Ιστορίες από ένα παγκάκι 1



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Το παραμύθι της αγάπης

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Ιόλη. Πως σας ήρθε η ιδέα;

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Χάρτινη αγκαλιά. Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Β Γυμνασίου

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

O xαρταετός της Σμύρνης

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Πάει τόσος καιρός από το χωρισμό σας, που δε θυμάσαι καν πότε ήταν η τελευταία φορά

ΘΕΑΤΡΙΚΟ:ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΑΥΓΟ

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Τίτλος Πρωτοτύπου: Son smeshnovo cheloveka by Fyodor Dostoyevsky. Russia, ISBN:

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Ταξίδι στις ρίζες «Άραγε τι μπορεί να κρύβεται εδώ;»

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

Στέφανος Λίβος: «Η συγγραφή δεν είναι καθημερινή ανάγκη για μένα. Η έκφραση όμως είναι!»

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 6-8 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Transcript:

Ιστορίες από ένα παγκάκι 1

2 Συλλογή διηγημάτων

Ιστορίες από ένα παγκάκι 3 Ιστορίες από ένα παγκάκι Συλλογή διηγημάτων

4 Συλλογή διηγημάτων Ιστορίες από ένα παγκάκι, Συλλογή διηγημάτων ISBN: 978-618-5040-07-9 Απρίλιος 2013 Εξώφυλλο: Επιμέλεια-Διορθώσεις: Σελιδοποίηση: Αλίκη Λαζαρίδου aliki91@hotmail.com Ηρακλής Λαμπαδαρίου www.facebook.com/iraklis.lampadariou Κωνσταντίνα Χαρλαβάνη k.charlavani@gmail.com Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: info@saitapublications.gr website: www.saitapublications.gr Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού Μη Εμπορική χρήση Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα Επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/

Ιστορίες από ένα παγκάκι 5

6 Συλλογή διηγημάτων

Ιστορίες από ένα παγκάκι 7 Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ ΤΩΝ ΑΣΕΡ... 8 ΕΝ ΚΡΥΠΤΩ ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΥΣΤΩ... 13 ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΕΝΟΣ ΤΥΦΛΟΥ... 20 Ο ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ... 26 ΔΥΟ ΚΟΤΣΙΔΕΣ... 32 ΕΙΜΑΙ Ο ΛΥΓΜΟΣ ΤΟΥ!... 36 ΧΑΡΩΝΕΙΑ ΔΟΣΗ... 42 ΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ, Η ΜΑΙΡΗ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ... 47 ΝΕΕΣ ΕΠΟΧΕΣ ΝΕΑ ΠΑΓΚΑΚΙΑ... 54 ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΙΙ... 60 ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ ΡΙΓΗΣΕ... 63

8 Συλλογή διηγημάτων Βιβλίο στο παγκάκι Η πτώση του Οίκου των Άσερ Δημήτρης Αλεξίου Την αναγνώρισα μόλις κάθισε. Από το σχήμα των γλουτών της, τον τρόπο με τον οποίο τα κόκαλα της λεκάνης πίεσαν τον ξύλινο σκελετό μου, τη μυρωδιά του κορμιού της που πότιζε τη φούστα στις ραφές, και το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια της. Το θυμόμουν το βιβλίο. Η πτώση του Οίκου των Άσερ. Θυμήθηκα ότι το διάβαζε περιμένοντάς τον στο πρώτο τους ραντεβού. Πάει πολύς καιρός από τότε. Ηλιόλουστες και βροχερές μέρες, αναρίθμητες. Σώματα πολλά που πέρασαν από πάνω μου, άλλα ευγνώμονα και άλλα αγενή, άλλα βιαστικά και ανυπόμονα, άλλα νηφάλια και παρατηρητικά και άλλα απελπισμένα ή χαμένα σε ουσίες ή στη μοίρα τους. Όμως εκείνο το ανοιξιάτικο πρώτο ραντεβού που φιλοξένησα, το θυμάμαι ακόμη. Ίσως γιατί όταν έφτασε εκείνος αργοπορημένος δεν της μίλησε. Κάθισε δίπλα της ήσυχα, περιμένοντας να τελειώσει η ιστορία. Και χωρίς εκείνοι να το καταλαβαίνουν, εγώ αισθανόμουν τις δονήσεις τους. Μόνο εγώ ήξερα ότι οι καρδιές τους συντόνισαν τους χτύπους τους σ εκείνα τα τρία λεπτά της, χωρίς λόγια, έντασης. Μόνο εγώ κατάλαβα την απειροελάχιστη αλλαγή του βάρους τους καθώς ανάσαιναν ταυτόχρονα τις μικρές, κοφτές τους ανάσες. Τους έβλεπα για έναν χρόνο. Εκείνη δούλευε στο κτίριο απέναντι από την πλατεία και εκείνος κατέβαινε από το λεωφορείο της κοντινής στάσης για να τη συναντήσει στο σχόλασμα. Σπάνια κάθονταν σ εμένα. Μου έφτανε μόνο που τους άκουγα να συναντιούνται δίπλα μου, ένιωθα την υγρασία απ το φιλί τους και το γαργαλητό απ τα μικρά χαριτωμένα γελάκια που φανέρωναν την αμηχανία του έρωτα. Έφευγαν μαζί απ την αφετηρία τους χωρίς να κοιτάζουν πίσω κι εγώ χαιρόμουν σαν να έβλεπα φίλους παλιούς να προοδεύουν στη ζωή τους. Κατά έναν παράξενο τρόπο, σ εμένα βρέθηκαν μόνο στις δύσκολες στιγμές τους. Κάθισαν μαζί κι έκλαψαν πάνω μου αγκαλιασμένοι, όταν εκείνη απολύθηκε από τη δουλειά της και άλλη μία φορά όταν εκείνος έχασε τον σκύλο του. Τι κρίμα ποτέ δε γνώρισα εκείνον τον σκύλο. Έχω παρηγορήσει πολλές φορές ανθρώπους που κλαίνε θα έλεγα ότι πάντα όποιος θέλει να κλάψει στη μέση του δρόμου, βρίσκει ένα παγκάκι να το κάνει. Ίσως αυτή η αίσθηση της οριοθετημένης κατεχόμενης περιοχής τους βοηθάει να βιώσουν πιο εύκολα μία ιδιωτική στιγμή σε δημόσιο χώρο. Όμως, εκείνοι οι δύο

