I Ντουράνγκο, Αντιβασιλεία της Νέας Ισπανίας [Σημερινό Μεξικό], 1741 Ο ΤΡΟΜΟΣ ΕΙΧΕ ΠΑΡΑΛΥΣΕΙ τον Άλβαρο ντε Παδίγια καθώς τα οράματά του διαλύονταν και τα κουρασμένα μάτια του ανακτούσαν την εστίασή τους. Ο ιησουίτης ιερέας αναρωτήθηκε σε ποιο κόσμο αναδυόταν και η αβεβαιότητα ήταν ταυτόχρονα τρομακτική και, κατά παράξενο τρόπο, απολαυστική. Μπορούσε να ακούσει το λάρυγγά του να ζορίζεται από τις ακανόνιστες ανάσες του και να νιώσει την καταπονημένη καρδιά του να πάλλεται στους κροτάφους του, και προσπάθησε να ηρεμήσει. Έπειτα το περιβάλλον άρχισε σιγά σιγά να ξαναπαίρνει μορφή και το πνεύμα του γαλήνεψε. Μπορούσε να νιώσει το άχυρο του στρώματος κάτω από τα δάχτυλά του, επιβεβαιώνοντάς του ότι είχε επιστρέψει από το ταξίδι του. Ένιωσε κάτι παράξενο στα μάγουλά του και σήκωσε το χέρι του για να τα αγγίξει, διαπιστώνοντας ότι ήταν υγρά από δάκρυα. Τότε αντιλήφθηκε ότι και η πλάτη του ήταν βρεγμένη, σαν να μην ήταν ξαπλωμένος σε στεγνό κρεβάτι αλλά σε μια λιμνούλα από νερό. Αναρωτήθηκε γιατί συνέβαινε αυτό. Σκέφτηκε ότι ίσως η πλάτη του ράσου του είχε μουσκέψει από τον ιδρώτα, αλλά μετά διαπίστωσε ότι οι μηροί και οι γάμπες του ήταν επίσης βρεγμένα, και δεν ήταν πια σίγουρος ότι επρόκειτο για ιδρώτα.
12 ΡΕΪΜΟΝΤ ΚΑΡΙ Δεν μπορούσε να καταλάβει αυτό που μόλις του είχε συμβεί. Προσπάθησε να ανακαθίσει, αλλά αισθάνθηκε ότι όλη του η δύναμη είχε στραγγίξει από το σώμα του. Το κεφάλι του καλά καλά δεν είχε σηκωθεί από το στρώμα και έγινε μολύβι. Ο ιερέας αναγκάστηκε να ξαπλώσει, πέφτοντας πάλι στο αχυρένιο στρώμα. «Ξεκουράσου», του είπε ο Εουσέμπιο ντε Σαλβατιέρα. «Ο νους και το σώμα σου χρειάζονται χρόνο για να συνέλθουν». Ο Άλβαρο έκλεισε τα μάτια του, αλλά δεν μπορούσε να κλείσει απέξω το σοκ που τον κυρίευε. Δε θα το πίστευε αν δεν το είχε βιώσει ο ίδιος. Όμως μόλις το είχε βιώσει και ήταν ανησυχητικό, τρομακτικό και... εκπληκτικό. Ένα μέρος του εαυτού του φοβόταν ακόμα και να το σκεφτεί, ενώ ένα άλλο ήθελε απελπισμένα να το ξαναζήσει, τώρα, αμέσως, να αποτολμήσει να επιστρέψει στο αδύνατον. Όμως το αυστηρό, πειθαρχημένο μέρος του απόδιωξε βίαια αυτή την τρελή ιδέα και τον έβαλε ξανά στον ενάρετο δρόμο στον οποίο είχε αφιερώσει τη ζωή του. Κοίταξε τον Εουσέμπιο. Ο αδελφός του ιερέας του χαμογελούσε και το πρόσωπό του ήταν η επιτομή της γαλήνης. «Θα ξανάρθω σε μια δυο ώρες, όταν θα έχεις ανακτήσει κάπως τις δυνάμεις σου». Του έκανε ένα ενθαρρυντικό νεύμα. «Τα πήγες πολύ καλά για πρώτη φορά, παλιέ μου φίλε. Πραγματικά πολύ καλά». Ο Άλβαρο ένιωσε πάλι το φόβο να τρυπώνει μέσα του. «Τι μου έκανες;» Ο Εουσέμπιο τον μελέτησε με μακάριο βλέμμα κι έπειτα το μέτωπό του ρυτίδωσε από συλλογή. «Φοβάμαι ότι μπορεί να άνοιξα μια πόρτα που δε θα μπορέσεις ποτέ να την κλείσεις». Είχε περάσει πάνω από μία δεκαετία από τότε που είχαν φτάσει εδώ, στη Νουέβα Εσπάνια τη Νέα Ισπανία, μαζί, χειροτονημένοι ιερείς της Συντροφιάς του Ιησού,* σταλμένοι από τους πρεσβύτερούς τους της Καστίλης για να συνεχίσουν αυτό που ήταν πια μια μακρά πα- * Το μοναχικό τάγμα των ιησουιτών. (Σ.τ.Ε.)
