ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γʹ ΤΑΞΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ Δʹ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ Βʹ) ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 22 ΜΑΪΟΥ 2015 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΚΕΙΜΕΝΟ Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ Α1. Στο επίπεδο της έκφρασης και του λεξιλογίου διαπιστώνουμε επιρροές από το δημοτικό τραγούδι: Στιχουργική Ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος. π.χ. απόσπ. 4 στίχ. 1 Νόμος των τριών. π.χ. απόσπ. 4 στίχ. 14 16 Ύπαρξη ομοιοκαταληξίας. π.χ. απόσπ. 4 στίχ. 1 2 Νόμος της ισομετρίας. (δηλ. το νόημα ολοκληρώνεται σε ένα στίχο ή δίστιχο) π.χ. απόσπ 4 στίχ. 1 2 Η επικοινωνία του ανθρώπου με τη φύση που προσωποποιείται. π.χ. απόσπ. 4 στίχ. 1 2 Το θέμα του αδυνάτου. π.χ απόσπ. 3 στιχ. 11 12 Η παράσταση του αδιανόητου καθ υπερβολή συχνή στη δημώδη παράδοσή μας. π.χ. απόσπ. 4 στίχ. 7
Β1. Το φως παίζει καθοριστικό ρόλο στην ποίηση του Σολωμού, γιατί ο μεγάλος μας ποιητής θεωρεί πως το φως μέσα στο ποιητικό τοπίο μεταμορφώνει τα πράγματα και μετουσιώνει τα σώματα που φωτίζει. Ταυτόχρονα ο Σολωμός ως ένα βαθιά θρησκευόμενο άτομο θεωρεί ότι το φως είναι η ενέργεια του θεού και η όρασή του. Οι αναφορές που γίνονται σε αυτό είναι οι εξής: απόσπ. 3 στίχ. 10 12 Όμως κοντά στην αγαπημένη του Κρητικού ξεπρόβαλε ένα ολόγιομο διαυγές φεγγάρι. Η κοπέλα γαληνεμένη, όπως η φύση, έσφιξε τον Κρητικό. Είναι η μόνη κίνηση της κόρης προς τον Κρητικό. Η κίνηση αυτή, που από τον ανυποψίαστο Κρητικό ερμηνεύεται ως ένα σημάδι χαράς για το απρόσμενο γαλήνεμα της θάλασσας δεν αποκλείεται να οφείλεται στο τελευταίο επιθανάτιο σκίρτημά της, καθώς η ψυχή της αποχωρίστηκε πια από το κορμί της. Ο πιθανός αυτός θάνατος της κόρης συμπίπτει με την εμφάνιση του φεγγαριού και την ανάδυση, μέσα απ αυτό, μιας μορφής λουσμένης στο φεγγαρόφως, μιας μορφής που ξετυλίχτηκε μέσα απ αυτό κι έμοιαζε να χει ντυθεί στο φως της σελήνης, μια φεγγαροντυμένη, όπως την ονομάζει ο αφηγητής, σαν να είναι οι φεγγαροντυμένες όντα που πολύ εύκολα συναντά κανείς στην καθημερινότητά του. απόσπ. 3 στίχ. 13 Το κρύο ασημένιο φως του φεγγαριού, τρεμοπαίζοντας, έμοιαζε να ριγά και να δημιουργεί ανταύγειες στη θεϊκή ομορφιά της όψης της. Στην παρουσία του φωτός συμβάλλει και η χρήση του οξύμωρου σχήματος και του σχήματος συναισθησίας. απόσπ.4 στίχ 1 2 Το φως των αστεριών λούζει την φεγγαροντυμένη χωρίς να τη σκεπάζει. Η θεία μορφή καθυποτάσσει τη φύση, η οποία ανταποκρίνεται στο κοίταγμά της. Οι στίχοι αυτοί μαζί με τους επόμενους δημιουργούν κλιμάκωση της φωτοχυσίας. απόσπ. 4 στίχ. 7 8 Τότε η νύχτα πλημμύρισε από φως μεσημεριού κι η κτίση έγινε σαν ναός «που ολούθε λαμπυρίζει» (στους στίχους 1-8 παρατηρεί κανείς ανιούσα κλιμάκωση της φωτοχυσίας