Ιστορίες από ένα παγκάκι 9 φαίνονταν να κλαίνε ακόμα πιο ιδιωτικά, ακουμπισμένοι στην ξύλινη ράχη μου. Έκλαιγαν οι δυο τους σε έναν κόσμο όπου δεν υπήρχαν άλλοι άνθρωποι. Δεν έκλαιγαν ο ένας δίπλα στον άλλο. Έμοιαζε να κλαίνε ο ένας μέσα στον άλλο. Ήταν και μία φορά που κάθισαν λίγο πάνω μου, παραπάνω απ το συνηθισμένο, για να καυγαδίσουν για ασήμαντα πράγματα, για αστείες αφορμές που μόνο σκοπό είχαν να νοστιμίσουν τον έρωτα, νάζια που χρησιμοποιούν τα ζευγαράκια ως χάντρα γαλανή για να διώχνει το κακό μάτι, που επιβουλεύεται την ευτυχία τους. Ζήλεια θυμάμαι ήταν η αφορμή. Την είχε δει να κάθεται στο παγκάκι και δίπλα της να κάθεται ένας άλλος περαστικός -νέος όμως- από αυτούς που κάθονται για λίγο σε ένα σημείο μέχρι να αποφασίσουν προς τα πού θα κατευθυνθούν για να εκτονώσουν τα νιάτα και την ενεργητικότητά τους. Έφυγε -τυχαία- μόλις εμφανίστηκε εκείνος, χαιρετώντας την από ευγένεια, αμηχανία ή απλώς καλή διάθεση. Κι εκείνη του χάρισε ένα χαμόγελο για καλή τύχη σε ό,τι ετοιμαζόταν να κάνει. Ένα χαμόγελο που ξύπνησε θυμό. Κι ήθελα τόσο να του πω ότι είχε άδικο. Ήθελα να του πω ότι τα δύο σώματα που κάθονταν κοντά πάνω μου, είχαν χιλιόμετρα απόσταση το ένα απ το άλλο, δε συντονίζονταν, δεν εξέπεμπαν την ίδια ενέργεια, δεν αισθάνθηκε το ένα το άλλο. Αλλά εγώ είμαι μόνο ένα παγκάκι και η ύλη μου με περιορίζει να υπάρχω χωρίς να παρεμβαίνω, να παρακολουθώ χωρίς να παίζω ρόλο, να είμαι χωρίς να σημαίνω. Ούτε τη δεύτερη φορά που καυγάδισαν πάνω μου έγινε κάτι περίεργο. Κάτι είχαν πει από πριν, κάποια κουβέντα από αυτές που πεισμώνουν τον άλλο. Εκείνη έκλαψε για ώρα πάνω μου κι εκείνος ζητούσε συγνώμη, που υπήρξε απερίσκεπτος, βιαστικός, αναποφάσιστος. Χωρίς να μπορώ να υπερηφανευτώ ότι ξέρω πολλά από ανθρώπους ή σχέσεις, νομίζω ότι κάπως έτσι συμβαίνει σε όλα τα ζευγάρια. Ανακαλύπτουν ξαφνικά ο ένας για τον άλλο την ανθρώπινη υπόστασή του, τη φύση του που έχει ελαττώματα, συνήθειες, πεποιθήσεις που δεν είχαν το θάρρος να φανερωθούν. Τότε θυμώνουν πολύ. Εκνευρίζονται, πληγώνονται και απογοητεύονται γιατί η θεϊκή μορφή που έβλεπαν δίπλα τους τόσο καιρό, αποδεικνύεται ανθρώπινη, φθαρτή και ανεπαρκής. Τόσο λίγα μόνο έχω καταλάβει εγώ, που κάθε άνθρωπος που μ ακουμπάει για λίγο, γίνεται κύριός μου, είναι ο Θεός μου των λίγων λεπτών, αφού δεν προλαβαίνω να γνωρίσω την άλλη του πλευρά. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί μάλωσαν εκείνη την ημέρα. Ούτε γιατί έκλαψαν, ούτε γιατί απολογήθηκαν. Ένιωσα όμως ότι μαζί είχαν περάσει σε

10 Συλλογή διηγημάτων άλλο επίπεδο. H σχέση τους είχε φύγει από εμένα, δεν ήταν πια ένα ραντεβού. Δεν ήταν δικοί μου πια -όχι ότι υπήρξαν ποτέ- αλλά να, δεν έδιναν πια την εικόνα του ζευγαριού στο παγκάκι. Είχαν αποφοιτήσει από τη δική μου τάξη ανθρώπων. Τους ξαναείδα αρκετό καιρό μετά. Εκείνος με μαύρο κοστούμι και ασημένια γραβάτα κι εκείνη να λάμπει στο άσπρο της νυφικό. Αισθάνθηκα μία υπερηφάνεια -είναι η αλήθεια- που διάλεξαν εμένα για να βγάλουν την αναμνηστική φωτογραφία του γάμου τους. Μία αναγνώριση για τις υπηρεσίες που προσφέρω αθόρυβα και διακριτικά στη μοναξιά των ανθρώπων. Κανείς δεν έχει σκεφτεί ποτέ τι υπηρεσίες μπορεί ένα παγκάκι να έχει προσφέρει στη ζωή του και είναι πολλοί αυτοί που πάνω μου έχουν ερωτευτεί για πρώτη φορά, έχουν φιληθεί για πρώτη φορά, έχουν χαμογελάσει ο ένας στον άλλο για πρώτη φορά. Αναμφισβήτητα όμως, κανένας άλλος δε μου είχε κάνει την τιμή να με ορίσει παράνυφο, να παραστέκομαι στον γάμο ή έστω σε μία στιγμιαία φωτογραφική απεικόνισή του. Κι εκεί το αισθάνθηκα πρώτη φορά. Μέσα απ το λευκό σατέν που απλωνόταν πάνω από τις ξεφτισμένες σανίδες μου, οι χτύποι της καρδιάς που έβγαιναν από μέσα της ήταν δύο. Μία ευτυχισμένη, χαρούμενη καρδιά, που πέταγε χτύπους σαν κύματα που φεύγουν απ την καρίνα του πλοίου προς όλες τις κατευθύνσεις και μία αδύναμη, μικρή, νευρική, αναποφάσιστη αν έπρεπε να χτυπά ή να σιωπήσει. Τις ένιωσα σαν να έβγαινε η μία μέσα απ την άλλη, σαν να εξαρτιόταν η μία από την άλλη. Και η χαρά μου θα ήταν πολύ μεγάλη, θα έτρεμα πραγματικά από συγκίνηση και όχι από την κακομεταχείριση των πολλών στον σκελετό μου, αν ταυτόχρονα δεν είχα αισθανθεί τόσο μακριά την καρδιά και το σώμα εκείνου. Καθόταν δίπλα της και έβλεπα χιλιόμετρα να τους χωρίζουν, την κρατούσε αγκαλιά και τα σώματά τους δεν ταίριαξαν την ενέργειά τους ούτε μια στιγμή, τη φιλούσε κι έβλεπα το βλέμμα του να φεύγει μακριά αντί να χάνεται μέσα της. Νομίζω εκεί ράγισα. Εκεί έγειρε το ένα μου πόδι σαν ανακλαστική κίνηση. Κι εκείνοι θύμωσαν που το σκηνικό της σχέσης τους είχε χαλάσει για τη φωτογραφία και έφυγαν για το διπλανό παρκάκι, αφήνοντάς με μόνο και ανάπηρο, να περιμένω έναν εργάτη του Δήμου πριν μπορέσω να αισθανθώ ξανά τη ζεστασιά κάποιου σώματος. Μάλλον δεν κατάλαβαν ότι ο χρόνος φθείρει. Όσο κι ο άνθρωπος. Χθες ήρθε μόνη της. Με το ίδιο βιβλίο στο χέρι, το ίδιο άρωμα, τον ίδιο ήχο στο βάδισμα αλλά μόνη της. Χωρίς δεύτερο χτύπο καρδιάς μέσα της αλλά ούτε και έξω. Περίμενα ότι θα έβλεπα κι εκείνον, ότι θα έστριβε από τη γωνία

