ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 69, ΑΘΗΝΑ 10564 ΤΗΛ.: 3727400, FAX: 3255460, E-MAIL: info@rae.gr, WEB: www.rae.gr Μ Α Κ Ρ Ο Χ Ρ Ο Ν Ι Ο Σ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α Κ Ο Σ Σ Χ Ε Ι Α Σ Μ Ο Σ Τ Η Σ Ε Λ Λ Α Ο Σ Γ Ι Α Τ Η Ν Π Ε Ρ Ι Ο Ο 2 0 0 1-2 0 1 0 ΣΧΕ ΙΟ ΣΕ ΗΜΟΣΙΑ ΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΑΘΗΝΑ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ 4 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 6 1. ΚΥΡΙΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΥ ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΥ 6 2. Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΆΣΚΗΣΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 7 3. ΣΕΝΑΡΙΑ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ 10 ΒΑΣΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ...13 1. ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 13 1.1. Γενικές Μακροοικονοµικές Υποθέσεις 13 1.2. ηµογραφικά Θέµατα και Επίπεδο Ανέσεων 16 2. ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 18 2.1. Φυσικό αέριο 19 2.2. ΑΠΕ και µικρή συµπαραγωγή 19 2.3. Εξοικονόµηση ενέργειας και αποδοτικότητα 19 2.4. Τοµέας Μεταφορών 19 2.5. Πολιτική για το περιβάλλον 20 2.6. Θεσµική οργάνωση των αγορών 20 2.7. Φορολογία καυσίµων 20 3. ΙΕΘΝΕΙΣ ΤΙΜΕΣ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ 20 4. ΆΛΛΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ 23 4.1. Κλιµατολογικές συνθήκες 23 4.2. Τεχνολογικές υποθέσεις του Σεναρίου Αναφοράς 23 4.3. Υποθέσεις για τα επιτόκια αναγωγής 24 ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ..25 1. ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΣΕ ΠΡΩΤΟΓΕΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 25 1.1. Ενέργεια και Ανάπτυξη 25 1.2. Η ιάρθρωση των Αναγκών σε Πρωτογενή Ενέργεια 27 1.3. Η Εγχώρια Παραγωγή Πρωτογενούς Ενέργειας και οι Εισαγωγές 30 2. ΤΕΛΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ 32 2.1. Επισκόπηση των τάσεων 32 2.2. ιάρθρωση κατά ενεργειακή µορφή 32 2.3. ιάρθρωση κατά τοµέα 33 2.4. Ελαστικότητες της ενεργειακής ζήτησης 34 2.5. Η ζήτηση ενέργειας του βιοµηχανικού τοµέα 35 2.6. Η ζήτηση ενέργειας του τριτογενούς τοµέα 37 2.7. Η ζήτηση ενέργειας του οικιακού τοµέα 38 2.8. Η ζήτηση ενέργειας στον τοµέα των µεταφορών 39 2.9. Η ζήτηση ενέργειας στον γεωργικό τοµέα 41 3. Ο ΤΟΜΕΑΣ ΤΩΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙ ΩΝ 42 4. Ο ΤΟΜΕΑΣ ΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ 43 4.1. Ιστορική αναδροµή 43 4.2. Ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας 44 4.3. Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας µέχρι σήµερα 45 4.4. Το νέο πλαίσιο 45
4.5. Σενάριο ηλεκτροπαραγωγής 46 4.6. Επενδύσεις στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας 50 4.7. Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας 54 5. Περιβαλλοντικές Επιπτώσεις 57 ΣΕΝΑΡΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ.. 61 1. ΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ 61 1.1. Περιορισµός στις εκποµπές CO 2 61 1.2. Επιτυγχανόµενη µείωση εκποµπών CO 2 61 2. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ 63 2.1. Εξοικονόµηση ενέργειας και υποκαταστάσεις καυσίµων 64 2.2. Μεταβολές στους διάφορους τοµείς κατανάλωσης 66 2.3. Οικονοµικές Επιπτώσεις 69 2.4. Ενεργειακή εξάρτηση 70 ΣΕΝΑΡΙΟ EΠΙΣΦΑΛΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ.71 1. ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ 71 1.1. Περιορισµένη διαθεσιµότητα Φυσικού Αερίου 71 1.2. Κατάργηση των επιδοτήσεων στον τοµέα των ΑΠΕ 72 1.3. Αύξηση της ζήτησης 72 2. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 73 2.1. Μεταβολή της σύνθεσης της εγχώριας κατανάλωσης καυσίµων 73 2.2. Μεταβολή στον οικιακό τοµέα 75 2.3. Μεταβολή στον Τριτογενή τοµέα 75 2.4. Μεταβολές στον τοµέα ηλεκτροπαραγωγής 76 2.5. Μεταβολή εκποµπών CO 2 77 ΕΥΡΕΙΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 79 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 79 ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΑΡΑ ΟΧΕΣ 79 ΑΝΑΓΚΕΣ ΣΕ ΠΡΩΤΟΓΕΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 80 ΤΕΛΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ 81 Ο ΤΟΜΕΑΣ ΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗΣ 82 ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ 83 ΣΕΝΑΡΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 83 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 84 ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΩΝ 85 ΜΕΤΡΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 85 2
3
Π Ρ Ο Λ Ε Γ Ο Μ Ε Ν Α Το παρόν κείµενο τίθεται σε δηµόσια διαβούλευση προκειµένου η ΡΑΕ να εισηγηθεί προς τον Υπουργό Ανάπτυξης κείµενο για τον µακροχρόνιο ενεργειακό σχεδιασµό της Ελλάδος, σε εφαρµογή του άρθρου 3 του νόµου 2773/1999 (ΦΕΚ Α 286-22/12/99) περί «Απελευθέρωσης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ρύθµισης θεµάτων ενεργειακής πολιτικής και λοιπών διατάξεων». Η εκπόνηση µακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασµού είναι δύσκολη και πολύπλοκη εργασία, ιδιαίτερα σε µια οικονοµία όπου αναµένεται να επικρατούν συνθήκες ανταγωνιστικής αγοράς. Σε τέτοιες συνθήκες οι εξελίξεις εξαρτώνται κυρίως από τις επιχειρηµατικές αποφάσεις πολλών φορέων αλλά και από τη συµπεριφορά των πολυάριθµων καταναλωτών. Το Κράτος µπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις αυτές κυρίως έµµεσα και όχι άµεσα όπως συνέβαινε παλαιότερα ή σε χώρες όπου επικρατούσαν συνθήκες κεντρικού προγραµµατισµού. Ο µακροχρόνιος χαρακτήρας του σχεδιασµού, που επιβάλλεται από τη φύση του ενεργειακού τοµέα και την µεγάλη ένταση κεφαλαίου των ενεργειακών υποδοµών, επιτείνει την πολυπλοκότητα του εγχειρήµατος λόγω των µεγάλων αβεβαιοτήτων σχετικά µε τις µελλοντικές εξελίξεις. Οι αβεβαιότητες δεν οφείλονται µόνο στον αποκεντρωµένο χαρακτήρα των συµπεριφορών των επιχειρήσεων και καταναλωτών, αλλά και στην εξέλιξη των ενεργειακών τεχνολογιών είτε στον τοµέα της παραγωγής είτε στον τοµέα της κατανάλωσης ενέργειας. Επίσης το ελληνικό ενεργειακό σύστηµα συναρτάται όλο και περισσότερο µε το διεθνές ενεργειακό σύστηµα, τις ενεργειακές αγορές και τη διαθεσιµότητα ενεργειακών πόρων, πράγµα που επιτείνει τις αβεβαιότητες του µακροχρόνιου σχεδιασµού. Τέλος το ενεργειακό σύστηµα παρουσιάζει σηµαντική πολυπλοκότητα, αφενός λόγω των αλληλεπιδράσεων των επιµέρους ενεργειακών κλάδων µεταξύ τους, αφετέρου λόγω της συνάφειάς του µε τη γενικότερη