ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Α' 1868-1923 Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος Α, πρωτότοκος γιός του Βασιλέως Γεωργίου Α και της Βασίλισσας Όλγας, γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου του 1868 και έλαβε το όνομα του πατέρα της μητέρας του, του Μεγάλου Δούκα Κωνσταντίνου της Ρωσίας. Ήταν ένα όνομα με μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση για τους Έλληνες και ιδιαίτερα για όσους πατριώτες είχαν ενστερνιστεί τη Μεγάλη Ιδέα ενός ενωμένου Ελληνικού έθνους με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Από το 1884 ως το 1887, ο Κωνσταντίνος, στον οποίο ο πατέρας του είχε δώσει τον τίτλο του Δούκα της Σπάρτης, σπούδασε στη Χαϊδελβέργη της Γερμανίας. Την 22η επέτειο των γάμων των γονέων του, στις 27 Οκτωβρίου του 1889, ο Κωνσταντίνος παντρεύτηκε τη Σοφία της Πρωσίας. Ο πρωτότοκος γιος τους, ο μέλλων Βασιλεύς Γεώργιος Β, γεννήθηκε στην οικογενειακή οικία του Τατοΐου, κοντά στην Αθήνα, στις 19 Ιουλίου του 1890 και μεταξύ των νονών του ήταν και η Βασίλισσα Βικτώρια της Μεγάλης Βρετανίας. Ο δευτερότοκος γιός τους, ο μέλλων Βασιλεύς Αλέξανδρος Α, γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1893, ενώ ο τρίτος γιός τους, ο μετέπειτα Βασιλεύς Παύλος Α, γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1901. Η Πριγκίπισσα Ελένη, η οποία παντρεύτηκε το Βασιλέα Κάρολο Β της Ρουμανίας, γεννήθηκε το Μάιο του 1896. Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τη Γερμανική στρατιωτική εκπαίδευση. Ο Ελληνικός στρατός είχε διχαστεί σε οπαδούς και αντιπάλους του Κωνσταντίνου και μετά την κατάληψη της εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη από τους Νεότουρκους το 1908 αντιφρονούντες Έλληνες αξιωματικοί ανέτρεψαν την κυβέρνηση των Αθηνών. Εγκαθίδρυσαν το Στρατιωτικό Σύνδεσμο, και κεντρικό στοιχείο της κριτικής τους αποτέλεσε αυτό που εξέλαβαν ως μεροληπτική μεταχείριση στις προαγωγές του Διαδόχου και των αδελφών του. Για να μην αναγκαστεί ο πατέρας τους, ο Βασιλεύς Γεώργιος Α, να τους αποπέμψει από το στράτευμα, οι πρίγκιπες παραιτήθηκαν. Όταν ο Βενιζέλος σχημάτισε την κυβέρνηση του μετά την κατάρρευση του Στρατιωτικού Συνδέσμου, εξέφρασε μεγάλο θαυμασμό για το Διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος διορίστηκε Γενικός Επιθεωρητής του Ελληνικού στρατού. Το 1912 τα Χριστιανικά Βαλκανικά κράτη κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (Βαλκανικοί πόλεμοι). Με ηγέτη τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο ο Ελληνικός Στρατός νίκησε τους Τούρκους στις μάχες του Σαρανταπόρου και των Γιαννιτσών 1η Νοεμβρίου του 1912, και απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη.
Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, ο Κωνσταντίνος μετέβη στο μέτωπο της Ηπείρου, όπου έφερε εις επιτυχές πέρας την πολιορκία του Μπιζανίου, καταλαμβάνοντας τα Ιωάννινα και απελευθερώνοντας την Ήπειρο. Ο Κωνσταντίνος ανήλθε στο θρόνο μετά το τραγικό γεγονός της δολοφονίας του Γεωργίου Α από τον Αλέξανδρο Σχινά, την 18η Μαρτίου του 1913 στη Θεσσαλονίκη. Κατά τον Β' Βαλκανικό Πόλεμο υπήρξε πάλι αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού, οδηγώντας τον σε νέες νίκες κατά των Βουλγάρων, οι οποίες όμως κόστισαν πολύ σε ζωές. Η νικηφόρος ηγεσία του τον έκανε εξαιρετικά δημοφιλή στον λαό, ο οποίος ήδη τον ονόμαζε «Κωνσταντίνο ΙΒ'», και περίμενε από αυτόν και τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο την πραγματοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας». Σχεδόν ενάμιση χρόνο αργότερα, η Ευρωπαϊκή ήπειρος βυθίστηκε στη δίνη του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν ξέσπασε ο Πόλεμος τον Αύγουστο του 1914, η Ελλάδα βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Είχε συνάψει συμφωνία με την Σερβία, που την υποχρέωνε σε παροχή βοήθειας σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης, αλλά ενώ η Σερβία αντιστεκόταν επιτυχώς στην επίθεση της Αυστρο-Ουγγαρίας, η Βουλγαρία παρέμενε ουδέτερη, τηρώντας στάση αναμονής. Ταυτόχρονα εμφανίστηκε ρήγμα στις προσωπικές πεποιθήσεις των δύο ανώτατων πολιτειακών αρχόντων της χώρας: ο Κάιζερ απηύθηνε έκκληση στον Κωνσταντίνο να πάρει το πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας «σε μια ενωμένη σταυροφορία κατά της σλαβικής επικράτησης στα Βαλκάνια». Ο Κωνσταντίνος ήδη θεωρείτο ευρέως ως γερμανόφιλος. Είχε σπουδάσει στη Γερμανία, είχε σαφώς επηρεαστεί από τη γερμανική κουλτούρα, ενώ είχε παντρευτεί την αδελφή του Κάιζερ, ο οποίος του είχε απονείμει και τον βαθμό του στρατάρχη του γερμανικού στρατού. Το φθινόπωρο του 1913, λίγο μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο Κωνσταντίνος είχε παρακολουθήσει ασκήσεις του Γερμανικού στρατού μαζί με τον Κάιζερ και είχε προσπαθήσει να διαπραγματευτεί τη λήψη δανείου από τη Γερμανία. Επίσης, ο Κωνσταντίνος είχε επηρεαστεί από το γεγονός ότι ο Κάιζερ είχε βοηθήσει την Ελλάδα να διατηρήσει τα απελευθερωμένα κατά τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους εδάφη, και ιδιαίτερα την Καβάλα. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ο Κάιζερ ζήτησε από τον Κωνσταντίνο να πάρει το πλευρό της Γερμανίας και της Αυστρίας "σε μια ενωμένη σταυροφορία κατά της Σλαβικής επικράτησης στα Βαλκάνια." Η Ελλάδα όμως παρέμεινε ουδέτερη. Όταν, ωστόσο, κατέστη φανερό πως η Τουρκία θα συμμαχούσε με τη Γερμανία, πολλοί Έλληνες θέλησαν να βοηθήσουν τις δυνάμεις της Αντάντ (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία). Οι προσωπικές προτιμήσεις του Κωνσταντίνου μπορεί να ήταν υπέρ της Γερμανίας, δεν παρέβλεπε όμως ότι η Ελλάδα ήταν
ευπρόσβλητη στον αγγλογαλλικό στόλο, ούτε μπορούσε να αποδεχτεί την σύμπραξη με την Τουρκία, ενώ και τα ανταλλάγματα που μπορούσε να προσφέρει η Γερμανία ήταν περιορισμένα. Έτσι ευνοούσε την ουδετερότητα. Ταυτόχρονα όμως, ο αγγλόφιλος Βενιζέλος διαπραγματευόταν την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ, η οποία πρόσφερε την Κύπρο και άλλα ανταλλάγματα. Ιδιαίτερα μετά την είσοδο της Τουρκίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, η πίεση για την έξοδο της Ελλάδος στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ αυξήθηκε. Ο Κωνσταντίνος έφτασε κοντά στο να εγκρίνει την εισήγηση