ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΘΕΜΑ: «ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΑΝΔΡΟΥ ΣΤΑ ΑΙΟΛΙΚΑ ΠΑΡΚΑ»

Σχετικά έγγραφα
2. ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ Η

ΚΛΙΜΑΤΙΚH ΑΛΛΑΓH Μέρος Α : Αίτια

Στατιστικά στοιχεία αγοράς βιοθέρμανσης & pellets στην Ευρώπη από τον Ευρωπαϊκό Σύνδεσμο Βιομάζας

Ειδικά Κεφάλαια Παραγωγής Ενέργειας

1. ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΜΟΡΦΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Project Τμήμα Α 3

ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & EΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ. Οι πηγές ανανεώσιμης ενέργειας στην Γερμανία

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. ΑΞΟΝΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΧΑΤΖΗΜΠΟΥΣΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΚΟΥΣΚΟΥΒΕΛΗΣ ΗΛΙΑΣ

ΣΥΝΟΛΟ ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΣΗΜΕΡΑ ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ 24% ΥΔΡΟΗΛΕΚΤΡΙΚΑ 25% ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ 6% ΛΙΓΝΙΤΗΣ 45%

Energy resources: Technologies & Management

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΞΑΓΩΓΕΩΝ ΚΡΑΤΙΝΟΥ ΑΘΗΝΑ FAX: site:

ΜΗ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΕΣ ΠΗΓΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

ΚΛΙΜΑΤΙΚH ΑΛΛΑΓH Μέρος Γ : Αντιμετώπιση

ενεργειακή επανάσταση ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΡΙΑ ΒΗΜΑΤΑ ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

Το παρόν αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης εργασίας, η οποία εξελίσσεται σε έξι μέρη που δημοσιεύονται σε αντίστοιχα τεύχη. Τεύχος 1, 2013.

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΕΩΘΕΡΜΙΑΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΕ ΟΙΚΙΑΚΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

ΦΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

οικονομία- Τεχνολογία ΜΑΘΗΜΑ: : OικιακήO : Σχολικό έτος:2011 Β2 Γυμνασίου Νεάπολης Κοζάνης

ΜΑΝΑΣΑΚΗ ΒΙΡΓΙΝΙΑ ΑΝΤΙΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΡΧΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Εθνικός ενεργειακός σχεδιασμός. Συνοπτικά αποτελέσματα εξέλιξης εγχώριου ενεργειακού συστήματος

Πηγές Ενέργειας για τον 21ο αιώνα

Ο ρόλος της βιομάζας για την ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας

ΑΝΘΡΑΚΙΚΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ. Συνολική ποσότητα άνθρακα στην ατμόσφαιρα: 700 x 10 9 tn

ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ

ΕΙΔΙΚΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΕΣ ΠΗΓΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΣΕ ΚΑΤΟΙΚΙΕΣ

Ο δευτερογενής τομέας παραγωγής, η βιομηχανία, παράγει την ηλεκτρική ενέργεια και τα καύσιμα που χρησιμοποιούμε. Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ διακρίνεται σε

5 σενάρια εξέλιξης του ενεργειακού μοντέλου είναι εφικτός ο περιορισμός του λιγνίτη στο 6% της ηλεκτροπαραγωγής το 2035 και στο 0% το 2050

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ & ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ & ΔΙΜΕΡΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΩΝ (ΔΟΔΟΣ)

ΕΙΔΙΚΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΤΑΞΗ Β ΤΜΗΜΑΤΑ: ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΩΝ, ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΩΝ

Πορεία ξένων επενδύσεων στη Γαλλία Στοιχεία εισροών-εκροών και αποθέματος ΑΞΕ έτους 2018

Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα

Μήνυμα από τη Φουκουσίμα: Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι το μέλλον!

Μάθημα 16. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ \ ΜΕ ΤΟΝ ΑΕΡΑ Η ατμοσφαιρική ρύπανση, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, και η τρύπα του όζοντος. Η ρύπανση του αέρα

Οργανικά απόβλητα στην Κρήτη

EXPOLINK 07. «Το. φυσικό αέριο στην Ελλάδα» ΗΜΕΡΙΔΑ. επιπτώσεις στο περιβάλλον. Θεσσαλονίκη 21 Απριλίου 2007

Εξωτερικό Εμπόριο Ρωσικής Ομοσπονδίας Ιανουαρίου-Ιουλίου 2016

Περιβαλλοντική Διάσταση των Τεχνολογιών ΑΠΕ

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ. Εργασία των μαθητριών: Μπουδαλάκη Κλεοπάτρα, Λιολιοσίδου Χριστίνα, Υψηλοπούλου Δέσποινα.

Ενεργειακή Επανάσταση 2010: με μια ματιά

Νερό & Ενέργεια. Όνομα σπουδαστών : Ανδρέας Κατσιγιάννης Μιχάλης Παπαθεοδοσίου ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

(Σανταµούρης Μ., 2006).

Oι σύγχρονες δυνατότητες στον τομέα της ενέργειας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΝΟΤΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Η αγορά. Ο κόσμος. Η Κύπρος. Πράσινη Ενέργεια

Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας: Καταρρίπτοντας τους μύθους Μπορούν οι ΑΠΕ να παρέχουν ενέργεια 24/7;

«Βιοκαύσιμα και περιβάλλον σε όλο τον κύκλο ζωής»

ΤΕΕ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ «Προοπτικές ηλεκτροπαραγωγής μέσα στο νέο ενεργειακό περιβάλλον»

Η ενεργειακή αξιοποίηση αποβλήτων ως μοχλός ανάπτυξης: Η περίπτωση της Αττικής

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΟΛΟΓΟΣ Σελίδα 13 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΕΝΕΡΓΕΙΑ (ΓΕΝΙΚΑ) «17

Energy resources: Technologies & Management

Οι πηγές ανανεώσιμης ενέργειας στην Γερμανία

Η συμβολή των φωτοβολταϊκών στην εθνική οικονομία

ΤΟ ΒΕΛΓΙΚΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

ΤΟ ΒΕΛΓΙΚΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

Εισήγηση: Η εκµετάλλευση του λιγνίτη στην Ελλάδα µε οικονοµικά και περιβαλλοντικά κριτήρια. Σηµερινή κατάσταση-προοπτικές

Δείκτες Ενεργειακής Έντασης

«Κλιματική ή Αλλαγή: Δείκτες και Γεγονότα»

2015 Η ενέργεια είναι δανεική απ τα παιδιά μας

Λιθάνθρακας. Τι σημαίνει για τη ζωή μας;

Προοπτικές των ΑΠΕ στην Ελλάδα σε µεσοπρόθεσµο επίπεδο. Ιωάννης Αγαπητίδης Πρόεδρος.Σ.

