Συσχέτιση Νεοτεκτονικών αμώυ και Σεισμικότητας στην Ευρύτερη Περιοχή ταυ Κορινθιακού Κόλπου (Κεντρική Ελλάδα). Περίληψη Η περιοχή μελέτης της παρούσας διατριβής περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα της ευρύτερης περιοχής του Κορινθιακού Κόλπου: τα παράκτια τμήμα από τη Ναύπακτο μέχρι τον Ελικώνα, καθώς και την περιοχή του Παρνασσού - Γκιώνας μέχρι το τεκτονικό βύθισμα του Βοιωτικού Κηφισού στα βόρεια. 0 Κορινθιακός Κόλπος διαχωρίζει τη βόρεια ακτή της, Πελοποννήσου από την ηπειρωτική Ελλάδα. Στα ανατολικά καταλήγει στον Ισθμό της Κορίνθου, ενώ στα δυτικά στενεύει στην περιοχή του Ρίου-Αντιρίου και συνενώνεται με την δυτική συνέχεια του, τον Πατραϊκό Κόλπο. 0 Κορινθιακός Κόλπος διασχίζει κάθετα την ηπειρωτική Ελληνική οροσειρά με διάταξη ΒΒΔ-ΝΝΑ, αποτελούμενη από τους σχηματισμούς των γεωτεκτονικών ζωνών Πίνδου, Παρνασσού-Γκιώνας και Υποπελαγονικής. Τα βύθισμα του Κορινθιακού Κόλπου, ηλικίας μεγαλύτερης των 5 εκατομμυρίων. ετών, είναι μια ζώνη υψηλής παραμόρφωσης που διασχίζει την κεντρική Ελλάδα. Βιβλιογραφικά δεδομένα Νεοτεκτονικών ερευνών, υποθαλάσσιων διασκοπήσεων και μηχανισμών γένεσης σεισμών δείχνουν ότι ο Κορινθιακός Κόλπος υπόκειται σε εφελκυσμό Β-Ν με ρυθμούς ολίσθησης 5-15 mmlyr. Στο νότιο τμήμα του Κορινθιακού Κόλπου εμφανίζονται ακολουθίες μεγάλου πάχους από ανυψωμένα Πλειοκαινικά - Πλειστοκαινικά θαλάσσια, λιμναία και χερσαία ιζήματα τα οποία τεμαχίζονται από ρηξιγενείς εφελκυστικές δομές. Τα ιζήματα αυτά εμφανίζονται περιορισμένα στο βόρειο τμήμα, κυρίως κατά μήκος πλατιών κοιλάδων, ανυψωμένων πλατωμάτων, δελταϊκών πεδίων ποταμών και σε παράκτιες εμφανίσεις. H κατανομή των Νεογενών-Τεταρτογενών ιζημάτων δείχνει το μεγαλύτερο εύρος του βυθίσματος του Κορινθιακού Κόλπου κατά το αρχικό στάδιο διάνοιξης.
Συσχέτιση Νεοτεκτονικών Δομών κm Σεισμικότητας σιην Ευρύτερη περιοχή του Καρινθιακού Κόλπου (Κεντρική Ελλιάδα) _ Επεξεργάσθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν διαθέσιμα γεωγραφικά και γεωλογικά δεδομένα (τοπογραφικοί χάρτες, λεπτομερή ψηφιακά μοντέλα αναγλύφου, αεροφωτογραφίες, δορυφορικές εικόνες και γεωλογικούς χάρτες από διάφορες πηγές και κλίμακες) για να αποσαφηνιστούν νι νεντεκτονικές και ενεργές τεκτονικά ρηξιγενείς δομές του βόρειου τμήματος της περιοχής του Κορινθιακού Κόήπου [περιοχή Ναυπακτίας, Φωκίδα, Βοιωτία). Λεπτομερή δεδομένα και παρατηρήσεις υπαίθρου (τεκτονικά, στρωματογραφικά και γεωμορφολογικά) συνδυάζονται σε μια βάση δεδομένων ΓΣΠ με σκοπό την μορφοτεκτονική μελέτη. Τα αποτελέσματα της μορφοτεκτονικής ανάλυσης ςμορφολογικές τομές, ανάλυση υδρογραφικού δικτύ ου, χάρτες μορφολογικών κλίσεων και προσανατολισμού, ποιοτικοί και ποσοτικοί μορφοτεκτονικοί δείκτες, κ.