ΜΝΗΜΗ 13 ράδοση δημιουργίας ιεραποστολών σε αχαρτογράφητες περιοχές ώστε να σώσουν τις αξιολύπητες, αυτόχθονες ψυχές από τη σκοτεινή τους ειδωλολατρία και τους επαίσχυντους, παγανιστικούς τους τρόπους. Το έργο τους ήταν δύσκολο, αλλά όχι χωρίς προηγούμενο. Ακολουθώντας τα βήματα των κονκισταδόρων, φραγκισκανοί, δομινικανοί και ιησουίτες ιεραπόστολοι ριψοκινδύνευαν πηγαίνοντας στον Νέο Κόσμο για περισσότερα από διακόσια χρόνια και, έπειτα από πολλούς πολέμους και εξεγέρσεις, πολλές αυτόχθονες φυλές είχαν καθυποταχτεί από τους αποικιστές τους και αφομοιωθεί από την ισπανική και τη μεστίσο κουλτούρα, αυτή των μιγάδων. Όμως υπήρχε ακόμα πολλή δουλειά να γίνει και πολλές φυλές να προσηλυτιστούν. Με τη βοήθεια των πρώτων προσήλυτων, ο Άλβαρο και ο Εουσέμπιο οικοδόμησαν την ιεραποστολή τους σε μια καταπράσινη, δασωμένη κοιλάδα, βαθιά στις πτυχές της Σιέρα Μάδρε Οξιδεντάλ, στην ενδοχώρα του λαού των Ουιχαριτάρι. Με τον καιρό η ιεραποστολή μεγάλωσε. Όλο και περισσότερες μικρές κοινότητες που ζούσαν απομονωμένες σε όλη την έκταση των άγριων βουνών και των φαραγγιών προσχώρησαν στην κονγκρεγασιόν τους, το εκκλησίασμά τους. Οι ιερείς δημιούργησαν έναν ισχυρό δεσμό με το λαό τους, και ο Άλβαρο μαζί με τον Εουσέμπιο βάπτισαν χιλιάδες ιθαγενείς. Αντίθετα με τους φραγκισκανικούς καταυλισμούς, όπου οι Ινδιάνοι έπρεπε να υιοθετήσουν ευρωπαϊκό τρόπο ζωής και ευρωπαϊκές αξίες, οι δύο ιερείς ακολούθησαν την ιησουιτική παράδοση και άφηναν τους Ινδιάνους να διατηρούν πολλές από τις προαποικιακές πολιτισμικές πρακτικές τους. Τους δίδαξαν επίσης πώς να χρησιμοποιούν το αλέτρι και το τσεκούρι και τους εισήγαγαν στην άρδευση, σε νέες καλλιέργειες και στα οικόσιτα ζώα όλα αυτά βελτίωσαν θεαματικά το φτωχικό γεωργικό τρόπο ζωής τους και οι δύο ιησουίτες κέρδισαν την ευγνωμοσύνη και το σεβασμό τους. Βοήθησε επίσης το γεγονός ότι, αντίθετα με τον πιο άκαμπτο και υποδειγματικό Άλβαρο, ο Εουσέμπιο ήταν ένας ζεστός, κοινωνικός άντρας. Τα γυμνά του πόδια και η ταπεινή του ενδυμασία είχαν