του Βενιζέλου για ελληνική συμμετοχή στην Εκστρατεία των Δαρδανελλίων (Φεβρουάριος-Μάρτιος του 1915), που αποτελούσε αίτημα των Βρετταννών, αλλά ο εκτελών χρέη αρχηγού του γενικού επιτελείου Συνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς, τον προειδοποίησε να μην μπει στον πόλεμο, μεταπείθοντάς τον. Αντιδρώντας σε αυτή την παρέμβαση του θεωρούμενου ως γερμανόφιλου «επιτελικού περιβάλλοντος», ο Βενιζέλος παραιτήθηκε, επισημοποιώντας έτσι την ρήξη των δύο ανδρών. Η αντιβενιζελική παράταξη συσπειρώθηκε πια γύρω από τον - εξαιρετικά λαοφιλή βασιλιά συνεπικουρούντος και του ότι πριν γίνει δυνατό να διεξαχθούν εκλογές, τον Ιούνιο του 1915, η υγεία του Κωνσταντίνου κλονίστηκε σοβαρά από πνευμονία και πλευρίτιδα και πίστευαν ότι θα πέθαινε. Εξομολογήθηκε μάλιστα σε ιερέα μπροστά στην ιερή εικόνα της Παναγίας της Ευαγγελίστριας της Τήνου την οποία μετέφεραν από το νησί για την ίασή του. 'Ως εκ θαύματος ανέρρωσε, και η σύζυγός του, η Βασίλισσα Σοφία, προσέφερε ένα μεγάλο ζαφείρι σαν τάμα στην εικόνα. Ο Βενιζέλος κέρδισε τις εκλογές του Ιουνίου και το Σεπτέμβριο, καθώς πλήθαιναν οι φόβοι Βουλγαρικής επίθεσης στη Θεσσαλονίκη, κάλεσε - χωρίς τη συναίνεση του Βασιλέως Κωνσταντίνου - τους Βρετανούς και Γάλλους να στείλουν στρατεύματα στην πόλη. Ο Βασιλεύς τελικά δέχτηκε να επιστρατεύσει 18.000 εφέδρους, ως προφύλαξη για το ενδεχόμενο Βουλγαρικής επίθεσης. Η γενική διοίκηση των γαλλοβρετανικών δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη ανατέθηκε στο Γάλλο Στρατηγό Σαράι (Sarail) που ήταν ένθερμος αντιμοναρχικός. Οι τρόποι του δεν άρεσαν στο Βασιλέα Κωνσταντίνο. "Δεν δέχομαι να μου συμπεριφέρονται ως να ήμουν ιθαγενής φύλαρχος," έλεγε. Ο Σαράι προσεταιρίστηκε μέρος της εξουσίας του Βασιλέως, και παρά τη δηλωμένη ουδετερότητα της Ελλάδας ενθάρρυνε τη στρατολόγηση ενός Ελληνικού εθνικού στρατού" για να πολεμήσει τους Βούλγαρους, οι οποίοι είχαν καταλάβει την ανατολική Μακεδονία. Ενώ επικρατούσε γενική ένταση, εμπρηστές χτύπησαν το κτήμα του Βασιλέως στο Τατόι, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές και το θάνατο 18 ανθρώπων. Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος με τη Βασίλισσα Σοφία και την
οικογένειά τους κατάφεραν να ξεφύγουν ακολουθώντας ασφαλή μονοπάτια μέσα από το δάσος. Την 1η Δεκεμβρίου του 1916, ένα ξέσπασμα βίας από Γάλλους ναύτες και Βρετανούς πεζοναύτες (που οδήγησε στο βομβαρδισμό των Ανακτόρων στην Αθήνα) επέφερε την οριστική ρήξη ανάμεσα στο Βασιλέα Κωνσταντίνο και τις δυνάμεις της Αντάντ, οι οποίες επέβαλαν ναυτικό αποκλεισμό στην Ελλάδα. Οι Γάλλοι, συνεπικουρούμενοι από το νέο Βρετανό Πρωθυπουργό Λόυντ Τζώρτζ, απαίτησαν από τον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει το θρόνο του προκειμένου να άρουν τον αποκλεισμό. Ο πρωτότοκος γιός του Κωνσταντίνου, ο Διάδοχος Γεώργιος, θεωρήθηκε ακατάλληλος για τη διαδοχή καθώς είχε υπηρετήσει στο γερμανικό στρατό. Έτσι ο Κωνσταντίνος έδωσε τη θέση του στο δευτερότοκο γιό του Αλέξανδρο, χωρίς να παραιτηθεί επισήμως. Οι περισσότερες εξουσίες παραδόθηκαν στο Βενιζέλο. Τον Ιούλιο του 1917, η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία, την Αυστρο- Ουγγαρία, την Τουρκία και τη Βουλγαρία. Τα Ελληνικά στρατεύματα πολέμησαν θαρραλέα πλάι στους Βρετανούς στη Λίμνη Δοϊράνη στη Μακεδονία, και συνέβαλαν στην τελική επικράτηση της Αντάντ. Στηριζόμενος στην είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, ο Βενιζέλος προέβαλε τις Ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις - που περιλάμβαναν και τη Σμύρνη - στη Διάσκεψη των Παρισίων που έλαβε χώρα στις Βερσαλλίες. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία συνεχίστηκαν και μετά το τέλος του "Μεγάλου Πολέμου". Τον Οκτώβριο του 1920, ο Βενιζέλος ζήτησε τη Βρετανική υποστήριξη για μια Ελληνική προέλαση προς την Άγκυρα, όπου είχε τη βάση του το Τουρκικό αντιστασιακό κίνημα υπό το Στρατηγό Μουσταφά Κεμάλ. Και ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη διεθνείς πολιτικοί ελιγμοί, ο Βασιλεύς Αλέξανδρος της Ελλάδας έπαθε ένα εντελώς αναπάντεχο ατύχημα στο βασιλικό κτήμα του Τατοΐου. Καθώς προσπαθούσε να τραβήξει το σκύλο του που καυγάδιζε με δύο μαϊμούδες, τον δάγκωσε μια μαϊμού στο πόδι. Η πληγή μολύνθηκε, επήλθε σήψη και ο Βασιλεύς Αλέξανδρος πέθανε ύστερα από ένα μήνα στο 27ο έτος της ηλικίας του. Η σύζυγός του, η Πριγκίπισσα Ασπασία (την οποία είχε παντρευτεί το Νοέμβριο του 1919) ήταν τότε τριών μηνών έγκυος. Ο Βενιζέλος ηττήθηκε στις Γενικές Εκλογές της 14 Νοεμβρίου 1920, και εγκατέλειψε τη χώρα. Με δημοψήφισμα στις 5 Δεκεμβρίου του 1920, ο Ελληνικός λαός επέλεξε με 1.010.783 ψήφους έναντι 10.883 την επάνοδο του Κωνσταντίνου Α, ο οποίος επέστρεψε θριαμβευτικά δύο εβδομάδες αργότερα. Οι μοναδικοί σύμμαχοι της Ελλάδας, οι Άγγλοι, διαφωνώντας στην επιστροφή του Κωνσταντίνου, έπαψαν να την υποστηρίζουν τόσο στρατιωτικά όσο και διπλωματικά.
Ο Κωνσταντίνος αποφάσισε τη συνέχιση του πολέμου με την Τουρκία, παρά τις αντιρρήσεις του Ιωάννη Μεταξά και παρά το γεγονός ότι κυρίαρχο εκλογικό σύνθημα της φιλοβασιλικής παρατάξεως ήταν το «οίκαδε», η επιστροφή δηλαδή των στρατιωτών από το μέτωπο. Το Μάιο του 1921, ο βασιλιάς αναχώρησε για να αναλάβει την ονομαστική αρχιστρατηγία του στρατού στη Μικρά Ασία. Τον ακολουθούσε ο αδελφός του Πρίγκιπας Ανδρέας (πατέρας του Δούκα του Εδιμβούργου) με τον πρωτότοκο γιο του Πρίγκιπα Νικόλαο. Τον Αύγουστο του 1922 ο Ελληνικός στρατός ηττήθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι στις 9 Σεπτεμβρίου του 1922 μπήκαν στη Σμύρνη και τη λεηλάτησαν με μεγάλη βαρβαρότητα. Τη μερική εκκένωση της Σμύρνης - με τη βοήθεια Βρετανικών και Γαλλικών πολεμικών πλοίων - παρακολούθησε ως νεαρός αξιωματικός του ναυτικού πάνω στο καταδρομικό "Έλλη" ο Πρίγκιπας, και μετέπειτα Βασιλεύς, Παύλος. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, ομάδα Ελλήνων συνταγματαρχών με επικεφαλής τους συνταγματάρχες Πλαστήρα και Γονατά, απαίτησε την παραίτηση του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Η κατάσταση της υγείας του Κωνσταντίνου ήταν κακή και, αφού συμβουλεύτηκε τον παλιό του φίλο Συνταγματάρχη Μεταξά, παραιτήθηκε για να αποτρέψει τον κίνδυνο εμφυλίου πολέμου. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1922, ο θρόνος πέρασε στο Διάδοχο Γεώργιο, ο οποίος ονομάστηκε Γεώργιος Β'. Τέσσερις μήνες αργότερα, στις 11 Ιανουαρίου του 1923, ο Κωνσταντίνος Α πέθανε σε ένα ξενοδοχείο στο Παλέρμο της Σικελίας. Ενταφιάστηκε στην κρύπτη της ρωσικής εκκλησίας της Φλωρεντίας, στην Ιταλία. Με την αποκατάσταση της μοναρχίας, το 1936, τέθηκε το θέμα της επιστροφής της σορού του στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση απέστειλε το θωρηκτό «Αβέρωφ» στο Πρίντεζι για να παραλάβει τα οστά του Κωνσταντίνου, της μητέρας του, βασίλισσας Όλγας, και της συζύγου του Σοφίας, οι οποίες είχαν πεθάνει επίσης στην εξορία. Το πλοίο κατέπλευσε στον Πειραιά στις 17 Νοεμβρίου 1936, από όπου με επίσημη πομπή οι σοροί μεταφέρθηκαν στη Μητρόπολη Αθηνών για λαϊκό προσκύνημα έξι ημερών. Ακολούθως, ενταφιάστηκαν στο βασιλικό νεκροταφείο, στο Τατόι.