Ηλίας Τριανταφυλλόπουλος Η καλύβα του Καραγκιόζη Publibook
http://www.publibook.gr Αυτό το κείμενο που δημοσιεύεται από τις εκδόσεις Publibook, προστατεύεται από τους διεθνείς νόμους και τις διεθνείς συνθήκες που αφορούν τα συγγραφικά δικαιώματα. Η εκτύπωση του σε χαρτί, προορίζεται αποκλειστικά για τον αγοραστή και περιορίζεται στην προσωπική του χρήση. Κάθε άλλη αναπαραγωγή ή αντιγραφή, από όποιον και να προέρχεται, θα αποτελεί απομίμηση και θα υπόκειται στις προβλεπόμενες κυρώσεις από το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο περί πνευματικής ιδιοκτησίας και από τις ισχύουσες διεθνείς συνθήκες για την προστασία των συγγραφικών δικαιωμάτων. Διεύθυνση στην Ελλάδα : Εκδόσεις Publibook οδός Αριστείδου 8, T.K. 105 59, Αθήνα Έδρα : Editions Publibook 14, rue des Volontaires 75015 PARIS France IDDN.FR.010.0115015.000.R.P.2010.030.31500 Πρώτη έκδοση από τις Εκδόσεις Publibook, 2010
Ένα κρύο και υγρό πελαγίσιο αεράκι φυσούσε ανάμεσα από τα σπίτια και τους δρόμους, άλλοτε τρέχοντας ανεμπόδιστα κι ανέμελα, αν τύχαινε να πηγαίνει προς την μεριά της «Άπλας» προς την οποίαν είχε επεκταθεί η μικρή πόλη και όπου βρισκόντουσαν τα περισσότερα νέα σπίτια, και άλλοτε αγκομαχώντας να ανέβει την πλαγιά του Κρένα, του λόφου που βρισκόντουσαν τα παλιά σπίτια. Μέσα στο δωμάτιο που πριν από λίγο βλέπαμε τηλεόραση υπήρχε αρκετή ζέστη και πολλοί καπνοί από τσιγάρα. Αυτά, μαζί με το κρασί, το φαΐ και την ένταση του ποδοσφαιρικού αγώνα που παρακολουθούσαμε, μας είχαν όλους ζεστάνει και αναψοκοκκινίσει. Έτσι, ένοιωσα αρκετά ευχάριστα καθώς τα μόρια του νυχτιάτικου υγρού αέρα με σφυροκόπησαν στα μάγουλα, θυμωμένα ίσως από την αναίδειά μου να τους παρεμβάλω έστω και ένα μικρό και ανεπαίσθητο εμπόδιο στην τρεχάλα τους. Η ώρα ήταν δώδεκα παρά είκοσι. Αυτές οι συναντήσεις Τετάρτη παρά Τετάρτη για να παρακολουθήσουμε τον ποδοσφαιρικό αγώνα που μετέδιδε η τηλεόραση, είχαν γίνει πια ένα αναπόσπαστο κομμάτι της άχρωμης χειμωνιάτικης ζωής μας. Ρεάλ, Ίντερ, Λίβερπουλ, Μπάγερν, όλος ο μαγικός και μυθικός κόσμος της ποδοσφαιρικής Ευρώπης απλωνόταν με το πάτημα ενός κουμπιού μπροστά στα μάτια μας. Όταν πρωτομπήκε στη ζωή μας η τηλεόραση δεν μπορούσα να το πιστέψω, μου φαινόταν ένα θαύμα. Την ίδια ώρα που γινόταν ένα σουτ ή έμπαινε ένα γκολ χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και ξεσήκωνε ή πάγωνε τις κερκίδες ενός αχανούς γηπέδου, την ίδια εκείνη στιγμή το βλέπαμε και μείς οι κοινοί θνητοί. Μπορούσαμε να ζήσουμε τη συγκίνηση του, όπως και πολλές άλλες 9