14 ΡΕΪΜΟΝΤ ΚΑΡΙ εμπνεύσει τους ιθαγενείς να αναφέρονται σ αυτόν ως Μοτολιάνα, που σήμαινε ο φτωχός άντρας, και, κόντρα στις συμβουλές του Άλβαρο, είχε ενστερνιστεί το όνομα. Η ταπεινότητά του, η υποδειγματική ζωή του και η συμπονετική του συζήτηση, που αποτελούσαν όλα τους παράδειγμα των αρχών που κήρυττε, ενέπνεαν σε μεγάλο βαθμό τους ιθαγενείς. Είχε επίσης αποκτήσει φήμη θαυματουργού. Αυτή η φήμη άρχισε όταν, κατά τη διάρκεια μιας ξηρασίας που απειλούσε να αφανίσει τις σοδιές των ιθαγενών, συνέστησε να σχηματίσουν μια τελετουργική πομπή προς την εκκλησία της ιεραποστολής, με προσευχές και δυνατά αυτομαστιγώματα. Άφθονες βροχές απάλλαξαν σύντομα τους ντόπιους από τους φόβους τους και έκαναν την εποχή της συγκομιδής ασυνήθιστα καρποφόρα. Το θαύμα επαναλήφθηκε δύο χρόνια αργότερα, όταν η περιοχή υπέφερε από υπερβολικές βροχές. Με μια παρόμοια αντιμετώπιση, αποτράπηκε και αυτή η συμφορά, και η φήμη του Εουσέμπιο μεγάλωσε. Και μαζί με αυτό άρχισαν σιγά σιγά να ανοίγουν πόρτες. Πόρτες που θα ήταν καλύτερα να είχαν παραμείνει κλειστές. Καθώς οι αρχικά επιφυλακτικοί ιθαγενείς άρχισαν να του ανοίγονται, ο Εουσέμπιο βρέθηκε να έλκεται πιο βαθιά μέσα στους κόσμους τους. Αυτό που είχε αρχίσει ως αποστολή προσηλυτισμού μετατράπηκε σε ένα ανοιχτόμυαλο ταξίδι ανακάλυψης. Άρχισε να κάνει ταξίδια βαθιά μέσα στα δάση και στα φαράγγια των αφιλόξενων βουνών, αποτολμώντας να πάει εκεί όπου κανένας Ευρωπαίος δεν είχε πάει ποτέ, συναντώντας φυλές που συνήθως καλωσόριζαν τους ξένους με τη μύτη ενός βέλους ή την αιχμή ενός δόρατος. Δεν επέστρεψε ποτέ από το τελευταίο του ταξίδι. Σχεδόν ένα χρόνο μετά την εξαφάνισή του, ο Άλβαρο, φοβούμενος τα χειρότερα, ξεκίνησε με ένα μικρό απόσπασμα ανθρώπων της φυλής για να βρει το χαμένο φίλο του. Γι αυτό ήταν τώρα εδώ και οι δύο, καθισμένοι γύρω από μια μικρή φωτιά έξω από το αχυρένιο ξιρίξι της φυλής το πατρογονικό σπίτι του θεού κουβεντιάζοντας για το αδύνατον.