Ιστορίες από ένα παγκάκι 11 όπως παλιά, ότι θα είχε πάει κάπου να παρκάρει και θα την έβρισκε στο γνωστό τους σημείο, όπως κάνουν όλα τα παντρεμένα ζευγάρια. Αλλά εκείνη δε φαινόταν να τον περιμένει. Κάθισε πάνω μου, άνοιξε το βιβλίο και άρχισε να διαβάζει. Η πτώση του Οίκου των Άσερ. Σημείωνε λέξεις και φράσεις με το στυλό της. Ρωγμή. Αυτή ήταν η λέξη που σημείωσε. Μία ρωγμή στον τοίχο, ασήμαντη, αόρατη σχεδόν από μακριά, απόλυτα εξηγήσιμη από τον χρόνο και την πάλη με τα καιρικά φαινόμενα. Υπογράμμισε όλη την τελευταία φράση του βιβλίου, το ακούμπησε απαλά πάνω μου ίσα για να με ταράξει κι έφυγε αργά, παρόλο που θα ορκιζόμουν -αν μπορεί ένα παγκάκι να ορκίζεται- ότι τον είχε δει να πλησιάζει. Δεν της φώναξε ούτε εκείνος. Δεν της μίλησε, δεν την ακολούθησε. Κάθισε απλώς πάνω μου, αποδεικνύοντας την ουσία της ύπαρξής μου: να φιλοξενώ διαδοχικά γλουτούς που βρέθηκαν εκεί μόνο για να ξεκουράσουν σώματα και μυαλά. Άνοιξε το βιβλίο και άρχισε να το διαβάζει. Ένιωσα την ανάσα του να βαραίνει, το βλέμμα να σκληραίνει πάνω στις υπογραμμισμένες λέξεις σαν τρένο που αγωνίζεται να μείνει στην τροχιά του πάνω σε στροφή. Το διάβασε όλο. Κατάπιε και την τελευταία υπογραμμισμένη πρόταση. Σκάλωσε σε κάθε τελεία, υπέφερε σε κάθε λέξη. Όταν τελείωσε η σιωπή μέσα του, ήταν τόσο πυκνή που άκουσα καθαρά το σπίτι να γκρεμίζεται συθέμελα στο μυαλό του. Από μια ρωγμή. Μια τόση δα μικρή ρωγμή που σχεδόν δε φαινόταν. Όταν έφυγε, δεν πήρε το βιβλίο μαζί. Το άφησε πάνω μου εκεί ακριβώς που το είχε βρει. Εξάλλου οι άνθρωποι δε συνηθίζουν να παίρνουν μαζί τους τα συντρίμμια όταν φεύγουν. Το βιβλίο έμεινε εκεί για να το βρει ο καινούργιος νεαρός με το σκισμένο στο γόνατο μπλουτζίν και το σκουλαρίκι στο αυτί, που πρόλαβε να διαβάσει μέχρι τη μέση ώσπου να τον κόψει μια σφιχτή αγκαλιά. Αυτός, που στιγμές αργότερα έφυγε, κρατώντας σφιχτά το κορίτσι με τα βαμμένα κόκκινα μαλλιά και το βιβλίο στο άλλο χέρι. Δεν ξέρω αν τελείωσε ποτέ την ιστορία. Δεν τους ξαναείδα ποτέ.

12 Συλλογή διηγημάτων Ο Δημήτρης Αλεξίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Αποφοίτησε από το 1ο Πειραματικό Λύκειο (τα Πλακιώτικα χρόνια του) και σπούδασε στη Νομική Σχολή (τα χρόνια της εσωτερική πάλης μεταξύ Κολωνακίου και Εξαρχείων). Είναι 30 χρόνια χορευτής στον Όμιλο Χορών «Ελένη Τσαούλη» (Τα κουκακιώτικα χρόνια). Είναι δικηγόρος στην Αθήνα και, όποτε δε δουλεύει, ζει με τη γυναίκα και τις δύο κόρες του στη Σκύρο. Είναι συνειδητοποιημένος Bookcrosser, ερασιτέχνης ζαχαροπλάστης και αθεράπευτα αισιόδοξος. Έχει γράψει τρία βιβλία: «Πικρά κεράσια» (2008), «Αμαρτωλά θαύματα» (2010), «Αλάτι κόκκινο» (2012), όλα από τις εκδόσεις Διόπτρα. www.facebook.com/groups/274036806366/ demetriskaryalexiou@yahoo.gr

