ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ Ν. 4335/2015*.

Σχετικά έγγραφα
ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ 2/7/2014 ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛ. ΡΟΔΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΣΤ. ΚΟΥΤΑΛΙΑΝΟΣ ΤΕΛΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

ΝΟΜΟΣ ΥΠ ΑΡΙΘ Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. «Άρθρο πρώτο

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Πρακτικά ζητήματα και παρεκτάσεις αυτών ως προς την τακτική διαδικασία και το δίκαιο αποδείξεως ενώπιον των Ειρηνοδικείων μετά το ν.

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 336/2014. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Τμήμα Ε' Συνεδρίαση της 4πς Νοεμβρίου 2014

Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ

ΝΟΜΟΣ 4335/2015. Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4334/2015 (Α 80). Τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής ικονομίας. Άρθρο πρώτο

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

Α. Πεδίο εφαρμογής ΠΟΛ. 1213

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Υποπαράγραφος ΣΤ.1.

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Αριθμός 287/2011 (αριθ. έκθ. κατ. δικογράφου: /ΕΜ / ) ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΟΔΗΓΙΕΣ ΘΕΜΑ: ΑΣΚΗΣΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

Newsletter 9/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ Ν. 4335/15 ΣΤΗΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

ΘΕΜΑ: «Διευκρινίσεις σχετικά με τις επιδόσεις και τον χειρισμό δικαστικών προσφυγών κατά αποφάσεων της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών»

ΤΜΗΜΑ VII. ακόλουθη σύνθεση: Γεωργία Μαραγκού, Αντιπρόεδρος, Γεώργιος Βοΐλης και

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΡΑΒΟΛΑ ΚΑΙ ΤΕΛΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΒΟΗΘΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ

ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 147 ΚΠολΔ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 4411/2016

Επείγοντα µέτρα εφαρµογής του ν. 4334/2015 (Α 80)

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

Ειδικά θέματα ενόρκων βεβαιώσεων (ιδίως στις ειδικές διαδικασίες)

ΕΙΣΗΓΗΣΗ : ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΠΟΥ ΕΠΙΦΕΡΕΙ Ο Ν.4335/2015 ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ, ΣΤΑ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

ΕΙΔΙΚΗ ΝΟΜΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΟΓΔΟΗ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ (11.06.

Οι βασικές αλλαγές του Ν. 4335/2015

ΠΟΛ /09/ Παροχή οδηγιών για την

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ Αριθμός 11/2014

Newsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-87 [ 2 ]

Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

Τροποποιήσεις με το Ν. 4335/2015 ως προς τα κατ ιδίαν αποδεικτικά μέσα - Ένορκες βεβαιώσεις

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3818, 12/3/2004 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΝΟΜΟ

Προθεσμίες διενέργειας διαδικαστικών πράξεων

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑ(ΟΥ

Άρθρο 4 Φορείς πιστοποίησης Άρθρο 5 Προσφυγή στη διαµεσολάβηση Άρθρο 6 Διαδικασία

Μαρούσι, Αριθ. Πρωτ. 1400

248/2017 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β'

(άρθρο 1 άρθρο δεύτερο 2 Ν. 4335/2015).

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΚΟΛΟΓΕΙΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ

Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΡΑΚΤΙΚΟ 20 / Πριν την έναρξη της συνεδρίασης ο Πρόεδρος διαπίστωσε ότι υπάρχει νόμιμη απαρτία διότι σε σύνολο 7 μελών βρέθηκαν παρόντα 6.

Διοικητική δικονομία Διοικητικές διαφορές ουσίας

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 2456/2012. των: α)... και β)..., κατοίκων..., οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Σ. Σδούκο (Α.Μ. 9900), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,

Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Ειρθεσ 8971/2006. Δικαστής: Μαριάννα Κουϊνέλη. Δικηγόροι: Χ. Ματζιώρης - Α. Αργυριάδης.

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΕΤΟΣ 2013 / ΤΕΥΧΟΣ 10

Απόφαση 162 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 162/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2' Πολιτικό Τμήμα

ΠΟΛ /05/ Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων σχετικά με τη διοικητική δίκη

Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α. Από το πρακτικό της αριθ. 52/2018 τακτικής Συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Νέας Φιλαδέλφειας-Νέας Χαλκηδόνας

Αριθμός απόφασης : 153/2019

Newsletter 01-02/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Άρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008

ΣτΕ 1865/2002. του... ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Κ. Μπουρνόζο (Α.Μ. 151), που τον διόρισε στο ακροατήριο,

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΑΚΤΙΚΟ 21 ο / ΑΠΟΦΑΣΗ 836/2012

ΣτΕ 927/2017 [Πρωτόκολλο ειδικής αποζημίωσης για διάστημα μεγαλύτερο του τριμήνου]

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr

Α Π Ο Φ Α Σ Η 136 /2017

προστίμου ΚΒΣ του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ..., οι οποίες εκδόθηκαν στην συνέχεια της από (και θεώρησης ) έκθεσης ελέγχου ΚΒΣ των εφοριακών

Transcript:

ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ Ν. 4335/2015*. Δημήτριος Κ. Δημητρίου Καθηγητή Πολιτικής Δικονομίας στη Νομική Σχολή του Δ.Π.Θράκης. / /. * Η εισήγηση αυτή έγινε (με παραλλαγές) σε επιστημονικές ημερίδες των Δικηγορικών Συλλόγων: Ροδόπης την 20/11/2015, Καβάλας την 4/12/2015 και Αλεξανδρούπολης την 22/1/2016. Άρθρα χωρίς άλλη ένδειξη υποδηλώνουν άρθρα του ΚΠολΔ. Η εισήγησή μου, αξιότιμοι κυρίες και κύριοι, αφορά στην τακτική διαγνωστική διαδικασία (πρωτοβάθμια διαδικασία και ένδικα μέσα). Οι αναφορές και παρατηρήσεις, που θα μοιραστώ μαζί σας, θα αφορούν, λόγω της στενότητας του χρόνου, στην ουσία των σημαντικότερων τροποποιήσεων και όχι και σε νομοτεχνικής υφής παρεμβάσεις (όπως: λεκτικές προσαρμογές, αναριθμήσεις, συνενώσεις και διαχωρισμούς άρθρων). Και πάλι, όμως, σε κάποιες από αυτές τις τροποποιήσεις η αναφορά μου θα είναι επιγραμματική. Σημειώνεται εξαρχής, ότι κατ εφαρμογή των παρ. 1 και 2 του άρθρου ένατου του ν. 4335/2015 (μεταβατικές και άλλες διατάξεις), οι νέες ρυθμίσεις της μεν πρωτοβάθμιας διαδικασίας εφαρμόζονται για τις κατατιθέμενες μετά την 1/1/2016 αγωγές, των δε ένδικων μέσων για τα κατατιθέμενα μετά την ημερομηνία αυτή ένδικα μέσα. 1.1. Η πρώτη, λοιπόν, θεματική θα είναι, όπως προανέφερα, η πρωτοβάθμια τακτική διαδικασία (προδικασία και κύρια διαδικασία). Πριν όμως επιβάλλεται, για την πληρέστερη κατανόηση των όσων θα ακολουθήσουν, αναφορά και στις αλλαγές στις επόμενες γενικές διατάξεις. Άρθρο 94. Στη νέα διατύπωση του άρθρου αυτού ορίζεται, ότι στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο ( 1) και ότι επιτρέπεται η δικαστική παράσταση διαδίκου χωρίς δικηγόρο: (α). στο ειρηνοδικείο, εφόσον πρόκειται για μικροδιαφορές, (β). για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος ( 2).