ΜΝΗΜΗ 15 «Μου φαίνεται ότι μάλλον έχεις μετατραπεί σε αρχιερέα τους ή κάνω λάθος;» Ο Άλβαρο ήταν ακόμα συγκλονισμένος από την εμπειρία του και, παρόλο που το φαγητό τον είχε δυναμώσει και η φωτιά τον είχε ζεστάνει και είχε στεγνώσει το ράσο του, παρέμενε εξαιρετικά ταραγμένος. «Μου έχουν δείξει περισσότερα απ όσα είναι δυνατόν να τους δείξω εγώ», αποκρίθηκε ο Εουσέμπιο. Τα μάτια του Άλβαρο γούρλωσαν από το σοκ. «Μα... Θεέ μου, ενστερνίζεσαι τις μεθόδους τους, τις βλάσφημες ιδέες τους». Έδειχνε τρομαγμένος και έγειρε μπροστά συνοφρυωμένος. «Άκουσέ με, Εουσέμπιο. Πρέπει να σταματήσεις αυτή την τρέλα τώρα. Πρέπει να φύγεις απ αυτό το μέρος και να επιστρέψεις στην ιεραποστολή μαζί μου». Ο Εουσέμπιο κοίταξε το φίλο του και ένιωσε τη διάθεσή του να βουλιάζει. Ναι, χαιρόταν που έβλεπε τον παλιό του φίλο και ήταν ενθουσια σμένος που είχε μοιραστεί την ανακάλυψή του μαζί του. Όμως έπιασε τον εαυτό του να αναρωτιέται μήπως είχε κάνει ένα τεράστιο λάθος. «Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ», του είπε ήρεμα. «Όχι ακόμα». Δεν μπορούσε να πει στο φίλο του ότι είχε πολλά ακόμα να μάθει από αυτούς τους ανθρώπους. Πράγματα που ούτε στα όνειρά του δεν είχε φανταστεί ότι ήταν δυνατά. Είχε εκπλαγεί ανακαλύπτοντας αργά, σταδιακά και παρά τους προϊδεασμούς και τις βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις του πόσο ισχυροί ήταν οι δεσμοί των ιθαγενών με τη γη, με τα ζωντανά πλάσματα που τη μοιράζονταν μαζί τους και με τις ενέργειες που φαίνονταν να εκπορεύονται από αυτή. Τους είχε μιλήσει για τη δημιουργία του κόσμου, τον παράδεισο και τον πεπτωκότα άνθρωπο. Τους είχε μιλήσει για την Ενσάρκωση και την Εξιλέωση. Είχαν μοιραστεί τις ενοράσεις τους μαζί του. Κι αυτά που είχε ακούσει τον είχαν ξαφνιάσει. Για τους οικοδεσπότες του, το θνητό και το μυστικιστικό βασίλειο ήταν αλληλένδετα. Εκείνο που σ αυτόν φαινόταν φυσιολογικό εκείνοι το θεωρούσαν υπερφυσικό. Κι αυτό που εκείνοι δέχονταν ως φυσιολογικό ως αλήθεια σ αυτόν φαινόταν ως μαγική σκέψη.
16 ΡΕΪΜΟΝΤ ΚΑΡΙ Στην αρχή. Τώρα ήξερε περισσότερα. Οι άγριοι, όπως ανακάλυψε, ήταν ευγενείς. «Η λήψη των μεδισίνα τους, των ιερών τους αφεψημάτων», είπε στον Άλβαρο, «μου έχει ανοίξει νέους κόσμους. Αυτό που μόλις βίωσες είναι μόνο η αρχή. Δεν μπορείς να περιμένεις να γυρίσω την πλάτη μου σε τέτοια αποκάλυψη». «Πρέπει», επέμεινε ο Άλβαρο. «Πρέπει να γυρίσεις πίσω μαζί μου. Τώρα, πριν να είναι πολύ αργά. Και δεν πρέπει να ξαναμιλήσουμε γι αυτό». Ο Εουσέμπιο τινάχτηκε από την έκπληξη. «Να μη μιλήσουμε γι αυτό; Σκέψου, Άλβαρο. Αυτό είναι το μόνο για το οποίο πρέπει να μιλάμε. Είναι κάτι που πρέπει να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε και να μάθουμε τέλεια για να μπορέσουμε να το πάμε στην πατρίδα και να το μοιραστούμε με το λαό μας». Το πρόσωπο του Άλβαρο φανέρωνε το σοκ που τον είχε κυριεύσει. «Να το πάμε πίσω;» Έφτυσε τις