Η ΑΓΟΡΑ ΤΩΝ ΗΛΙΟΘΕΡΜΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ Νέες τεχνολογίες, νέες προκλήσεις. Ηλιοθερµικά συστήµατα για θέρµανση νερού: µια δυναµική αγορά

Εργασία στο μάθημα «Οικολογία για μηχανικούς» Θέμα: «Το φαινόμενο του θερμοκηπίου»

Η αγροτική Βιομάζα και οι δυνατότητες αξιοποίησής της στην Ελλάδα. Αντώνης Γερασίμου Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρίας Ανάπτυξης Βιομάζας

Η συµβολή των Ανανεώσιµων Πηγών Ενέργειας στην επίτευξη Ενεργειακού Πολιτισµού

ΘΕΜΑ: Εκτίμηση του εμπορικού ισοζυγίου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27), με χώρες εκτός αυτής, για το μήνα Οκτώβριο Πηγή Eurostat -

Σημερινή Κατάσταση και Προοπτικές της Ηλιακής Ενέργειας στην Ελλάδα. Ν. Α. ΚΥΡΙΑΚΗΣ Αναπληρωτής Καθηγητής ΑΠΘ Πρόεδρος ΙΗΤ

Σώστε τη γη. Κρεσφόντης Χρυσοσπάθης

ΘΕΜΑ: Εκτίμηση του εμπορικού ισοζυγίου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27), με χώρες εκτός αυτής, για τον μήνα Σεπτέμβριο Πηγή Eurostat -

Κλιματικές αλλαγές σε σχέση με την οικονομία και την εναλλακτική μορφή ενέργειας. Μπασδαγιάννης Σωτήριος - Πετροκόκκινος Αλέξανδρος

Σύντομο Ενημερωτικό Υλικό Μικρών Εμπορικών Επιχειρήσεων για το Ανθρακικό Αποτύπωμα ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ

Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Εργασία Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Πόρων

Περιβαλλοντική μηχανική

1 ο Λύκειο Ναυπάκτου Έτος: Τμήμα: Α 5 Ομάδα 3 : Σίνης Γιάννης, Τσιλιγιάννη Δήμητρα, Τύπα Ιωάννα, Χριστοφορίδη Αλεξάνδρα, Φράγκος Γιώργος

ΘΕΜΑ: Εκτίμηση του εμπορικού ισοζυγίου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27), με χώρες εκτός αυτής, για τον μήνα Ιούλιο Πηγή Eurostat -

ΕΚΠΟΜΠΕΣ CO 2 ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΑΠΟ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

Energy resources: Technologies & Management


Εργασία Πρότζεκτ β. Ηλιακή Ενέργεια Γιώργος Αραπόπουλος Κώστας Νταβασίλης (Captain) Γεράσιμος Μουστάκης Χρήστος Γιαννόπουλος Τζόνι Μιρτάι

Ανακοίνωση Αποτελεσμάτων Διεθνών Ερευνών

Έρευνα Περιφερειακής Κατανοµής της Ετήσιας Τουριστικής απάνης

Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ: ΤΙ ΑΛΛΑΖΕΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟ ΔΙΚΤΥΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΤΩΝ ΑΠΕ?

ΥΠΕΥΘΥΝΕΣ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΕΣ: Κωνσταντινιά Τσιρογιάννη. Βασιλική Χατζηκωνσταντίνου (ΠΕ04)

ΘΕΜΑ: Εκτίμηση του εμπορικού ισοζυγίου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27), με χώρες εκτός αυτής, για το μήνα Ιανουάριο Πηγή Eurostat -

1 ο ΕΠΑ.Λ ΚΑΡΠΑΘΟΥ. Τάξη: Α. Μάθημα: ΖΩΝΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ. Θέμα εργασίας:

Εργαστήριο ΑΠΕ I. Εισαγωγικά στοιχεία: Δομή εργαστηρίου. Τεχνολογίες ΑΠΕ. Πολυζάκης Απόστολος Καλογήρου Ιωάννης Σουλιώτης Εμμανουήλ

Α Τοσίτσειο Αρσκάκειο Λύκειο Εκάλης. Αναγνωστάκης Νικόλας Γιαννακόπουλος Ηλίας Μπουρνελάς Θάνος Μυλωνάς Μιχάλης Παύλοβιτς Σταύρος

Πρώτον, στις απαιτούμενες δράσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, μέσα σε μία ολοένα και αυστηρότερη περιβαλλοντική νομοθεσία,

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Πρεσβεία της Ελλάδος στο Παρίσι Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών Υποθέσεων. Γαλλική Αγορά Κοτόπουλου

Ευρωπαϊκές προκλήσεις για χρήση τεχνολογιών ΑΠΕ

ΘΕΜΑ: Εκτίμηση του εμπορικού ισοζυγίου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27), με χώρες εκτός αυτής, για το μήνα Σεπτέμβριο Πηγή Eurostat -

Κων/νος Ι. Δελήμπασης, Χημικός Μηχανικός

Ήπιες Μορφές Ενέργειας

Ε π ι σ η µ ά ν σ ε ι ς

ΘΕΜΑ: Εκτίμηση του εμπορικού ισοζυγίου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27), με χώρες εκτός αυτής, για το μήνα Ιούλιο 2011.

Μακροοικονοµικά µεγέθη της πιθανής εξέλιξης της οικονοµίας Εξέλιξη διεθνών τιµών καυσίµων Εξέλιξη τιµών δικαιωµάτων εκποµπών Εξέλιξη

Ξενία

Transcript:

ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΘΕΜΑ: «ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΑΝΔΡΟΥ ΣΤΑ ΑΙΟΛΙΚΑ ΠΑΡΚΑ» ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΜΠΕΛΙΩΤΗΣ ΜΕΛΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ: ΜΑΛΒΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΥ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ: ΜΑΡΙΑ ΒΑΣΤΑΡΔΗ ΑΘΗΝΑ 2004 4

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 3 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α 1. AΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ... 4 1.1. ΠΗΓΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ... 5 1.2 ΠΗΓΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ... 18 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β 2. Η ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΦΙΛΙΚΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΕΣ ΠΗΓΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ 2.1 ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ ΚΑΙ. 28 Η ΟΞΙΝΗ ΒΡΟΧΗ 2.2 ΤΑ ΠΥΡΗΝΙΚΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΒΛΗΤΑ. 35 2.3 ΑΛΛΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ. 39 2.4 ΤΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΩΝ Α.Π.Ε.. 41 2.5 ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ Α.Π.Ε.. 47 2.5.1 ΑΙΟΛΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ. 47 2.5.2 ΥΔΡΟΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ. 65 2.5.3 ΓΕΩΘΕΡΜΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ. 71 2.5.4 ΒΙΟΜΑΖΑ... 75 2.5.5 ΦΩΤΟΒΟΛΤΑΪΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ... 84 2.5.6 ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΗΛΙΑΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ... 88 2.5.7 ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΗΛΙΑΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ... 92 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ 3. Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΙΟΛΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΑΝΔΡΟΥ 3.1 Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΙΟΛΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ 95 3.2 Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΙΟΛΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ 105 3.3 Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΙΟΛΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ 111 3.4 Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΙΟΛΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΙΣ... 114 ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ 3.5 Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΙΟΛΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ 116 3.6 Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΙΟΛΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΗ ΔΑΝΙΑ 119 5

