I. Δικαιοπρακτική ελευθερία



Σχετικά έγγραφα
Στοιχεία Αστικού Δικαίου - 4 ο Μάθημα

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

περιεχόμενα Πρόλογος 15 Εισαγωγή "ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΙΚΑΙΟΥ"

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

Συντάκτης: Ομάδα Καθηγητών

ΚΑΛΑΜ ΑΤΑ! ΤΜ ΗΜ Α ΕΚΔΟΣΕΟΝ Λ ΜΒΑΙΟΘΗΚΗΤ } ΣΔΟ(ΧΡΗΜΕΛ) Π.597

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

32η ιδακτική Ενότητα ΓΕΝΙΚΑ - ΑΣΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΙΚΑΙΟΥ (ΠΡΟΣΩΠΑ) ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα των εξετάσεων στο μάθημα «Ασκήσεις Αστικού και Αστικού Δικονομικού Δικαίου» (Εξετ. Περίοδος Σεπτεμβρίου 2014)

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 5 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «Ι ΙΩΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ»

Δικαστική συμπαράσταση. Ποιοι υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση:

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ Β. ΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ

1. Δωρεά κινητού, τήρηση τύπου, αρνητική αναγνώριση χρέους

9.ΦΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

[όπως ισχύει μετά το ν. 2447/1996] ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ Ι Κ Α Σ Τ Ι Κ Η Σ Υ Μ Π Α Ρ Α Σ Τ Α Σ Η

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Β. ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΝΟΧΕΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

Τι προβλέπει ο νόμος για την Δικαστική συμπαράσταση (Μέρος Α )

Θέμα: «ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ» Σχετ. το υπ αρ. πρωτ. Οικ / έγγραφό μας.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ταχ. /νση :Ερµού ΠΡΟΣ: ΑΠΟ ΕΚΤΕΣ Ταχ. Κώδ. : ΑΘΗΝΑ ΠΙΝΑΚΑ ΙΑΝΟΜΗΣ Τηλέφωνο : FAX :

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. διδάκτορος Παν/μίου Αθηνών ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΙΟΥΝΙΟΣ Ονοματεπώνυμο:. Α.Μ.: /..

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ KAI ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΖΟΜΕΝΟΥ 4.1 Κατά τη σύναψη της ασφάλισης 4.2 Κατά τη διάρκεια της ασφάλισης

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

Πολιτική Παιδεία Β Λυκείου

Ο ΠΕΡΙ ΤΕΚΝΩΝ (ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1991 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΙΑΤΑΞΕΙΣ ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «Ι ΙΩΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ»

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα 8 Νοεμβρίου 1993 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΟΛ ΦΟΡ/ΓΙΑΣ & Δ. Π. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Φ/ΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ (13η) ΤΜΗΜΑ Α

Επεξηγήσεις - Αναλύσεις - Ειδικά ζητήματα- Παραδείγματα

Περιεχόμενα ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ Πρόλογος... 7

«Βασικές Αρχές Ασφάλισης Ζημιών»

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ. Άρθρο 78 Σωµατείο

38η ιδακτική Ενότητα ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΣΧΕΣΕΙΣ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΤΕΚΝΩΝ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Συντάκτης: Ομάδα Καθηγητών

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

34η ιδακτική Ενότητα ΙΚΑΙΩΜΑ ΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΙΚΑΙΟΥ - ΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ Α ΙΚΟΠΡΑΞΙΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΓΕΝΙΚΑ

1843 Ν. 187/91. Ο ΠΕΡΙ ΤΕΚΝΩΝ (ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1991 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ Άρθρο 1. Συνοπτικός τίτλος. ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ

Κατατακτήριες Εξετάσεις Ακαδημαϊκού Έτους

VIII. Αιρέσεις - Προθεσµίες

Πάνος Κορνηλάκης Καθηγητής του Αστικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ

1 Μνηστεία Επιστροφή δώρων και συμβόλων

ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΓΕΝΙΚΑ

ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ (ΦΕΚ Α 327/ ) ΙΑΤΡΙΚΗ ΥΠΟΒΟΗΘΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Ι ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

33η ιδακτική Ενότητα ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΩΝ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

ΙΑΚΗΡΥΞΗ Ν/ 50130/ ΦΥΛΑΞΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ Ε ΡΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΡΗΤΗΣ ΤΗΣ Ν ΣΥΜΒΑΣΗ Ν/

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. 54. Αν η διοίκηση του νομικού προσώπου είναι πολυμελής, οι αποφάσεις, εφόσον στο καταστατικό του δεν ορίζεται άλλως, λαμβάνονται :

Προεδρικό ιάταγµα 456/1984 «Αστικός Κώδικας και Εισαγωγικός του Νόµος» (ΦΕΚ Α' 164/ ) ΕΚΑΤΟ ΟΓ ΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

Συντάκτης: Κοντάκος Ηλίας, Δικηγόρος, Υπ. Διδάκτωρ Ιδ. Δικαίου Παν/μίου Αθηνών

Η θέση του ετερόρρυθμου εταίρου μετά την ισχύ του Ν. 4072/2012

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΤΟΜΕΙΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ:

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΓΕΝΙΚΑ

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ Ονοματεπώνυμο:. Α.Μ.: /..

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΓΕΝΙΚΑ. Άρθρο 1. Πηγές του δικαίου

Ζήτημα τρίτο (βαθμοί 2) Να απαντήσετε αιτιολογημένα εάν η εκχώρηση είναι υποσχετική και αιτιώδης σύμβαση.

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΓΕΝΙΚΑ

1. Απαγορεύεται επικοινωνία με τον οφειλέτη για οφειλές για τις οποίες έχει προβεί σε δικαστικές ενέργειες αμφισβήτησης

Ν.4072/2012 ΟΜΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

ΠΑΣΠ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΑΣΠ ΝΟΜΙΚΗΣ - 1 -

Ο περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόµος (ΚΕΦ.232)

ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ 2250/1940 ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ BIBΛIO ΠPΩTO

Α Π Ο Φ Α Σ Η Ο Υ Π Ο Υ Ρ Γ Ο Σ Ο Ι Κ Ο Ν Ο Μ Ι Κ Ω Ν

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΟΜΟΡΡΥΘΜΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ. κάνουν το

ΕΙΔΙΚΟ ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Εαρινό εξάμηνο 2017 Διδάσκοντες: Αχιλλέας Κουτσουράδης - Απόστολος Τασίκας Φροντιστηριακό Υλικό/Ερωτήσεις θεωρίας

(EEL 280/ ) την απόκτηση δικαιώματος χρήσης ενός ή περισσοτέρων ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής

Τέλος, είναι αναγκαία η προσκόμιση στο δικαστήριο τεστ dna του εραστή, της μητέρας και του τέκνου και (κατά περίπτωση) του τεκμαιρόμενου πατέρα

Περιεχόμενα. Πρόλογος... Συντομογραφίες..

Transcript:

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ανάγκης, ενώ δεν συντρέχουν. Στην περίπτωση αυτή, η καταστροφή του ξένου πράγµατος είναι παράνοµη και δηµιουργείται υποχρέωση αποζηµίωσης. 243 4. ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ Οι δικαιοπραξίες αποτελούν το κυριότερο µέσο µε το οποίο επιτυγχάνεται η κυκλοφορία των οικονοµικών αγαθών και η παροχή υπηρεσιών αλλά και αναπτύσσονται οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι οποίες ενδιαφέρουν το ιδιωτικό δίκαιο. I. Δικαιοπρακτική ελευθερία 244 Α. Έννοια της δικαιοπρακτικής ελευθερίας Δικαιοπρακτική ελευθερία του προσώπου είναι η ελευθερία του προσώπου για αυτοδέσµευση και αυτοκαθορισµό. Απόρροια της δικαιοπρακτικής ελευθερίας είναι η αρχή της ιδιωτικής αυτονοµίας, από την οποία απορρέουν οι εξής αρχές: α) Ελευθερία για τη σύσταση νοµικών προσώπων. β) Ελευθερία για την κατάρτιση συµβάσεων και ειδικότερα για την κατάρτιση ενοχικών συµβάσεων και για τη διαµόρφωση του περιεχοµένου αυτών. 245 Β. Περιορισµοί της δικαιοπρακτικής ελευθερίας Όσον αφορά τη σύσταση νοµικών προσώπων, η δικαιοπρακτική ελευθερία δεν είναι απεριόριστη, εφόσον είναι κλειστός ο αριθµός τους και δεν µπορούν οι συµβαλλόµενοι να συστήσουν άλλα νοµικά πρόσωπα, πλην των από το νόµο προβλεποµένων. Στο εµπράγµατο δίκαιο είναι κλειστός ο αριθµός των εµπραγµάτων δικαιωµάτων και καθορισµένο το περιεχόµενο αυτών (κυριότητα, δουλείες, ενέχυρο, υποθήκη). Στο οικογενειακό δίκαιο είναι κλειστός ο αριθµός των οικογενειακών σχέσεων, όπως είναι η µνηστεία, ο γάµος, η υιοθεσία, η αναγνώριση τέκνου. Στο κληρονοµικό δίκαιο κρατεί η αρχή της ελευθερίας ως προς τη διάθεση από τον κληρονοµούµενο της περιουσίας του. Περιορίζεται όµως ο διαθέτης, 70

