710 ΧρΙΔ ΙΑ/2011 Μιχαήλ-Θεόδωρος Μαρίνος/Θεόδωρος Κατσάς Ι ΙΩΤΙΚΕΣ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ Καταστατικές διαμορφώσεις του δικαιώματος των μετόχων προς απόληψη του μερίσματος ΜΙΧΑΗΛ-ΘΕΟ ΩΡΟΥ ΜΑΡΙΝΟΥ/ΘΕΟ ΩΡΟΥ Γ. ΚΑΤΣΑ Καθηγητή Νομικής Σχολής.Π.Θ. ικηγόρου / Λέκτορα Νομικής Σχολής.Π.Θ. ικηγόρου Το αφηρημένο μετοχικό δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη, ως συνδεόμενο με την μετοχική ιδιότητα, γεννάται μαζί με εκείνη και την παρακολουθεί μέχρι τούτη να παύσει να υφίσταται. Το εν θέματι δικαίωμα έχει αναγκαστικό χαρακτήρα, μετασχηματίζεται δε σε συγκεκριμένη ενοχική αξίωση καταβολής ορισμένου ποσού επί των καθαρών κερδών (μερίσματος) από της εγκρίσεως από την τακτική Γενική Συνέλευση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων και της αποφάσεως διανομής των εταιρικών κερδών. Από το χρονικό αυτό σημείο γεννάται η προρρηθείσα σχετική αξίωση του μετόχου έναντι του νομικού προσώπου της εταιρείας και εκείνος καθίσταται δανειστής της τελευταίας. Η αξίωση στο μέρισμα, ως ενοχικής φύσεως και συνακολούθως ως διεπόμενη από την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, είναι δυνατόν να θιγεί με τη συναίνεση του δικαιούχου ως προς το περιεχόμενο, το χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο εκπληρώσεώς της από την εταιρεία. Ι. Ιστορικό 1. Κατά της εδρευούσης στην Αθήνα ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Α.» (εφ εξής η «Εταιρεία») υποβλήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αίτηση διαταγής πληρωμής της εδρεύουσας στη Γερμανία ανώνυμης εταιρείας και μετόχου «Β...» (εφ εξής: η «Μέτοχος») με αίτημα την καταβολή προς την τελευταία του εγκεκριμένου από την από 30.3.2 τακτική Γενική Συνέλευση των μετόχων της «Α» πρώτου και πρόσθετου μερίσματος. Από την Εταιρεία τέθηκε υπ όψιν μας το ισχύον καταστατικό της και μας υποβλήθηκε το ερώτημα, εάν έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη η απαίτηση της Μετόχου για την καταβολή του μερίσματος, δεδομένης (α) της προβλέψεως στο άρθρο 9 του καταστατικού της Εταιρείας χρόνου καταβολής του μερίσματος μακρότερου του οριζομένου στο άρθρο 44α παρ. 2 εδαφ. 2 του κ.ν. 2190/1920 και (β) του γεγονότος ότι παρά τη σχετική πρόβλεψη στο άρθρο 11 του καταστατικού, η Μέτοχος δεν έχει ακόμη προβεί στο διορισμό αντικλήτου. Η γνώμη μας επί του ως άνω ερωτήματος είναι η ακόλουθη: ΙΙ. Απάντηση Α. Η διάκριση μεταξύ του μετοχικού δικαιώματος συμμετοχής επί των καθαρών κερδών της Εταιρείας και της ενοχική αξιώσεως προς καταβολή συγκεκριμένου ποσοστού (μερίσματος) επί αυτών 1. Στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 45 κ.ν. 2190/1920, το οποίο ρυθμίζει τη διαδικασία διανομής των εμφαινομένων στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις καθαρών κερδών της εταιρείας, γίνεται διάκριση μεταξύ του μετοχικού δικαιώματος συμμετοχής επί των καθαρών κερδών της εταιρείας και της ενοχικής αξιώσεως προς καταβολή του διανεμητέου ποσοστού επί αυτών (μέρισμα) 1. 2. Σύμφωνα με την ανωτέρω διάκριση, το δικαίωμα συμ- 1. Ενδεικτικώς ΑΠ 869/1983 ΕΕμπ 1984, 613 = ΕΕΝ 1984, 343. ΕφΘεσ 2579/1992 ΕΕμπ 1993, 229 = Αρμ 1992, 922. ΜΠρΑθ 5266/1998 ΕΕμπ 1999, 749. ΜΠρΠειρ 746/1996 ΕΕ 1997, 286 (παρατ. Μιχαλόπουλου). Σωτηρόπουλος, εις ικαε 2010, τ. ΙΙ, άρθρο 45, πλαγιαρ. 6 επ.. Παμπούκης Κ., ίκαιο Εμπορικών Εταιρειών, τ. Αã (1975), σ. 186. Παπαϊωάννου-Στιλτς, Αρμ 1985, 516 επ.. Πασσιάς, Το δίκαιον της ανωνύμου εταιρείας τ. Β/2 (1969), σ. 931 επ.. Ρόκας Ν., Εμπορικές Εταιρίες 6 (2008), σ. 362 επ.. Αναστασιάδης/Ρόκας, Ελληνικόν Εμπορικόν ίκαιον, τ. Ι/2, 5 η έκδοση (1949), σ. 448. Αντωνόπουλος, ίκαιο Α.Ε. & Ε.Π.Ε. 3, 22 πλαγιαρ. 16, 19. Αλεξανδρίδου, ίκαιο Εμπορικών Εταιριών Κεφαλαιουχικές Εταιρίες 3 (2009), σ. 186. μετοχής στα κέρδη συνιστά αφηρημένο, περιουσιακό δικαίωμα κάθε μετόχου, το οποίο ερείδεται στη μετοχική σχέση που συνδέει τον ίδιο με την εταιρεία 2. Περιεχόμενο του εν θέματι δικαιώματος είναι η αφηρημένη συμμετοχή του δικαιούχου στα εμφαινόμενα στους εταιρικούς λογαριασμούς καθαρά κέρδη της εταιρείας. Το δικαίωμα χαρακτηρίζεται ως αφηρημένο, υπό την έννοια ότι το περιεχόμενό του δεν αφορά στην καταβολή συγκεκριμένου ποσού επί των καθαρών κερδών της συγκεκριμένης εταιρικής χρήσεως παρά συνιστά δικαιολογητικό (νόμιμο) λόγο για την από της εγκρίσεως των ετήσιων εταιρικών λογαριασμών γένεση συγκεκριμένης ενοχικής αξιώσεως του μετόχου έναντι της εταιρείας προς καταβολή συγκεκριμένου ποσοστού επί των καθαρών κερδών 3. Μόνη η ύπαρξη της μετοχικής ιδιότητας δεν προσδίδει στο μέτοχο την ιδιότητα του δανειστή της εταιρείας ούτε καν υπό αίρεση. Και τούτο, διότι η ύπαρξη απαιτήσεως υπό αίρεση προϋποθέτει την ύπαρξη γεγενημένης και πλήρους δικαιοπραξίας ή εν γένει έννομης σχέσεως, της οποίας τα αποτελέσματα δεν είναι οριστικά, αλλά η επέλευσή τους εξαρτάται από μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός 4. Τέτοιους είδους δικαιοπραξία δεν υφίσταται πριν από τη λήψη αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως με αντικείμενο την έγκριση των οικονομικών καταστάσεων και τη διανομή ποσοστού επί των καθαρών κερδών ως μέρισμα. 