2 Παρατήρηση: Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει, ότι είναι πλέον υποχρεωτική η παράσταση των διαδίκων με δικηγόρο και στα Ειρηνοδικεία (ανεξαρτήτως διαδικασίας και ύψους διαφοράς) και στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ανεξαρτήτως δικαστηρίου). Διατυπώθηκε η άποψη [βλ., όλως ενδεικτικά, στην εισήγηση του Αντιπροέδρου του ΑΠ Νικόλαου Λεοντή προς τη υπ αριθ. 11/2014 ΔιοικΟλΑΠ], ότι τα ασφαλιστικά μέτρα καλύπτονται από την περίπτωση της αποτροπής επικείμενου κινδύνου. Πιστεύω, πως μια τέτοια γενικευμένη θέση δε φαίνεται να δικαιολογείται ούτε από το γράμμα, ούτε από το πνεύμα της νέας ρύθμισης ούτε και από το γράμμα του άρθρου 682, σύμφωνα με το οποίο ασφαλιστικά μέτρα δε διατάσσονται μόνο προκειμένου να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος, αλλά και σε επείγουσες περιπτώσεις. Άρθρο 115. Κατά τη νέα μορφή του άρθρου αυτού η προφορική συζήτηση στον πρώτο βαθμό δεν να είναι πλέον υποχρεωτική, ενώ η κατάθεση των προτάσεων είναι γίνεται υποχρεωτική σε όλες τις περιπτώσεις, με εξαίρεση τις υποθέσεις των μικροδιαφορών. Άρα η κατάθεση προτάσεων είναι πλέον υποχρεωτική και στο Ειρηνοδικείο. Άρθρο 116. Με προσθήκη δεύτερης παραγράφου στο άρθρο 116 εντάσσεται στις θεμελιώδεις δικονομικές αρχές, και έτσι αναβαθμίζεται, η υποχρέωση όλων των παραγόντων της δίκης να συμβάλλουν με την εν γένει δικονομική συμπεριφορά τους (διενεργώντας καλόπιστα και εμπρόθεσμα ενδεικτικά εκεί αναφερόμενες διαδικαστικές πράξεις) στην επίσπευση της δίκης και στην ταχεία επίλυση της διαφοράς. Παρατήρηση: Από το γεγονός ότι δεν καθιερώνονται κυρώσεις για την περίπτωση μη εφαρμογής της (lex imperfecta) είναι ορατός ο κίνδυνος να μείνει και αυτή η ρύθμιση ένα απλό ευχολόγιο, πλάι στο καθήκον αληθείας της παρ. 1 (πλέον) του ίδιου άρθρου. Άρθρο 143. Με την τροποποίηση της παρ. 1 ο δικαστικός πληρεξούσιος, που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96, είναι πλέον αυτοδικαίως και

3 αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη στην οποία είναι πληρεξούσιος έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης (πριν ήταν μέχρι και την επίδοση της οριστικής απόφασης), εκτός αν με δικόγραφο γνωστοποιηθεί στους λοιπούς διαδίκους η αντικατάστασή του. 1.2. Έρχομαι, τώρα, στη ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΩΝ (προδικασία και κύρια διαδικασία). Άρθρα 116Α και 214 Γ. Πρόκειται για νέες ρυθμίσεις, με τις οποίες αντικαθίστανται οι διατάξεις που ρύθμιζαν ως τώρα τις υποχρεωτικές ή προαιρετικές συμβιβαστικές ενέργειες των δικαστηρίων. Με αυτές διευρύνονται οι δυνατότητες του δικαστηρίου να επιδιώξει τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, με τη συμπερίληψη σ αυτές (τις δυνατότητες) και της ενθάρρυνσης των διαδίκων να επιλέξουν τη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Περαιτέρω ορίζεται, ότι σε περίπτωση αποδοχής από τους διαδίκους της πρότασης του δικαστηρίου για προσφυγή στη διαμεσολάβηση η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώνεται. Η συζήτηση ματαιώνεται και όταν οι διάδικοι από μόνοι τους επιλέξουν την προσφυγή σε διαμεσολάβηση. Παρατήρηση πρώτη: Είναι σίγουρα θετικό γεγονός η ένταξη (με τη γενική διάταξη του άρθρου 116Α) του θεσμού της διαμεσολάβησης στις θεμελιώδεις αρχές του δικονομικού δικαίου και σίγουρα είναι μια ρύθμιση προς τη σωστή κατεύθυνση. Όμως είναι σίγουρα και προφανές, από την ως τώρα εμπειρία σχετικά με τις προηγηθείσες ρυθμίσεις για συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, ότι θα λειτουργήσει αποτελεσματικά μόνο αν γίνει κατανοητό από όλους τους παράγοντες της δίκης (και πρωτίστως από τους δικηγόρους), πως η συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς είναι λύση πολλαπλώς επωφελέστερη και από την καλύτερη ακόμη δικαστική απόφαση, αν αυτή είναι μακρινή. Παρατήρηση δεύτερη: Πέρα από αυτή την επισήμανση, θα πρέπει να τονιστεί και μία αντινομία. Εδώ η επιλογή της διαμεσολάβησης επιφέρει, όπως προειπώθηκε, ματαίωση της συζήτησης, ενώ στο άρθρο 3 του ν. 3898/2010 (για τη διαμεσολάβηση) ορίζεται, ότι σε

