ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α



Σχετικά έγγραφα
Χρηματοδοτικές πηγές για καινοτόμες πρωτοβουλίες. Sources of funding for innovative initiatives

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 2. ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ;

Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟ

Διάλεξη 7 η Τουρισμός Πολιτιστικής Κληρονομιάς Η Περίπτωση της Ελλάδας

04/29/15. ΜΑΘΗΜΑ 8ο ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ, ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΝΕΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ, ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΣΚΟΥΛΤΣΟΣ. Σεπτέμβριος 2007 Σήμερα Υποψήφιος Διδάκτορας στο γνωστικό πεδίο του Τουρισμού

Δρ. Νικόλας Νικολάου, Ερευνητικός Συνεργάτης Κέντρο Αριστείας Έρευνας και Καινοτομίας «Κοίος», Πανεπιστήμιο Κύπρου

EL Ενωµένη στην πολυµορφία EL B8-0655/1. Τροπολογία

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Δίκτυο για έναν Ιδανικό Πολιτιστικό Τουρισμό Στρατηγικές Προτεραιότητες

Georgios Tsimtsiridis

ΙΚΤΥΟ ΟΙΝΟΠΟΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 3 Νοεμβρίου 2017 (OR. en)

Δήμος Χερσονήσου Municipality of Hersonissos

ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Ενίσχυση Αυθεντικού και Ποιοτικού Τουριστικού Προϊόντος Περιφέρειας Θεσσαλίας Σύµπραξη Τουρισµού για την Θεσσαλία

CASE STUDY ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ INTERNET MARKETING: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΟΥ SAN FRANCISCO (USF)

Τ.Ε.Ι. ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΣXOΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΩΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ

Σχεδιασμός για βιώσιμη αγροτική ανάπτυξη στο Δήμο Αρχανών-Αστερουσίων Διαδικασία συμμετοχικού προγραμματισμού

Επαγγελματικός Προσανατολισμός Ευάλωτων Ομάδων Νεαρών Ατόμων

Οικονομικά της Τεχνολογίας

Επιχειρήσεων και τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (COSME, ): Πρόσκληση υποβολής

NOISIS ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Α.Ε.

Οµιλία Του Εκτελεστικού Αντιπροέδρου Χάρη Κυριαζή

Nikolaos Chatziargyriou, President and CEO of HEDNO

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 16 Απριλίου 2010 (22.04) (OR. en) 8263/10 CULT 25 SOC 246 REGIO 28 FSTR 21

Δρ. Νικόλας Νικολάου, Ερευνητικός Συνεργάτης Κέντρο Αριστείας Έρευνας και Καινοτομίας «Κοίος», Πανεπιστήμιο Κύπρου

SPSS.

H συμβολή του ΣΕΤΕ & της Marketing Greece στην ανάπτυξη του Συνεδριακού τουρισμού στην Ελλάδα. Στρατηγική & άξονες δράσεις.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

Study of urban housing development projects: The general planning of Alexandria City

14182/16 ΔΛ/μκ 1 DGG 1A

Δράσεις με πρόσθετη αξία που θα προωθηθούν στη βάση πάντα της αρχής της επικουρικότητας, όπως ορίζεται άλλωστε και στη Συνθήκη.

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

Η ΚΡΟΥΑΖΙΕΡΑ ΩΣ ΜΟΧΛΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ BEST PRACTICES

ΟΙΚΟΤΟΥΡΙΣΜΟΣ. Γ. Ευθυμίου. Διαχείριση Οικοτουρισμού και Τουρισμού σε προστατευόμενες Περιοχές

Πανεπιστημιακή - Επιχειρηματική Συνεργασία

Κοινή λογική για τους ΦΔ ΠΠ

HELEXPO FILOXENIA CONFERENCE Destination Thessaloniki: 365 days of Meetings, Studies, Sports, Cruises & Health

«Η Ευρώπη, ο πρώτος τουριστικός προορισμός στον κόσμο ένα νέο πλαίσιο πολιτικής για τον ευρωπαϊκό τουρισμό»

Μάρκετινγκ και Συμπεριφορά Πελατών Αναψυχής Ι

ΤΟΠΙΚΗΕΥΗΜΕΡΙΑΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΣΕΤΟΠΙΚΟΕΠΙΠΕ Ο ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΟΜΠΟΤΗ ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΑ. Το έργο Κοινοπραξία - Στόχοι - Χρονοδιάγραμμα. Μελέτες Ανάγκες - Προβλήματα - Πολιτικές - Συστάσεις

Αθλητικός Τουρισμός. Μάρκετινγκ αθλητικού τουρισμού Νικόλαος Θεοδωράκης Επίκουρος Καθηγητής Τ.Ε.Φ.Α.Α. Σερρών, Α.Π.Θ.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. 1.3.Ξένες γλώσσες Αγγλικά πολύ καλά 1.4.Τεχνικές γνώσεις

Κοινωνική Περιβαλλοντική ευθύνη και απασχόληση. ρ Χριστίνα Θεοχάρη

Εισήγηση της ΓΓΠΠ Αγγέλας Αβούρη στην ενημερωτική συνάντηση για τη δημιουργία Οργανισμού Τουριστικής Ανάπτυξης ( )

Πρέβεζα, 8 9 Οκτωβρίου Πέπη Θεοδώρου. S.M.R. Consultants

Οι Προοπτικές του Ελληνικού Τουρισμού. Δρ. Ανδρέας Α. Ανδρεάδης Πρόεδρος ΣΕΤΕ

Οργανισμοί Διαχείρισης Προορισμού (DMOs)

Η Έννοια και η Σημασία της Τιμής

Εισαγωγική Παρουσίαση

ΗΜΕΡΙΔΑ Σ.Ε.Γ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΓΕΩΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

ΔΙΑΖΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΧΩΡΙΚΗ ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ

Η σημασία της τοπικής πολιτιστικής κληρονομιάς και η προβολή της σε ευρωπαϊκό επίπεδο

(clusters) clusters : clusters : clusters : 4. :

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΠΟΥ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΠΕ

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΟΜΑ Α ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΡΕΙΝΩΝ & ΜΕΙΟΝΕΚΤΙΚΩΝ ΗΜΩΝ ΑΡΤΑΣ ΙΟΝΙΑΝS ΟΕ ΑΜΙΣΘΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ & ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΑΟΕ ΚΤ/ ΓΚ 1

ΕΠΑνΕΚ, Ημερίδα 03/04/2014 1

Δημιουργικός Τουρισμός - Πολιτισμός

Ashley, Roe and Goodwin 2001: ) .(UNWTO 2004b (SLA ) Ashley, 2000, ) .(Tao & Wall, (Corney & Litvinoff, 1988) .(1999 DFID

Αγαπητοί κύριοι συνάδελφοι,

Ηλεκτρονικός Τουρισμός

Προσέλκυση πελατών. Marketing Προώθηση πωλήσεων. Σεµινάριο - εργαστήριο κατάρτισης γυναικών στo πλαίσιο του Έργου ΕΜΜΑ

Σύντομο Προφίλ Ακαδημαϊκού Προσωπικού / Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα

ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ. 6 Ο ΜΑΘΗΜΑ:

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2015/2104(INI) της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού

Μόνο με Ηλεκτρονική Ταχυδρόμηση Αθήνα, 12 Μαΐου 2015 Α.Π

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ANAΛYΣH. Στην περιφέρεια το νέο πεδίο δράσης της Πολιτικής Aνθρώπινων Πόρων

Μελέτες Περιπτώσεων. Επιχειρησιακή Στρατηγική. Αριστοµένης Μακρής

Τ.Ε.Ι. ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ & ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

THE ECONOMIST ΟΜΙΛΙΑ

Ο πατέρας της σύχρονης στρατηγικής των επιχειρήσεων. Michael Porter Harvard University Professor

Ομιλία. του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών Δημήτρη Μάρδα. «Τα διεθνή Λογιστικά πρότυπα του Δημοσίου &

«Αναδιάρθρωση της καλλιέργειας του καπνού µε άλλες ανταγωνιστικές καλλιέργειες»

ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Πεδίο Έρευνας και Τεχνολογίας. Όνομα Εργαστηρίου Σχολή Ιστορίας. Έρευνα Εργαστηρίου Α/Α


ΤΗΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ 4 «ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΔΑΦΙΚΗΣ ΣΥΝΟΧΗΣ» ΤΟΥ ΕΠΑΛΘ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΑΠΑΝΗΣ ΕΤΘΑ:

Προϋποθέσεις Επίτευξης Συγκριτικού Πλεονεκτήματος μέσω των Νέων Τεχνολογιών

στο σχέδιο νόµου «Κύρωση του Μνηµονίου Συνεργασίας


«Ολοκληρωμένες πολιτικές διαχείρισης της αστικής ανάπτυξης και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής».

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. Συνοδευτικό έγγραφο στην

Αρχικά Ευρήματα. ΤΕΙ Στερεάς Ελλάδας Τμήμα Διοίκησης Συστημάτων Εφοδιασμού

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ της. Σύστασης για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Μάθημα: Management και Διοίκηση Επιχειρήσεων και Οργανισμών

Οργάνωση και Λειτουργία Ταξιδιωτικής Βιομηχανίας Ι

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ PACMAN ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΩΝ

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ (SYLLABUS) ΣΕΚ ποιοτική εξυπηρέτηση επισκεπτών πελατών οργανισμών τουριστικών αξιοθέατων μουσείων

Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Μεταπτυχιακό Πρόγραµµα Πολεοδοµίας και Χωροταξίας Ακαδ. Έτος

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ. σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 6 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Χαιρετισμός του Ειδικού Γραμματέα για την Κοινωνία της Πληροφορίας Καθ. Β. Ασημακόπουλου. στο HP day


Στρατηγικές Θέσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στον Τοµέα των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών 5 η Προγραµµατική Περίοδος

Πανεπιστήμιο Πειραιώς Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών

Οδικός Χάρτης για τη Γαλάζια Οικονομία στην Κρήτη

12797/14 ΑΙ/μκρ/ΑΗΡ 1 DG G 3 C

Transcript:

ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α Εισαγωγή Η αρχή ικανότητας υποστήριξης τουριστικών διαδικασίών έχει χρησιµοποιηθεί ως πανάκεια στη λογοτεχνία εδώ και αρκετό καιρό τώρα (Drost 1996, Briassoulis 1993, Leontidou 1998). Η λογοτεχνία τουρισµού δείχνει τη διαθεσιµότητα και τη χρησιµοποίηση των πόρων κληρονοµιάς στις στρατηγικές τουρισµού ως ένα από τα µέσα να επιτευχθεί η βιώσιµη ανάπτυξη τουρισµού (Hall, 1999 και Simpson 2001). Παρά τις σποραδικές κρίτικές απόψεις σχετικά µε τη συµβολή της κληρονοµιάς στη βιώσιµη ανάπτυξη τουρισµού, η πλειοψηφία των µελετητών συµφωνεί σχετικά µε τη συµβολή του τουρισµού κληρονοµιάς στην οικονοµική αναδόµηση και τη βιώσιµη ανάπτυξη (Harding 1990). Συγκεκριµένα, οι der Berghe και λοιποί (2000), και Foley and McPherson (2000) επισηµαίνουν τη σηµασία του τουρισµού κληρονοµιάς σχετικά µε την ολοκλήρωση της οικονοµικής ανάπτυξης, ενώ η Augustyn (1998) και Huybers και Bennett (2000) επισηµαίνουν τη συµβολή του τουρισµού κληρονοµιάς στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Ακολουθώντας την Kufidou και λοιπούς. (1997), υποστηρίζεται ότι εάν τα αξιοθέατα κληρονοµιάς αποκτίσουν τελικά το ρόλο ενδυνάµωσής τους µέσω ενός αποκεντρωµένου συστήµατος λήψης αποφάσεων, θα καταφέρουν µια ουσιαστική ενδύναµωση στην ποιότητά τους. Σύµφωνα µε την Shapira (1999: 18), «τα στοιχεία της αυτάρκειας και της υπευθυνότητας µπορούν να προσφέρουν ουσιαστικά συνεργιστικά οφέλη. Στην περίπτωση της διαχείρισης τουρισµού κληρονοµιάς αυτά είναι γενικά µεταφρασµένά στη διοικητική αποκέντρωση, τη δικαιοσύνη, την αποδοτικότητα, τη διαφάνεια, την υπευθυνότητα και την ικανότητα υποστήριξης». Ως εκ τούτου, η υπευθυνότητα και η αυτάρκεια χαµηλώνουν τις δαπάνες των αξιοθέατων τουρισµού κληρονοµιάς και οδηγούν σε σηµαντικές συµπράξεις και οικονοµίες κλίµακας. Το άρθρο προσπαθεί να ερευνήσει τις πιθανές συνδέσεις µεταξύ της χάραξης βιώσιµης πολιτικής τουρισµού κληρονοµιάς, και τις έννοιες της συνεργασίας και της υπευθυνότητας στη χάραξη πολιτικής. Εστιάζει σε δύο αξιοθέατα πολιτιστικής