3.7 Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΙΟΛΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΑ 123 3.8 Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΙΟΛΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 126 3.9 Η ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΝΔΡΟΥ... 141 3.10 ΑΙΟΛΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΤΗΣ ΑΝΔΡΟΥ. 149 3.10.1 ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΑΙΟΛΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΔΡΟ... 153 3.11 ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ ΤΟΥ ΑΙΟΛΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΕΡΜΟΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ ΣΤΑΘΜΟΥ ΤΗΣ ΑΝΔΡΟΥ. 156 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ 4. ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΩΝ 4.1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΩΝ... 163 4.2 ΑΠΛΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΩΝ... 164 4.3 ΕΛΕΓΧΟΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ Χ² 4.3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΠΕΡΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ Χ²... 220 4.3.2 ΕΛΕΓΧΟΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ 221 4.3.3 ΕΛΕΓΧΟΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΦΥΛΟ... 231 4.3.4 ΕΛΕΓΧΟΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ... 235 4.3.5 ΕΛΕΓΧΟΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ... 250 4.3.6 ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΕΛΕΓΧΟΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ... 273 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε 5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 5.1 ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 277 5.2 ΕΙΔΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 285 5.3 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ... 291 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 6

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στα πλαίσια της συγκεκριμένης πτυχιακής μελέτης εξετάζεται η στάση των κατοίκων της Άνδρου στα αιολικά πάρκα. Με αυτήν την έρευνα ολοκληρώνεται ο τετραετής κύκλος σπουδών μου στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο. Το θέμα της πτυχιακής αυτής μελέτης σχετίζεται άμεσα με τα όσα διδάχθηκα κατά τη διάρκεια της φοίτησής μου. Το κίνητρο για την εκπόνηση του θέματος της πτυχιακής μελέτης αποτέλεσε το ενδιαφέρον μου να διερευνήσω την ενεργειακή κατάσταση του νησιού της Άνδρου και να αναζητήσω έναν τρόπο λύσης για το γνωστό ενεργειακό πρόβλημα που αντιμετωπίζει. Έχοντας γνωρίσει τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, προσπάθησα να προσεγγίσω έναν τρόπο επίλυσης του προβλήματος που δείχνει να έχει προοπτικές. Ειδικότερα σκοπός της συγκεκριμένης έρευνας είναι να εξεταστεί η στάση των κατοίκων απέναντι στα αιολικά πάρκα και να διερευνηθεί ο λόγος για τον οποίο διαμορφώνεται αυτή. Μέσω της αναζήτησης των αιτιών που οδηγούν τη συμπεριφορά των κατοίκων, θα μπορέσει αποτελεσματικότερα να προσεγγιστεί και ο τρόπος επίλυσης των προβλημάτων της αποδοχής της αιολικής ενέργειας από τους ίδιους τους κατοίκους. Προκειμένου να επιτευχθεί όμως ο σκοπός της πτυχιακής μελέτης, πραγματοποιήθηκε η διάρθρωσή της σε πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο από αυτά, εξετάζεται το ενεργειακό πρόβλημα. Στο δεύτερο κεφάλαιο, αναλύεται ο λόγος για τον οποίο οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας μπορούν να επιλύσουν αποτελεσματικά το ενεργειακό πρόβλημα. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η κατάσταση της αιολικής ενέργειας στον κόσμο, στην Ελλάδα και στο νησί της Άνδρου. Στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται ανάλυση των ερευνητικών αποτελεσμάτων και στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα συμπεράσματα της έρευνας. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω τους καθηγητές μου για την πολύτιμη βοήθειά τους και την υποστήριξή τους στη δύσκολη προσπάθεια εκπόνησης της πτυχιακής μου μελέτης. Επίσης το Δήμαρχο Κορθίου Άνδρου, τους κατοίκους της Άνδρου για την κατανόησή τους και τη συμμετοχή τους στην έρευνα, τον τεχνικό του αιολικού πάρκου στο Καλιβάρι κον Στρατή Βασιλή και όλους όσους με βοήθησαν προκειμένου να συλλεγούν τα απαραίτητα στοιχεία και να ολοκληρωθεί η έρευνα. 7

1. AΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ Η προσπάθεια του ανθρώπου για τη συνεχή άνοδο του βιοτικού του επιπέδου, σε συνδυασμό με τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού της γης και την αλόγιστη σπατάλη και κακή χρήση των ενεργειακών αποθεμάτων του πλανήτη μας, απειλεί να οδηγήσει σύντομα την ανθρωπότητα, σύμφωνα με έγκυρες απόψεις ειδικών, σε ένα μακρύ ενεργειακό χειμώνα. Μέχρι τον 16 ο αιώνα, το ξύλο αποτελούσε για τον άνθρωπο την κύρια πηγή θερμικής ενέργειας. Ο άνθρωπος, όμως δεν έπαψε να αναζητά πηγές ενέργειας με μεγαλύτερη θερμογόνο δύναμη. Ο άνθρακας λοιπόν, έρχεται μετά από την πρώτη βιομηχανική επανάσταση να αντικαταστήσει το ξύλο. Στις αρχές του 20 ου αιώνα, ο άνθρακας υποκαθίσταται από το πετρέλαιο, μία αποταμιευμένη ενεργειακή κληρονομιά εκατομμυρίων ετών. Ως κύριο αίτιο της κατασπατάλησης ενέργειας, η οποία ξεπερνάει τα όρια της άγνοιας -σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα η κατανάλωση ενέργειας από το μέσο κάτοικο των Η.Π.Α. υπερβαίνει τις 250.000 Kcal την ημέραθεωρείται η συνεχής αύξηση της κατά κεφαλήν κατανάλωσης ενέργειας, η οποία συνδυάζεται με μία ανομοιομορφία σε παγκόσμια κλίμακα. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση ενέργειας στις Η.Π.Α. και στον Καναδά είναι περίπου εικοσαπλάσια από αυτή των υπό ανάπτυξη χωρών, όπως το Μεξικό, η Βραζιλία, η Συρία. Το 1985 εισήλθαν στην ατμόσφαιρα 5,66 δις τόνοι άνθρακα από την καύση ορυκτών καυσίμων και διαπιστώνεται ότι τη μερίδα του λέοντος την είχαν οι Δυτικές ευρωπαϊκές χώρες με 2-5 τόνους κατά κεφαλήν ετησίως, ενώ στις Ανατολικές η κατανάλωση πέφτει περίπου στο μισό. 8