συγκινήσεις, χάρις σε μια θαυμαστή και μεγαλοφυή σύλληψη ενός κύριου Μπράουν. Έτσι τουλάχιστον είχα ακούσει, ότι αυτός ο κύριος είχε ανακαλύψει ένα σωλήνα που μέσα του έτρεχαν με μεγάλη ταχύτητα κάτι μικρά σωματίδια που τα έλεγαν ηλεκτρόνια, τα οποία χτυπούσαν επάνω στην οθόνη και, με έναν τρόπο μαγικό και συνάμα ακατάληπτο για τις δικές μου πνευματικές ικανότητες, σχημάτιζαν εκεί την ίδια εκείνη εικόνα που έβλεπε και ο οποιοσδήποτε θεατής ενός γηπέδου, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Το ότι υπήρχε μια τέτοια εφεύρεση το είχα ακούσει για πρώτη φορά από τον καθηγητή που μας έκανε Φυσική στο γυμνάσιο. Μόνο που εκείνος ο φουκαράς, έχοντας πάρει το πτυχίο του λίγο πριν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, δεν ήξερε όλες τις λεπτομέρειες, για να μην πω ότι είχε μια τελείως λαθεμένη εικόνα στο μυαλό του, γι αυτό που θα εμφανιζόταν αρκετά χρόνια αργότερα. Θα έρθει στιγμή που θα κάθεσαι εδώ σ αυτήν την αίθουσα και μια φωτογραφική μηχανή θα σε παίρνει και θα στέλνει τη φωτογραφία σου στην άλλη αίθουσα ή ακόμη και παραπέρα, στα τελευταία σπίτια της πόλης. Και έτσι θα σε βλέπουν όλοι, όσα εμπόδια κι αν παρεμβάλλονται στο δρόμο. Οι ελάχιστοι τολμηροί τον ρώτησαν τότε. Και ποιος θα κουβαλάει τη φωτογραφία κύριε; Ήταν πολύ κοντός και, λόγω του ότι τα παραπανίσια του κιλά δεν βρήκαν διέξοδο προς τα πάνω, είχε επεκταθεί κατά πλάτος. Γι αυτό και μείς τον φωνάζαμε Πόρκι, έχοντας δανειστεί το όνομα από τον μεγάλο κατάλογο του ζωικού βασιλείου των περιοδικών του Ντίσνεη. Όταν δεν ήξερε να απαντήσει κάτι ή αισθανόταν αμήχανα, στην αρχή τέντωνε όλους τους μύες του προσώπου του, τόσο που πιστεύαμε ότι θα σκάσει σαν μπαλόνι, και στη συνέχεια άφηνε να ζωγραφιστεί στο πρόσωπό του ένα ηλίθιο και συγκαταβατικό χαμόγελο. 10
Αυτό δεν μπορώ να σας το εξηγήσω τώρα, γιατί και να σας το πω δεν θα το καταλάβετε. Θα το μάθετε όταν θα ρθει η ώρα του. Που σήμαινε σε απλά Ελληνικά: «Μακάρι να ήξερα.» Όταν ήμουνα μικρός διάβαζα τις αθλητικές εφημερίδες ή άκουγα από το ραδιόφωνο την επιτυχία ενός γκολ ή την περιγραφή μιας καλής προσπάθειας και άφηνα τη φαντασία μου να την αναπαράγει. Καρφωτή κεφαλιά, κεφαλιά ψαράκι, τον τζαρτζάρει με επιτυχία... Χωρίς φαντασία τότε, παλιά, ήσουν χαμένος. Ήταν το άλογο που έσερνε το άρμα και το πήγαινε έξω από τα στενά όρια μιας μικρής επαρχιακού πόλης, όσο πιο μακριά ήθελες. Δεν είχε καμιά σημασία αν η εικόνα που σχημάτιζες σ αυτό το ταξίδι ήταν σωστή ή όχι. Το πέταγμα ήταν η ομορφιά. Τώρα πάνε πια όλα αυτά. Τώρα