Δωδεκάνησος Η μακρά πορεία προς την Ενσωμάτωση με τη Μητέρα Ελλάδα Η Δωδεκάνησος είναι το σύνολο νησιών και νησίδων που κατέχουν το ΝΑ τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Τα μεγαλύτερα από αυτά είναι η Ρόδος, Κως, Κάλυμνος, Κάρπαθος, Λέρος, Σύμη, Πάτμος, Αστυπάλαια, Νίσυρος, Κάσος, Τήλος, Λειψοί, Χάλκη, το Καστελόριζο και το Αγαθονήσι. Η συνολική τους επιφάνεια υπολογίζεται σε 2.681,6 τ.χλμ. και ο συνολικός πληθυσμός τους φθάνει τους 190.071 κατοίκους (απογραφή 2001). Το 1912 ο πληθυσμός τους έφθανε τους 143.482 κατοίκους από τους οποίους οι 131.332 ήταν Έλληνες. Τα Δωδεκάνησα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας αποτελούσαν τμήμα του βιαλετίου της Ρόδου, το οποίο επίσης περιελάμβανε την Ικαρία και το Καστερόριζο που όμως δεν κατάφεραν να καταλάβουν οι Ιταλοί κατά τον Ιταλοτουρκικό πόλεμο. Η Ικαρία, η οποία απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στόλο κατά τη διάρκεια του Ά Βαλκανικού πολέμου, ακολούθησε την τύχη της Σάμου, της Χίου και της Λέσβου που αργότερα ενώθηκαν με την Ελλάδα και αποσπάστηκε οριστικά από τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα. Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, ο οποίος έθεσε τέλος στην κυριαρχία των Φράγκων στο Αιγαίο κυριεύοντας τα Δωδεκάνησα, παρεχώρησε ειδικό προνομιακό καθεστώς στα νησιά. Τα νησιά πέρασαν από πολλούς κατακτητές και ήταν το τελευταίο τμήμα που ενώθηκε με τη Μητέρα Ελλάδα την 31 η Μαρτίου 1947. Ιταλοτουρκικός Πόλεμος και Κατάληψη της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς Ο Ιταλότουρκικός πόλεμος που ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 1911 είχε ως κύριο σκοπό την κατάληψη της Τριπόλεως και της Κυρηναϊκής χερσονήσου από τους Ιταλούς. Η Ιταλική κυβέρνηση βλέποντας τον συνεχή ανεφοδιασμό των Τουρκικών στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία, αποφάσισε να καταλάβει τα Δωδεκάνησα, ώστε να κόψει τους δρόμους επικοινωνίας και να ωθήσει την Τουρκική κυβέρνηση στην υπογραφή συνθήκης ειρήνης. Επίσης η κατάληψη της Δωδεκανήσου ίσως να ήταν το αντιστάθμισμα για την ικανοποίηση της κοινής γνώμης μετά από την αποτυχημένη εκστρατεία των Ιταλών στην Κυρηναϊκή. 1
Η κατάληψη της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς ήρθε σε μια στιγμή που ο ελληνικός πληθυσμός των νησιών υπέφερε από την άνοδο των Νεότουρκων το 1908. To αυτοδιοίκητο των νησιών καταργήθηκε, η Τουρκική γλώσσα επιβλήθηκε στις διοικητικές υπηρεσίες και τα δικαστήρια, άρχισε βίαιη στρατολόγηση των κατοίκων και καταργήθηκε το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς των νησιών. Έτσι οι αποβατικές Ιταλικές δυνάμεις χωρίς σημαντική αντίσταση των Τούρκων και με την ενθουσιώδη συμπαράσταση του ελληνικού πληθυσμού μπήκαν στην πόλη της Ρόδου στις 22 Απριλίου και στις 4 Μαΐου του 1912 και ύψωσαν την Ιταλική σημαία στο φρούριό της. Το αποτέλεσμα ήταν οι κάτοικοι που στην συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν έλληνες να συνταχθούν με ενθουσιασμό στην πλευρά των Ιταλών. Η κατοχή της Δωδεκανήσου (1908 1943) από τους Ιταλούς, από την κατάληψη της Δωδεκανήσου μέχρι και την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης το 1923 χαρακτηρίζεται από την κυρίως στρατιωτική διοίκηση των νησιών και την διατήρηση των προνομίων που ίσχυαν από την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας Οι Δωδεκανήσιοι σχεδόν αμέσως μετά την κατάληψη των νησιών από τους Ιταλούς εξέλεξαν αντιπροσώπους για την εκτίμηση της κατάστασης όπως είχε ήδη διαμορφωθεί. Οι αντιπρόσωποι συνήλθαν σε συνέδριο στην Πάτμο στις 4 Ιουνίου 1912 και εξέδωσαν ψήφισμα το οποίο διακήρυτταν την απόφασή τους να υποστούν κάθε θυσία για να μην επανέλθουν κάτω από τούρκικη κυριαρχία, τόνιζαν τον προαιώνιο πόθο να ενωθούν με την Ελλάδα, προκήρυσσαν την αυτονομία και αυτοδιοίκησή τους, καθόριζαν πως το σύνολο των νησιών αποτελούσε την Πολιτεία Αιγαίου για την οποία ζητούσαν γενική αναγνώριση και προστασία ενώ ενέβαλλαν την εκλογή ανώτατου άρχοντα για καταλληλότερο χρόνο. Ο Ameglio δεν δέχτηκε το ψήφισμα που προσπάθησε να του δώσει η επιτροπή. Το δημοψήφισμα όμως κοινοποιήθηκε στις Μεγάλες Δυνάμεις και κινητοποίησε τα δυτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης που αντιμετώπισαν θετικά το αίτημα των κατοίκων της Δωδεκανήσου. Η κατάληψη των Δωδεκανήσων από τους Ιταλούς προβλήθηκε από τις στρατιωτικές αρχές κατοχής στον σχεδόν κατεξοχήν ελληνικό πληθυσμό ως προσωρινή και κυρίως ωθούμενη από τα γεγονότα του Ιταλοτουρκικού πολέμου. 2
Οι αρμόδιοι ιταλικοί παράγοντες διαβεβαίωναν τους Έλληνες για την προσωρινότητα της κατοχής τόσο με προκηρύξεις όσο και με διαβεβαιώσεις στους πολιτικούς και εκκλησιαστικούς παράγοντες των νησιών. Ο πρώτος στρατιωτικός διοικητής της Ρόδου, Ameglio υποσχόταν σεβασμό της θρησκείας, των εθίμων και των παραδόσεων με προκήρυξή του προς το λαό της Ρόδου ενώ σε συνάντηση που είχε με τη Δημογεροντία της Ρόδου καθώς και με το Μητροπολίτη Βενιαμίν υποσχόταν αυτόνομο πολίτευμα. Την ίδια διαβεβαίωση έκανε και προς το λαό της Καλύμνου ο αντιναύαρχος Ernesto Presbytero σε προκήρυξή του που έκανε στις 12 Μάιου. Οι διαβεβαιώσεις όμως αυτές και οι υποσχέσεις ήταν σκόπιμες για να παραπλανηθεί ο δωδεκανησιακός λαός ώστε να αποφευχθούν αναταραχές. Η πολιτική της Ιταλικής κυβέρνησης ήταν από την αρχή η διεθνής αναγνώριση της Ιταλικής κατοχής των Δωδεκανήσων και η ολοκληρωτική προσάρτησή τους στο Ιταλικό βασίλειο. Η πολιτική αύτή εκφράστηκε με την υπογραφή διεθνών συνθηκών στην πρώτη δεκαετία της κατοχής, οι οποίες και κάθε φορά καθόριζαν τη διεθνή θέση των Δωδεκανήσων, μεταβάλλοντας το χαρακτήρα της Ιταλοκρατίας από προσωρινό σε ενεχυριακό και τέλος σε οριστικό. Ο Ιταλοτουρκικός πόλεμος τελείωσε με τη συνθήκη που υπογράφθηκε στο Ouchy της Ελβετίας τον Οκτώβριο του 1912. Η κατοχή της Δωδεκανήσου τότε απέκτησε ενεχυριακό χαρακτήρα καθώς σύμφωνα με τη συνθήκη η Ιταλία θα επέστρεφε τη Δωδεκάνησο στους Τούρκους όταν αυτοί θα απέσυραν οριστικά το στρατό τους από την Τρίπολη και την Κυρηναϊκή. Η κήρυξη όμως του Ά Παγκοσμίου πολέμου και η ανάγκη να συμμετέχει η Ιταλία στην πλευρά της Etende οδήγησαν στη υπογραφή της μυστικής συνθήκης ανάμεσα σε αυτήν, στη Βρετανία και τη Γαλλία στο Λονδίνο στις 26 Απριλίου 1915. Η συνθήκη αυτή έδινε τα Δωδεκάνησα ως αντάλλαγμα στην Ιταλία προκειμένου να συμμετέχει στον πόλεμο υπέρ της Etende. Στη συνδιάσκεψη ειρήνης στο Παρίσι, που άρχισε την 18 η Ιανουαρίου 1919 και τελείωσε την 21 η Ιανουαρίου 1920, για τη λήξη του Ά παγκοσμίου πολέμου, η θέση της Ελλάδας ήταν δύσκολη καθώς τόσο τα Δωδεκάνησα όσο και η Κύπρος ανήκαν σε σύμμαχες χώρες. Παρότι οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές ο Βενιζέλος υπέβαλε ένα μακροσκελές υπόμνημα στο οποίο εξέφραζε ότι η Ιταλία 3
