Το Μακεδονικό μεταξύ Ιστορίας και Πολιτικής 1 Βασίλης Κ. Γούναρης Δεν είναι πρόθεσή μου να μιλήσω για τη στρατηγική στα Βαλκάνια, ούτε καν για την ιστορία της στρατηγικής. Για να είμαι ακριβής επιθυμώ να εξηγήσω γιατί το Μακεδονικό Ζήτημα δεν πρέπει να αναλύεται με όρους ιστορίας. Λέγεται πως κάποτε εθεωρείτο ως ένα από τα δυσκολότερα ζητήματα στις εξετάσεις των διπλωματικών ακαδημιών και δεν είχαν άδικο. Όμως για μένα η δυσκολία δεν είναι οι λεπτομέρειες των συνθηκών και των πρωτοκόλλων. Είναι ο τρόπος που ο ιστορικός προβληματισμός έχει ενσωματωθεί στην πολιτική και τη διπλωματία με τρόπο αξεδιάλυτο. Ας πούμε καταρχήν πως το Μακεδονικό δεν είναι ένα ενιαίο ζήτημα. Στην παραδοσιακή ιστοριογραφία ταυτίζεται με τις περιπλοκές της τελευταίας φάσης του Ανατολικού Ζητήματος. Πρόκειται για τους αγώνες της περιόδου 1878-1913, για την πλήρωση του κενού που δημιουργούσε η αποχώρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την Ευρώπη. Αργότερα το Μακεδονικό έγινε μέρος της αναθεωρητικής πολιτικής των ηττημένων κρατών του A Παγκοσμίου Πολέμου, του σχεδιασμού των σφαιρών επιρροής του Γ Ράιχ και των Δυνάμεων του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και των εδαφικών ανακατανομών που ακολούθησαν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας στη δεκαετία του 1990 και ίσως δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί. Τι καθιστά το ζήτημα ενιαίο; Αφού πρόκειται για ζήτημα γεωπολιτικής, η μια σταθερά του είναι ο χώρος αναφοράς η Μακεδονία. Το ζητούμενο ήταν πάντοτε η έξοδος στο Αιγαίο (των Αυστριακών, των Σέρβων, των Ρώσων, των Βουλγάρων, των Γερμανών, των Γιουγκοσλάβων ή των Σοβιετικών) μέσω της Μακεδονίας, αλλά το πλαίσιο άσκησης της διείσδυσης διαφορετικό σε κάθε εποχή (ειρηνικό, πολεμικό, οικονομικό, εκπαιδευτικό, εκκλησιαστικό, μειονοτικό). Η άλλη 1 Το κείμενο αποτελεί, σχεδόν κατά λέξη, τη συνεισφορά μου στην εκδήλωση «Με αφορμή το όνομα. Συγκυρία και στρατηγική στα Βαλκάνια», του «Κύκλου Ιδεών για την Εθνική Ανασυγκρότηση», που διοργανώθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2018. Στη συζήτηση συμμετείχαν επίσης: ο Ευάγγελος Βενιζέλος, πρώην Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, πρώην Υπουργός Εξωτερικών, η Ντόρα Μπακογιάννη, Βουλευτής ΝΔ, πρώην Υπουργός Εξωτερικών, ο Δημήτρης Καραϊτίδης, Πρέσβυς ε.τ., ο Γιώργος Σαββαΐδης, Πρέσβυς ε.τ. και η Κωνσταντίνα Μπότσιου, Αναπλ. Καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Τη συντόνισε ο δημοσιογράφος Παντελής Καψής. [ 7 ]
