Οι εκδραµατίσεις ως εργαλείο κατανόησης της οριακής παθολογίας ΜΑΚΡΗ ΧΛΟΗ

Σχετικά έγγραφα
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΑΜΥΝΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες. Θεματική Ενότητα 6: Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: IV

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ. Θέμα: ΣΕΜΙΝΑΡΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ (ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ) ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ. Θεματική Ενότητα 4: Η ψυχαναλυτική θεωρία των κινήτρων

Το Αρνητικό στην Ψυχανάλυση

Εισαγωγή στην Ψυχολογία με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες

ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΟ STRESS STRESS: ΠΙΕΣΗ

Κυριακή Γ. Γιώτα Ψυχολόγος MSc., Ph.D. Η Ψυχαναλυτική Θεωρία του Freud για την Προσωπικότητα

MAΘΗΜΑ 4-ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ P S Y M Α Θ Η Μ Α 4 Ο 1

Η Επιθετικότητα στα Παιδιά που Έχουν Βιώσει Τραύμα. Victoria Condon and Panos Vostanis Μετάφραση: Ματίνα Παπαγεωργίου

ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΙΔΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Μπορεί να συναντηθεί ο έφηβος με το δάσκαλο; Προσέγγιση των δυσκολιών στη σχέση μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή

Γεωργία Ζαβράκα, MSc. Ψυχολόγος Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια

ΜΕΘΟΔΟΙ & ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΙΙ «ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: ΣΧΕΣΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥ»

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΑΣΤΕΚΤΟΜΗ

Α εξάμηνο ΜΑΘΗΜΑ 1 (14 2ωρα) ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ

Το παιδί μου έχει αυτισμό Τώρα τι κάνω

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΙΟΣΥΝΘΕΣΗΣ

Ποταμιάνου Α. On the function of the analyst «Η λειτουργία του αναλυτή»

Πως ο Νους Χειρίζεται το Φόβο

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ Α ΚΥΚΛΟΣ: Φθινόπωρο 2017

ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΕ ΙΑΤΡΙΚΑ ΠΛΑΙΣΙΑ Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

Η Έκθεση του Π.Ο.Υ για την πρόληψη των αυτοκτονιών με στοιχεία και για την Ελλάδα.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Ψυχολογία Κινήτρων

Θεραπευτική υποστήριξη σε προβλήματα εθισμού Πρόγραμμα Ψυχοθεραπευτικής Yποστήριξης Aτόμων και οικογενειών με πρόβλημα εθισμού

Διαχείριση κρίσεων: Ψυχοκοινωνικές. Γεωργία Κιζιρίδου, Εξελικτική Σχολική Ψυχολόγος, MSc, Εκπαιδεύτρια Ενηλίκων

Ψυχοδυναμική θεωρία και ανάπτυξη ψυχολογικών δεξιοτήτων του θεραπευτή

«ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ» ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ GAMIAN- EUROPE

1 Άννα Ποταµιάνου: Ψυχική Οικονοµία και Δυναµική στις Οριακές Καταστάσεις.

Η δραματοθεραπεία στην εκπαίδευση ενηλίκων

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία. Κόπωση και ποιότητα ζωής ασθενών με καρκίνο.

Μητρικός Θηλασμός μετά το Πρώτο Έτος.

Συναισθήματα και η Διαχείρισή τους

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή διατριβή Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ.

ΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ

«Αξιολόγηση ατόμων με αφασία για Επαυξητική και Εναλλακτική Επικοινωνία, σύμφωνα με το μοντέλο συμμετοχής»

TEΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Ο ρόλος της απώλειας και του πένθους στη διαδικασία της µίµησης

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΠΤΥΧΙΑΚΗ. Λεμεσός

Είναι ιδιαίτερα σημαντική η συμβολή της Α. Ποταμιάνου στον σύγχρονο προβληματισμό που αφορά τις ψυχικές καθηλώσεις και τις σωματικές προσδέσεις μέσα

ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2 Παιδαγωγική του Τραύματος

2o µετασυµπόσιο της εψσε - ipso p. marty 15 Νοεµβρίου 2014

Εισαγωγή στην Ψυχιατρική Φίλιππος Γουρζής

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

Η αντίσταση στην ψυχοθεραπεία από ασθενείς με καρκίνο

Ψυχικές διαταραχές στην περιγεννητική περίοδο. Δέσποινα Δριβάκου Ψυχολόγος Msc Οικογενειακή θεραπεύτρια

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο

Ποια είναι τα είδη της κατάθλιψης;

Η θέση ύπνου του βρέφους και η σχέση της με το Σύνδρομο του αιφνίδιου βρεφικού θανάτου. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

þÿ ÀÌ Ä º± µä À ¹ ¼ ½

ΣΤΙΓΜΙΑΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΣΤΕΡΕΟΥ ΜΕΙΓΜΑΤΟΣ ΥΛΙΚΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΗ ΦΥΣΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ, ΤΗΣ ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ Ο Freud εξέτασε αναλυτικά τη σχέση ανάμεσα στη φαντασία, την ονειροπόληση (da

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΟΛΙΣΘΗΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΥΦΗ ΤΩΝ ΟΔΟΔΤΡΩΜΑΤΩΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ

Ομάδα εργασίας για την κλαϊνική προσέγγιση στην Ψυχανάλυση Απρίλιος 2015

Ελένη Κουμίδη «η δομή και το σύμπτωμα»

ΨΥΧΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΕ ΙΑΤΡΙΚΑ ΠΛΑΙΣΙΑ Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ

9 ο Συνέδριο της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας

Γεώργιος Ν.Λυράκος Μάθηµα Ψυχολογία της Υγείας Φυσικοθεραπεία ιάλεξη 8η 2014

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ

Επαγγελματικό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης στη. Συμβουλευτική Ψυχικής Υγείας

Βασιλόπουλος Φ. Στέφανος. Παιδαγωγικό Τμήμα Δ. Ε. Πανεπιστήμιο Πατρών

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ ΤΥΠΟΥ 1

ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ Οι Υποθέσεις Η Απλή Περίπτωση για λi = μi 25 = Η Γενική Περίπτωση για λi μi..35

Δυναμική ομάδας Η θεωρία

Διάρκεια: 180 ώρες (40 ώρες θεωρία, 50 ώρες εποπτεία, 90 ώρες πρακτική)

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

Οδηγός διαφοροποίησης για την πρωτοβάθµια

Διπολική διαταραχή μανιοκατάθλιψη,

Η δραστηριότητα της σκέψης ήταν στην προέλευσή της, διαδικασία εκτόνωσης της ψυχής, από υπερχείλισμα ερεθισμάτων.

Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ CHAT ROOMS

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΑΣΘΕΝ-Ν ΣΤΗ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤ-ΠΙΣΗ

Ψυχολογία της προσωπικότητας θεωρίες.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία

Η αξία του παιχνιδιού ως παιδαγωγικό και θεραπευτικό μέσο.

Λαµβάνοντας τη διάγνωση: συναισθήµατα και αντιδράσεις

«Η Διατήρηση της Σεξουαλικότητας μετά τον Γυναικολογικό Καρκίνο»

"Να είσαι ΕΣΥ! Όλοι οι άλλοι ρόλοι είναι πιασμένοι." Oscar Wilde

Πτυχιακή διατριβή. Η επίδραση της τασιενεργής ουσίας Ακεταλδεΰδης στη δημιουργία πυρήνων συμπύκνωσης νεφών (CCN) στην ατμόσφαιρα


Τεχνικές συλλογής δεδομένων στην ποιοτική έρευνα

þÿ¼ ½ ±Â : ÁÌ» Â Ä Å ÃÄ ²µ þÿä Å ÃÇ»¹º Í Á³ Å

Η συστημική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία

Η νόσος του Parkinson δεν είναι µόνο κινητική διαταραχή. Έχει υπολογισθεί ότι µέχρι και 50% των ασθενών µε νόσο Πάρκινσον, µπορεί να βιώσουν κάποια

Βασικές αρχές της γνωσιακής συµπεριφοριστικής ψυχοθεραπείας 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Φοιτητών Ψυχολογίας Απριλίου 2008, Αθήνα Γ.

Οι Επιπτώσεις του Τραύματος στην Ανάπτυξη του Παιδιού

Μανώλης Ισχάκης. Μανώλης Ισχάκης. WYS NLP Life Coaching. Ζήσε με Πάθος! Σελίδα 1

Η περίπτωση έφηβης, 16 χρονών, με άγχος υγείας

3) Αυτό-συμπόνια και φόβος της συμπόνιας προς και από τους άλλους Μαρίλια Νομικού, Γρηγόρης Σίμος, Μελίσσα Θεοχαρίδου

«Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά»

ΤΣΑΠΑΤΣΑΡΗ ε.

Ά κύκλος Βιωµατικών Εργαστηρίων Συµβουλευτικής Σταδιοδροµίας µε θέµα: «Άγχος και Κατάθλιψη στην Εκπαίδευση και στην Εργασία»

Υπάρχει στατιστικά σηµαντική διαφορά στα επίπεδα της αγωνίας στα τρία διαφορετικά στάδια του θεραπευτικού προγράµµατος

Πολλοί άνθρωποι θεωρούν λανθασμένα ότι δεν είναι «ψυχικά δυνατοί». Άλλοι μπορεί να φοβούνται μήπως δεν «φανούν» ψυχικά δυνατοί στο περιβάλλον τους.