αναπτυξιακή πορεία της οικονοµίας. Για τους παραπάνω λόγους η ΡΑΕ προτίµησε, αντί να προτείνει ένα µόνο µακροχρόνιο ενεργειακό πρόγραµµα, να ακολουθήσει τη µέθοδο των ενεργειακών σεναρίων. Τα σενάρια αυτά, που περιγράφουν διαφορετικές προοπτικές εξέλιξης του ενεργειακού τοµέα της χώρας που είναι πιθανόν να συµβούν κάτω από διαφορετικές υποθέσεις για το µέλλον, προσδίδουν στο σχεδιασµό εύρος και αξιοπιστία. Έτσι διευκολύνεται η προσαρµογή της ενεργειακής πολιτικής στις εκάστοτε εξελίξεις και ο προσδιορισµός εκείνων των µέτρων πολιτικής που είναι απαραίτητα σε κάθε περίπτωση αβέβαιων µελλοντικών εξελίξεων. Σε κάθε περίπτωση το ζητούµενο από το σχεδιασµό, δεν είναι να αποφασισθούν τα πάντα κεντρικά από το Κράτος, αλλά να προσδιορισθούν τα µέτρα της κρατικής ενεργειακής πολιτικής αλλά και οι στόχοι που έµµεσα θα εξασφαλίσουν, ώστε οι αποκεντρωµένου χαρακτήρα επιχειρηµατικές αποφάσεις και συµπεριφορές των καταναλωτών να συντείνουν στην επίτευξη των µακροχρόνιων στόχων για τον τοµέα της ενέργειας οι οποίοι εξυπηρετούν το συµφέρον της ανάπτυξης και ευηµερίας της χώρας. Η µεθοδολογία της διερεύνησης µέσω των ενεργειακών σεναρίων αποτελεί εξάλλου την τρέχουσα πρακτική στα πλαίσια των αντίστοιχων εργασιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κυβερνήσεων των χωρών µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ποσοτική επεξεργασία των ενεργειακών σεναρίων στηρίχθηκε σε εργασίες εργαστηρίου του ΕΜΠ 1 που διενεργούνται συστηµατικά για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. 1 Εργαστήριο Ενεργειακών Μοντέλων και Οικονοµικής Ανάλυσης, Τοµέας Ηλεκτρικής Ισχύος, Τµήµα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου 4
5
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η ΚΥΡΙΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΠΛΑΙΣΙΟ ΆΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 11. Κ ΥΥ ΡΡ Ι Ι ΟΟ Ι Σ ΤΤ ΟΟ ΧΧ ΟΟ Ι ΤΤ ΗΗ ΣΣ Ε ΝΝ ΕΕ ΡΡ ΓΓ ΕΕ Ι ΑΑ ΚΚ ΗΗ ΣΣ Π ΟΟ ΛΛ Ι ΤΤ Ι ΚΚ ΗΗ ΣΣ ΚΚ ΑΑ Ι Ρ ΟΟ ΛΛ ΟΟ ΣΣ ΤΤ ΟΟ ΥΥ Ε ΝΝ ΕΕ ΡΡ ΓΓ ΕΕ Ι ΑΑ ΚΚ ΟΟ ΥΥ Σ ΧΧ ΕΕ Ι ΑΑ ΣΣΜ ΟΟ ΥΥ Σύµφωνα µε το νόµο 2773/1999 αλλά και σύµφωνα µε πάγια πλέον πρακτική σε όλες τις χώρες-µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κύριοι στόχοι της ενεργειακής πολιτικής είναι: 1) η ασφάλεια ενεργειακού ανεφοδιασµού της χώρας 2) η προστασία του περιβάλλοντος στα πλαίσια και των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας 3) η ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας 4) η παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονοµίας και η επίτευξη υγιούς ανταγωνισµού µε στόχο τη µείωση του κόστους ενέργειας για το σύνολο των χρηστών και καταναλωτών. Λόγω της φύσης του ενεργειακού τοµέα οι στόχοι αυτοί είναι συχνά αντιτιθέµενοι µεταξύ τους και δεν είναι δυνατό να µεγιστοποιούνται οι επιδόσεις ταυτόχρονα σε όλους τους στόχους. Ο µακροχρόνιος σχεδιασµός επιδιώκει την επίτευξη του πλέον πρόσφορου συµβιβασµού µεταξύ των στόχων αυτών και για το λόγο αυτό είναι σηµαντική η δηµόσια διαβούλευση λόγω των συχνά διαφορετικών προτεραιοτήτων που οι κοινωνικοί και οικονοµικοί φορείς προσδίδουν στους στόχους αυτούς. Οι ενεργειακές αποφάσεις και εξελίξεις έχουν πολλαπλές επιπτώσεις στην οικονοµία και δεσµεύουν σηµαντικά την αναπτυξιακή πορεία µιας χώρας λόγω της µεγάλης έντασης κεφαλαίου των ενεργειακών υποδοµών τόσο στην προσφορά όσο και στην κατανάλωση ενέργειας. Αυτό δικαιολογεί την ανάγκη ο σχεδιασµός να είναι µακροχρόνιος. Οι ενεργειακές αποφάσεις και εξελίξεις έχουν επίσης σηµαντικές «εξωτερικότητες» δηλαδή συνέπειες στην ευηµερία και το περιβάλλον που συχνά δεν λαµβάνονται υπόψη κατά τη λήψη επιχειρηµατικών και καταναλωτικών αποφάσεων. Οι εξωτερικότητες αφορούν στην επάρκεια και αξιοπιστία, στο περιβάλλον, στην τεχνολογική πρόοδο, σε εθνικά θέµατα και άλλα, οι επιπτώσεις των οποίων δεν µπορούν να αφεθούν αποκλειστικά στον ελεύθερο ανταγωνισµό. Η αποφυγή τυχόν αρνητικών συνεπειών σε αυτούς τους τοµείς και γενικότερα η επίτευξη των συναφών στρατηγικών στόχων, επιτυγχάνεται στο πλαίσιο της ενεργειακής πολιτικής µε τη δηµιουργία ειδικών κινήτρων, προδιαγραφών και περιορισµών, που λαµβάνονται υπόψη κατά τη λήψη επιχειρηµατικών και καταναλωτικών αποφάσεων. Αντικείµενο του ενεργειακού σχεδιασµού είναι µεταξύ άλλων και ο προσδιορισµός των «εξωτερικοτήτων» και των σχετικών µέτρων ώστε να επιτευχθεί η εξυπηρέτησή τους στα πλαίσια της ανταγωνιστικής αγοράς. Ο ενεργειακός σχεδιασµός δεν µπορεί να έχει την ίδια µορφή και ρόλο όταν διαµορφώνονται συνθήκες ανταγωνιστικής αγοράς σε σύγκριση µε προηγούµενη εποχή όπου η προσφορά ενέργειας εξαρτιόταν από κρατικές µονοπωλιακές επιχειρήσεις. Στο νέο πλαίσιο που διαµορφώνεται στην Ελλάδα όπως και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο µακροχρόνιος ενεργειακός σχεδιασµός χρησιµεύει στα εξής: Η ποσοτικοποίηση των σεναρίων µελλοντικής εξέλιξης που 6
περιλαµβάνονται στο σχεδιασµό αποτελεί ένα πλαίσιο αναφοράς για τις επιµέρους επιχειρηµατικές αποφάσεις και σχεδιασµούς, αλλά και για τις επιµέρους δραστηριότητες των φορέων του δηµοσίου τοµέα. Έτσι ο καθένας είναι σε θέση να εντάξει ή να συσχετίσει τις επιµέρους αποφάσεις του µε τις γενικότερες πιθανολογούµενες εξελίξεις του ενεργειακού τοµέα σε µακροσκοπικό επίπεδο. Αυτό προσδίδει ενιαίο χαρακτήρα και συνεκτικότητα στην ανάλυση των επιχειρηµατικών αποφάσεων και στις υποθέσεις που η ανάλυση αυτή χρησιµοποιεί. Ο ενεργειακός σχεδιασµός και τα συµπεριλαµβανόµενα σενάρια δίνουν τη δυνατότητα προσδιορισµού συγκεκριµένων και µετρήσιµων στόχων για τον ενεργειακό τοµέα σε εθνικό επίπεδο, πράγµα που χρησιµεύει στην παρακολούθηση των εξελίξεων και των επιµέρους πολιτικών συγκρίνοντας µέσα στο χρόνο τις πραγµατοποιήσεις έναντι των στόχων. Ο ενεργειακός σχεδιασµός χρησιµεύει, τέλος, στον προσδιορισµό και την ποσοτικοποίηση µέτρων δηµόσιας πολιτικής στον ενεργειακό τοµέα τα οποία θα επηρεάσουν τις εξελίξεις. Στο πλαίσιο των ανταγωνιστικών αγορών, τα µέτρα στο πλαίσιο της ενεργειακής πολιτικής µπορεί να περιλαµβάνουν: οικονοµικά κίνητρα και αντικίνητρα, φόρους και επιδοτήσεις, µέτρα που µε θεσµικό τρόπο επηρεάζουν τη λειτουργία των αγορών και του ανταγωνισµού. έργα υποδοµής που σχεδιάζονται σε δηµόσιο επίπεδο, αλλά µπορεί να υλοποιούνται και µε ιδιωτικοοικονοµικούς µηχανισµούς, πρωτοβουλίες διακρατικών συµφωνιών για θέµατα υποδοµών και τροφοδοσίας της χώρας µε ενέργεια. προδιαγραφές τεχνολογιών στον τοµέα της παραγωγής και της κατανάλωσης ενέργειας, µέτρα προώθησης της καινοτοµίας και τεχνολογικής