Σχήμα 1.1: Η εξέλιξη της κατανάλωσης ενέργειας κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια και μια πρόβλεψη της εξέλιξής της μέχρι το 2010 (Πηγή: Καλδέλλης, 1999). Οι χώρες του Τρίτου κόσμου έχουν ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση καυσίμου που κυμαίνεται από 0,1 τόνους για την Αφρική και την Ινδία μέχρι 0,4-0,5 τόνους για τη Βραζιλία και την Κίνα. Η αύξηση του πληθυσμού της γης, η μη ορθολογική ιεράρχηση των αναγκών για ενέργεια, η αδιαφορία για τη σπατάλη και οι απώλειες κατά την μετατροπή ενέργειας και τη μεταφορά αποτελούν τις αίτιες που αναστάτωσαν το ενεργειακό ισοζύγιο του πλανήτη (Καλδέλλης 1999, Παπαϊωάννου 1996). Το συμπέρασμα από την εξέταση των ανωτέρω είναι ότι οι προσπάθειες για συγκράτηση του ρυθμού αύξησης, αν και αρκετές εξανεμίζονται από τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου. Σημειώνουμε μάλιστα ότι τα τελευταία χρόνια η μέση ετήσια παγκόσμια αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας κυμαίνεται μεταξύ του 4% και 5%. 1.1 ΠΗΓΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Εάν θέλουμε να δώσουμε έναν ορισμό για τον όρο «φυσικοί πόροι», θα λέγαμε ότι είναι οποιαδήποτε προϊόντα ο άνθρωπος λαμβάνει από τη φύση και του είναι χρήσιμα για την επιβίωσή του και τον πολιτισμό του. Οι φυσικοί πόροι δεν μπορούν να δημιουργηθούν από τον άνθρωπο, όμως η ύπαρξή τους στον πλανήτη έχει να κάνει με τη διαχείρισή τους και το ρυθμό εκμετάλλευσής τους από τον άνθρωπο. Οι φυσικοί πόροι υποδιαιρούνται σε ανανεώσιμους και μη ανανεώσιμους. Ως ανανεώσιμοι ορίζονται όλοι οι πόροι αυτοί που μπορούν να αναγεννηθούν μέσα από φυσικές διαδικασίες, όπως το έδαφος, το νερό, ο αέρας, η άγρια ζωή. Εννοείται πως το γεγονός ότι είναι ανανεώσιμοι δε σημαίνει πως είναι και ανεξάντλητοι. Μη ανανεώσιμοι πόροι είναι αυτοί που δεν αναγεννώνται μέσα από φυσικές διαδικασίες. Αν μεν αυτοί είναι ανακυκλώσιμοι, τότε μπορούμε, με την επέμβαση της τεχνολογίας, να τους ξαναχρησιμοποιήσουμε. Αν δεν είναι ανακυκλώσιμοι, δεν υπάρχει δυνατότητα επαναχρησιμοποίησής τους και πρέπει να βρεθούν υποκατάστατα. Οι πιο χαρακτηριστικοί για την κατηγορία των μη ανανεώσιμων αλλά ανακυκλώσιμων πόρων είναι τα μέταλλα, ενώ για την κατηγορία των μη 9

ανανεώσιμων και ταυτόχρονα μη ανακυκλώσιμων τα ορυκτά καύσιμα (Γεωργόπουλος 2001). Ο λιγνίτης, ο ανθρακίτης, η τύρφη (όλες οι μορφές των γαιανθράκων), το πετρέλαιο είναι ορυκτά καύσιμα τα οποία χρησιμοποιούνται κυρίως από τον άνθρωπο ως πηγές ενέργειας. Στην ίδια κατηγορία κατατάσσονται το φυσικό αέριο και τα σχάσιμα πυρηνικά υλικά. Οι προαναφερθείσες πηγές ενέργειας αποκαλούνται εκτός από «μη ανανεώσιμες» και συμβατικά καύσιμα. Η χρονική περίοδος επαναδημιουργίας των συμβατικών καυσίμων υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο έτη, ενώ απαιτούνται ειδικές συνθήκες πιέσεως και θερμοκρασίας. Εάν θέλουμε να κάνουμε μία εκτίμηση για το χρονικό διάστημα που οι παραπάνω μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα συνεχίσουν να είναι διαθέσιμες, αυτή θα χαρακτηρίζεται από μεγάλο βαθμό σχετικότητας καθώς εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως οι μελλοντικές (οικονομικότερες) τεχνολογίες εξόρυξης, οι τιμές τους και ο ρυθμός αύξησης της κατανάλωσής τους. Τα αποθέματα άνθρακα εντοπίζονται σε εκτεταμένες περιοχές όχι πολύ κάτω από την επιφάνεια, ενώ τα κοιτάσματα πετρελαίου και του φυσικού αερίου είναι συνήθως διασκορπισμένα σε βάθος μεταξύ ορισμένων εκατοντάδων ποδιών (1 πόδι = 30,48 cm) και αρκετών μιλίων (1 μίλι = 1.609,34 m) (Καλδέλλης 1999, Hinrichs 1996). Κατά την καύση των γαιανθράκων (μίγμα πολύπλοκων χημικών ενώσεων άνθρακα και υδρογόνου), η χημική τους ενέργεια μετατρέπεται σε θερμική, με αποτέλεσμα να παράγεται αιθάλη και διοξείδιο του άνθρακα, ενώ η καύση του πετρελαίου παράγει επιπλέον οξείδια του αζώτου, του θείου και ελευθερώνεται μόλυβδος. Η αιθάλη και τα αέρια αυτά σχηματίζουν την αιθαλομίχλη, που συχνά, λόγω των θερμοκρασιακών αναστροφών, εγκλωβίζεται στα κατώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας με δυσάρεστα αποτελέσματα. Ιδιαίτερα η αιθάλη εισπνέεται και επικάθεται παντού. Το διοξείδιο του άνθρακα ευθύνεται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Τα οξείδια του αζώτου (NO x ) παράγονται από τους κινητήρες εσωτερικής καύσης και από τις καύσεις των βιομηχανιών, λόγω των πολύ υψηλών θερμοκρασιών που αναπτύσσονται και επιτρέπουν στο οξυγόνο του αέρα να ενωθεί απευθείας με το άζωτο. Τα NO x συντελούν στη δημιουργία φωτοχημικής ρύπανσης, που προκαλεί ενοχλήσεις στα μάτια, τη μύτη, το λαιμό, κάνει ανθρώπους και ζώα επιρρεπείς σε μολύνσεις και αναστέλλει την ανάπτυξη των φυτών. Η οδηγία της Ε.Ε. για τα όρια συγκέντρωσης του διοξειδίου του αζώτου (NO 2 ) προβλέπει αφενός ανώτερη ωριαία τιμή τα 200 mg/m³ αφετέρου πως το 98% των ωριαίων μετρήσεων 10

