Σπίτια Το κέντρο της ιδιωτικής ζωής των Βυζαντινών ήταν χωρίς αμφιβολία το σπίτι τους. Η μορφή των σπιτιών τους παρουσίαζε πολλές παραλλαγές, ανάλογα την οικονομική κατάσταση του ιδιοκτήτη, τη μορφολογία του εδάφους και φυσικά τον διαθέσιμο κάθε φορά χώρο. Στις πόλεις υπήρχαν πολυτελείς επαύλεις όπου έμεναν οι πλούσιοι και οι άρχοντες αλλά και φτωχικά σπίτια όπου ζούσαν οι φτωχοί με τις οικογένειές τους. Ως προς τη μορφή, του το βυζαντινό σπίτι αποτελούσε εξέλιξη και συνδυασμό αρχαίων ελληνικών, ρωμαϊκών και ανατολικών στοιχείων. Καθώς δεν έχουν σωθεί παρά ελάχιστα αυθεντικά βυζαντινά σπίτια, οι πληροφορίες μας προέρχονται από τα λίγα που έχουν ανασκαφεί και κυρίως από περιγραφές που υπάρχουν στα γραπτά κείμενα, από την εικονογράφηση των χειρογράφων και από παραστάσεις τους στη μνημειακή ζωγραφική. Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, οι οικίες ήταν πιο περίτεχνες καθώς συνέχιζαν την παράδοση της αρχαιότητας. Τα δωμάτια αναπτύσσονταν γύρω από μια εσωτερική αυλή με στοές γύρω της ενώ ο πιο επίσημος χώρος του σπιτιού ήταν το τρικλίνιο, όπου ο ιδιοκτήτης παρέθετε γεύμα (συμπόσιο) στους καλεσμένους του. Ο χώρος αυτός συνήθως στη μια στενή πλευρά του σχημάτιζε ημικύκλιο, στο κέντρο του οποίου τοποθετούνταν ένα τραπέζι με κρεβάτια-καναπέδες (ανάκλιντρα) γύρω του. Τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού ήταν μεγάλα και συχνά διακοσμούνταν με μαρμάρινες πλάκες, ψηφιδωτά δάπεδα και τοιχογραφίες. Η πολυτελής αυτή μορφή κατοικίας προοριζόταν φυσικά για την αριστοκρατία της εποχής. Υπήρχαν και φτωχότερες παραλλαγές της για τα μεσαία στρώματα, χωρίς εσωτερική αυλή ή με λιγότερα δωμάτια που είχαν πατημένο χώμα για δάπεδο και άβαφο σοβά στους τοίχους. Όμως, οι κατώτερες τάξεις, στις οποίες ανήκε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού των πόλεων, έμεναν σε σπίτια που έμοιαζαν με πολυκατοικίες. Γραπτές πηγές αναφέρουν ότι στην Κωνσταντινούπολη την εποχή αυτή πολλοί κάτοικοι έμεναν σε πολυώροφα κτίρια που μερικές φορές έφταναν να έχουν έως επτά και εννέα ορόφους. Μετά τον 6ο αιώνα και κυρίως η μορφή του σπιτιού άλλαξε ριζικά. Το κυριότερο δωμάτιο του σπιτιού παρέμενε ο τρίκλινος ή τρικλινάριν, που όμως συχνά βρισκόταν σε όροφο και στεγαζόταν συνήθως με επίπεδη στέγη. Γύρω από αυτό το κεντρικό και επίσημο δωμάτιο του σπιτιού, βρίσκονταν οι υπόλοιποι χώροι: τα δωμάτια των ανδρών και των παιδιών (κοιτώνες ή κουβούκλια), τα διαμερίσματα των γυναικών στο βάθος του σπιτιού (ματρωνίκια) με τον αργαλειό, 1 από 7