4 περίπτωση προσφυγής σε διαμεσολάβηση το δικαστήριο αναβάλλει υποχρεωτικά τη συζήτηση της υπόθεσης σε δικάσιμο μετά την πάροδο τριμήνου και όχι πέραν του εξαμήνου. Δεδομένου ότι πρόκειται για σύγκρουση διατάξεων ίσης τυπικής ισχύος, θα πρέπει η άρση της να επιχειρηθεί με βάση το κριτήριο της ειδικής διάταξης, που υπερισχύει έναντι της γενικής. Τότε όμως τίθεται το ερώτημα: Ποια διάταξη θα πρέπει να θεωρηθεί ως ειδική και άρα επικρατούσα: Εκείνη του ν. 3898/2010 ως ρύθμιση της διαμεσολάβησης ή αυτή του ΚΠολΔ ως ρύθμιση της τακτικής διαδικασίας; Πιστεύω ότι γράμμα του άρθρου 214Γ [«Στο πλαίσιο των άρθρων 237 και 238 η συμφωνία για προσφυγή σε διαμεσολάβηση ( ) επάγεται τη συνέπεια της ματαίωσης της συζήτησης»] δικαιολογεί τη θέση ότι αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί ως νεότερη ειδική και άρα υπερισχύουσα. 2. Άρθρο 215. Στη νέα μορφή της παρ. 2 του άρθρου 215, με την οποία μαζί και με τα άρθρα 237 και 238 καθιερώνεται στην τακτική διαδικασία ένα νέο μοντέλο δίκης θεμελιωμένο στην αρχή της έγγραφης διεξαγωγή της δίκης, ορίζεται ότι στην περίπτωση του άρθρου 237 η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία 60 ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Παρατήρηση πρώτη: Η αγωγή επιδίδεται μόνο προς γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες, χωρίς πράξη ορισμού δικασίμου, αφού, όπως θα εκτεθεί και στο πλαίσιο του επόμενου άρθρου (237), ο ορισμός της τελευταίας γίνεται σε μεταγενέστερο στάδιο. Το επιδιδόμενο δικόγραφο περιέχει, κατ επιταγή του άρθρου 226 παρ. 2 υπό τη νέα του μορφή, ευδιάκριτη σημείωση, την οποία θέτει ο γραμματέας στο πρωτότυπο και στα αντίγραφα κατά τη σύνταξη της έκθεσης κατάθεσης της αγωγής και στην οποία αναγράφεται η προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων για τον ενάγοντα και τον εναγόμενο και επισημαίνεται ότι εκπρόθεσμες προτάσεις δε λαμβάνονται υπόψη.

5 Εδώ τίθεται το ζήτημα, αν ο γραμματέας θα σημειώνει την προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων μόνο (έτσι το γράμμα του νόμου) ή και των αμοιβαίων αντικρούσεων, και περαιτέρω (και το σημαντικότερο), αν θα σημειώνει απλώς τον αριθμό των ημερών που προβλέπει ο νόμος ή την καταληκτική ημερομηνία κάθε προθεσμίας. Σημειώνεται, ότι οι πρώτες εφαρμογές της ρύθμισης ανά την Επικράτεια δεν χαρακτηρίζονται από ενιαία προσέγγιση στο ζήτημα. Παρατήρηση δεύτερη: Περαιτέρω ζήτημα τίθεται στις περιπτώσεις που η αγωγή πρέπει να επιδοθεί στο εξωτερικό. Τότε ενδεχομένως η προθεσμία των 60 ημερών να αποδειχθεί μη επαρκής για να κατορθώσει ο ενάγων να ανταποκριθεί στο δικονομικό του βάρος, αν η επίδοση δεν διέπεται από τον Κανονισμό 1393/2007 (κατά το άρθρο 9 παρ. 2 του οποίου έχει εφαρμογή η πλασματική επίδοση των άρθρων 134 136 ΚΠολΔ), αλλά από τη Σύμβαση της Χάγης [κατά το άρθρο 15 της οποίας απαιτείται πραγματική επίδοση (βλ. έτσι, αντί άλλων, ΟλΑΠ 22/2009)]. Ως διέξοδος στο παραπάνω ζήτημα έχει προταθεί (βλ., όλως ενδεικτικά, Ν. Βόκα, Εισήγηση στην Ημερίδα της ΕΣΔΙ, dikastis.blgspot.gr) και ορθά νομίζω, το άρθρο 148, σύμφωνα με το οποίο οι προθεσμίες που ορίζει ο νόμος ή ο δικαστής και αφορούν τη διαδικασία μπορούν να παραταθούν και από τον ίδιο τον δικαστή, μετά από στάθμιση των ειδικών κάθε φορά περιστάσεων. 3. Άρθρο 237. Κατά τις πρόνοιες αυτής της ρύθμισης, μέσα σε εκατό (100) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής (προσαυξανόμενες κατά τριάντα (30) ημέρες για όλους τους διαδίκους αν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής) οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές. Μέσα στην ίδια προθεσμία κατατίθενται το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής, καθώς και τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους δικηγόρους κατά το άρθρο 96. Το δικαστικό ένσημο κατατίθεται το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης. Μέσα στις επόμενες δεκαπέντε (15) ημέρες από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας γίνονται οι αμοιβαίες αντικρούσεις με προσθήκη στις προτάσεις. Με την παρέλευση και της προθεσμίας αυτής κλείνει ο

6 φάκελος της δικογραφίας. Νέοι ισχυρισμοί με την προσθήκη μπορεί να προταθούν και νέα αποδεικτικά μέσα να προσκομισθούν μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις. Εκπρόθεσμες προτάσεις και προσθήκες δεν λαμβάνονται υπόψη. Μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, με πράξη του αρμόδιου δικαστικού οργάνου ορίζεται ο δικαστής ή (αναλόγως) η σύνθεση του πολυμελούς πρωτοδικείου για την εκδίκαση της υπόθεσης. Στην τελευταία περίπτωση ο πρόεδρος του δικαστηρίου ορίζει τον εισηγητή. Συγχρόνως (με την ίδια δηλαδή πράξη) ορίζεται δικάσιμος σε χρόνο όχι μεγαλύτερο από τριάντα (30) ημέρες από την παρέλευση της αμέσως πιο πάνω δεκαπενθήμερης προθεσμίας. Κατ εξαίρεση, αν ο προβλεπόμενος από τον κανονισμό του δικαστηρίου αριθμός υποθέσεων, που ανατίθεται σε κάθε δικαστή, καλυφθεί, ο ορισμός δικαστή και χρόνου συζήτησης της υπόθεσης γίνεται στον απολύτως αναγκαίο χρόνο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Με πρωτοβουλία του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η δικάσιμος, που ορίστηκε, με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων. Κατά την ορισμένη δικάσιμο δεν εξετάζονται μάρτυρες και η υπόθεση συζητείται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους. Αναβολή της συζήτησης κατά το άρθρο 241 δεν επιτρέπεται. Μετά τη συζήτηση αυτή εκδίδεται η οριστική απόφαση με βάση τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας. Αν από τη μελέτη του φακέλου της δικογραφίας κρίνεται απολύτως αναγκαία η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, ενός από κάθε πλευρά από εκείνους που έδωσαν ένορκη βεβαίωση ή σε περίπτωση ανυπαρξίας αυτών από τους προτεινόμενους από κάθε πλευρά, με απλή διάταξη του προέδρου ή (αναλόγως) του δικαστή της υπόθεσης, διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο σε χρόνο όχι συντομότερο από δεκαπέντε (15) ημέρες, για την εξέταση των μαρτύρων ενώπιον του ήδη ορισμένου δικαστή, στον τόπο και στην ημέρα και ώρα που ορίζεται με τη διάταξη αυτή μέσα στο ίδιο δικαστικό έτος, εκτός αν αυτό είναι χρονικά αδύνατο. Η καταχώριση της διάταξης στο οικείο βιβλίο του δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων. Η καταχώριση της διάταξης μπορεί επίσης να γνωστοποιείται με πρωτοβουλία του γραμματέα με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων. Ο δικαστής αποφασίζει για όλα τα σχετικά με την απόδειξη διαδικαστικά ζητήματα.

