ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ (SPC) AQUAPHORIL 1. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ AQUAPHORIL 2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ Tο δραστικό συστατικό είναι η Xipamide (ξιπαμίδη). Κάθε δισκίο περιέχει 40 mg xipamide. 3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ Δισκία (διχοτομούμενα) 4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις Αρτηριακή υπέρταση, οιδήματα. 4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης Συνιστάται να λαμβάνονται τα δισκία μία φορά την ημέρα μετά το πρωινό. Πρέπει να καταπίνονται ολόκληρα με λίγο υγρό και να μη μασώνται. Οιδήματα: αρχικά 40 mg,αυξανόμενα σε 80 mg σε ανθεκτικές περιπτώσεις.δόση συντήρησης 20 mg. Υπέρταση:20 mg Οι ασθενείς που λαμβάνουν ξιπαμίδη πρέπει να φροντίζουν ώστε να έχουν επαρκή πρόσληψη υγρών και να καταναλώνουν τροφές πλούσιες σε κάλιο (μπανάνες, λαχανικά, ξηρούς καρπούς) ώστε να αντισταθμίζουν την αυξημένη αποβολή καλίου. 4.3 Αντενδείξεις Βαριά ηπατική διαταραχή (προκώμα και ηπατικό κώμα), σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια, υπερευαισθησία σε σουλφοναμίδες (προσοχή στις διασταυρούμενες αντιδράσεις), υποκαλιαιμία ανθεκτική σε θεραπεία, ουρική αρθρίτιδα, βαριά υπονατριαιμία, υπερασβεστιαιμία, νόσος του Addison, κύηση και γαλουχία. Υπερουριχαιμία Η θεραπεία με ξιπαμίδη πρέπει να διακόπτεται σε περίπτωση εμφάνισης ηλεκτρολυτικών διαταραχών ανθεκτικών στη θεραπεία. 4.4 Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση Η απορρόφηση της ξιπαμίδης μπορεί να ελαττωθεί σε μεγάλο βαθμό σε ασθενείς πάσχοντες από βαριά μη αντιρροπούμενη καρδιακή ανεπάρκεια. Σε περίπτωση ηπατικής βλάβης τα θειαξιδικά διουρητικά και συγγενή φάρμακα μπορεί να προκαλέσουν ηπατική εγκεφαλοπάθεια. Σ αυτές τις περιπτώσεις η χορήγηση διουρητικών πρέπει να διακόπτεται αμέσως Σε ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν θεραπεία με ξιπαμίδη συνιστάται η τακτική παρακολούθηση των επιπέδων καλίου. Η αυξημένη απώλεια καλίου, ενδέχεται να επιβάλει ταυτόχρονη χορήγηση σκευασμάτων καλίου ή διουρητικών που κατακρατούν κάλιο. Επίσης, πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά η ουρία, η κρεατινίνη, το σάκχαρο, το ουρικό οξύ και τα λιπίδια. Ειδικά σε ασθενείς, οι οποίοι λαμβάνουν ταυτόχρονα θεραπεία με καρδιακές γλυκοσίδες, γλυκοκορτικοειδή ή υπακτικά, οι συγκεντρώσεις στον ορό του καλίου, της κρεατινίνης ή του σακχάρου πρέπει να προσδιορίζονται συχνά. Οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή υπερουριχαιμία και οι ασθενείς με διαταραχή της νεφρικής ή της ηπατικής λειτουργίας (βλ. και 4.3.) πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά. Ειδικώτερα: Νατριαιμία : θα πρέπει να εξετασθεί πριν από την έναρξη της θεραπείας. Κατόπιν να ελέγχεται σε τακτικά