η τραπεζαρία (αριστήριον ή συμπόσιον) και οι χώροι υγιεινής (απόπατος, οικίσκος ή εξέδρα). Στη βυζαντινή περίοδο, πολλά από τα σπίτια, κυρίως τα παλάτια των αυτοκρατόρων και των αριστοκρατών, όπως αυτό του Διγενή Ακρίτα, διέθεταν μπαλκόνια στον όροφο που λέγονταν ηλιακοί. Υπάρχουν πληροφορίες ότι υπήρχαν και σκεπαστοί εξώστες με ξύλινες κολώνες (χαγιάτια) και διάφορες πτέρυγες που πλαισίωναν το κυρίως σπίτι, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις τα σπίτια φυλάσσονταν από πύργους και διέθεταν παρεκκλήσια για τις θρησκευτικές ανάγκες των ενοίκων, λουτρά κ.α. δευτερεύοντα κτίσματα. Εξωτερικά, οι τοίχοι είχαν φροντισμένη κατασκευή με πέτρες και τούβλα που εναλλάσσονταν ή με σχέδια. Τα δάπεδα καλύπτονταν με μαρμάρινες πλάκες στα δάπεδα και ενώ υπήρχαν μαρμαροθετήματα και ψηφιδωτά ή τοιχογραφίες στους τοίχους. Στις περίστυλες αυλές και στους κήπους υπήρχαν κρήνες, μικρά συντριβάνια και βρύσες. Ωστόσο, στη βυζαντινή περίοδο, το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού κατοικούσε σε χαμηλά σπίτια (χαμόγεα) ή σε δίπατες οικίες (ανωγεοκάτωγα), όλα κτισμένα απλά, με φτηνά συνήθως υλικά, μεταξύ των οποίων και μέρη από αρχαία κτίρια. Τα περισσότερα σπίτια αποτελούνταν από σειρά ισογείων δωματίων που αναπτύσσονταν γύρω από μια ανοιχτή αυλή χωρίς περιστύλιο, όπου συνήθως υπήρχε πηγάδι και κτιστός φούρνος. Όροφος υπήρχε τουλάχιστον σε κάποια από τις πτέρυγες. Περιγραφές σπιτιών από βυζαντινά έγγραφα και σπίτια που έχουν αποκαλυφθεί σε ανασκαφές, όπως στην Κόρινθο, μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε την εντύπωση ότι εργαστήρια, μύλοι, αποθήκες, σταύλοι και δωμάτια διαβίωσης ανήκαν συχνά σε ενιαίο οικοδομικό συγκρότημα. Με την πάροδο των αιώνων φαίνεται ότι το τρικλινάρι ενσωμάτωσε όλους τους πριν ξεχωριστούς χώρους και ότι η εσωτερική αυλή καταργήθηκε. Στον Μυστρά, όπου σώζονται καλοδιατηρημένα δείγματα υστεροβυζαντινών οικιών, τα σπίτια ήταν κατά κανόνα ορθογώνια διώροφα, άλλοτε κτίζονταν παράλληλα με την κλίση του εδάφους, και άλλοτε κάθετα, με αποτέλεσμα τμήμα του υπογείου τους να μπαίνει μέσα στον βράχο. Μερικά σπίτια ενώνονταν με τα διπλανά τους με ενδιάμεσους τοίχους, ενώ κάποια ήταν από παντού ελεύθερα στο χώρο. Τα αρχοντικά διέθεταν έναν πύργο σε μια από τις πλευρές τους. Στο ισόγειο βρίσκονταν οι βοηθητικοί χώροι (δεξαμενή νερού, αποθήκη, στάβλος, μαγειρείο, κτλ.), ενώ το τρικλινάρι καταλάμβανε τον όροφο. Το ανώγι φωτιζόταν με σειρά τοξωτών παραθύρων και στη μια πλευρά υπήρχε κατά κανόνα ο ηλιακός. Τα δωμάτια χωρίζονταν με βαριά υφάσματα που κρέμονταν από τα δοκάρια της στέγης ή με πρόχειρες κατασκευές από σανίδες. Στους τοίχους, σε γωνίες και δίπλα στα παράθυρα, δημιουργούνταν εσοχές (ερμάρια) για τη φύλαξη αντικειμένων και ρούχων, ενώ στο κάτω μέρος των τοίχων, στη βάση τους υπήρχαν πεζούλια (μιντέρια). Απέναντι από τον ηλιακό υπήρχε το τζάκι που χρησίμευε και για το μαγείρεμα, ενώ σε μια γωνία του σπιτιού διαμορφωνόταν η τουαλέτα (ο απόπατος). Γλωσσάρι (8) 2 από 7