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ γιατί θα πρέπει οπωσδήποτε να αφήσει στους νοµίµους µεριδούχους τη νόµιµη µοίρα. Επίσης στο κληρονοµικό δίκαιο είναι κλειστός ο αριθµός των δικαιοπραξιών, είναι ειδικοί οι τρόποι σύνταξης της διαθήκης, της ανάκλησής της κ.λπ. Στο ενοχικό δίκαιο, τέλος, µπορούν οι συµβαλλόµενοι να καταρτίσουν οποιαδήποτε ενοχική σύµβαση και µε οποιοδήποτε περιεχόµενο, εφόσον όµως η ενοχική σύµβαση είναι σύµφωνη µε τον νόµο και τα χρηστά ήθη. ΙΙ. Έννοια δικαιοπραξίας Α. Ειδικό και γενικό πραγµατικό της δικαιοπραξίας Δικαιοπραξία είναι η δήλωση της ιδιωτικής βούλησης ενός ή περισσοτέρων προσώπων, η οποία κατευθύνεται στην παραγωγή ηθεληµένου έννοµου αποτελέσµατος. Συγκεκριµένα: - Η βούληση πρέπει να κατευθύνεται στην παραγωγή έννοµου αποτελέσµατος. - Η βούληση πρέπει να δηλωθεί, να εκφρασθεί στον εξωτερικό κόσµο. Π.χ. ο Κ που θέλει να πωλήσει το σπίτι του, πρέπει να το δηλώσει και αν δεν το κάνει, δεν γίνεται ούτε το πρώτο βήµα προς κατάρτιση της δικαιοπραξίας. Υποστηρίζεται ότι ο παραπάνω ορισµός είναι ατελής, διότι καλύπτει µόνο τις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες, για την επέλευση εννόµου αποτελέσµατος, αρκεί µόνο δήλωση βούλησης. Πιο σωστός είναι ο ορισµός, κατά τον οποίο, δικαιοπραξία είναι το πραγµατικό, το οποίο περιέχει δήλωση ή δηλώσεις βούλησης και αναγνωρίζεται υπό του δικαίου, ως λόγος για την επέλευση ηθεληµένης έννοµης συνέπειας. Δικαιοπραξία, λοιπόν, είναι το πραγµατικό, το οποίο περιέχει δήλωση βούλησης και το οποίο αναγνωρίζεται από το νόµο ως λόγος για να επέλθει η έννοµη συνέπεια που θέλησε ο δικαιοπρακτών. Ως πραγµατικό νοείται το σύνολο των γεγονότων από τα οποία ο νόµος εξάρτησε ορισµένη συνέπεια. Προς ύπαρξη της δικαιοπραξίας απαιτείται να συντρέχουν όλα τα στοιχεία του πραγµατικού αυτής, τα οποία προβλέπονται από το νόµο. Τα στοιχεία µιας δικαιοπραξίας διακρίνονται σε ουσιώδη και επουσιώδη (φυσικά και ενδεχόµενα). α) Ουσιώδη στοιχεία (essentialia negotii). Για να µπορεί µια δικαιοπραξία να καταταγεί σε ορισµένο «τύπο δικαιοπραξίας», πρέπει η δήλωση βούλησης να περιλαµβάνει τα ουσιώδη στοιχεία του τύπου της συγκεκριµένης δικαιοπραξί- 246 247 248 249 250 71

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 251 252 253 ας. Ουσιώδη λοιπόν στοιχεία είναι το σύνολο των ρυθµίσεων, τις οποίες πρέπει, σύµφωνα µε το νόµο, να περιέχει η δήλωση βούλησης. Οι σχετικές ρυθµίσεις του νόµου αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο και δεν µπορούν ως εκ τούτου να τροποποιηθούν από ιδιαίτερη συµφωνία. Σε περίπτωση έλλειψής τους, η δικαιοπραξία καθίσταται ανυπόστατη, δηλαδή θεωρείται ανύπαρκτη κατά το δίκαιο και δεν παράγει κανένα έννοµο αποτέλεσµα, µπορεί ωστόσο να δηµιουργηθούν ευθύνες από διαπραγµατεύσεις ή από αδικοπραξία ή και αδικαιολόγητο πλουτισµό. Π.χ. ουσιώδη στοιχεία στη σύµβαση της πώλησης (513 ΑΚ) είναι το πράγµα, το τίµηµα και η συµφωνία περί το πράγµα και το τίµηµα χωρίς αυτά δεν υφίσταται καν σύµβαση πώλησης. β) Φυσικά στοιχεία (naturalia negotii) Πρόκειται για επουσιώδη στοιχεία της δικαιοπραξίας, οι έννοµες συνέπειες από τη συνδροµή των οποίων επέρχονται από το νόµο.π.χ. οι ρυθµίσεις για τη µετάθεση του κινδύνου στην πώληση, οι ρυθµίσεις για την ευθύνη του πωλητή για τα πραγµατικά και νοµικά ελαττώµατα του πωλουµένου πράγµατος κ.λπ. Οι ρυθµίσεις αυτές δεν είναι ουσιώδη στοιχεία της δικαιοπραξίας και για τον λόγο αυτό δεν είναι ανάγκη να καταλαµβάνονται από τη δήλωση της βούλησης. Αποτελούν ενδοτικό δίκαιο και µπορούν να τροποποιηθούν από τα συµβαλλόµενα µέρη. Την τροποποίησή τους αποδεικνύει αυτός που την επικαλείται. γ) Ενδεχόµενα στοιχεία (accidentalia negotii) Είναι οι ρυθµίσεις τις οποίες συµφωνούν οι δικαιοπρακτούντες και είτε τροποποιούν τα φυσικά στοιχεία είτε προσθέτουν όρους στη δικαιοπραξία. Τέτοια είναι ο αρραβώνας, η ποινική ρήτρα, η αίρεση, η προθεσµία. Η διάκριση των στοιχείων της δικαιοπραξίας σε ουσιώδη και µη ουσιώδη έχει σηµασία για την κατανοµή του βάρους απόδειξης. Τα ουσιώδη στοιχεία πρέπει να τα επικαλεστεί και να τα αποδείξει αυτός που επικαλείται την ύπαρξη ορισµένου «τύπου» δικαιοπραξίας (π.χ. δανείου). Τα φυσικά στοιχεία δεν χρειάζεται να αποδειχθούν, ενώ τα ενδεχόµενα στοιχεία αποδεικνύονται από εκείνον που τα επικαλείται. Ειδικό πραγµατικό, εποµένως, είναι όλα τα στοιχεία εκείνα, τα οποία είναι απαραίτητα, για να υπάρξει µια δικαιοπραξία, ως δικαιικό γεγονός. Το ειδικό πραγµατικό µπορεί να είναι απλό και σύνθετο. Το απλό πραγµατικό αποτελείται µόνο από τη δήλωση της βούλησης. Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου απαιτούνται και άλλες προϋποθέσεις για την επέλευση της ηθεληµένης έννοµης συνέπειας, π.χ. στη σύναψη του δανείου χρειάζεται και παράδοση των δανεισθέντων, στην τέλεση του γάµου δεν αρκεί η δήλωση βούλησης προς τέλεση γάµου, αλλά προκειµένου για θρησκευτικό γάµο, απαιτείται και ιερολογία, προκειµένου για πολιτικό γάµο η δήλωση πρέπει να γίνει ενώπιον του δηµάρχου ή του προέδρου και παρουσία δύο ενηλίκων µαρτύρων. 72

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ Τα επιπλέον γεγονότα και καταστάσεις, τα οποία µαζί µε το ειδικό πραγµατικό συγκροτούν το γενικό πραγµατικό της δικαιοπραξίας, είναι οι προϋποθέσεις του κύρους και οι όροι του ενεργού της δικαιοπραξίας. Προϋποθέσεις του κύρους της δικαιοπραξίας είναι οι προϋποθέσεις εκείνες, οι οποίες πρέπει να υπάρχουν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, για να είναι η δικαιοπραξία έγκυρη. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι: α) Ικανότητα προς δικαιοπραξία (127 επ. ΑΚ), β) εξουσία διάθεσης στις εκποιητικές δικαιοπραξίες (175, 176 ΑΚ), γ) η βούληση να είναι απαλλαγµένη ελαττωµάτων (140 επ. ΑΚ), δ) η δικαιοπραξία να είναι σύµφωνη µε το νόµο (174 ΑΚ) και τα χρηστά ήθη (178 ΑΚ) κ.ά. Όροι του ενεργού της δικαιοπραξίας είναι τα γεγονότα εκείνα, τα οποία πρέπει να συντρέξουν µετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, για να αποκτήσει ενέργεια η δικαιοπραξία. Π.χ. αν έγινε πώληση ακινήτου, για να γίνει κύριος ο αγοραστής πρέπει να µεταγραφεί το πωλητήριο συµβόλαιο (1192 ΑΚ). Αν έλαβε χώρα η ιδρυτική πράξη, προκειµένου να συσταθεί το ίδρυµα, απαιτείται προεδρικό διάταγµα, το οποίο θα εγκρίνει την ιδρυτική πράξη (108 ΑΚ). Διαφέρουν οι προϋποθέσεις του κύρους της δικαιοπραξίας από τους όρους του ενεργού της δικαιοπραξίας διότι: - Οι προϋποθέσεις του κύρους της δικαιοπραξίας προηγούνται ή συµπίπτουν χρονικά µε την δικαιοπραξία, ενώ οι όροι του ενεργού της δικαιοπραξίας έπονται της δικαιοπραξίας. - Η έλλειψη προϋπόθεσης κύρους της δικαιοπραξίας καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία, ενώ η έλλειψη όρου του ενεργού καθιστά ανενεργό τη δικαιοπραξία. Συνεπώς, το γενικό πραγµατικό αποτελείται από το ειδικό πραγµατικό, τις προϋποθέσεις του κύρους της δικαιοπραξίας και τους όρους του ενεργού της δικαιοπραξίας. Μόνον, αν υπάρχουν όλα αυτά, τότε η δικαιοπραξία είναι έγκυρη και παράγει τα έννοµα αποτελέσµατά της. 254 255 256 257 258 Β. Οιονεί δικαιοπραξίες Η δικαιοπραξία παρουσιάζει οµοιότητες µε µια άλλη κατηγορία νοµικών πράξεων, τις οιονεί δικαιοπραξίες. Η οιονεί δικαιοπραξία αποτελεί εξωτερίκευσηανακοίνωση δήλωσης και προκαλεί έννοµες συνέπειες. Ενώ όµως στη δικαιοπραξία το έννοµο αποτέλεσµα επέρχεται γιατί είναι ηθεληµένο, στην οιονεί δικαιοπραξία το έννοµο αποτέλεσµα επέρχεται από το νόµο. Π.χ. ο οφειλέτης Ο µε την όχληση (οιονεί δικαιοπραξία) από τον δανειστή του να του επιστρέψει τα οφειλόµενα, καθίσταται από το νόµο υπερήµερος. Επίσης 259 73

