ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ -Τεύχος 16 (2009), 61-76 ΟΙ ΤΟΠΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ Περίληψη Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να αποτυπώσει την κατάσταση της γυναικείας απασχόλησης και ανεργίας στο Νομό Μεσσηνίας, με βάση τα αποτελέσματα δύο ε ρευνών πεδίου που διενεργήθηκαν στο εν λόγω Νομό στα πλαίσια του Προγράμματος Αρχιμήδης, καθώς και στοιχεία που αντλήθηκαν από την ΕΣΥΕ. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα, οι γυναίκες εργαζόμενες στη Μεσσηνία απασχολούνται κυρίως στον πρωτογενή τομέα και στον τομέα της παροχής υπηρεσιών. Η ανεργία τις πλήττει ιδιαίτερα σε σχέση με τους άνδρες, καθώς αποτελούν το 61,8% του συνόλου των ανέργων του Νομού. Ιδιαίτερο πρόβλημα ανεργίας αντιμετωπίζουν οι απόφοιτες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 26-35 ετών, ενώ το 24% των ανέργων γυναικών στο Νομό βρίσκεται στην κατάσταση αυτ~j για διάστημα μεγαλύτερο των 24 μηνών. Σύμφωνα με την άποψη των ίδιων των ανέργων γυναικών της περιοχής, η συμβολή του ΟΑΕΔ στην εξεύρεση εργασίας είναι περιορισμένη. Η συμμετοχή των ανέργων γυναικών σε σεμινάρια ή προγράμματα επαγγ ελματικής κατάρτισης εμφανίζεται ιδιαίτερα χαμηλή (11 % ). Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν την ανεπάρκεια των παραδοσιακών μέτρων καταπολέμησης της γυναικείας απασχόλησης υποδεικνύοντας την αναζήτηση εναλλακτικών πολιτικών, όπως η ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας. Abstract The aim of the present paper is to inνestigate women's employment and unemployment ίη the Prefecture of Messinia, based οη the results of two field researches conducted ίη the context of Archimedes Program, as well as data drawn from the Greek National Statistical Service. Women working in Messinia are occupied mainly in the primary productiνe sector and ίη the sector of services proνision. The unemployment affects women more than men, giνen that women constitute 61.8% of the unemployed ίη the region. Particular problem of unemployment face the graduates of secondary education, age of 26-35 years. It is remarkable that 24% of the unemployed women in the Prefecture are long term unemployed. According to the opinion of the 65% of unemployed women, the contribution of the Organization for the Occupation of the Work Force in finding them a new job is minimal. Besides, the attendance of unemployed women in seminars or programs of professional training is very low (11%). These findings indicate the ineffectiνeness of the traditional measures for combating women's employment and suggest the search for alternatiνe policies such as the development of social economy. JEL Classification: J08, Jl6. Key words: Local Labor Market, Women's Employment, Messinia. Κωνσταντίνος Μαυρέας Καθηγητής Τμήμα Διοίκησης Μονάδων Υγείας και Πρόνοιας ΤΕΙ Καλαμάτας Χαράλαμπος Οικονόμου Λέκτορας Τμήμα Κοινωνιολογίας Πόντειο Πανεπιστήμιο Δημήτρης Σταυρουλόκης Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήμα Χρηματοοικονομικής και Ελεγκτικής ΤΕΙ Καλαμάτας Konstantinos Maνreas Proιessor ΤΕΙ οι Kalamata Xaralampos lkonomou Lecturer Panteion Uniνerssity Dimitris Staνroulakis Proιessor ΤΕΙ οι Kalamata 61
κ. ΜΑΥΡΕΑΣ, ΧΑΡ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ. ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΗΣ - ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ - Τεύχος 16 (2009), 61-76 1. Εισαγωγή Οι κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα τα τελευταία χρόνια είχαν ως αποτέλεσμα την ανάδειξη της διάστασης του τοπικού σε σημαντική συνιστώσα των πολιτικών απασχόλησης και καταπολέμησης της ανεργίας. Η μετάβαση προς περισσότερο ευέλικτα συστήματα παραγωγής, η αυξημένη κινητικότητα του κ ε φαλαίου, το αίτημα για μεγαλύτερη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών στις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων και η αδυναμία των παραδοσιακών πολιτικών να αντιμετωπίσουν τα διευρυνόμενα προβλήματα ανεργίας, είχαν ως συνέπεια το ενδιαφέρον να επικεντρωθεί στις τοπικές αγορές εργασίας και στο ρόλο της τοπικής κοινότητας στην προώθηση ενεργητικών μέτρων απασχόλησης. Σημαντική παράμετρο σε αυτή τη μεταβολή αποτέλεσε η έμφαση στη διάσταση του φύλου, δεδομένων των σημαντικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην προσπάθεια εισόδου στην αγορά εργασίας (Τράντας, 2004 και Ευστράτογλου, 2006). Στο πλαίσιο του παραπάνω προβληματισμού, σκοπός της παρούσας εργα σίας είναι να διερευνήσει την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σε έναν συγκεκριμένο νομό της χώρας, το Ν. Μεσσηνίας. Στηρίζεται σε δεδομένα που προέρχονται από την απογραφή πληθυσμού του 2001, τις δημοσιευμένες Έρευνες Εργατικού Δυναμικού της ΕΣΥΕ και τα αποτελέσματα δύο ερευνών πεδίου που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος Αρχιμήδης C 1 J. Η πρώτη έρευνα πεδίου αποσκοπούσε στη μέτρηση της γυναικείας ανεργίας στο νομό Μεσσηνίας. Μέσα από αυτήν επιδιώχθηκε η αποτύπωση των κοινωνικών χαρακτηριστικών των ανέργων γυναικών, του μορφωτικού επιπέδου τους, των δεξιοτήτων και ικανοτήτων που διαθέτουν προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες της αγοράς εργασίας, της εξοικείωσής τους με τις νέες τεχνολογίες, του τρόπου αναζήτησης εργασίας και του χρόνου παραμονής στην ανεργία. Διερευνήθηκε επίσης ο βαθμός πρόσβασης στην επιδότηση της ανεργίας και η συμμετοχή των ανέργων γυναικών σε προγράμματα κατάρτισης του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ). Η έρευνα διεξήχθη με δομημένο ερωτηματολόγιο που αποτελείτο από σειρά «κλειστών» και «ανοικτών» ερωτήσεων. Πρόκειται για ποσοτική έρευνα με ατομικές συνεντεύξεις, πρόσωπο με πρόσωπο (face to face) σε χώρο συνάθροισης ανέργων γυναικών, όπως οι εγκαταστάσεις του ΟΑΕΔ Μεσσηνίας. Το μέγεθος του δείγματος ανήλθε σε 507 άτομα, αριθμός που αντιστοιχεί στο 25% περίπου του συνόλου των εγγεγραμμένων στον ΟΑΕΔ ανέργων γυναικών. Η έρευνα πεδίου διεξήχθη κατά τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2005. Η δεύτερη έρευνα πεδίου διενεργήθηκε σε επιλεγμένες επιχειρήσεις του νομού Μεσσηνίας και είχε ως κύριο στόχο να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας ικανοποιητικής εικόνας σχετικά με τη γενικότερη επιχειρηματική δραστηριο- 62 (1) Η μελέτη αποτελ ε ί μέρο ς ευρύτερης έρευνας με θ έ μα: «Διερεύνηση της γυναικεία ς απασχόλησης στον Ν. Μ ε σσηνίας και σχεδιασμός μοντέλου ένταξης - επανένταξης των γυναικών στην αγορά εργασίας», η οποία διεξάγεται από το ΤΕΙ Καλαμάτας στα πλαίσια του ερευνητικού προγράμματος ΑΡΧΙΜ ΗΔΗΣ που χρηματοδοτείται από το ΕΠΕΑΕΚ.