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Transcript:

Μεταπτυχιακό Πρόγραµµα Σπουδών «Ψυχοδυναµική Ψυχοθεραπεία σε Ιατρικά Πλαίσια» Ιατρική Σχολή, Α Ψυχιατρική Κλινική, Ε.Κ.Π.Α. ΤΙΤΛΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Οι εκδραµατίσεις ως εργαλείο κατανόησης της οριακής παθολογίας ΜΑΚΡΗ ΧΛΟΗ Αριθµός Μητρώου: 20160862 ΕΠΟΠΤΗΣ: ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΩΣΤΑΣ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΒΑΣΛΑΜΑΤΖΗΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ: ΤΖΙΝΙΕΡΗ - ΚΟΚΚΩΣΗ ΜΑΡΙΑ, ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ, ΒΑΣΛΑΜΑΤΖΗΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ 1

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Περιληψη 3 Abstract 5 Εισαγωγη 7 Κεφαλαιο Α: Ιστορικη Αναδροµη 9 i) Freud 9 ii) Μεταγενέστεροι του Freud 12 Κεφαλαιο Β: H Θεραπευτικη Σχεση και ο Ρoλος του Θεραπευτη 26 Κεφαλαιο Γ: Οριακοτητα και Εκδραµατιση 33 Κεφαλαιο Δ - Μεθοδολογια 43 Κεφαλαιο Ε - Κλινικο Υλικο 46 Κεφαλαιο ΣΤ - Συζητηση 46 Βιβλιογραφια 52 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον επόπτη µου, κο. Παπακωνσταντίνου για την καθοδήγησή του, τον κο. Βασλαµατζή για την πίστη του σε εµένα και την οικογένειά µου για την στήριξή τους. 2

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η συγκεκριµένη κλινική έρευνα στοχεύει στην απεικόνιση της έννοιας της εκδραµάτισης και στο να συµβάλλει στη βαθύτερη κατανόηση του φαινοµένου. Η εργασία αυτή σκοπεύει να συνδέσει θεωρητικές προσεγγίσεις µε κλινικές πρακτικές για την καλύτερη κατανόηση του φαινοµένου. Η µεθοδολογία που ακολουθείται είναι ποιοτική και συνδυάζει στοιχεία εννοιολογικής και κλινικής έρευνας, εστιάζοντας στη µελέτη περιστατικού (case study). Η σύνδεση της έννοιας της εκδραµάτισης µε τα εν λόγω περιστατικά θα γίνει µέσα από την αναγνώριση του φαινοµένου ως χαρακτηριστικού της ψυχοθεραπείας ατόµων µε οριακά στοιχεία προσωπικότητας. Η βασική υπόθεση που εξετάζουµε είναι η συσχέτιση µεταξύ αρχαϊκού άγχους - όπως αυτό προκαλείται από τον φόβο εγγύτητας/αποχωρισµού - µε ενέργειες εκδραµάτισης. Το βασικό ερώτηµα που θα µας απασχολήσει είναι εάν ο φόβος εγγύτητας που βιώνεται κατα διαστήµατα στη σχέση µε τη θεραπεύτρια είχε ως συνέπεια εκδραµατίσεις. Συνολικός µας στόχος είναι να µελετηθεί σε βάθος το φαινόµενο της εκδραµάτισης εντός µιας ψυχοδυναµικής θεραπείας, χρησιµοποιώντας κλινικό υλικό κυρίως απο ένα συγκεκριµένο περιστατικό, το οποίο παρουσιάζει οριακά στοιχεία προσωπικότητας. Καθώς στη θεραπεία τέτοιων ασθενών οι εκδραµατίσεις είναι αναπόσπαστο κοµµάτι της θεραπευτικής διαδικασίας, η κατανόησή τους είναι µείζονος σηµασίας για την εξέλιξη της θεραπείας. Ένας ορισµός της εκδραµάτισης είναι ο εξής: µια σύνθετη, στοχευµένη, εγω-συντονική δράση, η οποία σχετίζεται µε µερικώς απωθηµένες και αναβιωµένες ασυνείδητες ενορµήσεις, ή µνήµες και συναισθήµατα. Οφείλουµε να τη διαφοροποιήσουµε από την άµεση κινητική εκφόρτιση των ενορµητικών εντάσεων. Ως εκδράµατιση δεν εννοούµε µόνο την σωµατική κίνηση αλλά και τον λόγο, όταν αυτός δεν χρησιµοποιείται για επικοινωνία (Rexford, 1978). Η εκδραµάτιση περιγράφεται ως δράση µε ασυνείδητα κίνητρα, στη θέση της µνήµης, της σκέψης ή της συναίσθησης οδυνηρών πραγµάτων. Έχει αναφερθεί ότι τα άτοµα τα οποία εκδραµατίζουν, παρουσιάζουν δυσλειτουργίες ή αδυναµίες του Εγώ, ελάχιστη ικανότητα για µετουσίωση και φαντασία, έλλειψη ανοχής στη µαταίωση, ανικανότητα να επιτύχουν σταθερότητα του αντικειµένου και συγχυσµένη ταύτιση µε το αντικειµενο (Rexford,1978 σελ. 250). Άλλοι συγγραφείς εστιάζουν στη ναρκισσιστική της φύση και τη σχέση της µε την παρανοϊκή σχιζοειδή θέση, στη χρήση µηχανισµών σχάσης και προβολής και ως επίδραση της ρήξης στην σχέση µητέρας-βρέφους κατά τα πρώτα δυο χρόνια (Rosenfeld 1964, Bion, 1962, Rexford 1978, Sandler et al. 1970). Το άγχος αποχωρισµού ως προέλευση της εκδραµάτισης έχει συζητηθεί από αρκετούς ψυχαναλυτές, όπως οι Bion (1962), Greenacre (1962), Grinberg (1968), Gaddini (1982). Μελετώντας, όµως, το κλινικό υλικό, συµπεραίνουµε ότι ένα µέρος των εκδραµατίσεων των οριακών ασθενών συσχετίζεται τόσο µε το άγχος αποχωρισµού όσο και µε τον φόβο εγγύτητας. 3

Μπορούµε να πούµε ότι ο φόβος εγγύτητας και το άγχος αποχωρισµού είναι αλληλένδετα στοιχεία, ιδιαίτερα ως προς την κλινική οµάδα που µας απασχολεί. Προτείνω την προσέγγιση της εκδραµάτισης ως ένα αναγκαίο και αναπόσπαστο κοµµάτι της αναλυτικής διαδικασίας. Χωρίς την εις βάθος κατανόηση της σηµασίας της εκδραµάτισης- είτε σε γενικό πλαίσιο είτε όπως παρουσιάζεται από συγκεκριµένα άτοµα- δεν µπορεί να υπάρξει ολοκληρωµένη αντίληψη των διαδραµατιζόµενων ψυχικών γεγονότων. Οι εκδραµατίσεις οφείλουν να αναγνωρίζονται, να κατανοούνται, να αναλύονται και να ερµηνεύονται, όπως όλα τα υπόλοιπα ψυχικά παράγωγα. Η κάθε περίπτωση εκδραµάτισης είναι απόρροια της σχέσης αναλυτή-αναλυόµενου και έτσι µπορεί να θεωρηθεί ως µια διαδικασία που περιλαµβάνει δύο µετέχοντες. Στην εργασία αυτήν αναλύουµε τον ρόλο της θεραπευτικής σχέσης υπο το παραπάνω πρίσµα, και συγκεκριµένα, εξετάζουµε την αντιµεταβίβαση του αναλυτή και το πώς αυτή αλληλεπιδρά µε τις εκδραµατίσεις του ασθενούς. ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ: Εκδραµάτιση, Οριακή Προσωπικότητα, Αντιµεταβίβαση, Φοβος Εγγύτητας, Άγχος Αποχωρισµού 4

ABSTRACT This clinical research aims to illustrate a concept and to contribute to a deeper understanding of the phenomenon of acting-out. An in-depth attempt is made to approach the subject both conceptually and clinically, aiming at a better understanding of the phenomenon. The methodology followed is qualitative and combines elements of conceptual and clinical research, focusing on our case study. The concept of acting out will be linked to clinical practice through recognition of the phenomenon as central to the psychotherapeutic process, with individuals who display borderline personality elements. The main hypothesis we examine is the correlation of archaic anxiety- as this is caused by fear of proximity / separation - with the subsequent acting out of the patient. Our main concern is whether the fear of proximity that the patient experiences in her relationship with the therapist has resulted in subsequent instances of acting out. Our overall goal is to study in depth the phenomenon of acting out within a psychodynamic therapy, using clinical material from a specific case, where the patient presents borderline personality elements. Since in the treatment of such patients acting out becomes an integral part of the healing process, understanding the phenomenon is of major importance for the course of treatment. This study aims to connect theoretical approaches with clinical practice, in order to better understand the phenomenon. A definition of acting out is the following: a complex, targeted, ego-syntonic action, which is related to partially repressed and revived unconscious impulses or memories and emotions. We have to differentiate it from the direct kinetic discharge of intense tensions: as acting out we consider not only physical acts but also speech - when it is not used for communication "(Rexford, 1978). Acting out is described as "an action with unconscious motives - in the place of memory, thought or the consciousness of painful things. It has been reported that the individuals who act out exhibit dysfunctions or weaknesses of the Ego, minimal ability for sublimation and imagination, lack of frustration tolerance, inability to achieve object permanence and confused identification with the object "(Rexford, 1978, p. 250) Other writers focus on its narcissistic nature and its relation to the paranoid schizoid position and on the use of splitting and projective mechanisms, as well as the effect of a ruptured mother-infant relationship during the first two years (Rosenfeld 1964, Bion, 1962, Rexford 1978, Sandler et al., 1970). Separation anxiety as a source of acting out has been discussed by several psychoanalysts, such as Bion (1962), Greenacre (1962), Grinberg (1968) and Gaddini (1982). By studying the clinical material, we conclude that part of the acting out of borderline patients is associated with both separation anxiety and fear of closeness. We can claim that fear of closeness and separation anxiety are interdependent elements, particularly with regard to the clinical group that we are concerned with. 5

I propose that we approach acting out as a necessary and integral part of the analytical process. Without an in-depth understanding of its importance - either in general terms or as presented by certain individuals - there can be no comprehensive understanding of the psychological events taking place. Τhese acts must be recognized, understood, analyzed and interpreted, like all other mental derivatives. Each case of acting out is a result of the analytic relationship between therapist and patient and therefore can be seen as a process involving two participants. In this paper we analyze the role of the therapeutic relationship in this context, and in particular, we look at the counter-transference of the analyst and how it interacts with the patient's acting out. KEY WORDS: Acting out, Borderline Personality, Countertransference, Fear of Closeness, Separation Anxiety 6