Ιστορίες από ένα παγκάκι 13 Εν κρυπτώ και παραβύστω Νικόλαος Καρακάσης Ο κύριος Γυμνασιάρχης κουνούσε το δάχτυλο επίμονα εμπρός στον Δήμαρχο, έναν εξηντάρη άνδρα με πεταχτή κοιλίτσα σαν μικρός πύραυλος, μαύρα μαλλιά που δε θα ήταν απίθανο να τα έβαφε, και μάγουλα τόσο πεταχτά σαν εκείνα τα ψάρια που κάποιες φορές μάζευε ο μπάρμπα-φώτης από τα άπατα του βυθού. Ένα ζευγάρι χοντρά γυαλιά με μαύρο σκελετό, έκαναν τα μάτια του να θυμίζουν μπίλιες σαν κοίταζε την ψιλόλιγνη φιγούρα του κύριου Γυμνασιάρχη με τα δερμάτινα γάντια να κάθεται απέναντί του στην ξύλινη καρέκλα του γραφείου του. «Έχω λάβει αρκετές οχλήσεις, βέβαια, από συνδημότες περί αυτού, αλλά επιπροσθέτως, ουδείς θα φέρει αντίρρηση σε μια κατασκευή που εκτός του ότι θα ομορφύνει την πλατεία, θα προσφέρει απλόχερα την ξεκούραση στους απογευματινούς περπατητές που συνηθίζουν να κάνουν βόλτες γύρω κοιτάζοντας τα παιδιά να παίζουν με την μπάλα τους ή να τρέχουν σαν να τα κυνηγούν! Φυσικά, κι αυτό το λέω μετά βεβαιότητος, μια τέτοια κίνηση θα έκανε άπαντες τους επικριτές του έργου σου, αγαπητέ μου Δήμαρχε, να σωπάσουν δια παντός!» «Μεγάλη κουβέντα κύριε Αχιλλέα μου, το δια παντός!» είπε ο κύριος Δήμαρχος με κάποια δυσαρέσκεια κι ανακάθισε καλύτερα στην καρέκλα του σαν να μη βολευόταν. «Ναι, φυσικά, βέβαια δεν μπορούμε να το θέσουμε εν αμφιβόλω. Μπορεί η επένδυση αυτή να κατακριθεί, δεν αντιλέγω!» δικαιολογήθηκε κάπως ο κύριος Γυμνασιάρχης αν και στην πραγματικότητα αυτό που ήθελε να καταφέρει ήταν κάπως πιο πολύπλοκο από μια απλή πρόταση να τοποθετηθεί ένα μνημείο στο κέντρο της πλατείας και δίπλα του ένα-δύο παγκάκια, για να κάθεται ο κάθε άνθρωπος που θα τύχαινε να βρίσκεται στην πλατεία. Ναι, ήταν κάπως πιο πολύπλοκο να το εξηγήσει. Όλα ξεκίνησαν από εκείνη τη βροχερή νύχτα που τον είχε βρει ακόμη μία φορά να διαβάζει Παπαδιαμάντη και Καρκαβίτσα αποστηθίζοντας φράσεις που τις πρόβαρε στον καθρέπτη για να τις επαναλάβει αντιγράφοντας την ποιητική καθαρεύουσα στα παιδιά του σχολείου. Αλλά δεν ήταν μόνο τα παιδιά. «Γιατί είσθε ακουμβώσα εις τον κράσπεδο Δεσποινίς Ευρυδίκη, με τρόπον μάταιον ωσάν ο βίος σας να δείχνει ανωφελής;» ρωτούσε ισιώνοντας το κορμί του σαν

14 Συλλογή διηγημάτων παγόνι και ανεβάζοντας το πιγούνι χιλιοστά, βάζοντας τις παλάμες του δεμένες στην πλάτη. «Αχ κύριε Γυμνασιάρχα, είσθε πάντα πρόσχαρος και έτοιμος να διασκεδάσετε με την φτωχήν μου ύπαρξη, αλλά σας βεβαιώ ότι επί πολλάς νύχτας τα βλέφαρά μου δεν εγνώρισαν νυσταγμόν και ουδείς ύπνος δε σφάλισε την αγρύπνια μου!» Ο κύριος Γυμνασιάρχης εμπρός στο δράμα της συμπαθεστάτης αποσπασμένης δασκάλας που ο χειρισμός της γλώσσας τον έβρισκε πάντα με ένα χαμόγελο στα χείλη αλλά κι ένα φτερούγισμα στο αριστερό μέρος του στέρνου, «ενέσκηψε» στα προβλήματα της νεότατης παντρεμένης γυναίκας με τον μπεκρή άντρα που ζει στην πρωτεύουσα και που όλο και πιο σπάνια την επισκέπτεται, ξεχνώντας εαυτόν και αλλήλους στα καφενεία πλησίον της Βαρβακείου αγοράς. Άλλοτε μπεκροπίνοντας, άλλοτε αναπηδώντας στους σουμιέδες με την εκάστοτε κοκότα. Τότε ήταν, μία από αυτές τις νύχτες -και το θυμάται πολύ καθαρά- που χτύπησε την πόρτα του με δύναμη η κυρία Ευρυδίκη, δακρυσμένη και ταλαιπωρημένη από την αϋπνία και την τσακισμένη καρδιά να γυρέψει, ποιος ξέρει για ποιο λόγο, την τρυφερότητα του μεσόκοπου Γυμνασιάρχη, που δίχως παζάρια στην ηθική χροιά του θέματος, εκείνος την πρόσφερε και με το παραπάνω. Υπήρχε όμως και το θέμα του χωριού. Δεν ήταν δυνατόν να βρίσκονται σπίτι του ή, ακόμη χειρότερα, σπίτι της. Ήταν ντροπή! Ίσως αν υπήρχε ένα παγκάκι, κάτι τέλος πάντων που τις βραδινές ώρες θα μπορούσαν να δίνουν ραντεβού ακόμη και αν τους έβλεπαν, εύκολα θα δικαιολογούσαν τη συνάντηση για επαγγελματικούς λόγους ή ό,τι άλλο. Αλλά έλα που παγκάκι στο μικρό χωριό δεν υπήρχε! Την ιδέα την έδωσε ο Χαράλαμπος ο ξενοδόχος. Κοντός, με δόντια που πέταγαν και ανοιγμένα κανιά σαν να κατέβηκε από το άλογο, ήρθε στον Γυμνασιάρχη και του έδωσε την ιδέα που έψαχνε παρακαλώντας να μεσολαβήσει στον Δήμαρχο που ήσαν καλοί φίλοι, να ζητήσει να συμμαζευτεί εκείνη η πλατεία που περισσότερο θύμιζε παρτέρι με τον φοίνικα στη μέση, παρά πλατεία. «Ο εγγονός μου, όποτε έρχεται στο χωριό θέλει να παίζει μπάλα! Πού να τον πάω κύριε Γυμνασιάρχα μου; Στο βουνό ή στην παραλία; Στην πλατεία τη ρημαγμένη τον πάω και ξεσπάει στον τοίχο του Ειρηνοδικείου βαρώντας την μπάλα λες και του φταίει σε κάτι κρύβεται πίσω από τον φοίνικα και εγώ τον κυνηγώ, αλλά βρε άνθρωπε, κουράζομαι. Ένα παγκάκι να είχε, θα με ξεκούραζε, τρεις ώρες όρθιος στην ηλικία μου, δεν αντέχεται...»