τρικλίνιο: αίθουσα υποδοχής και συμποσίων. ψηφιδωτό: σχέδιο ή παράσταση που σχηματίζεται με τη συναρμολόγηση και συγκόλληση ποικιλόχρωμων ψηφίδων. Ψηφιδωτή διακόσμηση μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις επιφάνειες ενός κτιρίου, δάπεδο τοίχους ή οροφή. χαγιάτι: ξύλινος στεγασμένος και ανοιχτός εξώστης παραδοσιακού σπιτιού με εξωτερική σκάλα. Η βεράντα, το μπαλκόνι. παρεκκλήσι: πρόκειται για μικρών διαστάσεων ναΐσκο, ο οποίος είτε είναι αυτόνομος είτε ανήκει σε κάποιο ίδρυμα ή εξαρτάται από μεγαλύτερο ναό. Στο Βυζάντιο τα παρεκκλήσια είχαν συχνά ταφική χρήση. μαρμαροθέτημα: ψηφιδωτό που αποτελείται από μικρά πολύχρωμα κομμάτια μαρμάρου και χρησιμοποιείται κυρίως στη διακοσμητική επίστρωση δαπέδων ή τοίχων. τοιχογραφία: ζωγραφική παράσταση στην επιφάνεια τοίχου ή οροφής οικοδομήματος. περιστύλιο: αυλή που από τρεις τουλάχιστον πλευρές της περιβάλλεται από στοές με μαρμάρινους κίονες. ερμάριο: ντουλάπι ή θήκη για τη φύλαξη ρουχισμού, οικιακού εξοπλισμού και τροφίμων. Πληροφοριακά Κείμενα (3) Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η 3 από 7
Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση. Η πόλη: Η Κόρινθος κατά την ύστερη αρχαιότητα συνεχίζει να είναι μία ακμάζουσα πόλη, λόγω της στρατηγικής της θέσης και της εμπορικής δραστηριότητας που αναπτύσσεται στα επίνειά της, τις Κεγχρεές και το Λέχαιο. Ισχυρό πλήγμα δέχεται με τους σεισμούς του 365 και 375, αλλά και την επίθεση των Γότθων το 395/6. Η πόλη περιορίστηκε σε έκταση με τη δημιουργία του λεγόμενου υστερορωμαϊκού ή πρωτοβυζαντινού τείχους, τμήματα του οποίου διατηρούνται μέχρι τις μέρες μας σε διάφορα σημεία του χωριού της Αρχαίας Κορίνθου. Η πόλη που μέχρι τότε ενωνόταν με τείχη με τον Ακροκόρινθο χάνει πλέον αυτή τη σύνδεση. Η σημασία του χώρου της αρχαίας αγοράς φαίνεται πως υποβαθμίστηκε, καθώς τα ανασκαφικά δεδομένα αποκαλύπτουν περισσότερο δραστηριότητες οικιακές και βιοτεχνικές μίας φτωχικής συνοικίας. Κατά την πρωτοβυζαντινή ωστόσο περίοδο και ειδικότερα κατά τον 5ο και 6ο αιώνα οικοδομούνται στην περιοχή της Κορίνθου μεγάλες χριστιανικές βασιλικές με σημαντικό γλυπτό διάκοσμο, όπως η βασιλική Κρανείου στα ανατολικά, η βασιλική Κοδράτου στα βόρεια, η βασιλική της Σκουτέλας στα βορειοδυτικά, οι βασιλικές του Λεχαίου και των Κεγχρεών, ενώ νεκροταφεία του 6ου και 7ου αιώνα έχουν ανασκαφεί στις εκτός των τειχών περιοχές του Ασκληπιείου και των βασιλικών Κοδράτου και Κρανείου. Την ανάκαμψη της