Κ. MAVREAS, XAR. ΙΚΟΝΟΜΟU, D. STAVROULAKIS - REVIEW OF ECONOMIC SCIENCES - Νο 16 (2009), 61-76 ποίηση στο νομό και στην καταγραφή των αναγκών των επιχειρήσεων σε εξειδικευμένο προσωπικό. Για το σκοπό αυτό επελέγησαν σαράντα επτά (47) επιχειρήσεις. Στην επιλογή του δείγματος καταβλήθηκε προσπάθεια για την όσο το δυνατό μεγαλύτερη αντιπροσωπευτικότητά του, με αποτέλεσμα, μεταξύ των επιχειρήσεων που επελέγησαν, να υπάρχουν μικρές ατομικές επιχειρήσεις, ομόρρυθμες εταιρείες, εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, αλλά και μεγάλες ανώνυμες εταιρείες. Το ερωτηματολόγιο της συνέντευξης περιελάμβανε ορισμένες «Κλειστές» και αρκετές «ανοικτές» ερωτήσεις. Ως προς τον τύπο της έρευνας, πρόκειται για ποσοτική έρευνα με ατομικές συνεντεύξεις, πρόσωπο με πρόσωπο (face to face), οι οποίες έλαβαν χώρα στην έδρα των επιχειρήσεων. Η συγκεκριμένη έρευνα πεδίου διεξήχθη κατά τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο 2006. 2. Οι ιδιαιτερότητες της αγοράς εργασίας σχετικά με τη διάσταση του φύλου στην Ελλάδα Παρότι τα τελευταία χρόνια τα τυπικά προσόντα των γυναικών βελτιώνονται και η συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό αυξάνεται, οι ανισότητες σε βάρος τους, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, παραμένουν σε ισχύ. Στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης διατηρείται σήμερα ο διαχωρισμός κατά φύλο στην αγορά εργασίας< 2 J. Οι γυναίκες εργαζόμενες φαίνεται να υποεκπροσωπούνται στις υψηλές βαθμίδες της επαγγελματικής ιεραρχίας, ιδιαίτερα στα επιστημονικά και ερευνητικά επαγγέλματα, ενώ η απασχόλησή τους παρουσιάζει μια γενικότερη αύξηση σε διοικητικές θέσεις και στον τομέα των υπηρεσιών, όπου η απασχόλησή τους συγκεντρώνεται κυρίως σε θέσεις ανειδίκευτης εργασίας και γενικά, θέσεις ευρισκόμενες στη χαμηλή βαθμίδα της επαγγελματικής ιεραρχίας. Το γεγονός αυτό μπορεί έως ένα βαθμό να αποδοθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις της αγο ράς εργασίας και στα αντίστοιχα απαιτούμενα προσόντα. Από την πλευρά της εξοικείωσης με τις νέες τεχνολογίες, κατά το δεύτερο τετράμηνο του 2006 στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 25 χωρών-μελών μόλις το 15% των γυναικών ηλικίας 16-74 ετών εμφανίζουν υψηλό βαθμό εξοικείωσης (έναντι 29% των ανδρών), ενώ το 44% των γυναικών ηλικίας 16-74 ετών δεν έχει καθόλου εξοικείωση με τις νέες τεχνολογίες (έναντι του 38% των ανδρών) (Eurostat, 2007, (2) Αντίθετα, στο χώρο της εκπαίδευσης οι διακρίσεις έχουν μειωθ εί αρκετά. Το δεύτερο τετράμηνο του 2006 στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 χωρών-μελών στα άτομα ηλικίας 25-59 ε τών που είχαν αποφοιτήσει από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, τα ποσοστά των αποφοίτων γυναικών ήταν παρόμοια με εκείνα των ανδρών (24% και 23 % αντίστοιχα) με τη Φίλανδία ( 42% ), την Εσθονία (39%) και τη Δανία (39%) να εμφανίζουν τα υψηλότερα, και τη Ρουμανία (12% ), την Τσεχία (13 %) και τη Μάλτα (13%) να εμφανίζουν τα χαμηλότ ε ρα ποσοστά. Σε όλες περίπου τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι γυναίκ ες προτιμούν τις λεγόμενες κλασσικές σπουδές και εμφανίζουν μειωμένες προτιμήσεις για τις επιστήμες, τα μαθηματικά κα ι την πληροφορική. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 για το 2004 τα ποσοστά των γυναικών που σπούδαζαν στις αντίστοιχες επιστήμες ήταν 66% και 38% (Eurostat, 2007, σ. 2). 63
Κ. ΜΑΥ ΡΕΑΣ, ΧΑΡ. ΟΙ Κ ΟΝΟΜΟ Υ, Δ. ΣΤΑΥΡΟ ΥΛ Α ΚΗΣ - Ε ΠΙΘΕΩ ΡΗΣΗ Ο Ι ΚΟΝ Ο ΜΙΚΩΝ ΕΠ ΙΣΤΗΜΩΝ - Τεύχος 16 (2009), 61-76 σ. 2). Στο χώρο των επιστημών η ποσοτική υπεροχή των γυναιιιών καταδεικνύεται κυρίως στις επιστήμες της υγείας, τις φιλοσοφικές και κοινωνικές επιστήμες και τις τέχνες, ενώ οι αντίστοιχοι χώροι υπεροχής των ανδρών είναι τα μαθηματικά, η πληροφορική και η τεχνολογία ( 3 ). Οι παραπάνω διαπιστώσεις φαίνεται να βρίσκουν πεδίο εφαρμογής και στην Ελλάδα, όπου η συμμετοχή των γυναικών είναι περιορισμένη σε επαγγελματικές θέσεις υψηλού κοινωνικού κύρους και μεγάλης ευθύνης, όπως τα ανώτερα στελέχη δημοσίων και ιδιωτικών επιχειρήσεων και οργανισμών ή οι κατέχοντες διευθυντικές θέσεις σε επιχειρήσεις. Επίσης, περιορισμένη φαίνε ται να είναι η συμμετοχή των γυναικών στις επιστήμες και την έρευνα, ιδιαίτερα δε στις υψηλές βαθμίδες των ενταγμένων ερευνητών. Αντίθετα, διαπιστώνεται υπερεκπροσώπηση των γυναικών σε επαγγελματικές κατηγορίες, όπως οι πλανόδιοι πωλητές, οι οικιακοί βοηθοί, οι απασχολούμενοι στην υφαντουργία και τις βιοτεχνίες ένδυσης, οι ε κπαιδευτικοί και οι τεχνολόγοι και τεχνικοί βοηθοί των επιστημών βιολογίας και υγείας. Ανισότητες διαπιστώνονται επίσης και σε θέματα εργατικών αμοιβών, αφού σε τομείς, όπως οι τράπεζες, οι ασφάλειες, το χονδρικό εμπόριο, η βιομηχανία, η βιοτεχνία, ο ηλεκτρισμός και η ύδρευση, οι γυναίκες αμείβονται στην Ελλάδα κατά μέσο όρο χαμηλότερα από ότι οι άνδρες (Κετσετζοπούλου και Συμεωνίδου, 2002, σ. 139-141). Είναι γνωστό ότι, από τη δεκαετία του 1990 και μετά διαπιστώνονται στη χώρα μας γενικότερες τάσεις μείωσης της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας και ανάλογη ή και μεγαλύτερη αύξηση στον τριτογενή τομέα. Όπως προκύπτει από τις Έρευνες Εργατικού Δυναμικού, κατά τη δεκαετία του 1990 μειώθηκαν οι θέσεις εργασίας στη γεωργία και το δευτερογενή τομέα της παραγωγής, αυξήθηκαν όμως σημαντικά οι θέσεις εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών, με αποτέλεσμα οι νέες θέσεις εργασίας να υπολογίζονται σε 220.000 εκ των οποίων το 78% αντιστοιχούσε σε νέες θέσεις απασχόλησης των γυναικών. Οι σημαντικές μεταβολές που συντελέσθηκαν, συνοψίζονται στη ση μαντική αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό και την απασχόληση, στη μείωση του μη ενεργού πληθυσμού των γυναικών ηλικίας 15-64 ετών, αλλά και στη σημαντική αύξηση της ανεργίας των γυναικών (Ζερβού, 1998). Η απόλυτη αύξηση της απασχόλησης των γυναικών το διάστημα αυτό υπερβαίνει το 13%, ενώ εκείνη των ανδρών ευρίσκεται στο 1,9%. Στις αρχές της επόμ ενης δεκαετίας (2000) το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό ήταν 49,7%, ενώ δύο χρόνια αργότερα (2002) είχε ανέλθει στο 50,2%. Τα ποσοστά αυτά είναι χαμηλά, αφού υποδηλώνουν ότι εργάζονταν μόνο οι μισές από τις γυναίκες τις ευρισκόμενες σε παραγωγική ηλικία. Όμως, εάν ληφθεί υπόψη ότι το αντίστοιχο ποσοστό ήταν το 1992 στα επίπεδα του 42,3%, η διαφορά είναι σημαντική (Χλέτσος, 2003, σ. 7-8). Μόνο κατά τη διετία 2000-2002 ο αριθμός των απασχολούμενων γυναικών αυ - 64 (3) Κατ ' επέκταση, όταν οι γυναίκε ς δραστηριοποιούντα ι ω ς ε πιχε ιρηματί ε ς, προσανατολίζονται στους χώρους εκείνους, όπου και ω ς απασχολούμενες υπερέ χουν ποσοτικά, δηλαδή σε επιχ ε ιρήσει ς που ανήκουν στους κλάδους των προσωπικών υπηρεσιών ή του λιαν ικού εμπορίου (Στρατηγάκη, 2005, σ. 21-22).
Κ. MAVREAS, XAR. IKONOMOU, Ο. STAVROULAKIS REVIEW OF ECONOMIC SCIENCES Νο 16 (2009), 61-76 ξήθηκε κατά 1,2%, κυρίως εξαιτίας της αύξησης της απασχόλησης στις ηλικιακές κατηγορίες 30-44 και 45-64 ετών (Χλέτσος, 2003, σ. 12). Σε ό,τι αφορά τη θέση στην επιχείρηση, η αναλογία των γυναικών είναι μεγαλύτερη στη μισθωτή απασχόληση και τα συμβοηθούντα μέλη και μικρότερη στις κατηγορίες των εργοδοτών και των αυτοαπασχολούμενων (ΠΑΕΠ, 2005, σ. 40). Παρότι η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας αυξήθηκε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, εξακολουθεί να υπολείπεται των άλλων ευρωπαϊκών χωρών( 4 ). Η γυναικεία απασχόληση είναι χαμηλότερη του μέσου ευρωπαϊκού όρου και στις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, ενώ είναι αρκετά υψηλή σε όλες σχεδόν τις Σκανδιναβικές χώρες. Τα χαμηλά ποσοστά της γυναικείας απασχόλησης στην Ελλάδα αποδίδονται, όπως προαναφέρθηκε, στην περιορισμένη συμμετοχή του γυναικείου πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό και στα υψηλά ποσοστά της ανεργίας των γυναικών, η οποία είναι υπερδιπλάσια εκείνης των ανδρών< 5 ). Η γυναικεία απασχόληση επηρεάζεται από δύο ακόμη ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς εργασίας: η πρώτη αφορά τα υψηλά ποσοστά αυτοαπασχόλησης στους τομείς της βιομηχανίας και των υπηρεσιών. Τα ποσοστά αυτά είναι τα υψηλότερα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η δεύτερη ιδιαιτερότητα αφορά τη μερική απασχόληση, της οποίας τα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 ανέρχονταν κατά το δεύτερο τετράμηνο του 2006 σε 14,9% για τις γυναίκες και σε 13,8% για τους άνδρες. Στην Ελλάδα η μερική απασχόληση εμφανίζει χαμηλότερα ποσοστά, τα οποία κατά το ίδιο διάστημα ευρίσκονταν στα επίπεδα του 9,1 % για τους άνδρες και του 13,3% για τις γυναίκες. Βέβαια, όπως συμβαίνει και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, η μερική απασχόληση είναι πιο συχνή σε ορισμένους κλάδοuς του τριτογενούς τομέα, όπως το λιανικό εμπόριο, ο τουρισμός και άλλες υπηρεσίες (Eurostat, 2007, σ. 4 και Γιδαράκου κ.ά., 2005, σ. 69-71). 3. Η παραγωγική διάρθρωση στο νομό Μεσσηνίας Σύμφωνα με σχετικά πρόσφατη έρευνα του Παρατηρητηρίου Απασχόλησης (2003), στο νομό Μεσσηνίας δραστηριοποιούνται 9.762 ιδιωτικές επιχειρήσεις. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία (87,58%) οι επιχειρήσεις έχουν ετήσιο τζίρο λιγότερο από 0,15 εκατομμύρια ευρώ, ενώ ως προς τη διάρθρωσή τους με βάση τον αριθμό των απασχολουμένων, στο 44,2% εξ αυτών απασχολείται ένα μόνο άτομο. Το τελευταίο αυτό γεγονός μας οδηγεί στη διαπίστωση, ότι υπάρχουν στο Νομό υψηλά ποσοστά αυτοαπασχόλησης. Οι περισσότερες επιχειρήσεις του νομού Μεσσηνίας δραστηριοποιούνται στους κλάδους του εμπορίου (34,8% ), των ξενοδοχείων-εστιατορίων (18,8%) και των μεταποιητι- (4) Το ποσοστό της γυναικείας απασχόλησης στην Ελλάδα είναι κατά δέκα περίπου μονάδες χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 ( 47,5% έναντι 57,1 % του μ.ό. στην ΕΕ) (Eurostat, 2007, σ. 4). (5) Το τρίτο τετράμηνο του 2006 με υπολογισμένη και την εποχιακή απασχόληση, η ανεργία των ανδρών στην Ελλάδα ήταν στα επίπεδα του 5,4% και των γυναικών στο 13,3% (Eurostat, 2007, σ. 4). 65