με τη συνδρομή πολυσύνδετου, ήτοι, ακτινοβολία αστεριών, φως μεσημερνό, «ναός που ολούθε πλημμυρίζει»). Το υπερφυσικό και υπερβολικό χαρακτηρίζει, όπως είναι αναμενόμενο, όλη την παρουσία της Φεγγαροντυμένης. Το στοιχείο αυτό είναι πολύ συνηθισμένο στα δημοτικά τραγούδια, σε θρύλους, σε παραδόσεις αλλά και στη σύγχρονη νεοελληνική ποίηση. Η έννοια του φωτός συσχετίζεται στη γερμανική ρομαντική φιλοσοφία με την ιδέα μιας σωματικότητας πνευματικής, ενός αιθέριου σώματος. Η φεγγαροντυμένη του Σολωμού είναι ένα αιθέριο σώμα που για την υλοποίησή του συνεργάζονται το φως αλλά και το υγρό στοιχείο, δηλ. συμμετέχουν ο πάνω κόσμος και ο κάτω. Σε όλες πάντως τις εκδοχές υπάρχει ένα κοινό στοιχείο, είναι το στοιχείο της εξισορρόπησης και συμφιλίωσης των τριών βασικών κατηγοριών του πραγματικού που συνθέτουν το όλο ποιητικό τοπίο του Σολωμού: το υλικό-φυσικό, το ανθρώπινο - ηθικό, το θείο - ιδεατό. Συχνά επίσης στο σολωμικό ποιητικό τοπίο, ενώ η διάταξη των στοιχείων οδηγεί προς τη σύνθεση κάποιου τοπίου φυσικού, ξαφνικά παρεμβαίνει το φως που αναιρεί το αποτέλεσμα αίσθημα της φυσικής αρμολόγησης των στοιχείων. Το φως «λύνει» το τοπίο και, ουσιαστικά, το ανασυνθέτει σ ένα τοπίο μη φυσικό. Αυτό συμβαίνει λόγω της φύσης του: το φως στο ποιητικό τοπίο του Σολωμού είναι το θείο φως, φως που ταυτίζεται με το Θεό, την αλήθεια, τη σωτηρία. Β2. α) εισαγωγικό 287 σχόλ. βίβλ. «Μέσα από την αφήγηση έσχατης χρήσης» στίχ. 1 5 χρόνος του ναυαγίου. στίχ. 6 προϊστορία του ήρωα στην Κρήτη στίχ. 7 10 η ζωή του πρόσφυγα μετά το ναυάγιο και το χαμό της κόρης. β) Η φεγγαροντυμένη ρίχνει τα βλέμματά της στον Κρητικό, μόνο σ' αυτόν κι όχι στην αγαπημένη του, ο οποίος έπλεε μέσα στα υδάτινα ρεύματα (ρείθρα) στραμμένος προς τη φεγγαροντυμένη (η λέξη πετροκαλαμίθρα υπέχει θέση αντιδανείου, από τη βενετική pietra calamita και ελληνικά η καλαμίτις: είδος πρωτόγονης πυξίδας από καλάμι, δείκτης από καλάμι, ο οποίος πλέει μέσα σε δοχείο με νερό). Ωστόσο στα Επτάνησα η λέξη απαντάται και ως αλεξικέραυνο, κι αυτή είναι η επικρατέστερη ερμηνεία των στίχων αυτών. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η λέξη αξιοποιείται μεταφορικά στο ποίημα. Ο Κρητικός και το φαινόμενο του μαγνητισμού, της έλξης: μαγνητική πυξίδα, έλξη του κεραυνού. Νεότερη παραλλαγή: «εγώ το σίδερο κι αυτή η πετροκαλαμίθρα». Ίσως όμως αυτή η έλξη ξενίζει τον Κρητικό, γιατί περίμενε ότι η Φεγγαροντυμένη θα κοίταγε την καλή του και όχι τον ίδιο. Εξάλλου, κάτι τον μαγνητίζει
στο βλέμμα της, και την κοιτάζει κι εκείνος συνεχώς, αυτοαποκαλείται μάλιστα «βαριόμοιρος», γιατί είχε διαισθανθεί ότι η συνάντηση αυτή σήμαινε κάτι πολύ βαθύ για τον ίδιο, μια έλξη πνευμάτων και ψυχών, που ίσως θα καθόριζε τη μοίρα του. «Πετροκαλαμίθρα» εδώ δεν είναι ο Κρητικός, αλλά αντίστροφα η φεγγαροντυμένη. Και ο Κρητικός είναι το «σίδερο» που διαμεσολαβεί για να κινήσει την ενέργειά της «πετροκαλαμίθρας» και έτσι να εκτονώσει το κεραυνοβόλημα. Αυτή από εδώ και μπρος η τεχνική του Σολωμού, να μας ταξιδεύει δηλαδή με το όχημα της ποίησης μεταξύ του συγκεκριμένου και του αφηρημένου, του πραγματικού που είναι η «πετροκαλαμίθρα» και της αλληγορικής της σημασίας με τη φεγγαροντυμένη του υπερπραγματικού του επιπέδου και τη δύναμη που αντίστοιχα εκλύεται: ηλεκτρομαγνητική από την «πετροκαλαμίθρα», μαγική από τη φεγγαροντυμένη. Γ1. α) Ο Κρητικός προσπαθεί να θυμηθεί αν και πού είχε ξαναδεί αυτή τη μορφή (πολυσύνδετο). Αναρωτιέται αν την