ανάπτυξης. Κατά συνέπεια στις συνθήκες των ανταγωνιστικών αγορών, ο ενεργειακός σχεδιασµός στέκεται σε σχετικά µακροσκοπικό και µακροοικονοµικό επίπεδο ώστε να επιτρέψει την ελευθερία των αποκεντρωµένων αποφάσεων των επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Συνεπώς ο ενεργειακός σχεδιασµός δεν προτείνει ένα «κανονιστικού» χαρακτήρα σενάριο µελλοντικών εξελίξεων του τοµέα, αλλά περιγράφει µε εναλλακτικά σενάρια τις πιθανές εξελίξεις και το πώς οι εξελίξεις επηρεάζονται από µέτρα πολιτικής σαν αυτά που αναφέρθησαν παραπάνω. Η περιγραφή αυτή µέσω των ενεργειακών σεναρίων αποκαλύπτει επίσης τα όρια αλλά και τους κινδύνους αναφορικά µε τους γενικούς στρατηγικούς στόχους της ενεργειακής πολιτικής, ώστε να επιτρέψει στο κράτος αλλά και στους φορείς της αγοράς να διαχειρισθούν τις εξελίξεις και τα µέτρα ή αποφάσεις που µπορεί να τις επηρεάσουν. Αυτήν την προσέγγιση ακολουθεί και η παρούσα πρόταση µακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασµού. 22. Η Σ ΗΗΜ ΕΕ ΡΡ Ι Ι ΝΝ ΗΗ Σ ΥΥ ΓΓ ΚΚ ΥΥ ΡΡ Ι ΑΑ ΣΣ ΤΤ ΗΗ ΝΝ Ε ΛΛ ΛΛ ΑΑ ΑΑ ΚΚ ΑΑ Ι ΤΤ ΟΟ Π ΛΛ ΑΑ Ι ΣΣ Ι ΟΟ Ά ΣΣ ΚΚ ΗΗ ΣΣ ΗΗ ΣΣ Ε ΝΝ ΕΕ ΡΡ ΓΓ ΕΕ Ι ΑΑ ΚΚ ΗΗ ΣΣ Π ΟΟ ΛΛ Ι ΤΤ Ι ΚΚ ΗΗ ΣΣ Μετά τις αλλεπάλληλες πετρελαϊκές κρίσεις του τέλους της δεκαετίας του 70, η χώρα εξασκεί σχετικά σταθερή ενεργειακή πολιτική η οποία βασίζεται στα εξής: Απεξάρτηση του ενεργειακού ισοζυγίου από το εισαγόµενο πετρέλαιο και αύξηση της χρήσης εγχώριων ενεργειακών πόρων όπως ο λιγνίτης και τα µεγάλα υδροηλεκτρικά. 7
Εξασφάλιση κατά το δυνατόν εγχώριας δυναµικότητας παραγωγής τόσο στον ηλεκτρισµό, όπου το σηµαντικό επενδυτικό πρόγραµµα της ΕΗ επέτρεψε την ελαχιστοποίηση των εισαγωγών ηλεκτρισµού, όσο και στον τοµέα των διυλιστηρίων πετρελαίου στα πλαίσια του οποίου στηρίχθηκε η εγχώρια παραγωγή προϊόντων πετρελαίου. Επέκταση των υποδοµών δικτύων ηλεκτρισµού και εµπορίας πετρελαίου µε σκοπό την επαρκή και αξιόπιστη κάλυψη των αυξανόµενων καταναλωτικών αναγκών. Εκκίνηση µακροχρόνιας προσπάθειας διαφοροποίησης των πρωτογενών µορφών ενέργειας στο ενεργειακό ισοζύγιο µε κύρια πρωτοβουλία την κατασκευή σηµαντικών υποδοµών για την εισαγωγή φυσικού αερίου στο ελληνικό ενεργειακό σύστηµα. ιεθνείς πρωτοβουλίες για την εξασφάλιση της τροφοδοσίας της χώρας σε πρωτογενείς µορφές ενέργειας και την κατασκευή νέων ενεργειακών διασυνδέσεων και διεθνών αγωγών. ιατήρηση των ενεργειακών τιµών και τιµολογίων σε χαµηλό επίπεδο σε συνδυασµό µε τους µακροοικονοµικούς στόχους σχετικά µε την ανταγωνιστικότητα της οικονοµίας και την αντιµετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων. Οι παραπάνω άξονες πολιτικής παρέµειναν αναλλοίωτοι κατά το διάστηµα 1980-1995 και εξακολουθούν και σήµερα να αποτελούν τη βάση της ενεργειακής πολιτικής της χώρας. Στην ουσία οι άξονες αυτοί δίνουν προτεραιότητα στο στόχο της ασφάλειας ενεργειακού ανεφοδιασµού της χώρας και στο στόχο της διατήρησης µειωµένου κόστους ενέργειας για τους καταναλωτές. Όµως από το 1995 διαφαίνεται ότι το αυτό σύστηµα προτεραιοτήτων δεν επαρκεί στις νέες συνθήκες που διαµορφώνονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στη χώρα αλλά και στην ευρύτερη περιοχή. Οι νέες προτεραιότητες που τείνουν να χαρακτηρίσουν το νέο πλαίσιο άσκησης ενεργειακής πολιτικής αναφέρονται αφενός στο περιβάλλον, αφετέρου στην απελευθέρωση των ενεργειακών αγορών και τη διεθνοποίηση του ζητήµατος του ασφαλούς ανεφοδιασµού της χώρας. Οι επιπτώσεις της ενεργειακής παραγωγής και κατανάλωσης στο περιβάλλον είναι σηµαντικές. Στο πλαίσιο της ενεργειακής πολιτικής το περιβάλλον αναδεικνύεται ως βασικός παράγοντας προσδιορισµού στόχων και µέτρων, επηρεάζοντας τις σχετικές επιχειρηµατικές αποφάσεις και καταναλωτικές συµπεριφορές. Το ζήτηµα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων έχει αφενός τοπικό ή περιφερειακό χαρακτήρα (θέµατα όξινης βροχής, ατµοσφαιρικής ρύπανσης πόλεων, όχληση από ενεργειακές εγκαταστάσεις και δίκτυα, κλπ.), αφετέρου παγκόσµιο που σχετίζεται µε τα αέρια του θερµοκηπίου και την απειλή κλιµατικής αλλαγής, τα οποία κυρίως οφείλονται στην ενεργειακή καύση ορυκτών καυσίµων. Στην Ελλάδα η ανάδειξη του περιβάλλοντος ως προτεραιότητα για την ενεργειακή πολιτική οδήγησε, από τα µέσα της δεκαετίας του 90, στην υιοθέτηση σηµαντικών πρωτοβουλιών και µέτρων που αφορούσαν στην προώθηση των Ανανεώσιµων Πηγών Ενέργειας και της Συµπαραγωγής ατµούηλεκτρισµού, στην επιτάχυνση της διείσδυσης του φυσικού αερίου, στην εφαρµογή κινήτρων και προδιαγραφών που συντείνουν στην εξοικονόµηση ενέργειας και στην υιοθέτηση των αυστηρών Ευρωπαϊκών προδιαγραφών για νέες εγκαταστάσεις καύσης περιλαµβανοµένων των νέων µονάδων ηλεκτροπαραγωγής µε στερεά καύσιµα. Το ζήτηµα του περιβάλλοντος έθεσε επίσης γενικότερα περιορισµούς και δυσκολίες στη χωροθέτηση ενεργειακών υποδοµών παραγωγής, αποθήκευσης, δικτύων ή αγωγών. Η απελευθέρωση των ενεργειακών αγορών που ενώ ξεκίνησε µάλλον για ειδικούς λόγους σε ορισµένες χώρες, όµως γρήγορα γενικεύθηκε σε παγκόσµια κλίµακα, είναι το αναµφισβήτητο πλαίσιο για την άσκηση της ενεργειακής πολιτικής στο µέλλον. Τα οφέλη 8
από τις µεγάλες οικονοµίες κλίµακας που χαρακτήρισαν την ανάπτυξη των ενεργειακών συστηµάτων στη µεταπολεµική περίοδο έχουν πλέον εξαντληθεί, αντίθετα οι σχετικές µονοπωλιακές δοµές επιβαρύνουν πλέον σήµερα την οικονοµία µε αναποτελεσµατικότητα, µειούµενη ποιότητα παροχής υπηρεσιών στον καταναλωτή και έλλειµµα νέων επενδυτικών πόρων. Η διαφαινόµενη προοπτική νέων «αποκεντρωµένων» ενεργειακών τεχνολογιών µικρότερου µεγέθους από τις συµβατικές αλλά εξίσου µεγάλης απόδοσης και ενδεχοµένως πιο φιλικές προς το περιβάλλον αποτελεί ελκυστική εξέλιξη που απαιτεί όµως δοµές ελεύθερης αγοράς για να αναπτυχθεί. Στο πλαίσιο αυτό η χώρα ήδη άρχισε να εφαρµόζει τις σχετικές οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες µε την επιπλέον υπό συζήτηση τροποποίησή τους αναµένεται στο µέλλον να επιταχύνουν το ρυθµό και να καταστήσουν ποιοτικά πιο ουσιαστική την απελευθέρωση των ενεργειακών αγορών. Η απελευθέρωση των ενεργειακών αγορών και η άρση εµποδίων στο ενεργειακό εµπόριο µεταξύ χωρών, σε συνδυασµό µε τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην Ανατολική Ευρώπη και στην ευρύτερη περιοχή της Ελλάδας θέτουν σε νέα βάση το ζήτηµα της ασφαλούς ενεργειακής τροφοδοσίας της χώρας. Στις νέες συνθήκες ο ρόλος του κράτους και των διακρατικών συµφωνιών στην προσπάθεια εξασφάλισης ασφαλούς τροφοδοσίας της χώρας υποχωρεί, ενώ οι διασυνδέσεις, οι διεθνείς αγωγοί και τα συµβόλαια προµήθειας ενέργειας