βλέπαμε τα κόλπα του Ρας με όλες τις λεπτομέρειες, σε αργή ή κανονική κίνηση, τα σουτ του Ρουμενίγκε, τις διεισδύσεις του Ρόσι, όλη την μαγεία των φάσεων, τρώγοντας πίτσα και πίνοντας ήσυχα την μπύρα ή το κρασί μας. Αυτό κι αν δεν ήταν πρόοδος. Περάσαμε από το κλείσιμο των ματιών και το ελεύθερο πέταγμα της φαντασίας μας στο άνοιγμα του στόματος και την ελεύθερη πτώση της τροφής από τον οισοφάγο στο στομάχι μας. Η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου σε όλη της την μεγαλοπρέπεια. Επιτάχυνα το βήμα μου μιας και, μετά την πρώτη φιλοφρόνηση, η αεικίνητη αέρια μάζα που σεργιάνιζε στην πόλη μας έδιωξε σχετικά γρήγορα το ζεστό αέρα που είχα εγκλωβίσει στα ρούχα μου και άρχισα να κρυώνω. Άλλωστε, όσο κι αν ήμασταν στην νότια Ελλάδα, ήταν ακόμη χειμώνας. Αυτήν την ώρα όλα ήταν ήσυχα. Στους δρόμους υπήρχε ελάχιστη κίνηση και τα λιγοστά φωτισμένα παράθυρα μαρτυρούσαν τους φανατικούς θεατές και της παραμικρής λεπτομέρειας που μετέδιδε η τηλεόραση, τέτοια ώρα κυρίως ειδήσεις. 11
Μόνον όταν έφτασα στην κεντρική πλατεία βρήκα αρκετή κίνηση. Ήταν νέοι, μαθητές του Γυμνασίου και του Λυκείου κυρίως, που είχαν κατακλείσει τις καφετέριες για να παρακολουθήσουν τον αγώνα. Άλλωστε συζητούσαν ακόμα γι αυτόν. Απόψε έκαναν νυχτερινή ζωή. Μέχρι και τα φροντιστήρια είχαν αποδεχτεί Τετάρτη παρά Τετάρτη το σκασιαρχείο, σαν μια εξομολογημένη και άρα απόλυτα δικαιολογημένη αμαρτία. Για να μην πω ότι και οι ίδιοι οι φροντιστές παρακαλούσαν να λείπει όλη η τάξη για να απολαύσουν κι αυτοί οι ταλαίπωροι από την μαγική φωνή του Διακογιάννη το ματς. Όμως όσο κι αν παρακαλούσαν το Θεό, και πιστέψτε με τον παρακαλούσαν πολύ, μόνο η μισή τάξη έλειπε τελικά. Τα κορίτσια και ένας δυο σπασίκλες από τα αγόρια ήταν πάντα μέσα στην αίθουσα και τους περίμεναν. Ο φίλος μου ο Γιάννης, φροντιστής μαθηματικών, αν και ο ίδιος όχι μόνον δεν είχε το αντίστοιχο πτυχίο αλλά δεν είχε τελειώσει ούτε καν το τότε ενιαίο Γυμνάσιο, απλά είχε μια λόξα με τα μαθηματικά η οποία του βγήκε σε καλό τελικά γιατί του έδινε ψωμί να φάει, το είχε παράπονο. Και καλά οι κοπέλες, αλλά εκείνα τα δυο τα κωλόπαιδα χάθηκε ο κόσμος να μην έρθουν ένα βράδυ, να καθίσουν κι αυτά, έστω από απλή περιέργεια, να δουν το ματς; Όταν εγώ πήγαινα στο εξατάξιο Γυμνάσιο, τότε δεν υπήρχε ο χωρισμός σε Γυμνάσιο και Λύκειο, η κυκλοφορία των μαθητών μετά τις οκτώ το βράδυ ήταν αυστηρά απαγορευμένη. Κάθε παραβίαση του χρονικού αυτού ορίου ετιμωρείτο με οχταήμερη αποβολή, που ήταν από τα ανώτατα όρια αποβολής. Η αμέσως πιο αυστηρή ποινή ήταν να σε διώξουν τελείως από το σχολείο. Αυτό το οχταήμερη όμως δεν το είχα καταλάβει ποτέ μου. Τότε πηγαίναμε έξι μέρες στο σχολείο, δηλαδή και το Σάββατο. Έτσι μια εξαήμερη αποβολή, δηλαδή αποβολή μιας εβδομάδας, θα ήταν πιο λογική. Η οχταήμερη αποβολή 12
