ΝΑΤΟ-ΕΠΑΑ Ανδρέας Κιντής ΝΑΤΟ Η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Ρίγα (28-29 Νοεµβρίου 2006) αποτέλεσε, τη χρονιά που πέρασε, το επιστέγασµα των προσπαθειών της Συµµαχίας για την εξεύρεση της βέλτιστης διαδικασίας σταδιακού πολιτικού και στρατιωτικού µετασχηµατισµού της και µετάβασής της σε µία λυσιτελέστερη πολιτική και στρατιωτική δοµή. Όπως διακηρύχθηκε στη Λετονία, η επιχείρηση στο Αφγανιστάν (ISAF) και ιδίως η επίµονη και συστηµατική προσπάθεια αναζήτησης τρόπων και µέσων επίλυσης ή περιορισµού των προβληµάτων που καθιστούν επισφαλή την οµαλή έκβασή της συνιστά την κύρια προτεραιότητα των Συµµάχων. ύο είναι, κατά τον Γενικό Γραµµατέα του ΝΑΤΟ και τον Ανώτατο Συµµαχικό ιοικητή Ευρώπης (SACEUR), οι χαίνουσες πληγές της ISAF: αφενός οι λεγόµενοι «εθνικοί περιορισµοί» (national caveats) που θέτουν όρια στη δράση των δυνάµεων που συγκροτούν την ISAF και στο χώρο που µπορούν να αναπτύσσουν δραστηριότητα, αφετέρου ο ανεπαρκής αριθµός των στρατευµάτων και ο πληµµελής εφοδιασµός τους µε τα απαραίτητα µέσα κατόπιν προπάντων της επέκτασης της επιχείρησης του ΝΑΤΟ σε όλη την επικράτεια του Αφγανιστάν. Ο ισχυρισµός συνεπώς, ότι και το 2007 οι αρµόδιες νατοϊκές πολιτικές και στρατιωτικές αρχές θα εξακολουθήσουν να καταβάλουν µε αµείωτη ένταση προσπάθειες για να µας πείσουν για την ορθότητα της άποψής τους περί εκχώρησης περισσοτέρων, χωρίς περιορισµούς, δυνάµεων ή άρσεως των περιορισµών που βρίσκονται σε ισχύ µε δικαιολογία την αποτελεσµατική και εύρυθµη λειτουργία των επιχειρήσεων και αποστολών της Συµµαχίας, δεν θα ήταν εντελώς αβάσιµος. Οµοίως, δεν θα ήταν ανεδαφική η πρόβλεψη για την υποβολή αιτήµατος προς την Ελλάδα για την διάθεση επιπλέον δυνατοτήτων ώστε να καταστεί εφικτή η κάλυψη των κενών και των ελλείψεων της ISAF στον στρατιωτικό τοµέα (λ.χ. επιθετικά ελικόπτερα) καθώς και για την παροχή οικονοµικής βοήθειας για την ανοικοδόµηση και ανάπτυξη του Αφγανιστάν. Η δυνατότητα ανταπόκρισης της χώρας µας στις απαιτήσεις αυτές του ΝΑΤΟ εκτιµάται ότι εξαρτάται κατ αρχάς από την υποχρέωση ικανοποίησης των αναγκών της εθνικής άµυνας και το επακόλουθο κόστος και κατά δεύτερο λόγο από το µέγεθος και το είδος της µελλοντικής συνεισφοράς µας στις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (π.