3. Το αφηρημένο μετοχικό δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη, ως συνδεόμενο με την μετοχική ιδιότητα, γεννάται μαζί με εκείνη και την παρακολουθεί μέχρι τούτη να παύσει να υφίσταται 5. Ως εκ τούτου το δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη, 2. Απολύτως κρατούσα άποψη, βλ. ενδεικτικώς Σωτηρόπουλο, εις ικαε 2010, τ. ΙΙ, άρθρο 45, πλαγιαρ. 2. τον ίδιο, εις ικαε, τόμος έκτος, βã έκδοση (2000), άρθρο 45, πλαγιαρ. 2. Ρόκα Ν., Εμπορικές Εταιρίες 6, σ. 362. Αντωνόπουλο, ίκαιο Α.Ε. & Ε.Π.Ε. 3, 22 πλαγιαρ. 16. Παπαϊωάννου-Στιλτς, Αρμ 1985, 516. Πασσιά, Το δίκαιον της ανωνύμου εταιρείας τ. Β/2 (1969), σ. 920. Αλεξανδρίδου, ίκαιο Εμπορικών Εταιριών Κεφαλαιουχικές Εταιρίες 3 (2009), σ. 186. 3. Ενδεικτικώς Σωτηρόπουλος, εις ικαε 2010, τ. ΙΙ, άρθρο 45, πλαγιαρ. 3. ο ίδιος, εις ικαε, τόμος έκτος, βã έκδοση (2000), άρθρο 45, πλαγιαρ. 3. Ρόκας Ν., Εμπορικές Εταιρίες 6, σ. 362. Αντωνόπουλος, ίκαιο Α.Ε. & Ε.Π.Ε. 3, 22 πλαγιαρ. 16. Παπαϊωάννου- Στιλτς, Αρμ 1985, 516. Αλεξανδρίδου, ίκαιο Εμπορικών Εταιριών Κεφαλαιουχικές Εταιρίες 3 (2009), σ. 186. 4. ΑΠ 885/1994 Ελλ νη 1996, 607. ΑΠ 1285/1980 ΕΕμπ 1981, 394. ΕφΘεσ 769/1975 Αρμ 1976, 68 επ.. Εφ ωδ 107/1999 ΕπισκΕ 2000, 721. Σωτηρόπουλος, εις ικαε, τόμος έκτος, βã έκδοση, άρθρο 45, πλαγιαρ. 3. 5. Βλ. ενδεικτικώς Σωτηρόπουλο εις ικαε 2010, τ. ΙΙ, άρθρο 45, πλαγιαρ. 4. τον ίδιο, εις ικαε, τόμος έκτος, βã έκδοση (2000),
Καταστατικές διαμορφώσεις του δικαιώματος των μετόχων προς απόληψη του μερίσματος ΧρΙΔ ΙΑ/2011 711 ως αμέσως εξαρτώμενο από τη μετοχική ιδιότητα, δεν είναι ελευθέρως μεταβιβαστό παρά μόνο μέσω της μεταβιβάσεως της μετοχικής ιδιότητας, η οποία το ενσωματώνει 6. Επί πλέον το εν θέματι δικαίωμα έχει αναγκαστικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι δεν δύναται να θιγεί με διατάξεις του καταστατικού ή με απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως των μετόχων, ακόμη και αν η τελευταία ληφθεί με καταστατική πλειοψηφία 7. Τυχόν κατάργηση του συγκεκριμένου δικαιώματος ως προς ορισμένους μετόχους θα ερχόταν σε αντίθεση με την αναγκαστικού δικαίου αρχή των ίσων μετοχικών δικαιωμάτων (άρθρο 30 κ. ν. 2190/1920), ενώ η κατάργησή του ως προς όλους τους μετόχους δεν συμβαδίζει με τον κερδοσκοπικό σκοπό που, κατά κανόνα, επιδιώκουν οι ανώνυμες εταιρείες 8. 4. Το προρρηθέν αφηρημένο μετοχικό δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη μετασχηματίζεται σε (συγκεκριμένη) ενοχική αξίωση καταβολής ορισμένου ποσού επί των καθαρών κερδών (μέρισμα) από της εγκρίσεως από την τακτική Γενική Συνέλευση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων και της αποφάσεως διανομής των εταιρικών κερδών 9. Από το χρονικό αυτό σημείο γεννάται η προρρηθείσα σχετική αξίωση του μετόχου έναντι του νομικού προσώπου της εταιρείας και εκείνος καθίσταται δανειστής της τελευταίας. Το περιεχόμενο της απαιτήσεως συνίσταται στη λήψη συγκεκριμένου ποσού σε χρήμα. μη καταβολή του μερίσματος συνιστά παράλειψη ενοχικής υποχρεώσεως 10. Ως ενοχική απαίτηση, ανεξαρτητοποιημένη από τη μετοχική ιδιότητα, η αξίωση στο μέρισμα διέπεται από την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας (ΑΚ 361) και τις εν γένει κοινές διατάξεις του ενοχικού δικαίου 11, είναι δε ελευθέρως διαθέσιμη, υπό την έννοια ότι δύναται να μεταβιβασθεί, ενεχυρασθεί ή κατασχεθεί, όπως οποιαδήποτε άλλη ενοχική αξίωση 12, ανεξαρτήτως του αμεταβίβαστου ή μεταβιβαστού (έστω άρθρο 45, πλαγιαρ. 4. Ρόκα Ν., Εμπορικές Εταιρίες 6, σ. 362. Αντωνόπουλο, ίκαιο Α.Ε. & Ε.Π.Ε. 3, 22 πλαγιαρ. 16. Παπαϊωάννου-Στιλτς, Αρμ 1985, 517. Πασσιά, Το δίκαιον της ανωνύμου εταιρείας τ. Β/2 (1969), σ. 920. Αλεξανδρίδου, ίκαιο Εμπορικών Εταιριών Κεφαλαιουχικές Εταιρίες 3 (2009), σ. 186. 6. Σωτηρόπουλος, εις ικαε 2010, τ. ΙΙ, άρθρο 45, πλαγιαρ. 4. ο 44. Παπαϊωάννου-Στιλτς, Αρμ 1985, 517. 7. Βλ. ενδεικτικώς Σωτηρόπουλο, εις ικαε 2010, τ. ΙΙ, άρθρο 45, πλαγιαρ. 