7 Αν ο χρόνος εξέτασης των μαρτύρων δεν επαρκεί, επιτρέπεται μόνο διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον του ίδιου δικαστή, με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων και εκείνων που δεν παρίστανται. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης των μαρτύρων θεωρείται συντελεσμένη και η επανάληψη της συζήτησης. Αν ο χρόνος εξέτασης των μαρτύρων οριστεί για οποιοδήποτε λόγο στο επόμενο δικαστικό έτος και η εξέτασή τους ενώπιον του ίδιου δικαστή δεν είναι δυνατή, η υπόθεση διαγράφεται από τη χρέωση του συγκεκριμένου δικαστή και ακολουθεί νέα χρέωση για την εξέταση των μαρτύρων και την έκδοση της απόφασης. Στη θέση της διαγραφείσας υπόθεσης στον εισηγητή ή (αναλόγως) στο δικαστή ανατίθεται άλλη υπόθεση. Μέσα σε οκτώ (8), τέλος, εργάσιμες ημέρες από την εξέταση των μαρτύρων οι διάδικοι δικαιούνται με προσθήκη να προβούν σε αξιολόγηση των αποδείξεων αυτών. Νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα δεν λαμβάνονται υπόψη και δεν κατατίθενται νέες προτάσεις. Παρατήρηση πρώτη. Οι σφοδρές επικρίσεις που δέχθηκε η ρύθμιση αυτή από όλο το φάσμα του νομικού κόσμου τόσο στο στάδιο της δημόσιας διαβούλευσης πριν τη ψήφισή της, όσο και στο στάδιο του επιστημονικού διαλόγου μετά τη ψήφισή της, είναι λίγο - πολύ γνωστές σε όλους μας. Ένας ακόμη, λοιπόν, γενικός αφορισμός και από μέρους μου, του τύπου, ότι πρόκειται για μια ρύθμιση άκρως προβληματική, δυσεφάρμοστη (αν όχι πλήρως ανεφάρμοστη) και οπωσδήποτε εμπεριέχουσα πολλαπλούς κινδύνους (γιατί καθιερώνει ασφυκτικές προθεσμίες, γιατί επιβάλλει στους δικηγόρους συνεχή παρακολούθηση πινακίων και βιβλίων, γιατί προϋποθέτει για την εφαρμογή της στελέχωση και υλικοτεχνικές υποδομές που δεν υπάρχουν, γιατί καταργεί την προφορικότητα της διαδικασίας και τους μάρτυρες, γιατί, γιατί.., γιατί ) δε θα είχε νομίζω να προσφέρει το ελάχιστο στην αποψινή συζήτηση, τη στιγμή μάλιστα που ήδη βρίσκεται στο στάδιο εφαρμογής της. Γι αυτό το λόγο και οι παρατηρήσεις μου θα επικεντρωθούν στα σημεία εκείνα που φαίνονται κλειδιά για την κατά το δυνατό πληρέστερη επιτέλεση του σκοπού που ανατέθηκε σ αυτή τη ρύθμιση. Ειδικότερα:

8 (i). Αυτή καθ εαυτή η λειτουργία της εν λόγω ρύθμισης, και κατ επέκταση η επίτευξη του σκοπού της (της ταχείας δηλαδή απονομής της δικαιοσύνης) συναρτάται πρωτίστως προς την ανάγκη να προσδιορίζεται η δικάσιμος της αγωγής μέσα σε 160 το πολύ ημέρες από την κατάθεσή της. Αν λοιπόν λόγω της υπερφόρτωσης των πινακίων (γεγονός που όλοι γνωρίζουμε ότι συμβαίνει σε ευρεία έκταση στα πλείστα πρωτοδικεία της χώρας) η υπέρβαση του χρόνου αυτού - των 160 ημερών - και η μετακύλυση της δικασίμου στον απολύτως αναγκαίο χρόνο (που θα είναι άραγε ποιος;) καταστεί ο κανόνας, η ρύθμιση χάνοντας τον ακρογωνιαίο λίθο της δε θα λειτουργήσει όπως σχεδιάστηκε και ο σκοπός της φυσικά δε θα επιτευχθεί. (ii). Αλλά και αν καθ υπόθεση εργασίας εθεωρείτο, ότι δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα, και πάλι θα είμαστε, λόγω πολλών άλλων προβλημάτων, μπροστά σε μια ρύθμιση με έντονες αμφιβολίες, ως προς την ικανότητά της να πραγματώσει την επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης, και με ακόμη πιο έντονες αμφιβολίες για την ικανότητά της να υπηρετήσει και τον έτερο πυλώνα, την αρχή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Πιστεύω, πως ο τρόπος με τον οποίο τα δικαστήρια θα προσεγγίσουν την τεθείσα αίρεση, σύμφωνα με την οποία πρέπει να εκδίδεται πράξη για εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, μόνο αν κρίνεται απολύτως αναγκαία η εξέτασή τους», θα είναι ο καταλύτης που θα διαμορφώσει εν τέλει τη λειτουργία της νέας αυτής μορφής δίκης και θα καταδείξει στην πράξη πλέον, αν θα επιτελέσει το σκοπό που της επιφυλάχθηκε ή αν αντίθετα θα λειτουργήσει ως μια μορφή προδικαστικής απόφασης περί αποδείξεων, από αυτές που έχουμε γνωρίσει κατά καιρούς. Με μια ορθολογική, συγκεκριμένα, προσέγγιση, συνυφασμένη απόλυτα (και μόνο) προς το σχηματισμό ορθής δικανικής κρίσης, ο διαγραφείς κίνδυνος (μιας προδικαστικής απόφασης με ό,τι αρνητικό αυτή συνεπάγεται) θα αποφευχθεί. Παράλληλα δε, και το πιο σημαντικό, θα αποφευχθεί ή έστω θα ελαχιστοποιηθεί και ο κίνδυνος να οδηγήσει ο ολοκληρωτικός αποκλεισμός των μαρτυρικών καταθέσεων σε ευρείας εκτάσεως

9 εσφαλμένες αποφάσεις και έτσι ο νέος θεσμός να λειτουργήσει σε βάρος της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Η υπερβολικά συχνή, κατ άλλη διατύπωση, προσφυγή στην εξέταση μαρτύρων θα οδηγήσει σε καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, μεγαλύτερες, ίσως, και από αυτές που παρατηρήθηκαν ως τώρα. Η πλήρης, από την άλλη πλευρά, αποφυγή μιας τέτοιας προσφυγής θα εξοβελίσει πλήρως τις θεμελιώδεις αρχές της προφορικότητας και της αμεσότητας από την τακτική διαδικασία και θα αναγάγει τις ένορκες βεβαιώσεις, ένα πανθομολογουμένως αναξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο, σε κατ εξοχήν αποδεικτικό μέσο. Παρατήρηση δεύτερη. Η πρόνοια της παρ. 4, σύμφωνα με την οποία η με πρωτοβουλία του γραμματέα εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (χωρίς δηλαδή να απαιτείται η γνωστοποίηση σ αυτούς της δικασίμου), δε φαίνεται να εναρμονίζεται απόλυτα με την ουσία του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος ακροάσεως των διαδίκων, αμφοτέρων μάλιστα των πλευρών, αφού εν προκειμένω η συζήτηση δεν επισπεύδεται από κάποιο διάδικο, αλλά υπηρεσιακά. Η δυσαρμονία αυτή καθίσταται προφανής και από το γεγονός, ότι η με βάση το άρθρο 226 παρ. 4 μετ αναβολή μεταφορά και αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει μεν, κατά την ως τώρα τουλάχιστον πάγια θέση της θεωρίας και της νομολογίας, ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη νέα δικάσιμο, μόνο όμως εφόσον οι διάδικοι παρέστησαν ή είχαν κλητευθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στην αναβληθείσα συζήτηση. Ασφαλώς δεν θα προέκυπτε το εν λόγω ζήτημα, αν η με πρωτοβουλία του γραμματέα προβλεπόμενη γνωστοποίηση στους διαδίκους της δικασίμου με ηλεκτρονικό μήνυμα ήταν υποχρεωτική και όχι δυνητική. Παρατήρηση τρίτη. Σύμφωνα και με τις διευκρινίσεις στην ΑιτΕ, κατά την ορισθείσα δικάσιμο επιτρέπεται η διενέργεια ορισμένων μόνο διαδικαστικών πράξεων: όπως λ.χ. η (συναινετική) παραίτηση