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η εν λόγω πτυχιακή εργασία αφορά στην έρευνα του φαινόµενου της εκδραµάτισης, εστιάζοντας στις εκδραµατίσεις που παρουσιάζουν οι ασθενείς στο πλαίσιο µιας ψυχοδυναµικής θεραπείας. Σκοπός της εργασίας είναι να µελετηθεί σε βάθος το φαινόµενο της εκδραµάτισης εντός µιας ψυχοδυναµικής θεραπείας, χρησιµοποιώντας κλινικό υλικό απο ένα συγκεκριµένο περιστατικό, το οποίο παρουσιάζει οριακά στοιχεία προσωπικότητας. Καθώς στη θεραπεία τέτοιων ασθενών οι εκδραµατίσεις είναι αναπόσπαστο κοµµάτι της θεραπευτικής διαδικασίας, η κατανόησή τους είναι µείζονος σηµασίας για την εξέλιξη της θεραπείας. Η εργασία αυτή σκοπεύει να συνδέσει θεωρητικές προσεγγίσεις µε κλινικές πρακτικές για την καλύτερη κατανόηση του φαινοµένου. Κατ αρχάς, θα δοθεί ένας ορισµός της έννοιας της εκδραµάτισης αναλύοντας την ιστορική εξέλιξη του όρου, από τον Freud µέχρι σήµερα. Όπως θα δούµε, η έννοια έχει υποστεί πολλές αλλαγές, τόσο σηµασιολογικά όσο και στην τεχνική της κατανόηση. Στη βιβλιογραφική ανασκόπηση θα εστιάσουµε σε ψυχαναλυτές όπως οι Freud, Anna Freud, Otto Fenichel, Leon Grinberg, Phyllis Greenacre, Herbert Alexandre Rosenfeld, Horacio Etchegoyan κ.ά. µε σκοπό τη διερεύνηση του όρου. Σε δεύτερο επίπεδο, καθώς το θεωρητικό υπόβαθρο της εργασίας είναι η ψυχοδυναµική κατανόηση της έννοιας, αυτή διερευνάται σε βάθος µέσα από συγκεκριµένο περιστατικό µελέτης (case study) που χρησιµοποιήθηκε για την εν λόγω εργασία. Κατά τη θεωρητική ανασκόπηση, θα εξεταστεί η έννοια της εκδραµάτισης ως στοιχείο της µεταβίβασης, ως αντίσταση, ως αρνητική µεταβίβαση, ως επίθεση στο αναλυτικό πλαίσιο, ως επικοινωνία και ως επανάληψη µιας σχέσης µε τα πρωταρχικά αντικείµενα. Στη συνέχεια, θα πραγµατευτούµε την θεραπευτική σχέση και τον ρόλο του θεραπευτή στην εκδραµάτιση. Θα µελετήσουµε την διαδραµάτιση και την αντιµεταβίβαση ως στοιχεία της θεραπευτικής σχέσης και το πώς αυτά επηρεάζουν τις εκδραµατίσεις του ασθενούς. Με αφορµή τα χαρακτηριστικά στοιχεία παθολογίας που παρουσιάζει το περιστατικό µελέτης της παρούσας έρευνας, θα εξεταστεί η εκδραµάτιση ως χαρακτηριστικό φαινόµενο στη θεραπεία ασθενών µε στοιχεία οριακής προσωπικότητας. Σε αυτό το κεφάλαιο θα γίνει συσχέτιση της εκδραµάτισης ως πράττειν µε την οριακότητα ως χαρακτηριστικό της παθολογίας και θα δούµε πώς αυτή η συσχέτιση επηρεάζει τη θεραπεία µε τον εν λόγω πληθυσµό. Το βασικό ερώτηµα που θα µας απασχολήσει είναι εάν ο φόβος εγγύτητας που βίωνε κατά διαστήµατα η ασθενής στη σχέση της µε τη θεραπεύτρια είχε ως συνέπεια επακόλουθες εκδραµατίσεις. Ο φόβος εγγύτητας, ιδιαιτέρως στους ανθρώπους µε οριακή δοµή προσωπικότητας, θεωρητικά συνδέεται µε τον φόβο συγχώνευσης και τείνει να διακινεί αρχαϊκά άγχη. Μία από τις άµυνες που επιστρατεύει η ασθενής προκειµένου να µην έρθει σε επαφή µε αυτά τα αρχαϊκά άγχη είναι να εκδραµατίσει. Ο αµυντικός χαρακτήρας της εκδραµάτισης λοιπόν, ως είδος επίθεσης στο θεραπευτικό πλαίσιο, θα αναλυθεί περαιτέρω θεωρητικά και θα υποστηριχθεί µε κλινικά αποσπάσµατα. Ως ψυχοδυναµικό πλαίσιο θα ορίσουµε τη θεραπεύτρια και την κλινική δοµή στην οποία εργάζεται. 7

Τέλος, θα γίνει ανάλυση των (ασυνείδητων και συνειδητών) αντιµεταβιβαστικών αντιδράσεων της θεραπεύτριας, οι οποίες πιθανώς συνέβαλαν στις εκδραµατίσεις της συγκεκριµένης ασθενούς. Η µεθοδολογία που ακολουθείται είναι ποιοτική και συνδυάζει στοιχεία εννοιολογικής και κλινικής έρευνας, εστιάζοντας στη µελέτη του περιστατικού µας (case study). Από εννοιολογική άποψη, η έννοια της εκδραµάτισης εξετάζεται µε έµφαση στα συγγράµµατα συγκεκριµένων ψυχαναλυτών. Η σύνδεση της έννοιας της εκδραµάτισης µε το εν λόγω περιστατικό θα γίνει µέσα από την αναγνώριση του φαινοµένου ως χαρακτηριστικού της ψυχοθεραπείας ατόµων µε οριακά στοιχεία προσωπικότητας και συνοδεύεται από παράθεση σχετικού κλινικού υλικού, χρησιµοποιώντας αποσπάσµατα από τις συνεδρίες κατά τις οποίες διαφαίνονται οι εκδραµατίσεις της ασθενούς. Έτσι γίνεται εµπεριστατωµένη απόπειρα να προσεγγίσουµε την εκδραµάτιση τόσο εννοιολογικά όσο και κλινικά, αποσκοπώντας στην καλύτερη κατανόηση του φαινοµένου. Η βασική υπόθεση που εξετάζεται εδώ είναι η συσχέτιση µεταξύ του αρχαϊκού άγχους -όπως αυτό προκαλείται από τον φόβο εγγύτητας/αποχωρισµού- µε τις επακόλουθες ενέργειες εκδραµάτισης της ασθενούς. Με αυτόν τον τρόπο, θα εστιάσουµε στην κατανόηση της οπτικής της συµµετέχουσας σε µια προσπάθεια να ορίσουµε το φαινόµενο της εκδραµάτισης µέσα από τα βιώµατα, όπως νοηµατοδοτήθηκαν από τη συγκεκριµένη ασθενή. Επίσης, θα γίνει αιτιολόγηση της επιλογής του περιστατικού και αξιολόγησή του. Το συγκεκριµένο περιστατικό επιλέχθηκε στο πλαίσιο του µεταπτυχιακού προγράµµατος για ψυχοθεραπευτική παρακολούθηση µια φορά την εβδοµάδα. Υπάρχουν διαφορές ως προς τη µορφή και την έκφραση της εκδραµάτισης ανάλογα µε την ψυχική δοµή του ασθενούς, δηλαδή εάν λειτουργεί µέσα στο πλαίσιο της νεύρωσης, των παρορµητικών χαρακτήρων και των ψυχώσεων. Η συγκεκριµένη µελέτη θα εστιάσει στην οριακή δοµή της προσωπικότητας, οπότε οι εκδραµατίσεις µπορούν να παρουσιάζουν στοιχεία από ολόκληρο το φάσµα της ψυχικής λειτουργίας. 8

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α: ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ Ο όρος "acting out" έχει χρησιµοποιηθεί για να περιγραφούν, µεταξύ άλλων, εγκληµατική συµπεριφορά, παραβατικότητα, εθισµός στα ναρκωτικά, νευρώσεις σοβαρού χαρακτήρα, σεξουαλικές διαστροφές, η γενική τάση των ανθρώπων να συµπεριφέρονται ενίοτε παράλογα, καθώς επίσης και ένα ευρύ φάσµα συµπεριφοράς ασθενών κατά τη διάρκεια της ψυχαναλυτικής θεραπείας Η σύγχυση που παρατηρείται ως προς τον όρο κάθε φορά που γίνεται προσπάθεια περιγραφής του, οφείλεται εν µέρει στο ότι τόσο η ονοµασία, όσο και η έννοια της εκδραµάτισης είναι άρρηκτα συνδεδεµένες µε την πράξη- και µέχρι σήµερα δεν υπάρχει συστηµατική θεωρητική προσέγγιση της πράξης στην ψυχαναλυτική θεωρία (Boesky, 1982). Αρχικά, η εκδραµάτιση κατά τη διάρκεια της ψυχανάλυσης θεωρείτο µια αναλύσιµη µορφή αντίστασης, αλλά αργότερα επεκτάθηκε για να συµπεριλάβει οποιαδήποτε παραβατική συµπεριφορά και παρορµητικές ενέργειες στο πλαίσιο πολλών ειδών παθολογίας. Ο όρος τώρα τείνει να θεωρείται ότι περιλαµβάνει ένα ευρύ φάσµα παρορµητικών, αντικοινωνικών ή επικίνδυνων ενεργειών, συχνά χωρίς να λαµβάνεται υπόψη το πλαίσιο στο οποίο προκύπτουν τέτοιες ενέργειες. Χρησιµοποιείται µερικές φορές µε υποτιµητική έννοια για να υποδηλώσει αποδοκιµασία προς κάποιες ενέργειες των ασθενών. Παρά τη µεγάλη ποικιλία της χρήσης, ο µόνος κοινός παρονοµαστής φαίνεται να είναι η υπόθεση ότι οι συγκεκριµένες ενέργειες που αναφέρονται ως "εκδραµάτιση" έχουν ασυνείδητους καθοριστικούς παράγοντες (Sandler, 1992). i) Freud Η έννοια της εκδραµάτισης εισάγεται στο ψυχαναλυτικό προσκήνιο από τον Freud το 1905 µέσα από το κλινικό του έργο µε την Ντόρα. Χρησιµοποιεί τον όρο agieren για να περιγράψει την εκδραµάτιση - τον τερµατισµό της θεραπείας της - ως µέρος της φαντασίωσης εκδίκησης της Ντόρα πρός τον Herr K. (Freud S., 1977). Η Ντόρα δεν θυµάται το παρελθόν και δεν το αναφέρει στους ελεύθερους συνειρµούς της, αλλά αντίθετα το εφαρµόζει σε πράξη (Sandler, 1992). Ο Freud παρουσιάζει την έννοια της εκδραµάτισης σε αντιπαράθεση µε το θυµάµαι στη θεραπεία, καθώς και τη διακοπή της θεραπείας από την πλευρά της Ντόρας, ως αποτέλεσµα της αρνητικής µεταβίβασης. Η συγκεκριµένη περίπτωση τον οδήγησε στη θεώρηση όλων των περιπτώσεων εκδραµάτισης ως εµποδίων στη θεραπεία, και την αρνητική µεταβίβαση ως αδιαπέραστο πρόβληµα στην αναλυτική διαδικασία. Ωστόσο, ο πρώτoς συστηµατικός ορισµός και περαιτέρω ανάλυση της έννοιας της εκδραµάτισης γίνεται στο άρθρο Remembering, Repeating and Working-Through, το 1914. Εκεί παραθέτει και µια διαφορετική ερµηνεία της έννοιας. Στην, ως επί το πλείστον, η τεχνική αυτή µελέτη υποδεικνύει ότι ορισµένοι ασθενείς δεν έχουν τη δυνατότητα να θυµηθούν τι συνέβη στο παρελθόν τους και εποµένως να διατυπώσουν λεκτικά τις εµπειρίες τους. Αυτές οι φαινοµενικά ξεχασµένες µνήµες επανεµφανίζονται στη συµπεριφορά τους και επαναλαµβάνονται µέσα στη σχέση του ασθενούς µε τον ψυχαναλυτή. Εδώ ο Freud γράφει για τον καταναγκασµό του ασθενούς µε την επανάληψη, 9