5. τον ίδιο, εις ικαε, τόμος έκτος, βã έκδοση (2000), άρθρο 45, πλαγιαρ. 5. Ρόκα Ν., Εμπορικές Εταιρίες 6, σ. 362. Αντωνόπουλο, ίκαιο Α.Ε. & Ε.Π.Ε. 3, 22 πλαγιαρ. 16. 8. Σωτηρόπουλος, εις ικαε 2010, τ. ΙΙ, άρθρο 45, πλαγιαρ. 5. ο 5. Ρόκας Ν., Τα όρια της εξουσίας της πλειοψηφίας εις το δίκαιον των ανωνύμων εταιριών (1971), σ. 238. ο ίδιος, Εμπορικές Εταιρίες 6, σ. 362. Αντωνόπουλος, ίκαιο Α.Ε. & Ε.Π.Ε. 3, 22 πλαγιαρ. 16. 9. Κρατούσα άποψη, βλ. ΣυμβΑΠ 1318/1991 ΕΕμπ 1993, 233. ΜΠρΑθ 5266/1998 ΕΕ 1999, 72 = ΕΕμπ 1999, 749. ΠΠρΘεσ 1326/1974 ΕΕμπ 1975, 79. ΕφΑθ 8180/1974 ΕΕμπ 1975. 85. ΑΠ 437/1976 ΕΕμπ 1977, 78 = ΝοΒ 1976, 954. ΑΠ 869/1983 ΕΕμπ 1984. 613 = ΕΕΝ 1984, 343. ΕφΘεσ 2579/1992 ΕΕμπ 1993, 229 = Αρμ 1992, 922. ΕφΑθ 11864/1990 Ελλ νη 1991, 165. ΠΠρΑθ 15011/1984 ΕΕμπ 1986, 291. ΠΠρΠειρ 624/1985 ΕΕμπ 1985, 666. Σωτηρόπουλος, εις ικαε 2010, τ. ΙΙ, άρθρο 45, πλαγιαρ. 7. Γεωργακόπουλο, Εγχειρίδιο Εμπορικού ικαίου, τ. Ι/22 (1996), σ. 322. Αντωνόπουλος, ίκαιο Α.Ε. & Ε.Π.Ε. 3, 22 πλαγιαρ. 16. Παπαϊωάννου-Στιλτς, Αρμ 1985, 517. πρβλ. όμως και Πασσιά, Το δίκαιον της ανωνύμου εταιρείας, τ. Β/2 (1969), σ. 922 επ.. Μιχαλόπουλο, ΕΕ 1997, 287. 10. Σωτηρόπουλος, εις ικαε, τόμος έκτος, βã έκδοση (2000), άρθρο 45, πλαγιαρ. 10. 11. ΕφΑθ 1478/2001 Ελλ νη 2001, 1387. ΑΠ 1543/2004 ΧρΙ 2005, 508. Παμπούκης Κ., ίκαιο Εμπορικών Εταιρειών, τ. Αã (1975), σ. 186. Παπαϊωάννου-Στιλτς, Αρμ 1985, 516-517. πρβλ. επίσης Γεωργακόπουλο, Το δίκαιον των εταιρειών, τ. ΙΙ., σ. 551. Αντωνόπουλο, ίκαιο Α.Ε. & Ε.Π.Ε. 3, 22 πλαγιαρ. 19. 12. Σωτηρόπουλος, εις ικαε 2010, τ. ΙΙ, άρθρο 45, πλαγιαρ. 9-10. και υπό όρους) της μετοχής 13. Αλλά και πριν από τη γένεση της αξιώσεως δύναται ο μέτοχος να μεταβιβάσει την μελλοντική και υπό αίρεση (δικαίου) ενοχική απαίτηση καταβολής του μερίσματος 14 με συνέπεια η απαίτηση να γεννάται στην περίπτωση αυτή απευθείας στο πρόσωπο του αποκτώντος 15. Η αναβλητική αίρεση (δικαίου), υπό την οποία τελεί η γένεση της αξιώσεως είναι διττή και συνίσταται αφενός στην ύπαρξη κερδών στο τέλος της χρήσεως και αφετέρου στη λήψη αποφάσεως για τη διανομή αυτών 16. 5. Τέλος, η αξίωση στο μέρισμα, ως ενοχικής φύσεως και συνακολούθως ως διεπόμενη από την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361), είναι δυνατόν να θιγεί με τη συναίνεση του δικαιούχου 17 ως προς το περιεχόμενο, το χρόνο (ΑΚ 323-324), τον τόπο (ΑΚ 320-322) και τον τρόπο εκπληρώσεώς της από την εταιρεία (ΑΚ 316-319 ΑΚ και ΑΚ 416 επ.). Επί παραδείγματι, ο δικαιούχος της αξιώσεως δύναται με τη συναίνεσή του να δεχθεί άλλη παροχή από χρήμα, ως δόση αντί καταβολής 18, να παραιτηθεί από την απαίτησή του έναντι της εταιρείας, να αντιτάξει την απαίτησή του σε συμψηφισμό έναντι της εταιρείας 19 ή να συμφωνήσει την τμηματική καταβολή του οφειλομένου ποσού. Περιορισμό στην ιδιωτική αυτονομία των μερών θέτει η ανάγκη προστασίας της γεγενημένης αξιώσεως του δικαιούχου στο μέρισμα από αντίθετη μεταγενέστερη απόφαση της τακτικής Γενικής Συνελεύσεως, προκειμένου να μην θιγεί αναδρομικώς και χωρίς συναίνεση του δικαιούχου η γεγενημένη ενοχική αξίωση όχι μόνο του μετόχου αλλά ενδεχομένως και τρίτων μη μετόχων, οι οποίοι απέκτησαν την τελευταία με παράγωγο τρόπο (εκχώρηση) στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα 20. ΙΙ. Το χρονικό σημείο του ληξιπρόθεσμου και του απαιτητού της αξιώσεως προς καταβολή μερίσματος 1. Εκ των ανωτέρω (βλ. υπό Ι) συνάγεται ότι η ενοχική ο 11. Πασσιάς, Το δίκαιον της ανωνύμου εταιρείας, τ. Β/2 (1969), σ. 931. Αναστασιάδης/Ρόκας, Ελληνικόν Εμπορικόν ίκαιον, τ. Ι/2 5 (1949), σ. 448. Γεωργακόπουλος, Το δίκαιον των εταιρειών, τ. ΙΙ, σ. 551. Αντωνόπουλος, ίκαιο Α.Ε. & Ε.Π.Ε. 3, 22 πλαγιαρ. 19. 13. Σωτηρόπουλος, εις ικαε 2010, τ. ΙΙ, άρθρο 45, πλαγιαρ.11. 14. ΑΠ 1543/2004 ΧρΙ 2005, 508. Ρόκας Ν., Εμπορικές Εταιρίες 6, σ. 363. Σωτηρόπουλος, εις ικαε 2010, τ. ΙΙ, άρθρο 45, πλαγιαρ. 10. ο 13. Πασσιάς, Το δίκαιον της ανωνύμου εταιρείας τ. Β/2 (1969), σ. 931. ενδεικτικώς ως προς τη μεταβίβαση μελλοντικής απαιτήσεως, Κρητικός, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρο 455, πλαγιαρ. 49. Γεωργιάδης Απ., Ενοχικό ίκαιο Γενικό Μέρος (1999), σ. 409. 15. Σωτηρόπουλος, εις ικαε 2010, τ. ΙΙ, άρθρο 45, πλαγιαρ. 10. ο 11. 16. Πασσιάς, Το δίκαιον της ανωνύμου εταιρείας τ. Β/2 (1969), σ. 931. 17. ΕφΑθ 2769/1982 ΝοΒ 1984, 551. Αντωνόπουλος, ίκαιο Α.Ε. & Ε.Π.Ε. 3, 22 πλαγιαρ. 19. Ρόκας Ν., Εμπορικές Εταιρίες 6, σ. 362-363. Πασσιάς, Το δίκαιον της ανωνύμου εταιρείας, τ. Β/2 (1969), σ. 917 επ. 18. Σωτηρόπουλος, εις ικαε 2010, τ. ΙΙ, άρθρο 45, πλαγιαρ. 