κ. ΜΑΥΡΕΑΣ, ΧΑΡ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ. ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΗΣ - ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ - Τεύχος 16 (2009), 61-76 κών βιομηχανιών (17,1 % ). Ακολουθούν οι κατασκευές (9,6% ), η διαχείριση ακίνητης περιουσίας (7,2% ), οι λοιπές δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών υπέρ του κοινωνικού συνόλου ( 4,4% ), οι μεταφορές (3,9%) και η γεωργία (3,1 % ) (Χάραρη και Καμινιώτη, 2005, σ. 1-2). Στους κλάδους του εμπορίου, των ξενοδοχείων-εστιατορίων και των μεταποιητικών βιομηχανιών απασχολείται το 67% περίπου του συνόλου των εργαζομένων στις ιδιωτικές επιχειρήσεις (Χάραρη και Καμινιώτη, 2005, σ. 2-3). Σύμφωνα με την έρευνα πεδίου που στηρίχθηκε στη συνέντευξη με τους εκπροσώπους των επιχειρήσεων, οι περισσότερες επιχειρήσεις του νομού Μεσσηνίας τηρούν βιβλία Β' (το 51,1 % ) ή Γ' κατηγορίας (το 48,9% ). Οι μισές περίπου από τις επιχειρήσεις ( 48,9%) είναι ατομικές επιχειρήσεις, ενώ σημαντικό ποσοστό καταλαμβάνουν και οι ανώνυμες εταιρείες. Οι δύο αυτές κατηγορίες ξεπερνούν αθροιότικά το 80% του συνόλου (βλ. Πίνακα 1). Πίνακας 1. Η μορφή της επιχείρησης Αριθμός Έγκυρο Ποσοστό Ατομική Επιχείρηση 23 48,9 Ο.Ε. 4 8,5 Ε.Ε. 1 2,1 Μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε. 4 8,5 ΑΕ. 15 31,9 Σύνολο 47 100,0 Το 85,1 % των επιχειρήσεων δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά στα όρια της Μεσσηνίας. Είναι αρκετά περιορισμένα τα ποσοστά των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην περιφέρεια Π ελοποννήσου (17%), στην υπόλοιπη Ελλάδα (14,9%), σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (10,6%) ή εκτός των ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (12,8%)( 6 ). Φαίνεται δηλαδή ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι επιχειρήσεις του νομού Μεσσηνίας είναι μικρ ές επι χειρήσεις, οι οποίες κινούνται στα στενά όρια της τοπικής αγοράς. Επίσης, οι μισές περίπου από τις επ ιχειρήσ εις του δείγματος είναι σχετικά νέες, ιδρύθηκαν δηλαδή κατά τη δεκαετία του 1990 ή του 2000, ενώ οι υπόλοιπες έχουν ιδρυθεί στην πλειοψηφία τους κατά τη δεκαετία του 1980 ή και προγενέστερα. Σχετικά με το προσωπικό που απασχολείται στις επιχε ιρήσεις αυτές, φαίνεται να επιβεβαιώνονται οι γενικότερες διαπιστώσεις, οι οποίες προκύπτουν και από άλλες έρευνες στη χώρα μας, σύμφωνα με τις οποίες τα επίπεδα απα σχόλησης είναι χαμηλά στις νεαρές ηλικ ίες έως 25 ετών και στις μεγάλες άνω 66 (6) Στην ερώτηση αυτ1j υπήρχε για τους ερωτώμενους μια μόνο δυνατότητα επιλογ1jς απάντησης.
Κ. MAVREAS, XAR. IKONOMOU, Ο. STAVROULAKIS REVIEW OF ECONOMIC SCIENCES Νο 16 (2009), 61-76 των 55 ετών. Από την έρευνα πεδίου επιβεβαιώνονται οι διαπιστώσεις για τις νεαρές ηλικίες (άνδρες και γυναίκες), καθώς και για τις γυναίκες άνω των 55 ετών. Όμως, η κατηγορία των ανδρών πλήρους απασχόλησης άνω των 55 ετών φαίνεται να ακολουθεί στο νομό Μεσσηνίας την απασχόληση που παρατηρείται και στις υπόλοιπες ηλικιακές κατηγορίες των ανδρών. Πολύ χαμηλές είναι όμως οι γενικότερες τιμές της μερικής απασχόλησης. Κατά την ίδρυση των επιχειρήσεων οι τιμές του προσωπικού μερικής απασχόλησης είναι μηδέν (Ο), δεν υπάρχει επιχείρηση δηλαδή, η οποία κατά την έναρξη της επιχειρηματικής της δραστηριότητας να απασχολούσε ένα έστω άτομο με καθεστώς μερικής απασχόλησης. Επίσης, το σύνολο του προσωπικού μερικής απασχόλησης κατά το διάστημα 2003-2005 δεν υπερβαίνει για το σύνολο των επιχειρήσεων τα πέντε έως έξι (5-6) άτομα (με κατώτερη τιμή βέβαια το μηδέν). 4. Οι ιδιαιτερότητες της απασχόλησης στο νομό Μεσσηνίας ως προς τη διάσταση του φύλου Σύμφωνα με την απογραφή του πληθυσμού της 18ης Μαρτίου 2001, στο νομό Μεσσηνίας απασχολούνταν συνολικά 59.663 άτομα εκ των οποίων το μεγαλύτερο μέρος (20.593 άτομα) απασχολούνταν στη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη δασοκομία. Οι κλάδοι, οι οποίοι στη συνέχεια απορροφούσαν το μεγα λύτερο μέρος του ενεργού πληθυσμού, είναι το χονδρικό και λιανικό εμπόριο και η επισκευή οχημάτων και ειδών προσωπικής και οικιακής χρήσης (6.724 άτομα), οι κατασκευές (4.971 άτομα), η δημόσια διοίκηση και η υποχρεωτική ασφάλιση (4.302 άτομα), οι μεταποιητικές βιομηχανίες (3.674 άτομα), η εκπαίδευση (3.250 άτομα), οι μεταφορές, η αποθήκευση και οι επικοινωνίες (2.855 άτομα) και τα ξενοδοχεία και εστιατόρια (2.755 άτομα). Με βάση την κατανομή της απασχόλησης κατά φύλο οι άνδρες είναι συνολικά 38.681 άτομα και απασχολούνται στη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη δασοκομία (12.750 άτομα), στις κατασκευές (4.882 άτομα), στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο και η επισκευή οχημάτων και ειδών προσωπικής και οικιακής χρήσης ( 4.229 άτομα), στη δημόσια διοίκηση και την υποχρεωτική ασφάλιση (3.063 άτομα), στις μεταποιητικές βιομηχανίες (2.789 άτομα) και στις μεταφορές, την αποθήκευση και τις επικοινωνίες (2.688 άτομα). Οι γυναίκες εργαζόμενες είναι περίπου το μισό των ανδρών (20.982 άτομα) και κατά κύριο λόγο απασχολούνται στη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη δασοκομία (7.843 άτομα), στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο και η επισκευή οχημάτων και ειδών προσωπικής και οικιακής χρήσης (2.495 άτομα), στην εκπαίδευση (1.965 άτομα), στην υγεία και την κοινωνική μέριμνα (1.320 άτομα), στη δημόσια διοίκηση και την υποχρεωτική ασφάλιση (1.239 άτομα), στα ξενοδοχεία και εστιατόρια (1.159 άτομα) και στη διαχείριση ακίνητης περιουσίας και τις εκμισθώσεις (1.114 άτομα). Όπως φαίνεται, μεγάλο μέρος των εργαζομένων γυναικών στη Μεσσηνία απασχολείται σε κλάδους σχετικούς με την παροχή υπηρεσιών, ενώ είναι σχετικά χαμηλός ο αριθμός των απασχολούμενων στις μεταποιητικές βιομηχανίες (885 άτομα). Με βάση την κατανομή της απασχόλησης σύμφωνα με την ηλικία, όλες οι ηλικιακές κατηγορίες φαίνονται να απασχολούνται σχε- 67