διαστήματα. Κάθε διουρητική θεραπεία μπορεί να προκαλέσει υπονατριαιμία με σοβαρά επακόλουθα. Η πτώση του νατρίου μπορεί να είναι αρχικά ασυμπτωματική και συμβαίνει συχνότερα σε άτομα υψηλού κινδύνου : ηλικιωμένους, κιρρωτικούς, με κακή διατροφή. Καλιαιμία : η απώλεια Καλίου είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος από τα θειαζιδικά διουρητικά και είναι πιθανότερη σε ασθενείς υψηλού κινδύνου : ηλικιωμένους,κακής διατροφής, αυτούς που λαμβάνουν πολλά φάρμακα, κιρρωτικούς ασθενείς με οίδημα, ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Σ αυτή την περίπτωση η υποκαλιαιμία αυξάνει τον κίνδυνο της καρδιακής τοξικότητας των καρδιακών γλυκοσιδών και τον κίνδυνο προβλημάτων στον καρδιακό ρυθμό. Η υποκαλιαιμία προκαλεί σε ασθενείς με μεγάλο διάστημα QT σοβαρά προβλήματα αρρυθμιών όπως torsades de pointes, πιθανόν θανατηφόρες, κυρίως αν υπάρχει βραδυκαρδία. Ελεγχος των επιπέδων καλίου πρέπει να γίνεται συχνά και να αρχίζει την εβδομάδα μετά την έναρξη της θεραπείας. Ασβεστιαιμία: τα θειαζιδικά διουρητικά μπορεί να ελαττώσουν την αποβολή ασβεστίου και να προκαλέσουν ελαφρά αύξηση της συγκέντρωσης του ασβεστίου. Η υπερασβεστιαιμία θα πρέπει να εξετάζεται πάντα σε σχέση με την πιθανότητα υπάρξεως υπερπαραθυρεοειδισμού. Σάκχαρο αίματος : στον διαβητικό απαιτείται συστηματικός έλεγχος του σακχάρου. Υπερουριχαιμία : η απώλεια των ιόντων που προκαλείται από τα θειαζιδικά διουρητικά οδηγεί σε μείωση αποβολής από τα ούρα του ουρικού οξέος. Σε υπερουριχαιμικούς ασθενείς αυξάνει η τάση προς ουρική αρθρίτιδα. Απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας ανάλογα με την συγκέντρωση στο πλάσμα του ουρικού οξέος. Νεφρική λειτουργία : Τα θειαζιδικά διουρητικά είναι αποτελεσματικά όταν η νεφρική λειτουργία είναι φυσιολογική. Στον ηλικιωμένο ασθενή θα πρέπει να υπολογίζεται η κάθαρση της κρεατινίνης ανάλογα με την ηλικία, το βάρος και το φύλο του ασθενούς σύμφωνα με τον τύπο του Cockcroft: Κάθαρση της κρεατινίνης= (140-ηλικία) Χ βάρος (140-έτη) Χ kg 0,814 X κρεατιναιμία 0,814 X μmol/l Αυτό πολλαπλασιάζεται επί 0,85 για τις γυναίκες Υποογκαιμία : δευτερογενώς λόγω της αποβολής του ύδατος και του νατρίου. Μπορεί να προκληθεί αύξηση της ουρίας στο αίμα και της κρεατινίνης. 4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή άλλες μορφές αλληλεπίδρασης. Η αντιυπερτασική δράση της ξιπαμίδης μπορεί να ενισχυθεί από άλλα διουρητικά, αντιυπερτασικά φάρμακα, β- αδρενεργικούς αναστολείς, νιτρώδη, αγγειοδιασταλτικά, βαρβιτουρικά, φαινοθειαζίνες, και το οινόπνευμα.απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας τους. Εάν σε ένα ασθενή, ο οποίος λαμβάνει ήδη ξιπαμίδη, χορηγηθούν ταυτόχρονα αναστολείς του ΜΕΑ, μπορεί να προκληθεί μεγάλη πτώση της αρτηριακής πίεσης και διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας. Επομένως, κατά τον καθορισμό της δόσης του αναστολέα ΜΕΑ συνιστάται ιδιαίτερη προσοχή. Η ταυτόχρονη χορήγηση ξιπαμίδης και διουρητικών της αγκύλης ενισχύει τον κίνδυνο διαταραχών ύδατος και ηλεκτρολυτών.