τίθενται όλο και περισσότερο στο πλαίσιο της ιδιωτικής διαχείρισης και ανάπτυξης. Επιπλέον, η συγκρότηση ενιαίων εσωτερικών αγορών σε περιφερειακή βάση που περιλαµβάνει γεωγραφικά όρια πολλών χωρών (όπως η εσωτερική αγορά ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Σκανδιναβίας και µελλοντικά των Βαλκανίων) επισφραγίζει την τάση διεθνοποίησης και «ιδιωτικοποίησης» του ζητήµατος του ασφαλούς ενεργειακού ανεφοδιασµού της χώρας. Παρόλο που η τάση αυτή είναι ήδη εµφανής και για τη χώρα, η γεωγραφική θέση της Ελλάδας και οι σχετικά περιορισµένες διασυνδέσεις και αγωγοί έχουν µέχρι σήµερα περιορίσει τη διεθνοποίηση ή ιδιωτικοποίηση του ανεφοδιασµού της χώρας σε πρωτογενή µορφή ενέργειας και το εµπόριο ενέργειας. Αναµένεται όµως, σχετικά µε το εµπόριο και τις εισαγωγές, να συµβεί και στον ηλεκτρισµό και το φυσικό αέριο αυτό που ήδη είναι πραγµατικότητα στον τοµέα τροφοδοσίας της χώρας µε πετρέλαιο, στην αγορά του οποίου επικρατούν πλέον συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισµού. Στον τοµέα του ηλεκτρισµού και του φυσικού αερίου οι σχετικές δράσεις έχουν µέχρι σήµερα αποκλειστικά αναληφθεί από το δηµόσιο τοµέα. Οι νέοι αυτοί άξονες, δηλαδή το περιβάλλον, η απελευθέρωση των αγορών και η διεθνοποίηση και ιδιωτικοποίηση του ενεργειακού ανεφοδιασµού, έχουν σχετικά πρόσφατα αναδειχθεί ως κυρίαρχες στο πλαίσιο της ενεργειακής πολιτικής της χώρας. Οι µακροχρόνιες τάσεις εξέλιξης που θα προκύψουν ως αποτέλεσµα αυτών των νέων αξόνων δεν έχουν επαρκώς διαφανεί ακόµα. Οι υποδοµές, τα επιχειρηµατικά σχήµατα αλλά και τα µέτρα πολιτικής δεν έχουν ακόµα προσαρµοσθεί ή επαρκώς αναπτυχθεί στο νέο αυτό πλαίσιο. Κατά συνέπεια το ενεργειακό σύστηµα της χώρας βρίσκεται σήµερα σε µεταβατική περίοδο και η ενεργειακή πολιτική για την Ελλάδα, που έρχεται ακριβώς να διαχειρισθεί αυτήν τη µεταβατική περίοδο, βρίσκεται σήµερα σε κρίσιµο σηµείο και απαιτεί σηµαντικές αποφάσεις και καθαρό προσανατολισµό για το µέλλον. Το ενεργειακό σύστηµα της χώρας θα υποστεί σηµαντικές µεταβολές κατά την επόµενη δεκαετία, σαν αποτέλεσµα της απελευθέρωσης των ενεργειακών αγορών, των νέων ευκαιριών επένδυσης σε συσχετισµό µε τις νέες ενεργειακές τεχνολογίες, της ανάγκης προσαρµογής στις περιβαλλοντικές επιταγές, ιδιαίτερα δε σχετικά µε το πρωτόκολλο του Κιότο για τον περιορισµό της εκποµπής αερίων του θερµοκηπίου, και της διευρυµένης θέσης της Ελληνικής Οικονοµίας στην Ευρωπαϊκή και Βαλκανική αγορά. Ο ρόλος της ενεργειακής πολιτικής είναι κρίσιµος και 9
αφορά τη διαχείριση της µετάβασης προς τη νέα κατάσταση ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε απόκλιση από τους τρεις µεγάλους στόχους (ανταγωνιστικότητα, περιβάλλον, ασφάλεια τροφοδοσίας) που θα είχε µεγάλες επιπτώσεις στη χώρα. Η προσαρµογή που απαιτείται για τη χώρα αφορά εποµένως τους εξής άξονες: Ασφάλεια ενεργειακής τροφοδοσίας της χώρας, αξιοπιστία και ποιότητα των ενεργειακών αγαθών και υπηρεσιών στο επίπεδο των καταναλωτών. Προστασία του περιβάλλοντος, τόσο σε τοπική κλίµακα (ρύποι οξίνησης, ρύπανση πόλεων, εξόρυξη λιγνίτη, γραµµές µεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, κλπ.), αλλά και σχετικά µε την επίτευξη των δεσµεύσεων της χώρας για τη µείωση της αύξησης (στο 25% σε σχέση µε τα επίπεδα του 1990) των εκποµπών αερίων ρύπων του θερµοκηπίου, µέχρι το 2010. Απελευθέρωση αγορών ενέργειας, αναδιοργάνωση ενεργειακών εταιριών και γενικά εξυγίανση της ανταγωνιστικότητας της προσφοράς ενέργειας ώστε να εξασφαλισθούν ανταγωνιστικές τιµές και ποιότητα παρεχοµένων υπηρεσιών για τους καταναλωτές. Προσέλκυση µε ιδιωτικοοικονοµικούς όρους ανταγωνιστικότητας µεγάλου όγκου επενδύσεων σε υποδοµές παραγωγής και µεταφοράς γιατί αυτοί απαιτούνται αφενός για την επαρκή κάλυψη των ενεργειακών αναγκών που αυξάνουν στην Ελλάδα µε ταχείς ρυθµούς, αφετέρου για την βελτίωση της ποιότητας, της αξιοπιστίας και της ανάπτυξης του ανταγωνισµού κατά την προµήθεια των καταναλωτών. Η διαχείριση της προσαρµογής του ενεργειακού συστήµατος αφορά ταυτόχρονα πολλούς τοµείς που αλληλοσχετίζονται. Αφορά την απορρόφηση και προµήθεια φυσικού αερίου, την προσαρµογή και ανάπτυξη του ηλεκτροπαραγωγικού δυναµικού, την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, την επέκταση και ενίσχυση των δικτυακών υποδοµών της ενέργειας, την ανάπτυξη των ανανεώσιµων πηγών, την εξασφάλιση χαµηλών τιµών της ενέργειας αλλά και τη διαµόρφωση εκείνων των σχετικών τιµών των ενεργειακών πόρων που επιτρέπουν την προσαρµογή του συστήµατος στις νέες ανάγκες του µέλλοντος της χώρας. Απαιτείται επίσης η προσαρµογή αυτή να έχει µακρόχρονη βιωσιµότητα και προοπτική, αφενός σχετικά µε την ενσωµάτωση των νέων τεχνολογιών προς όφελος της ανταγωνιστικότητας και της βελτίωσης των υπηρεσιών προς τον καταναλωτή, αφετέρου στην ανάδειξη της χώρας και των επιχειρήσεών της στα πλαίσια της εσωτερικής περιφερειακής και Ευρωπαϊκής αγοράς που διαµορφώνεται. 33. Σ ΕΕ ΝΝ ΑΑ ΡΡ Ι ΑΑ Ε ΞΞ ΕΕ ΛΛ Ι ΞΞ ΗΗ ΣΣ ΤΤ ΟΟ ΥΥ Ε ΝΝ ΕΕ ΡΡ ΓΓ ΕΕ Ι ΑΑ ΚΚ ΟΟ ΥΥ Σ ΥΥ ΣΣ ΤΤ ΗΗΜ ΑΑ ΤΤ ΟΟ ΣΣ ΤΤ ΗΗ ΣΣ Χ ΩΩ ΡΡ ΑΑ ΣΣ Το αναλυτικό µέρος του µακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασµού περιλαµβάνει ποσοτικά σενάρια εξέλιξης του ενεργειακού συστήµατος της χώρας, στο οποίο περιλαµβάνονται όλοι οι τοµείς κατανάλωσης, παραγωγής και προµήθειας ενέργειας, καθώς και όλες οι µορφές ενέργειας. Κάθε σενάριο περιλαµβάνει προβολή στο µέλλον του ενεργειακού ισοζυγίου της χώρας ανά πενταετία µέχρι και το 2030, εκτιµήσεις του κόστους και των τιµών των ενεργειακών προϊόντων, καθώς και εκτιµήσεις για το είδος και µέγεθος των επενδύσεων σε ενεργειακές υποδοµές. Κάθε σενάριο είναι συνεκτικό ως προς την εσωτερική του λογική και είναι συνεπές σε σχέση µε ένα σύνολο υποθέσεων σχετικά µε τις µελλοντικές εξελίξεις και τους οικονοµικούς µηχανισµούς της αγοράς από τους οποίους προκύπτουν οι επιχειρηµατικές και καταναλωτικές συµπεριφορές έτσι όπως 10