θα έπαιρνε την πρωτοβουλία να παραδώσει τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα, μεταξύ των άλλων του αιτημάτων. Μικρασιατική Καταστροφή και η Συνθήκη της Λωζάνης Ο Μικρασιατικός πόλεμος ανέτρεψε την έως τότε διαμορφωμένη κατάσταση. Η αρχή του πολέμου βρήκε τον Βενιζέλο να προσπαθεί να μετριάσει την Ιταλική καχυποψία για την προώθηση της Ελλάδας στη Μέση Ανατολή. Δεδομένης όμως και της Βρετανικής στήριξης, το αποτέλεσμα ήταν η συμφωνία Βενιζέλου-Tittoni στις 29 Ιουλίου 1919 στο Παρίσι. Η Ελλάδα στη συμφωνία αυτή που αποτέλεσε πολύ σημαντική επιτυχία του Βενιζέλου, δεχόταν να παραιτηθεί από τις περιοχές της Μεντεσέ και Αϊδινίου υπέρ της Ιταλίας και να αναγνωρίσει Ιταλικό προτεκτοράτο στην Αλβανία. Οι παραχωρήσεις της Ιταλίας ήταν η προσάρτηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα εκτός της Ρόδου, η υποστήριξη για τις διεκδικήσεις μας στη Βόρειο Ήπειρο και τη Δυτική Θράκη καθώς και η αναγνώριση της ελληνικής κατοχής στη Σμύρνη και την ενδοχώρα της. Η Ρόδος θα αποκτούσε αυτονομία υπό Ιταλική επικυριαρχία. Η συμφωνία αυτή όμως δεν ίσχυσε καθώς η Ιταλία ισχυρίστηκε ότι δεν ικανοποιήθηκαν οι αξιώσεις της στη Μικρά Ασία που προβλεπόταν από τη συμφωνία, με αποτέλεσμα τη καταγγελία της συμφωνίας από τον Ιταλό υπουργό Εξωτερικών κόμη Sforza σε συνάντηση στο Παρίσι με το Βενιζέλο στις 22 Ιουλίου 1920. Μετά όμως από ισχυρές πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων η Ιταλία υπέγραψε τη Ελληνοιταλική Συνθήκη των Σεβρών περί Δωδεκανήσου που έδινε τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα εκτός της Ρόδου για την οποία όμως προέβλεπε αυτονομία καθώς και δημοψήφισμα για την αυτοδιάθεσή της όχι πριν από την παρέλευση 15 ετών με όρους που θα καθοριζόταν από την Κοινωνία των Εθνών. Η συνθήκη θα γινόταν αυτομάτως έγκυρη με την επικύρωσή της γνωστής Συνθήκης των Σεβρών αλλά η Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας, που είχε την πραγματική εξουσία, ανακήρυξε προδότες του Έθνους όσους υπέγραψαν τη συνθήκη με αποτέλεσμα να μην ισχύσει ποτέ. Δυσπιστία είχε εκφραστεί πάντως και από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Η Μικρασιατική καταστροφή που επακολούθησε, η μεταβολή στην εξωτερική πολιτική της Μ. Βρετανίας, η ταραγμένη εσωτερική πολιτική της Ελλάδας καθώς και η άνοδος του φασισμού στην Ιταλία οδήγησαν την Ιταλική 4
