Πρόλογος του Εκδότη Η γλώσσα ως οργανικό στοιχείο των επιστημών, αποτελεί ένα ιδιαίτερο και αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας της επιστημονικής σκέψης και παραγωγής. Δίχως τη χρήση και την εξέλιξη των κατάλληλων γλωσσικών μερών και συστημάτων δεν είναι δυνατό να αποτυπωθεί, να κοινωνηθεί και να εξελιχθεί οποιοσδήποτε επιστημονικός κλάδος. Για το λόγο αυτό, ειδικά στη σφαίρα της Ιατρικής και των συναφών επιστημών, κρίνεται απαραίτητη η εκμάθηση και η εκ βαθέων κατανόηση της σχετικής ορολογίας, καθώς έτσι διασφαλίζεται η εξελικτική πορεία προς το μέλλον. Η έκδοση λοιπόν ενός σύγχρονου λεξικού ιατρικής ορολογίας στις δύο βασικότερες γλώσσες που την καθόρισαν, την Ελληνική και την Αγγλική, κρίνεται αυταποδείκτως απαραίτητη και σκόπιμη. ISBN: 3 η έκδοση 2021 Εκδόσεις Ζεβελεκάκη Κεντρική διάθεση - διανομή: Εκδόσεις Γιώργος Ζεβελεκάκης και ΣΙΑ ΕΕ Φειδιππίδου 53, Αθήνα 115 27, Τηλ.: 210 7782451/7786975, Fax: 210 7784628 email: george@zevelekakis.gr Το ανά χείρας λεξικό περιέχει: - Την πλειονότητα της σύγχρονης ιατρικής ορολογίας στα αγγλικά και τα ελληνικά - Εικονογράφηση για την καλύτερη κατανόηση κι εντύπωση των διαφόρων όρων - Πίνακες με τις αγγλικές και ελληνικές ονομασίες των αρτηριών, των οστών, των αρθρώσεων, των μυών, των νεύρων και των φλεβών - Επιπρόσθετο εκπαιδευτικό υλικό σε ηλεκτρονική μορφή Τόσο η γλώσσα όσο και η Ιατρική αποτελούν δύο «ζωντανούς οργανισμούς» οι οποίοι εξελίσσονται στο πέρασμα του χρόνου. Κατά συνέπεια, όσο ενδελεχής κι αν υπήρξε η εργασία της σύνταξης και επιμέλειας του παρόντος πονήματος, είναι πιθανό στο εγγύς μέλλον να υπάρξουν εξελίξεις και διαφοροποιήσεις στην επικρατούσα ορολογία. Το έργο αυτό, λοιπόν, από τη στιγμή της «γέννησής» του και για όσο καιρό θα εκδίδεται, βρίσκεται σε μια συνεχή εξελικτική διαδικασία. II III
Επιστημονική Επιμέλεια & Συνεργασία: ΓΕΩΡΓΙΟΣ Μ. ΙΑΤΡΑΚΗΣ* τ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Μαιευτικής - Γυναικολογίας Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών M.Phil Πανεπιστημίου Λονδίνου ΜΑΡΙΑ ΒΕΝΕΤΙΚΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ Παθοφυσιολογίας - Νοσολογίας Διδάκτωρ Πανεπιστημίων Αθηνών & Λονδίνου ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΛΒΕΡΤΟΣ ΚΑΡΙΚΑΣ ΟΜΟΤΙΜΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Βιοχημείας - Κλινικής Χημείας Διδάκτωρ Πανεπιστημίων Αθηνών & Μάντσεστερ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Πνευμονολογίας - Εντατικής Θεραπείας McGILLl UNIVERSITY ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών ΑΝΔΡΙΑΝΗ ΒΟΥΞΙΝΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ M.Sc. Εφηρμοσμένης Δημόσιας Υγείας ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ B.A. Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης, B.Sc. ΤΕΦΑΑ ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΚΟΥΛΑΚΗΣ Υπεύθυνος επί Θεμάτων Οργάνωσης Επιστημονικών / Πανεπιστημιακών Εκδόσεων ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ M.Phil Πολιτικής Φιλοσοφίας & Κοινωνικής Θεωρίας ATHENS LABORATORY OF BUSENESS ADMINISTRATION M.Sc. Strategic Human Resource Management *Συγγραφέας >40 ιατρικών συγγραμμάτων που χρησιμοποιήθηκαν σε εξειδικευμένες ορολογίες. Επιστημονική τεκγηρίωση, προσθήκη σύγχρονων όρων, ηλεκτρονική επεξεργασία και (διορθωτική) προσαρμογή. Σημείωμα του Εκδότη Το παρόν βιβλίο συνοδεύεται από ηλεκτρονικό υλικό, το οποίο καθίσταται προσβάσιμο μέσω της ιστοσελίδας των εκδόσεών μας (www.zevelekakis.gr). Για να αποκτήσετε πρόσβαση στον εν λόγω υλικό, απαιτείται η δημιουργία λογαριασμού στην ηλεκτρονική πλατφόρμα των Εκδόσεων Ζεβελεκάκη και η χρήση, στο ανάλογο πεδίο, του μοναδικού κωδικού που σας παρέχεται κατά την προμήθεια του εντύπου. Βήματα πρόσβασης στο ηλεκτρονικό συνοδεντικό υλικό του βιβλίου: Εγγραφή στην ιστοσελίδα www.zevelekakis.gr Ενεργοποίηση του λογαριασμού σας μέσω του σχετικού ηλεκτρονικού μηνύματος (e-mail) που θα σας αποσταλλεί. Εισαγωγή του μοναδικού κωδικού που σας παρέχεται με το παρόν έντυπο, στο κατάλληλο πεδίο της ιστοσελίδας μας. Είσοδος στη σελίδα του ηλεκτρονικού συνοδευτικού υλικού. ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΟΣ Αναλυτικές οδηγείες για τις διαδικασίες εγγραφής και συνδέσης μπορείτε να βρείτε αναρτημένες στην ιστοσελίδα μας, Σε περίπτωση κάποιας αλλαγής στην όλη διαδικασία, θα υπάρξει σχετική κοινοποίηση στη ιστοσελίδα μας και στη σελίδα μας στο facebook. Για οποιαδήποτε πληροφορία επικοινωνήστε μαζί μας στο 210-7782451 ή στην ηλεκτρονική μας διεύθυνση george@zevelekakis.gr VI VII
coprostasis: κοπρόσταση copula (λατ.): 1) σύνδεσμος, 2) ρυγχαίο πέταλο του εγκεφάλου cor (λατ.): καρδιά (ανατ.) coracoacromial: ακρωμιοκορακοειδής coracobrachlalis: κορακοβραχιόνιος μυς coracoclavicular: κορακοκλειδικός coracohumeral: κορακοβραχιόνιος coracohyoid: ωμοϋοειδής μυς coracoid: 1) κορακοειδής, 2) κορακοειδής απόφυση coracopectoralls: ελάσσων θωρακικός μυς coracoradialls: κορακοκερκιδική κεφαλή (μυός) coracoulnaris: κορακωλένιος κεφαλή (μυός) coralliform: κοραλλιοειδής corasthma: πυρετός από χόρτο cord: λώρος, χορδή, τένων / spinal c.: νωτιαίος μυελός cordectomy: χορδεκτομή cordial: καρδιοτονωτικό, αναληπτικό, τονωτικό cordiform: καρδιόσχημος -Εικ.: cornea- corditis: σπερματικοτονίτιδα cordopexy: χορδοπηξία cordotomy: χορδοτομή core: 