πόλης που συντελείται αυτή την περίοδο δείχνει να περιόρισε ο μεγάλος λοιμός του 542 που επηρέασε τα πληθυσμιακά δεδομένα, αλλά και ο καταστροφικός σεισμός του 525 που αναφέρεται από τον Προκόπιο. Ιδιαίτερης σημασίας όμως για την προστασία όχι μόνο της πόλης αλλά και ολόκληρης της Πελοποννήσου είναι η κατασκευή του Εξαμίλιου Τείχους, που εκτεινόταν κατά μήκος του Ισθμού από τις ακτές του Σαρωνικού ως τον κορινθιακό κόλπο, καθιστώντας το ως ένα από τα μεγαλύτερα οχυρωματικά έργα. Η πρώτη κατασκευή του 4 από 7
τείχους έγινε από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β (408-451). Μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του α μισού του 6ου αιώνα και μεταξύ των ετών 548 και 560 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός μερίμνησε για την ανοικοδόμηση του τείχους. Στους αιώνες που ακολούθησαν παρατηρείται δραστηριότητα γύρω από τις βασιλικές που βρίσκονταν έξω από τα τείχη, ενώ στον χώρο της ρωμαϊκής αγοράς από τα τέλη του 6ου έως και τον 8ο αιώνα πραγματοποιούνται ταφές. Ανασκαφικά ευρήματα στις βασιλικές Κρανείου, Κοδράτου και μίας μικρής βασιλικής στον Ακροκόρινθο φανερώνουν ίχνη κατοίκησης κατά τον 7ο αιώνα. Ανάλογη δραστηριότητα έχει επισημανθεί και στην περιοχή Διαβατίκι που βρίσκεται κοντά στο Λέχαιο. Ειδικότερα στην περιοχή του Κρανείου έχουν έρθει στο φως οικοδομικά λείψανα εγκαταστάσεων και ευρήματα που δείχνουν ότι ο χώρος κατοικείται κατά τη μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή περίοδο. Στα τέλη του 8ου αιώνα και μετά την ανασυγκρότηση της αυτοκρατορίας η Κόρινθος γνωρίζουμε πως ορίζεται πρωτεύουσα του θέματος της Πελοποννήσου και έδρα στρατηγού. Ως έδρα αρχιεπισκόπου είναι φυσικό πως η πόλη θα έπρεπε να διαθέτει ένα μεγάλο μητροπολιτικό ναό. Παρά την έλλειψη ανασκαφικών δεδομένων, πλήθος γλυπτών που χρονολογούνται από τον 9ο μέχρι και τα τέλη του 12ου-αρχές 13ου αιώνα αποτελεί ένδειξη ύπαρξης ναών που γνωρίζουμε από τις πηγές, όπως ο ναός του των Αγίων Θεοδώρων, του Σωτήρος ή η λατινική μονή του Αγίου Νικολάου. Στη θέση του ρωμαϊκού «βήματος», από όπου είχε διδάξει ο απόστολος Παύλος χτίστηκε μικρή βασιλική, λείψανα της οποίας σώζονται ακόμα, ενώ ανασκαφικά έχουν επισημανθεί ναοί στην κρήνη Πειρήνη και στα νότια του Μουσείου, ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου που σωζόταν μέχρι το 1937, ο ερειπωμένος με μεταγενέστερες επεμβάσεις σημερινός ναός της Αγίας Παρασκευής, κ.