φαινόµενο που συνδέεται τόσο µε την µεταβίβαση όσο και µε την αντίσταση. Στην πρώτη περίπτωση, παρατηρεί την κατ επανάληψη διαδραµάτιση γεγονότων-πράξεων του παρελθόντος διαµέσου του προσώπου του αναλυτή, καθιστώντας έτσι την ίδια την µεταβίβαση «µία επαναληπτική διαδικασία». Στη δεύτερη περίπτωση, η επανάληψη συνδέεται µε την αντίσταση σε τέτοιο βαθµό που όσο ισχυρότερη είναι η αντίσταση, τόσο πιό εκτεταµένα αντικαθίσταται η µνήµη από την εκδραµάτιση (Freud, 1914 σελ. 151). Αυτός ο δυναµικός επαναπροσδιορισµός επιτρέπει στον θεραπευτή να κάνει συνειδητή σύνδεση µε την παρελθοντική εµπειρία του ασθενούς (Freud, 1914). Στο Remembering, Repeating and Working-Through, η έννοια της εκδράµατισης έρχεται σε αντιπαράθεση µε την έννοια του θυµάµαι η οποία είναι βασική για την εξέλιξη της ψυχαναλυτικής διαδικασίας. Η έννοια του θυµάµαι, χρησιµοποιείται ως συνώνυµη του αποκτώ επίγνωση για τον αναλυόµενο και του αποκτώ τη δυνατότητα να επεξεργαστώ τα όποια θέµατα κάτι το οποίο το φέρνει σε αντίθεση µε την εκδραµάτιση. Στη µελέτη αυτή, ο Freud προσέγγισε το ψυχαναλυτικό πλαίσιο ως µια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τον καταναγκασµό του ασθενούς για επαναληπτική δράση, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο αντικαθιστά την τάση του να προσεγγίσει µνήµες. Παρατήρησε ψυχαναλυτές να προσπαθούν εναγωνίως να εισαγάγουν τις αναµνήσεις µέσα στο πλαίσιο της λεκτικής επικοινωνίας κατά τη διάρκεια της θεραπείας, τις παρορµήσεις και τις άµυνες του ασθενούς, δηλαδή στοιχεία που πιέζουν για έκφραση µέσω πράξης και όχι διανοητικής ανάκλησης. Ωστόσο, αυτό δεν ταίριαζε πλήρως στο τοπογραφικό µοντέλο διανοητικής λειτουργίας όπως ο ίδιος το είχε ορίσει. Ο Freud αργότερα αναγνώρισε ως κινητήριο δύναµη του ασυνείδητου τις ασυνείδητες επιθυµίες και όχι τις αναµνήσεις. Όπως σηµειώνει ο Freud, εάν η µεταβίβαση είναι αρνητική, και κατ επέκταση η αντίσταση ισχυρότερη, η τάση για επανάληψη µέσω πράξεων είναι εντονότερη. Σε ακραίες περιπτώσεις, η µεταβιβαστική σχέση η ίδια εγκλωβίζεται σε µία συνεχή επανάληψη και οι δεσµοί που συνδέουν τον ασθενή µε τη θεραπεία διαταράσσονται κατ επανάληψη (Freud, 1914 σελ. 154). Εάν η µεταβίβαση αντιµετωπιστεί από τον αναλυτή µε τον σωστό τρόπο, τότε θα µπορέσει να βοηθήσει στην επίλυση της αντίστασης, κι όχι µόνον στην ερµηνεία της. Ο ρόλος του θεραπευτή, άλλωστε, είναι να σεβαστεί τον χρόνο που ο ασθενής χρειάζεται για να επεξεργαστεί τις αντιστάσεις του, χρόνο απολύτως κρίσιµο στην ψυχαναλυτική διαδικασία, έτσι ώστε να περιοριστεί η καταναγκαστική επανάληψη και να µετουσιωθεί σε κίνητρο για την ανάσυρση αναµνήσεων (Freud, 1914 σελ. 154). Τελος, το 1940, στο Outline («Περίγραµµα της Ψυχανάλυσης») ο Freud επισηµαίνει ότι είναι δεν είναι ενδεδειγµένο για τον αναλυόµενο να εκδραµατίζει εκτός της µεταβίβασης, εννοώντας την εκδραµάτιση που, αν και σχετίζεται µε την αναλυτική κατάσταση, εκφράζεται προς πρόσωπα εκτός αυτής. Για αυτό και συστήνει να µην λαµβάνονται σηµαντικές αποφάσεις κατά τη διάρκεια της θεραπείας (Freud S., 1940). 10

Ο Freud, λοιπόν, εισήγαγε την έννοια και της προσέδωσε πολύ πιό στενό και συγκεκριµένο περιεχόµενο στο Remembering, Repeating and Working Through. Αντιµετώπισε την εκδραµάτιση σε σχέση µε την αναλυτική διαδικασία αποκλειστικά µε όρους πολυπλοκότητας και αντίθεσης πρός την ανάκληση αναµνήσεων. Το γεγονός οτι ο ασθενής δεν θυµάται αλλά πράττει, αναφέρεται ως αντιθετικό της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας η οποία βασίζεται στην ανάκληση, εποµένως ο όρος παρουσιάζεται ως µορφή αντίστασης στην ενδοψυχική διαδικασία της θεραπείας (Vanggaard, 1968). Στη συνέχεια, ο Freud αναφέρεται στην εκδραµάτιση ως διαδικασία ανάκλησης µνήµης που εµφανίζεται κατά την θεραπεία. Εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι η µεταβίβαση µπορεί να θεωρηθεί µέρος της επανάληψης. Κατά την άποψή του, η µεταβίβαση και η εκδραµάτιση ταυτίζονται όταν ο ασθενής επαναλαµβάνει το παρελθόν µε τρόπο που να περιλαµβάνει τον αναλυτή, αναφέροντας ως παράδειγµα περιπτώσεις όπου ο ασθενής ερωτεύεται τον αναλυτή. (Sandler, 1992). Επιπλέον, ο Freud διακρίνει µεταξύ της εκδραµάτισης εντός του αναλυτικού πλαισίου και εκτός αυτού, θεωρώντας και τις δύο µορφές συνέπεια της ψυχανάλυσης και της θεραπευτικής διαδικασίας. Εντός του αναλυτικού πλαισίου, η µεταβίβαση γίνεται µέσο για εκδραµάτιση και µπορεί αρχικά να είναι ο µόνος τρόπος µε τον οποίο απωθηµένες αναµνήσεις βρίσκουν τον δρόµο τους προς την επιφάνεια. Η εκδραµάτιση εκτός πλαισίου ενέχει πιθανούς κινδύνους για τη θεραπεία και για τον ασθενή, αλλά είναι συχνά αδύνατο να αποφευχθεί -ούτε είναι πάντα επιθυµητή µια τέτοια παρέµβαση (Sandler, 1992). Ωστόσο, καθώς η ψυχανάλυση διαρκεί σήµερα περισσότερο απ όσο στο παρελθόν, η απαίτηση της αποχής των ασθενών από τη λήψη σηµαντικών αποφάσεων, κατά τη διάρκεια της θεραπείας τους, τείνει να εγκαταλειφθεί. Στα συγγράµµατά του ο Freud ορισµένες φορές ταυτίζει την εκδραµάτιση µε την µεταβίβαση, ενώ άλλες πάλι φαίνεται να τις διαφοροποιεί, όπως όταν υποστηρίζει ότι χάρη στην ύπαρξη της µεταβίβασης ο ασθενής δεν πραγµατοποιεί επαναλαµβανόµενες πράξεις. Αναµφίβολα, όµως, η σχέση µεταξύ εκδραµάτισης και µεταβίβασης δεν είναι σαφής για τον Freud: άλλοτε ταυτίζει τις δύο έννοιες, κι άλλες φορές τις διακρίνει (Boesky 1982, σελ. 697). Ο ίδιος θεωρούσε ότι η εκδραµάτιση ήταν µια ιδιαίτερη εκδήλωση αντίστασης µε θεωρητικά ανεπιθύµητες συνέπειες για τον ασθενή ή για την πρόοδο της θεραπείας του. Εξαιτίας αυτής της τοποθέτησής του, φαίνεται ως λογικό βήµα για τους συνεχιστές του να συσχετίζουν την εκδραµάτιση περισσότερο µε συµπεριφορές που ήταν γενικώς ανεπιθύµητες (Sandler, 1992). 11