συνιστάται η τακτική παρακολούθηση των παραμέτρων αυτών. Η δράση των αντιδιαβητικών φαρμάκων, των φαρμάκων που ελαττώνουν το ουρικό οξύ στον ορό, της νοραδρεναλίνης και της αδρεναλίνης είναι δυνατό να μειωθεί. Επίσης, εάν χορηγούνται παράλληλα μυοχαλαρωτικά του τύπου του κουραρίου, οι δράσεις τους ενδέχεται να ενισχυθούν και να παραταθούν. Πιστεύεται ότι η κολεστιπόλη και η χολεστυραμίνη μπορεί να ελαττώσουν την απορρόφηση της ξιπαμίδης. Δεν ενδείκνυται η συγχορήγηση με : - Λίθιο :εάν χορηγείται παράλληλα θεραπεία με λίθιο, οι καρδιοτοξικές και νευροτοξικές δράσεις του λιθίου θα ενισχυθούν. - Μη αντιαρρυθμικά φάρμακα που προκαλούν torsades de pointes ( astemizole, bepridil, erythromycin i.v., halofrantine, pentamidine, sultopride, terfenadine, vincamine). Απαιτείται προσοχή κατά τη συγχορήγηση με : - Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα: η σύγχρονη χορήγηση σαλικυλικών ή άλλων μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (π.χ. ινδομεθακίνης) ενδέχεται να μειώσει την αντιυπερτασική και τη διουρητική δράση. Αν τα σαλικυλικά χορηγούνται σε υψηλές δόσεις, μπορεί να ενισχυθεί η τοξική τους δράση στο κεντρικό νευρικό σύστημα. - Φάρμακα που προκαλούν υποκαλιαιμία (αμφοτερικίνη Β i.v, γλυκοκορτικοειδή, tetracosactide, ερεθιστικά υπακτικά (προσθετική δράση) - Μπακλοφένη: αυξάνει την αντιϋπερτασική δράση. Ενυδάτωση του ασθενούς,έλεγχος της νεφρικής
λειτουργίας. - Καρδιακές γλυκοσίδες : η υποκαλιαιμία αυξάνει την τοξική δράση των καρδιακών γλυκοσιδών. Παρακολούθηση καλιαιμίας,διενέργεια Η.Κ.Γ. -Διουρητικά προστατευτικά της απώλειας καλίου : (amiloride, spironolactone, triamterene) παρακολούθηση καλιαιμίας περιστασιακά Η.Κ.Γ., κυρίως στους διαβητικούς και σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια. - Αναστολείς Μ.Α.Ο. : κίνδυνος σοβαρής υπότασης και οξείας νεφρικής ανεπάρκειας Στην υπέρταση : επειδή η διουρητική θεραπεία μπορεί να έχει προκαλέσει απώλεια νατρίου θα πρέπει να σταματήσετε την χορήγηση του διουρητικού 3 ημέρες πριν την έναρξη της θεραπείας αναστολέος ΜΑΟ ή να χορηγηθούν αρχικά πολύ χαμηλές δόσεις αναστολέος ΜΑΟ Στη συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια: να αρχίσει η θεραπεία με πολύ χαμηλή δόση αναστολέος ΜΑΟ αφού έχει ελαττωθεί και η δόση του διουρητικού. -Αντιαρρυθμικά φάρμακα που προκαλούν torsades de pointes: (quinidine, hydrοquinidine, disopyramide,amiodarone,bretylium, sotalol) η υποκαλιαιμία είναι παράγων που ενισχύει τη δράση τους και επομένως την πιθανότητα πρόκλησης torsades de pointes. Η απέκκριση της κινιδίνης ενδέχεται να περιορισθεί. -Mετφορμίνη -Ιωδιούχα σκιαγραφικά - Αντικαταθλιπτικά τύπου ιμιπραμίνης (τρικυκλικά ),νευροληπτικά :ενίσχυση της αντιϋπερτασικής δράσης - Άλατα ασβεστίου: κίνδυνος υπερασβεσταιμίας - Κυκλοσπορίνη :κίνδυνος αύξησης της κρεατινίνης - Κορτικοειδή : μείωση του αντιϋπερτασικού αποτελέσματος 4.6 Χορήγηση κατά τη κύηση και τη γαλουχία Κύηση: Η χορήγηση της ξιπαμίδης αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια της κύησης. Γαλουχία: Η χορήγηση της ξιπαμίδης αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια της γαλουχίας. 