κληρονοµιάς στην Κρήτη το αρχαιολογικό µουσείο Ηρακλείου και το παλάτι της Κνωσσού. Το παλάτι της Κνωσσού είναι το πιο αντιπροσοπευτικό δείγµα του Μινωοικού πολιτισµού, ο οποίος ήκµασε στο νησί κατά τη διάρκεια των 19ου-17ου αιώνων Π.Χ. Το παλάτι, που καλύπτει µια περιοχή 22000m 2, κατοικήθηκε συνεχώς από τη νεολιθική περίοδο (7000-3000 Π.Χ.) µέχρι τους ρωµαϊκούς χρόνους. Ανακαλύφθηκε το 1931 και περιλαµβάνει τα αποκαλούµενοι πρώτα (19 ος 17 ος αιώνασ Π.Χ.) και δεύτερα (16 ος 14 ος αιώνας Π.Χ.) παλάτια, διάφορα πολυτελή σπίτια, ένα άσυλο και διάφορες άλλες δοµές. Το αρχαιολογικό µουσείο Ηρακλείου στεγάζει τα σηµαντικότερα ευρήµατα του Μινωοικού πολιτισµού. Το µουσείο, που θεωρείται ως δεύτερο πλέον σηµαντικό µουσείο της προϊστορικής περιόδου στον κόσµο µετά από το µουσείο του Καίρου, ιδρύθηκε το 1904. Σήµερα, το µουσείο έχει είκοσι δωµάτια, που περιέχουν τα χειροποίητα αντικείµενα που κυµαίνονται από τη νεολιθική περίοδο ως τους ρωµαϊκούς χρόνους (4ος αιώνας Π.Χ.). Προβλήµατα του τουρισµού πολιτιστικής κληρονοµιάς στην Ελλάδα/Κρήτη Η τουριστική λογοτεχνία έχει προσδιορίσει από καιρό τη σηµασία της Ελλάδας στον πολιτιστικό και τουρισµό κληρονοµιάς. Μια µελέτη από την ιρλανδική επιτροπή τουρισµού (Irish Tourism Board 1988) υποστήριξε ότι η δυνατότητα για την ανάπτυξη του πολιτιστικού τουρισµού στην Ελλάδα είναι πολύ µεγαλύτερη από οτί είναι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρωπαικής Ενωσης. Σύµφωνα µε τον Moussios (1999), τον Pridham (1999) και τον Buhalis (2001), η διαθεσιµότητα πάνω από 25000 µνηµείων που εχούν καταχωρηθεί και προστατευθεί και πολυάριθµων µουσείων (Buckley και Papadopoulos, 1986) ήταν ένας σηµαντικός κινητίριος παράγοντας για τους πρώτους επισκέπτες στην Ελλάδα, στην αναζήτηση της κληρονοµιάς και του πολιτισµού της χώρας. Σε µια έρευνα που εκτελέσθηκε από τους Buckley και Papadopoulos (1986), κατέληξαν στο συµπέρασµα ότι οι αρχαιότητες και η κληρονοµιά ήταν ένας από τους σηµαντικότερους λόγους που αναφέρθηκαν από τους ξένους τουρίστες που επισκέπτονται την Ελλάδα. Οµοίως, ο Papadopoulos (1989) έχει υπογραµµίσει επίσης στο ανωτέρω γεγονός σηµειώνοντας ότι ο ελληνικός τουρισµός έχει ένα πλεονέκτηµα (όπως οι αρχαιότητες και ο πολιτισµός) σε σχέση µε τους ανταγωνιστές που θα

µπορούσαν να παραγάγουν ένα διαφορικό πλεονέκτηµα για την ελληνική τουριστική βιοµηχανία. Μολαταυτα, πέρα απο την άποψη σχετικά µε τις αξίες της ανάπτυξης τουρισµού κληρονοµιάς στην Ελλάδα, οι φορείς χάραξης τουριστικής πολιτικής έχουν αγνοήσει κατά ένα µεγάλο µέρος το στρατηγικό προγραµµατισµό και τη συνεργασία που απαιτούνται µεταξύ των συµµετόχων των πόρων και της κεντρικής κυβέρνησης για να καταφέρουν τελικά οι πόροι τουριστών κληρονοµιάς να πραγµατώσουν το ρόλο τους όσον αφορά την τουριστική ανάπτυξη. Αυτός ο αποκλεισµός των συµµετόχων από την διαδικασία λήψεως αποφάσεων µπορεί τελικά να οδηγήσει στην απώλεια αποτελεσµατικότητας και να ελαχιστοποιήσει τη δυνατότητα της χώρας να επιτύχει τη βιώσιµη ανάπτυξη. Από αυτή την άποψη, ο Andriotis (2001) προτείνει ότι υπάρχει µια διαδεδοµένη βραχυπρόθεσµη εστίαση στη συγκέντρωση εξουσιών σχετικά µε την χάραξης πολιτικής, η οποία είναι ένα ανάθεµα στη βιώσιµη ανάπτυξη των διαδικασιών πολιτιστικού τουρισµού στην Ελλάδα. Γενικά, το σηµπέρασµα που προκύπτει από τη λογοτεχνία δείχνει ότι η πολιτική τουρισµού στην Ελλάδα δεν έχει εκµεταλλευτεί πλήρως τις δυνατότητες των προορισµών τουρισµού πολιτιστικής κληρονοµιάς. Σαν συνεπεία όλων των ανωτέρω, η Leontidou (1998) καταλήγει στο συµπέρασµα ότι ο τουρισµός πολιτιστικής κληρονοµιάς στην Ελλάδα βυθίζεται µε συνέπεια µια κρίσιµη απώλεια ποιότητας και µια επιδείνωση στην προσφορά του Ελληνικού προϊόντος πολιτιστικής κληρονοµιάς. Από την περιγραφή της δυσµενούς κατάστασης αυτής της κατάστασης που χαρακτηρίζει τον τουρισµό πολιτιστικής κληρονοµιάς στην Ελλάδα, υπάρχουν διάφορα σηµεία που προκύπτουν. Κατ' αρχάς, υπάρχει µια ισχυρή εξάρτηση από την κεντρική κυβέρνηση. Αυτό δηµιουργεί συγκρουόµενους στόχους και τον τεµαχισµό στις προτεραιότητες. Η Karpodini-Dimitriadi (1999) αναγνωρίζει ότι οι µόνες βιώσιµες πρωτοβουλίες πολιτιστικής κληρονοµιάς που εφαρµόζονται σε ορισµένο βαθµό επιτυχίας είναι αυτές που αντιµετωπίζονται σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, από την τοπική κοινότητα. Σαν αποτέλεσµα, αυτό υπονοεί ότι η πολιτική τουρισµού πολιτιστικής κληρονοµιάς στην Ελλάδα είναι διστακτική και εν µέρει αδύνατη. Σύµφωνα µε την Spanou (1998), αυτή η