10 από το δικόγραφο / δικαίωμα της αγωγής, ο περιορισμός του αιτήματος, ο δικαστικός συμβιβασμός και η δήλωση βίαιης διακοπής της δίκης. Παρατήρηση τέταρτη. Η πρόνοια, ότι οι προτάσεις κατατίθενται μέσα σε 100 ημέρες από την κατάθεση της αγωγής φαίνεται να μην εναρμονίζεται απόλυτα με την κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας των διαδίκων, αφού ο εναγόμενος, που θα μάθει για την εναντίον του αγωγή όταν αυτή θα του επιδοθεί (το πιθανότερο στο τέλος της 30νθήμερης προθεσμίας), στην ουσία θα έχει λιγότερες ημέρες στη διάθεσή του, το πολύ 70. Παρατήρηση πέμπτη. Από την επισημανθείσα απαγόρευση αναβολής της συζήτησης κατά το άρθρο 241 (για σπουδαίο δηλαδή λόγο) συμπεραίνεται εξ αντιδιαστολής, ότι δεν αποκλείεται η αναβολή της δίκης σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση αυτή καθιερώνεται, όπως λ.χ.: (i). στην περίπτωση των άρθρων 249 και 250 (αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται από την έκβαση άλλης πολιτικής, διοικητικής ή ποινικής δίκης) ή 265 (σε περίπτωση πρόωρης αγωγής κατά κληρονόμου), (ii). στην περίπτωση απουσίας του εναγομένου, κατοίκου της αλλοδαπής, εάν στο φάκελο δεν υπάρχει βεβαίωση της αρμόδιας αρχής του κράτους παραλαβής ότι η αγωγή επιδόθηκε, οπότε κατά τα αυξημένης, ως γνωστό, τυπικής ισχύος άρθρα 15 παρ. 1 της ΣυμβΧάγης και 19 παρ.1 του Κανονισμού 1393/2007 ο δικαστής υποχρεούται να αναβάλει / αναστείλει (αντιστοίχως) την έκδοση απόφασης μέχρι να διαπιστώσει ότι η αγωγή επιδόθηκε πράγματι. Σ αυτές τις περιπτώσεις αναβολής τίθεται ζήτημα σχετικά με την προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων. Εν προκειμένω θα πρέπει, πιστεύω, να γίνει δεκτό ότι: Αν πρόκειται για αναβολή επ αόριστον (όχι σε τακτή δικάσιμο), οπότε για τη νέα συζήτηση προϋποτίθεται κλήση, μπορεί (και θα πρέπει) άνευ ετέρου να ισχύσει αναλογικά η ρύθμιση του άρθρου 260 παρ. 2 εδαφ. 3 (για τη ματαίωση της συζήτησης).

11 Αν πάλι πρόκειται για αναβολή σε τακτή δικάσιμο, και τότε η μόνη ορατή λύση είναι επίσης η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 260 παρ. 2 εδαφ. 3, όμως τότε θα πρέπει η αναβολή να γίνεται σε χρονικό διάστημα πέραν των προθεσμιών των παρ. 1 και 2 του άρθρου 237, το αφετηριακό δε γεγονός θα είναι η ημερομηνία της αναβολής. Παρατήρηση έκτη. Το κλείσιμο του φακέλου, που σημειώθηκε ανωτέρω, και η εξ αυτού του λόγου αδυναμία εισαγωγής νέου υλικού στη δίκη, καθώς και η επελθούσα κατάργηση του άρθρου 269 και η ενσωμάτωση του περιεχομένου του στο άρθρο 527, έχει ως αποτέλεσμα, η προβολή γεγονότων τα οποία λαμβάνουν χώρα μετά την ολοκλήρωση της δικογραφίας και γενικά όσων θα ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 269, να μετατίθεται υποχρεωτικά στο δεύτερο βαθμό ή, αναλόγως, στο πλαίσιο δίκης ανακοπής κατά της εκτελέσεως σύμφωνα με το άρθρο 933. 4. Άρθρο 238. Κατά τις επιταγές της ρύθμισης αυτής, με την οποία (όπως ειπώθηκε και πριν) ολοκληρώνεται η εισαχθείσα νέα μορφή δίκης, παρεμβάσεις, προσεπικλήσεις, ανακοινώσεις και ανταγωγές κατατίθενται και επιδίδονται σε όλους τους διαδίκους μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής. Παρεμβάσεις μετά από προσεπίκληση ή ανακοίνωση κατατίθενται και επιδίδονται σε όλους τους διαδίκους, μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής. Οι παραπάνω προθεσμίες παρατείνονται κατά τριάντα (30) ημέρες για όλους τους διαδίκους αν ο αρχικός εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής. Η κατάθεση των προτάσεων και της προσθήκης σε αυτές, γίνεται και στην τελευταία περίπτωση μέσα στις προθεσμίες των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 237. Μέσα στην προθεσμία της κατάθεσης των προτάσεων προσκομίζονται και όλα τα επικαλούμενα με αυτές αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα. Παρατήρηση πρώτη. Τα ένδικα βοηθήματα με τα οποία δημιουργούνται σύνθετες δίκες, συμπεριλαμβανομένης πλέον και της κυρίας παρέμβασης (βλ. και άρθρο 79) ασκούνται μόνο στον πρώτο βαθμό και μόνο με αυτοτελές δικόγραφο, συμπεριλαμβανομένης και της ανταγωγής (βλ. και άρθρο 268).