4.7 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων Υποκειμενικές αλλαγές στην ανταπόκριση, ενδέχεται να επηρεάσουν την ικανότητα οδήγησης οχημάτων ή χειρισμού μηχανών. Αυτό ισχύει ειδικά κατά την έναρξη της θεραπείας, ή κατά την αλλαγή από προηγούμενη φαρμακευτική αγωγή ή σε συνδυασμό με χρήση οινοπνεύματος. 4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες Με τη χορήγηση ξιπαμίδης παρατηρείται συχνά υποκαλιαιμία η οποία μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα όπως ναυτία, έμετο, ΗΚΓραφικές ανωμαλίες, καρδιακές αρρυθμίες ή υποτονία των σκελετικών μυών. Επίσης μπορεί να παρατηρηθούν ηλεκτρολυτικές διαταραχές του τύπου της αφυδάτωσης, της υπονατριαιμίας, της υπομαγνησιαιμίας και της υποχλωραιμικής αλκάλωσης. Περιστασιακά, μπορεί να παρατηρηθούν ανεπιθύμητες ενέργειες όπως κεφαλαλγία, ζάλη, ξηροστομία, ορθοστατική υπόταση, απάθεια, λήθαργος, μυϊκός σπασμός ή κράμπες, αίσθημα παλμών, εφίδρωση, αγχώδης κατάσταση και διέγερση. Επίσης έχουν αναφερθεί επιγαστραλγία, παροξυσμικά κοιλιακά άλγη, διάρροιες και δυσκοιλιότητα. Η ξιπαμίδη μπορεί να προκαλέσει άνοδο των επιπέδων του ουρικού οξέος στον ορό και κρίσεις ουρικής αρθρίτιδας σε ασθενείς με προδιάθεση σε αυτή τη νόσο. Λανθάνων σακχαρώδης διαβήτης μπορεί να γίνει έκδηλος,ενώ σε ασθενείς με διαγνωσμένο σακχαρώδη διαβήτη μπορεί να παρατηρηθεί άνοδος των επιπέδων σακχάρου αίματος. Κατά την έναρξη της θεραπείας, μπορεί να παρατηρηθεί αναστρέψιμη αύξηση στα φυσιολογικά αζωτούχα συστατικά των ούρων (ουρία, κρεατινίνη) και επίσης μπορεί να παρατηρηθεί υπερλιπιδαιμία. Με τη χορήγηση υψηλών δόσεων υπάρχει αυξημένος κίνδυνος θρομβώσεων και εμβολών, ειδικά σε ασθενείς με επιβάρυνση του φλεβικού συστήματος. Σε σπάνιες περιπτώσεις, δυνατό να σημειωθούν αλλεργικές δερματικές αντιδράσεις (όπως κνησμός, ερύθημα, κνίδωση, χρόνια φωτοευαισθησία) και ήπιες διαταραχές της όρασης ή επιδείνωση υπάρχουσας μυωπίας. Επίσης σπάνια πιθανότητα αιμορραγικής παγκρεατίτιδας και οξείας χολοκυστίτιδας σε ασθενείς με γνωστή χολολιθίαση.
Σε μεμονωμένες περιπτώσεις έχουν παρατηρηθεί διαταραχές του αίματος (απλαστική αναιμία, λευκοπενία, θρομβοπενία και ακοκκιοκυτταραιμία), οξεία διάμεση νεφρίτιδα, ίκτερος και αγγειίτιδα. Πιθανότητα επιδείνωσης ερυθηματώδους λύκου, σύνδρομο Lyell. Σε περίπτωση ηπατικής ανεπάρκειας πιθανότητα πρόκλησης ηπατικής εγκεφαλοπάθειας 4.9 Υπερδοσολογία Η υπερδοσολόγηση μπορεί να οδηγήσει σε ναυτία,υπνηλία, ζάλη, σύγχυση, κράμπες, εμμένουσα διούρηση, πολυουρία, δυσουρία, ανουρία, βαριές ηλεκτρολυτικές διαταραχές (ειδικά υποκαλιαιμία με καρδιακές αρρυθμίες και υπνηλία) και πτώση της αρτηριακής πίεσης. Αντιμετώπιση αρχικά με γαστρική πλύση ή χορήγηση ενεργού άνθρακα,μέτρα διέγερσης της κυκλοφορίας, και αποκατάσταση ηλεκτρολυτών. Για την αντιμετώπιση της δίψας του ασθενούς πρέπει να χρησιμοποιούνται υγρά ελεύθερα ηλεκτρολυτών. 