χ. KFOR). Η εν λόγω περιοχή, δεν αποκλείεται, µετά την διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών στη Σερβία (21 Ιανουαρίου 2007), να βιώσει και πάλι στιγµές έντασης µε αφορµή την υποβολή των προτάσεων του ειδικού εκπροσώπου του ΟΗΕ Μάρτι Αχτισάαρι για το τελικό καθεστώς του Κοσσυφοπεδίου. Στη Ρίγα, υιοθετήθηκε επίσης η Περιεκτική Πολιτική Οδηγία (Comprehensive Political Guidance) η οποία θα λειτουργεί εφεξής ενισχυτικά του Στρατηγικού όγµατος του 1999. Η Οδηγία, η οποία κατατάσσει µεταξύ των κύριων απειλών για το ΝΑΤΟ την τροµοκρατία και την διασπορά των όπλων µαζικής καταστροφής, όπως επίσης και τα λεγόµενα «αποτυχηµένα κράτη» (failed states), τις περιφερειακές συγκρούσεις, την εσφαλµένη χρήση των νέων τεχνολογιών και την παρεµβολή προσκοµµάτων στην ροή των πηγών ενέργειας, παρέχει τις βασικές κατευθυντήριες αρχές για την µεσοπρόθεσµη και µακροπρόθεσµη ανάπτυξη των µέσων και δυνατοτήτων της Συµµαχίας τα προσεχή 10-15 χρόνια. Η Περιεκτική Πολιτική Οδηγία προσδιορίζει τον τρόπο αναδιάρθρωσης των µηχανισµών σχεδιασµού του ΝΑΤΟ και προδιαγράφει τις δέουσες πράξεις στην εκτέλεση των οποίων τα κράτη µέλη της Συµµαχίας οφείλουν να προχωρήσουν για την αναδιοργάνωση των εθνικών αµυντικών σχεδιασµών τους. Στο πλαίσιο αυτό, ο µηχανισµός διαχείρισης της Οδηγίας έχει ως σκοπό να διασφαλίσει ότι οι µελλοντικές αποφάσεις όλων των εµπλεκοµένων νατοϊκών υπηρεσιών στους τοµείς του αµυντικού και Ο Ανδρέας Κιντής είναι επιστηµονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ. 1
επιχειρησιακού σχεδιασµού θα είναι πλήρως εναρµονισµένες µε τις προβλέψεις της Οδηγίας. Σύµφωνα µε την Περιεκτική Πολιτική Οδηγία, οι Σύµµαχοι οφείλουν να είναι σε θέση να διεξάγουν ταυτόχρονα µεγάλης και µικρής κλίµακας επιχειρήσεις διαχείρισης κρίσεων (π.χ. πρόληψη συγκρούσεων, διαχείριση καταστάσεων µετά από σύγκρουση, διατήρηση της ειρήνης, επιβολή της ειρήνης, υποστήριξη ειρηνευτικών αποστολών κλπ) και επιχειρήσεις άρθρου 5. Προς τούτο, αναγκαίες προϋποθέσεις είναι α) η ανασύνθεση των χερσαίων δυνάµεων των κρατών µελών του ΝΑΤΟ, έτσι ώστε το 40% αυτών να είναι κατάλληλα συγκροτηµένο και εξοπλισµένο για την εκτέλεση των αποστολών του και το 8% να µπορεί να διενεργεί επιχειρήσεις ή να είναι διαθέσιµο για την πραγµατοποίησή τους, β) η διάθεση στη Συµµαχία ευέλικτων (agile) και διακλαδικών δυνάµεων οι οποίες θα είναι δυνατό να αναπτύσσονται σε σύντοµο χρονικό διάστηµα στις εστίες κρίσεων και να παραµένουν σε αυτές για όσο καιρό απαιτείται, γ) η δίκαιη κατανοµή των οικονοµικών βαρών, και δ) η αναπροσαρµογή των εθνικών προτεραιοτήτων στο πεδίο των εξοπλισµών µε σκοπό την ικανοποίηση των απαιτήσεων της Συµµαχίας. Τα ανωτέρω, σε συνδυασµό µε α) τις συνεχείς εκκλήσεις των νατοϊκών αρχών για την εξοικονόµηση πόρων για την υλοποίηση τεχνολογικά προηγµένων εξοπλιστικών προγραµµάτων (π.