1) πυρήνας, κέντρο, 2) έμβολο δοθιήνος coreclisis: βλ. corenclisis corectasis: κορεκτασία corectomy: ιριδεκτομή corectomedialysis: ιριδοδιάλυση corectopia: εκτόπιση κόρης (οφθ.) coredialysis: ιριδοδιάλυση corediastasis, corodiastasis: μυδρίαση corelysis: κορολυσία coremorphosis: σχηματισμός τεχνητής κόρης corenclisis: ιριδέγκλειση coreometer: κορόμετρο (οφ.) coreoplasty: πλαστική ίριδας coretomy: ιριδοτομή corium (λατ.): χόριο corn: κάλος, τύλος -Εικ.: cord spinal cord - cornea: κερατοειδής χιτώνας corneitis: κερατοειδίτιδα corneoblepharon: σύμφυση βλεφάρουκερατοειδούς corneoiritis: ιριδοκερατοειδίτιδα corneosclera: σκληροκερατοειδής corneous: κεράτινος, τυλώδης cornet: κέρας, κόγχη οστού corneum(λατ.): κερατίνη στιβάδα δέρματος corniculate: που έχει σχήμα κέρατος (επ.) corniculum (λατ.): μικρό κέρας cornification: κερατινοποίηση cornified: κερατινοποιημένος cornu (λατ.), πλ. cornua: κέρας cornucopia: προέκταση του χοριοειδούς πλέγματος στα πλάγια τοιχώματα της τέταρτης κοιλίας corona: στεφάνη, ακτινωτός στέφανος / c. ciliaris: ακτινωτός στέφανος του οφθαλμού / c. dentis: μύλη οδόντος coronad: προς την κορυφή της κεφαλής (επίρ.) coronal: στεφανιαίος coronary: στεφανιαίος corone: κορωνοειδής απόφυση της κάτω γνάθου coroner: ανακριτής επί αιφνιδίων θανάτων -Εικ.: corectomy - iridectomy- coronoid: κορωνοειδής oronavirus: Κοροναϊός oronovirus: Κορονοϊός coroparelcysis: παρέλκυση της κόρης έναντι διαφανούς περιοχής coroscopy: σκιασκοπία corporal, corporeal: σωματικός corps: σώμα corpse: πτώμα, νεκρός corpulency: παχυσαρκία corpus (λατ.), πλ. corpora: σώμα corpuscle: σωμάτιο, σωματίδιο, κύτταρο, μόριο / renal. c.: νεφρικό σωμάτιο correctant, corrective: βελτιωτικό correlation: σχέση, αλληλεξάρτηση correspondence: αντιστοιχία, αναλογία, σχέση corrigent: βελτιωτικό corroborant: τονωτικό, ενισχυτικό corrode: 1) διαβιβρώσκω, οξειδώνω, 2) σκουριά corrosion: διάβρωση corrosive: διαβρωτικός, καυστικός corrugate: συρρικνώνω, ζαρώνω corrugation: ρυτίδωση, συνοφρύωση corrugator: επισπαστήρας μυς corruption: σήψη, αλλοίωση, φθορά corset: κοιλιόδεσμος, στηθόδεσμος cortex (λατ.), πλ. cortices: φλοιός corticectomy: εκτομή τμήματος εγκεφαλικού φλοιού corticifugal, corticofugal: φυγόκεντρος corticipetal, corticopetal: κεντρομόλος corticoadrenal: του φλοιού των επινεφριδίων (επ.) corticobulbar: φλοιοπρομηκικός corticocerebral: του φλοιού του εγκεφάλου (επ.) corticoefferent: φυγόκεντρος corticopeduncular: φλοιοσκελαίος corticopontine: φλοιογεφυρικός -Εικ.: corticotropin- corticospinal: φλοιονωτιαίος corticosteroid: κορτικοστεροειδές corticothalamic: φλοιοθαλαμικός corticotrophic, corticotropic: φλοιότροπος corticotropin: κορτικοτροπίνη cortisol: κορτιzόλη corybantiasm, corybantism: κορυβαντισμός, οξύ παραλήρημα coryna: διχασμός της τραχείας coryza: κόρυζα, ρινικός κατάρρους costa (λατ.), πλ. costae: πλευρά costal: πλευρικός / c. cartilage: πλευρικός χόνδρος / c. facet: πλευρική γλήνη / c. groove: πλευρική αύλακα costalgia: πλευροδυνία costatectomy, costectomy: πλευρεκτομή costicartllage: πλευρικός χόνδρος costicervical: πλευραυχενικός costiferous: που φέρει πλευρές (επ.) costiform: πλευροειδής costiνe: δυσκοίλιος costiνeness: δυσκοιλιότητα costocentral: σπονδυλοπλευρικός costochondral: χονδροπλευρικός costoclavicular: πλευροκλειδικός costoscapularis (λατ.): πρόσθιος οδοντωτός μυς costosternal: στερνοπλευρικός costotome: πλευροτόμος costotomy: πλευροτομή costovertebral: πλευροσπονδυλικός cotton: βαμβάκι cottonpox: ευλογιοειδές cotyloid: κοτυλιαίος / c. cavity: κοτύλη / c. ligament: κοτυλιαίος δακτύλιος 90 91
cουgh: βήχας counteraction: αντίδραση, αντενέργεια counterbalance: 1) αντιστάθμιση, αντιρρόπηση, 2) αντισταθμίζω, ισορροπώ counterlndication: αντένδειξη counterirritant: αντερεθιστικό counterpoison: αντίδοτο coup (γαλλ.): λάκτισμα, κτύπημα, βολή αιφνιδιασμού couple: 1) ζεύγος, ζευγάρι, 2) συνδέω, ζευγαρώνω, συζευγνύω coupling: σύζευξη, ένωση, συμπλοκή, δεσμός courbature (γαλλ.): 1) μυαλγία, 2) νόσος εξαποσυμπιέσεως course: πορεία coνer: 1) καλύπτω, σκεπάζω, επιβαίνω, 2) κάλυμμα, περίβλημα, θήκη coverglass, coverslip: καλυπτρίδα OVID-19: OronoVIrus Disease-2019 cowl: καλύπτρα / c. muscle: τραπεζοειδής μυς cowperitis: κωπηρίτιδα OX (yclooxygenase): κυκλοοξυγενάση coxa (λατ.): ισχίο / c. magna: μεγάλη κεφαλή / c. plana: αποπλατυσμένη κεφαλή coxalgia: ισχιαλγία coxarthria, coxitis: φλεγμονή ισχίου coxofemoral: ισχιομηριαίος crab: φθειρ, ψείρα crack: 1) ρωγμή, σκάσιμο, 2) ραγίζω, σκάζω cradle: προστατευτικό πλαίσιο που παρεμποδίζει την επαφή των κλινοσκεπασμάτων με τον ασθενή cramp: σπασμωδική επώδυνη μυϊκή συστολή, κράμπα -Εικ.: cranial fossa- craniad: με κατεύθυνση προς την κεφαλή (επίρ.) cranial: κρανιακός / c. fossa: κρανιακός βόθρος craniectomy: εκτομή τμήματος του κρανίου craniocele: εγκεφαλοκήλη craniocerebral: κρανιοεγκεφαλικός cranioclasis: κρανιοθρυψία, κεφαλοθρυψία cranioclast: κρανιοθραύστης craniodidymus: δικέφαλο τέρας craniofacial: κρανιοπροσωπικός craniofenestrla: ελλιπής ανάπτυξη των οστών του θόλου του κρανίου craniography: κρανιογραφία craniomalacia: ανώμαλη μαλθακότητα του κρανίου craniomeningocele: μηνιγγοκήλη της κεφαλής craniometric: κρανιομετρικός craniometry: κρανιομετρία craniopagus: κεφαλοπαγής craniopharyngeal: κρανιοφαρυγγικός craniopharyngioma: κρανιοφαρυγγίωμα cranioplasty: κρανιοπλαστική craniopuncture: ανάτρηση κρανίου cranioschisis: σχισμή επί του κρανίου (συγγενής) craniostenosis: ανωμαλία από πρόωρη σύγκλειση των ραφών του κρανίου craniosynostosis: πρώιμη συνοστέωση των ραφών του κρανίου craniotome: κρανιοτόμος craniotomy: κρανιοτομή craniotrypesis: ανάτρηση κρανίου cranium, πλ. crania: κρανίο crapulence: κραιπάλη, μέθη crasis: κράση, ιδιοσυστασία crassamentum (λατ.): θρόμβος crater: κρατήρας, φωλεά craunotherapy, crenotherapy: κρηνοθεραπεία (με ιαματικά νερά) craurosis: κραύρωση crease: πτυχή, ρυτίδα creatine: κρεατίνη creatinemia: υπερκρεατιναιμία creatinine: κρεατινίνη creatinuria: κρεατινουρία creatotoxism: δηλητηρίαση από κρέας creep: έρπω, σέρνομαι cremaster: κρεμαστήρας μυς cremation: αποτέφρωση πτώματος cremnocele: κήλη αιδοίου -Εικ.: cremaster- crena (λατ.), πλ. crenae: εντομή, σχισμή crenate: οδοντωτός crenocyte: οδοντωτό ερυθρό αιμοσφαίριο crepitant: τρίζων / c. tales: τρίζοντες ρόγχοι crepitation: κριγμός crescent: 1) μηνοειδής, ημισεληνοειδής, δρεπανοειδής, 2) μηνίσκος crest: ακρολοφία creta: κιμωλία, κρητίδα cretaceous: κρητιδώδης cretin (γαλλ.): κρετίνος cretinism: κρετινισμός cretinoid: που μοιάζει με κρετίνο (επ.) creνice: χάσμα, ρωγμή, σκάσιμο crib: φάτνη, κοιτίδα, μικρή κλίνη cribration: διήθηση / c. bone: ηθμοειδές οστούν cribriform: διάτρητος, ηθμοειδής cribrum (λατ.), πλ. cribra: τετρημένο πέταλο ηθμοειδούς οστού cricoarytenold: κρικαρυταινοειδής cricoid: κρικοειδής cricopharyngeal: κρικοφαρυγγικός cricothyroid: κρικοθυρεοειδής criminal: 1) εγκληματικός, 2) εγκληματίας crimlnology: εγκληματολογία crine: κόμη, χαίτη criniform: νηματοειδής crinis (λατ.), πλ. crines: τρίχα crinose: τριχωτός cripple: 1) ακρωτηριασμένος, ανάπηρος, 2) ακρωτηριάζω, σακατεύω crisis: κρίση, παρόξυνση crlspation: ελαφρό ρίγος, σύσπαση, συστολή των λείων μυϊκών ινών του δέρματος crispatura (λατ.): σύσπαση, συρρίκνωση crista (λατ.), πλ. cristae: ακρολοφία critical: κριτικός, κρίσιμος, ζωτικός critter: πλάσμα, ον crocidismus: κροκυδισμός, καρφολογία rohn disease: νόσος του rohn cross: 1) σταυρός, διασταύρωση, 2) χιαστός, εγκάρσιος, 3) διασχίζω, τέμνω crossbite: ατελής σύγκλειση στόματος λόγω ανωμαλίας των οδόντων cross-eye: στραβισμός crossfoot: ραιβοποδία crossmatch: διασταύρωση (δοκιμασία συμβατότητας αίματος δότη-λήπτη) crossmatching: διασταύρωση (δοκιμασία συμβατότητας αίματος δότη-λήπτη) crossover: ανταλλαγή γονιδίων crossway: χίασμα, σταυροδρόμι crotonlc: κροτωνικός croup: οξεία απόφραξη λάρυγγα από αλλεργία, ξένο σώμα, φλεγμονή crown: στεφάνη, κορώνα, μύλη οδόντος crucial: σταυρωτός, χιαστός / c. ligament: χιαστός σύνδεσμος cruciform: σταυροειδής crude: μη κεκαθαρμένος, σε φυσική κατάσταση cruentous: αιματηρός crural: μηριαίος cruralgia: άλγος στο κάτω άκρο -Εικ.: rohns disease- 92 93