ά. Η Κόρινθος λόγω της θέσης της που ευνοούσε την ανάπτυξη εμπορικής δραστηριότητας πρέπει να αναδείχτηκε σε σημαντικό κέντρο της μεσοβυζαντινής περιόδου. Η εύρεση νομισμάτων και θησαυρών αυτής της περιόδου δείχνουν να πιστοποιούν την οικονομική ανάπτυξη της πόλης. Στα τέλη άλλωστε του 11ου αιώνα γνωρίζουμε πως οι Βενετοί συγκέντρωναν στην Κόρινθο φημισμένα προϊόντα της περιοχής, όπως μεταξωτά υφάσματα και λάδι, ενώ στα 1165-1171 ο Vitale Voltani, αντιπρόσωπος του Romano Mairano, μονοπωλούσε την κορινθιακή αγορά λαδιού εκ μέρους της Βενετίας. Φημισμένη ήταν η πόλη και για το εμπόριο της κορινθιακής σταφίδας από τη γνωστή ποικιλία εγχώριου σταφυλιού. Στα τέλη του 11ου αιώνα, σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα ο ανοιχτός μέχρι τότε χώρος της ρωμαϊκής αγοράς καταπατείται από διάφορα κτίσματα, τα οποία παρά τις ασαφείς πλέον φάσεις οικοδόμησης, περιελάμβαναν καταστήματα, συγκροτήματα κατοικιών, λουτρών, μοναστηριών και κάποια εργαστήρια. Πιστοποιημένη είναι η ύπαρξη εργαστηρίων κεραμικής, επεξεργασίας γυαλιού, χρυσού και ορείχαλκου, ενώ παρότι ακόμα δεν είναι επιβεβαιωμένο ανασκαφικά, υπάρχουν σαφείς αναφορές για εργαστήρια μεταξουργίας, όπου επεξεργάζονταν και έβαφαν το μετάξι. Παρά το πλήγμα που δέχεται Κόρινθος το 1147 από την πειρατική επιδρομή του στόλου του Ρογήρου της Σικελίας, η πόλη συνεχίζει την ισχυρή της παρουσία και περιγράφεται το 1154 από τον Ιντρίσι, γεωγράφο της αυλής του Ρογήρου, ως μεγάλη και ακμάζουσα, ενώ στα τέλη πλέον του 12ου αιώνα ο Χωνιάτης αναφέρει τα δύο της λιμάνια, Λέχαιο και Κεγχρεές και την ανθηρή εμπορική δραστηριότητα που αναπτυσσόταν κάτω από το κάστρο του Ακροκορίνθου. Τον 13ο, κατά την έλευση των Φράγκων, η πόλη πρέπει να ήταν οχυρωμένη με πύργους και περιμετρικό τείχος, όπως δείχνουν ανασκαφικά δεδομένα, ενώ η εμπορική της δραστηριότητα παραμένει ανθηρή παρά την διοικητική αλλαγή. Από αυτή την περίοδο, δυτικά της ρωμαϊκής αγοράς εντοπίστηκαν κατάλοιπα μίας συνοικίας που από τα ευρήματά της διαπιστώνεται η εισαγωγή σημαντικού αριθμού αγγείων από την Απουλία και το Βένετο. Η λεηλασία των Καταλανών το 1312, ο σεισμός κοντά στο 1320 και η Μεγάλη Πανώλη του 1348 οδηγεί την Κόρινθο στον μαρασμό. Σύμφωνα με την περιγραφή του 5 από 7
Niccolò da Martoni, το 1395 υπάρχουν μόνο μερικές δεκάδες σπιτιών εντός του περιβόλου του Ακροκορίνθου, ενώ η κάτω πόλη βρίσκεται σε ερειπιώδη κατάσταση (version 0). Τα κάστρα: Στην κορυφή ενός πρόβουνου του Ταϋγέτου, λίγα χιλιόμετρα ΒΔ της Λακεδαίμονος, όπως ονομαζόταν η Σπάρτη στα βυζαντινά χρόνια, το κάστρο του Μυστρά ή Μυζηθρά ιδρύθηκε το 1249 από τον Φράγκο πρίγκιπα Γουλιέλμο Β Βιλεαρδουίνο. Ο λόφος είναι φύσει οχυρός, γιατί από τα νότια και τα ΝΑ είναι εντελώς απροσπέλαστος, καθώς ο βράχος υψώνεται σχεδόν κάθετα σε δυσθεώρητο ύψος. Όμως, η θέα προς την κοιλάδα του Ευρώτα δεν εμποδίζεται από τίποτε προς το βορρά, την ανατολή