έπαιρνε και δυο μέρες από την άλλη εβδομάδα. Κατά πάσα πιθανότητα γιατί η μια εβδομάδα θεωρήθηκε από τους νομοθέτες μικρή ποινή και οι δυο εβδομάδες πολλή μεγάλη. Έτσι βρέθηκε ο μέσος όρος των οχτώ ημερών. Οχταήμερη αποβολή έπεφτε επίσης και για άλλους δυο λόγους. Για το κάπνισμα και για την παρακολούθηση κινηματογραφικού έργου. Κάθε πρεμιέρα του σχολικού έτους, αμέσως μετά τον αγιασμό, ο Γυμνασιάρχης, ένας νευρικός φιλόλογος που όταν μιλούσε τα μάγουλά του θύμιζαν ανθισμένες παπαρούνες, άρχιζε, έτσι για το καλημέρα και το καλωσόρισμα, να ανακοινώνει τους απαγορευμένους καρπούς τους οποίους δεν έπρεπε με τίποτα να γευτούμε. Το σχολείο μας είχε ένα μικρό προαύλιο στο οποίο έβγαιναν διάλλειμα τα κορίτσια. Εμείς τα αγόρια βγαίναμε διάλλειμα χωριστά στο δρόμο και στην πλατεία μπροστά από το σχολείο, που την εποχή εκείνη είχε μηδαμινή κίνηση από τροχοφόρα. Ο Γυμνασιάρχης μιλούσε πάντοτε μπροστά στα αγόρια, ενώ τα κορίτσια τον άκουγαν από το μεγάφωνο. Η όποια ανάμιξη αγοριών και κοριτσιών εθεωρείτο ως συνέχεια του προπατορικού αμαρτήματος, ακόμη και αν γινόταν στα πλαίσια της παρακολούθησης ενός απλού μαθήματος. Ο γυμνασιάρχης στεκόταν στο τελευταίο σκαλοπάτι της κεντρικής σκάλας και από κάτω, στα άλλα σκαλοπάτια, όλοι οι υπόλοιποι καθηγητές. Από εκεί έκανε όλες τις σημαντικές ανακοινώσεις του, και κυρίως αυτά που έπρεπε να αποφεύγουμε. Και πάντοτε τέλειωνε με το συνηθισμένο του σλόγκαν. Πρέπει να μάθετε γράμματα βρε, να γίνετε σωστοί και καλοί πολίτες και όχι χαμάληδες και σκουπιδιάρηδες. Και έδειχνε με το χέρι του προς την μεριά του λιμανιού, όπου κυρίως δούλευαν οι χαμάληδες, χωρίς να δίνει δεκάρα τσακιστή αν ανάμεσα στα παιδιά που τον άκουγαν ήταν και μερικά που οι πατεράδες τους εκείνη την ίδια στιγμή φόρτωναν ή ξεφόρτωναν τα πλοία 13
δουλεύοντας ως χαμάληδες ή σκούπιζαν τους δρόμους ως σκουπιδιάρηδες. Από τη δική μου τάξη, ο πρώτος που πήρε οχταήμερη αποβολή ήταν ο Παύλος. Είχε έρθει από ένα χωριό σκαρφαλωμένο ψηλά στο βουνό, είκοσι τρία χιλιόμετρα μακριά αν πήγαινες από το δημόσιο δρόμο αλλά ούτε δέκα χιλιόμετρα στην ευθεία που έπιανε η ματιά σου. Ήταν καλό παιδί, μελετηρό, ήσυχο. Είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο προς την μεριά που έμενα