κ. ΜΑΥΡΕΑΣ, ΧΑΡ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ. ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΗΣ. ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ. Τεύχος 16 (2009), 61-76 δόν ομοιόμορφα από την κατηγορία των 20-24 ετών έως εκείνη των 50-59 ετών (ΕΣΥΕ, 2001). Για τις γυναίκες άνω των 60 ετών το ποσοστό απασχόλησης μειώνεται σημαντικά, κάτι που μπορεί να θεωρηθεί φυσιολογικό. Με βάση πάντα την απογραφή του πληθυσμού του 2001, η πλειοψηφία των απασχολούμενων στο νομό Μεσσηνίας είναι ειδικευμένοι γεωργοί, κτηνοτρόφοι, δασοκόμοι και αλιείς, ειδικευμένοι τεχνίτες και ασκούντες συναφή τεχνικά επαγγέλματα, απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές σε καταστήματα και υπαίθριες αγορές, ανειδίκευτοι εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες και πρόσωπα που ασκούν επιστημονικά, καλλιτεχνικά και συναφή επαγγέλματα. Οι γυναίκες εργαζόμενες απασχολούνται στην πλειοψηφία τους ως ειδικευμένες στη γεωργία, την κτηνοτροφία, τη δασοκομία και την αλιεία (7.191 άτομα), ως απασχολούμενες στην παροχή υπηρεσιών και πωλήτριες σε καταστήματα και υπαίθριες αγορές (2.831 άτομα), ως πρόσωπα που ασκούν επιστημονικά, καλλιτεχνικά και συναφή επαγγέλματα (2.586 άτομα), ως ανειδίκευτες εργάτριες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες (2.187 άτομα) και ως υπάλληλοι γραφείου (2.068 άτομα) (ΕΣΥΕ, 2001). Από την έρευνα η οποία στηρίχθηκε στο ερωτηματολόγιο που απευθύνθη κε στις άνεργες γυναίκες της Μεσσηνίας προέκυψε ότι στο παρελθόν, ως εργαζόμενες απασχολούνταν στην πλειοψηφία τους ( 46,5%) χωρίς σύμβαση και χωρίς κάλυψη από ασφαλιστικούς φορείς. Το σχετικό ποσοστό είναι ιδιαίτερα υψηλό, καθώς πρόκειται για τη μια στις δύο περίπου γυναίκες. Ακολούθως, ιδιαίτερα υψηλό είναι και το ποσοστό των συμβασιούχων, εκείνων δηλαδή που εργάζονταν με σύμβαση ορισμένου 11 αορίστου χρόνου (37% περίπου). Οι δύο αυτές κατηγορίες συγκεντρώνουν την πλειοψηφία των απαντήσεων. Τα δεδομένα αυτά όμως δεν μπορούν να αξιολογηθούν σε βάθος, αφού ένα μεγάλο ποσοστό που αγγίζει το 40%, αρνήθηκε να απαντήσει στην παραπάνω ερώτηση (βλ. Πίνακα 2). Πίνακας 2: Η σχέση εργασίας με προηγούμενους εργοδότες 68 Ποσοστό% Αθρ. Συχν. % Μόνιμος υπάλληλος 1,7 1,7 Σύμβαση αορίστου χρόνου 16,8 18,5 Σύμβαση ορισμένου χρόνου 19,8 38,3 Εκπαιδευόμενη - επιμορφούμενη - μαθητευόμενη 5,6 43,9 Με σύμβαση μέσω Προγραμμάτων ΟΑΕΔ 4,0 47,9 Χωρίς σύμβαση και ασφάλιση 46,5 94,4 Πληρωνόμουν με ΑΕΔ που εξέδιδε ο εργοδότης 2,3 96,7 Δεν επιθυμώ να απαντήσω 0,7 97,4 Άλλο (προσδιορίστε) 2,6 100,0 ΣΥΝΟΛΟ 100,0
Κ. MAVREAS, XAR. IKONOMOU, D. STAVROULAKIS - REVIEW OF ECONOMIC SCIENCES - Νο 16 (2009), 61-76 Οι παραπάνω απαντήσεις δεν διαφοροποιούνται σημαντικά στην παρεμφερή ερώτηση που αναφέρεται στη σχέση εργασίας με τον τελευταίο εργοδότη. Η πλειοψηφία των ερωτηθέντων φαίνεται να εργαζόταν με σύμβαση αορίστου χρόνου (32,6% ). Εάν στην κατηγορία αυτή προστεθούν και οι εργαζόμενες με σύμβαση ορισμένου χρόνου, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι περισσότερες από τις μισές γυναίκες, πριν βρεθούν στην ανεργία, εργάζονταν με τέτοιες συμβάσεις. Υψηλό είναι επίσης, το ποσοστό των γυναικών που εργάζονταν χωρίς σύμβαση και ασφάλιση (31,1 % ), παρότι είναι αισθητά μειωμένο συγκριτικά με την αντίστοιχη απάντηση της προηγούμενης ερώτησης. Χαμηλές είναι όλες οι υπόλοιπες μορφές σχέσεων παροχής εργασίας, όπως ο μόνιμος υπάλληλος, οι συμβάσεις έργου, οι συμβάσεις μέσω προγραμμάτων του ΟΑΕΔ (τύπου «Stages») ή η πληρωμή με δελτίο που εξέδιδε ο εργοδότης (βλ. Πίνακα 3). Πίνακας 3: Η σχέση εργασίας με τον τελευταίο εργοδότη Ποσοστό% Αθρ. Συχν. % Μόνιμος υπάλληλος 1,8 1,8 Σύμβαση αορίστου χρόνου 32,6 34,5 Σύμβαση ορισμένου χρόνου 22,4 56,8 Σύμβαση έργου 0,5 57,3 Εκπαιδευόμενη - επιμορφούμενη - μαθητευόμενη 2,1 59,4 Με σύμβαση μέσω Προγραμμάτων ΟΑΕΔ 3,7 63,0 Χωρίς σύμβαση και ασφάλιση 31,1 94,1 Πληρωνόμουν με ΑΕΔ που εξέδιδε ο εργοδότης 3,4 97,5 Δεν επιθυμώ να απαντήσω 0,7 98,2 λλλο (προσδιορίστε) 1,8 100,0 ΣΥΝΟΛΟ 100,0 5. Η εικόνα της ανεργίας στο νομό Μεσσηνίας Κατά τη δεκαετία του 1990 το ποσοστό της ανεργίας των γυναικών στην Ελλάδα αυξ1iθηκε κατά 2,7% φθάνοντας το 17,9%, ενώ κατά το ίδιο διάστημα η ανεργία των ανδρών βρισκόταν στα επίπεδα του 7,6%. Το ένα τρίτο (1/3) των άνεργων γυναικών ανήκε στην ηλικιακή κατηγορία των 30-44 ετών (Χλέτσος, 2003, σ. 17). Το 2005 το 64,3% των ανέργων ήταν γυναίκες. Οι γυναίκες αντιπροσώπευαν ακόμη το 70,4% των μακροχρόνια ανέργων και το 73,5% των νεοεισερχόμενων ανέργων, ενώ η αναλογία τους στους ανέργους που έχουν 110). Τα τελευταία εργασθεί στο παρελθόν πλησίαζε το 60% (ΕΣΥΕ, 2006, σ. χρόνια η ανεργία των γυναικών ακολουθεί πτωτικές τάσεις ευρισκόμενη τον 69