σταθερά του ζητήματος είναι ο αέναος προβληματισμός για την ταυτότητα των Μακεδόνων, τα συστατικά της λεγόμενης «μακεδονική σαλάτας». Κάθε φορά που ανακύπτει ζήτημα ή κίνδυνος επαναπροσδιορισμού των βαλκανικών συνόρων, οι ταυτότητες στη Μακεδονία επανέρχονται στο προσκήνιο ως το κατεξοχήν ερώτημα και επιχείρημα. Ποιοι είναι οι κάτοικοί της και σε ποιους ανήκει πραγματικά; Είναι όμως ο χώρος της Μακεδονίας δεδομένος; Εδώ έχουμε την πρώτη ιστορική ειρωνεία. Παρόλη τη συζήτηση για το βάρος της αρχαιότητας, ο χώρος όπως τον ξέρουμε σήμερα, αυτό που αποκαλούμε «ευρύτερη γεωγραφική Μακεδονία», αποτυπώθηκε στη χαρτογραφία στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, όταν Μακεδονία θεωρήθηκαν συλλήβδην τρία οθωμανικά βιλαέτια, της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και του Κοσόβου. Το όνομα «Μακεδονία» δεν ήταν ποτέ εν χρήσει ως διοικητικός όρος από τους Οθωμανούς, αν και η μνήμη του γοήτευε τους πάντες, χριστιανούς και μουσουλμάνους, ως συνώνυμο της πολεμικής αρετής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ζωντανής στη λαϊκή παράδοση. Όλοι γνώριζαν πως τα τρία μακεδονικά βιλαέτια δεν αντιστοιχούσαν με την αρχαία Μακεδονία. Ήταν όμως μια συμβατική και βολική επιλογή, που διευκόλυνε τη διπλωματία της εποχής. Ήταν ο χώρος που διεκδικούσε η Βουλγαρία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο διάδρομος προς το Αιγαίο, που θα ήθελε η Αυστροουγγαρία, οι επαρχίες που έπρεπε να μεταρρυθμιστούν και να ειρηνεύσουν, ώστε να μην ξεκινήσει άκαιρα ένας παγκόσμιος πόλεμος. Έτσι βρεθήκαμε, εκόντες ά- κοντες, με μια γεωγραφική και με μια ιστορική Μακεδονία. Αλλά και η γεωγραφική έγινε τελικά ιστορική με τα χρόνια που πέρασαν και τα τεκμήρια που παρήχθησαν, όπως θα σας εξηγήσω, μέσα από το επόμενο ερώτημα. Είναι δυνατόν να λυθεί το ζήτημα της ταυτότητας (άρα και των δικαιωμάτων επί του χώρου) με βάση την ιστορία; Η απάντηση, και αν τη δίνει ένας ιστορικός, είναι αρνητική. Όπως συνέβη με τη χαρτογραφική παραγωγή, που καθιέρωσε στην πάροδο του χρόνου, το ίδιο συνέβη και με την ιστορία. Μετά από 150 χρόνια διεκδικήσεων, πολέμων, οικονομικών, κοινωνικών και εκπαιδευτικών εξελίξεων έχουν δημιουργηθεί και εμπεδωθεί τρεις παράλληλες ιστορικές αλήθειες, εξαιρετικά δύσκολες να τις αφηγηθεί και να τις αναλύσει κανείς στην κοινή γνώμη, φυσικά η καθεμιά με τα τρωτά της σημεία, αλλά πάντως ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Τρεις αλήθειες. Αυτή είναι η δεύτερη ειρωνεία. Ποιες είναι αυτές; Η πρώτη αλήθεια είναι οι ελληνικοί αγώνες για τη Μακεδονία στον 19ο και τον 20ό αιώνα, ιδεολογικοί και πολεμικοί, αλλά και ο μέγας ρόλος που κλήθηκε ο τόπος αυτός να παίξει στην ιστορία μας και στην εκπαίδευση ως ένα σημαντικότατο κεφάλαιο της αρχαίας ιστορίας. Δεν ήταν και δεν είναι δυνατόν η Μακεδονία να λείπει από την ιστορία μιας χώρας που ονομάσθηκε «Ελλάς» ή να επιμεριστεί με άλλους ενδιαφερόμενους. Υποθέτω πως αυτή είναι η [ 8 ]