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 260 261 262 ο εκδοχέας αποκτά δικαιώµατα εναντίον του οφειλέτη µε την αναγγελία (οιονεί δικαιοπραξία) της εκχώρησης του χρέους. Στις οιονεί δικαιοπραξίες εφαρµόζονται αναλογικά οι διατάξεις περί δικαιοπραξιών. Όπως µια δικαιοπραξία µπορεί να προσβληθεί λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής, κατά τον ίδιο τρόπο µπορεί να προσβληθεί και µία οιονεί δικαιοπραξία. Ικανότητα διενέργειας προϋποθέτουν και οι οιονεί δικαιοπραξίες. Εφαρµόζονται δε αναλογικά στις οιονεί δικαιοπραξίες και οι διατάξεις περί αντιπροσώπευσης. Οι οιονεί δικαιοπραξίες περιέχουν εξωτερίκευση βούλησης ή ανακοίνωση παράστασης. Ανακοίνωση βούλησης είναι η πράξη µε την οποία ο πράττων εξωτερικεύει τη βούλησή του να επέλθει γεγονός στο µέλλον, από µόνη δε την εξωτερίκευση επέρχονται αυτόµατα οι έννοµες συνέπειες. Σε ό,τι αφορά την εξωτερίκευση βουλήσεως, εδώ υπάγονται οι εξής περιπτώσεις: - Πρόσκληση: Για να γίνει υπερήµερος ο οφειλέτης, δεν αρκεί να έληξε το χρέος, αλλά χρειάζεται πρόσκληση του δανειστή προς τον οφειλέτη να καταβάλει το χρέος. - Προειδοποίηση: Κατά το άρθρο 428 ΑΚ, αν το οφειλόµενο είναι κινητό πράγ- µα µη δεκτικό κατάθεσης, ο οφειλέτης σε περίπτωση που ο δανειστής γίνει υπερήµερος, µπορεί, αφού προηγουµένως ειδοποιήσει τον οφειλέτη, να πωλήσει το κινητό σε δηµόσιο πλειστηριασµό και να καταθέσει δηµόσια το πλειστηρίασµα. Ανακοίνωση παράστασης είναι η πράξη µε την οποία ο πράττων γνωστοποιεί σε κάποιον άλλον γεγονός του παρελθόντος ή του παρόντος και µε µόνη τη γνωστοποίηση επέρχονται αυτόµατα οι έννοµες συνέπειες. Σε ό,τι αφορά την ανακοίνωση παράστασης εδώ υπάγονται οι εξής πράξεις: - Παροχή πληροφοριών: Ο εντολοδόχος, ως προς την εντολή, υποχρεούται να παρέχει πληροφορίες στον εντολέα (718 ΑΚ). Ο πωλητής, υποχρεούται να πληροφορήσει τον αγοραστή για τις νοµικές σχέσεις του αντικειµένου της πώλησης (519 ΑΚ). - Λογοδοσία: Ο εντολοδόχος υποχρεούται να λογοδοτεί στον εντολέα, για την υπόθεση που του ανατέθηκε (865 ΑΚ). - Αναγγελία: Σύµφωνα µε το άρθρο 476 ΑΚ, στην εκχώρηση, για να διακοπεί ο σύνδεσµος µεταξύ του εκχωρητή και εκδοχέα, απαιτείται αναγγελία για την εκχώρηση που έγινε είτε από τον εκχωρητή είτε από τον εκδοχέα. Μετά την αναγγελία, ο οφειλέτης πρέπει να καταβάλει στον εκδοχέα. 74

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ Γ. Δικαιοπρακτικές παραλείψεις Την παράλειψη ο νόµος την έχει αναγάγει σε δήλωση βούλησης. Οι δικαιοπρακτικές παραλείψεις εµφανίζονται υπό τρεις µορφές: α) Δικαιοπρακτική παράλειψη, που δηµιουργεί έννοµη σχέση. Π.χ. έγινε πώληση µε σύµφωνο δοκιµής και συµφωνήθηκε να δηλώσει ο αγοραστής, µέσα σ ένα µήνα, αν το πράγµα του αρέσει. Ο µήνας πέρασε άπρακτος και δεν δήλωσε τίποτα. Εφόσον το πράγµα παραδόθηκε, τούτο λογίζεται ως έγκριση (564 παρ. 2 ΑΚ). β) Δικαιοπρακτική παράλειψη, που µαταιώνει τη δηµιουργία έννοµης σχέσης. Στο προηγούµενο παράδειγµα, εφόσον δεν παραδόθηκε το πράγµα, η σιωπή του αγοραστή λογίζεται ως αποποίηση (564 παρ. 2 ΑΚ). γ) Δικαιοπρακτική παράλειψη, που συµπληρώνεται µε διάταξη του νόµου. Π.χ. συµφωνήθηκε ο Α να εργασθεί στην επιχείρηση του Β, αλλά δεν συµφωνήθηκε µισθός. Σύµφωνα µε το άρθρο 649 ΑΚ λογίζεται ότι σιωπηρά έχει συµφωνηθεί µισθός, διότι η εργασία κατά τις συνηθισµένες περιστάσεις παρέχεται µόνο µε µισθό. Τίθεται το ζήτηµα αν στις δικαιοπρακτικές παραλείψεις µπορούν να εφαρµοσθούν οι διατάξεις για τις δικαιοπραξίες. Κατά µία γνώµη εφαρµόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τις δικαιοπραξίες µόνο στην πρώτη περίπτωση. Υποστηρίζεται όµως ότι εφαρµόζονται οι διατάξεις που εφαρµόζονται για τις δικαιοπραξίες, πλην των διατάξεων περί πλάνης, γιατί πρόκειται για αποτέλεσµα που το ορίζει ο νόµος και όχι για ηθεληµένο έννοµο αποτέλεσµα. Τέλος, σύµφωνα µε µία πλευρά της θεωρίας εφαρµόζονται οι διατάξεις για τις δικαιοπραξίες αναλογικά στις α και γ περιπτώσεις, ενώ στην περίπτωση β εφαρµόζονται µόνο οι διατάξεις σχετικά µε τη δικαιοπρακτική ικανότητα. 263 264 Δ. Υλικές πράξεις Υλικές είναι οι πράξεις εκείνες τις οποίες η έννοµη τάξη συνδέει ορισµένα έννοµα αποτελέσµατα, ανεξάρτητα από τη βούληση του πράττοντος. Π.χ. εύρεση θησαυρού (1093 ΑΚ), κατάληψη αδέσποτου κινητού πράγµατος (1075 ΑΚ), εύρεση απολωλότος (1081 ΑΚ), ειδοποιία (1061 ΑΚ). Μία κατηγορία υλικών πράξεων είναι οι µικτές υλικές πράξεις, οι οποίες συνδέονται µε περιστατικά, τα οποία ανάγονται στη βούληση του πράττοντος. Π.χ. στη διοίκηση αλλοτρίων, ο διοικητής αλλοτρίων έχει συνείδηση ότι διαχειρίζεται ξένη υπόθεση. Το ίδιο και στην κτήση εκουσίας κατοικίας, όπου χρειάζεται θέληση να συνιστά ο τόπος της φυσικής εγκατάστασης κέντρο απασχολήσεων του κατοικούντος. 265 266 75

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 267 Ε. Εξωδικαιοπρακτικές συµφωνίες Στις εξωδικαιοπρακτικές συµφωνίες εντάσσονται οι εξής περιπτώσεις: α) Συµφωνίες, µε τις οποίες οι σύζυγοι ρυθµίζουν την συµπεριφορά τους στο χώρο της συζυγικής ζωής. β) Οι φιλικές και κοινωνικές σχέσεις. γ) Οι συµφωνίες κυρίων, όταν τα µέρη δεν θέλουν να δεσµευθούν, αλλά επαφίενται στον λόγο τους για την τήρηση των συµφωνηθέντων. Παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις αυτές δεν ρυθµίζονται από το δίκαιο, ωστόσο από τη συµπεριφορά του προσώπου που τις παραβαίνει µπορεί να δηµιουργηθεί υποχρέωση αποζηµίωσης. Π.χ. ο Α σε γεύµα στο σπίτι του Β που ήταν καλεσµένος έπαθε σωµατική βλάβη, που προκλήθηκε από ανεπαρκή φωτισµό, γεγονός το οποίο γεννά νόµιµη αξίωση αποζηµίωσης από τον Β που προκάλεσε το ατύχηµα. IIΙ. Είδη δικαιοπραξιών 268 269 270 271 Α. Μονοµερείς και πολυµερείς δικαιοπραξίες Μονοµερής είναι η δικαιοπραξία, της οποίας το ειδικό πραγµατικό αποτελείται από τη δήλωση της βούλησης ενός µόνο προσώπου. Με τις µονοµερείς δικαιοπραξίες επέρχονται µεταβολές στις έννοµες σχέσεις του δικαιοπρακτούντος, όπως συµβαίνει µε την υπαναχώρηση, την καταγγελία. Επίσης, παρέχονται εξουσίες σε άλλο πρόσωπο, όπως στην περίπτωση της πληρεξουσιότητας. Πολυµερής δικαιοπραξία είναι εκείνη, της οποίας το ειδικό πραγµατικό αποτελείται από τις δηλώσεις βουλήσεως δύο ή περισσοτέρων προσώπων. Οι πολυ- µερείς δικαιοπραξίες διακρίνονται σε συµβάσεις, καταστατικές συµφωνίες και συνδικαιοπραξίες. α) Σύµβαση: Είναι η πολυµερής δικαιοπραξία, η οποία αποτελείται από δηλώσεις βουλήσεως δύο ή περισσοτέρων προσώπων, οι οποίες είναι αντίθετες µεταξύ τους, αλλά συµπίπτουν ως προς το επιδιωκόµενο έννοµο αποτέλεσµα, π.χ. πώληση, µίσθωση πράγµατος. Ειδική κατηγορία συµβάσεων αποτελούν οι κανονιστικές συµβάσεις, όπως είναι οι συλλογικές συµβάσεις εργασίας, ο κανονισµός της πολυκατοικίας. Οι συµβάσεις αυτές δεν δεσµεύουν µόνο τους συµβαλλοµένους, αλλά και τρίτους. β) Καταστατική συµφωνία: Είναι η συµφωνία, της οποίας το ειδικό πραγµατικό αποτελείται από δηλώσεις βουλήσεως περισσοτέρων προσώπων, οι οποίες 76