κ. ΜΑΥΡΕΑΣ, ΧΑΡ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ. ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΗΣ - ΕΠΙθΕΩΡΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ - Τ εύχος 16 (2009), 61-76 Ιανουάριο του 2007 στα επίπεδα του 13,6% (ΕΣΥΕ, 2007). Ωστόσο, παραμένει και σήμερα μεγαλύτερη εκείνης των ανδρών. Τον Απρίλιο του 2005 είχαν καταγραφεί στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ του νομού Μεσσηνίας 6.776 άνεργοι εκ των οποίων το 37% ήταν άνδρες και το 63% γυναίκες. Στο Νομό αυτό συγκεντρώνεται το 1,3% των εγγεγραμμ ένων ανέργων της χώρας. Φαίνεται δηλαδή ότι ο νομός δεν πλήττεται δραστικά από την ανεργία και, συγκριτικά με άλλους νομούς, ευρίσκεται σε καλύτερη θέση. Συγκεκριμένα, ενώ με βάση το μέγεθος του πληθυσμού ο νομός Μεσσηνίας κατατάσσεται στην δέκατη τρίτη θέση, με βάση το μέγεθος της εγγεγραμμένης αν ε ργίας κατατάσσεται στην εικοστή πρώτη θέση (ΠΑΕΠ, 2005β, σ. 149). Το Μάιο του 2007, σύμφωνα με την καταγεγραμμένη ανεργία από τον ΟΑ ΕΔ, στην οποία συμπεριλαμβάνονται και οι εποχιακά απασχολούμενοι, οι άνεργοι ανέρχονταν σε εθνικό επίπεδο σε 394.988 άτομα, εκ των οποίων οι 138.682 (35,1 % ) ήταν άνδρες και οι 256.306 (64,9%) γυναίκες. Στο νομό Μεσσηνίας οι άνεργοι ανέρχονται συνολικά σε 5.453 άτομα εκ των οποίων οι 2.085 (38,24%) είναι άνδρες και οι 3.368 ( 61, 76%) είναι γυναίκ ε ς. Ως προς το μορφωτικό τους επίπεδο η πλειοψηφία των ανέργων γυναικών ε ίναι απόφοιτες Λυκείου (1.847 άτομα) και ακολουθούν οι απόφοιτες τριτάξιου Γυμνασίου (554 άτομα), οι απόφοιτες Δημοτικού σχολείου (447 άτομα), οι απόφοιτ ε ς πανεπιστημίων (202 άτομα) και οι απόφοιτες ΤΕΙ (183) άτομα. Το επίπεδο εκ-. παίδευσης φαίνεται να είναι χαμηλό για την ένταξη στην αγορά ε ργασίας. Επίσης, από τις άνεργες αυτές γυναίκες το μεγαλύτερο μέρος (1.254 άτομα) ανήκει στην ηλικιακή κατηγορία των 26-35 ετών, ενώ ένα μεγάλο συγκριτικά μέρος (805 άτομα) ευρίσκεται στην ανεργία για διάστημα μεγαλύτερο των 24 μηνών, εντάσσεται δηλαδή στην κατηγορία των μακροχρόνια ανέργων. Όπως προκύπτει από την έρευνα που στηρίχθηκε στο ερωτηματολόγιο που απευθύνθηκε στις άνεργες γυναίκες της Μεσσηνίας, η ανεργία πλήττει σε μεγαλύτερο βαθμό τις απόφοιτες Λυκείου(ΊJ. Σημαντική είναι και η κατηγορία των άνεργων πτυχιούχων τριτοβάθμιων ιδρυμάτων, η οποία ξεπερνάει το 20%, ενώ η κατηγορία ανέργων γυναικών με πολύ χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, ε κείνων δηλαδή που δεν γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση ή έχουν παρακολουθήσει λίγες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου ή έστω, έχουν αποφοιτήσει από αυτό, συγκεντρώνει ποσοστό που ξεπερνάει το 11,5%. Το ποσοστό αυτό πρέπει μάλλον να θεωρηθεί υψηλό ιδιαίτερα για τη σημερινή εποχή της γνώσης και της πληροφορίας. Σημαντική είναι τέλος, και η κατηγορία των αποφοίτων Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ) που αγγίζει σχεδόν το 10% του συνόλου των ερωτηθέντων, ενώ εξαιρετικά χαμηλή (0,8%) είναι η κατηγορία των ανέργων γυναικών κατόχων μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών (βλ. Πίνακα 4). 70 (7) Αποτελο ύ ν το 33,1 % του συνόλου των ε ρωτηθ έντων γυναικών.
Κ. MAVREAS, XAR. ΙΚΟΝΟΜΟU, D. STAVROULAKIS - REVIEW OF ECONOMIC SCIENCES - Νο 16 (2009), 61-76 Πίνακας 4: Το μορφωτικό επίπεδο των ανέργων γυναικών Ποσοστό% Αθρ. Συχν. % Δεν έχει πάει σχολείο - Δεν γνωρίζει γραφή και ανάγνωση 0,2 0,2 Λίγες τάξεις στο Δημοτικό 5,3 5,5 Απόφοιτος Δημοτικού 6,1 11,6 Απόφοιτος Γυμνασίου 6,9 18,5 Απόφοιτος Λυκείου 33,1 51,7 Απόφοιτος 1-2 τάξεων Λυκείου 1,4 53,1 Απόφοιτος 1-2 τάξεων Τεχνικού Επαγγελματικού Λυκείου 0,6 53,6 Απόφοιτος Τεχνικού Επαγγελματικού Λυκείου 5,7 59,4 Απόφοιτος μέσης Τεχνικής Σχολής 4,7 64,1 Σπουδαστής ΙΕΚ 1,0 65,1 Απόφοιτος ΙΕΚ 9,9 75,0 Φοιτητής ΤΕΙ 3,7 78,7 Πτυχιούχος Ανώτερης Σχολής ΤΕΙ/ΚΑΤΕΕ 10,8 89,5 Πτυχιούχος Ανώτατης Σχολής 9,7 99,2 Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος 0,8 100,0 ΣΥΝΟΛΟ 100,0 Η συμβολή του ΟΑΕΔ στην αντιμετώπιση της ανεργίας των γυναικών είναι περιορισμένη, ιδιαίτερα στην εξεύρεση εργασίας σχετικής με το αντικείμενο σπουδών ή το αντικείμενο εξειδίκευσης των ανέργων γυναικών. Στη σχετική ερώτηση, το ποσοστό των γυναικών που δήλωσαν «πολύ» ή «αρκετά» σημαντική βρίσκεται αθροιστικά στο 8% περίπου, είναι δηλαδή ιδιαίτερα χαμηλό. Αντίστροφα, είναι υψηλά τα ποσοστά όσων απάντησαν «καθόλου» ή «λίγο» σημαντική, τα οποία είναι 30,5% και 34,5% αντίστοιχα (βλ. Πίνακα 5). Πίνακας 5: Αξιολόγηση της συμβολής του ΟΑΕΔ στην εξεύρεση εργασίας Ποσοστό% Αθρ. Συχν.% Καθόλου 30,5 30,5 Λίγο 34,5 65,1 Μέτρια 26,9 91,9 Αρκετά 6,7 98,6 Πολύ 1,4 100,0 ΣΥΝΟΛΟ 100,0 71
κ. ΜΑΥΡΕΑΣ, ΧΑΡ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ. ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΗΣ- ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ -Τεύχος 16 (2009), 61-76 Τέλος, η συμμετοχή των γυναικών σε σεμινάρια ή προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα προγράμματα Πρακτικ1Ίς Άσκησης στο χώρο εργασίας ( «Stages») είναι χαμηλή, καθώς δεν υπερβαίνει το 11 %. Ως προς την αξιολόγηση των προγραμμάτων αυτών οι κρίσεις είναι μάλλον μετριοπαθείς. Απορρίπτονται οι ακραίες αξιολογικές κρίσεις του τύπου «καθόλου» ή «πολύ» και μεγαλύτερα ποσοστά συγκεντρώνουν οι απαντήσεις που θεωρούν ότι, προκειμένου για την αποτελεσματική προετοιμασία των ανέργων στην εξεύρεση εργασίας, η ποιότητα των προγραμμάτων αυτών είναι «αρκετά καλή» ή «μέτρια». Οι σχετικές απαντήσεις συγκεντρώνουν αθροιστικά ποσοστό 68,5% ( 8 ). 