χ. συστήµατα αντιπυραυλικής προστασίας), β) τις προσπάθειες των ίδιων αρχών για διεύρυνση του πεδίου εφαρµογής της αρχής της κοινής χρηµατοδότησης οι οποίες στην Λετονία στέφθηκαν από επιτυχία µετά την απόφαση για τον διαµοιρασµό του κόστους για την αεροµεταφορά των µονάδων της ύναµης Αντίδρασης του ΝΑΤΟ (NATO Response Force) σε περιπτώσεις εξαιρετικά ταχείας ανάπτυξής της, γ) τις πρόνοιες της ιακήρυξης της Ρίγας για την αντιστροφή της πτωτικής πορείας που παρατηρείται στον τοµέα των αµυντικών δαπανών και την παρακίνηση των κρατών µελών του ΝΑΤΟ να λάβουν µέρος σε πρωτοβουλίες, πολυεθνικού κυρίως χαρακτήρα, απόκτησης επιλεγµένων δυνατοτήτων (π.χ. µέσα στρατηγικής αεροµεταφοράς), και δ) την ανακήρυξη της πλήρους επιχειρησιακής ετοιµότητας της ύναµης Αντίδρασης του ΝΑΤΟ, η διατήρηση της οποίας σε αυτή την κατάσταση ετοιµότητας προϋποθέτει την ανά εξάµηνο δέσµευση δυνάµεων, προδιαθέτουν για την στάση που θα τηρήσει το ΝΑΤΟ έναντι της Ελλάδας σε ό,τι αφορά στο µέγεθος των χερσαίων, ναυτικών και αεροπορικών δυνάµεών της, στην αναπροσαρµογή του ποσοστού των αµυντικών δαπανών που διατίθεται για τον εξοπλισµό των εν λόγω δυνάµεων µε σύγχρονο στρατιωτικό υλικό συγχρόνως µε τον περιορισµό των ανελαστικών δαπανών και στην τακτική διάθεση ποιοτικά και ποσοτικά αναβαθµισµένων δυνάµεων και δυνατοτήτων στη ύναµη Αντίδρασης. Οι αποφάσεις τέλος, που έλαβε η Συµµαχία στη Ρίγα σχετικά µε α) την µελλοντική διεύρυνσή της (διαβεβαίωση τήρησης πολιτικής «ανοιχτών θυρών» σύµφωνα µε το άρθρο 10 της ιδρυτικής Συνθήκης της Ουάσιγκτον και αποστολή θετικού µηνύµατος προς την Αλβανία, την Κροατία και την ΠΓ Μ καθ όσον αφορά τις προοπτικές ένταξής τους στην επόµενη Σύνοδο Κορυφής το 2008 υπό την αίρεση της εκπλήρωσης των κριτηρίων του ΝΑΤΟ), β) την προσχώρηση του Μαυροβουνίου, της Σερβίας και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στο πρόγραµµα Σύµπραξη για την Ειρήνη (Partnership for Peace/PfP), γ) την ενδυνάµωση της πρακτικής συνεργασίας µε τις Χώρες Επαφής (Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Αργεντινή κλπ), δ) την εγκαινίαση µιας πρωτοβουλίας για την εκπαίδευση των δυνάµεων ασφαλείας των χωρών του Μεσογειακού ιαλόγου και της Πρωτοβουλίας της Κωνσταντινουπόλεως (Training Cooperation Initiative), και ε) την εξέταση του πιθανού ρόλου του ΝΑΤΟ σε ζητήµατα ενεργειακής ασφάλειας, απαιτούν από ελληνικής πλευράς ενδελεχή µελέτη και εξέταση και κατάρτιση εναλλακτικών σχεδίων αντιµετώπισης των συνεπειών τους (λ.χ. διακρίβωση του βαθµού τήρησης από τις υποψήφιες για ένταξη στη Συµµαχία χώρες του κριτηρίου καλής γειτονίας και ειρηνικής επίλυσης διαφορών, ενδεχόµενο εκφυλισµού του ευρωατλαντικού χαρακτήρα του ΝΑΤΟ εξαιτίας της αναβάθµισης των πολιτικών και στρατιωτικών σχέσεων της Συµµαχίας µε τις Χώρες Επαφής κλπ). 2
