ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ Ενώπιον: Λ. Καλογήρου, Π.Ε.Δ. Αρ. Αγωγής: 3987/2013 Μεταξύ: 1. RICNI SECRETARIAL SERVICES LIMITED 2. P.O. PONDERING LIMTED 3. RICNI NOMINEES SERVICES LIMITED 4. PROXIMITY FINANCIAL CORPORATION LIMITED 5. ΡΙΚΚΟΣ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ 6. DARE INVESTMENTS LIMITED Εναγόντων Και 1. ΑΝΤΡΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ, ως Διαχειρίστριας της CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC COMPANY LIMITED 2. CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC COMPANY LIMITED Εναγομένων ---------------------- Αίτηση Παραμερισμού ημ. 25.2.2014 Ημερομηνία: 30 Σεπτεμβρίου, 2014
Εμφανίσεις: Για την Εναγόμενη 1 - Αιτήτρια 1: κος Αλ. Ευαγγέλου μετά της κας Θ. Ραπτοπούλου και κος Π. Νεοκλέους μετά της κας Μ. Τζιουτ Για την Εναγόμενη 2 - Αιτήτρια 2: κος Π. Νεοκλέους μετά της κας Μ. Τζιουτ Για τους Ενάγοντες - Καθ' ων η αίτηση: κος Κυπρίζογλου για Ρ. Ερωτοκρίτου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ Η πιο πάνω αγωγή σχετίζεται με τα πρόσφατα προβλήματα ρευστότητας των Τραπεζών που οδήγησαν την Κύπρο σε βαθύτατη οικονομική κρίση. Όπως είναι γνωστό στις 22.3.2013, ψηφίστηκε ο Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμος του 2013 (Ν.17(1)/2013 (στη συνέχεια «Ο Νόμος»), στα πλαίσια του οποίου εκδόθηκε, ανάμεσα σε άλλα, το Περί Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD Διάταγμα του 2013 (Κ.Δ.Π. 104/2013). Η Εναγομένη 1 ενάγεται υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστρια της Εναγομένης 2, η οποία τέθηκε υπό καθεστώς εξυγίανσης, με βάση τις πρόνοιες του πιο πάνω Νόμου. Είναι παραδεχτό πως η Ενάγουσα 1 διατηρούσε κατάθεση τακτής προθεσμίας στην Εναγομένη 2, η οποία στις 26.3.2013 παρουσίαζε υπόλοιπο
ύψους 739.437,40 προς όφελος της Ενάγουσας. Είναι, περαιτέρω αποδεκτό, ότι η Ενάγουσα 6, όφειλε στις 26.3.2013 στην Εναγομένη 2 κάποιο αδιευκρίνιστο ποσό το οποίο αποτελούσε υπόλοιπο δανείου ύψους 600.000 που είχε λάβει από την Εναγομένη 2 το έτος 2008. Με βάση τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα 5, οι οποίοι δεν έχουν αμφισβητηθεί, τυγχάνει δικαιούχος, μέσω των Εναγουσών 2 και 4, του 50% των μετοχών της Ενάγουσας 6. Ειδικότερα κατέχει μέσω των υπό αναφοράν εταιρειών, 500 από τις 1000 εκδοθείσες μετοχές της Ενάγουσας 6. Με βάση τις πρόνοιες του πιο πάνω Νόμου και των διαταγμάτων που εκδόθηκαν, δυνάμει αυτού, από την αναφερθείσα κατάθεση της Ενάγουσας 1, αφαιρέθηκε ποσό ύψους 100.000.- το οποίο κατατέθηκε σε άλλο λογαριασμό που μεταφέρθηκε στην Τράπεζα Κύπρου, ενώ το υπόλοιπο ποσό, ύψους 639.437,40 απομειώθηκε. Μετά από παραστάσεις του Ενάγοντα 5, οι Εναγόμενες 1 και 2 αποδέχθηκαν διαχωρισμό του χρέους της Ενάγουσας 6, γεγονός που μείωσε το ποσό της συνολικής απώλειας/απομείωσης σε 516.437,40. Ο Ενάγων 5, υπό την ιδιότητα του ως τελικός δικαιούχος μέτοχος των Εναγουσών 1, 2 και 4 και ως δικαιούχος του 50% των μετοχών της Ενάγουσας 6, ζήτησε από τις Ενάγουσες με επιστολή του ημερ. 8.5.2013, ανάμεσα σε άλλα, όπως συμψηφιστεί το χρέος των Εναγουσών 2 και 4, ήτοι το ½ του χρέους της Ενάγουσας 6, με την απομειωθείσα κατάθεση της Ενάγουσας 1.