5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ 5.1 Φαρμακοδυναμικές Ιδιότητες Η ξιπαμίδη είναι διουρητικό το οποίο αναστέλλει την επαναπορρόφηση του χλωριούχου νάτριου στο αρχικό τμήμα των άπω εσπειραμένων σωληναρίων. Οι βασικές της δράσεις είναι η χλωριουρία και η νατριουρία. Δευτερογενείς δράσεις της είναι η αύξηση του ποσού των ούρων ως συνέπεια της αύξησης της ωσμοτικότητάς τους. Η αύξηση της ροής στο τελικό τμήμα των άπω εσπειραμένων σωληναρίων διεγείρει την απέκκριση καλίου. Επίσης, σημειώνεται οξεία αύξηση στην απέκκριση διττανθρακικών, ασβεστίου και μαγνησίου. Η ξιπαμίδη φθάνει στο σημείο δράσης της από την περισωληναριακή πλευρά (από το αίμα). Kατά συνέπεια ο μηχανισμός δράσης της ξιπαμίδη διαφέρει εκείνου των θειαζινών παρά τη συγγένειά της με τις ουσίες αυτές. Η ξιπαμίδη δεν επιδρά ούτε στην αιμοδυναμική των νεφρών ούτε στο ρυθμό σωληναριακής διήθησης και διατηρεί τη δράση της μέχρι της τελικού σταδίου νεφρικής ανεπάρκειας. Η εμφάνιση της διουρητικής δράσης λαμβάνει χώρα περίπου 1 ώρα μετά τη χορήγησή της και το μέγιστο της δράσης επιτυγχάνεται ανάμεσα στις 3 και 6 ώρες μετά τη χορήγηση. Δεδομένου ότι η απέκκριση νατρίου και χλωρίου παραμένουν πάνω από τα βασικά επίπεδα για διάστημα άνω των 12 και μέχρι τις 24 ώρες, δεν σημειώνεται φαινόμενο ανάστροφης αντίδρασης (rebound). Ο ουδός δόσης είναι περίπου 5 mg από του στόματος χορηγούμενης ξιπαμίδης. Ανω των 80 mg δεν επιτυγχάνεται πρόσθετη αποβολή χλωριούχου νατρίου με τα ούρα ή πρόσθετη διούρηση. Η αντιυπερτασική δράση της ξιπαμίδης κατά την έναρξη της θεραπείας είναι συνέπεια της μείωσης του εξωκυττάριου όγκου, η οποία επιφέρει, στη συνέχεια, μείωση των περιφερικών αντιστάσεων. Παρ ότι, κατά τη συνεχιζόμενη χορήγηση, ο εξωκυττάριος όγκος επιστρέφει στα φυσιολογικά, η αντιυπερτασική δράση διατηρείται. Αυτό, πιθανώς, οφείλεται στην πτώση της συγκέντρωσης νατρίου στα αγγειακά τοιχώματα και τη συνακόλουθη μείωση της ανταπόκρισης στη νοραδρεναλίνη. Η μέγιστη αντιυπερτασική δράση επιτυγχάνεται μετά 2 έως 3 εβδομάδες. 5.2 Φαρμακοκινητικές Ιδιότητες Απορρόφηση Η βιοδιαθεσιμότητα της ξιπαμίδης κυμαίνεται μεταξύ 73 και 97%. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις της ξιπαμίδης στο πλάσμα επιτυγχάνονται σε χρόνο που κυμαίνεται από 45 λεπτά έως 2 ώρες και η μέσες 1 ώρα μετά τη χορήγηση μιας δόσης 20mg. Κατανομή Η σύνδεση με τις πρωτεϊνες του πλάσματος είναι 99%. Η ημιπερίοδος ζωής κυμαίνεται μεταξύ 5 και 8 ωρών. Αποβολή Ενα ποσοστό ανάμεσα στο 30 και 40% της ουσίας απεκκρίνεται αναλλοίωτη στα ούρα. Αδρά, το 50% της εξωνεφρικής αποβολής (η οποία ανέρχεται στα 2/3, περίπου, της αρχικής δόσης ξιπαμίδης) γίνεται με σύνδεση με γλυκουρονίδια. Ο προκύπτων μεταβολίτης, ο οποίος είναι ανενεργός, απεκκρίνεται εν μέρει μέσω των νεφρών και εν μέρει δια του εντέρου. 5.3 Προκλινικά δεδομένα ασφάλειας Οξεία τοξικότητα Στον παρακάτω πίνακα 1 δίδεται η ελάχιστη τοξική και η θανατηφόρο (LD 50 ) εφάπαξ δόση μετά από χορήγηση