ΕΠΑΑ Η πρόοδος που σηµειώθηκε τα τελευταία χρόνια στο πεδίο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άµυνας (ΕΠΑΑ) συνεχίστηκε και το 2006. Στις 3 Οκτωβρίου 2006, ο Ευρωπαϊκός Αµυντικός Οργανισµός (European Defence Agency) υιοθέτησε ένα «Αρχικό Μακροπρόθεσµο Όραµα για τις ανάγκες της Ευρωπαϊκής Άµυνας στον τοµέα των δυνατοτήτων» (An Initial Long-Term Vision for European Defence Capability and Capacity Needs). Η µελέτη αυτή, όπως τονίζεται στο εισαγωγικό κεφάλαιό της, δεν αποσκοπεί στο να διατυπώσει µια πρόβλεψη σχετικά µε την εξέλιξη της ΕΠΑΑ τα προσεχή 20 χρόνια. Ούτε αποβλέπει στον αναπροσανατολισµό του αµυντικού σχεδιασµού των κρατών µελών της ΕΕ. Στόχος της είναι η καταγραφή κάποιων τάσεων και η διαµόρφωση κατευθυντήριων αρχών τις οποίες οι αρµόδιοι για τις δυνατότητες θα µπορούν να χρησιµοποιούν ως βάση προκειµένου να λάβουν τις κατάλληλες αποφάσεις για τα µέσα που η ΕΕ θα πρέπει να έχει στην κατοχή της τα επόµενα 20 χρόνια.. Το «Αρχικό Μακροπρόθεσµο Όραµα», όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του, θα εξετάζεται σε τακτά χρονικά διαστήµατα έτσι ώστε κάθε φορά που ανακύπτουν εξελίξεις να καθίσταται δυνατή η αναθεώρησή του. Σύµφωνα µε τους συντάκτες του «Αρχικού Μακροπρόθεσµου Οράµατος», το 2025, ο πληθυσµός της Ευρώπης θα είναι γηραιότερος, ο ρυθµός της οικονοµικής ανάπτυξής της θα είναι αργός και οι περιοχές (συµπεριλαµβανοµένης της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής) που θα την περικλείουν θα αντιµετωπίζουν δυσκολίες προσαρµογής στο φαινόµενο της παγκοσµιοποίησης. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι συνέπειες της αύξησης των δαπανών για την υγεία και τις συντάξεις στα αµυντικά κονδύλια θα είναι δυσµενείς, η δεξαµενή άντλησης νεοσυλλέκτων θα συρρικνώνεται και οι ευρωπαϊκές κοινωνίες θα τείνουν να αντιµετωπίζουν µε ολοένα και µεγαλύτερη δυσπιστία τις στρατιωτικές επεµβάσεις, θα επικεντρώνουν την προσοχή τους στο ζήτηµα της νοµιµοποίησης της χρήσης βίας και θα επιδεικνύουν προτίµηση για την διοχέτευση πόρων για την «ασφάλεια» (security) αντί για την «άµυνα» (defence) ιδίως εάν η τελευταία σχετίζεται αποκλειστικά µε επεµβάσεις εκτός της Ευρώπης ή µε αποτροπή επιθέσεων εναντίον της µε συµβατικά µέσα που έχουν όµως µηδενικές πιθανότητες πραγµατοποίησης. Οι αλλαγές που θα σηµειωθούν στο πλέγµα των συγκυριών εντός των οποίων θα γίνεται η χρήση βίας (αδιασάφητες αιτίες στρατιωτικής παρέµβασης, δυσκολίες εντοπισµού του εχθρού και περιστολής της δράσης του, περιοριστικό νοµικό και πολιτικό πλαίσιο, παρουσία µέσων µαζικής ενηµέρωσης στο πεδίο της µάχης) και τα τεχνολογικά