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ κατευθύνονται στην οργάνωση και λειτουργία ενός νοµικού προσώπου ή ενώσεως φυσικών προσώπων, χωρίς νοµική προσωπικότητα. γ) Συνδικαιοπραξία: Είναι η πολυµερής δικαιοπραξία, το ειδικό πραγµατικό της οποίας αποτελείται από δηλώσεις βουλήσεως δύο ή περισσοτέρων προσώπων, οι οποίες βαίνουν παράλληλα και κατευθύνονται από κοινού στην παραγωγή του ίδιου έννοµου αποτελέσµατος. Π.χ. η υπαναχώρηση (όταν ασκείται από πολλούς), η ιδρυτική πράξη. 272 B. Δικαιοπραξίες εν ζωή και δικαιοπραξίες αιτία θανάτου Δικαιοπραξίες εν ζωή είναι οι δικαιοπραξίες, οι οποίες παράγουν αποτελέσµατα, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ο δικαιοπρακτών βρίσκεται εν ζωή. Επιδόσεις εν ζωή αιτία θανάτου είναι αυτές που γίνονται από χαριστική αιτία, οι οποίες τελούν υπό την αίρεση ότι το πρόσωπο που θα λάβει από το άλλο θα επιβιώσει του τελευταίου. Π.χ. συµφωνείται µεταξύ δανειστή και οφειλέτη ότι το χρέος θα αποσβεσθεί, αν προαποβιώσει ο δανειστής. Ο Α καταθέτει στην Τράπεζα ορισµένο χρηµατικό ποσό υπέρ τρίτου, ο δε τρίτος θα εισπράξει το κατατεθέν ποσό, αν προαποβιώσει ο καταθέτης. Το ίδιο συµβαίνει και µε τη δωρεά αιτία θανάτου. Δικαιοπραξίες αιτία θανάτου είναι εκείνες, µε τις οποίες ρυθµίζονται σχέσεις, για τον χρόνο µετά τον θάνατο του δικαιοπρακτούντος, χρονικό σηµείο στο οποίο επέρχονται τα έννοµα αποτελέσµατα τους. Η δικαιοπραξία αιτία θανάτου είναι τυπική. Ο θάνατος στις δικαιοπραξίες αυτές είναι όρος του ενεργού της δικαιοπραξίας. 273 274 Γ. Δικαιοπραξίες προσωπικού και περιουσιακού δικαίου Δικαιοπραξίες προσωπικού δικαίου είναι οι δικαιοπραξίες, µε τις οποίες ρυθ- µίζονται θέµατα προσωπικής κατάστασης, όπως είναι ο γάµος, η µνηστεία, η υιοθεσία. Με τις δικαιοπραξίες περιουσιακού δικαίου ρυθµίζονται οι περιουσιακές σχέσεις, όπως είναι οι ενοχικές, οι εµπράγµατες, οι κληρονοµικές σχέσεις. 275 276 Δ. Δικαιοπραξίες ενοχικές και εµπράγµατες Ενοχικές δικαιοπραξίες είναι οι δικαιοπραξίες, µε τις οποίες συνιστάται (πώληση), αλλοιώνεται, µεταβιβάζεται (εκχώρηση) ή καταργείται (άφεση χρέους) ενοχικό δικαίωµα. Εµπράγµατες δικαιοπραξίες είναι εκείνες, µε τις οποίες µεταβιβάζεται η κυριότητα (1033, 1034 ΑΚ), συνιστάται (δουλεία), καταργείται (παραίτηση από τη 277 278 77

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ δουλεία), αλλοιώνεται (συµφωνείται επί δουλείας ύδρευσης ο δουλειούχος να αντλεί λιγότερο ή περισσότερο νερό) εµπράγµατο δικαίωµα επί ακινήτου. Στις εµπράγµατες δικαιοπραξίες, επέρχεται αµέσως το σκοπούµενο αποτέλεσµα, ενώ στις ενοχικές δικαιοπραξίες, δηµιουργείται υποχρέωση για παροχή, η εκπλήρωση της οποίας επιφέρει το σκοπούµενο οικονοµικό αποτέλεσµα. 279 280 Ε. Δικαιοπραξίες υποσχετικές και εκποιητικές Υποσχετικές δικαιοπραξίες είναι εκείνες, µε τις οποίες παρέχεται η υπόσχεση για κάποια παροχή. Μια υποσχετική δικαιοπραξία µπορεί να είναι υποσχετική για το ένα µέρος. Π.χ. σε περίπτωση χρησιδανείου (810 ΑΚ) ο χρησάµενος υπόσχεται να επιστρέψει το χρησιδανεισθέν. Ο οφειλέτης σε περίπτωση δανείου (806 ΑΚ), δηλ. ο δανειολήπτης, υποχρεούται να αποδώσει άλλα πράγµατα της αυτής ποιότητας και ποσότητας. Η παροχή, για την οποία δίνεται η υπόσχεση, δεν είναι ανάγκη να αναφέρεται σε υφιστάµενο δικαίωµα, αλλά µπορεί να αναφέρεται και σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη. Π.χ. στη σύµβαση εντολής, ο εντολοδόχος υπόσχεται την εκτέλεση κάποιας πράξης, υλικής ή νοµικής. Εκποιητικές δικαιοπραξίες είναι εκείνες, που έχουν σαν άµεσο αποτέλεσµα την εκποίηση του δικαιώµατος. Αν το εκποιούµενο δικαίωµα είναι ενοχικό, πρόκειται για ενοχικές εκποιητικές, αν όµως το εκποιούµενο δικαίωµα είναι εµπράγµατο, πρόκειται για εµπράγµατες εκποιητικές. Ενοχική εκποιητική είναι η δικαιοπραξία, που έχει σαν άµεσο αποτέλεσµα τη µεταβίβαση (εκχώρηση) ή την κατάργηση (άφεση χρέους) ενοχικού δικαιώ- µατος. Εµπράγµατη εκποιητική είναι εκείνη, που έχει σαν άµεσο αποτέλεσµα τη µεταβίβαση, τη σύσταση, την αλλοίωση ή την κατάργηση εµπραγµάτου δικαιώµατος. 281 282 ΣΤ. Δικαιοπραξίες αµφοτεροβαρείς και ετεροβαρείς Αµφοτεροβαρής είναι η σύµβαση µε την οποία δηµιουργείται δικαίωµα και υποχρέωση προς παροχή υπέρ και εις βάρος αµφότερων των συµβαλλοµένων, είναι δηλαδή η σύµβαση µε την οποία συµφωνείται ανταλλαγή παροχών. Οι συµβαλλόµενοι είναι ταυτόχρονα οφειλέτες και δανειστές, π.χ. σύµβαση πώλησης (513 ΑΚ), σύµβαση έργου (681 ΑΚ). Ετεροβαρής είναι η σύµβαση µε την οποία δηµιουργείται υποχρέωση προς παροχή εις βάρος µόνο του ενός συµβαλλοµένου, κατά τρόπο ώστε να υπάρχει µόνο ένας οφειλέτης και ένας µόνο δανειστής, π.χ. δωρεά (496 ΑΚ), παρακαταθήκη (822 ΑΚ), δάνειο (806 ΑΚ). 78