Ιστορίες από ένα παγκάκι 15 «Παγκάκι;!» είπε φωναχτά ο Γυμνασιάρχης και μέσα του φώτισε το σχέδιο. «Ναι, αλλά ένα παγκάκι σκέτο; Δεν είναι μοναχική εικόνα ένα παγκάκι σκέτο στη μέση μιας μικρής πλατείας;» ρώτησε σκεφτόμενος ο Γυμνασιάρχης. «Ε, να βάλουμε και ένα μνημείο τότες» είπε ο Χαράλαμπος και εξήγησε ότι σε όσα χωριά έχει πάει, υπάρχει μια πλατεία, με ένα μνημείο και ένα παγκάκι τουλάχιστον. «Για να κάθεται το μνημείο Χαράλαμπε;» ρώτησε αστειευόμενος και, μα τον Θεό, πρώτη φορά τον έβλεπε ο ξενοδόχος να γελάει. Προφανώς επειδή το «σχέδιό» του φανερώθηκε με κάποιο θαυματουργό τρόπο. Έμενε να βρεθεί το θέμα του μνημείου. Εκεί χρειαζόταν μια καλή πρόταση να κάνει στον Δήμαρχο για να μην κολλήσει η συζήτηση στο παγκάκι, αλλά περισσότερο στην ανάγκη του χωριού να αποκτήσει επιτέλους ένα μνημείο. Τη λύση την έδωσε ο Φηλιμήδας που το παρατσούκλι του το κόλλησαν όταν εργαζόταν στον δρόμο μικρός και τα παιδικά του δόντια του ακόμη χάσκανε αντί «Εφημερίδεεεες», φώναζε «Φημελίδεεςςς» Τώρα, και σε μια ηλικία σεβαστή, άνω των εξήντα, είχε ανοίξει μπουτίκ κρεάτων (έτσι την παρουσίαζε) και στη βιτρίνα είχε βάλει αστραφτερά τσιγκέλια με μοσχοκεφαλές φρεσκότατες. Του εξήγησε την ιδέα, την ίδια ώρα που εκείνος τύλιγε τον κιμά. «Το χωριό χρειάζεται ένα μνημείο ξάδελφε» του είπε «...αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι να πείσω τον Δήμαρχο, που, όπως καλά γνωρίζουμε, είναι σφιχτά τα οικονομικά του Δήμου...» «Δάσκαλε, και πού είναι το πρόβλημα; Να προτείνεις τον γιατρό Ασβέστη που μας μπόλιασε εκείνο τον χειμώνα από τη γρίπη. Δεν υπάρχει καλύτερος, και επιπλέον είναι μακρινός συγγενής μου». Ο Γυμνασιάρχης τον κοίταξε αφ υψηλού διότι θεωρούσε υποτιμητικό να τον λεν δάσκαλο αλλά γρήγορα οι σκέψεις του φτερούγισαν στην ιδέα του Φηλιμίδα. «Καλά, αν και σφαγέας θα παραδεχτώ ότι η πρότασή σου ακούγεται με ενδιαφέρον». «Ε, όχι και σφαγέας, χειρουργός δάσκαλέ μου». Κάπως έτσι ένα πρωί ο Γυμνασιάρχης χτύπησε την πόρτα του Δημάρχου που τον δέχτηκε, δείχνοντάς του ότι είναι απασχολημένος και η επίσκεψη θα έπρεπε να είναι σύντομη. Ο Γυμνασιάρχης μπήκε γρήγορα στο θέμα και ανέπτυξε μια σειρά από επιχειρήματα για τη μεγαλεπήβολη ιδέα που του γνώρισαν οι χωρικοί και που ο ίδιος δε θα φανταζόταν ποτέ την αξία της. Επ