εξάρτηση επιδείνωσε τις παραδοσιακές ανεπάρκειες του συντονισµού µεταξύ του δηµόσιου και ιδιωτικού τοµέα, ενώ παράλληλα περιορίσε τους περιφεριακούς διοικητικούς οργανισµούς για να αναπτύξει τις κατάλληλες ικανότητες λήψης αποφάσεων. Αυτό το σχέδιο οδηγεί στην έλλειψη διαφάνειας και υπευθυνότητας (Sirvi, 1997). Αυτή η συγκέντρωτικότητα της πολιτικής τουρισµού, που οδηγεί στην έλλειψη συντονισµού, ευθύνεται για τον φτωχή κατάσταση των πολιτιστικών και λοιπών πόρων κληρονοµιάς στην Ελλάδα. Αφετέρου, η χρηµατοδότηση είναι ένας µεγάλος παράγοντας που εµποδίζει την περαιτέρω ανάπτυξη για την πολιτική τουρισµού πολιτιστικής κληρονοµιάς. Σύµφωνα µε την Kalogeropoulou (1996), ένας µεγάλος αριθµός αρχαιολογικών περιοχών και τα µουσεία ανταγωνίζονται για ένα συρρικνωµένος µέρος του κυβερνητικού προϋπολογισµού για τους πολιτιστικούς πόρους κληρονοµιάς. Οι προκύπτοντες οικονοµικοί περιορισµοί δεν αφήνουν πολύ χώρο για την περαιτέρω καλύτερευση της προώθησης και της εφαρµογς των βιώσιµων στρατηγικών πολιτιστικού τουρισµού και κληρονοµιάς. Τρίτον, και ίσως το σηµαντικότερο πρόβληµα όλων µέχρι τώρα, είναι το ζήτηµα του ετερόκλητων συντονισµού και της ολοκλήρωσης των επιµέρους δραστηριοτήτων. Σύµφωνα µε τον Moussios (1999), την Leontidou (1998) και τον Buhalis (2001), η Ελληνική εθνική οργάνωση τουρισµού (GNTO) επικρίνεται συχνά για την έλλειψη ενός ρεαλιστικού µακροπρόθεσµου σχεδίου σχετικά µε τον Ελληνικό τουρισµό, και την αποτυχία να συντονιστούν οι ενέργειες µεταξύ των δηµόσιων και ιδιωτικών συµβαλλόµενων µερών µε συνέπεια την αποτυχία των πολιτικών. Ένα παράδειγµα τέτοιων ετερόκλητων πολιτικών πρωτοβουλιών µπορεί να χαρακτηριστεί από την προσπάθεια να επιστραφούν τα εκθέµατα από το Βρετανικό µουσείο (Ελγήνια µάρµαρα), αλλά όχι από το Μόναχο, ή το µουσείο του Λούβρου, τότε είναι φανερό ότι δεν υπάρχει κανένα καθιερωµένο σχέδιο για την πολιτιστική κληρονοµιά. Με βάση την ανωτέρω συζήτηση, η πολιτική τουρισµού στην Ελλάδα έχει αποδιοργανωθεί και η εκάστοτε κυβέρνηση δεν έχει θεσπίσει συγκεκριµενά µέτρα που να περιγράφουν ελλοχεύοντες στόχους.

Το δυσµενές περιβάλλον που περιγράφεται ανωτέρω επιβεβαιώνεται στην περίπτωση της Κρήτης. Η Περιφέρεια Κρήτης στο πιό πρόσφατο έγγραφο τουριστικής στρατηγικής της (Περιφέρεια Κρήτης, 1998) επίσης προσδιόρισε την µαζική φύση της Κρήτης ως τόπο προορισµού τουριστών και έδειξε την επείγουσα ανάγκη για να βελτιωθεί η ποιότητα του τουριστικού προϊόντος µέσω της ανάπτυξης µιας βιώσιµης στρατηγικής τουρισµού κληρονοµιάς στο νησί. Η Κρήτη έχει κάνει διάφορες προσπάθειες (Περιφέρεια Κρήτης 1995, 1998) οσο αναφορά τον πολιτιστικό τουρισµο µέσω της προώθησης κοινών πρωτοβουλιών για να συντηρηθεί και να ενισχυθεί ο ρόλος των µνηµείων κληρονοµιάς, αλλά οι περιπτώσεις αντίφασης, η έλλειψη συντονισµού και ολοκλήρωσης των πολιτικών, η εξάρτηση από την κεντρική κυβέρνηση και οι οικονοµικοί περιορισµοί έχουν αντιστρέψει κάθε προσπάθεια που προέρχεται από το νησί για να αντιστρέψουν την κατάσταση σχετικά µε τον τουρισµό πολιτιστικής κληρονοµιάς. Ως εκ τούτου, η ανάγκη για τα τουριστικά αξιοθέατα πολιτιστικής κληρονοµιάς στην Κρήτη να ενταχθούν σε βιώσιµα διοικητικά προγράµµατα, τις τουριστικές στρατηγικές και ενέργειες που στηρίζονται στις αρχές της ολοκλήρωσης και της συνεργασίας, έχει κερδίσει αρκετό έδαφος τελευταία. Πολιτικές προτάσεις Προκειµένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της Κρήτης ως τουριστικός προορισµός, οι αρµόδιοι για το σχεδιασµό πρέπει να στηριχτούν στους πόρους που το νησί προσφέρει σε αφθονία. Στην περίπτωση της Κρήτης, οι υπεύθυνοι του πολιτιστικού τουρισµού και τουρισµού κληρονοµιάς πρέπει να βρούν τους τρόπους να συνδυάσουν τη σηµασία των δύο αξιοθέατων (το µουσείο Ηρακλείου και το παλάτι της Κνωσσού) στην κατασκευή µιας ανταγωνιστικής στρατηγικής τουρισµού. Αυτή η στρατηγική θα κεφαλαιοποιούσε απο την ποιότητα και τη σηµασία των ανωτέρω αξιοθεάτων κληρονοµιάς στην παραγωγή µιας ολοκληροµένης τουριστικής εµπειρίας. Η αξιολόγηση των προτιµήσεων των τουριστών σχετικά µε τα αξιοθέατα πολιτιστικής κληρονοµιάς θα είχε ιδιαίτερα θετικές επιπτώσεις στην ποιότητα της τουριστικής εµπειρίας σε αυτού του είδους αξιοθεάτων και

τελικά στην ελκυστικότητα και την ανταγωνιστικότητά τους (και τη συµβολή έτσι στη βιώσιµη ανάπτυξη της Κρήτης). Όλα τα ανωτέρω δείχνουν ότι υπάρχει µια επείγουσα ανάγκη για τις διοικητικές οµάδες του αρχαιολογικού µουσείου Ηρακλείου και του παλατιού της Κνωσσού να ενωθούν για την χάραξη µιας συνεπούς στρατηγικής προώθησης του πολιτιστικού τουρισµού προκειµένου να υπερνικηθούν οι δυσκολίες (κόστος συνεργασίας) που συνδέονται µε τις νέες διοικητικές δοµές στην πολιτιστική βιοµηχανία τουρισµού στην Ελλάδα. Εάν αυτές οι προσπάθειες είναι καρποφόρες θα υπάρξει καλύτερη αντιπρόσωπευση (δυάχυση στην λήψη αποφάσεων) και πιό αρµόδια διοίκηση (υπευθυνότητα) των δύο ανωτέρω αξιοθεάτων. Ακολουθόντας την Kufidou και λοιπούς (1997), εάν τα πολιτιστικά αξιοθέατα διαχειριστούν το ρόλο ενδυνάµωσής τους µέσω ενός αποκεντρωµένου συστήµατος λήψης αποφάσεων, θα διαχειριστούν πιο ουσιαστικα δράσεις που θα βελτιώνουν την ποιότητα των δύο αξιοθέατων πολιτιστικής κληρονοµιάς. Σύµφωνα µε την Shapira (1999), η υπευθυνότητα και η αυτάρκεια βελτιστοποιούν τις πιέσεις προσφοράς και ζήτησης στη βιοµηχανία τουρισµού που προσδιορίζεται νωρίτερα µε την αυξανόµενη προσοχή προς τον επισκέπτη, χωρίς αύξηση των δαπανών (δαπάνες συναλλαγής) της ρύθµισης των διαδικασιών της έλξης πολιτιστικής κληρονοµιάς στις νέες απαιτήσεις, που οδηγούν στις σηµαντικές συµπράξεις, τις οικονοµίες κλίµακας και τις βελτιώσεις στην ποιότητα εµπειρία visitation των τουριστών». Η αρµόδια χρήση των πόρων πολιτιστικής κληρονοµιάς συνεπάγεται έναν βαθµό συνεργασίας. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι η ενθάρρυνση και η διευκόλυνση των διευθυντών των πόρων κληρονοµιάς για να λάβoυν άµεσα µέτρα σχετικά µε τη δηµιουργία υποδοµής. Οι τοπικές κοινότητες, και οι διευθυντές των πόρων κληρονοµιάς, είναι καλύτερα εξοπλισµένοι στη διατύπωση και την εφαρµογή των πολιτικών και των κανονισµών. Σύµφωνα µε τοv Mody (2004), λόγω της στενής εγγύτητας στο κέντρο της δράσης, η διοικητική αποκέντρωση προσφέρει την προοπτική των χαµηλότερων δαπανών συναλλαγής λόγω της λιγότερο δαπανηρής και καλύτερης ποιότητας των πληροφοριών σε αυτό το επίπεδο διοίκησης. Ως εκ τούτου, η δράση µπορεί σε αυτό το επίπεδο να στοχεύσει περισσότερο προς τις απαιτήσεις της τουριστικής ζήτησης. Οι