σε διάφορα είδη πειραματοζώων. Τα πρώτα συμπτώματα τοξικότητας στον αρουραίο και στον ποντικό ήταν μία ισχυρή διουρητική δράση. Ακολουθούσαν καταστολή, αταξία, απάθεια και αργότερα υπόπνοια και κυάνωση ενώ τα ζώα έπαιρναν θέση κατάκλισης σε πλάγια θέση. Εντός 24 ωρών, σε γενικές γραμμές, σημειώθηκαν κώμα και θάνατος. Υποξεία και χρόνια τοξικότητα Μελέτες υποξείας και χρόνιας τοξικότητας έγιναν σε beagle dogs (100 mg/kg σωματικού βάρους επί 12 μήνες) και σε αρουραίους (180 mg/kg σωματικού βάρους επί 24 μήνες). Το φάσμα τοξικότητας ήταν περιορισμένο, αλλά περίπου ισοδύναμο και στα δύο είδη σε όλα τα δοσολογικά επίπεδα. Παρατηρήθηκαν απώλεια βάρους και απώλεια της όρεξης. Επίσης παρατηρήθηκαν μεταβολές της ηλεκτρολυτικής ισορροπίας, στοιχείο ενδεικτικό των ιδιοτήτων της ξιπαμίδης να προκαλεί διούρηση χλωριούχου νατρίου. Δεν παρατηρήθηκαν άλλες χημικές ή φυσικές ανωμαλίες που μπορούν να αποδοθούν στην ουσία. Δεν υπήρχαν δράσεις στο αίμα. Επίσης, δεν σημειώθηκαν παθολογικές, ανατομικές, μακροσκοπικές ή ιστολογικές αλλοιώσεις που μπορούν να αποδοθούν στην ουσία. Συγκεκριμένα, δεν σημειώθηκαν βλάβες στον νεφρό, ο οποίος συνιστά και το όργανο-στόχο από άποψη φαρμακοδυναμικής. Πίνακας 1 Είδος Μέθοδος χορήγησης Ουδός τοξικότητας (mg/kg) LD 50 (mg/kg) ποντικός αρουραίος p.o i.p s.c. p.o ~ 800 ~300 ~800 ~1000 1810 520 1480 1640 320 i.p ~250 mongrel dog p.o 1250 >1500 beagle Η εφάπαξ δόση των 50 mg ξιπαμίδης /kg i.v. έγινε ανεκτή χωρίς αντίδραση Τερατογόνος δράση Μελέτες σε αρουραίο και κόνικλο δεν ανέδειξαν σημεία τερατογόνου δράσης στη διάρκεια της κρίσιμης φάσης της οργανογένεσης σε δόσεις χαμηλότερες του ουδού τοξικότητας για το μητρικό ζώο. Σε δόσεις εντός του τοξικού εύρους για το μητρικό ζώο παρατηρήθηκε μείωση στον αριθμό και το βάρος των εμβρύων καθώς και στον αριθμό των νεογνών. 6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 6.1 Εκδοχα Λακτόζη, άμυλο αραβοσίτου, πολυβιδόνη, μικροκρυσταλλική κυτταρίνη, κολλοειδές άνυδρο πυρίτιο, λιπαρά οξέα, indigocarmine (Ε132), οξείδιο σιδήρου (Ε172). Το Aquaphor 40 mg περιέχει επίσης κετυλ-αλκοόλη. 6.2 Ασυμβατότητες (βλέπε Παρ. 4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή άλλες μορφές αλληλεπίδρασης). 6.3 Χρόνος ζωής 36 μήνες 6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις για τη διατήρηση του προιόντος Φυλάσσεται σε θερμοκρασία δωματίου (15 ο - 30 ο C) Φύση και συστατικά του περιέκτου Κουτί με 30 δισκία Οδηγίες χρήσης Βλ.Κεφάλαιο 4.2 6.7 Υπεύθυνος αδείας κυκλοφορίας ΦΑΡΜΑΣΕΡΒ-ΛΙΛΛΥ Α.Ε.Β.Ε, 15ο ΧΛΜ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ-ΛΑΜΙΑΣ, 145 64 ΚΗΦΙΣΙΑ.
Τηλ: 6294600, ΦΑΧ: 6294610 Παρασκευαστής και συσκευαστής Beiersdorf-Lilly GmbH, Hamburg, GERMANY 7. Αριθμός άδειας κυκλοφορίας 8. Ημερομηνία πρώτης άδειας/ανανέωση 9. Ημερομηνία τελευταίας αναθεώρησης του κειμένου