16 Συλλογή διηγημάτων ουδενί δεν ανέφερε τον κρυφό του πόθο για το παγκάκι. Αντίθετα εκθείασε την ιδέα του ξενοδόχου σαν καταπληκτική -κάτι που δεν είχε σκεφτεί με τίποτα- αλλά την έβρισκε εξαιρετική. Μεγαλεπήβολη και φανταστική. Έπειτα ανέφερε την ιδέα του χασάπη να βάλουν την προτομή του γιατρού του Αρσένη. «Βρε συ, αυτός δεν είναι κουμουνιστής;» είπε ο Δήμαρχος. «Όχι επίσημα, Δήμαρχέ μου» είπε ο Γυμνασιάρχης ανατρέποντας τη φημολογία σε κακές γλώσσες που δεν μπόρεσαν να δουν τον ηθικό δρόμο ενός αληθινού ανθρώπου. «Ζούμε σε αήθεις εποχές, κύριε Δήμαρχε, και σας συμβουλεύω να εμπιστευτείτε το ένστικτό σας. Αυτός ο άνθρωπος μας έσωσε με πραγματική αυτοθυσία εκείνον τον χειμώνα». Ο Δήμαρχος το γύρισε στο μυαλό του και σύντομα έβαλε εμπρός την παραγγελία ζητώντας από τον συγχωριανό γλύπτη Δελάκη στην πρωτεύουσα, να του φτιάξει ένα μνημείο αντάξιο του γιατρού Αρσένη. Του έστειλε για αυτόν τον σκοπό όσες φωτογραφίες είχε το αρχείο του πνευματικού κέντρου και μια καλή προκαταβολή. Έπειτα, έπρεπε να βάλει ένα παγκάκι. Ακόμη και αν δεν μπορούσε να εξηγήσει τον λόγο ύπαρξης, ήξερε καλά ότι αν δεν έβαζε παγκάκι, κάποιοι θα είχαν να λεν για «μισές δουλειές», «τσάμπα λεφτά» και τέτοια. Τι να την κάνεις την τέχνη, αν δεν την κοιτάς καθιστός και ξεκούραστος; Πέρασαν δυο μήνες και άλλοι τόσοι, ώσπου το μνημείο να μπει στη θέση του, να γίνουν τα εγκαίνια και ο κόσμος να χειροκροτήσει παρουσία τοπικών αρχόντων αλλά και του προέδρου του νοσοκομείου της περιοχής. Όλοι κι όλοι οι επίσημοι ήσαν πέντε, φαγητό στην ταβέρνα του Δημητρού, κρασί και ο καθένας σπίτι του. Έκτοτε, τα απογεύματα, αλλά και πολλά βράδια ο Γυμνασιάρχης και η Ευρυδίκη, ο Χαράλαμπος με τον εγγονό, ο Δήμαρχος με τον μπαρμπα-φώτη τον ψαρά, όλοι κάθισαν στο παγκάκι, στριφογύριζαν, γελούσαν και έφευγαν. Το χωριό είχε πλέον μνημείο και παγκάκι ξύλινο που τα χρώματα ήσαν ακόμη άτριφτα και μύριζε η μπογιά. Η υπερηφάνεια ήταν διάχυτη σε κάθε χωρικό και το μνημείο δεν έλειπε να συζητηθεί σε κάθε τους κουβέντα. Ώσπου ένα πρωί ο Γυμνασιάρχης στη διαδρομή προς το σχολείο είδε κάτι ή κάποιον να είναι ξαπλωμένος στο ξύλινο παγκάκι. Πλησίασε αρκετά ώσπου να δει καλύτερα, και τι να δει; Τον τρελό-νικόλα ξαπλωμένο με τα παπούτσια να ροχαλίζει. Κάτω από το παγκάκι, ένας μπόγος με ρούχα μαζί με δυο τσάντες και ακριβώς δίπλα ένα γκαζάκι καφέ με ένα μπρίκι λερωμένο από τον καφέ.

Ιστορίες από ένα παγκάκι 17 «Τι κάνεις εδώ;» του φώναξε και ο τρελό-νικόλας πετάχτηκε πάνω ξαφνιασμένος. «Με τρόμαξες!» «Πληθυντικός! με τρομάξατε κύριε, λέει ο κόσμος Νικόλα! Τι κάνεις εδώ;» «Ε, να κύριε, αποφάσισα να μείνω εδώ». «Δεν έχεις σπίτι;» «Όχι». «Και εκεί που έμενες στο δωμάτιο που σου είχε παραχωρήσει ο Τετράς; Τι έγινε εκεί;» «Με έδιωξε. Ήρθαν, λέει τα πεθερικά του από την πρωτεύουσα για να πεθάνουν εδώ στο χωριό. Σιχάθηκαν λέει το καυσαέριο». «Μα είναι δυνατόν;» «Έτσι είπα και εγώ, είναι δυνατόν να με διώξει;» «Όχι, ρε μπουμπούνα, είναι δυνατόν ρωτάω να μένεις εδώ;» «Ε, κύριε Γυμνασιάρχα, έλεος! Δεν έχω πού να μείνω, ολόκληρο χωριό μόνο ένα παγκάκι έχει, πού να πάω;» «Στο διάολο!» είπε νευριασμένα κι έφυγε πατώντας με δύναμη στο έδαφος τα πόδια σαν να του έφταιγε το τσιμέντο, τα χόρτα έπειτα, και το χώμα της αυλής του σχολείου. Όλα του φταίγαν. Από εκείνο το πρωινό κι έπειτα, τα πάντα άλλαξαν. Ο τρελό-νικόλας έτρωγε, έπινε, έφτιαχνε καφέ κι άπλωνε τα παπούτσια του εμπρός από το μνημείο. Κάποιοι μάλιστα τον είχαν ακούσει να μιλάει στο άγαλμα και εκείνο να του απαντάει. Ή να ήταν ο κρύος αέρας που έφερνε ο χειμώνας; Ο Γυμνασιάρχης έκανε παράπονα στον Δήμαρχο, εκείνος με τη σειρά του παρακάλεσε τον τρελό-νικόλα να φύγει αλλά εκείνος τον κοίταξε με το αθώο χαζό βλέμμα του και ξάπλωσε ξανά στις σανίδες. Έπειτα ζήτησαν από τις γραίες του χωριού να μην του πηγαίνουν φαγί, διότι όσο τον ταΐζεις μένει εκεί, ενώ αν πεινάσει θα αναγκαστεί να πάει σε κάποιο άλλο χωριό. Δεν είναι ωραίο θέαμα, φώναζε ο Γυμνασιάρχης που είχε χάσει τις βόλτες του με την Ευρυδίκη, δεν μπορώ να φέρω τον εγγονό μου, έλεγε ο Χαράλαμπος ο ξενοδόχος. «Αχ και να ζούσε ο Αρσένης θα τον έδερνε» είπε ο χασάπης και τέλος οι γραίες μην αντέχοντας την γκρίνια του χωριού, του έκοψαν και το φαγητό. Το μνημείο, ίσως να ήταν και το μόνο που του μιλούσε από εκεί και πέρα. Ο χειμώνας που ήρθε ήταν βαρύς κι έτσι όλοι ξέχασαν τις βόλτες και το παγκάκι. Ούτε για μνημείο μιλούσαν, ούτε για παγκάκι. Επέστρεψε και ο άντρας της Ευρυδίκης ρέστος από την πρωτεύουσα και χουχούλιασε για τον χειμώνα στην αγκαλιά της. Ο Γυμνασιάρχης, πικραμένος, βάλθηκε να μάθει