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ Η διάκριση των δικαιοπραξιών σε αµφοτεροβαρείς και ετεροβαρείς έχει µεγάλη πρακτική σηµασία για την υποβολή των αµφοτεροβαρών στην ειδική ρύθµιση των άρθρων 374 επ. ΑΚ σχετικά µε την αδυναµία παροχής και την υπερηµερία οφειλέτη. Ζ. Δικαιοπραξίες επιδοτικές και µη Επίδοση είναι η ενέργεια, µε την οποία πραγµατοποιείται περιουσιακή µετακίνηση και προσπορίζεται σε κάποιον δικαίωµα ή άλλο περιουσιακό όφελος. Π.χ. η µεταβίβαση κυριότητας, η σύσταση δουλείας, η άφεση χρέους. Δικαιοπραξία µη επιδοτική είναι αυτή που δεν παρέχει όφελος, π.χ. η παραίτηση από την κυριότητα του κινητού αν το κινητό γίνεται αδέσποτο, η καταγγελία συµβάσεως εργασίας. Ειδικότερη κατηγορία επιδοτικών δικαιοπραξιών είναι οι επαχθείς και χαριστικές. Επαχθείς είναι οι δικαιοπραξίες επίδοσης, στις οποίες η επίδοση γίνεται µε αντιπαροχή εκ µέρους του αντισυµβαλλόµενου, π.χ. πώληση (513 ΑΚ), ανταλλαγή (573 ΑΚ). Το αντάλλαγµα µπορεί να συνίσταται σε χρήµα ή σε άλλο περιουσιακό αγαθό αλλά και σε οποιαδήποτε οικονοµική θυσία εκ µέρους του λήπτη. Χαριστικές είναι οι δικαιοπραξίες επίδοσης στις οποίες γίνεται η επίδοση χωρίς αντάλλαγµα, από καθαρή ελευθεριότητα, δεν περιέχουν δηλαδή αντιπαροχή εκ µέρους του αντισυµβαλλόµενου, π.χ. δωρεά (496 ΑΚ), εντολή (713 ΑΚ), σύσταση ιδρύµατος (108 ΑΚ), άµισθη παρακαταθήκη (822 ΑΚ). Ο χαρακτήρας µιας δικαιοπραξίας ως χαριστικής δεν µεταβάλλεται από το γεγονός ότι επιβλήθηκε στον λήπτη µία υποχρέωση ως όρος ή τρόπος (503 και 2011 ΑΚ). 283 284 285 286 Η. Δικαιοπραξίες αιτιώδεις και αναιτιώδεις Αιτία επίδοσης είναι ο σκοπός της επίδοσης. Διακρίνονται τρία είδη σκοπών: τον άµεσο, τον έµµεσο και τον απώτερο (παραγωγικά αίτια της βούλησης). Ο άµεσος σκοπός συνίσταται στην επίδοση καθεαυτή, δηλαδή στον πλουτισµό του λήπτη και αντίστοιχα στη µείωση της περιουσίας του επιδίδοντος. Π.χ στη δικαιοπραξία της πώλησης ο άµεσος σκοπός συνίσταται στην ίδια την ανάληψη της υποχρέωσης του πωλητή να µεταβιβάσει και να παραδώσει το πράγµα στον αγοραστή. Ο έµµεσος σκοπός είναι ο δικαιολογητικός λόγος της επίδοσης. Πρόκειται για την απάντηση στο ερώτηµα για ποιο λόγο ο επιδίδων προβαίνει στην επίδοση. Π.χ. αιτία της µεταβίβασης ακινήτου µπορεί να είναι η πώληση, η δωρεά κ.ά. 287 79

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 288 289 290 291 292 293 Απώτερο σκοπό αποτελούν οι ψυχολογικοί ή κοινωνικοί λόγοι και τα «ελατήρια» που οδηγούν κάποιον στο να επιχειρήσει µια δικαιοπραξία, τα οποία είναι κατά κανόνα άγνωστα στον αντισυµβαλλόµενό του. Κρίσιµος νοµικά για τον χαρακτηρισµό µιας δικαιοπραξίας ως αιτιώδους ή αναιτιώδους είναι ο έµµεσος σκοπός. Όλες οι δικαιοπραξίες έχουν αιτία. Αιτία είναι το έµµεσο έννοµο αποτέλεσµα. Στις αιτιώδεις δικαιοπραξίες, το κύρος της επίδοσης, δηλ. της µεταβίβασης, εξαρτάται από την ύπαρξη της αιτίας και τη νοµιµότητα αυτής. Η αιτία αποτελεί το ειδικό πραγµατικό της επίδοσης, αποτελεί δηλαδή όρο του κύρους της δικαιοπραξίας. Είναι δυνατόν τα συµβαλλόµενα µέρη να καταστήσουν µια αναιτιώδη δικαιοπραξία αιτιώδη, αν εξαρτήσουν το κύρος της επίδοσης από την ύπαρξη και τη νοµιµότητα της αιτίας. Αιτιώδης είναι η δικαιοπραξία, στην οποία το κύρος της επίδοσης, της µεταβίβασης δηλαδή, εξαρτάται από την ύπαρξη και τη νοµιµότητα της αιτίας. Π.χ. µεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου, καθώς και η σύσταση ή η κατάργηση εµπραγµάτου δικαιώµατος επί ακινήτου είναι αιτιώδης. Το άρθρο 1033 ΑΚ ορίζει ότι για κάποια νόµιµη αιτία µετατίθεται η κυριότητα. Αν εποµένως η αιτία είναι ανήθικη, παράνοµη ή ανύπαρκτη, δεν µεταβιβάζεται η κυριότητα και το ακίνητο αναζητείται µε τη διεκδικητική αγωγή (1033, 1094 ΑΚ). Αναιτιώδης είναι η δικαιοπραξία, στην οποία το κύρος της επίδοσης δεν εξαρτάται ούτε από την ύπαρξη, ούτε και από τη νοµιµότητα της αιτίας. Π.χ. η µεταβίβαση της κυριότητας κινητού είναι αναιτιώδης (1034 ΑΚ). Αυτός στον οποίο γίνεται η µεταβίβαση του κινητού αποκτά την κυριότητα του πράγµατος, παρόλο που δεν έχει συµφωνηθεί για ποιο λόγο γίνεται η µεταβίβαση ή η αιτία για την οποία έγινε η µεταβίβαση (π.χ. πώληση) είναι άκυρη. Το πότε µια δικαιοπραξία είναι αιτιώδης ή αναιτιώδης είναι ζήτηµα ρύθµισης του νόµου. Οι εκποιητικές δικαιοπραξίες είναι άλλοτε αιτιώδεις και άλλοτε αναιτιώδεις. Αναιτιώδεις είναι οι εκποιητικές δικαιοπραξίες του ενοχικού δικαίου [άφεση χρέους (454 ΑΚ), εκχώρηση (455 ΑΚ), στερητική αναδοχή χρέους (471 ΑΚ)]. Αιτιώδεις είναι κατά κανόνα οι εκποιητικές δικαιοπραξίες του εµπράγµατου δικαίου που αφορούν ακίνητα [µεταβίβαση κυριότητας ακινήτου (1033 ΑΚ), σύσταση επικαρπίας σε ακίνητο (1143 ΑΚ), σύσταση πραγµατικής δουλείας (1121 ΑΚ)]. Αναιτιώδεις είναι οι εκποιητικές δικαιοπραξίες του εµπραγµάτου δικαίου που αφορούν κινητά [µεταβίβαση κυριότητας κινητού (1034 ΑΚ), σύσταση επικαρπίας σε κινητό (1143 ΑΚ)]. Οι υποσχετικές δικαιοπραξίες είναι κατά κανόνα αιτιώδεις, η δε λειτουργία της αιτίας στις αιτιώδεις υποσχετικές δικαιοπραξίες καταφαίνεται στο ακόλουθο παράδειγµα: Ο επιχειρηµατίας Α συµφωνεί µε τον διάσηµο καλλιτέχνη Β να µην εµφανισθεί στο κέντρο ανταγωνιστή του Γ, έναντι σεβαστού ποσού. Η υποχρέωση του Β είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη και εποµένως άκυρη. Το ίδιο συµβαίνει και µε την υπόσχεση του Α. 80

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ Θ. Δικαιοπραξίες καταπιστευτικές Καταπιστευτική είναι η δικαιοπραξία µε την οποία µεταβιβάζεται ένα δικαίωµα σε κάποιο πρόσωπο το οποίο δεσµεύεται ενοχικά έναντι του επιδίδοντος να ασκήσει τούτο για ένα συγκεκριµένο σκοπό και µετά την άσκησή του να το ανα- µεταβιβάσει στον επιδίδοντα. Αν γίνει δεκτό ότι αναγνωρίζεται η καταπιστευτική δικαιοπραξία, τότε θα υφίσταται µια τρίτη µορφή εµπράγµατης ασφάλειας, παράλληλη µε το ενέχυρο και την υποθήκη. Για να θεωρηθεί έγκυρη η καταπιστευτική δικαιοπραξία, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο σκοπός της εξασφάλισης της απαίτησης του δανειστή είναι νόµιµη αιτία µεταβίβασης. Μία γνώµη δέχεται ότι ο σκοπός της εξασφάλισης της απαίτησης του δανειστή δεν είναι νόµιµη αιτία µεταβίβασης και εποµένως δεν αναγνωρίζεται ή καταπιστευτική δικαιοπραξία. Αν εποµένως µεταβιβάσθηκε ακίνητο, εκείνος που το µεταβίβασε θα το ζητήσει µε τη διεκδικητική αγωγή, ενώ προκειµένου για µεταβίβαση κινητού, αυτός που µεταβίβασε το κινητό το αναζητεί µε αγωγή αδικαιολογήτου πλουτισµού. Υποστηρίζεται ότι η καταπιστευτική µεταβίβαση του κινητού έρχεται σε αντίθεση µε τον κλειστό αριθµό των εµπραγµάτων δικαιωµάτων και µε την απαγορευτική διάταξη του άρθρου 1213 ΑΚ, σύµφωνα µε την οποία δεν επιτρέπεται ενέχυρο µε αντιφώνηση της νοµής. Υπάρχει και η γνώµη, κατά την οποία η εξασφάλιση της απαίτησης του δανειστή αποτελεί νόµιµη αιτία µεταβίβασης. Κατά τη γνώµη αυτή, η αιτία θα πρέπει να γίνει αντιληπτή ως οικονοµικός ή κοινωνικός ή ηθικός λόγος της µεταβίβασης. Άλλωστε η εξασφάλιση της απαίτησης αποτελεί την αιτία στο ενέχυρο, την εγγύηση, την υποθήκη. 294 295 ΙV. Ευθύνη από τις διαπραγµατεύσεις Α. Έννοια διαπραγµατεύσεων Με τον όρο διαπραγµατεύσεις εννοούµε τις προφορικές ή έγγραφες συζητήσεις των µερών, µε σκοπό την κατάρτιση συµβάσεως. Κατά την ορθότερη γνώ- µη οι διαπραγµατεύσεις αρχίζουν όταν εκδηλωθεί ενδιαφέρον για τη σύναψη της σύµβασης. Αυτό µπορεί να συµβεί ρητά µε την υποβολή πρότασης ή και σιωπηρά µε την είσοδο του πελάτη στο κατάστηµα. Δηλαδή το στάδιο των διαπραγµατεύσεων υπάρχει ακόµη και πριν από την υποβολή πρότασης ή την πρόταση για την υποβολή πρότασης. Το στάδιο των διαπραγµατεύσεων λήγει µε την οριστική διακοπή των διαπραγµατεύσεων ή µε τη σύναψη προσυµφώνου ή µε την οριστική κατάρτιση της συµβάσεως. Κατά την κρατούσα γνώµη το στάδιο των διαπραγµατεύσεων δεν λήγει µε τη σύναψη άκυρης σύµβασης. 81 296 297