κι εγώ, κι έτσι ήταν στην παρέα που όταν τελειώναμε το σχολείο παίρναμε τον παραλιακό δρόμο προς το λιμάνι και τα σπίτια μας. Σ αυτόν το δρόμο της επιστροφής πολλά ήταν τα θέματα που συζητούσαμε και πολλές οι στάσεις που κάναμε, για να κοιτάξουμε κυρίως τις βιτρίνες των μαγαζιών, και πρώτα εκείνες που είχαν στολιστεί με καινούριο εμπόρευμα ή με κάτι αξιοπρόσεκτο και ενδιαφέρον. Για πολύ μεγάλο διάστημα ένα τέτοιο αξιοπρόσεκτο γεγονός ήταν οι πρώτες κούκλες του μεγάλου εμπορικού του κυρίου Βρασίδα, που επάνω τους τοποθετιόντουσαν οι φούστες, τα πουκάμισα και τα παλτά που είχε για πούλημα. Όμως ό,τι κι αν συνέβαινε, όσο κι αν ο καιρός δεν ήταν κατάλληλος ή εμείς βιαζόμασταν, υπήρχαν δυο υποχρεωτικές στάσεις σ αυτόν το δρόμο της επιστροφής που ποτέ δεν τις θέσαμε υπό αμφισβήτηση. Ήταν εκεί όπου οι δυο κινηματογράφοι της πόλης μας έβγαζαν τους τρίποδες, από έναν ο καθένας, διαφημίζοντας με εικόνες και ταμπέλες τα έργα που έπαιζαν. Τρία έργα την εβδομάδα. Εκεί σταματούσαμε όλα τα παιδιά, κάναμε έναν γύρο και σιωπηλά στην αρχή αφήναμε τα μάτια μας να περιπλανηθούν στο μωσαϊκό των εικόνων και των λέξεων. Μετά την πρώτη ματιά και ενώ οι παραστάσεις έσερναν έναν τρελό χορό σε όλες τις γωνιές των εγκεφαλικών μας κυττάρων, άρχιζε να δουλεύει η φαντασία μας. Εκείνο το μοναδικό και ακαταμάχητο όπλο που διαθέταμε, ικανό να εκπορθήσει και τον πιο έξυπνο 14
αμυντικό σχεδιασμό. Χωρίς φαντασία, το είπα και πριν, ήσουν χαμένος. Κάθε εικόνα και ένα καινούριο ξεπέταγμα της φαντασίας μας, ένα καινούριο ταξίδι σε μέρη και καταστάσεις που είχαν σχέση με τον τίτλο του έργου, μια καινούρια βουτιά στον ωκεανό των ονείρων. Σχεδόν φτάναμε να στήσουμε όλη την πλοκή του έργου, από μερικές σκόρπιες λέξεις και καμιά δεκαριά φωτογραφίες όλες κι όλες. Οι πρωταγωνιστές και οι πρωταγωνίστριες ήταν ονόματα μυθικά, παραμυθένια, ισάξια των ιστορικών προσώπων που μας είχαν διδάξει μερικές ώρες πριν οι καθηγητές μας, και εάν σε κάποια από τις φωτογραφίες υπήρχε έστω και μια μικρή υποψία ερωτικής σκηνής, μια θερμή ένωση των χειλιών τις περισσότερες φορές, το σύμπαν κατέρρεε. Όπως είπα και πριν ο κινηματογράφος ήταν αυστηρά απαγορευμένος. Έτσι, όσοι είχαν κάποια οικονομική άνεση μπορούσαν να τον απολαύσουν μόνο κατά τη διάρκεια των διακοπών. Όμως ο Παύλος έφευγε στις διακοπές και πήγαινε στο χωριό του και, ενώ όλοι μας από την παρέα του γυρισμού είχαμε βρεθεί τουλάχιστον μια φορά σ εκείνον τον μαγικό χώρο που το άσπρο πανί στο βάθος ζωντάνευε όταν έσβηναν τα φώτα, ο Παύλος δεν το είχε