9. Πασσιάς, Το δίκαιον της ανωνύμου εταιρείας, τ. Β/2 (1969), σ. 928. 19. Σωτηρόπουλος, εις ικαε 2010, τ. ΙΙ, άρθρο 45, πλαγιαρ. 9. ο 10. Γεωργακόπουλος, Το δίκαιον των εταιρειών, τ. ΙΙ., σ. 551. 20. ΑΠ 437/1976 ΕΕμπ 1977, 78. ΕφΑθ 2763/1982 ΝοΒ 1984, 1551 (παρατ. Περάκη) = ΕΕμπ 1984, 610 = Αρμ 1984, 717. Πασσιάς, Το δίκαιον της ανωνύμου εταιρείας, τ. Β/2 (1969), σ. 917 επ.. Ρόκας Ν., Εμπορικές Εταιρίες 6, σ. 362-363. Σωτηρόπουλος, εις ικαε, τόμος έκτος, βã έκδοση (2000), άρθρο 45, πλαγιαρ. 12. ο ίδιος, εις ικαε 2010, τ. ΙΙ, άρθρο 45, πλαγιαρ. 11. Αναστασιάδης/Ρόκας, Ελληνικόν Εμπορικόν ίκαιον, τ. Ι/2 5 (1949), σ. 448. Πετιμεζάς, Εμπορικόν ίκαιον, τ. Βã (1925), σ. 230. Μιχαλόπουλος, ΕΕ 1997, 287.
712 ΧρΙΔ ΙΑ/2011 Μιχαήλ-Θεόδωρος Μαρίνος/Θεόδωρος Κατσάς αξίωση για την καταβολή του μερίσματος θεωρείται γεγενημένη από της εγκρίσεως των εταιρικών λογαριασμών και της αποφάσεως της τακτικής Γενικής Συνελεύσεως περί διανομής κερδών, καθόσον τότε έχουν πληρωθεί οι απαραίτητες προς τούτο αιρέσεις δικαίου. Όσον αφορά το ληξιπρόθεσμο και απαιτητό της εν θέματι αξιώσεως θα πρέπει να γίνει η ακόλουθη διάκριση: 2. Εφ όσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά μεταξύ των μερών ή δεν προκύπτει άλλο τι από τη φύση της ενοχικής σχέσεως, τότε ο δανειστής από της γενέσεως της απαιτήσεως έχει δικαίωμα να απαιτήσει και η εταιρεία έχει υποχρέωση να εκπληρώσει αμέσως την παροχή (ΑΚ 323). Με το ληξιπρόθεσμο επέρχεται ο χρόνος εκπληρώσεως της παροχής και κατά κανόνα η παροχή γίνεται και απαιτητή 21. Ειδικώς όσον αφορά την αξίωση καταβολής του μερίσματος, η διάταξη του άρθρου 44α παρ. 2 εδαφ. 2 κ.ν. 2190/1920 προβλέπει προθεσμία (ΑΚ 240 επ.) διάρκειας δύο μηνών για την καταβολή του μερίσματος προς τον δικαιούχο της αξιώσεως, αρχομένης από της ημερομηνίας εγκρίσεως των ετησίων οικονομικών καταστάσεων και του διανεμητέου κέρδους. Επομένως, εφ όσον οι έννοιες του ληξιπρόθεσμου και του απαιτητού θεωρηθούν ταυτόσημες - όπως γίνεται δεκτό κατά την κρατούσα άποψη 22 - η ενοχική αξίωση προς καταβολή του μερίσματος καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή μόνο μετά την παρέλευση της διμήνου προθεσμίας του άρθρου 44α παρ. 2 εδαφ. 2 κ.ν. 2190/1920 23, η οποία συνιστά δήλη ημέρα εξοφλήσεως κατά την ΑΚ 341 παρ. 1 24. Επομένως η εταιρεία δεν περιέρχεται σε υπερημερία οφειλέτη πριν από την παρέλευση της δίμηνης προθεσμίας (ΑΚ 340). Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει κανείς, ωστόσο, ακόμη και αν ακολουθηθεί η προτεινόμενη από μέρος της θεωρίας 25 εννοιολογική διάκριση μεταξύ του ληξιπρόθεσμου και του απαιτητού της αξιώσεως. Και τούτο, διότι ακόμη και αν η απαίτηση προς καταβολή του μερίσματος θεωρηθεί ληξιπρόθεσμη από του χρονικού σημείου της γενέσεώς της, τούτο ουδόλως επηρεάζει το γεγονός ότι η εταιρεία δύναται να αρνηθεί την καταβολή του μερίσματος προβάλλοντας την αναβλητική ένσταση της μη τηρήσεως της διμήνου προθεσμίας του άρθρου 44α παρ. 2 εδαφ. 2 κ.ν. 2190/1920 26. Ως εκ τούτου ακόμη και υπό αυτήν την ερμηνευτική εκδοχή η αξίωση προς καταβολή του μερίσματος δεν καθίσταται απαιτητή πριν από την παρέλευση της διμήνου προθεσμίας του άρθρου 44 παρ. 2 εδαφ. 2 κ.ν. 2190/1920. 3. Η θέσπιση από το νομοθέτη της διμήνου προθεσμίας για την καταβολή του μερίσματος δικαιολογείται εκ του γεγονότος ότι μόνη η διαπίστωση των κερδών της εταιρείας σε ορισμένο χρόνο δεν σημαίνει και την ύπαρξη κατά τον χρόνο αυτό της απαραίτητης για την καταβολή του μερίσματος ρευστότητας 27. Επομένως, η βασική αρχή είναι ότι η εταιρεία 21. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό ίκαιο (2004), σ. 942. Γεωργιάδη Αγγ., στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρα 323-324, πλαγιαρ. 2. Κουμάνης, εις ΣΕΑΚ (2010), άρθρο 340, πλαγιαρ. 7-8. 22. ΑΠ 110/1968 ΝοΒ 1968, 602. Γεωργιάδης Απ., Ενοχικό ίκαιο Γενικό Μέρος (1999), σ. 269. Γεωργιάδη Αγγ., στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρα 323-324, πλαγιαρ. 2. 23. Αντωνόπουλος, ίκαιο Α.Ε. & Ε.Π.Ε. 3, 22 πλαγιαρ. 19, 21. 24. ΜΠρΑθ 5266/1998 ΕΕ 1999. 72 = ΕΕμπ 1999, 749. Σωτηρόπουλος, εις ικαε 2010, τ. ΙΙ, άρθρο 44α, πλαγιαρ. 62. ο ίδιος, εις ικαε, τόμος έκτος, βã έκδοση (2000), άρθρο 44α, πλαγιαρ. 83. 25. ΟλΑΠ 20/2003 ΧρΙ 2004, 41. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό ίκαιο (2004), 942. Κουμάνης, εις ΣΕΑΚ, άρθρο 340 ΑΚ, πλαγιαρ. 7-8. 26. Ως προς το ζήτημα, εάν για την παρεμπόδιση της υπερημερίας αρκεί και μόνη η ύπαρξη ή απαιτείται και η άσκηση των ενστάσεων αυτών, πρβλ. Γαζή, ΕρμΑΚ 340, πλαγιαρ. 