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Στο στάδιο των διαπραγµατεύσεων δεν υπάρχει συµβατικός δεσµός, αλλά µε βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, δηµιουργείται µία οιονεί συµβατική σχέση εµπιστοσύνης, από την οποία απορρέουν δικαιώµατα και υποχρεώσεις. Οι συµµετέχοντες σε αυτή τη σχέση υποχρεούνται να τηρούν µια υπεύθυνη και ειλικρινή συναλλακτική συµπεριφορά. 298 Β. Υποχρεώσεις στο στάδιο των διαπραγµατεύσεων Οι υποχρεώσεις που υπάρχουν στο στάδιο των διαπραγµατεύσεων είναι: α) Υποχρέωση για σοβαρή και έντιµη διαπραγµάτευση, ώστε να καταρτισθεί η σύµβαση. β) Υποχρέωση άµεσης αναγγελίας της αποφάσεως για διακοπή των διαπραγ- µατεύσεων και µη κατάρτιση της συµβάσεως. γ) Υποχρέωση διαφωτίσεως του άλλου µέρους, σχετικά µε τις πραγµατικές και νοµικές συνθήκες της συµβάσεως που πρόκειται να καταρτισθεί. δ) Υποχρέωση εχεµύθειας όπου απαιτείται. Η υπαίτια παραβίαση των ως άνω υποχρεώσεων δηµιουργεί ευθύνη προς αποκατάσταση της ζηµίας που υπέστη το άλλο µέρος. Η ευθύνη ονοµάζεται ευθύνη από τις διαπραγµατεύσεις ή προσυµβατική ευθύνη. 299 300 Γ. Έκταση ευθύνης από διαπραγµατεύσεις Η ευθύνη από τις διαπραγµατεύσεις κατά µία γνώµη είναι δικαιοπρακτική ευθύνη. Κατ άλλη γνώµη, είναι ευθύνη από αδικοπραξία. Κατά τρίτη γνώµη, είναι ιδιόρρυθµη ευθύνη, Κατά την ορθότερη γνώµη, πρόκειται για ευθύνη από το νόµο και τα κενά θα συµπληρωθούν αναλογικά, από τις διατάξεις της αδικοπρακτικής ευθύνης. Για να συντρέχει ευθύνη από τις διαπραγµατεύσεις (197 ΑΚ) πρέπει να υπάρχει: α) Στάδιο διαπραγµατεύσεων, σύµφωνα µε όσα ελέχθησαν, β) Συµπεριφορά αντίθετη προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σχέση εµπιστοσύνης. Τέτοια αντισυναλλακτική συµπεριφορά είναι αυτή που αντιβαίνει προς την αντικειµενική καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη που κρατούν στις συναλλαγές. γ) Η συµπεριφορά πρέπει να είναι υπαίτια. Η υπαιτιότητα περιλαµβάνει κάθε βαθµό πταίσµατος. Αν όµως πρόκειται για δωρεά, περιλαµβάνει µόνο τον δόλο και τη βαριά αµέλεια του δωρητή. δ) Ζηµία, η οποία να προκλήθηκε από τη διάψευση της εµπιστοσύνης ότι θα καταρτιζόταν η σύµβαση. 82

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ ε) Αιτιώδης συνάφεια µεταξύ του νόµιµου λόγου ευθύνης και της ζηµίας του άλλου προσώπου. Ακολουθείται η θεωρία της πρόσφορης αιτίας, πρέπει δηλαδή η ζηµία να προέκυψε από τη συγκεκριµένη υπαίτια αντισυναλλακτική συµπεριφορά του ζηµιώσαντος. Η αποζηµίωση από τις διαπραγµατεύσεις περιλαµβάνει το αρνητικό διαφέρον ή διαφέρον εµπιστοσύνης και καλύπτει τη ζηµία που έπαθε ο ζηµιωθείς, γιατί διαψεύσθηκε η εµπιστοσύνη του για την κατάρτιση της έγκυρης σύµβασης. Ειδικότερα, η αποζηµίωση καλύπτει τις δαπάνες ταξιδιού, δικηγόρου, συµβολαιογράφου, απώλεια ωρών εργασίας, απώλεια άλλων ευκαιριών κ.λπ. Τέλος η αξίωση αποζηµίωσης από ευθύνη για τις διαπραγµατεύσεις παραγράφεται µετά από πέντε χρόνια από τότε που ο ζηµιωθείς έλαβε γνώση της ζηµίας και του υποχρέου σε αποζηµίωση και οπωσδήποτε µετά από είκοσι χρόνια από την τέλεση της πράξης (198 ΑΚ). 301 V. Κατάρτιση δικαιοπραξίας Για να καταρτιστεί έγκυρα µια δικαιοπραξία απαιτείται να υπάρχουν ορισµένοι όροι που είναι κοινοί για όλες τις δικαιοπραξίες του Αστικού Κώδικα. Είναι τα λεγόµενα προαπαιτούµενα της δικαιοπραξίας, τα οποία πρέπει να υπάρχουν ώστε η δικαιοπραξία να αποτελεί εκδήλωση ώριµης, υγιούς και ελεύθερης βούλησης. Συγκεκριµένα, αναφέρονται τα εξής: α) Η δικαιοπρακτική ικανότητα, β) η δήλωση βούλησης, γ) η έλλειψη διάστασης µεταξύ δήλωσης και βούλησης, δ) η έλλειψη ελαττωµάτων στη βούληση, ε) το σύµφωνο µε το νόµο και τα χρηστά ήθη περιεχόµενο. 302 Α. Ικανότητα δικαίου και ικανότητα προς δικαιοπραξία Κάθε άνθρωπος έχει την ικανότητα δικαίου, δηλαδή την ικανότητα να είναι υποκείµενο δικαιωµάτων και υποχρεώσεων. Η ικανότητα αυτή δεν συµπίπτει µε τη δικαιοπρακτική ικανότητα, που σηµαίνει την ικανότητα κατάρτισης δικαιοπραξιών. Η δικαιοπρακτική ικανότητα προϋποθέτει ένα όριο πνευµατικής ωριµότητας, που ο νοµοθέτης ορίζει ότι συµπίπτει χρονικά µε την ενηλικίωση του προσώπου και την καλή σωµατική και ψυχική του υγεία, ώστε να είναι σε θέση να προστατεύει τα βιοτικά του συµφέροντα. 303 83

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Ανάλογα µε το βαθµό της δικαιοπρακτικής τους ικανότητας, ο νόµος διακρίνει τους συναλλασσοµένους σε πρόσωπα πλήρως ικανά για δικαιοπραξία, απολύτως ανίκανα και περιορισµένα ικανά. 1. Πλήρως ικανοί προς δικαιοπραξία 304 Σύµφωνα µε το άρθρο 127 ΑΚ, πλήρως ικανοί προς δικαιοπραξία είναι εκείνοι οι οποίοι συµπλήρωσαν το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους. Συνεπώς απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση πλήρους δικαιοπρακτικής ικανότητας είναι η ενηλικίωση, προκειµένου να διασφαλίζεται η ασφάλεια στις συναλλαγές. Για την εξεύρεση της ενηλικίωσης υπολογίζεται και η ηµέρα της γέννησης, πρέπει δε να περάσει ολόκληρη η τελευταία ηµέρα του 18 ου έτους. 2. Απολύτως ανίκανοι προς δικαιοπραξία 305 Απόλυτα ανίκανος για δικαιοπραξία είναι: α) Εκείνος που δεν συµπλήρωσε το δέκατο έτος της ηλικίας του και β) εκείνος που βρίσκεται σε πλήρη στερητική δικαστική συµπαράσταση (128 ΑΚ). Δικαστική συµπαράσταση είναι η κατάσταση στην οποία µπορεί να τεθεί µε δικαστική απόφαση ένα πρόσωπο κατά τη διάρκεια της οποίας είτε είναι ανίκανο για όλες (πλήρης στερητική) ή συγκεκριµένες (µερική στερητική) δικαιοπραξίες είτε προκειµένου να προβεί σε δικαιοπραξία πρέπει να έχει τη συναίνεση του δικαστικού συµπαραστάτη του (επικουρική). Συγγενής περίπτωση είναι και εκείνη του άρθρου 131 ΑΚ, που αφορά την κατηγορία των παροδικά ανικάνων προσώπων. Σύµφωνα µε τη διάταξη αυτή, η δήλωση της βούλησης είναι άκυρη, αν κατά τον χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πραττοµένων ή δεν είχε τη χρήση του λογικού του, επειδή έπασχε από πνευµατική ασθένεια. Έλλειψη συνείδησης σηµαίνει ότι υπάρχει αδυναµία διάγνωσης της ουσίας και του περιεχοµένου της πράξης, λόγω µέθης, πυρετού ή χρήσης ναρκωτικών. Στέρηση της χρήσης του λογικού σηµαίνει ότι αποκλείεται µε λογικούς υπολογισµούς, ο ελεύθερος καθορισµός της βούλησης. Τούτο συµβαίνει λόγω σχιζοφρένειας ή παράνοιας. Στην περίπτωση του άρθρου 131 ΑΚ, η γενοµένη δήλωση είναι άκυρη, ο δε δηλών θα υποχρεωθεί να ανορθώσει την ζηµία που έπαθε εκείνος προς τον οποίο έγινε η δήλωση, εφόσον αυτός, χωρίς πταίσµα του, αγνοούσε ότι ο δηλών δεν έχει συνείδηση των πραττοµένων και η ζηµία δεν µπορεί να καλυφθεί κατ άλλον τρόπο (132 ΑΚ). 84