S -Εικ.: scabies- sarcomagenic: σαρκωματογόνος sarcomatoid: σαρκωματοειδής sarcomatosis: σαρκωμάτωση, ανάπτυξη πολλαπλών σαρκωμάτων sarcomatous: σαρκωματώδης sarcomere: μυϊκήθήκη, το μεταξύ δύο θεμελίων υμένων τμήμα γραμμωτής μυϊκής ίνας sarcoplasm: σαρκόπλασμα, μεσοϊνίδιος ουσία των γραμμωτών μυών sarcoplasmic: σαρκοπλασματικός sarcoplast: διάμεσο μυϊκό κύτταρο sarcopoietic: σαρκοποιητικός sarcosis: μη φυσιολογική αύξηση σάρκας, υπερβολική σαρκοφυία sarcostosis: οστεοποίηση σαρκωματωδών οστών (μαλακών μορίων) sarcostyle: 1) μυϊκό ινίδιο (myofibril), 2) μυϊκή δεσμίδα ή στηλίδα, δέσμη μυϊκών ινιδίων sarcotherapy: θεραπευτική αγωγή με ζωικά εκχυλίσματα sarcotic: σαρκωτικός, που ευνοεί τη σαρκοφυία (επ.) sarcotubules: δίκτυο λεπτών κολλαγόνων ινιδίων που περιβάλλει τα μυϊκά ινίδια sarcous: σαρκώδης, μυώδης sardonic: σαρδόνιος SARS (Severe Acute Respiratory Syndrome): Σοβαρό Οξύ Αναπνευστικό Σύνδρομο SARS-oV-2 (Severe Acute Respiratory Syndrome oronavirus-2): Kορονοϊός Σοβαρού Οξέος Αναπνευστικού Συνδρόμου-(τύπου) 2 satellite: δορυφόρος, συνοδός satellitism: δορυφορισμός, η ιδιότητα ορισμένων μικροβίων να αναπτύσσονται καλύτερα δίπλα σε αποικίες άλλων μικροβίων satellitosis: συσσώρευση νευρογλοιακών κυττάρων γύρω από νευρώνες που υπέστησαν βλάβη saturated: κορεσμένος saturation: κορεσμός saturnism: δηλητηρίαση με μόλυβδο, μολυβδίαση satyriasis: σατυρίαση satyromania: βλ. satyriasis saucer: βοθρίο, στρογγυλό αβαθές εντύπωμα / auditory s.: ακουστικό βοθρίο saucerization: εκσμίλευση (εκσκαφή, απόξεση) οστού S (Subutaneous): υποδερματικός scab: εφελκίδα, επίπαγος, κρούστα scabies: ψώρα scabietic: ψωρικός scala (λατ.): κλιμακοειδές μόρφωμα, κλίμακα / s. media: κοχλιακός πόρος, υμενώδης κοχλίας του ωτός / s. tympani: τυμπανική κλίμακα / s.νestibuli: κλίμακα της αίθουσας του κοχλία scalar: 1) ποσότητα που έχει μόνο μέγεθος (π.χ. μάζα ή θερμοκρασία), 2) κλιμακωτός, βαθμολογημένος scalariform: κλιμακοειδής scald: 1) έγκαυμα οφειλόμενο σε επίδραση θερμού υγρού ή ατμού, 2) προξενώ έγκαυμα με θερμό υγρό ή ατμό scale: φολίδα, λέπι, λεπτό πέταλο (π.χ.