Οι Εναγόμενες απέρριψαν το αίτημα και ακολούθησε η καταχώριση της αγωγής με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό από τις Ενάγουσες. Με την αγωγή εζητείτο, ανάμεσα σε άλλα: α) Συμψηφισμός του χρέους των Εναγουσών 2, 4 και 6 με την κατάθεση της Ενάογυσας 1, ως ανωτέρω, και β) Απαλλαγή του ½ μεριδίου του κτήματος της Ενάγουσας 6 από τις υποθήκες που είχαν εγγραφεί προς όφελος της Εναγομένης 2 κατά τη σύναψη του δανείου της Ενάγουσας 6 από την Εναγόμενη 2. Στις 8.11.2013, το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στην απουσία των Εναγομένων, στις οποίες είχε γίνει επίδοση της αγωγής αλλά παρέλειψαν να καταχωρίσουν σημείωμα εμφάνισης. Με την απόφαση ικανοποιήθηκαν τα παρακλητικά Γ και Δ της Έκθεσης Απαίτησης (α και β ανωτέρω), αφού οι Ενάγοντες εγκατέλειψαν τις θεραπείες Α και Β. Με την εξεταζόμενη αίτηση, που καταχώρισαν οι Εναγόμενες στις 25.2.2014, επιδιώκουν τον παραμερισμό της απόφασης. Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση υπογράφεται από τη δικηγόρο στο δικηγορικό γραφείο των Εναγομένων κα Ε. Σπανού. Η δικαιολογία που προβάλλει για την παράλειψη εμφάνισης, είναι πως η Ενάγουσα 1, είχε εγείρει, παράλληλα με την παρούσα αγωγή και την αγωγή υπ' αρ. 1482/2013 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην οποία κατεχωρήθη εμφάνιση. Από παραδρομή και/ή από αβλεψία, αναφέρει, οι δικηγόροι του γραφείου τους θεώρησαν ότι επρόκειτο για την ίδια αγωγή και για το λόγο αυτό παρέλειψαν να εμφανιστούν στην παρούσα υπόθεση. Με
έκπληξη τους, συνεχίζει, πληροφορήθηκαν την έκδοση της απόφασης στην παρούσα αγωγή και τότε αντιλήφθηκαν ότι επρόκειτο για δύο ξεχωριστές αγωγές. Μόλις το πληροφορήθηκαν, καταλήγει, έσπευσαν χωρίς καθυστέρηση και κατεχώρισαν την παρούσα αίτηση. Όσον αφορά τους λόγους υπεράσπισης, υποστηρίζει πως με βάση τις πρόνοιες του Νόμου [Άρθρο 24(2)(γ)], το χρέος της Ενάγουσας 6 δεν μπορούσε να συμψηφιστεί με την κατάθεση της Ενάγουσας 1. Με βάση τη συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια, εξηγεί, συμψηφίζονται δύο ή περισσότερες απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που οφείλονται μεταξύ της Τράπεζας και ενός αντισυμβαλλόμενου. Η πρόνοια, καταλήγει, δεν καλύπτει τις υποχρεώσεις πολλών αντισυμβαλλομένων ξεχωριστά, έστω και εάν αυτοί συνδέονται μεταξύ τους. Οι Ενάγοντες καταχώρισαν ένσταση υποστηρίζοντας πως δεν δικαιολογείται το αίτημα, τόσο γιατί δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς η παράλειψη των Εναγομένων να εμφανιστούν, όπως και η καθυστέρηση στην προώθηση της αίτησης, όσο και επειδή απέτυχαν να καταδείξουν συζητήσιμη υπεράσπιση. Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση, ο Ενάγων 5, αφού παραθέτει τις γνωστές αρχές στη βάση των οποίων ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης ερήμην του Εναγομένου, εκθέτει τους λόγους για τους οποίους εισηγείται ότι θα πρέπει να απορριφθεί η αίτηση. Ειδικότερα: α) Σε σχέση με την αποκάλυψη καλής υπεράσπισης υποστηρίζει πως η εκδοθείσα απόφαση ορθά εκδόθηκε αφού το Δικαστήριο πείσθηκε ότι οι