12 Παρατήρηση δεύτερη. Τίθεται ζήτημα, αν η πρόνοια: «επιδίδονται σε όλους τους διαδίκους» είναι ηθελημένη τροποποίηση των ως τώρα ισχυόντων, σύμφωνα με τα οποία η μεν παρέμβαση (κύρια και πρόσθετη) κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους (άρθρο 81 παρ. 1 εδ. 1), πλην όμως η προσεπίκληση κοινοποιείται στον προσεπικαλούμενο [άρθρο 89 (και) με τη νέα του μορφή)], η ανακοίνωση κοινοποιείται στον τρίτο (άρθρο 91 2) και η ανταγωγή στον ενάγοντα - αντεναγόμενο (πρβλ. άρθρο 268). Θα πρέπει, πιστεύω, να γίνει δεκτό, ότι πρόκειται για διατύπωση υπερακοντίζουσα το σκοπό του νομοθέτη και χρήζει συσταλτικής ερμηνείας. Παρατήρηση τρίτη. Εν προκειμένω τα περιθώρια κατάθεσης των προτάσεων είναι πολύ στενότερα από εκείνα της αγωγής (μπορεί να είναι και μόνο 40 ημέρες, ενώ στην παρέμβαση μετά από προσεπίκληση ή ανακοίνωση 10 ημέρες). Δεδομένου μάλιστα, ότι στην προσεπίκληση μπορεί να σωρεύεται και παρεμπίπτουσα αγωγή (το και συνήθως συμβαίνον), εύλογα διερωτάται κανείς, αν η τόσο σύντομη προθεσμία των προτάσεων που θα ισχύσει και γι αυτήν δεν θέτει ένα ζήτημα ισότητας των τελευταίων εναγομένων και ορθής άμυνάς τους. 5. Άρθρο 254. Και με τη νέα μορφή του άρθρου αυτού διατηρείται η δυνατότητα επανάληψης της συζήτησης, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, και περαιτέρω προστίθενται ως λόγοι προς τούτο η ανάγκη διενέργειας αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης, εξέτασης των διαδίκων στο ακροατήριο, καθώς και, ειδικά για την τακτική διαδικασία, η κρίση ότι είναι απολύτως αναγκαία η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, οπότε με την απόφαση για την επανάληψη μπορεί να διαταχθεί και η εξέταση ενός μάρτυρα από κάθε πλευρά. Παρατήρηση πρώτη. Δεδομένου ότι η επανάληψη της συζήτησης με πράξη κατ εφαρμογή του άρθρου 237 παρ. 4 είναι δυνατή μόνο για την εξέταση μαρτύρων, και δεδομένου, από την άλλη πλευρά, ότι η επανάληψη της περαιωμένης συζήτησης με απόφαση κατ εφαρμογή του άρθρου 254, εκτός από τις περιπτώσεις της

13 αυτοψίας, της πραγματογνωμοσύνης και της εξέτασης των διαδίκων είναι δυνατή και για την εξέταση μαρτύρων (υπό τις ίδιες μάλιστα προϋποθέσεις του άρθρου 237 παρ. 4, έστω και αν τούτο δεν ορίζεται ρητά), θα είναι σίγουρα ζητούμενο στην καθημερινή πρακτική η σχέση των δύο αυτών ρυθμίσεων, με σοβαρή κατά τη γνώμη μου πιθανότητα, η απόφαση του άρθρου 254, η οποία καθιστά δυνατή την ταυτόχρονη αντιμετώπιση όλων των ως άνω αποδεικτικών αναγκών, να καταστήσει ανενεργή την πράξη του 237 παρ. 4. Παρατήρηση δεύτερη: Δεν προβλέπεται πλέον δυνατότητα κατάθεσης προτάσεων κατά την εκ νέου συζήτηση. 6. Άρθρο 260. Σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση της παρ. 2 εδ. 2,3 του άρθρου αυτού, αν παρέλθουν εξήντα (60) ημέρες από την ματαίωση της συζήτησης χωρίς να ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας δικασίμου, η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο και η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Για τη νέα συζήτηση εφαρμόζονται αναλόγως οι προθεσμίες των άρθρων 215 παρ. 2 (επίδοση της κλήσης εντός 30 ημερών) και 237 παρ. 1 και 2 (κατάθεση προτάσεων εντός 100 ημερών και αμοιβαίων αντικρούσεων εντός των επόμενων 15 ημερών). Παρατήρηση: Με την αναφερθείσα κύρωση: «( ) η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα», εγείρεται ζήτημα αναφορικά με τη διακοπή της παραγραφής της επίδικης αξίωσης. Πιο συγκεκριμένα: Την κατά πλάσμα δικαίου αναδρομική αναίρεση της άσκησης της αγωγής γνωρίζει ήδη ο ΚΠολΔ για την περίπτωση της παραίτησης από το δικόγραφο της αγωγής (άρθρο 295 παρ. 1εδ.1:«Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής έχει ως αποτέλεσμα, ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε»). Γι αυτή την περίπτωση στο άρθρο 263 παρ.1 ΑΚ ορίζεται, ως γνωστό, πως «κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή». Όμως, στην υπό διερεύνηση περίπτωση του άρθρου 260, αν και επίσης καθιερώνεται, όπως προειπώθηκε, η κατά πλάσμα δικαίου αναδρομική αναίρεση της άσκησης της αγωγής, αυτή δεν συνοδεύεται και από την πρόνοια, ότι η διακοπείσα

14 παραγραφή θεωρείται σαν να μη διακόπηκε. Ως εκ τούτου, εύλογα διερωτάται κανείς για την τύχη της παραγραφής της επίδικης αξίωσης. Σχετικά με το ερώτημα αυτό, θα πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: Εφόσον η αγωγή θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως μη ασκηθείσα, τούτο σημαίνει ότι κατά πλάσμα δικαίου αίρονται αναδρομικά (με την έννοια ότι δεν παρήχθησαν ποτέ) και οι έννομες συνέπειες που συνδέονται στενά με την άσκησή της, είτε δικονομικές είτε ουσιαστικές, οπωσδήποτε δε η διακοπή της παραγραφής. Μόνο το γεγονός ότι δεν επαναλήφθηκε και εν προκειμένω η πρόνοια του άρθρου 263 παρ.1 ΑΚ δεν είναι αρκετό, πιστεύω, να θεμελιώσει το επιχείρημα της αντιδιαστολής και να οδηγήσει στη θέση, πως ο νομοθέτης συνειδητά ηθέλησε να διατηρήσει τη διακοπή της παραγραφής. Αντίθετα, η έντονη ομοιότητα των δύο περιπτώσεων δικαιολογεί την άποψη, ότι πρόκειται για κενό δικαίου, για την πλήρωση του οποίου επιβάλλεται αναλογική εφαρμογή του άρθρου 263 παρ.1 γεγονός που σημαίνει ότι και στην περίπτωση του άρθρου 260 η παραγραφή που αρχικά διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θα θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν παρέλθουν εξήντα (60) ημέρες από την ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης χωρίς να ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας συζήτησης. Η θέση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός, ότι στη σχετική ΑιτΕ αναφέρεται για μεν το άρθρο 215: «( ) τότε η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε και ως εκ τούτου δεν παράγει δικονομικές συνέπειες. Οι ουσιαστικές συνέπειες βέβαια διατηρούνται», για δε το 260: «( ) τότε η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα και ως εκ τούτου δεν παράγει (δικονομικού δικαίου) συνέπειες» (άρα, εννοείται, ουσιαστικές συνέπειες παράγει). Και τούτο αφενός μεν γιατί η ΑιτΕ δεν αποτελεί, ως γνωστό, δεσμευτικό κείμενο αλλά μόνο ερμηνευτικό βοήθημα, αφετέρου δε γιατί μια τέτοια θέση δεν βρίσκει έρεισμα στα άρθρα 221ΚΠολΔ και 261 ΑΚ. Η διατυπωθείσα θέση, ότι χωρεί αναλογική εφαρμογή του άρθρου 263 παρ. 1, είναι ευνόητο ότι δικαιολογεί αναλογική εφαρμογή και του άρθρου 263 παρ. 2, με βάση το οποίο θα