προβάλλονται στο µέλλον στο πλαίσιο κάθε σεναρίου. Κάθε σενάριο πρέπει να ερµηνευθεί ως µία πιθανή εξέλιξη στο µέλλον του ελληνικού ενεργειακού συστήµατος παραγωγής και κατανάλωσης. Κανένα σενάριο δεν αποτελεί πρόγνωση του µέλλοντος (δηλαδή κανένα δεν είναι πιο πιθανό από άλλο) και κανένα από τα σενάρια δεν προτείνεται ως επιθυµητή ή βέλτιστη εξέλιξη του ενεργειακού συστήµατος. Κατά συνέπεια ο ρόλος των ενεργειακών σεναρίων είναι περιγραφικός για το πιθανό µέλλον και αναλυτικός ώστε να εξυπηρετηθεί η ανάγκη εξαγωγής συµπερασµάτων για την ενεργειακή στρατηγική. Η ποσοτική ανάλυση βασίστηκε στη χρήση του µαθηµατικού µοντέλου PRIMES για το ενεργειακό σύστηµα και στα στατιστικά δεδοµένα έτσι όπως δηµοσιεύονται από τη Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Μελετήθηκαν και παρουσιάζονται τρία ενεργειακά σενάρια για το ελληνικό ενεργειακό σύστηµα και για την περίοδο 2000-2030: 1) Ενεργειακό Σενάριο Αναφοράς 2) Σενάριο Περιβαλλοντικής Πολιτικής 3) Σενάριο Επισφαλών Εξελίξεων Το Σενάριο Αναφοράς (baseline or business-as-usual scenario) υποθέτει ότι θα συνεχισθούν οι τάσεις που παρατηρήθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν καθώς και τα µέτρα πολιτικής που έχουν ήδη υιοθετηθεί. Το σενάριο αναφοράς δείχνει τις σηµερινές τάσεις του συστήµατος και τα όρια της σηµερινής ενεργειακής πολιτικής σε σχέση µε τους στρατηγικούς στόχους. εν πρόκειται για ένα στατικό σενάριο και πράγµατι περιλαµβάνει εξέλιξη του ενεργειακού συστήµατος. Όµως η εξέλιξη αυτή πραγµατοποιείται ως αποτέλεσµα των ήδη γνωστών τάσεων και πολιτικών. Τα εναλλακτικά σενάρια χρησιµοποιούν κατά βάση το σύστηµα υποθέσεων και δεδοµένων που χρησιµοποιήθηκαν στο πλαίσιο του σεναρίου αναφοράς. Κάθε εναλλακτικό σενάριο διαφοροποιεί σχετικά µικρό αριθµό υποθέσεων έτσι ώστε να περιγράψει τις επιπτώσεις τους στην εξέλιξη του ενεργειακού συστήµατος. Το Σενάριο Περιβαλλοντικής Πολιτικής υποθέτει ότι το ζήτηµα της κλιµατικής αλλαγής και συνεπώς του περιορισµού των αερίων του θερµοκηπίου που προέρχονται από την καύση ορυκτών καυσίµων αναδεικνύεται µείζον πρόβληµα και επηρεάζει τις εξελίξεις του ενεργειακού συστήµατος. Τόσο στον τοµέα της κατανάλωσης ενέργειας, όσο και στον τοµέα της παραγωγής ενέργειας, οι επιχειρηµατικές και καταναλωτικές συµπεριφορές θεωρούνται ότι λαµβάνουν υπόψη τον περιορισµό των συνολικών εκποµπών από καύση ορυκτών καυσίµων. Το µαθηµατικό µοντέλο εξασφαλίζει η προσαρµογή των συµπεριφορών των καταναλωτών και παραγωγών να γίνει έτσι ώστε να είναι συµβατή µε τη θεωρία της γενικής οικονοµικής ισορροπίας, κατά την οποία κάθε συµµετέχων στην αγορά προσαρµόζεται έτσι ώστε το οριακό κόστος προσαρµογής να γίνει ίσο µε το αντίστοιχο οριακό κόστος κάθε άλλου συµµετέχοντος στην αγορά. Κατά συνέπεια, το σενάριο αντιστοιχεί και στην βέλτιστη οικονοµικά κατανοµή του γενικού περιβαλλοντικού περιορισµού στους καταναλωτές και παραγωγούς ενέργειας. Σύµφωνα µε την οικονοµική θεωρία ο βέλτιστος αυτός τρόπος κατανοµής είναι ο ίδιος που θα προέκυπτε αν ένας ενιαίος φόρος αναλογικός προς τις εκποµπές διοξειδίου του άνθρακα επιβαλλόταν σε όλες τις περιπτώσεις καύσης ορυκτών καυσίµων. Το Σενάριο Επισφαλών Εξελίξεων υποθέτει ότι αφενός η κατανάλωση ενέργειας αυξάνεται σχετικά πιο γρήγορα από ότι στο Σενάριο Αναφοράς, αφετέρου ότι αβεβαιότητες και διεθνή προβλήµατα αναγκάζουν τη χώρα να µην αναπτύξει τις υποδοµές διασύνδεσης εκείνες που θα επέτρεπαν την εισαγωγή των απαιτούµενων ποσοτήτων φυσικού αερίου. Το σενάριο αυτό χρησιµεύει ως διερεύνηση των επιπτώσεων από την ανάγκη η χώρα να στηριχθεί περισσότερο σε εγχώριους πόρους και µάλιστα όταν η ζήτηση ενέργειας αυξάνεται σηµαντικά. Εύκολα αντιλαµβάνεται 11
κανείς ότι για τα δεδοµένα της χώρας µια τέτοια εξέλιξη συνδυάζεται µε φτωχές επιδόσεις στον τοµέα του περιβάλλοντος ιδιαίτερα σε ότι αφορά στο θέµα της κλιµατικής αλλαγής. Στο επόµενο κεφάλαιο παρουσιάζεται αναλυτικά το Σενάριο Αναφοράς και οι υποθέσεις στις οποίες στηρίχθηκε η ποσοτική ανάλυση. Οι υποθέσεις αυτές, ποσοτικά και ποιοτικά, είναι επίσης αντικείµενο διαλόγου µε τους διάφορους φορείς έτσι ώστε να υπάρξει βελτίωση και σύγκλιση αναφορικά µε τις υποθέσεις δηµιουργίας του Σεναρίου Αναφοράς. Για τα εναλλακτικά σενάρια παρουσιάζονται µόνο οι υποθέσεις που διαφοροποιούνται σε σχέση µε το Σενάριο Αναφοράς. Οι υποθέσεις σχετικά µε το διεθνές ενεργειακό σύστηµα και τη µελλοντική διαµόρφωση των διεθνών τιµών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου είναι µεγάλης σηµασίας για τον ενεργειακό σχεδιασµό της χώρας. Οι υποθέσεις που υιοθετήθηκαν στα σενάρια που παρουσιάζονται στο παρόν κείµενο στηρίζονται στις τρέχουσες αποδεκτές προβολές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και εκφράζουν µια αισιόδοξη εκτίµηση για τη µελλοντική πορεία των διεθνών τιµών της ενέργειας. Η ανάλυση πρέπει να συµπληρωθεί µε επιπλέον σενάρια και αναλύσεις ευαισθησίας ως προς τις διεθνείς τιµές της ενέργειας. Η συµπλήρωση αυτή θα γίνει σε επόµενες εκδόσεις του ενεργειακού σχεδιασµού. 12
Β Α Σ Ι Κ Ε Σ Υ Π Ο Θ Ε Σ Ε Ι Σ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΕΝΑΡΙΟΥ ΑΝΑΦΟΡΑΣ Το παρόν κεφάλαιο παρουσιάζει τις βασικές υποθέσεις σχετικά µε ποσοτικές παραµέτρους, µέτρα πολιτικής και εξελίξεις που έγιναν δεκτές για την δηµιουργία του Σεναρίου Αναφοράς. Οι ίδιες υποθέσεις χρησιµοποιήθηκαν και για τα άλλα ενεργειακά σενάρια εκτός από ορισµένες που διαφοροποιούνται, οι οποίες αναφέρονται συγκεκριµένα στην αρχή του αντίστοιχου κεφαλαίου. 11. Υ ΠΠ ΟΟ ΘΘ ΕΕ ΣΣ ΕΕ Ι Ι ΣΣ ΓΓ Ι ΑΑ ΤΤ ΗΗ ΝΝ Α ΝΝ ΑΑ ΠΠ ΤΤ ΥΥ ΞΞ Ι ΑΑ ΚΚ ΗΗ Π ΟΟ ΡΡ ΕΕ Ι ΑΑ ΤΤ ΗΗ ΣΣ Ε ΛΛ ΛΛ ΗΗ ΝΝ Ι ΚΚ ΗΗ ΣΣ ΟΙ ΚΚ ΟΟ ΝΝ ΟΟΜ Ι ΑΑ ΣΣ Η ενέργεια είναι συντελεστής παραγωγής στη βιοµηχανία και βασικό αγαθό για τους καταναλωτές. Η πρόβλεψη της εξέλιξης της ενεργειακής ζήτησης στο µέλλον εξαρτάται αφενός από την αναπτυξιακή πορεία και τη µελλοντική διάρθρωση της βιοµηχανίας και των υπηρεσιών, αφετέρου από τη µελλοντική διαµόρφωση της αγοραστικής ικανότητας των νοικοκυριών και του επιπέδου διαβίωσης. Το Σενάριο Αναφοράς στηρίζεται κατ αρχήν στην υπόθεση ότι το πρόγραµµα σύγκλισης της Ελληνικής Οικονοµίας προς το µέσο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πραγµατοποιείται µε επιτυχία και µάλιστα επεκτείνεται σε µακροχρόνιο ορίζοντα. Η σύγκλιση αυτή δεν αφορά µόνο στα µακροοικονοµικά µεγέθη αλλά επεκτείνεται στα θέµατα επιπέδου διαβίωσης για τις οικίες και τις µεταφορές, συνθηκών εργασίας για τον τριτογενή τοµέα και υποδοµών. Συγχρόνως γίνεται η υπόθεση ότι συνεχίζονται οι τάσεις αναδιάρθρωσης της Ελληνικής Οικονοµίας έτσι ώστε το αυξηµένο εισόδηµα και ΑΕΠ να δηµιουργείται όλο και περισσότερο σε κλάδους της µεταποίησης και των υπηρεσιών µε αυξηµένη προστιθέµενη αξία και λιγότερο σε παραδοσιακούς κλάδους της οικονοµίας. 