κυβέρνηση σε πλήρη αδιαλλαξία που εκδηλώθηκε με την κατάληψη της Κέρκυρας και στις 8 Σεπτεμβρίου 1922 κατήγγειλε τη Συνθήκη των Σεβρών περί Δωδεκανήσου. Το αποτέλεσμα της Μικρασιατικής καταστροφής ήταν η υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης στις 24 Ιουλίου 1923 που αποτέλεσε σταθμό στην εξωτερική πολιτική της χώρας και των εθνικών μας διεκδικήσεων, μετέβαλε οριστικά το τοπίο για τα ελληνικά συμφέροντα και τις εδαφικές μας επιδιώξεις ενώ η διαπραγματευτική καθώς και η οικονομική ισχύ της χώρας χειροτέρεψε. Η Τουρκία δεν προέβαλε αξιώσεις στα Δωδεκάνησα και αυτό γενικά συνεχίστηκε και κατά τον Β παγκόσμιο πόλεμο στον οποίο προσπαθούσε να κρατήσει ουδέτερη στάση. Η Ιταλία, με τη Συνθήκη της Λωζάνης, οριστικοποίησε την κυριαρχία της στα Δωδεκάνησα ενώ ο Βενιζέλος στην περίοδο αυτή ουσιαστικά αναγνώρισε το καθεστώς της Δωδεκανήσου και έπαψε να ανακινεί το ζήτημα. Φρόντισε όμως να αποσαφηνίσει τους τίτλους υπέρ της ελληνικότητάς της ώστε να διευκολύνει μελλοντικές διεκδικητικές κινήσεις. Επίσης στις 29 Σεπτεμβρίου 1928 υπέγραψε το σύμφωνο της Ελληνοιταλικής φιλίας και δήλωσε ότι «Δεν δύναται και δεν πρέπει η Δωδεκάνησος να εμποδίσει την ανάπτυξιν και εμπέδωσιν των σχέσεων φιλίας και εμπιστοσύνης μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας». Η δεύτερη περίοδος κατοχής που άρχισε με τη συνθήκη της Λωζάνης χαρακτηρίζεται από την πλήρη προσάρτηση ως κτήση του Ιταλικού κοινοβουλίου και την ονομασία τους «Ιταλικά Νησιά του Αιγαίου» (Possedimenti Italiani dell Egeo) και πλήρη κυριαρχία (de jure) της Δωδεκανήσου από την Ιταλία. Η σχεδόν ταυτόχρονη άνοδος του φασισμού στην Ιταλία τον Οκτώβριο του 1922 σίγουρα έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην διοίκηση των νησιών η οποία πλέον μετατράπηκε σε πολιτική με διορισμένο κυβερνήτη τον Mario Lago (1924-1937). Μετά το σύμφωνο της Ελληνοιταλικής φιλίας, οι υποσχέσεις του Mussolini παραβιάστηκαν αμέσως με διάταγμα που επέβαλλε αναγκαστική δήμευση στις ακαλλιέργητες εκτάσεις των νησιών ενώ με νομοθετικό διάταγμα της 28 ης Αυγούστου 1924 απόλυτος άρχοντας της Δωδεκανήσου γινόταν ο Γενικός Διοικητής Ρόδου και των άλλων νησιών του Αιγαίου. Τα διατάγματά του Γενικού Διοικητή είχαν θέση νόμου και δεν εφεσιβαλλόταν στο Ιταλικό Συμβούλιο της Επικρατείας παρά μόνο στον Ιταλό Βασιλιά, την Ιταλική Κυβέρνηση ή το Υπουργείο των Εξωτερικών. 5
Β Παγκόσμιος Πόλεμος Σχεδόν αμέσως μετά από την ολοκληρωτική κατάληψη της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα κατά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ε. Τσουδερό συνέταξε και επέδωσε στον βασιλιά Γεώργιο απόρρητο υπόμνημα περί των διεκδικήσεων της Ελλάδας το οποίο καθόριζε τη διπλωματική δράση και τη χάραξη των εθνικών επιδιώξεων, δυναμικά προσαρμοσμένων στις δραματικές συγκυρίες του πολέμου και στις μελλοντικές προοπτικές της ειρήνης. Κύρια παράμετρος του υπομνήματος, εκτός από τη συνέχιση του αγώνα ως εθνική επιταγή αλλά και ως μέσο ενίσχυσης του ελληνισμού, ήταν η προαγωγή των εθνικών αιτημάτων για την Δωδεκάνησο, την Κύπρο και τη Βόρειο Ήπειρο. Η προοπτική για οριστική επίλυση του Δωδεκανησιακού ζητήματος διαγράφηκε περισσότερο ελπιδοφόρα από την εξέλιξη του Βορειοηπειρωτικού και του Κυπριακού στα χρόνια του πολέμου. Θετικό γεγονός, αποτέλεσε προς την κατεύθυνση αυτή η στάση των Βρετανών, που παρότι θα αποκρύψουν την πρόθεσή τους να στηρίξουν την ελληνική διεκδίκηση καθώς ακολουθούσαν την πάγια τακτική να αποφεύγουν κάθε δέσμευση πάνω σε θέματα εδαφικών μεταβολών δεν θα φανούν διαθεμένοι να συνδέσουν την μελλοντική τύχη της Δωδεκανήσου με