επιτεύγµατα στους τοµείς της κινητικής, των επικοινωνιών, της νανοτεχνολογίας και της µικροηλεκτρονικής καθιστούν, κατά το «Αρχικό Μακροπρόθεσµο Όραµα», επιβεβληµένη την αναπροσαρµογή της ευρωπαϊκής άµυνας. Με βάση τις παραπάνω εξελίξεις ο Ευρωπαϊκός Αµυντικός Οργανισµός προβλέπει ότι οι επιχειρήσεις διαχείρισης κρίσεων της ΕΠΑΑ το 2025 θα διεξάγονται από πολυεθνικά εκστρατευτικά σώµατα (expeditionary forces) τα οποία θα κάνουν χρήση του συνόλου των διαθέσιµων στρατιωτικών και µη στρατιωτικών µέσων για την επίτευξη του σκοπού τους σε αφιλόξενες περιοχές που θα απέχουν πολύ από την Ευρώπη. Οι περιστάσεις αυτές προοιωνίζονται µείωση του πρωτεύοντος ρόλου των στρατιωτικών δυνάµεων στην εκτέλεση επιχειρήσεων και δίνουν την βάση για την διαµόρφωση µιας ολοκληρωµένης προσέγγισης κύριο γνώρισµα της οποίας θα είναι η σύζευξη στρατιωτικών και µη στρατιωτικών δυνατοτήτων και κυβερνητικών και µη κυβερνητικών οργανώσεων προκειµένου η παραγωγή του ζητούµενου αποτελέσµατος να είναι απόρροια συλλογικής προσπάθειας. Υπό αυτό το πρίσµα, το «Αρχικό Μακροπρόθεσµο Όραµα» προτείνει όπως τα κύρια χαρακτηριστικά των δυνάµεων και των δυνατοτήτων της ΕΠΑΑ στο µέλλον είναι η συνέργεια (synergy), η ευελιξία (agility), η επιλεκτικότητα (selectivity), και η εξασφάλιση των µέσων που είναι αναγκαία για την ικανοποιητική λειτουργία των στρατιωτικών δυνάµεων και για την παραµονή τους σε καλή κατάσταση (sustainability). Για την πρόσκτηση αυτών των χαρακτηριστικών ο Ευρωπαϊκός Αµυντικός Οργανισµός προτείνει 3
όπως οι αρµόδιοι για τον αµυντικό σχεδιασµό επικεντρώσουν την προσοχή τους α) στην ανάπτυξη των συστηµάτων συγκέντρωσης και παροχής πληροφοριών (π.χ. δορυφόροι, µη επανδρωµένα αεροσκάφη, σταθµοί ραντάρ κλπ), β) στην βελτίωση της διαλειτουργικότητας (interoperability), γ) στην εξεύρεση ισορροπίας ανάµεσα στην µείωση του στρατιωτικού προσωπικού και το δυναµικό που είναι απαραίτητο να διατηρηθεί για την εκτέλεση επιχειρήσεων, δ) στην επίσπευση των διαδικασιών απόκτησης και αξιοποίησης νέας τεχνολογίας, ε) στην αύξηση των επενδύσεων στην αµυντική βιοµηχανία, την ενδυνάµωση της ευρωπαϊκής τεχνολογικής και βιοµηχανικής βάσης και τον παροπλισµό απηρχαιωµένων οπλικών συστηµάτων, και στ) στην επίδειξη ευλυγισίας και ευκινησίας για την αντιµετώπιση απρόβλεπτων µελλοντικών καταστάσεων. Η αντίληψη αυτή της ΕΕ για την πορεία της ΕΠΑΑ αναµφίβολα θα πρέπει να τύχει ειδικής συστηµατικής ενασχόλησης από τους έλληνες ιθύνοντες προκειµένου αφενός να διαπιστωθούν τα περιθώρια ελιγµών που διαθέτει η χώρα µας για την ταυτόχρονη ικανοποίηση των εθνικών αναγκών της και των απαιτήσεων της ΕΕ, αφετέρου να