1.1. Γενικές Μακροοικονοµικές Υποθέσεις Στα πλαίσια της υπόθεσης σύγκλισης των οικονοµιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επιβεβαιώνεται και από τις τρέχουσες εξελίξεις της Ελληνικής Οικονοµίας, αναµένεται για την Ελλάδα ανάπτυξη του ΑΕΠ µε ετήσιους ρυθµούς άνω του 3% µέχρι και το 2030 (κορύφωση στο διάστηµα 2000-2005 µε ρυθµό γύρω στο 4%). Επίσης προβλέπεται παράλληλη ανάπτυξη της ιδιωτικής κατανάλωσης - µε µικρότερους ωστόσο ρυθµούς βραχυχρόνια - και µεγαλύτερη αύξηση των επενδύσεων, αλλά µε ρυθµούς ανόδου του πραγµατικού εισοδήµατος που µακροχρόνια εξοµοιώνονται αυτών του ΑΕΠ. Η εξέλιξη της ενεργειακής κατανάλωσης δεν εξαρτάται µόνο από τον ρυθµό αύξησης του ΑΕΠ, αλλά ιδιαίτερα από την εξέλιξη της διάρθρωσης της οικονοµίας. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες ήδη συντελέσθηκε στην Ελλάδα σηµαντική αναδιάρθρωση των κλάδων της Ελληνικής Οικονοµίας µε σηµαντικές µεταβολές στη δοµή του ΑΕΠ. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της χώρας παράγεται πλέον κατά τα τρία τέταρτα από τους κλάδους του τριτογενούς τοµέα, ενώ τα µερίδια της µεταποίησης και της γεωργίας είναι µάλλον σε φθίνουσα πορεία. Επιπλέον, το µερίδιο των ενεργοβόρων βιοµηχανικών κλάδων στη συνολική προστιθέµενη αξία της µεταποίησης είναι µικρή και προοπτικά βρίσκεται επίσης σε φθίνουσα πορεία. Μάλιστα και σε καθένα ενεργοβόρο βιοµηχανικό κλάδο υπήρξαν και θα συνεχίσουν στο µέλλον αναδιαρθρώσεις υπέρ υλικών και προϊόντων µε µεγαλύτερη προστιθέµενη αξία επί της παραγωγής παραδοσιακών ενεργοβόρων υλικών. 13
Σχήµα 1: Η σύγκλιση της Ελληνικής Οικονοµίας προς τα επίπεδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 4,00 Μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ και της Ιδιωτικής Κατανάλωσης στην ΕΕ και την Ελλάδα 4,00 3,50 3,50 % αύξησης ΑΕΠ/κεφαλή 3,00 2,50 2,00 1,50 1,00 3,00 2,50 2,00 1,50 1,00 % αύξησης Ιδ. Καταν./κεφαλή 0,50 0,50 0,00 90-00 00-10 10-20 20-30 ΑΕΠ ΕΕ ΑΕΠ ΕΛΛΑ ΟΣ Ιδ. Κατ. ΕΕ Ιδ. Κατ. ΕΛΛΑ ΟΣ 0,00 Η βασική υπόθεση του Σεναρίου Αναφοράς σχετικά µε την κλαδική διάρθρωση της Ελληνικής Οικονοµίας στηρίζεται στη διαπίστωση ότι το µεγαλύτερο µέρος της αναδιάρθρωσης της µεταποίησης και των µεταβολών στους ενεργοβόρους κλάδους της βιοµηχανίας έχει ήδη συντελεσθεί στην Ελλάδα. Το Σενάριο Αναφοράς δεν αναµένει εποµένως νέες µεγάλες µειώσεις της παραγωγής των ενεργοβόρων κλάδων και γενικά του µεριδίου της µεταποίησης στο ΑΕΠ. Έτσι, η προβολή στο µέλλον περιλαµβάνει σχετική σταθερότητα της δοµής του ΑΕΠ και µικρό αλλά σταθερό ρυθµό ανάπτυξης της παραγωγής των ενεργοβόρων κλάδων. Η βασική δικαιολόγηση στηρίζεται στην αρχή ότι ακόµα και στην πλήρως ολοκληρωµένη ενιαία εσωτερική αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης υφίστανται λόγοι σχετιζόµενοι µε τις οικονοµίες κλίµακας, την περιφερειακή οργάνωση της αγοράς και ζητήµατα συγκριτικών πλεονεκτηµάτων που επιτρέπουν σε ορισµένους βιοµηχανικούς κλάδους να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται στην ελληνική επικράτεια. Πιο συγκεκριµένα, σχετικά µε τη µελλοντική δοµή του ΑΕΠ, το Σενάριο Αναφοράς προβλέπει διαφορετικές εξελίξεις για τους τρεις τοµείς της Οικονοµίας (Πίνακας 1). Ο τριτογενής τοµέας θα παραµείνει κυρίαρχος αντιπροσωπεύοντας άνω των τριών τετάρτων της συνολικής προστιθέµενης αξίας της χώρας και θα επιτυγχάνει ρυθµό ανάπτυξης ελαφρά µεγαλύτερο αυτού του ΑΕΠ. Κατά την περίοδο 1995-2010 προβλέπεται ετήσιος ρυθµός αύξησης της προστιθέµενης αξίας του τριτογενή τοµέα περίπου 3.5%. Έτσι ο τριτογενής τοµέας θα φτάσει το 2010 το 78.8% του ΑΕΠ, έναντι µεριδίου 74.8% το 1995. Μακροχρόνια οι µέσοι ετήσιοι ρυθµοί αύξησης της προστιθέµενης αξίας θα κυµανθούν στα επίπεδα του 3.0% (3.4% το διάστηµα 2010-2020 και 3.2% το διάστηµα 2020-2030), µε αποτέλεσµα το 2020 το µερίδιο του τριτογενή τοµέα να φτάσει το 79.5% και το 2030 το 80.8%. Εντός του τριτογενή τοµέα, το Σενάριο Αναφοράς αναµένει µεγαλύτερη ανάπτυξη του κλάδου των ιδιωτικών υπηρεσιών (ετήσιο ρυθµό αύξησης 4.1% την περίοδο 1995-2010), σηµαντική ανάπτυξη του κλάδου του εµπορίου (ετήσιο ρυθµό αύξησης 5.4% την περίοδο 1995-2010) και σχετικά µικρή ανάπτυξη του κλάδου των υπηρεσιών που εντάσσονται στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα (ετήσιο ρυθµό αύξησης 2.4% την 14
Πίνακας 1: Υποθέσεις Οικονοµικής Ανάπτυξης κατά κλάδο Ετήσιοι ρυθµοί µεταβολής της προστιθέµενης αξίας κατά κλάδο στην Ελλάδα (%) '95-'00 '00-'10 '10-'20 '20-'30 Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (αε τιµές αγοράς) 3,40 3,97 3,24 3,02 Προστιθέµενη Αξία Μεταποίησης 0,63 4,18 3,27 2,87 Σιδηρουργία -3,63 2,75 1,98 1,46 Μη σιδηρούχα µέταλλα -1,82 4,76 3,37 2,79 Χηµική βιοµηχανία -1,16 4,88 3,55 3,31 Υλικά κατασκευών 5,60 5,02 2,44 1,64 Χαρτί και χαρτοπολτός -0,39 3,99 2,79 1,89 Τρόφιµα, ποτά κ.α. 2,06 4,35 3,18 2,58 Ηλεκ/µηχανολογικός εξοπλισµός 3,44 5,06 4,84 4,57 Υφαντουργία -5,41 0,70 0,62 0,50 Άλλες βιοµηχανίες 1,06 4,07 2,84 1,78 Προστιθέµενη Αξία Τριτογενή Τοµέα 3,52 4,25 3,42 3,23 Υπηρεσίες Αγοράς 3,57 4,36 3,94 3,75 Λοιπές Υπηρεσίες 1,07 3,01 2,55 2,19 Εµπόριο 6,04 5,14 3,63 3,54 Προστιθέµενη Αξία Γεωργία 0,68 3,05 2,71 1,95 περίοδο 1995-2010). Η ανάπτυξη των ιδιωτικών υπηρεσιών, στις οποίες περιλαµβάνεται ο τουρισµός, συνδυάζεται µε τον µητροπολιτικό ρόλο της χώρας στην ευρύτερη περιοχή, πράγµα που στηρίζει τη βασική υπόθεση για τη ραγδαία βελτίωση του επιπέδου ανέσεων και συνθηκών εργασίας στον τοµέα αυτόν και που έχει σηµαντικές επιπτώσεις στην ενεργειακή κατανάλωση. προστιθέµενης αξίας των βιοµηχανικών κλάδων γύρω στο 3.0% ετησίως για το διάστηµα 1995-2010 και 3.1% για το διάστηµα 2010-2030. Το µερίδιο της µεταποίησης στο ΑΕΠ διατηρείται σε σχετικά ικανοποιητικά επίπεδα για την Ελληνική οικονοµία, ελαφρά µειούµενο στο 12.6% το 2010 και 12.1% το 2030, έναντι 14.3% το 1995. Το Σενάριο Αναφοράς προβάλλει σηµαντική µεγέθυνση του δευτερογενή τοµέα (µεταποίηση) της Ελληνικής Οικονοµίας, όµως µε ρυθµούς αύξησης της προστιθέµενης αξίας µικρότερους αυτών του ΑΕΠ. Στο Σενάριο Αναφοράς προβλέπεται αύξηση της Το Σενάριο Αναφοράς προβλέπει περαιτέρω µείωση του µεριδίου του αγροτικού τοµέα στο ΑΕΠ, το οποίο φτάνει το 8.6% το 2010 και το 7.1% το 2030, έναντι 10.9% το 1995. Ο ρυθµός µεγέθυνσης της γεωργικής παραγωγής παραµένει χαµηλότερος αυτού Σχήµα 2: Κλαδική διάρθρωση της Προστιθέµενης Αξίας και της ενεργειακής κατανάλωσης 350.000 Προστιθέµενη Αξία σε MEuro'90 14.000 Ενεργειακή Κατανάλωση σε ktoe 300.000 12.000 250.000 10.000 200.000 8.000 150.000 6.000 100.000 4.000 50.000 2.000 0 1990 1995 2000 2005 2010 2015 2020 2025 2030 0 1990 1995 2000 2005 2010 2015 2020 2025 2030 Βιοµηχανικός Τοµέας Αγροτικός Τοµέας Υπηρεσίες ιδιωτικού τοµέα Υπηρεσίες δηµοσίου τοµέα Τοµέας Εµπορίου 15