ii) Μεταγενέστεροι του Freud Μετά την εισαγωγή της από τον Freud, η εκδραµάτιση έχει απασχολήσει έκτοτε πολλούς ψυχαναλυτές, οι οποίοι προσπάθησαν να κατανοήσουν καλύτερα την έννοια τόσο θεωρητικά όσο και κλινικά. Για λόγους συντοµίας, θα αναφερθούµε σε ορισµένους µόνον από αυτούς (Anna Freud, Fenichel, Greenacre, Grinberg, Etchegoyen και Green). Η έννοια της εκδραµάτισης συχνά χρησιµοποιείται ως γενικευµένη περιγραφή παρορµητικών πράξεων που έχουν ως αποτέλεσµα την εξάλειψη της έντασης που προκαλείται από ασυνείδητους συγκρουσιακούς µηχανισµούς. Υπάρχουν πολλά παραδείγµατα στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφία τα οποία διευκρινίζουν την αντίθεση του εκτός και του εντός. Η αντιµετώπιση της εκδραµάτισης ως «εντός ή εκτός της αναλυτικής κατάστασης» απλώς τοποθετεί τη συµπεριφορά του ασθενούς στον χώρο. Η παραπάνω αντίθεση συσκοτίζει την σχετική µεταψυχολογική διαφορά µεταξύ ενδοψυχικής και προφανούς πράξης, είτε αυτές συµβαίνουν στο ντιβάνι του αναλυτή, είτε στον έξω κόσµο (Boesky, 1982). Κατά την αρχική της έννοια, η εκδραµάτιση µπορεί να συµβεί είτε εντός της θεραπείας είτε εκτός αυτής. Ο όρος ενδραµάτιση (acting in) χρησιµοποιήθηκε από ορισµένους συγγραφείς για να αναφερθούν στην εκδραµάτιση εντός του θεραπευτικού πλαισίου (Sandler, 1992). Ο Fenichel (1945), η Greenacre (1950) και άλλοι, µιλούν για εκδραµάτιση εντός αλλά και εκτός του πλαισίου της ψυχανανάλυσης (Vanggaard, 1968). Ο Etchegoyen (1991) γράφει ότι µε την πάροδο των χρόνων, ορισµένοι θεώρησαν λανθασµένα ότι ο όρος εκδραµάτιση αναφέρεται στο πράττειν εκτός συνεδρίας, ενώ το πράττειν εντός συνεδρίας περιγράφεται από τον όρο ενδραµάτιση. Για τους σκοπούς αυτής της εργασίας θα διερευνήσουµε την εκδραµάτιση εντός της θεραπευτικής διαδικασίας, αλλά παραθέτοντας κυρίως παραδείγµατα που συνέβησαν εκτός του θεραπευτικού χώρου. Όπως είπε ο Vanggaard, οφείλουµε να λάβουµε υπ όψιν οτι είναι πολύ δύσκολος ο διαχωρισµός της εκδραµάτισης όπως αυτή εκφράζεται ή προκαλείται µέσα από τη θεραπευτική διαδικασία και όπως αυτή παρουσιάζεται εκτός αυτής (Vanggaard 1968, σελ.207). Η εκδραµάτιση, µπορεί να χαρακτηριστεί ως σύνολο πράξεων που λειτουργούν αποφορτιστικά για εντάσεις ασυνείδητων συγκρούσεων οι οποίες δεν έχουν επιλυθεί εντός της θεραπείας και που έχουν πυροδοτηθεί συνήθως στα πλαίσια της µεταβιβαστικής σχέσης. Η εκδραµάτιση οδηγεί στη µείωση της έντασης, παρακάµπτοντας την, αφήνοντας τη σύγκρουση ανέγγιχτη και αµετάβλητη, λειτουργώντας έτσι ως αντίσταση (Vanggaard 1968 σελ.208). Αν και ο όρος έχει χρησιµοποιηθεί για την περιγραφή κάθε είδους παρορµητικής συµπεριφοράς και ερµηνεύεται ποικιλοτρόπως, θα εστιάσουµε εδώ µόνο στην εκδραµάτιση εντός της ψυχαναλυτικής διαδικασίας, συνδέοντας την εκδραµάτιση µε τις έννοιες της µεταβίβασης και αντιµεταβίβασης, αντίστασης, άµυνας και επικοινωνίας (Vanggaard 1968 σελ.206). Σύµφωνα µε την Anna Freud (1936), δεν µπορεί να ανακτηθεί µνηµονικά όλο το ψυχικό υλικό που έχει κατασταλεί, µε αποτέλεσµα το ξεχασµένο παρελθόν κάποιες φορές να γίνεται αντιληπτό µόνο 12

εάν αναβιωθεί. Σε αυτήν την περίπτωση εκφράζεται µέσω της µεταβίβασης - µε αποτέλεσµα την επανάληψη του παρελθόντος από άποψη συµπεριφοράς εντός ενός πλαισίου, όµως, όπου ισχύουν οι ψυχαναλυτικοί κανόνες. Η εκδραµάτιση του ασθενούς πρός τον ψυχαναλυτή περιορίζεται στην επανεµφάνιση των παρορµήσεων και στην επαναφορά παιδικών απαιτήσεων και νοοτροπίας, αλλά δεν επηρεάζει σε πρακτικό επίπεδο τη συµµαχία µεταξύ ασθενούς και αναλυτή (όπως αυτή εκφράζεται µέσα από την τακτική παρακολούθηση των συνεδριών, την τήρηση των ορίωνκανόνων, την ειλικρίνεια κ.λπ.). Η εκδραµάτιση στο πλαίσιο της µεταβίβασης, εντός των ορίων αυτών, αναγνωρίστηκε από νωρίς ως απαραίτητος µηχανισµός ανάκλησης της µνήµης (Freud Α., 1968). Παρ όλα αυτά, σε κάποιες περιπτώσεις, η δυναµική της απωθηµένης µνήµης-υλικού δεν µπορεί να περιοριστεί εντός της µεταβιβαστικής σχέσης, ούτε να υπαχθεί στους κανόνες της ψυχαναλυτικής σχέσης. Τέτοιες παρορµήσεις µόλις εκφραστούν, και εποµένως στερηθούν της συναισθηµατικής τους κάθεξης, δεν προσφέρονται για αποτελεσµατική ερµηνεία. Απειλείται έτσι η πρόοδος της θεραπείας στο µέτρο που το παραπάνω φαινόµενο δεν µπορεί να περιοριστεί ούτε στην ψυχική σφαίρα αλλά ούτε και στο αναλυτικό πλαίσιο (Freud Α., 1968). Κατά κάποιο τρόπο η µεταβίβαση αυτή καθαυτή εµπεριέχει ένα βαθµό εκδραµάτισης ως φυσικό στοιχείο της διαδικασίας, αλλά δεν αποτελεί το είδος της εκδραµάτισης που εξετάζεται εδώ. Ιστορικά, σε µια πρώτη φάση, υπήρχε ξεκάθαρη διάκριση µεταξύ της θεραπευτικής διαδικασίας που στηριζόταν στην ερµηνεία των ονείρων και αυτής που εστίαζε στον ελεύθερο συνειρµό. Και στις δύο περιπτώσεις, η θεραπεία βασιζόταν στην ενθύµηση και σε διάφορα φαινόµενα µεταβίβασης, όπως η αναβίωση, η επανάληψη και η εκδραµάτιση (Freud Α., 1968). Κατά την Αnna Freud, η θεωρητική µετατόπιση προς µία πιο ευρεία χρήση και κατανόηση της µεταβίβασης και της µεταβιβαστικής σχέσης, σήµανε και αλλαγή στην πρακτική αντιµετώπιση καθώς και στη θεωρητική προσέγγιση της ψυχανάλυσης. Η στροφή που πραγµατοποιήθηκε στην ερµηνεία της εκδραµάτισης µπορεί να γίνει επίσης κατανοητή ως µέρος γενικότερων αλλαγών στην σηµασία που κατείχε η ερµηνεία και εποµένως και στην κλινική προσέγγιση της ψυχαναλυτικής πρακτικής (Freud Α., 1968). Η Αnna Freud, στο χαρακτηριστικά ενδελεχές άρθρο της περί εκδραµάτισης αναλύει την εξέλιξη της σηµασίας του όρου της εκδραµάτισης από την αρχική της χρήση από τον Freud (ως ενδεχοµένως αποδιοργανωτικής κατά την ψυχαναλυτική διαδικασία), έως την αναγνώριση της χρησιµότητάς της στην ανάδειξη και ερµηνεία απωθηµένου ψυχικού υλικού. Πιστεύει πως ένας από τους βασικούς λόγους που η εκδραµάτιση άρχισε να ερµηνεύεται ως εξίσου σηµαντική µε τον ελεύθερο συνειρµό και την ερµηνεία των ονείρων, δηλαδή ως µέθοδος κατανόησης ασυνείδητων συγκρούσεων, ήταν η µετατόπιση του θεωρητικού ενδιαφέροντος από την φαλλική οιδιπόδεια περίοδο στην πρωταρχική προ-οιδιπόδεια αλληλεπίδραση µητέρας-βρέφους (Freud Α., 1968). Αυτή η νέα επικέντρωση στο προγλωσσικό στάδιο ως κυρίαρχη περίοδο διάπλασης της προσωπικότητας - καθώς και ως βάση µετέπειτα νευρώσεων και µορφών ψυχοπαθολογίας - 13