Ενάγουσες Εταιρείες αποτελούσαν στην πραγματικότητα το «alter ego» του ιδίου (Ενάγοντα 5), τόσο αναφορικά με τις ευθύνες, όσο και σε σχέση με τα δικαιώματα του έναντι της Τράπεζας. Στην κατάληξη αυτή, εξηγεί, οδηγήθηκε το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας ορθά τις αρχές για άρση του εταιρικού πέπλου σε αστικές υποθέσεις, για σκοπούς συμψηφισμού της κατάθεσης της Ενάγουσας 1 με το δάνειο της Ενάγουσας 6. Υποστηρίζει, επίσης, πως ούτε το Άρθρο 24, ούτε άλλες πρόνοιες του Νόμου, εμποδίζουν τον συμψηφισμό των καταθέσεων και των δανείων, κάτω από τις περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης. β) Όσον αφορά τους λόγους που προβάλλονται με την ένορκη δήλωση της κας Ε. Σπανού, για την παράλειψη των Εναγομένων να καταχωρίσουν σημείωμα εμφάνισης, υποστηρίζει πως είναι νόμω και ουσία αβάσιμοι και ανεδαφικοί. Επιπλέον, αναφέρει, δεν δίδεται οποιαδήποτε εξήγηση για την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην καταχώριση της αίτησης. Όπως αναφέρει, η απόφαση επιδόθηκε στις Εναγόμενες στις 29.11.2013 και η αίτηση παραμερισμού κατεχωρήθηκε 3 μήνες μετά. Η πιο πάνω συμπεριφορά των Εναγομένων, καταλήγει, συνιστά ασύγγνωστη αμέλεια και καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας που δεν τους παρέχει το δικαίωμα να απαιτούν επανάνοιγμα της υπόθεσης. Με τις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, ανέπτυξαν τις θέσεις των διαδίκων παραπέμποντας σε συγγράμματα και νομολογία. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εναγομένων εισηγήθηκαν πως η περίπτωση είναι κατάλληλη για άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ του αιτήματος. Πρόκειται, επεσήμανε ο κος Νεοκλέους, για
ιδιάζουσα υπόθεση, λόγω των γενικότερων επιπτώσεων που θα έχει η απόφαση και των επιπλοκών που θα δημιουργηθούν αφού υπάρχουν πολλές άλλες παρόμοιες περιπτώσεις. Υποδεικνύοντας πως με βάση τις πρόνοιες της Κ.Δ.Π. 104/13, όλα τα περιουσιακά στοιχεία καθώς και οι υποχρεώσεις της Εναγομένης 2 μεταφέρθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου, εισηγήθηκε πως δεν είναι ενώπιον του Δικαστηρίου όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι. Θα έπρεπε, επεσήμανε, να προστεθεί ως διάδικος τόσο η Τράπεζα Κύπρου στην οποία μεταφέρθηκαν τα επίδικα δάνεια, όσο και η Αρχή Εξυγίανσης, για να μπορέσουν οι Ενάγοντες να προωθήσουν αίτημα συμψηφισμού. Σε κάθε περίπτωση, εισηγήθηκε, οι Εναγόμενες αποκάλυψαν μια συζητήσιμη υπεράσπιση καθόσον έχουν αποδείξει πως ο προτεινόμενος συμψηφισμός αντίκειται στις πρόνοιες του Νόμου. Σε σχέση με την παράλειψη εμφάνισης, υποστήριξε πως από τα γεγονότα που παρατίθενται στην ένορκη δήλωση της κας Σπανού, συνάγεται πως πρόκειται για ένα γνήσιο λάθος των δικηγόρων των Εναγομένων. Οι περιστάσεις αυτές δεν συνηγορούν με τη θέση των Εναγόντων ότι οι Εναγόμενες επέδειξαν αδιαφορία ή έλλειψη σεβασμού προς το Δικαστήριο. Ο κος Ευαγγέλου στη δική του αγόρευση, υπέδειξε με παραπομπές στη Νομολογία (μεταξύ άλλων Salomon v. Salomon and Co. (1897) A.C.22, Michaelides v. Gavrielides (1980) 1 C.L.R. 244 κ.α.) πως δεν συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για άρση του εταιρικού πέπλου, όπως εισηγούνται οι Ενάγουσες με την ένσταση τους. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγόντων υποστήριξε πως δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς η παράλειψη των Εναγομένων να καταχωρίσουν εμφάνιση. Εισηγήθηκε, περαιτέρω, πως η παράλειψη τους να καταχωρίσουν την αίτηση ευθύς μόλις ενημερώθηκαν για την έκδοση απόφασης, ισοδυναμεί με καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας. Υπέδειξε επί του προκειμένου, πως η απόφαση επιδόθηκε στις εναγόμενες στις 29.11.2013, γεγονός που αναφέρθηκε στην παράγραφο 9 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την