2. Γεωργιάδη Αστ., Γενικό Ενοχικό ΙΙ, 20, αριθ. 47. Κουμάνη, εις ΣΕΑΚ, άρθρο 340 ΑΚ, πλαγιαρ. 8. 27. Πασσιάς, Το ίκαιον της Ανωνύμου Εταιρείας. τ. Β/2 (1969), καθίσταται οφειλέτης έναντι του μετόχου από της εγκρίσεως του ισολογισμού και της αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως περί διανομής του μερίσματος και μαζί γεννάται η υποχρέωσή της να μεριμνήσει, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος στις υποχρεώσεις της 28. Προκειμένου να μην εκτείνεται στο διηνεκές το χρονικό διάστημα για την εκπλήρωση της υποχρεώσεως καταβολής του μερίσματος, ο νομοθέτης προέβλεψε την δίμηνη (αναβλητική) προθεσμία του άρθρου 44α παρ. 2 εδαφ. 2 κ.ν. 2190/1920, μετά την παρέλευση της οποίας η (ήδη γεγενημένη) απαίτηση του μετόχου προς καταβολή του μερίσματος καθίσταται απαιτητή. Η πρόβλεψη της δίμηνης προθεσμίας στο άρθρο 44α παρ. 2 εδαφ. 2 κ.ν. 2190/1920 έχει, ωστόσο, ενδεικτικό και μόνο χαρακτήρα και αποσκοπεί αφ ενός στη διευκόλυνση της εταιρείας σε σχέση με την καταβολή της παροχής της προς τους μετόχους και αφ ετέρου στη λύση του παλαιοτέρου προβλήματος του χρόνου της καταβολής του μερίσματος, όταν δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη στην απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως 29. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 44α παρ. 2 κ.ν. 2190/1920, ως αναφερόμενη στην ενοχική αξίωση προς καταβολή του μερίσματος και όχι στο μετοχικό δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη, είναι ενδοτικού δικαίου, υπό την έννοια ότι οι δικαιούχοι της αξιώσεως είναι δυνατόν να συμφωνήσουν με την εταιρεία μακρότερο ή βραχύτερο χρόνο καταβολής του μερίσματος ή να εξαρτήσουν το απαιτητό της αξιώσεως από πρόσθετες υποχρεώσεις συμπεριφοράς του δικαιούχου. 4. Η απαραίτητη στο πλαίσιο της ιδιωτικής αυτονομίας (ΑΚ 361) συγκατάθεση του μετόχου ως προς τη διαμόρφωση των προϋποθέσεων σε σχέση με την εκπλήρωση της αξιώσεως καταβολής του μερίσματος δύναται να παρασχεθεί κατ αρχήν με τη μορφή καταστατικής προβλέψεως 30. Τούτο είναι εύλογο δεδομένης και της φύσεως του καταστατικού ως οργανωτικής συμβάσεως κανονιστικού χαρακτήρα 31, οι διατάξεις του οποίου σε σχέση με τη διανομή του μερίσματος δεσμεύουν όχι μόνο τους ιδρυτές της εταιρείας αλλά και τους μελλοντικούς μετόχους ή εταιρικούς δανειστές, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που έχουν αποκτήσει με παράγωγο τρόπο (εκχώρηση) την ενοχική αξίωση προς καταβολή του μερίσματος. Η καταστατική πρόβλεψη πρόσθετων προϋποθέσεων σχετικά με τη διανομή του μερίσματος ενδέχεται να αφορά στον τρόπο, χρόνο και τόπο εκπληρώσεως της αξιώσεως στο μέρισμα. Τέτοιου είδους προϋποθέσεις θα αφορούν συνήθως τον προσδιορισμό του χρόνου καταβολής του μερίσματος κατ απόκλιση από τη ρύθμιση του άρθρου 44 α παρ. 2 εδαφ. 2 κ.ν. 2190/1920 ή την εξάρτηση υπό μορφή εξουσιαστικής αιρέσεως του απαιτητού της αξιώσεως στο μέρισμα από συγκεκριμένες υποχρεώσεις συμπεριφοράς (π.χ. πράξη ή σύμπραξη) του δανειστή έναντι της εταιρείας, όπως π.χ. ο διορισμός αντικλήτου δεκτικού καταβολής από την εταιρεία. Τέλος, είναι δυνατόν με καταστατική πρόβλεψη να προσδιορίζεται ο τόπος εκπληρώσεως σ. 944. 28. Πασσιάς, Το ίκαιον της Ανωνύμου Εταιρείας. τ. Β/2, σ. 944. 29. Πρβλ. ως προς τη σκοπιμότητα αυτή Σωτηρόπουλο, εις ικαε, τόμος έκτος, βã έκδοση (2000), άρθρο 44α, πλαγιαρ. 83. για το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς βλ. ΕφΑθ 289/1977 ΝοΒ 1978, 554. ΕφΑθ 2763/1982 ΝοΒ 1983, 1550 (παρατ. Περάκη). 30. Βλ. από τη γερμανική θεωρία, ενδεικτικώς Fleischer, εις Schmidt/ Lutter, AktG, Bd.I, 58, Rdnr. 47 (2008). Bayer, εις MünchKomm. AktG, 58 Rdnr. 114. Hüffer, AktG, 7. Αuflage, 28, Rdnr. 28. Henze, εις Hopt/Wiedemann (Ηsg.), GrossΚommAktG, 2. Auflage, 58, Rdnr. 95. 31. Ως προς την κανονιστική φύση της εταιρικής συμβάσεως βλ. Μαρίνο, Εξωεταιρικές συμφωνίες μετόχων (2011), πλαγιαρ. 197 επ.. τον ίδιο, Ελλ νη 2008, 680 επ.. Ρόκα Ν., Εμπορικές Εταιρίες 6, σ. 220-221. Ρούσσο, ίκαιο Νομικών Προσώπων (2010), σ. 179. Σωτηρόπουλο, εις ικαε, τόμος 1, βã έκδοση (2002), άρθρο 4 πλαγιαρ. 6.