λέξεις σαν να ήταν δηλητήριο. «Θέλεις να μιλήσεις στον κόσμο γι αυτή, αυτή... αυτή τη βλασφημία;» «Αυτή η βλασφημία είναι μια φώτιση. Είναι μια ανώτερη αλήθεια που πρέπει να βιώσουν». Ο Άλβαρο ήταν έξαλλος. «Εουσέμπιο, σε προειδοποιώ», σφύριξε μέσα από τα δόντια του. «Ο Διάβολος σ έχει πιάσει στα νύχια του μ αυτό το ελιξίριό του. Κινδυνεύεις να αντιμετωπίσεις αιώνια καταδίκη, αδελφέ μου, και δεν μπορώ να μείνω άπραγος και να το επιτρέψω ούτε για σένα ούτε για κανέναν άλλο αδελφό που ασπάζεται την πίστη μας. Πρέπει να σωθείς». «Έχω ήδη περάσει τις πύλες του ουρανού, παλιέ μου φίλε», αποκρίθηκε ήρεμα ο Εουσέμπιο. «Και η θέα από εκεί είναι εξαίσια». Χρειάστηκαν πέντε μήνες για να στείλει ο Άλβαρο ένα μήνυμα στον αρχιεπίσκοπο και στον πρελάτο-αντιβασιλέα στην Πόλη του Μεξικού, να λάβει τις απαντήσεις τους και να συγκεντρώσει τους άντρες του,
ΜΝΗΜΗ 17 και ήταν χειμώνας όταν πια επιχείρησε να επιστρέψει στα βουνά επικεφαλής ενός μικρού στρατού. Για να σταματήσει το φίλο του. Για να δώσει ένα τέλος στις ιερόσυλες ιδέες του χρησιμοποιώντας όποια μέσα ήταν απαραίτητα. Για να ματαιώσει τα σχέδια του Διαβόλου και τους ύπουλους πειρασμούς του και να σώσει το φίλο του από την αιώνια καταδίκη. Οπλισμένη με τόξα, βέλη και μουσκέτα, η συνδυασμένη δύναμη Ισπανών και Ινδιάνων ανέβηκε στις πρώτες πτυχές της οροσειράς προχωρώντας σε απότομα, ανώμαλα μονοπάτια που ήταν καλυμμένα με πυκνούς, μπλεγμένους θάμνους. Οι χείμαρροι είχαν ανοίξει ρήγματα στα φιδωτά μονοπάτια που σκαρφάλωναν στα ρυτιδωμένα βουνά και εισχωρούσαν σε βαθιά, πετρώδη περάσματα, ενώ μπερδεμένα οριζόντια κλαδιά έκαναν την πορεία του αποσπάσματος ακόμα πιο δύσκολη. Είχαν προειδοποιηθεί για τα πούμα, τους ιαγουάρους και τις αρκούδες που κατοικούσαν στην περιοχή, αλλά τα μόνα ζωντανά πλάσματα που συναντούσαν ήταν αδηφάγα μαύρα όρνεα, τα σοπιλότε, που μετεωρίζονταν από πάνω τους προσδοκώντας ένα αιματηρό συμπόσιο, και σκορπιοί που στοίχειωναν τον ανήσυχο ύπνο τους. Καθώς ανέβαιναν ψηλότερα, το κρύο γινόταν πιο τσουχτερό. Οι Ισπανοί, συνηθισμένοι σε πολύ πιο ζεστό κλίμα, υπέφεραν. Περνούσαν τις μέρες παλεύοντας με τις υγρές, βραχώδεις πλαγιές και τις νύχτες κουλουριασμένοι στους πρόχειρους καταυλισμούς τους, σκαλίζοντας τις φωτιές τους, μέχρι που, μίλι το μίλι, μοχθώντας, πλησίασαν τελικά στο πυκνό δάσος που περιέβαλλε τον οικισμό όπου ο Άλβαρο είχε αφήσει τον Εουσέμπιο. Προς μεγάλη τους έκπληξη, βρήκαν τα μονοπάτια που ελίσσονταν ανάμεσα στα δέντρα σπαρμένα με τεράστια κομμάτια ξύλου, που σίγουρα τα είχαν κόψει οι ντόπιοι. Φοβούμενος ενέδρα, ο διοικητής του αποσπάσματος διέταξε τους άντρες του να βραδύνουν το βήμα τους, παρατείνοντας την ταλαιπωρία τους και ζορίζοντας τα νεύρα και την όρασή τους καθώς γλιστρούσαν αθόρυβα στο πυκνό μισοσκόταδο των πένθιμων πεύκων. Αφού υπέμειναν μόχθο και μαρτύριο για τρεις βδομάδες, έφτασαν τελικά στον οικισμό.