διπλωματικές ή επιχειρησιακές σκοπιμότητες. Όταν πράγματι το Δεκέμβριο του 1941, ο Στάλιν εισηγήθηκε στον Ήντεν την παραχώρηση τους ως μέσου προσεταιρισμού της Τουρκίας, η αντίδραση του Βρετανού υπουργού των εξωτερικών θα είναι με τη σύμφωνη γνώμη και της Ουάσιγκτον, άμεση και αποφασιστική: τα νησιά κατοικούνται κυρίως από Έλληνες και ο σύμμαχος Ελληνικός λαός προσβλέπει σταθερά στην απόκτησή τους. Αλλά και όταν ο ίδιος ο Τσόρτσιλ, στην επιθυμία του να εξασφαλίσει την πολεμική έξοδο της Τουρκίας, διατυπώσει ωμά την 4 η Απριλίου 1943 σε υπηρεσιακό σημείωμα την επιθυμία να της προσφερθεί η Ρόδος εκφράζοντας την άποψη της ιεραρχίας του Foreign Office θα αντιτείνει: Η ιστορική παράδοση και το εθνικό αίσθημα των κατοίκων της Δωδεκανήσου είναι Ελληνικά, η κυβέρνηση και ο Ελληνικός λαός συμπαραστάτες της Αγγλίας στον αγώνα κατά του Άξονα, εμμένουν σταθερά στη διεκδίκηση τους η οποία είναι και ισχυρά θεμελιωμένη. Εξάλλου η επιθυμία και η δυνατότητα των Τούρκων να αποβλέψουν σε μια εδαφική προσάρτηση είναι αμφίβολες και μια ανάλογη πρωτοβουλία θα διατάρασσε και πάλι τις φιλικές ήδη 6
ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η σύνταξη του πρωθυπουργού με την άποψη του υπουργού των εξωτερικών σηματοδοτεί τον αταλάντευτο πλέον προσανατολισμό του Λονδίνου στη μελλοντική απόδοση των νησιών στην Ελλάδα. Οι Βρετανοί όμως παρότι δεν είχαν καμία επιφύλαξη για την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα ακολουθούσαν την πάγια τακτική των ίσων αποστάσεων και της αποφυγής των εδαφικών υποσχέσεων πριν τη λήξη του πολέμου με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν ανησυχία στην ελληνική κυβέρνηση αρκετές φορές. Αυτό έγινε ιδιαίτερα αισθητό κατά την επίσκεψη του Churchill στην Άγκυρα στις αρχές του 1943 που στόχο είχε την υλοποίηση του σχεδίου του για ενιαίο βαλκανικό μέτωπο. Τα Δωδεκάνησα ανέκαθεν αποτελούσαν διαπραγματευτικό χαρτί για την είσοδο της Τουρκίας στον πόλεμο. Σε συζήτηση που είχε ο έλληνας πρεσβευτής στο Λονδίνο την 1 η Φεβρουαρίου του 1943, το Foreign Office του απάντησε ότι απλά δεν θα θιγούν τα ήδη ανήκοντα στην Ελλάδα νησιά, ενώ το κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε για την επίσκεψη του Churchill στην Άγκυρα ακριβώς την επόμενη μέρα της συνάντησης με τον Έλληνα πρεσβευτή ανέφερε: «Οι δύο κυβερνήσεις από κοινού εξέτασαν την παρούσα κατάσταση στην Ευρώπη και ειδικότερα στις περιοχές για τις οποίες η Τουρκία ενδιαφέρεται. Διαπιστώθηκαν κοινότης απόψεων σε όλα τα βασικά σημεία». Οι Βρετανοί ήδη από το 1943 επεξεργαζόταν σχέδια για το θέμα της προσωρινής διακυβέρνησης των νησιών μετά την απελευθέρωση. Η ελληνική κυβέρνηση, από το 1942, είχε ζητήσει εκτός από τη συμμετοχή της στην διοίκηση των νησιών να συμμετέχει και στη στρατιωτική απελευθέρωση τους με αίτημα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου στον βρετανό υπουργό Μέσης Ανατολής. Οι ελληνικές ελπίδες δεν ευοδώθηκαν καθώς οι Βρετανοί αρνήθηκαν εκτός από τη συνδιοίκηση και την στρατιωτική συμμετοχή στην απελευθέρωση της Δωδεκανήσου. Ο αρχιστράτηγος Μέσης Ανατολής το Σεπτέμβριο του 1943 παρά τις προτάσεις των Αρχηγών των Σωμάτων υπέρ της χρήσης ελληνικού στρατού, είχε σοβαρές αντιρρήσεις με το σκεπτικό ότι αυτό θα δυσκόλευε τις σχέσεις με τους Ιταλούς, στη βοήθεια των οποίων στηριζόταν για την απελευθέρωση των νησιών. Τελικά όμως το Foreign Office ενέκρινε την συμμετοχή του Ιερού Λόχου στις επιχειρήσεις και το διορισμό ενός έλληνα συμβούλου στον μελλοντικό βρετανό διοικητή. 7