µεµονωµένοι διευθυντές αρχαιολογικών χώρων και µνηµείων κληρονοµιάς µπορούν εποµένως να προχωρήσουν σε αυτές τις ενέργειες τις οποίες κυβερνήσεις και αγορές αποτυγχάνουν να προβλέψουν επειδή έχουν τις κρίσιµες πληροφορίες για τα βιώσιµα σχέδια τουριστικής κατανάλωσης (Bowles και Gintis 2002). Προκειµένου να ξεπεραστούν οι πολιτικές συγκρούσεις και ενδιαφέροντα, αρµόδια δίκτυα συνεργείας και συνεργασίας πρέπει να καθιερωθούν και να αναπτυχθούν στη λήψη αποφάσεων και την εφαρµογή. Το κύριο σηµείο εδώ είναι ότι η έλλειψη υπευθυνότητας των συµµετόχων των πόρων παράγει την απάθεια µεταξύ των τοπικών κοινοτήτων. Στη συνέχεια, αυτό έχει δηµιουργήσει µια έλλειψη ποιότητας (σύντοµες ώρες λειτουργίας, λιγότερα χρήµατα σε επενδύσεις, υποχρησιµοποιούµενο ανθρώπινο δυναµικό). Κατά συνέπεια, αυτό που απαιτείται στην περίπτωση της διοίκησης των πόρων πολιτιστικής κληρονοµιάς είναι η βελτίωση της ποιότητάς τους µέσω της αύξησης των εννοιών της υπευθυνότητας. Σύµφωνα µε τον Hall (1999) υπάρχει ανάγκη για την εκάστοτε κυβέρνηση να επανεξετάσει το ρόλο της στην πολιτική τουρισµού και να υιοθετήσει ένα πρότυπο που θα βασίζεται στην αποδοτικότητα και τα έσοδα από επενδύσεις. Συνεπώς, εκείνοι στις χαµηλότερες σειρές της διοίκησης θα είναι πιό υπεύθυνοι και παρακινηµένοι και παράλληλα πιο ανοικτοί στη διερεύνηση από τους ανώνυµους γραφειοκράτες της κεντρικής κυβέρνησης. Η αποδοτική διαχείριση των τουριστικών αξιοθεάτων πολιτιστικής κληρονοµιάς εξαρτάται από τις µεταφορές της µορφής δύναµης του κράτους. Οι συχνά µεταβαλλόµενοι µηχανισµοί της λήψης αποφάσεων και της διοίκησης του κράτους δηλώνουν την ανησυχία για την έλλειψη συντονισµού (Stoker, 1998). Αυτή η έλλειψη συντονισµού προκύπτει από την εξάρτηση των τοπικών και περιφερειακών οργανισµών από την κεντρική κυβέρνηση. Μια υψηλή εξάρτηση από τη χρηµατοδότηση της κεντρικής εξουσίας θα µείωνε τη δυνατότητα των τουριστικών αξιοθεάτων πολιτιστικής κληρονοµιάς να αυτο-διαχειριστούν και οδηγεί στην µείωση της ποιότητας της εµπειρίας που προσφέρει στους τουρίστες. Αυτό µεταφράζει σε µια αποτυχία των αρχών τοπικής

και περιφερειακής πολιτικής να ανταποκριθούν (γρήγορα) στα µεταβαλλόµενα σχέδια της τουριστικής ζήτησης. Εντούτοις, στην περίπτωση της Ελλάδας ένας φραγµός σχετικά µε την εφαρµογή των βιώσιµων στρατηγικών τουρισµού είναι το κλίµα της δυσπιστίας µεταξύ της κυβέρνησης και των τοπικών κοινοτήτων (Moussios, 1999). Ο Andriotis ήταν ιδιαίτερα καυστικός σχετικά µε την έλλειψη συνεργασίας και συντονισµού στην περίπτωση της εφαρµογής της τουριστικής πολιτικής στην Κρήτη, που οδηγεί τελικά στον «αυξανόµενο διπλασιασµό των δαπανών και αντιφατικότητες» (2001: 307). Η Augustyn (1998) έχει προχωρήσει ένα βήµα περαιτέρω υποστηρίζοντας ότι η υστέρηση στο συντονισµό και στη συνεργασία στην τουριστική πολιτική δεν ειναι φαινοµενό που παρατηρείται µόνο στην περίπτωση της Ελλάδας, αλλά ήταν µάλλον ένα ζήτηµα που απασχολούσε και πολλούς άλλους χαρακτηριστικούς τουριστικούς προορισµούς στη Μεσόγειο» (π.χ., Ισπανία και Ιταλία). Ο Hall (1999, 2000), και ο Silberberg (1995) υποστηρίζούν ότι η απόφαση εαν πρέπει να µεταβιβαστεί η ευθύνη της λήψεως απόφασεων από την κεντρική κυβέρνηση στις τοπικές κοινότητες είναι ένα θέµα αναγνώρισης των (οικονοµικών) ορίων του κράτους. Σύµφωνα µε τους Massey και Lewis (2003: 331) «κατά τη διάρκεια των πρόσφατων χρόνων έγινε σαφές ότι ο τοµέας των µουσείων δεν µπορεί πλέον να περειµενεί να λάβει την οικονοµική ενίσχυση που έκανε µιά φορά. Αυτό είναι εν µέρει λόγω των πρόσθετων απαιτήσεων που επιβάλλονται από τη στοχοθέτηση και την κατάτµηση απαίτησης, και τους πάντα ισχυρότερους οικονοµικούς περιορισµούς που τοποθετούνται στις δαπάνες τοπικών αρχών». Προκαλεί ενδιαφέρον οτι η Kufidou και λοιποί. (1997) ανέφερουν πως οι ελληνικοί διευθυντές δηµόσιου τοµέα έχουν κατορθώσει να υπερνικήσουν αυτό το ζήτηµα ενδυνάµωσης µε την επιστροφή στα άτυπα κανάλια επικοινωνίας και συντονισµού. Η αυτο-διαχείριση των πόρων πολιτιστικής κληρονοµιάς αναφέρεται σε ένα µεταβαλλόµενο πλαίσιο διοίκησης και διαχείρισης. Έρχεται να προσδιορίσει την έλλειψη υπευθυνότητας χαρακτηρίζοντας εκείνους τους οργανισµούς που δεν συµµετέχουν ενεργά στη διατύπωση της χάραξης πολιτικής. Στη συνέχεια, αυτό οδηγεί στη µετριότητα και την έλλειψη κινήτρου. Ως εκ τούτου, αυτό που λείπει από τη διοίκηση των