α.) συγκρίνονται με τα σεισμικά δεδομένα (τόσο ιστορικά όσο και ενόργανα) με σκοπό τον συσχετισμό των ιστορικών και ισχυρών σεισμών με συγκεκριμένες τεκτονικές δομές. Με βάση τις τεκτονικές μετρήσεις υπαίθρου στις ρηξιγενείς επιφάνειες, γίνεται ανάλυση της κινηματικής των ρηγμάτων και υπολογισμός του πεδίου τάσεων, ενώ σε συνδυασμό με τα μορφοτεκτονικά δεδομένα εξετάζονται τα τμήματα (segments) των ρηξιγενών ζωνών και η μεταξύ τους σύνδεση, καθώς και η επίδραση τους στο ανάγλυφο. Επανεξέταση ρηγμάτων από υπάρχουσες μελέτες και έρευνες για την περιοχή, μαζί με τα νέα προσδιορισμένα ενεργά και πιθανά ενεργά ρήγματα της παρούσας διατριβής, οδηγούν σε έναν νέο και ομοιόμορφο νεοτεκτονικό χάρτη του βόρειου τμήματος του Κορινθιακού Κόλπου. Το βόρειο τμήμα της περιοχής μελέτης αποτελεί το Βύθισμα του Βοιωτικού Κηφισσού, το οποίο οριοθετείται από τα ρήγματα Αμφίκλειας και Τιθορέας στο ανατολικά, και τη ρηξιγενή ζώνη Γραβιάς-Μαρινλάτας-Πιλαίας στο κεντρικό τμήμα. Στα δυτικά, το βύθισμα του Βοιωτικού Κηφισσού μεταναστεύει προς δυτικά μέσω της ρηξιγενούς ζώνης Καλοσκοπής Γκιώνας, μια παλαιά δομή -Α διεύθυνσης η οποία επανεργοποιείται. H ρηξιγενής ζώνη Καλοσκοπής Γκιώνας δείχνεται στην παρούσα διατριβή ότι σχετίζεται με τον ιστορικό σεισμό του 18δ2 και την μικροσεισμική ακολουθία του 1983-1984.
Μια από τις σημαντικότερες και πιο εντυπωσιακές ρηξιγενείς δομές της κεντρικής Ελλάδος είναι η ρηξιγενή ζώνη Αμφισσας Δελφών Αράχοβας. Λεπτομερής χαρτογράφηση στα πλαίσια της παρούσας διατριβής, μαζί με πλήθος ιστορικών πηγών και αναφορών για ισχυρούς σεισμούς ήδη από το 373 πλ. αποκαλύπτουν μια σημαντική και πολύπλοκη ενεργό ρηξιγενή δομή. H ρηξιγενής ζώνη εκτείνεται για μήκος μεγαλύτερο από 2δ km κατά μήκος των νότιων προπόδων ταυ όρους Παρνασσού, και τερματίζει δυτικά στο όρος Γκιώνα, πάνω από την πεδιάδα της Αμφισσας. Περιλαμβάνει παράλληλες ρηξιγενείς επιφάνειες διεύθυνσης Α έως Ν ΑΝΑ στο ανατολικό και κεντρικό τμήμα, και διεύθυνσης ΒΔ ΝΑ έως όβ ΑΝΑ στο δυτικό τμήμα της ζώνης. Το σύνολο, σχεδόν, των ρηγμάτων της ρηξιγενούς ζώνης ενεργοποιήθηκε κατά την ισχυρή σεισμική ακολουθία του 1870. Η κανονική έως πλαγιακανονική κίνηση στη ζώνη (ρήγματα Δελφών Αράχοβας) μεταβαίνει σε μια οριζόντιας κίνηση μετατόπιση στα δυτικά (ρήγμα Αγίας Ευθυμίας) όπως διαπιστώθηκε κατά την χαρτογράφηση. Το ρήγμα των Δελφών διασχίζει τον αρχαιολογικό χώρο του Μαντείου των Δελφών επιτρέποντας μια πιο λεπτομερή μελέτη της ζώνης και δομής του ρήγματος και της συν-σεισμικής μετατόπισης και παραμόρφωσης. Η ορεινή περιοχή μεταξύ του Βοιωτικού Κηφισσού και της ΡΖ Άμφισσας Δελφών Αράχοβας περιλαμβάνει πολυάριθμα μικρά ρήγματα τα οποία ακολουθούν την παλαιότερης ηλικίας (αλπική) τεκτονική δομή του υποβάθρου και τα οποία επαναδραστηριοποιούνται στο υπάρχον εφελκυστικά πεδία τάσεων. Το δυτικά τμήμα της βόρειας ακτής του Κορινθιακού Κόλπου κοντά στην Ναύπακτο ελέγχεται από τις κύριες ρηξιγενείς ζώνες του Μαραθιά (στο επίγειο τμήμα) και Τριζόνια (κυρίως υποθαλάσσια). Παράλληλα κανονικά ρήγματα σε διάταξη en echelon εντοπίζονται κατά μήκος ολόκληρου του παράκτιου τμήματος (ρηξιγενείς ζώνες Αγίων Πάντων και Γαλαξιδίου). Προς το εσωτερικό, τα ρήγματα Αμυγδαλέας και Κοκκινόβραχου με κλίση προς βόρεια, τοποθετούνται αντιθετικά ως προς τον ορεινό όγκο που δεσπόζει πάνω από την ακτή ταυ Κορινθιακού Κόλπου, και πιθανώς σχετίζονται με τον ισχυρό σεισμό του 1909 στη Φωκίδα. Η νότια προέκταση του ορεινού όγκου ταυ Παρνασσού στον Κορινθιακό, ανάμεσα στους Κόλπους Ιτέας και Αντίκυρας, διασχίζεται από κανονικά ρήγματα