του ΑΕΠ και προβλέπεται να µην υπερβεί το 2% έως 3% ετησίως σε όλη την περίοδο. Όπως αναφέρθηκε, η αναδιάρθρωση της βιοµηχανικής δραστηριότητας στην Ελλάδα έχει ήδη συντελεστεί σε µεγάλο βαθµό, έτσι ώστε οι κλάδοι που σήµερα δραστηριοποιούνται να είναι ανταγωνιστικοί και να προσδοκούν σχετική µεγέθυνση στο µέλλον. Η µεγέθυνση αυτή δεν µπορεί όµως παρά να γίνεται µε ρυθµούς µικρότερους των ρυθµών του ΑΕΠ, ενώ θα συνεχίζεται η τάση επικέντρωσης σε βιοµηχανική παραγωγή λιγότερο ενεργοβόρο και µεγαλύτερης προστιθέµενης αξίας. Το Σχήµα 2 δείχνει την κλαδική διάρθρωση της παραγόµενης προστιθέµενης αξίας (ΑΕΠ σε τιµές συντελεστών παραγωγής), όπως προβλέπεται στο Σενάριο Αναφοράς, την οποία αντιδιαστέλλει µε την αντίστοιχη διάρθρωση της ενεργειακής κατανάλωσης των ίδιων κλάδων. Επισηµαίνεται ότι οι ενεργοβόροι κλάδοι της οικονοµίας είναι η σιδηρουργία, τα µη σιδηρούχα µέταλλα, τα µη µεταλλικά υλικά κατασκευών, η χηµική βιοµηχανία και ο χαρτοπολτός. Ο τοµέας της σιδηρουργίας στην Ελλάδα έχει επικεντρωθεί στη χρήση ηλεκτρικού τόξου και η παραγωγή του προβλέπεται να παραµείνει σχετικά σταθερή µε ελαφρά µείωση µακροχρόνια. Ο τοµέας των µη σιδηρούχων µετάλλων περιλαµβάνει στην Ελλάδα κυρίως την αλουµίνα και την παραγωγή αλουµινίου από ηλεκτρόλυση, καθώς και την παραγωγή νικελίου. Το Σενάριο Αναφοράς προβλέπει τη διατήρηση αυτής της δραστηριότητας παραγωγής στην Ελλάδα, µάλιστα µε τάσεις µεγέθυνσης. Ο τοµέας των ενεργοβόρων χηµικών υλικών είναι αρκετά περιορισµένος στην Ελλάδα. Το Σενάριο Αναφοράς προβλέπει σχετική µεγέθυνση του κλάδου µε ιδιαίτερη έµφαση σε νέα παραγωγική δραστηριότητα σε ορισµένα υλικά της πετροχηµείας και των πλαστικών υλών. Ο κλάδος του τσιµέντου και των άλλων οικοδοµικών υλικών είναι ιδιαίτερα ανεπτυγµένος στην Ελλάδα και ο ρόλος αναµένεται να παραµείνει σηµαντικός σε συνδυασµό µε τη σηµαντική σε όγκο αλλά και τάσεις µεγέθυνσης δραστηριότητας των κατασκευών. Το Σενάριο Αναφοράς προβλέπει σχετικά µικρή αύξηση του όγκου παραγωγής τσιµέντου, όχι τόσο λόγω εγχώριας κατανάλωσης όσο λόγω του σχετικού κορεσµού των διεθνών αγορών. 1.2. ηµογραφικά Θέµατα και Επίπεδο Ανέσεων Η µελλοντική εξέλιξη του πληθυσµού και του αριθµού των νοικοκυριών επηρεάζει άµεσα τη ζήτηση ενέργειας του οικιακού τοµέα, το Πίνακας 2: Συνοπτική εικόνα της ανάπτυξης κατά κλάδο ιάρθρωση της Προστιθέµενης Αξίας στην Ελλάδα (%) 1990 2000 2010 2020 2030 Ενεργοβόροι κλάδοι της βιοµηχανίας 4,5 4,3 4,1 3,5 2,9 Υπόλοιπη Μεταποίηση 10,2 8,6 7,5 6,4 5,7 Τριτογενής Τοµέας και κατασκευές 74,1 75,6 78,6 81,7 84,1 Γεωργία 9,4 8,7 7,1 5,8 4,7 Ενεργειακοί κλάδοι 1,9 2,7 2,7 2,6 2,5 Πίνακας 3: Η πορεία των ενεργοβόρων κλάδων είκτες Όγκου Παραγωγής Ενεργοβόρων Υλικών στην Ελλάδα (1990=1) 1990 2000 2010 2020 2030 Σιδηρουργία (ηλεκτρικού τόξου) 1 1,05 1,39 1,68 1,93 Αλουµίνιο (ηλεκτρόλυση) 1 1,09 1,71 2,29 3,06 Ανόργανα χηµικά και λιπάσµατα 1 0,48 0,70 0,92 1,11 Πετροχηµικά 1 1,07 1,73 2,31 2,92 Άλλα χηµικά υλικά 1 2,12 3,35 4,58 5,36 Τσιµέντο 1 1,04 1,42 1,26 1,19 16
µεταφορικό έργο και τη ζήτηση ενέργειας στις µεταφορές και την εξέλιξη του κλάδου των υπηρεσιών. Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται ιστορικά από υπογεννητικότητα αλλά ο αριθµός των νοικοκυριών αυξάνει επειδή κοινωνικές συνθήκες ωθούν σε σταδιακή µείωση του µέσου µεγέθους του νοικοκυριού. Η ένταξη τα τελευταία χρόνια στην ελληνική κοινωνία σηµαντικού αριθµού µεταναστών φαίνεται να έχει αξιόλογη µακροχρόνια επίδραση στις δηµογραφικές εξελίξεις. Στο πλαίσιο αυτό, στο σενάριο αναφοράς προβλέπεται αύξηση του πληθυσµού µε ετήσιο ρυθµό κοντά στο 0.4% ετησίως για το διάστηµα 1995-2010 ενώ το µέγεθος των νοικοκυριών (αριθµός ανθρώπων ανά νοικοκυριό) στο ίδιο χρονικό διάστηµα µειώνεται κατά 0.45% ετησίως αντανακλώντας την µεταβαλλόµενη ηλικιακή σύνθεση του πληθυσµού καθώς και τις αλλαγές στον τρόπο ζωής. Κατά συνέπεια ο αριθµός των νοικοκυριών παρουσιάζει µια αύξηση της τάξης του 0.9% ετησίως στο χρονικό διάστηµα 1995-2010. Το σενάριο αναφοράς υποθέτει ότι µακροχρόνια, πέραν του 2010, η επίδραση από το µεταναστευτικό ρεύµα σταδιακά εξαφανίζεται και έτσι επανέρχονται οι µακροχρόνιες τάσεις δηµογραφικής εξέλιξης που παρουσιάζουν υπογεννητικότητα. Έτσι γίνεται η υπόθεση ότι ο ρυθµός αύξησης του πληθυσµού µειώνεται και µακροχρόνια γίνεται αρνητικός, φτάνοντας στα επίπεδα του 0.04% ετησίως. Επίσης, γίνεται η υπόθεση ότι οι κοινωνικές τάσεις που έτειναν στη µείωση του µέσου µεγέθους του νοικοκυριού εξασθενούν και έτσι το µέσο µέγεθος του νοικοκυριού τείνει µακροχρόνια στα 2.5 άτοµα ανά νοικοκυριό από περίπου 3 άτοµα το 1990. Παρόλο που θεωρείται ότι ο οικιακός τοµέας στην Ελλάδα σπαταλά ενέργεια, τα στατιστικά δεδοµένα δείχνουν ότι η κατανάλωση ενέργειας κατά κεφαλή ή ανά νοικοκυριό υστερεί του µέσου όρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε όλες τις χρήσεις της ενέργειας στον οικιακό τοµέα η κατανάλωση κατά κεφαλή στην Ελλάδα αντιπροσώπευε το 1995 µόλις 50% έως 74% του µέσου Κοινοτικού όρου ανάλογα µε την ενεργειακή χρήση, όπως 50% στη θέρµανση χώρων και τον κλιµατισµό και 70% έως 74% στο ζεστό νερό και στις ηλεκτρικές χρήσεις. Τα δεδοµένα αυτά, που συνδυάζονται µε το επίπεδο εισοδήµατος των ελλήνων καταναλωτών συγκριτικά µε το µέσο κοινοτικό επίπεδο, εκφράζουν ότι το µέσο επίπεδο ανέσεων του ελληνικού νοικοκυριού υστερεί. Κατά συνέπεια, το σενάριο αναφοράς στηρίζεται στη γενικότερη υπόθεση ότι σταδιακά θα υπάρξει σύγκλιση των µέσων επιπέδων Σχήµα 3: ηµογραφικές υποθέσεις 1990 1995 2000 2005 2010 2015 2020 2025 2030 Πληθυσµός (χιλ.) 10161 10454 10558 11034 11145 11196 11184 11138 11085 Αριθµός νοικοκυριών (χιλ.) 3342 3592 3744 3998 4097 4193 4252 4300 4346 Μέγεθος νοικοκυριών (κάτοικοι/νοικοκυριό) 3,04 2,91 2,82 2,76 2,72 2,67 2,63 2,59 2,55 1,350 είκτες δηµογραφικής εξέλιξης ( =1 το 1990) 1,300 1,250 1,200 1,150 1,100 1,050 1,000 1990 1995 2000 2005 2010 2015 2020 2025 2030 Πληθυσµός (χιλ.) Αριθµός νοικοκυριών (χιλ.) 17