Καταστατικές διαμορφώσεις του δικαιώματος των μετόχων προς απόληψη του μερίσματος ΧρΙΔ ΙΑ/2011 713 της παροχής, εάν δηλαδή το χρέος προς καταβολή του μερίσματος θα είναι άρσιμο ή κομίσιμο κατ απόκλιση των κοινών διατάξεων του ενοχικού δικαίου (ΑΚ 320-322). Σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς το περιεχόμενο της καταστατικής ρυθμίσεως περί διανομής του μερίσματος, η ερμηνεία της επίμαχης καταστατικής διατάξεως πρέπει να λάβει χώρα αντικειμενικώς, ήτοι ανεξάρτητα από την υποκειμενική, αληθινή βούληση των μετόχων και των εταιρικών δανειστών, το πρόσωπο των οποίων, ούτως ή άλλως δύναται να μεταβληθεί στη διάρκεια της λειτουργίας της εταιρείας. Κατά τούτο η διάταξη της ΑΚ 173 αναπόδραστα εκτοπίζεται στο πλαίσιο της ερμηνείας των όρων του καταστατικού 32. Η τελευταία οφείλει να λαμβάνει χώρα, ως αν να επρόκειτο για την ερμηνεία νόμου στρεφόμενη στο γράμμα, στο σκοπό και στη συστηματική ένταξη της ερμηνευομένης διατάξεως 33. Επομένως, η ερμηνεία των όρων του καταστατικού οφείλει να κάνει χρήση των μεθοδολογικών εργαλείων που εφαρμόζονται στην ερμηνεία των διατάξεων νόμου, όπως λ.χ. η τελολογική (συσταλτική ή διασταλτική), η γραμματική και συμπληρωματική ερμηνεία, προσβλέποντας στην άρση τυχόν αντιφάσεων μεταξύ των καταστατικών ρυθμίσεων και στην κάλυψη των ρυθμιστικών κενών 34 με γνώμονα το εταιρικό συμφέρον και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της εταιρείας 35. 5. Τέλος, η συγκατάθεση του μετόχου δύναται να χορηγηθεί είτε στο πλαίσιο λήψεως αποφάσεως από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων (με την αυτονόητη επιφύλαξη της περιπτώσεως που πρόκειται για τροποποίηση του καταστατικού) είτε στο πλαίσιο ατομικής συμφωνίας του με την εταιρεία, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των μετόχων. Επίσης δεν πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο, η συγκατάθεση του μετόχου να παρασχεθεί και σιωπηρώς, ιδίως εφ όσον συντρέχει περίπτωση απαρεγκλίτως τηρούμενης μακροχρόνιας και πάγιας πρακτικής εκ μέρους της εταιρείας όσον αφορά τον τρόπο, χρόνο, τρόπο και τις προϋποθέσεις καταβολής του μερίσματος, την οποία ο μέτοχος γνωρίζει και αποδέχεται εξ αρχής 36. ΙΙΙ. Νομιμότητα των συγκεκριμένων καταστατικών ρυθμίσεων 1. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι είναι δυνατόν με καταστατική πρόβλεψη να μεταβληθεί νομίμως το χρονικό σημείο από το οποίο και εντεύθεν καθίσταται απαιτητή η ενοχική αξίωση για την καταβολή του μερίσματος, όπως επίσης και να προβλεφθούν ειδικές ρυθμίσεις όσον αφορά τον τρόπο, χρόνο και τόπο εκπληρώσεως της σχετικής παροχής από την εταιρεία κατ απόκλιση των προβλεπομένων στις κοινές διατάξεις του ενοχικού και εταιρικού δικαίου 37. Εν προκειμένω, η διάταξη του άρθρου 9 του καταστατικού της Εταιρείας προβλέπει ότι «Το προς διανομή ποσό καταβάλλεται στους μετόχους μέσα σε τρεις μήνες από την έγκριση από την Γενική Συνέλευση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων». Οι σχετικές διατάξεις του καταστατικού ρυθμίζουν (δικαιοπρακτικώς) το χρόνο της παροχής του μερίσματος από την Εταιρεία κατ απόκλιση από τη γενική 32. Μαρίνος, Εξωεταιρικές συμφωνίες μετόχων (2011), πλαγιαρ. 448. ο ίδιος, Ελλ νη 2008, 682. Schmidt K., Gesellschaftsrecht, 4. Auflage (2002), σ. 88. 33. Μαρίνος, Εξωεταιρικές συμφωνίες μετόχων (2011), πλαγιαρ. 448. ο ίδιος, Ελλ νη 2008, 682. 34. Schmidt K., Gesellschaftsrecht, 4. Auflage (2002), σ. 90. Wiedemann, Gesellschaftsrecht I (1980), I 3 II 2 b. 35. Πρβλ. ΕφΠειρ 101/2001 32, 556. 36. ΜΠρΠειρ 746/1996 ΕΕ 1997, 287. 37. Πάγια ως προς τούτο η θέση της γερμανικής θεωρίας βλ. ενδεικτικώς Fleischer, εις Schmidt/Lutter, AktG, Bd.I, 58, Rdnr. 47 (2008). Bayer, εις MünchKomm.AktG, 58 Rdnr. 114. Hüffer, AktG, 7. Αuflage, 28, Rdnr. 28. Henze, εις Hopt/Wiedemann, GrossΚommAktG, 2. Auflage, 58, Rdnr. 95. ρύθμιση της ΑΚ 323 και του άρθρου 44α παρ. 2 εδαφ. 2 κ.ν. 2190/1920. Η σχετική καταστατική ρύθμιση είναι σαφής και κατά τούτο δεν προκύπτει ανάγκη αντικειμενικής ερμηνείας της. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της, η αξίωση των μετόχων προς καταβολή του μερίσματος θα πρέπει να θεωρείται γεγενημένη από της εγκρίσεως των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων, δεν καθίσταται ωστόσο ληξιπρόθεσμη και απαιτητή προς της παρελεύσεως της αναβλητικής προθεσμίας των τριών μηνών. Η προθεσμία των τριών μηνών αποτελεί δήλη ημέρα εξοφλήσεως κατά την έννοια του άρθρου 341 παρ. 1 ΑΚ. Συνεπώς, εκκρεμούσης της ανωτέρω προθεσμίας, δεν είναι δυνατή η ικανοποίηση της αξιώσεως προς καταβολή του μερίσματος στο πλαίσιο της ειδικής διαδικασίας της διαταγής πληρωμής 38 αφού ελλείπει η αρνητική προϋπόθεση (άρθρο 624 παρ. 1 ΚΠολ ) περί μη εξαρτήσεως της απαιτήσεως από αίρεση, προθεσμία ή όρο 39. Πριν από την παρέλευση της καταστατικώς προβλεπόμενης τρίμηνης προθεσμίας, η αξίωση προς καταβολή του μερίσματος δεν είναι δικαστικώς επιδιώξιμη. 2. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 11 του καταστατικού της Εταιρείας προβλέπει τη σύμπραξη του δανειστή στη διαδικασία καταβολής του μερίσματος, συνιστάμενη σε γνωστοποίηση αντικλήτου στην εταιρεία, δεκτικού καταβολής του μερίσματος. Συγκεκριμένα η διατύπωση της διατάξεως έχει ως εξής: «Κάθε μέτοχος, οπουδήποτε και αν κατοικεί, για τις σχέσεις του με την Εταιρεία υπόκειται στους Ελληνικούς Νόμους και λογίζεται ότι έχει νόμιμη κατοικία στην έδρα της Εταιρίας, όπου οφείλει να διορίζει αντίκλητο γνωστοποιώντας τα στοιχεία τούτου στην Εταιρεία». Από τελολογικής επόψεως η συγκεκριμένη ρύθμιση προσβλέπει στη διευκόλυνση της Εταιρείας όσον αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της έναντι των μετόχων, ιδίως όταν εκείνοι εδρεύουν στην αλλοδαπή. Η διατύπωση της συγκεκριμένης διατάξεως είναι σαφής και δεν χρήζει αντικειμενικής ερμηνείας. Είναι προφανές ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση θεμελιώνει βάρος των μετόχων της Εταιρείας που εδρεύουν στην αλλοδαπή, όπως αυτοί γνωστοποιήσουν στην Εταιρεία τα στοιχεία του αντικλήτου τους προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκπλήρωση της παροχής της Εταιρείας. Σε περίπτωση μη τηρήσεως του σχετικού βάρους εκ μέρους του μετόχου, η Εταιρεία δεν καθίσταται υπερήμερη ως προς την εκπλήρωση της υποχρεώσεως της, καθόσον η καθυστέρηση της παροχής αποδίδεται πλέον σε μη εκπληρωθείσα από τον μέτοχο εξουσιαστική αίρεση γεγονός ως προς το οποίο η Εταιρεία δεν υπέχει ευθύνη (άρθρο 342 ΑΚ). Σε περίπτωση δε που ο αλλοδαπός μέτοχος προσκληθεί από την Εταιρεία να προβεί στην απαιτούμενη πράξη του άρθρου 11 του καταστατικού και εκείνος δεν ανταποκριθεί, τότε ο τελευταίος καθίσταται υπερήμερος ως δανειστής (ΑΚ 351 παρ. 1). Συνεπώς, πριν από την εκπλήρωση του όρου για το διορισμό αντικλήτου, δεν είναι δυνατή η ικανοποίηση της αξιώσεως προς καταβολή του μερίσματος στο πλαίσιο της ειδικής διαδικασίας της διαταγής πληρωμής αφού ελλείπει η αρνητική προϋπόθεση (άρθρο 624 παρ. 1 ΚΠολ ) περί μη εξαρτήσεως της απαιτήσεως από αίρεση, προθεσμία ή όρο. ΙΙΙ. Συμπεράσματα Εκ των ανωτέρω προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα: 38. Για την διεκδίκηση της αξιώσεως καταβολής του μερίσματος με διαταγή πληρωμής, βλ. ΜΠρΑθ 5266/1998 ΕΕ 1999, 72 = ΕΕμπ 1999, 749. 39. ΑΠ 811/1986 ΕΕΝ 1987, 212-213. ΑΠ 1513/1991 Ελλ νη 1992, 1464-1465. ΑΠ 54/1990 Ελλ νη 1991, 62. ΑΠ 338/2001 Ελλ νη 2001, 1330. ΕφΑθ 5883/2006 ΕΕ 2007, 608. ΕφΑθ 147/1981 ΑρχΝ 1981, 62. Σινανιώτης, Ειδικές ιαδικασίες 3 (2008), σ. 144. Απαλλαγάκη/-Ανδρίτσος, Κώδικας Πολιτικής ικονομίας (2010), άρθρο 624, πλαγιαρ. 6. Ποδηματά, εις Κεραμέα/Κονδύλη/ Νίκα, ΚΠολ τ. ΙΙ., άρθρο 624, πλαγιαρ. 5 και 9.
714 ΧρΙΔ ΙΑ/2011 Πέτρος Σελέκος 1. Η αξίωση του μετόχου προς καταβολή του μερίσματος είναι ενοχικής φύσεως, ανεξαρτητοποιημένη από τη μετοχική ιδιότητα και διέπεται από την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας (ΑΚ 361) και τις εν γένει κοινές διατάξεις του ενοχικού δικαίου. 2. Η διάταξη του άρθρου 44α παρ. 2 εδαφ. 2 κ.ν. 2190/1920, ως αναφερόμενη στην ενοχική αξίωση προς καταβολή του μερίσματος και όχι στο μετοχικό δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη, είναι ενδοτικού δικαίου και επομένως νομίμως προβλέπεται στο καταστατικό της Εταιρείας (άρθρο 9) μακρότερη του διμήνου προθεσμία καταβολής του μερίσματος στους μετόχους καθώς και η πρόσθετη υποχρέωση του δικαιούχου (αλλοδαπού) μετόχου προς διορισμό αντικλήτου (άρθρο 11). 3. Σε περίπτωση μη τηρήσεως του βάρους της Μετόχου για το διορισμό αντικλήτου, η Εταιρεία δεν καθίσταται υπερήμερη ως προς την εκπλήρωση της υποχρεώσεως της, καθόσον η καθυστέρηση της παροχής αποδίδεται πλέον σε μη εκπληρωθείσα από τη Μέτοχο εξουσιαστική αίρεση (άρθρο 342 ΑΚ). Συνεπώς, πριν από την εκπλήρωση του όρου για το διορισμό αντικλήτου, δεν είναι δυνατή η ικανοποίηση της αξιώσεως προς καταβολή του μερίσματος. ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ Η εξαγορά ανταγωνισμού, ως αντιανταγωνιστική συμφωνία ΠΕΤΡΟΥ ΣΕΛΕΚΟΥ Λέκτορα Νομικής Σχολής ΠΘ ικηγόρου Αντικείμενο της παρούσας μελέτης είναι η ανταγωνισμική νομιμότητα της σύμβασης εξαγοράς του ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, εξετάζεται, ως απαγορευμένη σύμπραξη, η συμφωνία να απέχει ο υπόχρεος ανταγωνιστής από την ανάπτυξη της ανταγωνιστικής επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, έναντι αντιπαροχής. Η σύμβαση αυτή ισοδυναμεί νομικά με εξαγορά ανταγωνιστή και, κατ αρχήν, αποδοκιμάζεται, ως απαγορευμένη σύμπραξη, που περιορίζει την ανταγωνιστική δραστηριότητα στο σύνολό της κι όχι μόνο σε συγκεκριμένες παραμέτρους της, όπως είναι η διαμόρφωση των τιμών, της ποιότητας, του τρόπου διάθεσης των εμπορευμάτων κ.