που γίνονται σε ένα ημερολογιακό έτος πρέπει να είναι κατώτερο αυτής. Το όριο αυτό ξεπερνιέται συχνά στους σταθμούς μέτρησης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης του λεκανοπεδίου Αθηνών που βρίσκονται σε αστικές περιοχές- οι υπερβάσεις φτάνουν και το 50% για το κέντρο της Αθήνας. Το διοξείδιο του θείου (SO 2 ) είναι ένα άχρωμο και άοσμο αέριο που παράγεται κυρίως από την καύση άνθρακα αλλά και πετρελαίου, λόγω του θείου που περιέχει. Κατά κύριο λόγο εκπέμπεται από τα ενεργοπαραγωγά εργοστάσια αλλά και από διάφορες βιομηχανικές δραστηριότητες που απαιτούν καύσεις. Οι θειώδεις εκπομπές αποδεσμεύονται επίσης και από σπρέι, ελευθερώνοντας σωματίδια που ανακλούν προς το διάστημα την ηλιακή ακτινοβολία, επιβραδύνοντας το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Το SO 2 από μόνο του είναι συστατικό που διαβρώνει χρώματα, μέταλλα και βλάπτει φυτά, όπως βαμβάκι και κριθάρι, αλλά παράλληλα προκαλεί και την όξινη βροχή. Οι επιπτώσεις της ρύπανσης από το SO 2 γίνονται πρώτα αντιληπτές από τα πιο ευαίσθητα άτομα (ηλικιωμένους, παιδιά, αρρώστους) και αργότερα γενικεύονται στον υπόλοιπο πληθυσμό. Τα πιο σημαντικά επεισόδια τέτοιου είδους ρύπανσης έχουν συμβεί στην κοιλάδα του Μες στο Βέλγιο και στην Ντονόρα της πολιτείας της Πενσυλβάνια στις Η.Π.Α., αλλά το επεισόδιο του Λονδίνου το 1952 με 4.000 θανάτους θεωρήθηκε το πιο σοβαρό στην ιστορία της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Η UNEP και η ΠΟΥ αναφέρουν ανάμεσα στις περισσότερο ρυπασμένες πόλεις του κόσμου τη Σεούλ, την Τεχεράνη, το Κουβέϊτ, το Νέο Δελχί, το Πεκίνο αλλά και τη Μαδρίτη, το Παρίσι και το Μιλάνο. Εκτιμούν πως παραπάνω από 600 εκατομμύρια κάτοικοι του πλανήτη είναι εκτεθειμένοι σε μη επιτρεπτά επίπεδα SO 2. Στην Ελλάδα ακολουθούνται υποχρεωτικά τα όρια ποιότητας της ατμόσφαιρας που έχει θεσπίσει η Ε.Ε., η οποία για την περίπτωση του SO 2 θέσπισε ως τιμή του ορίου τα 80 ή 120 μg/m³, που αντιστοιχούν στη διάμεσο τιμή των ημερήσιων τιμών όλου του έτους. Στη Θεσσαλονίκη για παράδειγμα, το 70-90% της συνολικής ποσότητας του ρύπου το εκπέμπουν οι καυστήρες των κεντρικών θερμάνσεων. Πιθανολογείται, όμως μεταφορά αέριου ρύπου από την Πτολεμαΐδα, λόγω της επιτόπιας ετήσιας παραγωγής τετραπλάσιας ποσότητας SO 2 (83.000 τόνοι) σε σχέση με την παραγωγή στη Θεσσαλονίκη (Γεωργόπουλος 2001, Παυλόπουλος 2001, Πεκόπουλος 2000, Canter 1996). Σε ό,τι αφορά δε το φυσικό αέριο, αυτό περιέχει άνθρακα που αρκεί να οδηγήσει τον πλανήτη σε υψηλότερες θερμοκρασίες από τη σημερινή. Το μεθάνιο, το οποίο εκλύεται κατά την παραγωγή και μεταφορά του φυσικού αερίου εντείνει το αποτέλεσμα του φαινομένου του θερμοκηπίου, καθιστώντας τελικά το φυσικό αέριο 11

ισοδύναμο του πετρελαίου ως προς το αποτέλεσμά του στην κλιματική αλλαγή. Συγκεκριμένα, κάθε φορά που γίνεται γεώτρηση για φυσικό αέριο παράγονται κατά μέσο όρο 1.500-2.000 τόνοι τοξικής λάσπης που περιέχει πτητικές οργανικές ενώσεις, πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες, αρσενικό, μόλυβδο και ραδιενεργά υλικά, όπως το ράδιο. Η ρίψη της λάσπης αυτής στη θάλασσα ή η εναπόθεσή της στην ξηρά εγκυμονεί κινδύνους. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Κόλπου του Μεξικού, όπου η εντατική άντληση αερίου έχει καταστήσει μια περιοχή 3.000 τετραγωνικών μιλίων νεκρή ζώνη. Έτσι, δεν κρίνεται σκόπιμο να πραγματοποιηθούν τεράστιες επενδύσεις για την ανάπτυξη και εκμετάλλευσή του, οι οποίες θα αφαιρέσουν κεφάλαια από το πεδίο έρευνας για τις ήπιες μορφές ενέργειας. Το φυσικό αέριο είναι δυνατό να είναι ανταγωνιστικό οικονομικά και περιβαλλοντικά σε σχέση με τη βενζίνη (κοστίζει το 1/3 της τιμής της βενζίνης και δεν εκλύονται αιωρούμενα σωματίδια και διοξείδιο του θείου) ως καύσιμο αυτοκινήτου (Γεωργόπουλος 2001, Πεκόπουλος 2000). Όσο για την πυρηνική ενέργεια, που προβλήθηκε στις δεκαετίες του 60 και 70 ως πανάκεια για την αναχαίτιση του φαινομένου του θερμοκηπίου λόγω, της μη εκπομπής από πυρηνικούς αντιδραστήρες διοξειδίου του άνθρακα, μπορεί το 1985 να παρήγαγε το 4% του παγκοσμίως παραγόμενου ηλεκτρισμού, όμως σήμερα δεν κρίνεται σωστό να προωθηθεί. Τα δύο σοβαρά ατυχήματα στο Three Mile Island της Η.Π.Α. και στο Τσερνομπίλ το 1986 στην Ουκρανία, όπου το ραδιενεργό νέφος, πλούσιο σε Ιώδιο 131 και Καίσιο 137 (στοιχεία που μπορούν να απορροφηθούν άμεσα από τους ανθρώπινους ισχτούς) έπληξε το μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης αλλά και μέρος της χώρας μας, οι αστρονομικές αυξήσεις των εξόδων για την κατασκευή αντιδραστήρων, η αποτυχία εύρεσης μακροπρόθεσμα αποδεκτών τρόπων και τόπων εναπόθεσης και διαφύλαξης των πυρηνικών αποβλήτων, είναι ικανοί λόγοι, ώστε η πυρηνική ενέργεια να αποτελέσει το τελευταίο ενεργειακό καταφύγιο (Γεωργόπουλος 2001). 12