15 πρέπει να γίνει δεκτό, πως αν ο ενάγων εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες από τη ματαίωση της συζήτησης και τη διαγραφή της πρώτης αγωγής από το πινάκιο, η παραγραφή θα θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή, υπό την ακόλουθη όμως περαιτέρω διευκρίνιση: Η ρύθμιση του άρθρου 263 ΑΚ, όπως προκύπτει από το εκτεθέν γράμμα της [σε συνδυασμό και με γράμμα του άρθρου 261 παρ. 1 ΑΚ (: Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής)], προϋποθέτει ότι η άσκηση της πρώτης αγωγής είχε ολοκληρωθεί και είχε επομένως επέλθει διακοπή της παραγραφής. Αν λοιπόν και στην περίπτωση του άρθρου 260 ΚΠολΔ η αγωγή επιδόθηκε, και άρα ολοκληρώθηκε η άσκησή της με αποτέλεσμα τη διακοπή της παραγραφής της επίδικης αξίωσης, αλλά λόγω μη εμφάνισης ή μη κατάθεσης προτάσεων από τους διαδίκους και άρα μη κανονικής συμμετοχής τους στη δίκη ματαιώθηκε η συζήτηση, χωρεί εφαρμογή του άρθρου 263 παρ.2 ΑΚ. Αν όμως η αγωγή δεν επιδόθηκε και άρα δεν ολοκληρώθηκε η άσκησή της, δεν είναι νοητή η εφαρμογή του ως άνω άρθρου. 7. Άρθρο 271. Κατά τη νέα μορφή αυτής της ρύθμισης, αν ο εναγόμενος δε λάβει κανονικά μέρος στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σ αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα ( 1). Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή ( 2). Παρατήρηση πρώτη. Η ως άνω διατύπωση θα μπορούσε να οδηγήσει στη σκέψη, ότι η ως τώρα απαιτούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήση του εναγόμενου για συζήτηση (από τον επισπεύδοντα ενάγοντα) εξακολουθεί να είναι και στη νέα μορφή δίκης της τακτικής διαδικασίας προϋπόθεση για το παραδεκτό της συζήτησης σε περίπτωση απουσίας του. Μια τέτοια θέση ωστόσο δεν είναι ορθή, όπως εξηγήθηκε ήδη στο πλαίσιο του άρθρου 237, καθόσον πλέον η υπηρεσιακή εγγραφή της υπόθεσης στο

16 πινάκιο, ισχύουσα ως κλήτευση για όλους τους διαδίκους, αρκεί για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής. Η πρόνοια στο γράμμα του άρθρου 271 για νόμιμη και εμπρόθεσμη επίδοση (και) της κλήσης αφορά, όπως διευκρινίζεται και στην ΑιτΕ, μόνο στις περιπτώσεις όπου υπάρχει και λειτουργεί η κλήση [λ.χ. στις ειδικές διαδικασίες, στην επίσπευση της δίκης μετά τη ματαίωση της συζήτησης (260 2), στην επανάληψη της περαιωμένης συζήτησης (254)]. Παρατήρηση δεύτερη. Με την κύρωση: «θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή» εγείρεται και εδώ, όπως και στην προαναφερθείσα περίπτωση του άρθρου 260, ζήτημα διακοπής ή μη της παραγραφής για το οποίο ισχύουν όσα ειπώθηκαν εκεί. 8. Άρθρο 394. Με την επελθούσα τροποποίηση αυτού του άρθρου ορίζεται ότι η απόδειξη με μάρτυρες στις περιπτώσεις της αρχής έγγραφου αποδείξεως κ.λ.π., επιτρέπεται πλέον «εξαιρετικά» (και όχι σε κάθε περίπτωση, όπως ίσχυε ως τώρα). Ενόψει τούτου διατυπώθηκε (στην εισήγηση του Αντιπροέδρου του ΑΠ Νικόλαου Λεοντή ενώπιον της υπ αριθ. 11/2014 ΔιοικΟλΑΠ) η γενική επισήμανση, ότι ο εξαιρετικός αυτός χαρακτήρας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της ρύθμισης ενώ, στο πλαίσιο της προηγηθείσας δημόσιας διαβούλευσης διατυπώθηκε η ειδικότερη θέση, ότι θα πρέπει (πέρα από την απόδειξη κάποιου λόγου από εκείνους του άρθρου 394) να αιτιολογείται και γιατί η απόδειξη δεν μπορεί να γίνει με άλλα μέσα. Αυτή η (τελευταία) θέση δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αφού καθιστά τους μάρτυρες για τις περιπτώσεις του άρθρου 394 επικουρικό αποδεικτικό μέσο, ιδιότητα που δεν ισχύει πλέον για κανένα αποδεικτικό μέσο. Ορθή, αντιθέτως, θα πρέπει να θεωρηθεί η πρώτη επισήμανση, αν της δοθεί το ειδικότερο νόημα, ότι ο εξαιρετικός χαρακτήρας της ρύθμισης απαιτεί, οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, λ.χ. το αν συνέτρεχε αδυναμία (φυσική και ηθική) κτήσεως εγγράφου, ή αν η φύση της δικαιοπραξίας και οι ειδικές συνθήκες δικαιολογούν τους μάρτυρες, να πρέπει να προσεγγίζονται με αυστηρότερα κριτήρια

17 9. Άρθρο 400. Καταργήθηκε η παρ. 3 του άρθρου αυτού, και άρα παύουν πλέον να είναι εξαιρετέοι μάρτυρες τα πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη. Το πιθανό συμφέρον είναι πλέον στοιχείο της αξιολόγησης και όχι του επιτρεπτού (παραδεκτού) της εμμάρτυρης απόδειξης. Νομίζω ότι είναι ατυχής τροποποίηση, χωρίς ορατή συνδρομή στην επιδιωκόμενη επιτάχυνση της δίκης. 10. Άρθρα 421-424. Στις νέες αυτές διατάξεις καθιερώνονται ειδικές ρυθμίσεις για τις ένορκες βεβαιώσεις. Από αυτές χρήζει ιδιαίτερης επισήμανσης η διάταξη (423 παρ.2) σύμφωνα με την οποία οι ενστάσεις και αιτήσεις εξαίρεσης εκείνου, που δίδει τη βεβαίωση, καταχωρίζονται στο προοίμιο της ένορκης βεβαίωσης, κρίνονται όμως από το Δικαστήριο. Παρατήρηση: Δεδομένου από τη μια, ότι η ρύθμιση αυτή δεν συνδέεται με έκπτωση από το δικαίωμα προβολής της σχετικής ένστασης και σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, από αυτό της λήψης της ένορκης βεβαίωσης, και δεδομένου από την άλλη, ότι το άρθρο 403 παρ.2 (η ένσταση εξαίρεσης του μάρτυρα πρέπει να προτείνεται πριν την εξέτασή του) δεν περιλαμβάνεται στις διατάξεις που κατά παραπομπή του άρθρου 423 παρ.1 εφαρμόζονται αναλογικά στις ένορκες βεβαιώσεις, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ενστάσεις που τυχόν δεν προτείνονται κατά το χρόνο λήψης της ένορκης βεβαίωσης μπορούν να προταθούν στο ακροατήριο. Ιδιαίτερης μνείας χρήσει επίσης και η ρύθμιση (άρθρο 424) με την οποία ορίζεται ρητά πλέον, ότι ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προβλεπόμενων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη (στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκε), ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. ΙΙ. Έρχομαι τώρα στη δεύτερη θεματική της εισήγησής μου, τα ένδικα μέσα στην Τακτική Διαδικασία.