ζήσει αυτό ποτέ μέχρι τότε. Και, όσο οι δικές μας περιγραφές φρόντιζαν να τονίζουν κάθε φορά το τι έχανε, τόσο η φωτιά που έκαιγε μέσα του δυνάμωνε όλο και πιο πολύ. Έτσι, μια φορά πήρε την μεγάλη απόφαση. Στο μεταξύ είχε συγκεντρώσει μεθοδικά τις πληροφορίες του. Ο Μιχάλης, ο μηχανικός ενός από τους δυο κινηματογράφους, αν του έδινες κάτι παραπάνω από το εισιτήριο, το πόσο παραπάνω το διαπραγματευότανε κάθε φορά, σε περνούσε επάνω, στο χώρο της μηχανής. Εκεί, δίπλα από το δωμάτιο που βρισκόταν η μηχανή, υπήρχε μια μικρή αποθηκούλα, όπου και έκρυβε τους παράνομους εισβολείς. Όταν άρχιζε το έργο, οι τελευταίοι έβγαιναν 15
από μέσα και όρθιοι, στο διάδρομο που οδηγούσε από την αποθήκη στη μηχανή, έβλεπαν το έργο. Μόνο από την ανεπαίσθητη λάμψη που έβγαζε το παράνομο τσιγάρο καθώς γύριζε από χέρι σε χέρι ή κάποιες πνιχτές φωνές έντασης ή χαράς, μπορούσες να μαντέψεις την ύπαρξη των παραστρατημένων ψυχών. Η τριμελής νυχτερινή βάρδια των καθηγητών, υπεύθυνη για την τήρηση των νόμων του σχολείου, με βάση μια άτυπη συμφωνία Γυμνασιάρχη Αστυνομίας Ιδιοκτητών Κινηματογράφων, έκανε πάντοτε μια περιπολία στις δυο αίθουσες προβολής. Συνήθως την ώρα του διαλείμματος. Όμως ποτέ δεν υπήρξε απαίτηση να ελεγχθεί ο χώρος που στέγαζε τις δυο μηχανές, και έτσι η απαγορευμένη παρακολούθηση συνεχιζόταν απρόσκοπτη. Ο Παύλος έδωσε στον Μιχάλη δυο ολόκληρες δραχμές την πρώτη φορά που πήγε εκεί. Τον έκλεψε το φουκαρά, μιας και ήταν πρωτάρης και δεν ήξερε από παζάρια και διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε παράνομους. Εκεί βρέθηκε παρέα με όλα τα γνωστά μούτρα του σχολείου. Να αισθάνθηκε άραγε άβολα, παράνομος ανάμεσα σε άλλους παράνομους, έτσι αθώος που ήταν και άβγαλτος; Να μετάνιωσε γι αυτό που πήγαινε να κάνει, και να αποφάσισε προς στιγμή να το βάλει στα πόδια, μακριά από άγριες αλητόφατσες που κάπνιζαν και βλαστημούσαν χαμηλόφωνα και που άρχιζαν να τον πειράζουν κιόλας, αυτό το νιάνιαρο, για να ξαναγυρίσει στον γνώριμό του κόσμο της νομιμότητας; Κανείς δεν ξέρει, γιατί σε κανένα δεν μίλησε ποτέ για τα συναισθήματά του. Μόνο τα γεγονότα μας εξιστόρησε, τα ψυχρά και τραυματικά γεγονότα εκείνης της γλυκιάς φθινοπωρινής βραδιάς. Το μόνο σίγουρο είναι το ότι τελικά έμεινε εκεί και, ξεχνώντας με ποιους ήταν και τι έκανε, θάβοντας όσο πιο βαθιά μπορούσε μέσα του την όποια τύψη, απορροφήθηκε στο έργο. Το πρώτο κινηματογραφικό έργο της ζωής του. Επιτέλους το όνειρό του είχε γίνει πραγματικότητα. Έβλεπε κι αυτός αυτό που όλοι οι υπόλοιποι της παρέας 16