Έτος Πίνακας 1.1: Η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου του έτους 2002 σε σχέση με αυτήν του 1973 (Πηγή: IEA 2003α). Συνολικά Ποσοστό συμμετοχής στην παραγωγή πετρελαίου Παραγόμενη Ποσότητα Μέσης Πετρελαίου Ανατολής (Μt) Χωρών Πρώην Αφρική Λατινική Ασία Κίνα Χώρες μη Ο.Ο.Σ.Α. Σοβιετική Αμερική μέλη του 1 Δημοκρατία Ο.Ο.Σ.Α. 1973 2.860 Μt 36,9% 23,7% 15% 10% 8,6% 3,2% 1,9% 0,7% 2002 3.548Mt 28,5% 28,4% 13,1% 10,6% 9,5% 4,9% 4,8% 0,2% Κυριότεροι εξαγωγείς πετρελαίου είναι η Σαουδική Αραβία, η Ρωσία, η Νορβηγία, το Ιράν, η Βενεζουέλα, η Νιγηρία, το Μεξικό, το Ιράκ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Κυριότεροι εισαγωγείς είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ιαπωνία, η Κορέα, η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία, η Ινδία, η Ολλανδία, η Κίνα και η Ισπανία (IEA 2003α). Εκτιμάται πως το πετρέλαιο θα συνέχιζε να υπάρχει για τα επόμενα περίπου 40 χρόνια, αν οι ποσότητες άντλησής του έμεναν σταθερές στα επίπεδα του 1989, καθώς τα βεβαιωμένα αποθέματά του υπολογίζονται στους 136,5 δις Τ.Ι.Π. (Τόνοι Ισοδύναμου Πετρελαίου). Οι χώρες με τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου είναι η Σαουδική Αραβία με 250 δις βαρέλια, το Ιράκ με 100 δις βαρέλια, το Κουβέιτ με 95 δις βαρέλια, η Βόρεια Αφρική με 83,6 δις βαρέλια και το Ιράν με 65 δις βαρέλια (Γεωργόπουλος 2001, Καλδέλλης 1999). Η παραγωγή του φυσικού αερίου αυξήθηκε από 1.227 δις m³ το 1973 σε 2.618 δις m³ το 2002 με κύριους εξαγωγείς τη Ρωσία, τον Καναδά, την Αλγερία, την Νορβηγία, την Ολλανδία, το Τουρκμενιστάν, την Ινδονησία και την Μαλαισία και κύριους εισαγωγούς τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γερμανία, την Ιαπωνία, την Ιταλία, την Ουκρανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, την Κορέα, την Ισπανία και την Τουρκία. Τα μεγαλύτερα αποθέματα φυσικού αερίου βρίσκονται στην πρώην Σ. Ένωση, η οποία ελέγχει το 38% της παγκόσμιας ποσότητάς του. Υπολογίζεται πως θα τελειώσει μετά από 39 χρόνια για τις βιομηχανοποιημένες χώρες και 155 χρόνια για τις 1 Οι χώρες του Ο.Ο.Σ.Α. είναι: Αυστραλία, Αυστρία, Βέλγιο, Φιλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ελβετία, Ελλάδα, Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιαπωνία, Ισλανδία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Καναδάς, Κορέα, Λουξεμβούργο, Μεξικό, Ολλανδία, Ουγκαρία, Τσεχία, Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία, Πορτογαλλία, Σλοβακία, Σουηδία, Τουρκία. 13

αναπτυσσόμενες, δηλαδή σε 60 χρόνια κατά μέσο όρο. Τα βεβαιωμένα αποθέματα φυσικού αερίου υπολογίζονται σε 107,5 δις Τ.Ι.Π. Ο άνθρακας είναι πιο άφθονος από τα δύο προαναφερθέντα συμβατικά καύσιμα, καθώς υπολογίζεται ότι έχει «ζωή» για τα επόμενα 300 χρόνια, με βεβαιωμένα αποθέματα 571,7 δις Τ.Ι.Π. Το ενεργειακό ισοδύναμο ενός τόνου άνθρακα ισούται με το 70% ενός τόνου πετρελαίου. Άνω του 60% των παγκόσμιων αποθεμάτων βρίσκεται στις αναπτυσσόμενες χώρες το 50% των παγκόσμιων αποθεμάτων το ελέγχει η Κίνα- το 13% βρίσκεται στην πρώην Σ. Ένωση και τα 12% στις Η.Π.Α. Συγκρίνοντας την παραγωγή σε άνθρακα μεταξύ των ετών 1973 και 2002, παρατηρείται αύξηση από 2232 Mt σε 3837 Mt, όχι όμως τόσο εκτεταμένη αύξηση όπως αυτή του φυσικού αερίου. Κύριες εξαγωγικές χώρες είναι η Αυστραλία, η Κίνα, η Ινδονησία, η Νότια Αφρική, η Ρωσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κολομβία, ο Καναδάς και η Πολωνία. Κύριες εισαγωγικές χώρες είναι η Ιαπωνία, η Κορέα, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ινδία, η Ισπανία, η Ολλανδία και η Ρωσία. Η συμμετοχή δε της πυρηνικής ενέργειας στην κάλυψη των παγκόσμιων ενεργειακών αναγκών αυξάνεται θεαματικά μεταξύ 1973 και 2001, από 203 TWh το 1973 σε 2653 TWh το 2001. Οι κυριότεροι παραγωγοί πυρηνικής ενέργειας είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία, η Ιαπωνία, η Γερμανία, η Ρωσία, ο Καναδάς, η Κορέα, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ουκρανία και η Σουηδία. Η πυρηνική ενέργεια σήμερα παράγεται κατά κύριο λόγο από τη σχάση του ουρανίου 235. Οι διαθέσιμοι πυρηνικοί αντιδραστήρες χωρίζονται σήμερα σε θερμικούς πυρηνικούς αντιδραστήρες, που λειτουργούν με εμπλουτισμένο ουράνιο, και σε αντιδραστήρες ταχέων νετρονίων ή αναπαραγωγικούς. Το σχάσιμο υλικό ενός αναπαραγωγικού αντιδραστήρα είναι πλουτώνιο-239 που περιβάλλεται με πυρηνικό υλικό το οποίο δεν είναι σχάσιμο, δηλαδή ουράνιο-238, το οποίο όμως κατά τη διάρκεια λειτουργίας του αντιδραστήρα μεταστοιχειώνεται σε υλικά σχάσιμα, που μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν από αντιδραστήρα. Ο αναπαραγωγικός αντιδραστήρας καταφέρνει να παράγει περισσότερο σχάσιμο υλικό από όσο χρησιμοποιεί. Λειτουργεί σε υψηλότερες θερμοκρασίες και τα καύσιμά του είναι πιο συμπυκνωμένα, άρα οι κίνδυνοι υπερθέρμανσης είναι μεγαλύτεροι και το παραγόμενο καύσιμο πλουτώνιο έχει αποκαλεστεί ως το πιο επικίνδυνο στοιχείο του κόσμου με χρόνο ημιζωής 24.000 χρόνια. Σήμερα λειτουργούν πέντε τέτοιοι αντιδραστήρες, δύο στη Γαλλία, δύο στην πρώην Σ. Ένωση και ένας στην Ιαπωνία. Τα βεβαιωμένα αποθέματα ουρανίου υπολογίζονται σε περίπου 1.080.000 τόνους στη 14