18 Οι βασικές τροποποιήσεις σ αυτή τη θεματική είναι οι ακόλουθες: 1. Άρθρο 47. Σύμφωνα με τη νέα του διατύπωση δεν προσβάλλεται πλέον με ένδικα μέσα (και) η απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που παραπέμπει την υπόθεση σε ανώτερο. 2. Άρθρα 518 και 564. Με τη νέα μορφή αυτών των ρυθμίσεων η καταχρηστική προθεσμία για την άσκηση της έφεσης και της αναίρεσης μειώνεται (από 3) σε 2 έτη. Παρατήρηση. Οι ρυθμίσεις αυτές, οι οποίες ισχύουν, όπως σημειώθηκε και στην αρχή, για τα ένδικα μέσα τα οποία κατατίθενται από την 1/1/2016, άρα και όταν ακόμη προσβάλλονται αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν πριν από την εφαρμογή τους, συγκρούονται με το άρθρο 24 παρ. 1 ΕισΝΚΠολΔ, κατά το οποίο το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση. Όμως υπερισχύουν, ως διατάξεις νεότερες και προφανώς ειδικότερες. Υπ αυτές τις συνθήκες, είναι αξιοσημείωτο, ότι εφέσεις και αναιρέσεις που αν είχαν κατατεθεί μέχρι την 31/12/2015 θα ήταν εμπρόθεσμες ακόμη και αν είχαν περάσει περισσότερα από 2 έτη από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατατιθέμενες από την 1/1/2016 και μετά θα είναι εκπρόθεσμες σε κάθε περίπτωση που θα έχει παρέλθει 2ετία από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. 3. Άρθρο 524. Κατά τη διατύπωση του άρθρου αυτού, στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας καθιερώνεται υποχρεωτική προφορική συζήτηση μόνο στην περίπτωση του άρθρου 528 (έφεση από τον διάδικο που δικάστηκε ερήμην). Επιπλέον ορίζεται, ότι σε όλες τις περιπτώσεις (άρα και του άρθρου 528) η κατάθεση των προτάσεων γίνεται μέχρι την έναρξη της συζήτησης, ενώ η προσθήκη σε αυτές μέχρι τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση.

19 4. Άρθρο 560. Με τη νέα μορφή αυτού του άρθρου, στις αναιρέσεις κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων (καθώς και των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων) προστίθενται δύο νέοι λόγοι αναίρεσης, ήτοι: (i). Ο λόγος 559 αριθ. 8 (αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και (ii). O λόγος 559 αριθ. 19 [αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (και ιδίως αν δεν έχει καθόλου ή έχει αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης)]. 5. Άρθρο 571. Με την τροποποίηση αυτού του άρθρου επέρχονται οι ακόλουθες βασικές αλλαγές: (i). Αφενός, καταργείται η Εισήγηση με τη μορφή που τη γνωρίζουμε ως τώρα, (ii). Αφετέρου, επαναφέρεται η διαδικασία του Συμβουλίου που ίσχυε πριν καταργηθεί με το άρθρο 46 παρ. 1 του Ν. 3994/2011. Πιο συγκεκριμένα, προβλέπεται πλέον ότι: Αν ο εισηγητής κρίνει ότι η αναίρεση είναι απαράδεκτη ή ότι όλοι οι λόγοι της, αρχικοί και πρόσθετοι, είναι απαράδεκτοι ή προδήλως αβάσιμοι, εισηγείται προφορικά σε τριμελές συμβούλιο, απαρτιζόμενο από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή το νόμιμο αναπληρωτή του και από δύο Αρεοπαγίτες, χωρίς κλήτευση των διαδίκων, την απόρριψη της αναίρεσης. Αν το συμβούλιο αποδεχθεί ομόφωνα την πρόταση του εισηγητή, εκδίδει διάταξη με την οποία ματαιώνεται η συζήτηση της υπόθεσης, ρυθμίζεται η δικαστική δαπάνη και ορίζεται παράβολο ύψους τριακοσίων (300) έως εννιακοσίων (900) ευρώ. Ο αριθμός της διάταξης του συμβουλίου σημειώνεται με επιμέλεια του γραμματέα στο πινάκιο και στο φάκελο της υπόθεσης και επιδίδεται κυρωμένο αντίγραφό της στον

20 αναιρεσείοντα ή στο δικηγόρο του μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την έκδοσή της. Ο αναιρεσείων μπορεί με αίτηση του μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών αφότου του επιδοθεί η απορριπτική διάταξη, καταβάλλοντας και το ορισθέν παράβολο να ζητήσει να συζητηθεί η υπόθεση στο ακροατήριο. Η υπόθεση συζητείται κατά την ορισθείσα δικάσιμο. Στη σύνθεση του δικαστηρίου δεν μετέχουν τα μέλη του Συμβουλίου. Αν το δικαστήριο κρίνει παραδεκτή την αίτηση, ακυρώνει τη διάταξη του Συμβουλίου και δικάζει την αναίρεση. Αν το δικαστήριο απορρίψει την αίτηση για συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ως απαράδεκτη ή κρίνει μεν παραδεκτή την αίτηση, απορρίψει όμως στο σύνολό της την αναίρεση, διατάσσει συγχρόνως την εισαγωγή του παράβολου στο δημόσιο ταμείο ως δημόσιο έσοδο. Αλλιώς το παράβολο επιστρέφεται στον καταθέσαντα. Αν δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα αίτηση για συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ή η υποβληθείσα αίτηση απορριφθεί ως απαράδεκτη η αίτηση αναίρεσης θεωρείται πως δεν ασκήθηκε. Αν ο εισηγητής δεν εισηγηθεί την απόρριψη της αναίρεσης ή δεν εκδοθεί απορριπτική διάταξη του συμβουλίου, σύμφωνα με την παρ. 1, ή αν ο αναιρεσείων υποβάλει αίτηση να συζητηθεί η υπόθεση στο ακροατήριο, η υπόθεση συζητείται κατά την ορισθείσα δικάσιμο.