καταστεί εφικτός ο εντοπισµός δυνατοτήτων επηρεασµού, στο µέτρο του δυνατού, των εξελίξεων και ανάληψης πρωτοβουλιών αναβάθµισης της θέσης µας στο πεδίο της ευρωπαϊκής ασφάλειας και άµυνας.. ύο µήνες µετά το «Αρχικό Μακροπρόθεσµο Όραµα» (14 εκεµβρίου 2006), επακολούθησε η υιοθέτηση από τις κυβερνήσεις των κρατών µελών της ΕΕ ενός «Σχεδίου Ανάπτυξης υνατοτήτων» (Capability Development Plan). Απώτερος στόχος του «Σχεδίου» είναι ο καθορισµός µιας συστηµατικής και διαρθρωµένης προσέγγισης για την απόκτηση των δυνατοτήτων που είναι απαραίτητες για την διεξαγωγή των µελλοντικών επιχειρήσεων της ΕΠΑΑ µέσω της καθιέρωσης διαδικασιών διαφάνειας για την εξέταση κατά πρώτον και κύριο λόγο των βραχυπρόθεσµων και µακροπρόθεσµων σχεδίων των κρατών µελών της ΕΕ στον τοµέα των αµυντικών δαπανών και του εντοπισµού ευκαιριών για την πραγµατοποίηση επενδύσεων σε τοµείς αµοιβαίου ενδιαφέροντος. Η έγκριση του «Σχεδίου Ανάπτυξης υνατοτήτων» συνοδεύτηκε από την διευκρίνιση πως δεν πρόκειται περί ενός υπερεθνικού σχεδίου και πως οι αποφάσεις για τον εθνικό αµυντικό σχεδιασµό και τις επενδύσεις στο πεδίο της άµυνας θα συνεχίσουν να εµπίπτουν στην αρµοδιότητα των κρατών µελών της Ένωσης. Το εν λόγω «Σχέδιο» θα καλύψει τέσσερεις τοµείς: α) την αξιολόγηση των επιδιώξεων του «Γενικού Στρατιωτικού Στόχου 2010» και την κατάταξή τους σε άµεσες και µακροπρόθεσµες προτεραιότητες, β) την εκπόνηση «εναλλακτικών σεναρίων» και µελετών για το ζήτηµα των δυνατοτήτων και την εξαγωγή σχετικών συµπερασµάτων, γ) τον καταρτισµό µιας βάσης δεδοµένων µε τα τρέχοντα σχέδια και τα προγράµµατα των κρατών µελών της ΕΕ στον αµυντικό τοµέα, και δ) την αξιοποίηση της υφιστάµενης εµπειρίας για την άντληση διδαγµάτων για την ανάπτυξη των δυνατοτήτων στο µέλλον. Επιπλέον, την 1 η Ιουλίου 2006, τέθηκε σε ισχύ ένας «Κώδικας Συµπεριφοράς» (Code of Conduct on Defence Procurement) ο οποίος κατατείνει στην κατ αρχήν άρση των περιοριστικών πρακτικών που επιδιώκουν την προστασία της εγχώριας παραγωγής στον τοµέα της αµυντικής βιοµηχανίας, στη θέσπιση κανόνων ανταγωνισµού και διαδικασιών διαφάνειας και στην εµπέδωση κλίµατος αµοιβαίας εµπιστοσύνης (η Ισπανία, η Ουγγαρία και η ανία δεν υπέγραψαν τον Κώδικα). Στόχος του «Κώδικα» είναι η θεσµοθέτηση κριτηρίων επιλογής των µειοδοτών των διαγωνισµών κατόπιν εξέτασης των διαφόρων προσφορών για την εκτέλεση συγκεκριµένων εξοπλιστικών προγραµµάτων µε βασικό µέτρο αξιολόγησης το ποια πρόταση είναι η πιο συµφέρουσα οικονοµικώς, ανεξαρτήτως του εάν προέρχεται από την εγχώρια αµυντική βιοµηχανία. Στο πλαίσιο δε αυτό, δηµιουργήθηκε στην ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Αµυντικού Οργανισµού ένας ηλεκτρονικός πίνακας ανακοινώσεων όπου κοινοποιούνται πληροφορίες για νέα αµυντικά συµβόλαια ύψους τουλάχιστον 1 εκ. ευρώ. Επιπρόσθετα, στις 13 Νοεµβρίου 2006, η πλειονότητα των Υπουργών Άµυνας της ΕΕ αποφάσισε την διάθεση 54 εκ. ευρώ για την ενίσχυση της έρευνας στο πεδίο της αµυντικής τεχνολογίας και προέβη στη συνοµολόγηση µιας συµφωνίας για την 4