είδε ζωγραφιστή σε ναό (υποδηλώνεται η αγιογραφία), αν ήταν ερωτικό πλάσμα της φαντασίας του, αν ήταν παιδικό όνειρο, αν ήταν ανάμνηση. Παρατηρούμε πώς τα βιώματα που συνδέουν τον ήρωα με τη Φεγγαροντυμένη παραπέμπουν στην κατηγορία της «παιδικότητας» κι επομένως είναι βιώματα κατεξοχήν διονυσιακά, με την έννοια ότι εκφράζουν μια σχέση εξάρτησης του Εγώ από κάποιο ευρύτερο πόλο έλξης. Και το θρησκευτικό βίωμα είναι βίωμα διονυσιακό. Γίνεται αισθητό πως η αιθέρια γυναικεία μορφή - σύμβολο ιδανικής ομορφιάς, ζωής και ηθικής τελείωσης υπήρξε μια αρχέγονη εσωτερική εμπειρία, που έμεινε μνήμη. Η ποίηση του Σολωμού αναβρύζει από μνήμες ψυχής, βιώματα της πρώτης παιδικότητας και είναι κυρίαρχο το μητρικό μορφοείδωλο, που εσωτερικεύει κανείς στην παιδική ηλικία. Η παρεμποδισμένη παρουσία της μητέρας, που τροφοδοτείται από αρχετυπικά στοιχεία και φαντασιώσεις μετουσιώνεται στη λυρική δημιουργία του ποιητή και μετατίθεται στη φύση. Ούτε λίγο ούτε πολύ ο Κρητικός προβάλλει στη φεγγαροντυμένη την επιθυμία του για μια αρχετυπική γυναικεία φιγούρα, ένα anima, αν χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Jung, τη γυναικεία ψυχή στο ασυνείδητο του άντρα: μια μητέρα και συγχρόνως μια αρραβωνιαστικιά, μια Αφροδίτη και συγχρόνως μια Παναγιά. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να πει ότι ο Κρητικός καταφεύγει στη γυναικεία όψη της ψυχής του για να βρει τη δύναμη να ανταπεξέλθει στον θανάσιμο κίνδυνο που αντιμετωπίζει. + σχόλιο 33 του σχολικού βιβλίου σελ. 32
β) Ξαφνικά η οπτασία χάνεται, αλλά ο Κρητικός νιώθει στο υψωμένο χέρι του μια ρανίδα από το δάκρυ της φεγγαροντυμένης. Από εκείνη τη στιγμή αντιλαμβάνεται ότι κάτι αλλάζει, ότι χάνει τη δύναμή του, ότι θα είναι ανήμπορος να πολεμήσει στο μέλλον τον κατακτητή, ότι δεν θα του είναι πια χαρά ο πόλεμος κι ότι αυτό το χέρι, χέρι πολεμιστή, στο μέλλον θα είναι χέρι ενός ζητιάνου στα ξένα μέρη. Μέσα στη δυστυχία του, όμως, θα σκέφτεται πάντα την φεγγαροντυμένη. Ο Κρητικός συνεχίζει την αφήγησή του. Νιώθει ότι από εκείνη τη στιγμή μετά απ' αυτό το δάκρυ της, το χέρι του δεν είναι πια το ίδιο. Δεν έχει τίποτα από εκείνη τη ρώμη που το ενδυνάμωνε μόλις έβλεπε τους Τούρκους. Μοιάζει σαν να αποδυναμώθηκε μετά απ' αυτό το δάκρυ, με τέτοιο τρόπο που δε χαίρεται πια τον πόλεμο. Θυμίζει το αδύναμο χέρι του Σουλιώτη των «ελεύθερων πολιορκημένων» που κάθεται και κλαίει ( γιατί δεν έχει τη δύναμη να σηκώσει το ντουφέκι του). Κι όταν πια τα μάτια βαραίνουν από την κούραση, σκληρά όνειρα φέρνουν ξανά τη Φεγγαροντυμένη ή την κόρη μπροστά του. Ο ήρωας χάνει την αγωνιστικότητα και το ηρωικό του ύφος και αισθάνεται υποτιμητικά, γιατί αυτός ένας ήρωας αναγκάζεται να ζητιανέψει. Δ1. Ομοιότητες Τα κάλλη τα φωτολουσμένα. Ανατριχιάζει η θάλλασα τα αγκαλιά ζουν (αντίδραση φύσης απέναντι στη θεία μορφή). Ήταν νεράιδα (Θεϊκή μορφή). Το βλέπω σαν σε όνειρο (ο ήρωας οραματίζεται την φωτολουσμένη γυναικεία μορφή). Τα μάτια της τα θεϊκά με κοιτάζουν. Διαφορές Τα μάτια της τα θεϊκά με φόβο με κοιτάζουν. Από τα βράχι ανάμεσα πετιέται να κεφάλι. Εγώ κρυμμένος κάπου εκεί στο έρημ ακρογιάλι. Ένα κορμί παρθενικό αφρισμένα.