Ελληνικών πόρων πολιτιστικής κληρονοµιάς είναι ο σύνδεσµος µεταξύ των δεικτών αξιολόγησης υπευθυνότητας και απόδοσης. Η συζήτηση γύρω από την υπευθυνότητα είναι µέρος της λογοτεχνίας του πολιτιστικού τουρισµού και τουρισµού κληρονοµιάς για σχεδόν δύο δεκαετίες τώρα (Throsby και Withers, 1983). Αυτή η συζήτηση έχει βοηθήσει να υπογραµµιστεί η ανάγκη για την αποδοτικότητα στα µουσεία και άλλα αξιοθέατα κληρονοµιάς προκειµένου να εξασφαλιστεί η µακροπρόθεσµη βιώσιµη επιβίωσή και ανάπτηξη τους. Ο Roadhouse και Mokre (2004) και ο Hall (1999) επισηµαίνουν το γεγονός ότι η αποτυχία της κυβέρνησης να υιοθετήσει µια πολιτική που να βασίζεται σε πρότυπα αποδοτικότητας και µεγιστοποίηση απο τα έσοδα επενδύσεων έχουν οδηγήσει σε µια κατάσταση στην οποία οι κανόνες της υπευθυνότητας δεν έχουν αποτελούν τίποτα περισσότερο από ένα «σλόγκαν και µια καλυµµένη απειλή για τις πολιτιστικές πρωτοβουλίες» (Roadhouse και Mokre, 2004:193). Επιστρέφοντας πίσω στην ελληνική βιοµηχανία τουρισµού πολιτιστικής κληρονοµιάς, η απουσία αποτελεσµατικής συνεργασίας και η συνεργασία των δραστηριοτήτων µεταξύ της κεντρικής εξουσίας και των χαµηλότερων επιπέδων διοίκησης έχουν δηµιουργήσει συγκρουόµενους στόχους και προτεραιότητες µεταξύ των περιληφθέντων οργανισµών χάραξης πολιτικής. Κατά συνέπεια, η πολιτική τουρισµού πολιτιστικής κληρονοµιάς στην Ελλάδα είναι τεµαχισµένη και αποσπασµατική. Μια ισχυρή εξάρτηση των πόρων πολιτιστικής κληρονοµιάς στη δηµόσια χρηµατοδότηση έχει οδηγήσει σε µια έλλειψη υπευθυνότητας και την απουσία κινήτρων. Αυτό εµποδίζει οποιαδήποτε προσπάθεια για την αυτάρκεια στην παραγωγή του εισοδήµατος (απο εισητήρια και λοιπές δραστηριότητες) µε τον άµεσο αντίκτυπο στην επιδείνωση της ποιότητας της εµπειρίας που οι πολιτιστικοί και πόροι κληρονοµιάς στην Ελλάδα προσφέρουν στους επισκέπτες τους. Οι Foley και McPherson (2000) πρότειναν ότι για να υλοποιήσουν οι πόροι πολιτιστικής κληρονοµιάς τις πλήρεις δυνατότητές πρέπει να δοθεί περισσότερη προσοχή προς την ερµηνεία των εκθεµάτων σε αυτό το είδος των αξοιθέατων. «Αυτό θα προσθέσει στη

γενική εικόνα των βασικών δραστηριοτήτων ενός µουσείου και των προσδοκιών των τουριστών πού το επισκέπτονται» (Foley και McPherson, 2000:172). Ο der Borg και λοιποί. (1996) αναφερόµενοι σε σηµαντικούς προορισµούς πολιτιστικού τουρισµού, πρότειναν ότι η υιοθέτηση των διοικητικών πολιτικών τουριστικής ζήτησης που στοχεύουν στην διεύθυνση της ροής επισκεπτών έχει βοηθήσει τους προορισµούς και τα εκέι αξιοθέατα για να σχεδιάσουν και να εφαρµόσουν ένα βιώσιµο σχέδιο τουριστικής ανάπτυξης. Οι Maddison και Foster (2003) έχουν δείξει επίσης σηµασία το κόστος που επιφέρει στην ποίοτητα της τουριστικής εµπειρίας η συµφόριση των επισκεπτών και την ανάγκη για διοικητικές πολιτικές τουριστικής ζήτησης στο βρετανικό µουσείο. Το αρχαιολογικό µουσείο Ηρακλείου και το παλάτι της Κνωσσού δεν έχουν οποιοδήποτε κίνητρο για να βελτιώσουν την αποτελεσµατικότητα και συνεπώς την ποιότητα τους, δεδοµένου ότι οποιαδήποτε θετική έκβαση δεν θα αποδοθεί στο µουσείο ή το παλάτι. Η έλλειψη υπευθυνότητας έχει αφαιρέσει οποιαδήποτε κίνητρα και κίνητρο για τη βελτιώση της βιώσιµης απόδοσης των δύο αξιοθέατων. Ακόµη και στην περίπτωση όπου τα δύο αξιοθέατα κατορθώσουν να παραγάγουν ένα µέτριο χρηµατικό ποσό από τις εµπορικές συναλλαγές µε τους επισκέπτες, αυτό το ποσό δεν καταλήγει ως προϋπολογισµός των δύο αξιοθεάτων αλλά αντ' αυτού χρησιµοποιήται εν µέρει από το κράτος για να αντικαταστήσει µέρος απο τα δηµόσια έξοδα. Στην ουσία, το πρόβληµα φαίνεται να είναι η έλλειψη προσδοκιών. Οποιεσδήποτε βιώσιµες πρακτικές διαχείρισης είναι καλλιεργηµένες, πρέπει να καθοριστούν από τις δηµόσιες προσδοκίες. Εντούτοις, ούτε το µουσείο, ούτε το παλάτι δεν είναι πλήρως υπεύθυνα στο κοινό. Οι διευθυντικές εξελίξεις που πραγµατοποιληθηκαν στο µοθσείο του Λούβρου πρόσφατα, υπό µορφή µεγαλύτερης υπευθυνότητας τείνουν να συµβάλουν προς την παραγωγή ενός αυτοδύναµου διευθυντικού ήθους. Σύµφωνα µε τον Tobelem (1997), το µουσειο του Λούβρου κατόρθωσε να αντιµετωπίσει την έλλειψη κινήτρων που παρήχθησαν από την κρατική εξάρτηση µέσω της διοικητικής αποκέντρωσης της δηµόσιας χρηµατοδότησης και της απόκτησης µιας ηµιαυτόνοµης θέσης. Αδειοδοτόντας τις διοικητικές οµάδες των δύο αρχαιολογικών/πολιτιστικών πόρων µε περισσότερη ευελιξία θα αύξανε τη συνεργασία και την αποδοτικότητα και θα µείωνε