βασική ανησυχία όσων Ελλήνων διαδηλώνουν για την υπόθεση αυτή ανά τους αιώνες. Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για τους Μακεδόνες. Αν το κεφάλαιο «Κλασσική Μακεδονία» είναι βασικός δεσμός τους με το αφήγημα της ελληνικής ιστορίας, τότε ο Μακεδονικός Αγώνας είναι το δικό τους 1821. Η δεύτερη αλήθεια είναι οι βουλγαρικοί αγώνες για τη Μακεδονία, μια μεγάλη και πολύ πονεμένη ιστορία αλυτρωτισμού για τη Σόφια, αφού το 1878, στον Άγιο Στέφανο, της την έδωσαν σχεδόν ολόκληρη, αλλά της την αφαίρεσαν μέσα σε έξι μόνον μήνες. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε τη σημασία που έχει για τον βουλγαρικό εθνικισμό, αυτό το «πιο ρομαντικό κεφάλαιο» της ιστορίας, όπως τη χαρακτήρισε πριν από μερικά χρόνια βούλγαρος πολιτικός. Η τρίτη αλήθεια είναι ο «σλαβο-μακεδονισμός»: μια αρχικά σερβικής επίνευσης θεωρία, με σκοπό την υπονόμευση του ρωσοκίνητου βουλγαρικού εθνικισμού. Ξεκίνησε σε θεωρητικό επίπεδο λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, με αναφορές και στην αρχαιότητα. Υιοθετήθηκε σταδιακά στις αρχές του 20ού αιώνα από σοσιαλιστές και κομμουνιστές. Απέκτησε πληθυσμιακό έρεισμα και σλαβική εθνοτική υπόσταση στον Μεσοπόλεμο, όταν ήρθε σε αντιπαράθεση με το προσφυγικό στοιχείο και διώχθηκε πολιτικά από τις δικτατορίες. Δικαιώθηκε και α- ποκαταστάθηκε το 1943-44, ως Λαϊκή Δημοκρατία, για να εξυπηρετήσει τη νέα ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία του Τίτο. Άλλαξε μορφή μετά το 1991 με την προσθήκη των κεφαλαίων της αρχαίας ιστορίας, για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της ανεξάρτητης πλέον πγδμ, που έπρεπε, μεταξύ άλλων, να παλέψει και με τον αυτοχθονισμό των Αλβανών. Τρεις διαφορετικές αλήθειες, τρεις διαφορετικές ιστορίες διαφορετικού μήκους. Δεν μπορούν οι ιστορικοί να βρουν την άκρη με τις ιστορίες αυτές, για να τελειώνουμε; Όχι, δεν μπορούμε. Οι ιστορικοί συνεργάστηκαν για να δημιουργηθούν και να διαχυθούν αυτές οι παράλληλες αλήθειες. Είναι/είμαστε, κατά κανόνα, μέρος του προβλήματος. Σε πολλές περιπτώσεις οι ιστορικοί ήταν πρόσφυγες (Βουλγαρομακεδόνες από την Ελλάδα στη Βουλγαρία, Σλαβομακεδόνες πολιτικοί πρόσφυγες από την Ελλάδα στη Γιουγκοσλαβία, Μοναστηριώτες και Κρουσοβίτες από τη Σερβία στην Ελλάδα) και γενικώς άμεσα εμπλεκόμενοι και παθόντες. Αντικειμενικότητα δεν μπορούμε να βρούμε ούτε στη διεθνή ιστοριογραφία για το θέμα αυτό, λόγω του γεγονότος ότι οι ιστορικές πηγές κατασκευάστηκαν εξαρχής ώστε να εξυπηρετήσουν πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες. Η ανάγνωσή τους αφήνει πολλά περιθώρια ερμηνειών. Υπάρχει επίσης μια βασική, σχεδόν θεσμική, αδυναμία, κοινή για όλες τις ενδιαφερόμενες χώρες (και όχι μόνον), που καθιστά την ιστορία κακό σύμβουλο: είναι το ίδιο το είδος του εθνικισμού μας, που παραπέμπει σε ένα κοινό παρελθόν, γλώσσα, ήθη, έθιμα, θρησκεία κλπ. Έχει ως βασικό σημείο αναφοράς την ιστορία και θεωρεί ως δεδομένο ότι η ιστορία είναι μια επιστήμη που μπορεί, θέλει και [ 9 ]