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ 3. Περιορισµένα ικανοί για δικαιοπραξία Πρόσωπα τα οποία µπορούν να ενεργήσουν δικαιοπραξίες µόνο στις περιπτώσεις και µε τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόµος είναι τα εξής: α) Οι ανήλικοι που συµπλήρωσαν το δέκατο έτος της ηλικίας τους, β) εκείνοι που βρίσκονται σε µερική στερητική δικαστική συµπαράσταση και γ) εκείνοι που βρίσκονται σε επικουρική δικαστική συµπαράσταση. 306 4. Ανήλικοι Οι ανήλικοι, που συµπλήρωσαν το δέκατο έτος είναι κατά κανόνα ανίκανοι προς δικαιοπραξία. Ικανοί προς κατάρτιση δικαιοπραξιών είναι µόνο στις περιπτώσεις που ο νόµος ορίζει. Συγκεκριµένα: α) Αυτός που συµπλήρωσε το δέκατο έτος ανήλικος καταρτίζει δικαιοπραξίες, από τις οποίες αποκτά, απλώς και µόνο έννοµο όφελος (134 ΑΚ). Π.χ. µπορεί να αποδέχεται δωρεά. Τίθεται το ζήτηµα αν ανήλικος οκτώ ετών µπορεί να αποδεχθεί δωρεά την οποία του κάνει ο πατέρας του. Στην περίπτωση αυτή, θα γίνει αυτοσύµβαση, όπου ο πατέρας εµφανίζεται ως δωρητής και ως ασκών τη γονική µέριµνα του ανηλίκου, αποδεχόµενος τη δωρεά. Η αυτοσύµβαση, αν και κατά κανόνα είναι άκυρη σύµφωνα µε το άρθρο 235 ΑΚ, εδώ, δυνάµει συσταλτικής ερµηνείας, θα θεωρηθεί έγκυρη, αφού ο ανήλικος προσπορίζεται µόνο ωφέλεια. β) Αυτός που συµπλήρωσε το 14ο έτος µπορεί ελεύθερα να διαθέτει οτιδήποτε κερδίζει από την εργασία του, καθώς και οτιδήποτε του δόθηκε προς ιδία χρήση ή ελεύθερη διάθεση (135 ΑΚ). γ) Αυτός που συµπλήρωσε το 15ο έτος µπορεί να εκµισθώσει την εργασία του, µε ελεύθερη συναίνεση των γονέων του ή του επιτρόπου. Αν αρνούνται τα πρόσωπα αυτά να δώσουν τη συναίνεσή τους, αποφασίζει µε αίτηση του ανηλίκου το δικαστήριο (137 ΑΚ). δ) Ο έγγαµος ανήλικος µπορεί να ενεργεί οποιαδήποτε δικαιοπραξία απαραίτητη για τη συντήρηση τη δική του και της οικογένειάς του, να εκµισθώνει ακίνητα, να εισπράττει µόνος του εισοδήµατα από την περιουσία του και να διεξάγει µόνος του κάθε δίκη σχετική µε τις πιο πάνω δικαιοπραξίες (137 ΑΚ). 307 Β. Δήλωση βούλησης Απαραίτητη προϋπόθεση για να καταρτιστεί µια δικαιοπραξία είναι η εξωτερίκευση της δήλωσης αυτού που προβαίνει στην ενέργειά της. Με τη δήλωση βούλησης το πρόσωπο κάνει κάποια ενέργεια, η οποία έχει δικαιοπρακτική 308 85

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 309 310 311 312 313 σηµασία, δηλαδή κατευθύνεται στην παραγωγή κάποιου έννοµου αποτελέσµατος, π.χ. η υπογραφή εγγράφου, η ανάταση του χεριού στη συνέλευση σωµατείου. Η δήλωση βούλησης µπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή. α) Ρητή δήλωση είναι εκείνη, η οποία γίνεται µε λέξεις ή πράξεις, που είναι κατευθείαν παραστατικά της βούλησης, εκδηλώνουν δηλαδή άµεσα τη θέληση του προσώπου. Π.χ. συµβολαιογραφική δήλωση αποδοχής της κληρονοµίας, δήλωση προφορική ή γραπτή περί πωλήσεως ενός κοσµήµατος αντί κάποιας τιµής. β) Σιωπηρή δήλωση είναι η δήλωση που συνάγεται έµµεσα από πράξεις που έχουν γίνει για άλλο σκοπό, οι οποίες όµως συµπερασµατικά εµφανίζουν ορισµένη βούληση. Π.χ. το γεγονός ότι εισέρχεται κάποιος στο λεωφορείο και καταλαµβάνει µια θέση, έχει την έννοια ότι θέλει να καταρτίσει σύµβαση µεταφοράς. Από το ότι αφήνει κάποιος να περάσει άπρακτη η προθεσµία για αποποίηση της κληρονοµίας, συνάγεται ότι αποδέχεται την κληρονοµία. Ζήτηµα γεννιέται σχετικά µε το τι συµβαίνει µε τη σιωπή. Π.χ. αποστέλλονται αντίτυπα νεοεκδοθέντος έργου ή περιοδικού, που συνοδεύονται από τη δήλωση ότι «αν ο παραλήπτης δεν τα επιστρέψει µέσα σε ορισµένη προθεσµία, αποδέχεται ή συναινεί να εγγραφεί συνδροµητής σε περιοδικό». Ο παραλήπτης µπορεί ακίνδυνα να αδρανήσει. Θα ήταν υπερβολικό, µε µια οποιαδήποτε πρωτοβουλία (εδώ της αποστολής των αντιτύπων), να εξαναγκάσει κάποιον άλλο σε ενέργειες. γ) Νοµική ενέργεια της δήλωσης βούλησης: Για να αποφεύγονται αµφισβητήσεις ως προς τον ακριβή χρόνο που µία δήλωση βούλησης περιέρχεται στη γνώση του προσώπου στο οποίο απευθύνεται υπάρχει η διάκριση ανάµεσα στις απευθυντέες δηλώσεις βούλησης και τις µη απευθυντέες. i) Απευθυντέα δήλωση βούλησης: Σύµφωνα µε το άρθρο 167 ΑΚ «η δήλωση βουλήσεως έχει νοµική ενέργεια, από τότε που θα περιέλθει σε εκείνο στον οποίον απευθύνεται». Εκείνο που ενδιαφέρει είναι ότι αυτός προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση βούλησης να µπορούσε και να όφειλε να λάβει γνώση. Για παράδειγµα η επιστολή πρέπει να φτάσει σε εκείνον στον οποίο απευθύνεται ώστε η καταγγελία (απευθυντέα δικαιοπραξία) να παραγάγει τα έννοµα αποτελέσµατά της. Θα πρέπει να γίνει διάκριση αν η απευθυντέα δικαιοπραξία γίνεται µεταξύ παρόντων ή µεταξύ απόντων. - Μεταξύ παρόντων: Θα πρέπει και πάλι να διακρίνουµε, αν γίνεται εγγράφως ή προφορικά. Αν γίνεται εγγράφως, η δήλωση θεωρείται ότι περιήλθε σ εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται, µόλις εγχειρισθεί το έγγραφο περί αυτής, σε αυτόν. Αν γίνεται προφορικά δεν αρκεί η έναρθρη δήλωση αλλά απαιτείται οπωσδήποτε εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται να είναι σε θέση να την αντιληφθεί. Η δήλωση εποµένως που έγινε σε κουφό, δεν περιήλθε σ αυτόν. Προς παρόντα θεωρείται ότι γίνεται η δήλωση, και όταν γίνεται µε το τηλέφωνο ή µε 86

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ αγγελιοφόρο ή σε πληρεξούσιο του προσώπου στο οποίο απευθύνεται. Δεν παράγει έννοµα αποτελέσµατα η δήλωση σε περίπτωση βλάβης του τηλεφώνου ή όταν η δήλωση γίνεται σε άγνωστη για εκείνον στον οποίο απευθύνεται γλώσσα. - Μεταξύ απόντων: Η δήλωση της βούλησης παράγει έννοµα αποτελέσµατα, εάν ο λήπτης, κατά την κανονική πορεία των πραγµάτων, µπορούσε και όφειλε να λάβει γνώση αυτής. Έτσι αρκεί η δήλωση να περιέλθει στον αποδέκτη, µε την εγχείρισή της σ αυτόν προσωπικά ή σε πρόσωπα που βρίσκονται στην υπηρεσία του ή σε µέλη της οικογενείας του. Επίσης, όταν η δήλωση εναποτίθεται σε χώρο που βρίσκεται στη νοµή ή την κατοχή του αποδέκτη, π.χ. στο γραµµατοκιβώτιο, στην ταχυδροµική θυρίδα, στο σπίτι του, στο γραφείο του. Για συστηµένες επιστολές και τηλεγραφήµατα απαιτείται και η παρέλευση ορισµένου χρόνου για την παραλαβή. Αν πρόκειται για τηλεγραφήµατα, τα οποία µεταδίδονται τηλεφωνικά, θα πρέπει η µετάδοση αυτών να γίνει στο αρµόδιο πρόσωπο. Δεν παράγει έννοµα αποτελέσµατα η δήλωση βούλησης, εάν, προηγουµένως ή συγχρόνως, περιήλθε ανάκληση αυτής, σ εκείνον, στον οποίο απευθύνεται (168 ΑΚ). Εάν µετά τη δήλωση της βούλησης, ο δηλών πέθανε ή κατέστη ανίκανος για δικαιοπραξία, η δήλωση παραµένει ισχυρή, γιατί είναι αντίθετο µε την ασφάλεια των συναλλαγών αυτός που λαµβάνει τη δήλωση να µην είναι ασφαλής και βέβαιος ότι η δήλωση της βούλησης υφίσταται ή όχι νοµικά. ii) Μη απευθυντέα δήλωση βούλησης: Η δήλωση της βούλησης παράγει νο- µική ενέργεια από τότε που η βούληση θα εξωτερικευτεί, θα εµφανισθεί στον εξωτερικό κόσµο και δεν χρειάζεται να περιέλθει σε γνώση ορισµένου προσώπου για να παραγάγει έννοµα αποτελέσµατα. Π.χ. η αποποίηση της κληρονο- µίας ενεργεί από τότε που γίνεται στον γραµµατέα του Πρωτοδικείου της κληρονοµίας, η ιδιόγραφη διαθήκη παράγει έννοµα αποτελέσµατα από τότε που θα γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί µε το χέρι του διαθέτη, η προκήρυξη (709 ΑΚ) ενεργεί από τότε που εξωτερικεύεται η σχετική δήλωση βούλησης και αφού αποσταλεί προς δηµοσίευση. Σχετικά µε το ζήτηµα του πότε παράγει έννοµα αποτελέσµατα η δήλωση της βούλησης, υποστηρίχθηκαν οι εξής θεωρίες: - Θεωρία της εξωτερίκευσης: Κατ αυτή, η δήλωση της βουλήσεως παράγει έννοµα αποτελέσµατα, από τότε που θα εξωτερικευτεί στον εξωτερικό κόσµο. - Θεωρία της αποστολής: Κατ αυτή, δεν αρκεί να εξωτερικευθεί βούληση, αλλά θα πρέπει να αποσταλεί στα όργανα της δηµοσιότητας, όπως συµβαίνει µε την προκήρυξη. - Θεωρία της λήψης: Είναι η κρατούσα θεωρία, την οποία καθιερώνει και ο ΑΚ. Κατ αυτή, η δήλωση της βούλησης παράγει έννοµα αποτελέσµατα, από τότε που θα περιέλθει σ εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται, εφόσον αυτός κατά 314 315 87