18 Συλλογή διηγημάτων όλα τα έργα του Παπαδιαμάντη απ έξω και ο Δήμαρχος έφυγε για την πρωτεύουσα να ζεσταθεί το κοκαλάκι του. Έτσι ήρθε το χιόνι και ο παγερός αέρας έβγαζε τα χνώτα από τα σωθικά του ανθρώπου, αναγκάζοντάς τους να βάζουν όλο και περισσότερα ξύλα στο τζάκι. Καπνός από τις καμινάδες έβαφε τα σύννεφα και κανείς δεν έβγαινε από το σπίτι του χωρίς σοβαρό λόγο. Κανείς δεν περνούσε από την πλατεία, ακόμη και στο σχολείο όλοι πήγαιναν με το αυτοκίνητο για να μη βαράν οι μασέλες από το κρύο. Μαύρισε η θάλασσα και γκρίζαρε ο ουρανός, ώσπου ήρθε η μέρα που η αμυγδαλιά στον κήπο του Γυμνασιάρχη φούντωσε τα άνθη της και η βερικοκιά γέμισε μπιμπίκια έτοιμα για καρπούς. Τα παντζούρια άνοιξαν διάπλατα στο φως της άνοιξης. Ήταν κάπου χαράματα -τέλη Φλεβάρη-, όταν βρήκαν το μνημείο να έχει πάρει στην αγκαλιά του τον τρελό-νικόλα για να τον ζεστάνει. «Αχ, αυτός ο κουμουνιστής ο Αρσένης!» μονολόγησε ο Παπά-Σταύρος σαν τον έθαβε στο ύψωμα, «είδες; αυτόν δεν τον γιάτρεψε!»

Ιστορίες από ένα παγκάκι 19 Ο Νικόλαος Καρακάσης γεννήθηκε το 1969 στην Αθήνα και κυκλοφορούν τα βιβλία του: «Βασιλιάς Ίκελος» από τις εκδόσεις Κέδρος και η «Σιωπή της πόλης» από τις Βορειοδυτικές εκδόσεις (free ebook). http://nkarakasis.blogspot.gr http://sokinfun.blogspot.gr nkarakasis@gmail.com

20 Συλλογή διηγημάτων Μέσα από τα μάτια ενός τυφλού Μαρία Κωνσταντούρου Κοντοστάθηκε και κοίταξε μπροστά του, μέσα από το γκρίζο πέπλο που σκέπαζε την ψυχή του. Δυο παγκάκια βρίσκονταν λίγο πιο κει, έρημα και μελαγχολικά όπως η διάθεσή του. Αυθόρμητα, προσπέρασε το πρώτο -παλιό και ξεχαρβαλωμένο- και κατευθύνθηκε στο επόμενο -φρεσκοβαμμένο με περίτεχνα σχέδια. Ανέκαθεν επεδίωκε ό,τι πιο εντυπωσιακό στη ζωή του. Στα σαράντα του χρόνια είχε δουλέψει ήδη πολύ σκληρά για να εξασφαλίσει κάθε δυνατή πολυτέλεια. Μια πλούσια μεζονέτα σε αριστοκρατικό προάστιο, αρκετές πιστωτικές κάρτες που βοηθούσαν τη γυναίκα του να διατηρεί την αξιοζήλευτη εικόνα της, ιδιωτικά σχολεία για τα δύο παιδιά του, ένα ακριβό σπορ αυτοκίνητο για τον ίδιο κι άλλο ένα για να εξυπηρετείται η οικογένειά του Κάθισε στο ολοκαίνουριο παγκάκι, αφήνοντας το βλέμμα του να κυλήσει αδιάφορα μπροστά του. Αναστέναξε με απόγνωση. Σχεδόν όλα τα δεδομένα του είχαν καταρριφθεί ξαφνικά. Μέσα σε λίγους μόνο μήνες. Καταραμένη κρίση. Είχε τρυπώσει ύπουλα μέσα στο κατακόκκινο μήλο της ζωής του και το ροκάνιζε τόσο καιρό χωρίς ο ίδιος να παίρνει είδηση. Μέχρι που εντελώς ξαφνικά, συνειδητοποίησε με τρόμο πως δεν είχε απομείνει τίποτα περισσότερο από μία ελκυστική φλούδα που έκρυβε μόνο ένα σάπιο περιεχόμενο Το κακό, έτσι όπως τα υπολόγιζε εκείνος, είχε ξεκινήσει τη μέρα που είχε χάσει τη θέση του στην εταιρεία που δούλευε. Τέλος ο παχυλός μισθός, κομμένα τα υπερβολικά έξοδα, τέρμα τα οράματα γι αυτό το κάτι ακόμα παραπάνω. Ποιο παραπάνω; Έτσι όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, τώρα δεν μπορούσε ούτε αυτά που είχε να διατηρήσει. Η ζωή τού έστελνε απανωτά τελεσίγραφα. Έπρεπε να αδειάσει το πολυτελές σπίτι του, να στείλει τα παιδιά του σε δημόσια σχολεία, να κρύβεται από τις τράπεζες, να πουλήσει το αγαπημένο του αυτοκίνητο, να συμβιβαστεί με κάποια παρακατιανή δουλειά. Δεν το άντεχε Η αλήθεια ήταν πως η χθεσινή μέρα ήταν σαν να τον χλεύαζε. Το πρωί είχε πάει μαζί με τη γυναίκα του για να δουν ένα οικονομικό σπίτι κοντά στο κέντρο. Απελπισία. Ένα παλιό, στενόχωρο, θλιβερό τριαράκι. Κι έπειτα, αργά το βράδυ, του τηλεφώνησε κάποιος φίλος για να του πει πως στο μαγαζί που δούλευε ζητούσαν αποθηκάριο. Άκου αποθηκάριος! Αυτός, με τα πτυχία, το