Ν. Αφρική, στην Κίνα, στην πρώην Σ. Ένωση, στην Αυστραλία, στη Γαλλία, στις Η.Π.Α. και στον Καναδά. Υπολογίζεται πως θα διαρκέσουν για 20-40 χρόνια ακόμη (IEA 2003α, Γεωργόπουλος 2001, Καλδέλλης 1999, Χρυσικοπούλου 1995). Πίνακας 1.2: Η παγκόσμια πρωτογενής διάθεση ενέργειας του έτους 2001 σε σχέση με αυτήν του 1973 (Πηγή: IEA 2003α). Πηγές ενέργειας 1973 2001 Πετρέλαιο 45,1% 35% Άνθρακας 24,8% 23,3% Φυσικό Αέριο 16,2% 21,2% Πυρηνική Ενέργεια 0,9% 6,9% Υδροδυναμική 1,8% 2,2% Υπόλοιπες Ανανεώσιμες (γεωθερμική, αιολική, ηλιακή, 0,1% 0,5% κ.α.) Προϊόντα Κομποστοποίησης 11,1% 10,9% Σύνολο 100% 100% Το συνολικό ποσό ενέργειας, το οποίο διατίθεται για κατανάλωση το έτος 2001, έφτασε τους 10.029 Mtoe αυξανόμενο κατά πολύ σε σχέση με αυτό του 1973 που άγγιζε τους 6.034 Mtoe. Όσο για την κατανάλωση ενέργειας παγκοσμίως, το 2001 έφτασε τους 6.995 Mtoe, ενώ το 1973 μόλις τους 4.548 Mtoe. Τα ποσοστά πετρελαίου και άνθρακα στο σύνολο των ενεργειακών αναγκών μειώθηκαν μεταξύ των ετών 1973 και 2001, από 47,1% σε 43% και από 13,7% σε 7,4% αντίστοιχα. Το φυσικό αέριο, τα κομποστοποιημένα απορρίμματα, και κυρίως η ηλεκτρική ενέργεια και οι ανανεώσιμες πηγές αύξησαν το μερίδιο συμμετοχής τους στην κατανάλωση ενέργειας του πλανήτη, με αντίστοιχα ποσοστά 14,8% (1973) και 16,3% (2001), 13,1% (1973) και 14,2% (2001), 9,6% (1973) και 15,6% (2001). Το μεγαλύτερο ποσοστό της κατανάλωσης ενέργειας του πλανήτη κατείχαν από το 1973 έως το 2001 οι χώρες του Ο.Ο.Σ.Α. με 62,4% (1973) και 52,3% (2001). Ακολουθούν η Ασία και η Κίνα, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η κατανάλωση της δεύτερης στην πρώτη, με 5,1% (1973) και 11,8% (2001) για την Ασία και με 5,8% (1973) και 11,8% (2001) για την Κίνα, οι χώρες πρώην μέλη της Σοβιετικής Δημοκρατίας με 14,1% (1973) και 9% (2001), η Αφρική με 2,8% (1973) και 5,5% (2001), η Λατινική Αμερική με 5% (1973) και 5,1% (2001), η Μέση Ανατολή με 2,1% (1973) και 4% (2001) και οι 15

ευρωπαϊκές χώρες, μη μέλη του Ο.Ο.Σ.Α. με 2,7% (1973) και 0,9% (2001) (ΙΕΑ 2003α, IEA 2003β). Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, συγκρίνοντας τα έτη 1973 και 2001, έχει αυξηθεί δραματικά. Το 1973 έφτανε τις 6117 TWh και το έτος 2001 τις 15476 TWh. Το έτος 1973 η βιομηχανία κατανάλωνε ηλεκτρική ενέργεια σε ποσοστό 51,3%, ο αγροτικός, οικιακός, εμπορικός, δημόσιος τομέας 46,3% και οι μεταφορές 2,4%. Το έτος 2001 η ηλεκτρική ενέργεια παρουσίαζε την εξής κατανομή: 41,7% στη βιομηχανία, 56,5% στον αγροτικό, τον οικιακό, τον εμπορικό τον δημόσιο τομέα και κατά 1,8% στις μεταφορές. Σημαντικά συμμετείχε στην αύξηση αυτή το ποσοστό της πυρηνικής ενέργειας, η οποία, αν και δεν παίζει τον πρωταρχικό ρόλο στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, το ποσοστό συμμετοχής της αυξήθηκε από 12,1% σε 17,1%. Αντιθέτως, το ποσοστό του πετρελαίου παρουσίασε σημαντική μείωση από 24,7% το 1973 σε 7,5% το 2001. Το ποσοστό συμβολής της υδροδυναμικής ενέργειας, αν και περίμενε κανείς να αυξηθεί, μειώθηκε από 21% σε 16,6%. Οι υπόλοιπες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (γεωθερμική, αιολική, ηλιακή, βιομάζα) αυξήθηκαν και αυτές σημαντικά, από 0,6% σε 1,8%, όχι όμως στον ίδιο βαθμό με την πυρηνική. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι ο τρίτος παράγοντας σε βαθμό συμμετοχής στην παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτές συνέβαλαν κατά 18,1% στην παγκόσμια παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας το έτος 2001, ακολουθώντας το κάρβουνο και το φυσικό αέριο. Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αυξανόταν κατά μέσο όρο 1,9% κάθε έτος από το 1990 έως το 2001. Ο ρυθμός αυτός αύξησης είναι μικρότερος από το ρυθμό αύξησης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, που αγγίζει το 2,5%. Αυτό διασταυρώνεται και από το γεγονός ότι το έτος 1990, 19,3% της παγκόσμιας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας προερχόταν από ανανεώσιμες πηγές και το ποσοστό αυτό έπεσε στο 18,1% το 2001. Αυτή η μείωση του ποσοστού συμμετοχής των ανανεώσιμων πηγών στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας προκύπτει λόγω της μείωσης του ρυθμού αύξησης του ποσοστού συμμετοχής της υδροηλεκτρικής ενέργειας στις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α., η οποία και αποτελεί το 50,7% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Το φυσικό αέριο αυξήθηκε ελάχιστα από 12,1% σε 18,3% και το κάρβουνο από 38,3% σε 38,7%. Οι χώρες που εξάγουν ηλεκτρική ενέργεια είναι η Γαλλία, η Γερμανία, ο Καναδάς, η Παραγουάη, η Ελβετία, η Ρωσία, η Τσεχία, η Σουηδία, οι Η.Π.Α. η Αυστρία και η Αλβανία. Οι χώρες που εισάγουν είναι η Ιταλία, η Γερμανία, οι Η.Π.Α., η Βραζιλία, η 16

Ελβετία, ο Καναδάς, το Βέλγιο, η Αυστρία, η Φινλανδία και η Ελλάδα (ΙΕΑ 2003α, IEA 2003β, EWEA and Greenpeace 2004). Σχήμα 1.2: Η Κατανάλωση Ηλεκτρικής ενέργειας/πληθυσμό (kwh κατά κεφαλή) (Πηγή: Κ.Α.Π.Ε. 2003). Οι εκπομπές CO 2 από την καύση ορυκτών καυσίμων υπολογίζονται σε 6,3 Gt C/έτος, από τη χρήση γης (αποψίλωση) και την αγροτική παραγωγή (καλλιέργεια) σε 1,6 Gt C/έτος. Οι εκπομπές CO 2 από την καύση του πετρελαίου και του άνθρακα, τη χρήση του φυσικού αερίου συγκροτούσαν περίπου το 80% του συνόλου των εκπομπών αυτού (UNFCCC 2004). Από το σύνολο των εκπομπών CO 2, οι 3,3 Gt C/έτος απορροφούνται από την ατμόσφαιρα, οι 2,3 Gt C/έτος δεσμεύονται από τους ωκεανούς -οι οποίοι περιέχουν 55 φορές περισσότερο άνθρακα από ότι η ατμόσφαιρα και 20 φορές περισσότερο από ότι η βλάστηση- οι 0,7 Gt C/έτος απορροφούνται από το έδαφος και τη βλάστηση, ενώ οι 1,6 Gt C/έτος εναποτίθενται σε μη προσδιορίσιμη αποθήκη. Η αποψίλωση των δασών σε παγκόσμια κλίμακα μεταξύ των ετών 1850-1985 συνέβαλε στην επιπλέον δημιουργία περίπου 120 Gt C/έτος στην ατμόσφαιρα (Samson and Boeckx 2003, Hinrichs 1996). Αν και παρατηρείται μείωση του ποσού του πετρελαίου και πολύ περισσότερο του άνθρακα (το 2001 σε σχέση με το 1973) στο βαθμό που συμμετέχουν στην παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας, εντούτοις, το μερίδιο που καταλαμβάνει ο άνθρακας στο ποσό του εκπεμπόμενου CO 2 παρουσιάζει αύξηση. Οι εκπομπές του 17