6. Συμπερασματικές διαπιστώσεις: μέτρα και πολιτικές για την αντιμετώπιση της γυναικείας ανεργίας στη Μεσσηνία Όπως προκύπτει από την ανάλυση που προηγήθηκε, οι γυναίκες εργαζόμενες στη Μεσσηνία απασχολούνται κυρίως στον πρωτογενή τομέα και στην παροχή υπηρεσιών. Η ανεργία τις πλήττει περισσότερο σε σχέση με τους άνδρες, σημαντικό τμήμα τους είναι μακροχρόνια άνεργες, ενώ ιδιαίτερο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι απόφοιτες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ηλικίας 26-35 ετών. Οι ίδιες οι άνεργες εκτιμούν ότι τα προγράμματα εξεύρεσης εργασίας του ΟΑΕΔ, η διοργάνωση σεμιναρίων και τα προγράμματα ε παγγελματικής κατάρτισης αδυνατούν να ανταποκριθούν στις υφιστάμενες ανάγκες. Οι παραπάνω διαπιστώσεις ουσιαστικά καθιστούν αναγκαίο έναν επαναπροσανατολισμό των πολιτικών καταπολέμησης της ανεργίας, ο οποίος να λαμβάνει υπόψη του τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής. Προς την κατεύθυνση αυτή, μια εναλλακτική πρόταση συνιστά η ανάπτυξη του τρίτου τομέα και της κοινωνικής οικονομίας. Η κοινωνική οικονομία περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα μη κερδοσκοπικών κυρίως δραστηριοτήτων και πρωτοβουλιών οι οποίες αποσκοπούν στην ικανοποίηση κοινωνικών και οικονομικών αναγκών της τοπικής κοινότητας και των μελών της. Στο πλαίσιο αυτό, εντάσσονται δραστηριότητες αλληλοβοήθειας και συνεργασίας, ο σχηματισμός συνεταιρισμών, ή η λειτουργία κοινοτικών και κοινωνικών επιχειρήσεων και εταιρειών. Καλύπτει διάφορες υπηρεσίες, όπως εκπαίδευση, εργασιακή και επιχειρηματική εμπειρία, στέγαση, πρόνοια, καταναλωτικές υπηρεσίες, προστασία του περιβάλλοντος κλπ. Κύρια επιδίωξη των φορέων που δραστηριοποιούνται στην κοινωνική οικονομία δεν είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, αλλά η ανάπτυξη κοινωνικών ικανοτήτων (π.χ. μέσω της πρόσληψης ή εκπαίδευσης κοινωνικά αδύναμων ομά- 72 (8) Αξίζει να σημειωθεί ότι σ ' αυτή την ερώ τηση δεν απάντησε το 44,8% των ερωτηθέντων. Το υψηλό αυτό ποσοστό αρνήσεων απάντησης πρέπει να ερμηνευθεί από το χαμηλό γενικότερα ποσοστό συμμετοχής των ανέργων γυναικών σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης.
Κ. MAVREAS, XAR. IKONOMOU, D. STAVROULAKIS - REVIEW OF ECONOMIC SCIENCES - Νο 16 (2009), 61-76 δων), η ανταπόκριση σε ανάγκες που δεν ικανοποιούνται επαρκώς (π.χ. προστασία περιβάλλοντος, παροχή φροντίδας των παιδιών ή στέγαση για οικογ έ νειες μ ε χαμηλό εισόδημα) και η δημιουργία νέων μορφών και θέσεων εργασίας (Χρυσάκης κ.ά., 2002). Η σημασία της κοινωνικής οικονομίας γίνεται όλο και περισσότερο αντιληπτή τόσο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και σε επίπεδο χωρών-μελών. Αναγνωρίζεται ότι οι φορείς της κοινωνικής οικονομίας όχι μόνο συνιστούν σημαντικούς οικονομικούς παράγοντες αλλά επιπλέον συμβάλλουν στην ενεργό συμμετοχή των πολιτών στο κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις βοηθούν στην ικανοποίηση των αναγκών που προκύπτουν σε μια μεταβαλλόμενη Ευρώπη. Συνιστούν πηγές απασχόλησης σε περιοχές όπου οι παραδοσιακές δομές επιχειρηματικότητας δεν είναι πλέον βιώσιμες. Η κοινωνική οικονομία βρίσκεται σχεδόν σε όλους τους οικονομικούς τομείς των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι συνεταιρισμοί είναι ιδιαίτερα διαδεδομένοι σε τομείς όπως οι τραπεζικές εργασίες, η χειροτεχνία, η γεωργική παραγωγή και η λιανική πώληση. Οι εταιρίες αλληλοβοήθειας δραστηριοποιούνται στους τομείς της ασφάλισης και του δανεισμού, ενώ οι ενώσεις και τα ιδρύματα εντοπίζονται κυρίως στην παροχή υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας, στον αθλητισμό και την αναψυχή, στον πολιτισμό, στην ανάπλαση του περιβάλλοντος στην προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων, στην αναπτυξια χή βοήθεια, στα δικαιώματα του καταναλωτή, στην εκπαίδευση, στην κατάρτιση και την έρευνα. Κάποιες κοινωνικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε ανταγωνιστικές αγορές ενώ κάποιες άλλες συνεργάζονται περισσότερο με τον δημόσιο τομέα. Οι συνεταιρισμοί, παραδείγματος χάριν, που διαμορφώνονται βάσει της πραγματοποίησης των συμφερόντων των μελών τους (παραγωγοί ή καταναλωτές), διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο σε διάφορες αγορές και συμβάλλουν στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό. Στην Ελλάδα η κοινωνική οικονομία εμφανίζει μια καθυστερημένη ανάπτυξη και αδυνατεί να παρακολουθήσει τις εξελίξεις που σημειώνονται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Απουσιάζει ένα ενιαίο θεσμικό πλαίσιο που να ρυθμίζει τη σύσταση κοινωνικών επιχειρήσεων καθώς και ένα ολοκληρωμένο σύστημα υποστήριξης της επιχειρηματικότητας του τρίτου τομέα. Επιπροσθέτως, η κοινωνική οικονομία στην Ελλάδα στην αντίληψη των πολιτών ήταν ταυτισμένη σε μεγάλο βαθμό με τους αγροτικούς συνεταιρισμούς για τους οποίους η κοινή γνώμη είχε αqνητική εντύπωση λόγω των διαχειριστικών και οικονομικών προβλημάτων που εμφάνισαν. Ένα τρίτο αρνητικό στοιχείο ήταν η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις περιορισμένες έστω κρατικές πρωτοβουλίες για την ενίσχυση του τρίτου τομέα δεδομένου ότι στο παρελθόν ο χώρος της κοινωνικής οικονομίας και των συνεταιρισμών χρησιμοποιήθηκαν για κομματικούς σκοπούς (Πατρώνης και Μαυρέας, 2005). Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η κατάσταση φαίνεται να αλλάζει, καθώς παρατηρείται μια αύξηση του αριθμού των μη κερδοσκοπικών φορέων του ιδιωτικού τομέα όπως οι μη κερδοσκοπικές εταιρίες, τα σωματεία και οι συνεταιριστικές οργανώσεις. Η αλλαγή αυτή συνδέεται με μεταβολές που σημειώθη- 73