Ιστορίες από ένα παγκάκι 21 ένδοξο παρελθόν και την ανασηκωμένη μύτη. Καλύτερα να πέθαινε εκείνη τη στιγμή παρά να ξέπεφτε σε τέτοια κατάντια. Κοίταξε το i-phone του που χτύπησε μελωδικά. Πάλι η μία από τις τρεις τράπεζες που τον ενοχλούσαν για τις καθυστερημένες δόσεις. Μα τι ήθελαν πια; Αφού τους είχε εξηγήσει τις αναποδιές που του είχαν τύχει, τι γύρευαν; Την ψυχή του να τους δώσει; Αν και -έφερε το χέρι στον λαιμό του και χαλάρωσε τον κόμπο της γραβάτας του- έτσι όπως πήγαιναν τα πράγματα, δε θα αργούσε να την παραδώσει κι αυτή. Και σκασίλα του. Τι να την έκανε πια τη ζωή του έτσι όπως είχε γίνει; Μαύρη και αποπνιχτική Στον ήχο του κινητού του ήρθε και μπλέχτηκε ένας εκνευριστικός, μονότονος χτύπος. Σήκωσε μηχανικά το κεφάλι και κοίταξε αριστερά του. Ένας τυφλός άντρας πλησίαζε στο διπλανό, ξεχαρβαλωμένο παγκάκι, ακολουθώντας την πορεία που του όριζε το μεταλλικό μπαστούνι του. Τον κοίταξε λιγάκι καλύτερα και με μια γενναία δόση απαξίωσης. Ήταν ντυμένος φτωχικά και μάλλον κακόγουστα για τα δικά του δεδομένα. Αν δεν κρατούσε εκείνο το μπαστούνι σαν πολύτιμο αξεσουάρ, δε θα καταλάβαινε πως πίσω από τα μαύρα γυαλιά του τα μάτια του δεν έβλεπαν τίποτα. Ετοιμάστηκε να αποστρέψει το κεφάλι και να ξαναχαθεί στις απαισιόδοξες σκέψεις του, όταν ένα εύθυμο τραγουδάκι ακούστηκε από δίπλα. Είδε τον τυφλό να βγάζει από την τσέπη ένα μικρό μαύρο κινητό και να απαντά σχεδόν αμέσως. «Καλημέρα!» Η φωνή του ήταν πλημμυρισμένη από ζωντάνια και στα χείλη του ζωγραφίστηκε ένα χαμόγελο που φώτισε μεμιάς ολόκληρο το πρόσωπό του. Καλημέρα; Μα πού την είδε; Και πώς την είδε; Με ποια κριτήρια έκρινε αυτός ο κακομοίρης αν μια μέρα ήταν καλή ή όχι; «Υπέροχα», συνέχισε τη συνομιλία του ο τυφλός, παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή. «Απολαμβάνω τη θάλασσα και τον ήλιο». Ο μελαγχολικός γιάπης τίναξε δύσπιστα το κεφάλι κι έπειτα έστρεψε το βλέμμα μπροστά του. Καθόταν στην άκρη του λιμανιού και ούτε που το είχε συνειδητοποιήσει. Τα βήματά του τον είχαν οδηγήσει μηχανικά μέχρι εκεί, χωρίς να έχουν καταφέρει να τον αποσπάσουν από το γκρίζο χρώμα της ψυχής του. Τώρα, για πρώτη φορά μέσα σε όλη αυτή την ώρα, αντίκριζε το απέραντο γαλάζιο του ουρανού να σμίγει στο βάθος με το εκτυφλωτικό μπλε της θάλασσας. Μια απίστευτη, ομολογουμένως, ομορφιά, λουσμένη στο λαμπερό φως του ανοιξιάτικου ήλιου.

22 Συλλογή διηγημάτων «Όχι, δυστυχώς δεν μπορώ απόψε», ακούστηκε από δίπλα η κεφάτη φωνή του τυφλού. «Δουλεύω βραδινή βάρδια». Δουλεύει; Τι δουλειά θα μπορούσε να κάνει αυτός; Και πόσο καλή να ήταν αυτή η δουλειά που τον έκανε να δείχνει τόσο περήφανος και ικανοποιημένος; «Εντάξει. Θα τα πούμε το Σάββατο στο πάρτι. Φέρε και την κιθάρα σου μαζί να πούμε κανένα τραγουδάκι», συμπλήρωσε, γελώντας με αυθεντική χαρά. Τώρα ο νέος άντρας τράβηξε το βλέμμα του από τον ορίζοντα και το κάρφωσε με περιέργεια στο πρόσωπο του τυφλού. Παρακολούθησε με ενδιαφέρον τα συναισθήματα να εναλλάσσονται αδιάκοπα στο πρόσωπό του, χαρίζοντάς του όλες τις φωτεινές αποχρώσεις της ζωής. Ήταν φανερό πως επρόκειτο για έναν άνθρωπο ευτυχισμένο. Ή τρελό. Μάλλον το δεύτερο, αποφάσισε. Αλλιώς δεν εξηγείται όλη αυτή η εκνευριστική χαρά μέσα στα σκοτάδια της μοίρας του. «Με συγχωρείτε. Έχετε ώρα;» τον ρώτησε ο τυφλός μόλις έκλεισε το κινητό του, στρέφοντας το κεφάλι του δεξιά. «Μία και είκοσι», απάντησε εκείνος, αφού κοίταξε το ακριβό ρολόι του. «Ευχαριστώ πολύ. Ούτε που το κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα. Η βόλτα στο λιμάνι σε παρασύρει» είπε. Θα ήθελε να τον ρωτήσει πολλά. Όπως, ας πούμε, τι στο καλό ήταν αυτό που είχε καταφέρει να τον παρασύρει αφού δεν μπορούσε να δει τίποτα. Όμως ο άλλος τον πρόλαβε. «Πάντα ξεχνιέμαι όταν έρχομαι εδώ. Ο ψίθυρος της θάλασσας, το δροσερό φύσημα του αέρα, τα τιτιβίσματα των πουλιών Δεν είναι μαγεία;» ρώτησε. «Μμμ Ναι». «Είναι όμορφη η ζωή», συνέχισε με γνήσια ευγνωμοσύνη ο άλλος άντρας. «Συγχώρησέ μου την αγένεια», τόλμησε να ανταποκριθεί στη συζήτηση ο γιάπης, «αλλά πώς μπορείς να ξέρεις εσύ, ένας τυφλός, τις ομορφιές της ζωής; Τις έχεις δει ποτέ σου;» «Δε γεννήθηκα τυφλός», απάντησε εκείνος, «αν είναι αυτό που εννοείς. Έχασα το φως μου σε ατύχημα όταν ήμουν δεκαοχτώ χρονών. Αλλά δεν είναι αυτό που έχει σημασία. Θα μπορούσα και να μην είχα αντικρίσει ποτέ τον ήλιο, τη θάλασσα ή τα δάση. Η ζωή παίρνει τα χρώματα που της δίνουμε εμείς, μέσα από την ψυχή μας. Εγώ που είμαι τυφλός, έχω διαλέξει να τη ντύσω με τα πιο φωτεινά χρώματα. Εσείς που βλέπετε μπορεί να τη θέλετε ντυμένη πάντα στα μαύρα. Είναι επιλογή του καθενός».