σήµαινε ότι οι ψυχαναλυτές καλούνταν να αποκτήσουν πρόσβαση σε ασυνείδητο υλικό το οποίο είχε υποστεί πρωτοβάθµια απώθηση και εποµένως ήταν αδύνατο να ανακληθεί ως λεκτική µνήµη. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα να γίνει σηµαντικό µέρος της ψυχαναλυτικής διαδικασίας το να προκαλείται αναβίωση συναισθηµάτων του ασθενούς, τα οποία να µπορεί να εκδραµατίσει κατά την διαδικασία της µεταβίβασης-και µε τη σειρά του να ερµηνεύσει ο αναλυτής. Οι απόψεις των ψυχαναλυτών περί εκδραµάτισης και µεταβίβασης επηρεάστηκαν στο ίδιο διάστηµα και από την θεωρητική µελέτη της επιθετικότητας ως πρωταρχικής παρόρµησης (Freud Α., 1968). Η σεξουαλική παρόρµηση εκφράζεται µέσα από συνειδητή και ασυνείδητη φαντασίωση και µπορεί να προσεγγιστεί µέσω των ονείρων και των ελεύθερων συνειρµών. Από την άλλη, η επιθετική παρόρµηση εκφράζεται κυρίως µέσω πράξεων και χειρονοµιών και εποµένως είναι πολύ πιο πιθανό να προκαλέσει εκδραµάτιση. Η Αnna Freud εικάζει οτι αυτές οι τρείς εξελίξεις - η έµφαση στην προγλωσσική περίοδο, η νέα αντίληψη των µεταβιβαστικών συµπεριφορών της επαναληπτικότητας και της εκδραµάτισης ως εξαιρετικά σηµαντικού ερµηνευτικού υλικού (εν αντιθέσει µε την έρευνα απωθηµένων αναµνήσεων) και η ένταξη της επιθετικότητας στη θεωρία των ενστίκτων - οδήγησαν στη µετατόπιση της ψυχαναλυτικής πρακτικής από την ερµηνεία των ονείρων και των συνειρµών στη µελέτη αυτών των συµπεριφορών (Freud Α., 1968). Η Freud παρατηρεί επίσης ότι ακόµη και ακραίες περιπτώσεις εκδραµάτισης - που δεν είναι αυστηρώς µεταβιβαστικές καθ ότι εκδηλώνονται µε επιπτώσεις στην καθηµερινότητα του ασθενούς εκτός του ψυχαναλυτικού πλαισίου - όλο και πιο συχνά ενσωµατώνονται στη θεραπευτική διαδικασία από τον αναλυτή και ερµηνεύονται µέσα από την µεταβίβαση (Freud Α., 1968, σελ 167). Από την εποχή που ο Freud εισήγαγε τον όρο το 1904, έχει συντελεστεί τεράστια αλλαγή τόσο στον βαθµό ενδιαφέροντος όσο και στην χρήση του φαινοµένου στην αναλυτική θεωρία. Όπως τόσοι άλλοι ψυχαναλυτικοί όροι, η εκδραµάτιση γεννήθηκε σε µία εποχή όπου επικρατούσαν συγκεκριµένες θεωρίες και κλινικές εφαρµογές που έχουν έκτοτε αλλάξει - πράγµα που καθιστά απαραίτητη τη µετάλλαξη του ίδιου του όρου. Σύµφωνα µε την Anna Freud, επήλθε ξεκάθαρη αλλαγή της τεχνικής ισορροπίας προς το να δίνεται βάρος στην εκδραµάτιση ως µέρος της µεταβίβασης και µαζί αυξηµένη ανεκτικότητα προς ακραίες µορφές του φαινοµένου, οι οποίες παρακάµπτουν το αναλυτικό πλαίσιο, εισβάλλουν στον εξωτερικό βίο του ασθενούς και µπορούν να ερµηνευτούν µόνο δευτερευόντως, µέσα από τη µεταβίβαση (Freud Α., 1968). Με το πέρασµα του χρόνου, η ερµηνεία της µεταβίβασης εδραιώθηκε ως αναγκαίο πρακτικό εργαλείο. Η διαδικασία της επαναβίωσης γεγονότων από τον ασθενή κατά την µεταβίβαση θεωρείτο δεδοµένη - και όσο συνέβαινε αυτό, τόσο ο όρος εκδραµάτιση δεν χρησίµευε για την κατανόηση της επαναληπτικότητας της µεταβίβασης, παρά µόνο για την αναπαράσταση του παρελθόντος εκτός του ψυχαναλυτικού πλαισίου (Freud Α., 1968). Το 1941, ο Otto Fenichel δηµοσίευσε µια σηµαντική µελετη µε θέµα την Νευρωτική Εκδραµάτιση. Στο έργο αυτό ορίζει όλες τις µορφές του φαινοµένου ως τρόπο ασυνείδητης ανακούφισης εσωτερικών εντάσεων, επιτρέποντας έτσι τη µερική εκφόρτιση απωθηµένων 14

παρορµήσεων. Υποδεικνύει µάλιστα ότι η κατάσταση του ασθενούς στο παρόν (ειδικά µέσα στο πλαίσιο της ψυχανάλυσης) συνδέεται συνειρµικά µε απωθηµένο ψυχικό υλικό και ότι είναι η µεταβίβαση αυτή που καθιστά δυνατή την εκφόρτιση. Ο ίδιος, όµως, θεωρεί τη διατύπωσή του ανεπαρκή, καθώς αυτό που περιγράφει είναι κοινό χαρακτηριστικό και άλλων ψυχικών φαινοµένων, όπως η µεταβίβαση, ο σχηµατισµός συµπτωµάτων και η µετάθεση. Αυτό που διακρίνει την εκδραµάτιση είναι ότι δεν είναι µόνον αίσθηµα ή σκέψη, αλλά χαρακτηρίζεται από κινητική δραστηριότητα. Τόσο στη µεταβίβαση όσο και στην εκδραµάτιση η διάκριση µεταξύ παρελθόντος και παρόντος δεν είναι ξεκάθαρη, αλλά η εκδραµάτιση, εξαιτίας της εµπλοκής του πράττειν, είναι δυνητικά πιο επικίνδυνη, καθώς µπορεί να έχει πραγµατικές συνέπειες (Fenichel, 1945). Ως προς την γένεση της επαναλαµβανόµενης εκδραµάτισης, ο Fenichel παρουσιάζει την καθήλωση στο στοµατικό στάδιο - συνοδευόµενη πάντα από ισχυρές ναρκισσιστικές τάσεις και ανικανότητα αποδοχής των µαταιώσεων -, την αυξηµένη κινητικότητα και την παρουσία σοβαρών πρόωρων τραυµάτων ως παράγοντες που παράγουν τάσεις προς το πράττειν, συντείνοντας έτσι στην εκδραµάτιση (Fenichel, 1945). Ο Fenichel υποστηρίζει, επίσης, ότι το αναλυτικό πλαίσιο ενθαρρύνει, µέχρις ενός ορισµένου σηµείου, τις εκδραµατίσεις καθώς η ουδέτερη στάση του αναλυτή επιτρέπει στον ασθενή να είναι λιγότερο αντιδραστικός, αυξάνοντας έτσι την παραγωγή ενός βαθύτερου ασυνείδητου υλικού. Ο Fenichel διαχωρίζει την εκδραµάτιση εκτός του ψυχαναλυτικού πλαισίου και εντός αυτού. Η ανάλυσή του σχετικά µε την εκτός ψυχανάλυσης εκδραµάτιση τον οδήγησε να παρατηρήσει την αντιστοιχία µεταξύ των παρορµητικών νευρώσεων, των τραυµατικών νευρώσεων, των εξαρτήσεων και της κατάθλιψης, καθώς και τον χαρακτηριστικό ρόλο που παίζει η εκδραµάτιση σε όλες αυτές τις περιπτώσεις. Συµπέρανε οτι οι παρορµητικές νευρώσεις - στις οποίες εντάσονται και οι διαταραχές προσωπικότητας - είναι ριζωµένες στην πρώιµη εξελικτική φάση, όταν το βρέφος βασίζεται εξ ολοκλήρου στην φροντίδα της µητέρας. Εικάζει ότι αν και ο σκοπός αυτών των µη απωθηµένων πράξεων είναι αµυντικός - όπως η διαφυγή από έναν φανταστικό κίνδυνο, ιδιαίτερα την κατάθλιψη -, αυτό δεν αποκλείει το γεγονός ότι ταυτόχρονα µπορούν να οδηγήσουν σε µια διαστρεβλωµένη ικανοποίηση σεξουαλικής ή επιθετικής φύσης (Rexford, 1978). Σηµειώνει, ωστόσο, ότι αυτός ο ορισµός δεν διαφοροποιεί αρκετά την εκδραµάτιση από άλλου τύπου νευρωτικές συµπεριφορές και δίνει βάρος στο γενονός οτι στην περίπτωση της εκδραµάτισης η ποιότητα της πράξης είναι αυτή καθεαυτή εµφανής και σηµαίνουσα. Ο Fenichel περιγράφει τις οµοιότητες µεταξύ της εκδραµάτισης των νευρωτικών, ιδιαίτερα εκείνων που έχουν καθήλωση στο στοµατικό στάδιο, µε τη συµπεριφορά των εθισµένων ατόµων. Επίσης αναγνωρίζει τη σύνδεση µεταξύ της εκδραµάτισης και των χαρακτηριστικών επαναλήψεων που παρουσιάζονται σε περιπτώσεις τραυµατικών νευρώσεων, στις συχνά επαναλαµβανόµενες ενέργειες του ασθενούς σε µια προσπάθεια να κυριαρχήσει σε µια συντριπτική τραυµατική εµπειρία. Όσον αφορά την εκδραµάτιση εντός της θεραπείας, παρατηρεί ότι δεν είναι µόνον οι ασθενείς µε τέτοιες τάσεις που την παρουσιάζουν στην ανάλυση, αλλά και ασθενείς µε άλλου 15

τύπου ψυχική µορφολογία, για τους οποίους η εκδραµάτιση καθιστά µια µορφή µεταβίβασης (Rexford, 1978). Τέλος, συνδέει τον όρο της εκδραµάτισης τόσο µε φαινόµενα που σχετίζονται µε τη θεραπεία όσο και µε παρορµητικές τάσεις που είναι ριζωµένες στην προσωπικότητα και την παθολογία του ατόµου, αποµακρυνόµενος έτσι από την προηγουµένως ξεκάθαρη σύνδεση µε τη µεταβίβαση και την αντίσταση. Προτείνει ότι οι τραυµατικές εµπειρίες στην παιδική ηλικία µπορεί να οδηγήσουν σε επανειληµµένες απόπειρες για κυριαρχία πάνω τους µέσω πράξεων που κάποτε το άτοµο υπόµεινε παθητικά υπό τραυµατικές συνθήκες (Sandler, 1992). Αν και ο βασικός σκοπός των εκδραµατίσεων είναι να αποφευχθεί η αντιµέτωπιση των αναµνήσεων και µέσω της πράξης να κρατηθεί µία απόσταση από το ανεπιθύµητο ψυχικό υλικό, o Fenichel αναφέρει ότι η εκδραµάτιση ενδέχεται να έχει και πλεονεκτήµατα. Καταρχάς αποτελεί πηγή για την απόκτηση υλικού, µιας και o αναλυτής µπορεί να αποκτήσει µε την παρατήρηση άµεση πρόσβαση στο παρελθόν του ασθενούς- υποθέτοντας ότι ο ασθενής δεν αποσιωπά την εκδραµάτιση εκτός των συνεδριών του - και αυξάνει την ικανότητα απόδειξης της επικαιρότητας του υλικού, αφού µπορεί να υποδείξει στον ασθενή τις επιρροές της παιδικής ηλικίας του στην τωρινή του κατάσταση (Fenichel, 1945). Τονίζει, τέλος, ότι τα πλεονεκτήµατα µπορούν να χρησιµοποιηθούν ως τέτοια µόνον αν οι εκδραµατίσεις ακολουθούνται, το συντοµότερο δυνατόν, από την ερµηνεία και την κατανόηση από τον ασθενή. Αν o εγώ-συντονικός χαρακτήρας της εκδραµάτισης καθιστά µια τέτοια ερµηνεία αδύνατη, η εκδραµάτιση κατά την ψυχανάλυση αποτελεί απώλεια, καθώς το υλικό που έχει ενεργοποιηθεί από την αναλυτική διαδικασία βρίσκει διέξοδο χωρίς να παρέχει καµία πληροφορία για την πραγµατική του φύση. Η εκδραµάτιση που δεν ακολουθείται αµέσως από ερµηνεία είναι απλά ένα ατύχηµα", όπως κάποτε ανέφερε ο Freud (Fenichel, 1945). Σε παρόµοια κατεύθυνση κινήθηκε και η Greenacre (1950), η οποία συµφωνεί µε τον Fenichel ως προς τους παράγοντες που συντελούν στη γένεση της επαναλαµβανόµενης εκδραµάτισης και προσδίδει ιδιαίτερη σηµασία στην τάση για δραµατοποιήσεις, καθώς και στην ασυνείδητη πίστη στη µαγεία της πράξης (Greenacre, 1950). Ενδέχεται, ωστόσο, η κοινή γενετική κατάσταση σε συνδυασµό µε τη συνοδευτική γενική τάση για εκδραµάτιση να προκαλούν στρέβλωση της σχέσης µεταξύ πράξης και έκφρασης λόγου, συνέπεια η οποία συχνά οφείλεται σε διαταραχές κατά το δεύτερο έτος της ανάπτυξης ενός παιδιού. Μέσω της κλινικής πρακτικής της, η Greenacre παρατήρησε ότι ακόµα και όταν η πράξη που εµπλέκεται στην εκδραµάτιση περιλαµβάνει λόγο, είναι η πράξη που έχει τη σηµαντική λειτουργία, ενώ ο λόγος έχει δευτερεύουσα σηµασία. Επεσήµανε, επίσης, ότι κάποιες φορές η ίδια η οµιλία φαίνεται να συµµετέχει στην εκφόρτιση της έντασης µέσα από χροιές τόνου και έντασης και όχι µέσω της εγκαθίδρυσης επικοινωνίας. Έχοντας εκτεταµένη κλινική εµπειρία µε σοβαρές περιπτώσεις νευρώσεων, η Greenacre παρατηρεί ότι αυτός ο τύπος ασθενών τείνει να επικοινωνεί σε µεγάλο βαθµό µε τη γλώσσα του σώµατος µορφή της οποίας είναι η εκδραµάτιση - η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία στην ανάλυση. 16

