σήμερα, λέει η Τζίνα. Και πότε δεν είναι; Τι έπαθε, πέσανε τα καράβια του έξω; Τρομάζουμε να του μιλήσουμε. Μου θυμίζει τον γέρο-ζαββό ώρες ώρες. Τον είδα σήμερα στον κήπο, καθότανε σ ένα παγκάκι. Μου φάνηκε κλαμένος. Έκλαιγε ο γέρος; απορεί η Τζίνα. Έτσι μου φάνηκε, δεν πήγα και πολύ κοντά, μ έδιωξε αμέσως κακήν κακώς. Από τότε που χασε τη γυναίκα του δεν είναι πια ο ίδιος άνθρωπος, λέει η Λίτσα. Για τον γέρο λες; ρωτάει ο Πέτρος. Ναι Κι εσύ, συμβουλεύει ο κηπουρός την Τζίνα, πρόσεχε μην σου ξεφύγει κάνα «γέρος», κακομοίρα μου, και σ ακούσει. Ούτε μπροστά στον Στέλιο πολλά πολλά. Τι ν αυτά που κάθεσαι και λες; τον επιπλήττει η Λίτσα. Ξέρω γώ τι λέω! Σπιούνος δεν είν ο Στέλιος. Ας προσέχει η κοπέλα, δεν βλάφτει. Είπα εγώ ότι ναι σπιούνος; Αλλά δεν τονε βλέπεις πώς το κατεβάζει; Τίποτα δεν του αφήνει του γέρου, του χει ξεσηκώσει όλα τα χούγια! [15]
Άμα πίνει ο Ζαββός, φοβάμαι να πάω κοντά, λέει η κοπελίτσα. Γυαλίζει το μάτι του! Η μαγείρισσα σηκώνεται κι αρχίζει να μαζεύει τα πιάτα. Από άλλους πρέπει να φυλάγεσαι εσύ, αλλά τα χεις για ομορφιά μόνο. Άντε, σήκω τώρα, βόηθα. Η Τζίνα υπακούει. Δεν το κατάλαβα αυτό, λέει ο Πέτρος, μυστικά έχετε, πουλάκια μου; Για ν ακούσω κι εγώ. Τι τρέχει; Η Τζίνα, που είναι σκυμμένη πάνω από τον νεροχύτη, δεν μιλάει. Του απαντάει η Λίτσα: Δεν πας σπιτάκι σου να πέσεις τώρα, παλιοκουτσομπόλη; Ο Πέτρος τεντώνεται στην καρέκλα του και χασμουριέται. Καλάα νομίζετε δεν έχω καταλάβει για ποιον «κύριο» μιλάτε; Λες κι είναι πολλοί εδώ μέσα! Δεν παύεις τώρα; κάνει η Λίτσα αυστηρά. Γιατί, δεν τον έχει δει η μικρή πώς τη γυροφέρνει; Για ζώον το χεις το κορίτσι; Η Τζίνα γυρνάει απότομα και του λέει σε έντονο ύφος: Δεν έχω ανάγκη από προστασία. Τον ανιψιό μπορώ να τον βάλω και μόνη μου στη θέση του! Ο άτακτος ανιψιός είναι ο Νώντας Τρομπούκης, γιος του κουνιάδου του Ζαββού. Λάθος κάνεις, της λέει η Λίτσα κουνώντας το κεφάλι της δεξιά-αριστερά. Αυτός σε πουλάει και σ αγοράζει χωρίς να το καταλάβεις. Δεν ξέρεις τι σόι κουμάσι είν αυτός! Λάθος κάνετε κι οι δυο σας, λέει ο Πέτρος με αυτάρεσκο ύφος και γέρνει παράτολμα την καρέκλα του προς τα πίσω. Ο μόνος άνθρωπος εδώ μέσα που μπορεί να βάλει τον κακομαθημένο Νώντα στη θέση του τούτη τη στιγμή, είμαι ε- [16]
Η τόσο αγαπημένη αυτή αντωνυμία δεν ακούγεται ποτέ. Ο Πέτρος χάνει την ισορροπία του και πέφτει φαρδύς πλατύς κάτω, με αποτέλεσμα οι δυο γυναίκες να ξεσπάσουν σε τρανταχτά γέλια κι ο κηπουρός να αποχωρήσει εσπευσμένα, χωρίς να αποδείξει κατά πόσον η αυτοπεποίθησή του εδράζεται σε πιο γερή βάση απ ό,τι ο πισινός του. ΑΣΤΕΡΙΑ ΣΤΟΝ ΒΥΘΟ Έναν άλλο τρόπο να αψηφήσει τους αμείλικτους νόμους της φύσης μετέρχεται την ίδια ώρα στο δωμάτιό του ο καλλιτέχνης της οικογένειας Ζαββού, ο Λάμπης, το νεότερο από τα παιδιά του Άλκη και της Αθηνάς. Επιτέλους, αναφωνεί ξαλαφρωμένος ο ευειδής μελαχρινός άντρας. Τελείωσες; τον ρωτάει η γυναίκα του, Πόπη Μικρουλέα, που κάθεται οκλαδόν στο κρεββάτι τους, ντυμένη και ξυπολημένη, και λύνει σκακιστικά προβλήματα από την εφημερίδα. Ο Λάμπης σκάει ένα χαμόγελο στον πίνακα που έχει μπροστά του, ενθυμούμενος τη γνώμη του Πόλοκ περί «ολοκλήρωσης» του έργου, γυρίζει στην τριανταπεντάρα γυναίκα, με το συνηθισμένο πρόσωπο και το βαρύ μακιγιάζ, και της απαντάει καταφατικά. Πώς θα το πεις; «Αστέρια στον βυθό». Πού είναι ο βυθός; Σαν νυχτερινός ουρανός μοιάζει. Βυθός είναι, λέει κάπως απότομα ο ζωγράφος. Φύκια και κοράλλια είν αυτά. [17]