Κ. ΜΑΥΡΕΑΣ, ΧΑΡ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ. ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΗΣ - ΕΠΙθΕΩΡΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ - Τεύχος 16 (2009), 61-76 καν στο ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο της χώρας. Για παράδειγμα, η εφαρμογή αυστηρών περιοριστικών δημοσιονομικών πολιτικών που εφαρμόζονται τα τελευταία χρόνια οδήγησε σε περιορισμό της κρατικής κοινωνικής πολιτικής και σε αναζήτηση μιας εναλλακτικής λύσης την οποία φαίνεται να προσφέρει ο τρίτος τομέας. Επιπροσθέτως, τα άτυπα οικογενειακά δίκτυα αδυνατούν πλέον να παρέχουν τη στήριξη που εξασφάλιζαν στα μέλη τους κατά το παρελθόν λόγω των μετασχηματισμών που συντελούνται στις μορφές της οικογένειας και οι οποίοι συνδέονται με τις επικρατούσες νέες συνθήκες στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Τρίτον, ο περιορισμός του κράτους πρόνοιας σε συνδυασμό με την επέκταση φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού και φτώχειας σημαίνει ότι σημαντικό τμήμα του πληθυσμού αδυνατεί να προσφύγει στην αγορά για την κάλυψη των αναγκών του, με αποτέλεσμα την ανάληψη εκ μέρους του συλλογικών προσπαθειών. Τέταρτον, τα φαινόμενα αποβιομηχάνισης δημιούργησαν τοπικούς θύλακες ανεργίας μα αποτέλεσμα την παραγωγική αποδυνάμωση και την οικονομική κρίση ολόκληρων περιοχών. Πέμπτον, η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την επηρεάζει ως προς την εφαρμογή πολιτικών και προγραμμάτων που διαμορφώνονται και προωθούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η επίδραση αυτή είναι σημαντική ιδιαίτερα σε σχέση με τη χρηματοδότηση για την ανάληψη πρωτοβουλιών που αποσκοπούν στην ενδυνάμωση της τοπικής κοινότητας και την καταπολέμηση της. ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού μέσα από την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας (Σακελλαρόπουλος, 2006). Στα πλαίσια της Κοινοτικής Πρωτοβουλίας EQUAL αναπτύχθηκε στην Ελλάδα μετά το 2000 το Εθνικό Θεματικό Δίκτυο για την Κοινωνική Οικονομία στο οποίο συμμετέχουν Αναπτυξιακές Συμπράξεις αποτελούμενες από φορείς που υλοποιούν δράσεις για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας και των κοινωνικών επιχειρήσεων. Ορισμένες από τις δράσεις αυτές αναφέρονται σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο, ενώ κάποιες άλλες σε εθνικό. Αποσκοπούν στη στήριξη και απασχόληση ατόμων που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες όπως ψυχικά πασχόντων, άνεργων γυναικών, νέων ανέργων, ανέργων με ελλιπή προσόντα, ατόμων με αναπηρίες και αθίγγανων. Οι πρωτοβουλίες αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν παραδείγματα καλών πρακτικών καταπολέμησης της γυναικείας ανεργίας και στην περίπτωση του Ν. Μεσσηνίας. 74
Κ. MAVREAS, XAR. IKONOMOU, D. STAVROULAKIS - REVIEW OF ECONOMIC SCIENCES - Νο 16 (2009), 61-76 Βιβλιογραφία Γιδαράκου 1., Δημοπούλου Ε., Καζακόπουλος Λ. και Σκορδίλη Σ. (2005), «Ανισότητες των φύλων στην απασχόληση, την εκπαίδευση και το εισόδημα», στο Στρατηγάκη Μ., (επιμ. ), Επιχειρηματικότητα γυναικών: όψεις ιδιοκτησίας και διοίκησης, Gutenberg, Αθήνα, σ. 65-86. ΕΣΥΕ (2001), Απογραφή πληθυσμού της lfy!ς Μαρτίου 2001, Αθήνα. ΕΣΥΕ (2006), Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, β' τρίμηνο 2005, στο ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔ Υ, Η Ελληνική οικονομία και η απασχόληση: Ετήσια Έκθε ση 2006, Αθήνα. ΕΣΥΕ (2007), Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, Ιανουάριος. Eurostat (2007), News Release, 32. Ευστράτογλου Α (2006), Τοπικές αγορές εργασίας στην Ελλάδα, ΙΝΕ ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔ Υ, Αθήνα. Ζερβού Μ. (1998), Βασικά χαρακτηριστικά της θέσης των γυναικών στην αγορά εργασίας: πρώτος σχολιασμός επεξεργασμένων δεδομένων 1993-1996, ΚΕΘΙ, Αθήνα, στο www.kethi.gr Κετσετζοπούλου Μ. και Συμεωνίδου, Χ. (2002), «Ισότητα των φύλων: η θέση της γυναίκας στο δημόσιο και ιδιωτικό χώρο», στο Μουρίκη Α, Ναούμη Μ. και Παπαπέτρου Γ., Το κοινωνικό πορτραίτο της Ελλάδας 2001, ΕΚΚΕ, Αθήνα, σ. 137-152. Πατρώνης Β. και Μαυρέας Κ. (2005), «Νέες μορφές κοινωνικ1ίς οικονομίας: ευρωπαϊκές εξελίξεις και Ελληνικές αδράνειες», στο: Χαραλάμπους Μελέτη Κ., (επιμ.), Η κοινωνική οικονομία ανάμεσα στο τοπικό και στο παγκόσμιο, Παπαζήσης, Αθήνα, σ. 253-279. Παρατηρητήριο Απασχόλησης - Ερευνητική Πληροφορική ΑΕ. (2005), Επετηρίδα Αγοράς Εργασίας 2005, Αθήνα Παρατηρητήριο Απασχόλησης - Ερευνητική Πληροφορική ΑΕ. (2005β), Επετηρίδα Αγοράς Εργασίας: Περιφέρειες και Νομοί 2005, Αθήνα. Σακελλαρόπουλος Θ. (2006), Ζητήματα κοινωνικής πολιτικής, τομ. Β', Διόνικος, Αθήνα. Στρατηγάκη, Μ. (2005), «Επιχειρείν και ανατρέφειν: σωρευτικοί ρόλοι γυναικών», στο Στρατηγάκη Μ., (επιμ.), Επιχειρηματικότητα γυναικών: όψεις ιδιοκτησίας και διοίκησης, Gutenberg, Αθήνα, σ. 17-40. Τράντας Ν. (2004), Η τοπική διάσταση της κοινωνικής πολιτικής: Ευρωπαϊκή Ένωση - Ελλάδα, ΙΣΤΑΜΕ - Α Παπανδρέου, Αθήνα. Χάραρη Α και Καμινιώτη Ο. (2005), Ζήτηση ειδικοτήτων στο νομό Μεσσηνίας: συνοπτικά αποτελέσμα τα της έρευ νας πεδίου, ΠΑΕΠ, Αθήνα. 75
Κ. ΜΑΥΡΕΑΣ, ΧΑΡ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ. ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΗΣ - ΕΠΙΘΕΏΡΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΏΝ ΕΠΙΣΤΗΜΏΝ - Τεύχος 16 (2009), 61-76 Χλέτσος Μ. (2003), Η αγορά εργασίας για τις γυναίκες την περίοδο 2000-2002, Κείμενα Εργασίας αρ. 5, Παρατηρητήριο Απασχόλησης - Ερευνητική Πληροφορική ΑΕ., Αθήνα. Χρυσάκης Μ., Ζιώμας Δ., Καραμητοπούλου Ντ. και Χατζαντώνης Δ. (2002), Προοπτικές απασχόλησης στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας, Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας - Σάκκουλας, Αθήνα. 76