μας λέει μόνον αλήθειες. Η αντίληψη αυτή δίνει βάθος χρόνου στο δικαίωμα κατοχής ενός χώρου, γνησιότητα στα επιχειρήματα και, κυρίως, αποσυνδέει τον πατριωτισμό από την ιδιότητα του πολίτη. Εξαρτά την εθνική υπόσταση και συνοχή από την ιστορία, η οποία θεωρείται ως φορέας μιας αναλλοίωτης αλήθειας, γιατί, αν αλλάξει, μειώνεται η αυθεντικότητα του εθνικού αφηγήματος. Επομένως ούτε ήταν ούτε είναι δυνατή οποιαδήποτε παρέμβαση ιδεολογικής αναμόρφωσης ή «ιστορικής μετεκπαίδευσης». Πρόκειται για ένα κλειστό ιδεολογικό σύστημα, που όποιος το παραβιάζει θεωρείται επικίνδυνος, προδότης, τρελός. Οι τρεις εκδοχές περί της ιστορίας της Μακεδονίας έχουν διαμορφωθεί εδώ και πολλά χρόνια. Θα ήταν παράλογο να περιμένουμε ότι οι λαοί που έχουν συγκροτηθεί και εκπαιδευτεί ως έθνη με τον τρόπο αυτόν θα αποδεχθούν την αναθεώρηση της ιστορίας, που για αυτούς είναι η μόνη τους αλήθεια. Ας είμαστε ρεαλιστές. Ούτε οι πολιτικοί μπορούν να καταλάβουν και να αποδεχθούν ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν εναλλακτικές ιστορικές αφηγήσεις, γιατί όλοι είμαστε προϊόντα της ίδιας εκπαίδευσης, όπου η ιστορία κατέχει θέση δόγματος και εξισορροπεί τις αδυναμίες της πολιτικής. Εκτός του δόγματος, ως γνωστόν, υπάρχουν μόνον αιρέσεις. Υπάρχει, τέλος πάντων, κάτι που οι ιστορικοί μπορούν να συνεισφέρουν στο πρόβλημα εκτός από δηλητήριο; Νομίζω πως ναι. Η συνεχής διαπραγμάτευση των ταυτοτήτων είναι επιφαινόμενο της ουσίας του Μακεδονικού Ζητήματος, που ανέκαθεν ήταν, όπως είπα από την αρχή, ο έλεγχος του χώρου. Είναι μια συζήτηση τεχνητή για ένα ζήτημα αποκλειστικά γεωπολιτικής. Συμμετέχουν για πάρα πολλά χρόνια σ αυτήν διπλωμάτες και πολιτικοί, κόμματα και παράγοντες, οργανισμοί, συνασπισμοί, μέτωπα και συμμαχίες, μεγάλες και μικρές δυνάμεις, στην προσπάθεια να ελέγξουν αποτελεσματικότερα τον χώρο και τους ανθρώπους. Η συζήτηση προκύπτει πάντοτε κατά τη διάρκεια κρίσεων που αφορούν τον έλεγχο του χώρου. Όμως ο έλεγχος καταρρέει, επειδή ακριβώς δεν μπορεί να εξασφαλιστεί η πρόοδος και η ευημερία. Η κατάρρευση είναι το κοινό χαρακτηριστικό της οθωμανικής παρακμής, της πολεμικής δεκαετίας του 1940, της γιουγκοσλαβικής παρακμής ή και της σημερινής αβεβαιότητας στα δυτικά Βαλκάνια. Επειδή δεν μπορούσαν να εξασφαλιστούν η πρόοδος και η ευημερία, η συνοχή αναζητήθηκε και αναζητείται ακόμη στις ιστορικές ρίζες, στις αδιαπραγμάτευτες αλήθειες. Είναι ένα βολικό άλλοθι, που δημιουργεί προβλήματα, αλλά διανοίγει, όπως βλέπουμε και σήμερα, προοπτικές ποικίλων χειρισμών στο εσωτερικό της Ελλάδας, της πγδμ και της Βουλγαρίας. Η συζήτηση για το παρελθόν καλύπτει τις ευθύνες για το παρόν και το μέλλον. Αν αμφιβάλλετε για αυτό, αναλογιστείτε το εξής: το Μακεδονικό οδήγησε την Ελλάδα και τη Βουλγαρία σε τρεις φονικές και ιδεολογικά φορτισμένες συγκρούσεις τέσσερις, αν προσμετρήσουμε και τον Μακεδονικό Αγώνα. Ο βουλγαρικός αλυτρωτισμός δεν χρειάστηκε καν το όνομα ως πρόσχημα, εφόσον θεωρούσε ότι [ 10 ]
οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες ήταν εξορισμού Βούλγαροι. Λόγω καταγωγής από την Ανατολική Μακεδονία και την Ανατολική Ρωμυλία μεγάλωσα με αυτές τις ιστορίες μίσους. Μέχρι το 1990 η γενιά μου αγνοούσε τον ρόλο του Τίτο και της Γιουγκοσλαβίας στο Μακεδονικό. Εχθρός ήταν η Βουλγαρία. Και πού πήγαν όλα αυτά; Η Βουλγαρία, στην οποία είχε επενδυθεί τόσο μίσος και πάθος, αναβαθμίστηκε στη χορεία των φίλων και, το σημαντικότερο, στη νέα εποχή, μέσα σε συνθήκες σύγκλισης και οικονομικής προόδου το θέμα υποβαθμίστηκε και εδώ και εκεί. Ο αλυτρωτισμός τους θεωρείται, από τους ίδιους, όπως είπα, ρομαντικός. Και εμείς δεν ασχολούμαστε ούτε με την ιστορία τους, ούτε με τα βιβλία τουςˑ και ας μην την έχουν αλλάξει και πολύ. Να σας το θέσω και αλλιώς με κάποια δόση ειρωνείας: Αν οι Σλαβομακεδόνες της πγδμ έλεγαν πως είναι Βούλγαροι, θα ήμασταν άραγε ήσυχοι, επειδή θα είχε αποκατασταθεί η ιστορική αλήθεια; Επαναλαμβάνω, λοιπόν, πως οι ταυτότητες, οι ιδεολογίες και η ιστορία, δομικά υλικά των βαλκανικών κοινωνιών, επιστρατεύονται από τους πολιτικούς και ο αλυτρωτισμός γίνεται απειλή, όταν αποτυγχάνουν να λύσουν τα προβλήματα των λαών τους. Αυτό μας διδάσκει η ιστορία. Βασίλης Κ. Γούναρης Καθηγητής Ιστορίας Νεοτέρων Χρόνων ΑΠΘ Υ.Γ. Στους δώδεκα μήνες που μεσολάβησαν από την εκδήλωση για την οποία γράφτηκαν τα παραπάνω υπογράφθηκε και κυρώθηκε η λεγόμενη Συμφωνία των Πρεσπών, μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων, με τεράστιες αντιδράσεις και στις δύο χώρες. Αμφότεροι οι λαοί αισθάνονται προδομένοι από την αδιαφορία των πολιτικών για τις ιστορικές τους ευαισθησίες. Υπό μία έννοια, όπως ανέφερα, ήταν καθήκον των πολιτικών να ξεπεράσουν τα ιστορικά προβλήματα χάριν του μέλλοντος. Το λάθος τους ήταν, κατά την άποψή μου, ότι δεν παραμέρισαν την ιστορία, αλλά προσπάθησαν ανεπιτυχώς να περιγράψουν, να προστατέψουν και να συμβιβάσουν την ιστορική ταυτότητα των εκατέρωθεν εθνικισμών. Θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι ήταν μια εξ ορισμού χαμένη προσπάθεια, την οποία υπονόμευσαν περαιτέρω όσοι ιστορικοί προσπάθησαν φιλότιμα, αλλά άκαιρα να εξηγήσουν στους λαούς ότι οι εθνικές ταυτότητες είναι κατασκευασμένες. Όπως ήταν επόμενο, μετά τόσα χρόνια αντίθετης εθνικής ιστορικής εκπαίδευσης και εν μέσω μιας ισχυρής πολιτικής και οικονομικής κρίσης, η προστασία των ταυτοτήτων αμέσως αναδείχθηκε ως αντεπιχείρημα κατά του συμβιβασμού. Οι συγκλίσεις επέρχονται ομαλά, μόνον όταν ωριμάσουν οι συνθήκες. Στην περίπτωση των ελληνο-βουλγαρικών σχέσεων χρειάστηκε σχεδόν μισός αιώνας ευημερίας, ο οποίος ευνόησε την αμοιβαία κατανόηση. Υπό αυτήν την έννοια, επαναλαμβάνω, βασικό μέλημα των πολιτικών και ασφαλέστερη επένδυση από την επίδειξη δυναμισμού στη διεθνή σκηνή θα ήταν η προσήλωση στην εξασφάλιση οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών ευημερίας. ΒΚΓ [ 11 ]