Η βρετανική τοποθέτηση συντέλεσε στην αποθάρρυνση των τυχόν απαιτήσεων που θα μπορούσε να προβάλει η Τουρκία προς την κατεύθυνση της διεκδίκησης των νησιών. Η στάση της Τουρκίας όμως προσδιοριζόταν και από την πρωταρχική της επιθυμία να ασφαλίσει τον εδαφικό της χώρο και δεν επιθυμούσε την εμπλοκή σε διεκδικητικούς αγώνες για εδάφη που δεν επικρατούσε το μουσουλμανικό στοιχείο. Η ρητή παραίτηση της Τουρκίας από κάθε δικαίωμα και τίτλο στα νησιά με τη συνθήκη της Λωζάνης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προϊόν καταναγκασμού, καθώς η Τουρκία αντιμετώπιζε τους νικητές από θέση ισχύος μετά τη νίκη της στο Μικρασιατικό πόλεμο αλλά μάλλον ως απόρια των κανόνων μιας νέας διπλωματικής στρατηγικής. Εξάλλου μετά την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, η Τουρκία είχε ήδη συμφιλιωθεί με την ιδέα της προσάρτησης της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα και προέκρινε την ελληνική από κάθε άλλη ξένη κυριαρχία ιδιαίτερα «ιμπεριαλιστικής» Μεγάλης Δύναμης. Η διοίκηση των νησιών άλλαξε το 1937 με την τοποθέτηση ως διοικητή των νησιών τον Cesare Maria De Vecchi ενώ με διάταγμα της 22 ης Νοεμβρίου 1936 έγινε διεύρυνση των εξουσιών του γενικού διοικητή που αποκτούσε πλέον πλήρης στρατιωτικές και πολιτικές εξουσίες σε τέτοιο βαθμό που οι Ιταλικοί μητροπολιτικοί νόμοι δεν ίσχυαν και δεν εφαρμοζόταν στα Δωδεκάνησα εκτός αν αυτό προβλεπόταν με ρητή διάταξή τους ή γινόταν επέκταση της ισχύος τους και στα Δωδεκάνησα με απόφαση του διοικητή. Γενικά στην περίοδο αυτή καταργήθηκαν όλα τα προνόμια της τουρκοκρατίας. Οι ντόπιοι έπαψαν να συμμετέχουν στη διοικητική και δικαστική εξουσία, επίσημη γλώσσα καθορίστηκε η ιταλική. Οι δήμαρχοι έπαψαν να εκλέγονται από το λαό αλλά διοριζόταν από το γενικό διοικητή και ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, αφαιρέθηκαν από αυτούς τα προνόμια του ειρηνοδίκη, του ληξιάρχου και του συμβολαιογράφου ενώ οι πράξεις του δημοτικού συμβουλίου υπόκεινται στην έγκριση του διοικητή. Τα μικτά και εκκλησιαστικά δικαστήρια καταργήθηκαν και οι υποθέσεις τους πέρασαν στη δικαιοδοσία των ιταλικών τακτικών δικαστηρίων ενώ ήδη από το 1942 εισάχθηκε στο σύνολό του ο νέος ιταλικός φασιστικός κώδικας. Μετά από to 1937 ο de Vecchi πήρε σκληρά μέτρα για τον πλήρη εξιταλισμό της παιδείας, απαγορευτικέ η ελληνική γλώσσα και γενικευτικέ η διδασκαλία και η χρήση της ιταλικής. 8