χρηµατοδότηση ενός τριετούς ερευνητικού προγράµµατος ανάπτυξης νέων µηχανισµών προστασίας των στρατευµάτων. Aν και ο «Κώδικας Συµπεριφοράς» δεν πρόκειται να βελτιώσει στο εγγύς µέλλον την συνεργασία µεταξύ των κρατών µελών της ΕΕ στο πεδίο των εξοπλισµών, εντούτοις η ενδεχόµενη αύξηση του ανταγωνισµού είναι πιθανόν να έχει ως αποτέλεσµα την επίταση των πιέσεων της αγοράς για την εγκαθίδρυση νέων βιοµηχανικών σχηµάτων συνεργασίας. Σε αυτή την περίπτωση, αµυντικές βιοµηχανίες που βρίσκονται σε νηπιακό επίπεδο θα ήταν χρήσιµο να αναζητήσουν εγκαίρως τρόπους διαµόρφωσης των καταλλήλων συνθηκών για την επιβίωσή τους. Όσον αφορά στις µελλοντικές προθέσεις της ΕΕ στον τοµέα των επιχειρήσεων, πέραν των 15 συνολικά παρελθουσών και τρεχουσών επιχειρήσεων διαχείρισης κρίσεων της ΕΠΑΑ µε στρατιωτικά και µη στρατιωτικά µέσα, η Ένωση σχεδιάζει το 2007 να αναλάβει µια αστυνοµική κατά µείζονα λόγο επιχείρηση στο Κοσσυφοπέδιο, η οποία θα είναι επιφορτισµένη επίσης µε την ευθύνη της ενίσχυσης του κράτους δικαίου ενώ εξετάζει το ενδεχόµενο εκτέλεσης µιας αστυνοµικής αποστολής στο Αφγανιστάν. Τέλος, από την 1 η Ιανουαρίου 2007, οι «Τακτικοί Σχηµατισµοί Μάχης» (battlegroups) της ΕΕ, καθένας εκ των οποίων απαρτίζεται από 1.500 άνδρες, θα είναι σε θέση να οργανώνουν και να φέρουν σε πέρας σχεδόν ταυτόχρονα δύο επιχειρήσεις εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επισηµαίνεται ότι το δεύτερο εξάµηνο του 2007, το battlegroup που αποτελείται από δυνάµεις της Ελλάδας, της Κύπρου, της Βουλγαρίας και της Ρουµανίας θα βρίσκεται, βάσει του προγραµµατισµού της ΕΕ, στον υψηλότερο δυνατό βαθµό ετοιµότητας για την διεξαγωγή επιχειρήσεων. Σηµειωτέον ότι ο κύριος κορµός του battlegroup είναι ελληνικός (1.270 άνδρες). Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η έγκαιρη προετοιµασία της κοινής γνώµης για το ενδεχόµενο υποχρεωτικής ανάπτυξης του περί ου ο λόγος, ελληνικού κυρίως, battlegroup σε ένα θέατρο στρατιωτικών επιχειρήσεων, όπου δεν θα διακυβεύονται απαραιτήτως τα στενά νοούµενα εθνικά µας συµφέροντα. 1 1 Η Ελλάδα µετέχει επίσης από κοινού µε την Πορτογαλία σε ένα ισπανο-ιταλικό αµφίβιο battlegroup. Η συνεισφορά της συνίσταται από έναν λόχο πεζοναυτών και ένα αρµαταγωγό πλοίο. 5