οστού), 2) οδοντική τρυγία, 3) κλίμακα βαθμολογίας, 4) αποξέω, απολεπίζω, 5)αφαιρώ τρυγία (οδοντ.) scalene: σκαληνός (επ.) scalenectomy: σκαληνεκτομή, εκτομή σκαληνού μυός scalenus (λατ.): σκαληνός μυς scaler: δρέπανο, εργαλείο αφαίρεσης οδοντικής τρυγίας scaling: αφαίρεση οδοντικής τρυγίας scalp: δέρμα του κρανίου, τριχωτό της κεφαλής scalpel: 1) χειρουργικό ξέστρο, χειρουργική σμίλη, 2) χειρουργικό μαχαιρίδιο, νυστέρι scaly: λεπιδωτός, λεπιώδης, φολιδωτός scan: σντμ. scintiscan: σπινθηρογράφημα / ΑΤ scan: αξονική τομογραφία -Εικ.: scalenus- -Εικ.: scar- scanner: διερευνητής, ανιχνευτής, σπινθηρογράφος scanning: 1) διερεύνηση, ανίχνευση, 2) σπινθηρογράφηση / s. speech: βραδεία ρυθμική ομιλία scanography: σπινθηρογραφία scansion: βλ. scanning scaphion: έξω επιφάνεια της βάσης του κρανίου scaphocephalia: σκαφοκεφαλία scaphocephalic: σκαφοκεφαλικός scaphocephalism: σκαφοκεφαλία scaphocephalus: σκαφοκέφαλος, σκαφοκεφαλία scaphocephaly: σκαφοκεφαλία scaphohydrocephalus: σκαφοϋδροκέφαλος scaphohydrocephaly: σκαφοϋδροκεφαλία scaphoid: σκαφοειδές οστούν του καρπού / tarsals.: σκαφοειδές οστούν του ταρσού (manicular) scaphoiditis: σκαφοειδίτιδα scapula (λατ.), πλ. scapulae: ωμοπλάτη (αvατ.) scapulalgla: ωμοπλαταλγία scapular: ωμοπλατιαίος scapulectomy: χειρουργική αφαίρεση ή μερική εκτομή ωμοπλάτης scapuloanterior position: προσθία ωμοπλατιαία εμβρυϊκή προβολή scapuloclavicular: ωμοπλατοκλειδικός scapulodynia: βλ. scapulalgia scapulohumeral: ωμοπλατοβραχιόνιος scapulopexy: χειρουργική καθήλωση (στήριξη, ακινητοποίηση) της ωμοπλάτης scapuloposterior position: οπίσθια ωμοπλατιαία εμβρυϊκή προβολή scapus (λατ.), πλ. scapi: στέλεχος, κεντρικός άξονας scar: ουλή scarification: σκαριφισμός scarificator: σκαριφιστής scarifier: βλ. scarificator scarlatina (λατ.): οστρακιά (scarlet fever) scarlatinal: σχετικός με την οστρακιά (επ.) scarlatinella: νόσος του Duke scarlatiniform, scarlatinoid: οστρακιοειδής scarletfever: βλ. scarlatina scatemia: τροφική τοξιναιμία με απορρόφηση των τοξικών ουσιών από το έντερο (copremia) scatologic: κοπρανολογικός scatology: σκατολογία, κοπρανολογία: 1) μελέτη των κοπράνων, 2) απασχόληση με κόπρανα και ακαθαρσίες scatophagy: κοπρανοφαγία scatoscopy: κοπρανοσκόπηση, οπτικός έλεγχος κοπράνων scatter: ακτινοδιασπορά, σκέδαση ακτίνων Roentgen scelalgia: σκελαλγία, πόνος κάτω άκρου scelotyrbe: σπαστική παράλυση των κάτω άκρων schedule: 1) σχεδιάζω, προγραμματίζω, 2) σχέδιο ενεργείας, ωρολόγιο πρόγραμμα, χρονοδιάγραμμα, πρωτόκολλο πειράματος scheroma: βλ. xerophthalmia schistasis: σχίσμα, χάσμα, άνοιγμα schistocelia, schistocoelia: συγγενής σχισμή της κοιλίας schistocormia: σχιστοσωμία, ύπαρξη συγγενούς σχισμής στον κορμό του σώματος schistocormus: έμβρυο που εμφανίζει σχιστοσωμία schistocystis: σχισμή της ουροδόχου κύστης schistocyte: σχιστοκύτταρο (helmet cell) schistomelia: σχιστομελία schistomelus: έμβρυο με σχιστομελία schistoprosopia: σχιστοπροσωπία schistoprosopus: έμβρυο που εμφανίζει σχιστοπροσωπία -Εικ.: scaphoid- S 406 407