και το νότο η θέση είναι εξαιρετικά καίρια για τον έλεγχο της περιοχής. Το όνομα του Μυστρά θα μπορούσε να προέρχεται από κάποιον γαιοκτήμονα της περιοχής που το επώνυμό του ή το επάγγελμά του ήταν Μυζηθράς. Οι Φράγκοι οικοδόμησαν ένα δυνατό κάστρο για τον αποτελεσματικό έλεγχο της νότιας Πελοποννήσου. Ωστόσο, για να λυθεί η αιχμαλωσία του Γουλιέλμου, μετά τη μάχη της Πελαγονίας το 1259, αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν στους Βυζαντινούς τα κάστρα της Μονεμβασίας, της Μάνης και του Μυστρά το 1262. Στα αμέσως επόμενα χρόνια, η ασφάλεια που παρείχε ο λόφος προκάλεσε τη μετακίνηση των κατοίκων της Λακεδαίμονος και των γύρω οικισμών, την εγκατάστασή τους στην πλαγιά κάτω από το κάστρο και το κτίσιμο των οικιών τους με μαρμάρινο και άλλο οικοδομικό υλικό από τα ερείπια της αρχαίας Σπάρτης και τις παλιές ιδιοκτησίες τους. Παράλληλα, η επισκοπή Λακεδαίμονος μετέφερε εκεί την έδρα της το 1264, ενώ η στρατιωτική «κεφαλή» του Μοριά, ο ενιαύσιος στρατηγός, μόλις το 1289. Ο καθεδρικός ναός, αφιερωμένος στον άγιο Δημήτριο, κτίστηκε μέσα στο τελευταίο τρίτο του 13ου αιώνα, ίσως από τον μητροπολίτη Ευγένιο, και ανακαινίστηκε από τον Νικηφόρο Μοσχόπουλο, που ήλθε από την Κωνσταντινούπολη. Ιδιαίτερα σημαντικές προσωπικότητες θα πρέπει να ήταν ο Δανιήλ και ο πρωτοσύγκελος Παχώμιος, που ίδρυσαν τα δύο διαδοχικά καθολικά της μονής Βροντοχίου, τους Αγίους Θεοδώρους και το Αφενικό (πριν το 1296 και το 1310). Από το 1308 η «κεφαλή» έπαψε να έχει θητεία ενός χρόνου και έγινε μόνιμη διοίκηση. Το 1348 ο Μυστράς αναδείχθηκε σε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως με πρώτο δεσπότη τον Μανουήλ Καντακουζηνό (1348-1380), δευτερότοκο γιο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ҁ. Ο Μανουήλ έλαβε ως σύζυγό του την Ισαβέλλα, κόρη του βασιλέα της Μικρής Αρμενίας Γκυ ντε Λουζινιάν, τη γνωστή από τη μυθιστορηματική βιογραφία της, πριγκηπέσα Ιζαμπώ. Ο Μανουήλ γύρω στο 1350 ίδρυσε τη μονή του Ζωοδότου Χριστού, που έχει ταυτιστεί με την σημερινή εκκλησίας της Αγίας Σοφίας, ενώ η Ισαβέλλα φαίνεται ότι την ίδια περίοδο ίδρυσε την μονή της Περιβλέπτου. Tο 1383 την οικογένεια των Καντακουζηνών διαδέχθηκε στη διοίκηση του Μυστρά η οικογένεια των Παλαιολόγων που κατείχε το θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Ο Θεόδωρος Α Παλαιολόγος, γιός του αυτοκράτορα Ιωάννη του Ε, ανέκοψε την αυτονομιστική διάθεση του τελευταίου Καντακουζηνού, του Δημητρίου. Η διοίκησή του στο Μυστρά βασίζονταν πάντα στις λεπτές ισορροπίες μεταξύ εχθρών και φίλων. Από την άλλη πλευρά, οι κάτοικοι της πόλης είχαν υψηλό φρόνημα και αφυπνισμένο αίσθημα εθνικής συνείδησης, προϊόν του