την επικάλυψη των υπηρεσιών. Οι πολιτικές πρωτοβουλίες που έχουν δοκιµαστεί αλλού, όπως η κοινή πολιτική πρόσβασης για την είσοδο σε µια οµάδα αξιοθέατων (όπως στην περίπτωση της Βενετίας), της καθιέρωσης µιας άµεσης σύνδεσης µεταφοράς επισκεπτών µεταξύ των δύο αξιοθέατων και την δυνατότητα σχεδιασµού βιώσιµων πρακτικών προώθησης και διαφηµίσεων που θα περιλαµβάνουν και τα δύο αξιοθέατα θα δηµιουργούσαν µια αίσθηση της συνοχής και της συµπληρωµατικότητας µεταξύ των τουριστών σχετικά µε το µουσείο και το παλάτι. Αυτές οι πολιτικές µπορούν έπειτα να επεκταθούν για να περιλάβουν και άλλα αξιοθέατα στο νησί. Ετσί δηµιουργείται µε αυτον τον τρόπο µια αληθινά βιώσιµη στρατηγική πολιτιστικού τουρισµού. Σύµφωνα µε τους Tufts και Milne (1999: 621), «η σηµασία της αυξανόµενης επισκεπσηµότητας έχει ενθαρρύνει τα µουσεία για να εισαχθεί σε επίσηµες και άτυπες συνεταιριστικές σχέσεις µεταξύ τους.» Τα Καναδική αξιοθέατα πολιτιστικής κληρονοµιάς έχουν διαπιστώσει ότι η ενθάρρυνση των άτυπων συµµαχιών µεταξύ τους βοήθησε να εξοικονοµήσουν χρηµατικούς πόρους στις καθηµερινές διαδικασίες όπως το µάρκετινγκ, οι πρακτικές δηµοσιότητας και η ανάληψη κοινών εκθέσεων. Η στενή συνεργασία µεταξύ των µουσείων και άλλων αξιοθεάτων πολιτιστικής κληρονοµιάς στον Καναδά έχει παραγάγει έναν τύπο σύµπραξης που αντιµετωπίζεται από τους υπευθύνους κληρονοµιάς ως αποτελεσµατικότερη δραστηριότητα δικτύωσης και για τα όργανα και για τους πιθανούς επισκέπτες. Προς το παρόν, ακόµα κι αν το µουσείο Ηρακλείου θεωρείται ως συµπληρωµατικό προς το παλάτι της Κνωσσού, δεδοµένου ότι η πλειοψηφία των εκθεµάτων στο µουσείο προέρχεται από το παλάτι, οι τουρίστες δεν διαπστώνουν αυτήν την συνοχή. Οι πολιτικές πρωτοβουλίες όπως οι ανωτέρω προτεινόµενοι θα ενίσχυαν την εκτίµηση και κατανόηση των τουριστών για τα δύο αξιοθέατα. Το συναίσθηµα «οτι εχουν επισκευθεί ενα αξιοθέατο» δεν είναι αρκετό για τους σηµερινούς τουρίστες, αυτό πού χρειάζονται είναι να έχουν µια προοπτική στην τουριστική τους εµπειρία. Συµπεράσµατα Η κατευθυντήρια δύναµη πίσω από αυτήν την µελέτη είναι το πρόσφατο δίληµµα πολιτικής αντιµετωπίζει η πλειοψηφία των αξιοθέατων πολιτιστικής κληρονοµιάς στην Ελλάδα σχετικά µε τη µακροπρόθεσµη βιώσιµη ανάπτυξή τους. Η ανωτέρω διαπίστωση

εµπεριεχεί την ανησυχία ότι η βαριά εξάρτηση τν πόρων πολιτιστικής κληρονοµιάς από τις κρατικές επιχορηγήσεις, διακινδυνεύει τη µακροπρόθεσµη βιωσιµότητα αυτών των πόρων. Το επιχείρηµα που αυτή η µελέτη έχει ερευνήσει είναι βασισµένο στο ερώτηµα εάν ένα µεταβαλλόµενο ύφος διακυβέρνησης αυτων των πόρων θα µπορούσε ή όχι να ενισχύσει την ικανότητα υποστήριξής τους. Το κείµενο υποστηρίζει ότι οι πόροι πολιτιστικής κληρονοµιάς στην Ελλάδα µπορεί να συµβάλει προς το ζήτηµα ενδυνάµωσης όπως υποστηρίζεται από την Ατζέντα 21. Το άρθρο υποστήριξε ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη για τις διοικητικές οµάδες των δύο πόρων πολιτιστικής κληρονοµιάς (µουσείο Ηρακλείου και αρχαιολογικός χώρος Κνοσσού) να συµπράξουν στη διαµόρφωση κοινών στρατηγικών µάρκετινγκ και προόθησης προκειµένου να υπερνικηθεί η συγκεντρωτική φύση της χάραξης πολιτικής τουρισµού. Εάν αυτές οι προσπάθειες είναι καρποφόρες θα υπάρξει περισσότερο αποκεντροτική (αντιπροσοπευτική λήψης αποφάσεων) και πιό αρµόδια διοίκηση (υπευθυνότητα στη λήψη αποφάσεων) των δύο αξιοθέατων. Οι απαντήσεις των εναγοµένων τείνουν να επιβεβαιώσουν τι έχει προταθεί στη µελέτη (Apostolakis and Jaffry 2005a, b). Οι τουρίστες στην Κρήτη έδειξαν ότι θα εκτιµούσαν οποιαδήποτε διευθυντική πρωτοβουλία που στοχεύει προς τη βελτίωση των ζητηµάτων ζήτησης στα δύο αξιοθέατα πολιτιστικού τουρισµού, ενώ συγχρόνως αντιµετωπίζονταν τα ζητήµατα τιµολόγησης (τιµή εισόδου) και την παροχή συµπληρωµατικών εγκαταστάσεων στις περιοχές. Αυτήν την περίοδο, τα µεµονωµένα µουσεία και άλλοι αρχαιολογικοί πόροι κληρονοµιάς στην Ελλάδα δεν έχουν τα µέσα να αξιολογήσουν την ποιότητα του προϊόντος τους. Κατά συνέπεια, δεν έχουν ένα κίνητρο για να εστιάσουν στις βιώσιµες µορφές διαχείρισης τουρισµού. Συνολικά, το άρθρο ωθεί τους αρχαιολογικούς πόρους και τα αξιοθέατα πολιτιστικής κληρονοµιάς στην Κρήτη να βελτιώσουν την ποιότητα των προσφερώµενων υπηρεσιών τους. Οι διευθυντές στους πόρους πολιτιστικής κληρονοµιάς πρέπει να ασκήσουν µια ενεργητική πολιτική δυναµική σχετικά µε την ενίσχυση της δηµόσιας αξίας (χρησιµότητα), η οποία γενικά συνεπάγεται µια συνεχής επαναξιολόγηση και µια αξιολόγηση σχετικά µε το τι θέλει ο καταναλωτής».