Πίνακας 4: είκτες επιπέδου ανέσεων των νοικοκυριών 1990 2000 2010 2020 2030 Αρ. Αυτοκ. Ανά 1000 κατοίκους 171 303 299 315 341 Συσκευές Πλύσης ανά Νοικοκυριό 0,7 0,8 1,3 1,9 2,5 Συσκευές Ψυχαγωγίας ανά Νοικοκυριό 1,0 1,3 2,7 5,0 7,7 Συσκευές Ψύξης ανά Νοικοκυριό 1,0 1,3 2,0 3,1 3,8 ανέσεων των ελληνικών νοικοκυριών προς τα µέσα ευρωπαϊκά. Η γενική υπόθεση αυτή εκφράζεται µέσω συγκεκριµένων περαιτέρω υποθέσεων που περιλαµβάνουν: τη µέση επιφάνεια κάθε οικίας, το ποσοστό των οικιών µε κεντρική θέρµανση, το ποσοστό των οικιών που θερµαίνονται πλήρως ή κλιµατίζονται, το ποσοστό διείσδυσης των διαφόρων οικιακών συσκευών (πλυντήρια ρούχων, πλυντήρια πιάτων, στεγνωτήρια, τηλεοράσεις κλπ.). Σε όλους τους δείκτες αυτούς τα στατιστικά δεδοµένα δείχνουν υστέρηση για την Ελλάδα σε σχέση µε το µέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο σενάριο αναφοράς γίνεται η υπόθεση ταχείας σύγκλισης εντός της δεκαετίας ή δεκαπενταετίας. Σηµαντικός παράγοντας που έχει σηµασία για τον κλάδο των υπηρεσιών είναι το συνολικό εµβαδόν των κτιριακών εγκαταστάσεων, το οποίο καθορίζει και τον χώρο που πρέπει να θερµανθεί, ηλεκτροφωτιστεί κλπ. Το εµβαδόν των κτιριακών εγκαταστάσεων του τριτογενή τοµέα εξαρτάται από την πληθυσµιακή πυκνότητα, τον βαθµό αποκέντρωσης καθώς και το επίπεδο ευηµερίας. Ιστορικά ο τοµέας των υπηρεσιών στην Ελλάδα χαρακτηριζόταν από χαµηλό επίπεδο ανέσεων και συνθηκών εργασίας των εργαζοµένων στα κτίρια συγκριτικά µε µέσα Ευρωπαϊκά δεδοµένα. Το σενάριο αναφοράς στηρίζεται στην υπόθεση ότι θα υπάρξει ταχεία µεταβολή στον τοµέα αυτό που θα οδηγήσει σε σηµαντική βελτίωση των ανέσεων και των συνθηκών εργασίας στις υπηρεσίες, πράγµα που θα έχει σηµαντικές επιπτώσεις στη ζήτηση ενέργειας του κλάδου. Μεταξύ άλλων το σενάριο αναφοράς υποθέτει ότι συνολικά στις υπηρεσίες αναµένεται αύξηση των τετραγωνικών µέτρων ανά εργαζόµενο κατά 2.5% ετησίως στο διάστηµα 1995-2010 και 2% ετησίως στο διάστηµα 2010-2020. Παρόµοια τίθεται και το ζήτηµα της κινητικότητας των νοικοκυριών και της ιδιοκτησίας µεταφορικών µέσων. Παρόλα τα προβλήµατα συµφόρησης στις µεταφορές, που παρατηρείται στην Ελλάδα, οι κάτοικοι κινούνται µε µέσα µεταφοράς κάθε είδους (µετρούµενα µε ετήσια επιβατοχιλιόµετρα κατά κεφαλή) λιγότερο από το µέσο Ευρωπαϊκό όρο, και συγκεκριµένα η κινητικότητα στην Ελλάδα φθάνει το 70% του µέσου Κοινοτικού. Η ιδιοκτησία µέσων µεταφοράς βρίσκεται επίσης σε σαφώς χαµηλότερα επίπεδα στην Ελλάδα από ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στα πλαίσια της σύγκλισης της Ελληνικής Οικονοµίας και του επιπέδου διαβίωσης, το Σενάριο Αναφοράς στηρίζεται στην υπόθεση της ταχύτερης από την Ευρωπαϊκή Ένωση αύξησης της µέσης κινητικότητας των νοικοκυριών και της αντίστοιχης ιδιοκτησίας αυτοκινήτων, πράγµα που προφανώς επηρεάζει τη ζήτηση ενέργειας από τις µεταφορές. 22. Υ ΠΠ ΟΟ ΘΘ ΕΕ ΣΣ ΕΕ Ι ΣΣ ΠΠ ΟΟ ΛΛ Ι ΤΤ Ι ΚΚ ΗΗ ΣΣ Το σενάριο αναφοράς έχει το χαρακτήρα της προέκτασης των σηµερινών αποφάσεων και µέτρων στο πλαίσιο της ακολουθούµενης ενεργειακής πολιτικής και βασίζεται στην υπόθεση ότι η πολιτική αυτή δεν θα διαφοροποιηθεί και δεν θα εφαρµοσθούν νέα σηµαντικά µέτρα. Έτσι στα αποτελέσµατα του σεναρίου αναφοράς αντανακλώνται οι επιπτώσεις από τη συνέχιση των σηµερινών τάσεων στο µελλοντικό ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας. Κατά τοµέα το σενάριο αναφοράς περιλαµβάνει τις επιπτώσεις από τις παρακάτω αποφάσεις και µέτρα πολιτικής: 18
2.1. Φυσικό αέριο Οι νέες ΕΠΑ (Εταιρίες Παροχής Αερίου στις πόλεις) της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλίας και Αττικής που σχηµατίσθηκαν µε τη συµµετοχή ιδιωτών θα πραγµατοποιήσουν το πρόγραµµα διείσδυσης του φυσικού αερίου στην κατανάλωση των πόλεων. Νέα έργα διανοµής αερίου θα πραγµατοποιηθούν για ορισµένες ακόµα µικρές πόλεις σύµφωνα µε το υφιστάµενο πρόγραµµα της ΕΠΑ. Οι ποσοτικές υποθέσεις σχετικά µε τη διείσδυση του φυσικού αερίου στον οικιακό και τριτογενή τοµέα στηρίζονται στο υφιστάµενο πρόγραµµα και προβλέψεις της ΕΠΑ. Το πρόγραµµα ενίσχυσης της υποδοµής του φυσικού αερίου που προβλέπεται να ενισχυθεί από το Γ ΚΠΣ θα πραγµατοποιηθεί εξασφαλίζοντας την ευελιξία και αξιοπιστία που απαιτεί το σύστηµα µεταφοράς και αποθήκευσης φυσικού αερίου καθώς και η χρήση του υγροποιηµένου φυσικού αερίου. Τα έργα υποδοµής περιλαµβάνουν επέκταση και ενίσχυση του σταθµού υγροποιηµένου αερίου, την υπόγεια αποθήκη, νέους συµπιεστές στο δίκτυο υψηλής πίεσης και την κατασκευή νέων διεθνών διασυνδέσεων φυσικού αερίου. Το πρόγραµµα αυτό υποδοµών στην µεταφορά και παροχή του φυσικού αερίου θεωρείται ότι υποστηρίζει µε επάρκεια και αξιοπιστία τις τεχνικές απαιτήσεις σχετικά µε τη διαχείριση φορτίου που θα προκύψουν από την αυξηµένη κατανάλωση φυσικού αερίου που αναµένεται για την ηλεκτροπαραγωγή σε συνδυασµό µε τις άλλες χρήσεις του φυσικού αερίου. 2.2. ΑΠΕ και µικρή συµπαραγωγή Η ανάπτυξη των ανανεώσιµων πηγών ενέργειας και της µικρής συµπαραγωγής θερµότητας και ηλεκτρισµού θα συνεχίσει µε τη βοήθεια πολιτικής ενίσχυσής τους µε διάφορους µηχανισµούς, οι οποίοι δεν προσδιορίζονται συγκεκριµένα αλλά όµως τελικά ισοδυναµούν µε την κάλυψη µέρους του κόστους των τεχνολογιών αυτών ώστε να γίνουν ανταγωνιστικές των συµβατικών τεχνολογιών. Το υφιστάµενο σύστηµα ενισχύσεων για τις ΑΠΕ και τη µικρή συµπαραγωγή περιλαµβάνει µερική επιχορήγηση του κόστους επένδυσης (στα πλαίσια του Γ ΚΠΣ) και υποχρεωτική απορρόφηση της παραγόµενης ενέργειας σε καθορισµένη τιµή. 2.3. Εξοικονόµηση ενέργειας και αποδοτικότητα Θα συνεχισθούν ειδικές δράσεις και η υιοθέτηση αυστηρών προδιαγραφών και κανονισµών που συντείνουν στην εξοικονόµηση και γενικότερα την αποδοτική χρήση της ενέργειας. Οι ειδικές δράσεις αφορούν σε µηχανισµούς επιδότησης επενδύσεων εξοικονόµησης ενέργειας ή και αλλαγής καυσίµου που συνοδεύεται µε αποδοτικότερη χρήση της ενέργειας. Οι προδιαγραφές και κανονισµοί αφορούν στην ενεργειακή συµπεριφορά των κτιρίων και κατοικιών, στα ενεργειακά χαρακτηριστικά των διαφόρων ενεργειακών συσκευών (ιδιαίτερα ηλεκτρικών) και συνοδεύονται µε δράσεις όπως η υποχρεωτική αναγραφή των ενεργειακών επιδόσεων των συσκευών. 2.4. Τοµέας Μεταφορών Στον τοµέα των µεταφορικών µέσων, το σενάριο αναφοράς δέχεται την υπόθεση ότι θα εφαρµοσθεί η πρόσφατη συµφωνία µεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των αυτοκινητοβιοµηχανιών (ACEA, KAMA και JAMA) που προβλέπει δέσµευση των τελευταίων για κατασκευή των νέων αυτοκινήτων αποκλειστικά µε χαρακτηριστικά χαµηλής κατανάλωσης καυσίµων. Η δέσµευση προβλέπει µείωση των εκποµπών διοξειδίου του άνθρακα σε µέσα επίπεδα για όλα τα νέα αυτοκίνητα στα 140 g/km έως το 2008 (µε ενδιάµεσο στόχο τα 170 g/km το 2003), από 186 g/km που είναι το µέσο σηµερινό επίπεδο εκποµπών. Το σενάριο αναφοράς υποθέτει ότι η πρόοδος αυτή των µηχανών των αυτοκινήτων θα συνεχισθεί πέραν του 2008, όµως δεν προβλέπει πώς κάποια νέα τεχνολογία κινητήρων (π.χ. κυψέλες καυσίµου) θα γίνει ανταγωνιστική στα πλαίσια του σεναρίου. Σχετικά µε τις υποδοµές του τοµέα των µεταφορών, το σενάριο αναφοράς προβλέπει ολοκλήρωση των νέων έργων που προβλέπονται στο Γ ΚΠΣ και τα οποία περιλαµβάνουν νέους αυτοκινητοδρόµους, 19