Το πέρασμα των Ιταλών από τα Δωδεκάνησα άφησε τα ίχνη του στο δομικό τους περιβάλλον. Τα περισσότερα κτήρια της Τουρκοκρατίας γκρεμίστηκαν ενώ έγιναν μεγαλεπήβολα έργα κυρίως όμως για την εξυπηρέτηση των ιταλών πολιτών, της τουριστικής ανάπτυξης και του στρατού και όχι για την βελτίωση των συνθηκών ζωής του ντόπιου πληθυσμού με κύριο χαρακτηριστικό την «ιταλοποίηση» των νησιών. Το αποτέλεσμα ήταν δεκάδες χιλιάδες Δωδεκανήσιοι να πάρουν το δρόμο της εξορίας και να εγκατασταθούν στην Αυστραλία, την Αίγυπτο, την Ελλάδα, τις ΗΠΑ, τη Νότια Αμερική, την Αιθιοπία και αλλού. Χαρακτηριστικά όπως αναφέρει ο Χ. Τσιγάντες, διοικητής του Ιερού Λόχου «έχτισαν άχρηστα παλάτια οι ιταλοί και υπόγειες αποθήκες και πυροβολεία, και η Ρόδος δεν έχει λιμάνι. Και μες στην πόλη τα ελληνόπουλα κάνουν μάθημα ξυπόλυτα στον νάρθηκα των Αγ. Αναργύρων» Το παραπάνω σχόλιο του Τσιγάντε αδικεί εν μέρη την Ιταλική ανοικοδόμηση των νησιών και τα έργα υποδομής που πραγματοποιήθηκαν για τα οποία όμως εργάστηκε σκληρά και πολλές φορές κάτω από άσχημες συνθήκες ο τοπικός πληθυσμός. Οι Ιταλοί επένδυσαν στη Δωδεκάνησο για το λόγο ότι είχαν σκοπό να μείνουν και ανέπτυξαν τον τουρισμό και τη βιομηχανία ενώ τα κατασκευαστικά τους έργα ήταν πρωτόγνωρα για την εποχή και μπορούσαν να γίνουν μόνο από μια οικοδομική δύναμη της εποχής. Το Σεπτέμβριο του 1943 και ενώ ο Mussolini είχε χάσει την εξουσία την 25 η Ιουλίου 1943, η Ιταλία δεν μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο μετά από συνεχείς ήττες και αναγκάστηκε να υπογράψει ανακωχή με τους συμμάχους. Οι Γερμανοί έγιναν γρήγορα κύριοι των νησιών καταλαμβάνοντας τη Ρόδο και την Κάρπαθο. Με την κατάρρευση πολλοί Ιταλοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους στις μάχες, τα ναυάγια και τις εκτελέσεις. Τα χρόνια της Γερμανικής κατοχής ήταν επίσης δύσκολα για τους κατοίκους της Δωδεκανήσου με πολλές εκτελέσεις και πείνα. Απελευθέρωση της Δωδεκανήσου από τους Γερμανούς Βρετανική Κατοχή Στην απελευθέρωση της Δωδεκανήσου από τους Γερμανούς έλαβε μέρος και έπαιξε σημαντικότατο ρόλο ο Ιερός Λόχος με διοικητή τον συνταγματάρχη Χ. Τσιγάντε. Η ηρωική δράση της μαχητικής αυτής μονάδας του ελληνικού στρατού που αποτελείται κυρίως από αξιωματικούς έλαβε χώρα το χειμώνα του 1944-45. 9
Η Δωδεκάνησος απελευθερώθηκε και παραδόθηκε στους συμμάχους στις 8 Μάιου 1945 με την άφιξη στη Σύμη του διοικητή των γερμανικών δυνάμεων υποστάτηγου Wagner, ο οποίος υπέγραψε πρακτικό παράδοσης της εκεί γερμανικής φρουράς στους αντιπροσώπους των συμμάχων Αγγλίας, Γαλλίας και Ελλάδας. Από ελληνικής πλευράς υπέγραψε ο διοικητής του Ιερού Λόχου συνταγματάρχης Χ. Τσιγάντες. Μετά το πέρας της υπογραφής της παράδοσης, ο Wagner παρέδωσε το πιστόλι του στον Moffat, ο οποίος με τη σειρά του, σε μια συμβολική κίνηση, το παρέδωσε στον Τσιγάντε. Μετά την αποχώρηση του Ιερού Λόχου τα νησιά πέρασαν προσωρινά σε βρετανική στρατιωτική κατοχή υπό τη διοίκηση του στρατηγού Paget για σχεδόν δύο χρόνια. Η διατήρηση των ιταλών υπαλλήλων στις θέσεις τους, η εφαρμογή του παλιού ιταλικού συστήματος διοίκησης και φορολογίας και η απροθυμία των βρετανών να βοηθήσουν την παλιννόστηση των Δωδεκανήσιων που ζούσαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό ήταν η δυσαρέσκεια του πληθυσμού και της ελληνικής κυβέρνησης. Η διφορούμενη στάση των Βρετανών δεν παρεξηγήθηκε μόνο από τους Έλληνες αλλά και από τους Ιταλούς οι οποίοι πλέον πίστευαν ότι δεν θα επιστραφούν τα μεγαλύτερα τουλάχιστον νησιά στην Ελλάδα αλλά μάλλον οι Βρετανοί θα συνέχιζαν να τα ελέγχουν κάτω από ένα ιδιότυπο καθεστώς. Το φθινόπωρο του 1945, το συμβούλιο των υπουργών