ένσταση. Οι λόγοι που προβάλλουν ως υπεράσπιση, κατέληξε, δεν αποτελούν, με βάση τις αρχές που έχουν καθιερωθεί από τη νομολογία, ουσιαστική και συζητήσιμη υπεράσπιση. Είναι πολύ καλά γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του εναγομένου. Ο αιτητής οφείλει αφ' ενός να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει λογικοφανή υπεράσπιση, παρουσιάζοντας γεγονότα που να την καθιστούν συζητήσιμη και αφ' ετέρου να δώσει επαρκείς εξηγήσεις για την παράλειψη του να καταχωρίσει εμφάνιση και για την τυχόν καθυστέρηση του να αποταθεί στο Δικαστήριο. Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Φυλαχτού ν. Μιχαήλ (1982) 1 Α.Α.Δ. 204, το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεση του εφόσον αποκαλύπτει υπεράσπιση. Όπου όμως διαπιστώνεται ότι η διαγωγή του αιτητή είναι ασυγχώρητη, περιφρονητική, μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου, το Δικαστήριο δύναται να αρνηθεί να παραμερίσει την απόφαση. (βλ. επίσης Milouca Motor Trading Ltd ν. Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941). Έχει, περαιτέρω, νομολογηθεί πως το Δικαστήριο, κατά την εξέταση των γεγονότων που προβάλλονται για κατάδειξη καλής υπεράσπισης, δεν προχωρεί σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρατίθεται αλλά περιορίζεται σε εξέταση κατά πόσο η προβαλλόμενη υπεράσπιση είναι λογικοφανής, ως βασισμένη σε γεγονότα που την καθιστούν συζητήσιμη (βλ. Πατούρης ν. Hellenic Bank Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 2118, Joseph Κόκκινος ν. Wyn Developments Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 32/2010, ημερ. 20.1.2014).
Έχω εξετάσει την αίτηση, υπό το πρίσμα των πιο πάνω νομικών αρχών, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις θέσεις και εισηγήσεις των δύο πλευρών. Όσον αφορά την πρώτη υποχρέωση των αιτητριών, ήτοι για παρουσίαση γεγονότων από τα οποία να προκύπτει συζητήσιμη υπέράσπιση, δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Οι Εναγόμενες ισχυρίζονται, με αναφορά στις πρόνοιες του Νόμου (Άρθρο 24 (2) (γ), πως ο συμψηφισμός που επιδιώκουν οι Ενάγοντες δεν είναι εφικτός. Το γεγονός ότι ο συμψηφισμός αφορά χρέος της Εναγόμενης 6, που είναι ένα ξεχωριστό νομικό πρόσωπο από την Ενάγουσα 1, η οποία είναι η δικαιούχος της κατάθεσης, αποτελεί, εκ πρώτης όψεως, μια συζητήσιμη υπόθεση που ικανοποιεί το κριτήριο αυτό. Συζητήσιμο είναι και το ζήτημα άρσης του εταιρικού πέπλου για το οποίο αναπτύχθηκε εκτενής επιχειρηματολογία από τους συνηγόρους των διαδίκων. Όσον αφορά την παράλειψη των Εναγομένων να καταχωρίσουν εμφάνιση και τη μικρή καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό, δόθηκαν κάποιες εξηγήσεις. Δεν αμφισβητήθηκε το γεγονός ότι οι Εναγόμενες ενδιαφέρθηκαν να εμφανιστούν, αποστέλλοντας την αγωγή που τους επιδόθηκε στο δικηγορικό οίκο του κ. Α. Νεοκλέους. Εκείνο που τελεί υπό αμφισβήτηση είναι η γνησιότητα του λόγου που επικαλούνται οι δικηγόροι των Εναγομένων για την παράλειψη τους να καταχωρίσουν εμφάνιση. Επικαλέστηκαν λάθος οφειλόμενο στην ύπαρξη κατά τον ίδιο χρόνο και άλλης αγωγής η οποία τους άφησε με την εσφαλμένη εντύπωση πως επρόκειτο για μία υπόθεση ενώ στην πραγματικότητα τους είχαν αποσταλεί οι επιδόσεις και των δύο αγωγών.