18 ΡΕΪΜΟΝΤ ΚΑΡΙ Δεν υπήρχε κανείς εκεί. Οι άνθρωποι της φυλής και ο Εουσέμπιο ήταν φευγάτοι. Ο Άλβαρο δεν παραιτήθηκε. Παρότρυνε τους άντρες του να προχωρήσουν, με τους ιθαγενείς ανιχνευτές να ακολουθούν τα ίχνη της φυλής στις πτυχές της οροσειράς, μέχρι που, την τέταρτη μέρα, έφτασαν σε ένα βαθύ φαράγγι, που στον πυθμένα του κυλούσε μουγκρίζοντας εκκωφαντικά ένας ποταμός. Οι δυο πλευρές του φαραγγιού είχαν συνδεθεί με ένα σκοινί και μια ξύλινη γέφυρα. Η γέφυρα είχε κοπεί. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να περάσουν απέναντι. Ο Άλβαρο κοίταζε τα σκοινιά που κρέμονταν από το χείλος του γκρεμού, ενώ τον κατέτρωγαν ο θυμός και η απελπισία. Δεν ξαναείδε ποτέ το φίλο του. II Μεξικό Πριν από πέντε χρόνια «ΤΡΑΒΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΕΝΗ ΣΚΑΝΔΑΛΗ και τσακίσου κι έλα εδώ», γάβγισε ο Μάνρο από το ακουστικό μου. «Πρέπει να φύγουμε ΤΩΡΑ!» Λες και δεν το ξερα. Κοίταξα νευρικά γύρω μου, αντιδρώντας στις τρεις κοφτές εκπυρσοκροτήσεις και στη μακρύτερης διάρκειας φρενίτιδα των πολυβόλων που αντηχούσαν γύρω μου από κάθε σημείο των εγκαταστάσεων. Μετά μερικοί πνιχτοί κρότοι κι ένα σπαρακτικό βογκητό ακούστηκαν από τη συσκευή επικοινωνίας μου και κατάλαβα ότι άλλος ένας άντρας της οκταμελούς ομάδας μας είχε χτυπηθεί.
ΜΝΗΜΗ 19 Το σώμα μου πάγωσε καθώς αντίπαλα ένστικτα μονομαχούσαν για να αποκτήσουν τον έλεγχο. Έστρεψα ξανά το βλέμμα μου στον άντρα που ζάρωνε δίπλα μου. Το πρόσωπό του ήταν κάθιδρο, με χαραγμένη την αγωνία που του προκαλούσε η μεγάλη ανοιχτή πληγή στο μηρό του, τα χείλη του έτρεμαν, τα μάτια του ήταν γουρλωμένα από φόβο, σαν να ήξερε τι τον περίμενε. Έσφιξα το περίστροφό μου. Ένιωθα τα δάχτυλά μου να μετεωρίζονται πάνω από τη σκανδάλη, αγγίζοντάς τη στιγμιαία και αναποφάσιστα, σαν να ήταν πυρωμένη. Ο Μάνρο είχε δίκιο. Έπρεπε να φύγουμε από κει πριν να ήταν πολύ αργά. Αλλά... Κι άλλοι πυροβολισμοί σφυροκόπησαν τους τοίχους γύρω μου. «Δεν είναι αυτός ο λόγος που ήρθαμε», είπα τραχιά στο μικρόφωνό μου, με τα μάτια μου καρφωμένα στο λαβωμένο θήραμά μου. «Πρέπει να προσπαθήσω να...» «...να τι;» γρύλισε ο Μάνρο. «Να τον κουβαλήσεις έξω; Τι έγινε, είσαι ο Σούπερμαν τώρα;» Μια παρατεταμένη ριπή ακούστηκε από τη συσκευή επικοινωνίας, σαν κομπρεσέρ στα τύμπανά μου, και μετά η μανιακή φωνή του επανήλθε. «Αποτελείωσέ τον τον μπάσταρδο, Ρέιλι. Κάν το. Άκουσες τι έχει κάνει. Αυτό το ναρκωτικό θα κάνει τη μεθαμφεταμίνη να φαίνεται βαρετή σαν ασπιρίνη, θυμάσαι; Αυτό το κάθαρμα διστάζεις να βγάλεις απ τη μέση; Θα είσαι ευχαριστημένος αν τον απελευθερώσεις; Αυτή θα είναι η συμβολή σου στο να γίνει ο κόσμος καλύτερος; Δε νομίζω. Δε θέλεις να το χεις