Μια πιθανή αιτία αυτής της δυσκολίας είναι οτι ανήκει ουσιαστικά σε µια προλεκτική µορφή σκέψης και αντιπροσωπεύει µια πραγµατική προγενέστερη δυσκολία στη ζωή του παιδιού να πραγµατοποιήσει αυτήν την µετάβαση (Greenacre, 1950). Κατά την Greenacre, οι ασθενείς που τείνουν στην εκδραµάτιση φαίνεται να µην έχουν την ικανότητα να εκφράζονται λεκτικά ή να σκέφτονται µε λεκτικούς όρους, άρα δηλαδή αδυνατούν να εστιάσουν στα συναισθήµατα που συνδέονται µε το περιεχόµενο των σκέψεων. Καταλήγει ότι, ενώ φαίνεται η δυσαναλογία µεταξύ της λεκτικής ικανότητας και κινητικής δραστηριότητας να είναι κύριο χαρακτηριστικό της επαναλαµβανόµενης εκδραµάτισης, είναι προφανές ότι η σηµασία της ποικίλλει ανάλογα µε τον βαθµό και τον τύπο της εκδραµάτισης. Αυτό που χαρακτηρίζει πολλούς από τους ασθενείς που εµφανίζουν κατ επανάληψη τέτοια συµπεριφορά, είναι η µη ανεπτυγµένη αίσθηση της πραγµατικότητας, η οποία εντείνεται από ένα αδύναµο και ναρκισσιστικό Εγώ. Πιστεύει ότι η εκδραµάτιση χαρακτηρίζεται από την ανάγκη να κυριαρχήσει ο ασθενής πάνω στην τραυµατική εµπειρία ή από την καταναγκαστική τάση να επαναλαµβάνει ψυχικώς φορτισµένα γεγονότα του παρελθόντος. Η Greenacre στο άρθρο της General Problems of Acting Out (1968) θεωρεί την εκδραµάτιση ως καθολικώς αποδιοργανωτική για την θεραπεία, εφ όσον µπορεί να εµποδίσει τη διαδικασία επεξεργασίας εξαιρετικά σηµαντικών αναµνήσεων. Κατ αυτή την ερµηνεία, το γεγονός ότι µνήµες που είναι συναισθηµατικά φορτισµένες εκφράζονται µέσα από πράξεις και όχι µέσα από λεκτική επικοινωνία εντός της συνεδρίας, οδηγούν σε διακοπή της διαδικασίας. Η ίδια τονίζει εµφατικά ότι η ανεπαρκής ερµηνεία της µεταβίβασης και της αντιµεταβίβασης καθώς και άλλα αντιµεταβιβαστικά προβλήµατα παίζουν επίσης σηµαντικό ρόλο στην εµφάνιση φαινοµένων εκδραµάτισης (Greenacre, 1968). Επιπλέον, εκτιµά ότι είναι πολύ πιθανό η εκδραµάτιση να γίνει ακραία όταν εστιάζεται, ενδυναµώνεται και διοχετεύεται µέσω της αναλυτικής διαδικασίας και υπό την πίεση µιας έντονης σχέσης µεταβίβασης. Συµπεριφορές εκδραµάτισης τείνουν να επαναλαµβάνουν οργανωµένες µνήµες γεγονότων του παρελθόντος ή να οδηγούν από τη φαντασίωση στην πράξη - κάτι που συµβαίνει εκτός θεραπείας και µπορεί να οφείλεται σε εξωγενείς αιτίες ή γεγονότα (Greenacre, 1968). Τέλος, η Greenacre αναλύει τρεις από τις προτεινόµενες τεχνικές για τη διαχείριση φαινοµένων εκδραµάτισης: την ερµηνεία, την απαγόρευση και την ενίσχυση του Εγώ. Θεωρεί την απαγόρευση ως την λιγότερο επιτυχηµένη, καθώς η γενική απαγόρευση λήψης σηµαντικών αποφάσεων ζωής, την οποία πρότεινε ο Freud, είναι πολύ δύσκολο να εφαρµοστεί, ειδικά αν η θεραπεία διαρκέσει πολύ καιρό, όπως είναι σύνηθες, και καθώς επίσης η απαγόρευση συγκεκριµένων µορφών εκδραµάτισης είναι αδύνατο να ακολουθηθεί, δεδοµένου ότι το φαινόµενο είναι σε µεγάλο βαθµό ασυνείδητο και ως εκ τούτου οι ασθενείς δεν έχουν επίγνωση της συµπεριφοράς τους. Η ερµηνεία, η οποία είναι η πιο κοινή µέθοδος, έχει τους περιορισµούς της, καθώς είναι επιτυχής µόνο, ή κυρίως, µε τους ασθενείς που έχουν ένα καλά απαρτιωµένο Εγώ. Δεδοµένου ότι είναι ασυνείδητο φαινόµενο, ο συγχρονισµός ( timing ) είναι πολύ σηµαντικός, καθώς οι πρόωρες ερµηνείες δεν θα 17

διευκολύνουν την απόκτηση διορατικότητας του ασθενούς παρά µόνο θα επηρεάσουν τη συµπεριφορά του (Greenacre, 1950). Ο Grinberg (1968) ακολουθώντας την κατεύθυνση της Greenacre, διερευνά τον όρο µέσα από το πρίσµα της σχέσης µε το αντικείµενο. Οι ρίζες του φαινοµένου συνδέονται µε εµπειρίες απώλειας και αποχωρισµού του αντικειµένου τις οποίες δεν επεξεργάστηκε ποτέ ο ασθενής. Τέτοιες εµπειρίες δηµιουργούν εξαιρετικά επίπονα και δύσκολα να αντιµετωπιστούν συναισθήµατα. Ο Freud (1925) καταδεικνύει οτι η απουσία της µητέρας - όπου η αντίληψη της απώλειας του αντικειµένου βιώνεται από το Εγώ ως πραγµατική απώλεια - είναι τόσο τραυµατικό βίωµα που δηµιουργεί ακραίο άγχος. Εποµένως η εκδραµάτιση τελικά χρησιµεύει ως άµυνα έναντι των καταθλιπτικών συναισθηµάτων και του άγχος αποχωρισµού από την µητέρα (Grinberg, 1968). Η εκδραµάτιση, η οποία προκαλείται από άγχος αποχωρισµού και παρουσιάζεται µέσα στο πλαίσιο µιας µεταβιβαστικής σχέσης, συµπεριλαµβάνει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: την άρνηση να αναγνωριστεί η σχέση µε τον αναλυτή, την αντικατάσταση της σκέψης από το πράττειν, την τάση παλινδρόµησης ή και ψυχικής αποδιοργάνωσης, την χρήση προλεκτικών µορφών επικοινωνίας και, τέλος, την µετατόπιση των συναισθηµάτων - µέσω προβολής µίσους, προσκόλλησης εξιδανίκευσης και ούτω καθεξής ή τµηµάτων του Εγώ - µέσω προβλητικής ταύτισης. Όλα αυτά στοχεύουν ασυνείδητα στην απώθηση και πρωτίστως στην άρνηση του αποχωρισµού από τον αναλυτή και τα συναφή συναισθήµατα που αυτός προκαλεί. Σε γενικές γραµµές, όταν η εκδραµάτιση συµβαίνει κατά τη διάρκεια διακοπής της ψυχανάλυσης, µπορεί να εκληφθεί κυρίως ως αµυντικού τύπου δηλαδή έχει στόχο την άρνηση των συναισθηµάτων που προκαλούνται από τον αποχωρισµό από τον αναλυτή, όπως ψυχικός πόνος, άγχος και άλλα δυσάρεστα συναισθήµατα (Quinodox J-M, 1993). Ο Grinberg υποστηρίζει ότι η εκδραµάτιση είναι διαδικασία που πάντα απαιτεί δύο συµµετέχοντες. Ακόµα και αν είναι ναρκισσιστική η φύση της, επιβάλλεται πάντα να υπάρχει αντικείµενο. Μπορούµε να κατανοήσουµε τις δυναµικές και τις διακυµάνσεις της εκδραµάτισης εξετάζοντας την πρωταρχική σχέση µητέρας- βρέφους, ή όπως το ονοµάζει ο Bion (1962) την σχέση περιέχοντοςπεριεχοµένου'. Σύµφωνα µε τον Βion, όταν το βρέφος βιώνει έντονο άγχος, έχει ανάγκη να το προβάλλει σε ένα αντικείµενο, δηλαδή τη µητέρα, ικανό να εµπεριέξει και να µεταβολίσει το άγχος αυτό, έτσι ώστε, όταν το βρέφος ξαναβιώσει το ίδιο άγχος, να του είναι πιο ανεκτό. Εαν η µητέρα δεν καταφέρει να µεταβολίσει αυτό το άγχος, το βρέφος βιώνει έναν ανυπόφορο, άγνωστο τρόµο. Όπως αναφέρει ο Bion, η εκδραµάτιση θεωρείται συνέπεια ρήξης της σχέσης περιέχοντοςπεριεχοµένου, δηλαδή της δυάδας µητέρας-βρέφους. Ο Βion ονόµασε την ικανότητα της µητέρας να δέχεται, να εµπεριέχει και να µεταβολίζει το άγχος του βρέφους, ικανότητα για ονειροπόληση. Κατ επέκταση, η ονειροπόληση και η εµπεριέχουσα λειτουργία του αναλυτή αποκτά σηµαντική θέση στην αναλυτική σχέση (Bion, 1963). Σύµφωνα µε τον Bion, η απουσία του αναλυτή βιώνεται ως καταδιωκτική γιατί ο αναλυόµενος τη συνδέει µε επιθετικές φαντασιώσεις και φόβους αντεκδίκησης (Bion, 1962 σελ.172). 18