μακροχρόνιου πολέμου, αλλά και της αναγκαστικής συμβίωσης με Φράγκους, Βενετούς, Αλβανούς, που είχαν αρχίσει να έρχονται κατά κύματα στην Πελοπόννησο από το 13ο αιώνα, και Εβραίους, που είχαν εγκατασταθεί στην περιφέρεια της πόλης. Οι κάτοικοι αντέδρασαν σθεναρά όταν ο Θεόδωρος αντί χρηματικού ποσού παραχώρησε το Μυστρά στους Ιωαννίτες ιππότες το 1402, με αποτέλεσμα να ακυρωθεί η σύμβαση. Από την άλλη, οι διαμάχες με τους άρχοντες και τον πληθυσμό λόγω της φορολογίας και των λοιπών επιβαρύνσεων ήταν συνεχείς. Το 1423 οι Οθωμανοί λεηλάτησαν την Πελοπόννησο, αλλά το 1429, μετά από επιτυχίες του Θεόδωρου Β Παλαιολόγου και του Ιωάννη Η, του νέου αυτοκράτορα, ιδρύθηκε νέο Δεσποτάτο με έδρα τη 6 από 7
Γλαρέντζα και το 1430 ένα τρίτο με έδρα τα Καλάβρυτα. Τότε, την εποχή αυτή του ύστατου θριάμβου, κτίζονται στο Μυστρά η Ευαγγελίστρια και η μονή της Παντάνασσας. Ωστόσο, από τους τρεις αδελφούς Παλαιολόγους, τον Θεόδωρο, τον Κωνσταντίνο και τον Θωμά, που διεκδικούσαν ο καθένας για λογαριασμό του την εξουσία στο Μοριά ή και στην Κωνσταντινούπολη, στο Μυστρά έμεινε ο Κωνσταντίνος μέχρι το 1449, όταν έφυγε για την Πόλη, χωρίς να στεφθεί πραγματικά, για να παραλάβει το θρόνο. Μετά το 1453, οι Οθωμανοί ουσιαστικά έπαιζαν τον πρώτο ρόλο στην Πελοπόννησο και ήταν ζήτημα χρόνου να κυριεύσουν και τους τελευταίους Βυζαντινούς θύλακες. Ο Δημήτριος Παλαιολόγος παρέδωσε το Μυστρά το 1460 στον Μωάμεθ Β μπροστά στην απειλή του πολυάριθμου στρατού του, ενώ ο Θωμάς από την Πάτρα έφυγε για την Ιταλία. Ο Μυστράς ήταν μια μεγάλη πόλη για την εποχή της και υπήρξε η καρδιά της Πελοποννήσου για σχεδόν δύο αιώνες. Στους στενούς δρόμους του περπάτησαν σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, λαϊκοί και κληρικοί, που καθόρισαν όχι μόνον τη μοίρα της πόλης, αλλά ίσως και της Ευρώπης. Η προσωπικότητα του Γεώργιου Πλήθωνα Γεμιστού, φιλόσοφου με υψηλή κρατική θέση, είναι η πιο ονομαστή. Πράγματι, ο Πλήθων ήταν που, με την ευκαιρία της συνόδου για την ένωση των Εκκλησιών, επέδρασε έτσι ώστε να αναζωογονηθεί το ενδιαφέρον για την κλασική παιδεία στη Φλωρεντία. Το 1464, κατά την αποτυχημένη πολιορκία του Μυστρά από τους Βενετούς, ο άρχοντας Σιγισμούνδος Μαλατέστας κατάφερε να εισέλθει στην πόλη και φεύγοντας να πάρει μαζί του μοναδικό λάφυρο το λείψανο του Γεμιστού, που το απέθεσε μαζί με των άλλων σοφών της αυλής του στο Ρίμινι. Βιβλιογραφία (4) 1. Κουκουλές, Φ., Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, Παπαζήση, Αθήνα, 1951 2. Παπαζώτος Θ., Το αστικό βυζαντινό σπίτι, 1982 3. Τριανταφυλλίδη Ζ., Το σπίτι στον ελληνικό χώρο, Φεβρουάριος 1982 4. Τα εν οίκω...εν δήμω σε Ψηφίδες του Βυζαντίου 7 από 7