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ την κανονική πορεία των πραγµάτων µπορούσε και όφειλε να λάβει γνώση (167 ΑΚ). - Θεωρία της γνώσης: Κατ αυτή, εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση της βουλήσεως πρέπει να λάβει γνώση αυτής, ώστε η δήλωση να παραγάγει τα έννοµα αποτελέσµατά της. 316 Γ. Έλλειψη διάστασης µεταξύ δήλωσης και βούλησης Για να καταρτιστεί έγκυρα µια δικαιοπραξία δεν απαιτείται µόνο η ύπαρξη της δήλωσης βούλησης του δικαιοπρακτούντος αλλά είναι απαραίτητο αυτή να συµφωνεί προς τη θέλησή του, διαφορετικά υπάρχει διάσταση µεταξύ δήλωσης και βούλησης, η οποία διακρίνεται σε εκούσια και ακούσια. Κυριότερη περίπτωση εκούσιας διάστασης µεταξύ δήλωσης και βούλησης είναι η εικονική δικαιοπραξία. Άλλες περιπτώσεις εκούσιας διάστασης µεταξύ δήλωσης και βούλησης είναι η κρυψιβουλία και ο αστεϊσµός. 1. Εικονικότητα 317 318 319 Εικονική είναι η δήλωση βουλήσεως και κατ ακολουθίαν και η δικαιοπραξία, η οποία δεν γίνεται στα σοβαρά, αλλά κατά φαινόµενο (138 ΑΚ). Τα ελατήρια για την εικονική δικαιοπραξία είναι διάφορα, συνήθως όµως επιδιώκεται η βλάβη τρίτων. Συνέπεια της εικονικής δήλωσης είναι η απόλυτη ακυρότητα της δικαιοπραξίας στο πραγµατικό της οποίας περιέχεται. Αν κάποιος πώλησε και µεταβίβασε ένα πράγµα εικονικά, τόσο η υποσχετική όσο και η εκποιητική δικαιοπραξία είναι απολύτως άκυρες και εκείνος που µεταβίβασε το πράγµα εικονικά µπορεί να το διεκδικήσει (138 παρ. 1 ΑΚ). Κατά το άρθρο 139 ΑΚ «η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που συναλλάχθηκε αγνοώντας την». Π.χ. ο Α πωλεί στον Β ένα ακίνητο εικονικά και στη συνέχεια ο Β το πωλεί στον Γ. Για να στραφεί ο Α εναντίον του Γ, θα πρέπει να αποδείξει ότι η µεταβίβαση προς τον Β είναι εικονική και ότι ο Γ, που απέκτησε από τον εικονικώς αγοράσαντα γνώριζε ή από βαριά αµέλεια αγνοούσε την εικονικότητα. Αν πρόκειται για εικονική διαθήκη, πρέπει να αποδειχθεί ότι είναι εικονική, προκειµένου να ακυρωθεί. Δεν είναι ανάγκη να αποδειχθεί και ότι ο τετιµηµένος γνώριζε ή από βαριά αµέλεια αγνοούσε την εικονικότητα. Απόλυτη είναι η εικονικότητα όταν δεν καλύπτει άλλη ηθεληµένη δικαιοπραξία, όπως για παράδειγµα η εικονική µεταβίβαση ακινήτων από οφειλέτη µε πολλά χρέη. Αντίθετα, σχετική είναι η εικονικότητα όταν κάτω από την εικονική δικαιοπραξία καλύπτεται άλλη δικαιοπραξία. Π.χ. ο Α πωλεί ένα δακτυλίδι στη φίλη του Β, ενώ στην πραγµατικότητα καλύπτεται δωρεά ή ο κύριος αγροκτήµατος Κ πωλεί στο Δ το αγρόκτηµά του µε τίµηµα 15.000 ευρώ, ενώ στην πραγµατικότητα ήθελαν τίµηµα 20.000 ευρώ. Η εικονική δικαιοπραξία που καταρτίστηκε 88

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ εξακολουθεί να είναι άκυρη. Ωστόσο αν τα µέρη ήθελαν την καλυπτόµενη δικαιοπραξία και συντρέχουν και οι προϋποθέσεις για την κατάρτισή της, αλλά και εφόσον δεν είναι αντίθετη στο νόµο ή στα χρηστά ήθη, τότε αυτή (η καλυπτόµενη) δικαιοπραξία είναι έγκυρη. Η σχετική εικονικότητα εµφανίζεται υπό τρεις µορφές: ως προς το είδος της δικαιοπραξίας, ως προς το τίµηµα και ως προς το πρόσωπο, για την κατανόηση των οποίων παρατίθενται σχετικά παραδείγµατα. α) Εικονικότητα ως προς το είδος της δικαιοπραξίας: Ο Α επιθυµεί να δωρίσει στον Β ένα ακίνητο. Για να αποφύγει όµως τη βαρύτερη φορολογία ή την οργή των οικείων του, πωλεί το ακίνητό του στον Β. Σύµφωνα µε το άρθρο 138 παρ. 2 ΑΚ, πρόκειται για σχετική εικονικότητα ως προς το είδος της δικαιοπραξίας. Κάτω από την πώληση, καλύπτεται δωρεά, η οποία είναι έγκυρη, αν την ήθελαν τα µέρη και περιεβλήθη τον απαιτούµενο τύπο. Αν πρόκειται για δωρεά κινητού, µε την παράδοση αυτού θεραπεύεται η ακυρότητα λόγω έλλειψης δικαιοπρακτικού συµβολαιογραφικού τύπου. β) Εικονικότητα ως προς το τίµηµα: Μεγάλη πρακτική σπουδαιότητα έχει το συγκεκριµένο ζήτηµα, ιδίως στην πώληση ακινήτου, όπου αναγράφεται στο συµβόλαιο τίµηµα µικρότερο από το συµφωνηθέν. Κατά την κρατούσα γνώµη έγκυρη είναι η πώληση µόνο για το (µικρότερο) τίµηµα που δηλώθηκε ενώπιον του συµβολαιογράφου. Αν όµως ο αγοραστής κατέβαλε το µεγαλύτερο τίµη- µα, µπορεί να αναζητήσει τη διαφορά αλλά µόνο κατά το µέτρο που το ποσό που κατέβαλε υπερβαίνει την αντικειµενική αξία του ακινήτου. γ) Εικονικότητα ως προς το πρόσωπο: Ο Α, σύζυγος της Σ, θέλει να αγοράσει ένα ακίνητο, αλλά δεν θέλει να φαίνεται ως αγοραστής. Για το λόγο αυτό η σύζυγός του, το αγοράζει από τον Β στο όνοµά της. Στην πραγµατικότητα όµως το αγόρασε για τον σύζυγό της Α. Το ερώτηµα είναι, αν η πώληση αυτή είναι έγκυρη για τον Α. Η σύµβαση µεταξύ της Σ και του Β είναι άκυρη, γιατί είναι εικονική (138 παρ. 1 ΑΚ). Η σύµβαση µεταξύ του Α και του Β, κατά µία γνώ- µη, είναι άκυρη, αφού η µεταβίβαση του ακινήτου είναι τυπική και αφού από τη σύµβαση µεταξύ του Β και της Σ, δεν προκύπτει το όνοµα του αγοραστή. Κατ άλλη γνώµη, η σύµβαση µεταξύ του Α και του Β είναι έγκυρη, αφού ο πραγµατικός αγοραστής µπορεί να αποδειχθεί µε τα συνήθη αποδεικτικά µέσα. Στην περίπτωση αυτή, ο πραγµατικός αγοραστής Α θα πρέπει να εγκρίνει τη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από τη σύµβαση µεταξύ Β και Σ και να τη µεταγράψει. Σύµφωνα µε τη γνώµη αυτή, δεν προσβάλλονται τα συµφέροντα των τρίτων, διότι οι τρίτοι προστατεύονται µε τη διάταξη του άρθρου 139 ΑΚ, σύµφωνα µε την οποία η εικονικότητα δεν βλάπτει αυτόν που συναλλάχθηκε εν αγνοία αυτής, δηλαδή αυτόν ο οποίος ούτε γνώριζε, ούτε όφειλε να γνωρίζει την εικονικότητα. 320 321 322 89