Όσο ανίσχυρη κι αν παρουσιάζεται η πιο πάνω εξήγηση, δεν θα μπορούσε να λεχθεί πως συνιστά ασύγγνωστη αμέλεια ή ότι καταδεικνύει ασέβεια των Εναγομένων προς το Δικαστήριο. Ούτε η καθυστέρηση των 3 περίπου μηνών δείχνει, υπό τις περιστάσεις που αναφέρθηκαν, ασέβεια και καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας, ώστε να μην επιτραπεί στις Εναγόμενες να προωθήσουν την υπεράσπιση τους. Είναι, βέβαια, γεγονός ότι δεν δόθηκε επαρκής εξήγηση για τους λόγους που υπήρξε η καθυστέρηση των 3 μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης στην καταχώριση της επίδικης αίτησης. Η κα Σπανού αναφέρει πως μόλις πληροφορήθηκαν την έκδοση της απόφασης, έσπευσαν, χωρίς καθυστέρηση, και καταχώρισαν της αίτηση παραμερισμού, χωρίς να προσδιορίζει τον ακριβή χρόνο της πληροφόρησης των Εναγομένων και των δικηγόρων τους για την έκδοση της απόφασης. Από την άλλη, ο Εναγόμενος 5 αναφέρει στην ένορκη του δήλωση πως οι Ενάγοντες επέδωσαν την εκδοθείσα απόφαση στις Εναγόμενες, στις 29.11.2013. Όπως αναφέρει στην παράγραφο 9 της ένορκης του δήλωσης, «. Φαίνεται στις επισυνημμένες ως Τεκμήρια 1 και 2 ένορκες δηλώσεις επίδοσης..», χωρίς όμως να επισυνάπτονται τέτοιες ένορκες δηλώσεις. Δημιουργείται έτσι, ένα νεφελώδες τοπίο όσον αφορά τον ακριβή χρόνο πληροφόρησης των Εναγομένων για την έκδοση της απόφασης το οποίο, όμως, δεν θεωρώ ότι είναι ικανό να αποστερήσει το δικαίωμα των Εναγομένων για παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης. Για όλους τους πιο πάνω λόγους αποφάσισα να εξασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια υπέρ των Εναγομένων / Αιτητριών, ακυρώνοντας την εκδοθείσα απόφαση. Εκδίδεται, κατά συνέπεια, διάταγμα με το οποίο παραμερίζεται η απόφαση που εκδόθηκε από το Δικαστήριο στις 8.11.2013, υπό τον όρο ότι οι Εναγόμενες 1 και 2 θα καταβάλουν στους Ενάγοντες τα έξοδα που έχουν
επιδικαστεί με την αναφερθείσα απόφαση καθώς και τα έξοδα της παρούσας αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, εντός 15 ημερών από την ημέρα που θα τους επιδοθεί η σχετική βεβαίωση υπολογισμού και έγκρισης των εξόδων από το Δικαστήριο. (Υπ.)... Λ. Καλογήρου, Π.Ε.Δ. Πιστό Αντίγραφο Πρωτοκολλητής /ΛΗ, ΑΛ Subject: Civil / Other Actions / Interim Αναφορά: Αίτηση παραμερισμού