Σύµφωνα µε την προσέγγιση αυτή, η ανάγκη του ασθενούς να βρει ένα εξωτερικό αντικείµενο το οποίο να µπορεί να δεχθεί και να αντιµετωπίσει τον πόνο και το άγχος του αποχωρισµού είναι σηµαντικό στοιχείο της εκδραµάτισης. Ο Rosenfeld (1965) ταξινοµεί την εκδραµάτιση ως µερική ή ολική σύµφωνα µε το βαθµό της βιαιότητας µε την οποία ο ασθενής αποχωρίστηκε το πρωταρχικό ανικείµενο. Γράφει ότι ο ασθενής που βρίσκεται σταθερά εγκλωβισµένος σε µια παρανοικήσχιζοειδή κατάσταση και έχει αποσυνδεθεί από το πρωταρχικό του αντικείµενο µε επιθετικό τρόπο, τείνει σε ακραία εκδραµάτιση (Grinberg, 1968 σελ.171). Εποµένως, µπορούµε να υποθέσουµε ότι εάν ο τρόπος µε τον οποίο βίωσε τον αποχωρισµό ο ασθενής είναι εξαιρετικά επιθετικός, η δυσκολία του να αντέξει το γεγονός, καθώς και η τάση του προς εκδραµάτιση στην αναζήτηση του υποκατάστατου αντικειµένου θα είναι εξ ίσου ισχυρές. Ο Rosenfeld (1964) τόνισε τη σηµασία του βαθµού της εχθρότητας µε την οποία αποχωρίζεται το πρωταρχικό αντικείµενο. Κατά τον ίδιο, θα µπορούσε να θεωρηθεί ότι εαν η εχθρότητα µε την οποία ο ασθενής έχει αποχωριστεί το αντικείµενο είναι πολύ ισχυρή, η δυσκολία να ανεχθεί τον αποχωρισµό και η τάση για εκδραµάτιση προς αναζήτηση του υποκατάστατου αντικειµένου είναι µεγαλύτερη. Αναφέρει, επίσης, ότι αν ο ασθενής έχει βιώσει, στην νηπιακή ηλικία, υπερβολική εχθρότητα και κατά συνέπεια υπερβολικό παρανοϊκό άγχος προς το πρωταρχικό αντικείµενο, θα παρουσιάσει εµµονή µε αυτό κατά την παρανοϊκή σχιζοειδή φάση. Όσο ισχυρότερη είναι η εµµονή και βαθύτερη η σχάση µεταξύ ενός κακού και ενός εξαιρετικά εξιδανικευµένου αντικειµένου, τόσο µεγαλύτερη είναι η δυσκολία του ασθενούς να επεξεργαστεί την κατάθλιψή του αργότερα, µέσω της ικανότητάς του να αντιµετωπίζει απογοητεύσεις χωρίς να χάνει εντελώς επαφή µε το καλό αντικείµενο. Ως εκ τούτου, εάν η σχάση του αντικειµένου σε καλό και κακό δεν απαρτιώνεται επαρκώς, τότε η µετάβαση του βρέφους από το πρωταρχικό σε επακόλουθα αντικείµενα γίνεται µε έντονη εχθρότητα. Έτσι, το πρωταρχικό αντικείµενο παραµένει καθολικώς κακό και καταδιωκτικό και το δευτερεύον αντικείµενο καθολικώς καλό και εξιδανικευµένο (Rosenfeld, 1982; Harrow, 1985). Το αντικείµενο σε αυτήν την περίσταση είναι ο ψυχαναλυτής, στον οποίο ο ασθενής εκκενώνει τα αφόρητα συναισθήµατά του, όταν οι εµπειρίες απώλειας του παρελθόντος επανενεργοποιούνται µέσω της διαδικασίας µεταβίβασης στο παρόν. Η απουσία του αναλυτή βιώνεται ως καταδιωκτική, καθώς ο ασθενής τη συσχετίζει µε τις επιθετικές του φαντασιώσεις και τους φόβους αντεκδίκησης εκ µέρους του αναλυτή. Αυτός είναι ο λόγος που τα διαστήµατα αποχωρισµού κατά τη διάρκεια θεραπείας συχνά πυροδοτούν επεισόδια εκδραµάτισης: ο ασθενής ψάχνει εναγωνίως για υποκατάστατα αντικείµενα στα οποία να µπορέσει να προβάλει τα δικά του τροµακτικά και αφόρητα αισθήµατα (Harrow, 1985). Οι συνέπειες της εκδραµάτισης µπορεί να είναι σοβαρές, όταν αποτελούν έκφραση του ενστίκτου θανάτου. Ο Zac επεσήµανε ότι όταν λείπει ο αναλυτής, ο ασθενής δεν µπορεί να προβάλει τα απορριφθέντα και δισχιδή ψυχικά κοµµάτια και αναγκάζεται να τα ενδοβάλει, βιώνοντάς τα ως καταδιωκτικά. 19

Κατά την άποψη του, η εκδραµάτιση δεν είναι µόνον ένας µηχανισµός άµυνας αλλά και µια βαλβίδα ασφαλείας, σύµφωνα µε την οποία τα ψυχωτικά µέρη της προσωπικότητας µπορούν µερικές φορές να επαναπροβληθούν, προκειµένου να αποφευχθεί η ψύχωση και να προστατευθεί το µη ψυχωτικό κοµµάτι του ασθενούς από αυτά. (Quinodox, 1993) Άλλες φορές, το περιέχον αντικείµενο είναι το ίδιο το σώµα του ασθενούς, το οποίο παρουσιάζει ψυχοσωµατικές και υποχονδριακού τύπου διαταραχές. Το σώµα, και πιο συγκεκριµένα το ψυχοσωµατικό σύµπτωµα, γίνεται µία παρουσία που αντισταθµίζει ή εκµηδενίζει την απουσία του αναλυτή και εµπεριέχει τα επίπονα συναισθήµατα και το άγχος αποχωρισµού. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το σώµα - ή το µέρος του σώµατος που επηρεάζεται - γίνεται ασυνείδητα αντιληπτό ως ξένο, µε αποτέλεσµα ο ασθενής να βιώνει σχέση αντικειµένου µαζί του. Αυτή η θέωρηση ίσως να προσφέρει έναν τρόπο κατανόησης της εκδραµάτισης του φαινοµένου αυτοτραυµατισµού cutting' που παρουσιάζουν αρκετοί οριακοί ασθενείς. Κατά τον Grinberg, σε άλλες περιπτώσεις το όνειρο ενδέχεται να λειτουργεί ως αποδέκτης-δοχείο που βοηθάει τον ασθενή να απελευθερωθεί από ενισχυµένη ένταση, πράγµα που δεν µας αφορά όµως στην παρούσα εργασία. Υπογραµµίζει το γεγονός ότι ο µηχανισµός προβλητικής ταύτισης παίζει σηµαντικό ρόλο στη δυναµική της εκδραµάτισης. Θεωρεί ότι η προβλητική ταύτιση είναι ο βασικός µηχανισµός της εκδραµάτισης, επιτρέποντας την εκκένωση των στοιχείων εκείνων του εαυτού που δεν µπορούν να γίνουν ανεκτά και να περιεχθούν στο αντικείµενο. Το αντικείµενο µπορεί να απαντήσει µε τη σειρά του µέσω πράξης (Grinberg, 1968). Ο αναλυτής που υποκύπτει στις συνέπειες της παθολογικής αυτής προβλητικής ταύτισης ενδέχεται να αντιδράσει οικειοποιούµενος τα στοιχεία που ο ασθενής προέβαλε σε αυτόν (εσωτερικά αντικείµενα ή κοµµάτια του εαυτού του). Έτσι ο αναλυτής νιώθει ότι αναγκάζεται να παίξει τον ρόλο που ο ασθενής του επιβάλλει µε ενεργό αλλά και ασυνείδητο τρόπο. Ο Grinberg αποκαλεί το συγκεκριµένο αυτόν τύπο αντίδρασης στην αντιµεταβίβαση projective counteridentification (Grinberg, 1968). Υποστηρίζει, επίσης, ότι η εκδραµάτιση εκτός συνεδρίας συχνά συµβαίνει τα Σαββατοκύριακα, ή κατά τη διάρκεια παρόµοιων διαλειµµάτων, λόγω της επανενεργοποίησης του άγχους αποχωρισµού του ασθενούς, και συµπληρώνει το συµπέρασµα της Helene Deutsch σύµφωνα µε το οποίο η εκδραµάτιση ως φαινόµενο παίρνει διαφορετικές µορφές εκτός και εντός του χώρου συνεδρίας, αλλά όσο το συναισθηµατικό επίκεντρο των εκάστοτε συµπεριφορών συνδέεται µε την ψυχανάλυση, δικαιούµαστε να µιλάµε για εκδραµάτιση (Grinberg, 1968, σελ. 176). Η εκδραµάτιση αποτελεί µία διαδικασία που διαµορφώνεται µέσα από την σχέση µε το αντικείµενο και, όπως κάθε λεκτική και µη έκφραση του ασθενούς, υποδηλώνει ένα πληροφοριακό στοιχείο. Σε κάποιες περιπτώσεις, το µήνυµα που υποδηλώνεται µέσα από την νευρωτική πλευρά του ασθενούς ενδέχεται να εκµηδενιστεί από την βίαιη ανίδραση της ψυχωτικής του πλευράς εναντίον του αποδέκτη του µηνύµατος (του αναλυτή) και της ικανότητας για κατανόηση αυτού. Αυτό το είδος εκδραµάτισης θεωρείται µέρος της αντίστασης του ασθενούς (Grinberg, 1968). 20