εξωτερικών στο Λονδίνο αναγνώρισε ότι έπρεπε τα νησιά να δοθούν στην Ελλάδα αλλά δεν παρατηρήθηκε καμία κίνηση από τότε ενώ και οι υπόλοιπες εθνικές διεκδικήσεις δεν είχαν καλύτερη τύχη. Τον άνοιξη του 1946 όταν ο Κ. Τσαλδάρης ανέλαβε την πρωθυπουργία δήλωσε σε ομιλία του στο κοινοβούλιο ότι η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησής του θα επικεντρωνόταν στην επιστροφή των περιοχών της Β. Ηπείρου και της Δωδεκανήσου. Η Κύπρος δεν ήταν ακόμα διεκδικήσημη καθώς ανήκε σε σύμμαχη δύναμη. Υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης στο Παρίσι και Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα Τελικά όμως μετά από τα δύο συμβούλια ειρήνης, τις αντιδράσεις της ΕΣΣΔ που αργότερα κάμφθηκαν καθώς και τις διαπραγματεύσεις της Ιταλικής πλευράς που παρότι δεν είχε πρόβλημα με την παράδοση της Δωδεκάνησου στην Ελλάδα 10
είχε όμως με την πολεμική αποζημίωση, ευοδώθηκε η ελληνική προσπάθεια για την Ένωση της Δωδεκανήσου με τη Μητέρα Ελλάδα στις 10 Φεβρουαρίου του 1947 με την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης στο Παρίσι. Η πανηγυρική τελετή παράδοσης έγινε στις 31 Μαρτίου 1947 όπου η διοίκηση παραδόθηκε από τις βρετανικές αρχές στον Αντιναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη. Στις 9 Ιανουαρίου 1948 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της κυβερνήσεως ο νόμος «περί προσαρτήσεως της Δωδεκανήσου εις την Ελλάδα» με αναδρομική ισχύ από τις 28 Οκτωβρίου 1947 και συστάθηκε η Γενική Διοίκησης Δωδεκανήσου. Η πλήρης ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα πραγματοποιήθηκε την 7 η Μαρτίου 1948 σε πανηγυρική τελετή και διορίστηκε πρώτος Γενικός Διοικητής Δωδεκανήσου ο καθολικής αποδοχής Ν Μαυρής. 11
Βιβλιογραφία ΔΙΒΑΝΗ Λ.- ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ Φ., Δωδεκάνησος. Η Μακρά Πορεία προς την Ενσωμάτωση, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1996. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΕ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΣΤ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000. ΝΙΚΟΛΑΟΥ Ν. ΑΓΓΕΛΗΣ Α., Αφιέρωμα στην Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στη μητέρα Ελλάδα, Βιβλιοθήκη της Ρόδου, Ρόδος 2002. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Β., Το Δωδεκανησιακό Ζήτημα., Ιστορικά, Ελευθεροτυπία, Αθήνα 8 Μαρτίου 2001. ΚΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ Κ., Η Ιταλική Παρουσία στα Δωδεκάνησα., Ιστορικά, Ελευθεροτυπία, Αθήνα 8 Μαρτίου 2001. ΛΟΓΟΘΕΤΗ Μ., Οικονομία και Πληθυσμός., Ιστορικά, Ελευθεροτυπία, Αθήνα 8 Μαρτίου 2001. ΠΑΠΑΕΥΤΥΧΙΟΥ Ι., Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία., Ιστορικά, Ελευθεροτυπία, Αθήνα 8 Μαρτίου 2001. ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ Μ., Ο Τύπος την Περίοδο της Ιταλοκρατίας., Ιστορικά, Ελευθεροτυπία, Αθήνα 8 Μαρτίου 2001. 12
ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥΛΟΣ. Χ., Υποστράτηγος Χριστόδουλος Τσιγάντες. Ο Θρυλικός Διοικητής του Ιερού Λόχου 1942 1945., Γενικό Επιτελείο Στρατού. Cesare Maria De Vecchi, Εγκυκλοπαίδεια Wikipedia, 22 Ιανουαρίου 2008. Italian fascism, Εγκυκλοπαίδεια Wikipedia, 22 Ιανουαρίου 2008. 13