βάρος στη συνείδησή σου, ούτε κι εγώ το θέλω. Ήρθαμε εδώ για να κάνουμε μια δουλειά. Έχουμε πάρει διαταγές. Είμαστε στον πόλεμο κι αυτός είναι ο εχθρός. Σταμάτα λοιπόν τις φαρισαϊκές μπούρδες, καθάρισέ τον τον μπάσταρδο και ξεκουμπίσου από κει μέσα. Δε θα περιμένω άλλο». Τα λόγια του αντηχούσαν ακόμα μέσα στο κεφάλι μου καθώς άλλη μία ομοβροντία πυρός σάρωνε τον πίσω τοίχο του εργαστηρίου. Ρίχτηκα στο πάτωμα ενώ σκλήθρες ξύλου και θραύσματα γυαλιού έπεφταν βροχή γύρω μου και καλύφθηκα πίσω από ένα από τα ντουλάπια του εργαστηρίου. Έριξα μια γρήγορη ματιά απέναντι, στον
20 ΡΕΪΜΟΝΤ ΚΑΡΙ επιστήμονα. Ο Μάνρο είχε και πάλι δίκιο. Δεν υπήρχε τρόπος να τον πάρουμε μαζί μας με δεδομένο το τραύμα του και το μικρό στρατό των μπαντίτος, των κακοποιών που λειτουργούσαν υπό την επήρεια της κόκας και μας είχαν περικυκλώσει. Να πάρει η οργή, δεν έπρεπε να εξελιχτεί έτσι. Το σχέδιο ήταν να γίνει μια αστραπιαία, χειρουργική έξοδος. Με την κάλυψη του σκοταδιού, εγώ, ο Μάνρο και άλλοι έξι ετοιμοπόλεμοι άντρες που συμπλήρωναν την ομάδα OCDETF,* ένα ομοσπονδιακό πρόγραμμα που αντλούσε από τους ανθρώπινους πόρους έντεκα υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένου του δικού μου FBI και της DEA** του Μάνρο, θα μπαίναμε στις εγκαταστάσεις, θα βρίσκαμε τον Μακίνον και θα τον βγάζαμε έξω. Δηλαδή αυτόν και την έρευνά του. Αρκετά ξεκάθαρο, ιδιαίτερα το μέρος που αφορούσε τη λαθραία είσοδό μας. Το θέμα είναι ότι η αποστολή είχε κανονιστεί βιαστικά, μετά το απροσδόκητο τηλεφώνημα του Μακίνον. Δεν είχαμε πολύ χρόνο για να τη σχεδιάσουμε και οι πληροφορίες που είχαμε καταφέρει να συγκεντρώσουμε για το μακρινό εργαστήριο ναρκωτικών ήταν αποσπασματικές, αλλά πίστευα ότι, και πάλι, οι πιθανότητές μας ήταν αρκετά μεγάλες. Καταρχάς ήμασταν καλά εξοπλισμένοι υποπολυβόλα με σιγαστήρα, σκόπευτρα νυκτερινής οράσεως, αλεξίσφαιρα γιλέκα. Είχαμε ένα τηλεκατευθυνόμενο μη επανδρωμένο αεροσκάφος να αιωρείται από πάνω μας. Είχαμε επίσης το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Και είχαμε υπάρξει πολύ τυχεροί στις επιδρομές μας εναντίον άλλων εργαστηρίων από τότε που φτάσαμε στο Μεξικό, πριν από τέσσερις μήνες. Γρήγορη είσοδος και έξοδος, ωραία και ομαλά. Λειτούργησε μια χαρά το μέρος είσοδος του σχεδίου. Μετά ο Μακίνον μάς αιφνιδίασε με την έκπληξή του την ενδεκά- * Organized Crime Drug Enforcement Task Force: Ομάδα Κρούσεως για την Καταστολή του Οργανωμένου Εγκλήματος και των Ναρκωτικών (Σ.τ.Μ.) ** Drug Enforcement Administration: Διεύθυνση Καταστολής Ναρκωτικών. Ομοσπονδιακή υπηρεσία των ΗΠΑ υπεύθυνη για την επιβολή των νόμων και κανονισμών που αφορούν τα ναρκωτικά και τις ελεγχόμενες ουσίες (Σ.τ.Μ.)