λπ. Ωστόσο, η ανταγωνισμική νομιμότητα της εξεταζόμενης συμφωνίας εξαγοράς ανταγωνισμού γίνεται δεκτή, όταν συνδέεται άμεσα με τη μεταβίβαση της επιχείρησης του υπόχρεου ανταγωνιστή και είναι απαραίτητη για την πραγματοποίησή της. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η συμφωνία εξειδικεύει συμβατικά την αστικολογική υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού που βαρύνει τον πωλητή επιχείρησης και επιβάλλεται, σε κάθε περίπτωση, από την αρχή της καλής πίστης. Επειδή η μεταβίβαση πελατείας, ως υποχρέωση από τη σύμβαση μεταβίβαση επιχείρησης, νομιμοποιεί ανταγωνισμικά την εξαγορά ανταγωνισμού, ζητούμενες είναι αυτές οι συναλλακτικές παραλλαγές της συμφωνίας εξαγοράς ανταγωνισμού που την καθιστούν απαγορευμένη εξαγορά ανταγωνιστή. Α. Γενικά Η ελευθερία ανάπτυξης ανταγωνιστικής δραστηριότητας σε οποιαδήποτε σχετική αγορά αποτελεί ειδική έκφραση της θεμελιώδους οικονομικής ελευθερίας, η οποία κατοχυρώνεται στο οικονομικό μας Σύνταγμα, τόσο το εθνικό όσο και το ενωσιακό, ως καταστατικό δικαίωμα προσωπικότητας. Η ελευθερία ανταγωνισμού διαθέτει, ωστόσο, μια έκτακτη κανονιστική εμβέλεια στον καταστατικό χάρτη των συνταγματικών ατομικών ελευθεριών, αφού θεσπίζεται όχι μόνο ως θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα αλλά κατοχυρώνεται ως αρχή τάξης και ως αρχή λειτουργίας του κρατούντος κοινωνικού και οικονομικού συστήματος της αγοράς. Στο δίπολο ελευθερία συμβάσεων και ελευθερία ανταγωνισμού δημιουργείται το πεδίο έντασης των ρυθμίσεων του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού. Κεντρικό δικαιοπολιτικό ζητούμενο είναι η έκταση της ελευθερίας ανταγωνισμού που μπορεί να περιοριστεί, κατά την άσκηση της συμβατικής ελευθερίας των προσώπων, ώστε να εξασφαλίζεται αποδοτική ισορροπία στη λειτουργία του ανταγωνιστικού μηχανισμού της αγοράς και ιδανική κατανομή των πόρων. Για τους προαναφερόμενους λόγους, το εξεταζόμενο ζήτημα, της συμβατικής διάθεσης της ανταγωνιστικής δραστηριότητας, στο σύνολό της κι έναντι αντιπαροχής, δηλ. η εξαγορά ανταγωνισμού, υπερβαίνει το ρυθμιστικό πεδίο του οικονομικού δικαίου, εμπίπτει στην εμβέλεια των ρυθμίσεων του οικονομικού Συντάγματος και αγγίζει τις καταστατικές αρχές λειτουργίας του κυρίαρχου κοινωνικο - οικονομικού συστήματος της αγοράς. Συνεπώς, κατά τον έλεγχο της ανταγωνισμικής νομιμότητας της συμφωνίας εξαγοράς ανταγωνισμού θα πρέπει να ερμηνευθούν οι διατάξεις του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού, που καλούνται σε εφαρμογή, όχι μόνο ως ειδικές εκφράσεις των καταστατικών αρχών του οικονομικού μας Συντάγματος αλλά και ως κανόνες διαφύλαξης και προστασίας του συστήματος της αγοράς. Η, εξεταζόμενη, συμφωνία εξαγοράς ανταγωνισμού υποχρεώνει κάποιο υποκείμενο της αγοράς να απέχει από την ανταγωνιστική δραστηριότητα, δηλ. να παραλείπει την ανάπτυξη ανταγωνιστικής επιχειρηματικής δράσης, υπέρ συγκεκριμένου ανταγωνιστή του, που είναι ο δικαιούχος της αντίστοιχης αξίωσης παράλειψης (ΑΚ 287 εδ. β). Η συμφωνία αυτή, εν όψει και των ανωτέρω, δεν εξαντλεί το ρυθμιστικό της πεδίο στις συμβατικές σχέσεις των συμβαλλομένων μερών ούτε και περιορίζονται οι οικονομικές της συνέπειες στη σφαίρα της συναλλακτικής δράσης τους αλλά έχει μεγαλύτερη, συστημική, σημασία. Η εκδοχή της γενικευμένης εφαρμογής τέτοιων συμφωνιών, που ελέγχονται, κατ αρχήν, ως απαγορευμένες συμπράξεις, αναδεικνύει έναν, προφανή, έκτακτο συστημικό κίνδυνο για το ανταγωνιστικό περιβάλλον της ευρύτερης αγοράς. I. Το περιεχόμενο της ρήτρας μη ανταγωνισμού Η ρήτρα παράλειψης ανταγωνισμού (ή ρήτρα μη ανταγωνισμού, ρήτρα απαγόρευσης ανταγωνισμού, ρήτρα αποχής από τον ανταγωνισμό κ.λπ) είναι πολύ διαδεδομένη στο χώρο της συμβατικής πρακτικής ενώ απαντάται συχνά και στο χώρο των νομοθετικά ρυθμισμένων, δηλ. των επώνυμων, συμβάσεων. Ελάχιστο ρυθμιστικό περιεχόμενο αυτής της ρήτρας είναι η, έναντι αντιπαροχής, ανάληψη της υποχρέωσης παράλειψης συγκεκριμένης ανταγωνιστικής δραστηριότητας. Ο υπόχρεος της παροχής παράλειψης ανταγωνισμού οφείλει να απέχει από την ανάπτυξη συγκεκριμένης ανταγωνιστικής δραστηριότητας υπέρ του δικαιούχου της παροχής και έναντι συγκεκριμένης αντιπαροχής. Η, εν λόγω, ρήτρα παράλειψης ανταγωνισμού προβλέ-