Συσχέτιση Ηεοτεκτονικών Δομών και Σε+σρικότΛτας στλν Ευρύτερη περιοχή του Κορινθιακού Κόλπου {Κεντρική Ελλάδα} ι -Α και κλίσης προς νότο (ρήγματα Συκιάς, Μακρύγιαλου, Κουρμούτσι και Κουμούλι), σε αντίθεση με το ρήγμα Αντίκυρας με διεύθυνση ΒΑ. Παλαιότερα ερμηνευμένο λανθασμένα ως ανάστροφο ρήγμα, το κανονικό ρήγμα Αντίκυρας έχει προσανατολισμό ΝΔ - ΒΑ με κλίση προς ΝΑ, οριοθετόντας τους ασβεστόλιθους του υποβάθρου με την παράκτια ζώνη Τεταρτογενών ιζημάτων, εμφανίζοντας ενδείξεις πρόσφατης (Πλειστόκαινο) δραστηριότητας. Τα ανατολικό τμήμα της περιοχής μελέτης περιλαμβάνει την παράκτια περιοχή της Νότιας Βοιωτίας και το ανατολικό τμήμα του Κορινθιακού Κόλπου. Κανονικά ρήγματα 6d-ΑΝΑ εως ΒΔ-ΝΑ προσανατολισμού τοποθετούνται παράλληλα κατά μήκος της ακτής και του ορεινού όγκου του Ελικώνα. Τα περισσότερα ρήγματα αποτελούν επανενεργοποιημένες δομές αλπικής ηλικίας. Σημαντικές ρηξιγενείς ζώνες (Ζάλτσα, Δόμβραινα) οριοθετούν την βόρεια ακτή, σε παράλληλη διάταξη με ρήγματα και ρηξιγενείς ζώνες στο ανερχόμενο τέμαχος (Θίσβη, Νεοχώρι). Τα δεδομένα των ρηγμάτων που μελετήθηκαν στην παρούσα διατριβή συνοψίζονται σε έναν συγκεντρωτικό πίνακα μια όλα τα ρήγματα της περιοχής μελέτης, ο οποίος περιλαμβάνει στοιχεία μήκους, ρυθμού ολίσθησης και ταξινόμησης με βάση την ενεργότητα για κάθε ρήγμα ξεχωριστά. Τα δεδομένα αυτά επιτρέπουν τοω προσδιορισμό των σεισμικών πηγών/μοντέλων ρηγμάτων για την περιοχή μελέτης. Με σκοπό την εκτίμηση της σεισμικής επικιυδυνότητας για την περιοχή μελέτης, γίνεται επανεξέταση των ισχυρών και προβληματικών ιστορικών σεισμών, ενώ προστίθενται τα δεδομένα ενόργανης σεισμικότητας από ένα πλήθος διαθέσιμων καταλόγων. Χρησιμοποιώντας εμπειρικές σχέσεις συσχέτισης μεγέθους σεισμού μήκους ρήγματος, υπολογίζεται το μέγιστο αναμενόμενο μέγεθος σεισμού και η μέση και μέγιστη κατακόρυφη μετατόπιση για κάθε ρήγμα ή ρηξιγενή ζώνη ξεχωριστά. Τα περισσότερα ρήγματα της περιοχής εμφανίζουν δυναμικό γένεσης σεισμών (ή σεισμικό δυναμικό) Μλ6.Ο, ενώ οι μεγάλες ρηξιγεωείς ζώνες συνδέονται με σεισμούς της τάξης Μ 6.5-7.0, σε συμφωνία με τα δεδομένα ιστορικής και ενόργανης σεισμικότητας. Υπολογίζεται επίσης η σεισμική επικινδυνότητα με τη μορφή της μέγιστης εδαφικής επιτάχυνσης, λαμβάνοντας υπόψη τις τοπικές
εδαφικές συνθήκες και τα ρήγματα. Τα αποτελέσματα δείχνουν μεγάλες περιοχές όπου η εδαφική επιτάχυνση υπερβαίνει την τιμή 0.24g που ορίζει ο Εθνικός Αντισεισμικός Κανονισμός. Καλά καθορισμένες ζώνες για αυτές τις τιμές υπέρβασης, κυμαίνονται από 0.28g-0.36g.