References Andriotis, K. (2001) Tourism Planning and Development in Crete: Recent Tourism Policies and Their Efficacy. Journal of Sustainable Tourism 9(4): 298-316. Apostolakis A. and S. Jaffry, (2005a), A Choice Modelling Application for Greek Heritage Attractions, Journal of Travel Research, vol. 43, pp. 309-318. Apostolakis A. and S. Jaffry, (2005b), Consumer Preferences for Greek Heritage Attractions, Annals of Tourism Research, vol. 32 (4), pp.985-1005 Augustyn M. A., (1998), The Road to Quality Management in Tourism. International Journal of Contemporary Hospitality Management 10 (4): 145-158 der Berghe P. and J. Flores, (2000), Tourism and Nativistic Ideology in Cuzco, Peru. Annals of Tourism Research, vol. 27: 7-26. Bowles S. and H. Gintis, (2002), Social Capital and Community Governance. The Economic Journal, 112 (November): F419-F436. der Borg J., P. Costa and Guisseppe G., (1996), Tourism in European Heritage Sites. Annals of Tourism Research 23 (2): 306-321 Briassoulis H., (1993), Tourism in Greece. In: Pompl W., Tourism in Europe. CAB International, pp: 285-301 Buckley, P.J. and Papadopoulos, S. I., (1986) Marketing Greek Tourism The Planning Process. Tourism Management 7:86-100. Buhalis D., (2001), Tourism in Greece: Strategic Analysis and Challenges. Current Issues in Tourism 4 (5): 440-480 Drost A., (1996), Developing Sustainable Tourism for World Heritage Sites. Annals of Tourism Research 23 (2): 479-492 Enticott G., (2001), Calculating Nature: The Case of Badgers, Bovine Tuberculosis and Cattle. Journal of Rural Studies 17: 149-164 Foley, M., and McPherson, G. (2000) Museums as Leisure. International Journal of Heritage Studies 6:161-174 Hall M., (1999), Rethinking Collaboration and Partnership: A Public Policy Perspective. Journal of Sustainable Tourism 7 (3-4): 274-286 Hall M., (2000), Integrated Heritage Management: Dealing With Principles, Conflict, Trust and Reconciling Stakeholder Differences. Paper included at the proceedings of the

Heritage Economics Challenges for Heritage Conservation and Sustainable Development in the 21st Century Conference, held by the Australian National University, Canberra, 4th Jully, 2000 Harding A., (1990), Public-Private Partnerships in Urban Regeneration. In: Campbell M., (Ed.), Local Economic Policy. pp: 108-127, Cassell: London. Higgins V., and Lockie S., (2002), Re-discovering the Social: Neo-Liberalism and Hybrid Practices of Governing in Rural Natural Resource Management. Journal of Rural Studies 18: 419-428 Irish Tourist Board (1988) Inventory of Cultural Tourism Resources in the Member States and Assessment of Methods Used to Promote Them. Brussels: Commission of the European Communities. Kalogeropoulou, H. (1996). Cultural Tourism in Greece. in: Richards G. (Ed.), Cultural Tourism in Europe, pp.183-195. Wallingford: CAB International. Karpodini-Dimitriadi E. (1999) Developing Cultural Tourism in Greece. in M. Robinson and P. Boniface (eds.), Tourism and Cultural Conflicts, pp.113-127. Oxford: CAB International. Kufidou S., E. Petridou and Michail D., (1997), Upgrading Managerial Work in the Greek Civil Service. International Journal of Public Sector Management 10 (4): 244-253 Leontidou L., (1998), Greece: Hesitant Policy and Uneven Tourism Development in the 1990s. In: Williams A., and Shaw G., Tourism and Economic Development; European Experience. (3rd Edition), pp. 101-124, John Wiley: Chichester Maddison D. and Foster T., (2003), Valuing Costs in the British Museum. Oxford Economic Papers 55: 173-190 Massey C., and Lewis K., (2003), Exhibiting Enterprise: How New Zealand Museums Generate Revenue. International Journal of Heritage Studies 9 (4): 325-339 McKinnon D. (2002), Rural Governance and Local Involvement: Assessing State Community Relations in the Scottish Highlands. Journal of Rural Studies 18: 307-324 Mody J., (2004), Achieving Accountability Through Decentralization: Lessons for Integrated River Basin Management. World Bank Policy Research Paper 3346. Moussios G., (1999), Greece Country Report. Travel and Tourism Intelligence 2: 25-49 Papadopoulos, S.I. (1989) Greek Marketing Strategies in the European Tourism Market. The Service Industries Journal 9: 297-314.

Pridham G., (1999), Towards Sustainable Tourism in the Mediterranean? Policy and Practice in Italy, Spain and Greece. Environmental Politics 8 (2): 97-116 Reid D., Mair H., and W. George, (2004), Community Tourism Planning, A Self- Assessment Investment. Annals of Tourism Research, 31 (3): 623-639 Region of Crete, (1995), Plan of Regional Tourism Policy for Crete. (In Greek). Unpublished report Heraklion Region of Crete, (1998), Regional Strategy 2000-2006. (In Greek). Unpublished report, Heraklion Roadhouse S., and Mokre M., (2004), The MuseumQuartier, Vienna: An Austrian Cultural Experiment. International Journal of Heritage Studies 10 (2): 193-207 Shapira P. K., (1999), Innovative Partnerships for Effective Governance of Sustainable Urban Tourism. Framework Approach. European Union 5th Framework Programme Silberberg, T. (1995). Cultural Tourism and Business Opportunities for Museums and Heritage Sites. Tourism Management 16: 361-365. Simpson K. (2001), Strategic Planning and Community Involvement as Contributors to Sustainable Tourism Development Current issues in Tourism, vol. 4 (1) Sirvi M., (1997), Tourism and Development Policies for Traditional Settlements; The Case of Thasos and Dimitsana. In Fsadni C., and Selwyn T., (Eds.), Sustainable Tourism in Mediterranean Islands and Small Cities. pp: 46-59, Med-Campus: Malta Spanou K., (1998), European Integration in Administrative Terms: A Framework for Analysis and the Greek Case. Journal of European Public Policy 5 (3): 467-484 Stoker G. (1998), Governance as Theory: Five Propositions. International Social Science Journal 155: 15-28 Thorsby C., and G. Withers, (1983), Measuring the Demand for the Arts as a Public Good: Theory and Empirical Results, In: Hendon W., and J. Shanahan (Eds.), Economics of Cultural Decisions. Theory and Empirical Results, pp. 177-191, Abt Books: Cambridge MA Tobelem J.M., (1997), The Marketing Approach to Museums. Museum Management and Curatorship 16 (4): 337-354 Tufts S. and S. Milne, (1999), Museums; A Supply-Side Perspective. Annals of Tourism Research 26 (3): 613-631