CO 2 το 1973 ανέρχονταν σε 15.671 Mt ενώ το 2001 σε 23.683 Mt. Το 1973 οι εκπομπές CO 2 προέρχονταν κατά 14,4 % από το φυσικό αέριο, κατά 50,7 % από το πετρέλαιο και κατά 34,9 % από τον άνθρακα, ενώ το 2001 προέρχονταν κατά 20 % από το φυσικό αέριο, 42 % από το πετρέλαιο και 38 % από τον άνθρακα. Το μεγαλύτερο ποσοστό των εκπομπών για το έτος 2001 προέρχεται από τις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α. (52,8 %), στη συνέχεια από τις χώρες πρώην μέλη της Σοβιετικής Δημοκρατίας κατά 9,5 %, από την Ασία κατά 9,2 %, χωρίς αυτή να περιλαμβάνει την Κίνα, η οποία συμμετέχει κατά 13,1 %. Ακολουθούν η Μέση Ανατολή με 4,4 %, η Λατινική Αμερική με ποσοστό 3,6 % και οι χώρες της Ευρώπης μη μέλη του Ο.Ο.Σ.Α. με 1,1 %. Όσο για την αναμενόμενη κατανάλωση ενέργειας, το έτος 2010 υπολογίζεται να ανέλθει στους 12.100 Mtoe, κατανεμημένη κατά 35,3 % στην ενέργεια που προέρχεται από πετρέλαιο, κατά 23,1 % από φυσικό αέριο, κατά 22,3 % από άνθρακα, κατά 10,9 % από γεωθερμική, αιολική, ηλιακή, από κομποστοποίηση, κατά 6,2 % από πυρηνική και κατά 2,3 % από υδροδυναμική ενέργεια. Αντίστοιχα, το έτος 2030 η κατανάλωση ενέργειας θα ανέλθει στους 16.300 Mtoe, καλυπτόμενη κατά 35,4 % από πετρέλαιο, κατά 25,8 % από φυσικό αέριο, κατά 22,1 % από άνθρακα, κατά 10,1 % από γεωθερμική, αιολική, ηλιακή, από κομποστοποίηση, κατά 4,3 % από πυρηνική και κατά 2,2 % από υδροδυναμική (IEA 2003α). Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας σε παγκόσμιο επίπεδο ανήλθε το έτος 2000 σε 15.391 TWh, ενώ αναμένεται να αυξηθεί κατά μέσο όρο 2,6% ανά έτος από το 2000 έως το έτος 2020. Στα τέλη του έτους 2010 η παγκόσμια ηλεκτρική κατανάλωση προβλέπεται να φτάσει τις 20.036 TWh και στα τέλη του 2020 τις 25.579 TWh (Σχ. 1.3) (EWEA and Greenpeace 2004). Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένεται να παρουσιάσει αύξηση κατά 1,6% ανά έτος κατά τη διάρκεια της περιόδου 2001 έως 2020. Σύμφωνα με την παραπάνω υπόθεση η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στο σύνολο των αναγκών των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπεται να αυξηθεί από τις 2.572 TWh, που άγγιζε το έτος 2001, στις 3.064 TWh το έτος 2010 και στις 3.511 TWh το έτος 2020 (EWEA 2003). Λόγω της αύξησης της κατανάλωσης συμβατικών μορφών ενέργειας, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες όπου η ζήτησή τους γνωρίζει επέκταση, αναμένεται να αυξηθούν οι εκπομπές CO 2 που σχετίζονται με την ενεργειακή παραγωγή κατά 1,8 % κάθε έτος, από το 2000 έως το 2030. Μέχρι το 2010 οι εκπομπές του CO 2 λόγω της 18

ενέργειας αναμένεται να αυξηθούν κατά 34 % σε σχέση με το 1900, ενώ το 2030 θα φθάσουν τους 38 δις τόνους, αυξανόμενες κατά 70 % σε σχέση με το 2000. Τα 2/3 αυτής της αύξησης των εκπομπών θα προέρχονται από τις αναπτυσσόμενες χώρες. Αν και το μερίδιο των αναπτυσσόμενων χωρών στις παγκόσμιες εκπομπές CO 2 αναμένεται να αυξηθεί από 34% (2000) σε 47% (2030), το μερίδιο των χωρών του Ο.Ο.Σ.Α. αναμένεται να μειωθεί από 55% (2000) σε 34% (2030). Υπολογίζεται να αυξηθεί η συνολική ενεργειακή ζήτηση περισσότερο από 50 % μεταξύ των ετών 2000 και 2030. Περισσότερο από 60% της αύξησης της ενεργειακής ζήτησης προβλέπεται να προέλθει από τις αναπτυσσόμενες χώρες και κυρίως από την Ασία. Το μερίδιο της ενεργειακής ζήτησης για τις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α. υπολογίζεται πως θα μειωθεί από 58% (2000) σε 47% (2030). Η ζήτηση του πετρελαίου προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,6% /έτος, από 75 mb/d το 2000 σε 120 mb/d (εκατομ. βαρέλια) το 2030. Το μερίδιο του φυσικού αερίου στην παγκόσμια ενεργειακή ζήτηση πρόκειται να αυξηθεί από 23% (2000) σε 28% (2030). Η κατανάλωση του άνθρακα θα αυξηθεί με πιο αργούς ρυθμούς από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο και το μερίδιο της πυρηνικής ενέργειας στην παγκόσμια ενεργειακή ζήτηση θα παραμείνει στο 7% έως το 2010 και μέχρι το 2030 θα πέσει στο 5%. Από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας η υδροδυναμική πρόκειται να παραμείνει σε σταθερά επίπεδα και οι υπόλοιπες θα παρουσιάσουν ρυθμό ανάπτυξης 3,3% /έτος, με την αιολική και τη βιομάζα να αναπτύσσονται κυρίως στις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α. Οι ανάγκες σε ηλεκτρική ενέργεια αναμένεται να διπλασιαστούν σε παγκόσμια κλίμακα έως το 2030 (IEA 2002). Η πληθυσμιακή αύξηση στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή των χωρών μελών του Ο.Ο.Σ.Α. και, καθώς το εισόδημα ανεβαίνει, οι κάτοικοι στρέφονται από τα καύσιμα βιομάζας και το κάρβουνο στην κηροζίνη και αποκτούν πρόσβαση στο ηλεκτρικό ρεύμα. Ως συνέπεια, η μελλοντική αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας και παραγωγής ηλεκτρισμού από τις ανανεώσιμες αναμένεται να είναι υψηλότερη στις χώρες μη μέλη του Ο.Ο.Σ.Α. από τις χώρες μέλη (IEA 2003β). 19

Σχήμα 1.3: Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας το έτος 2000 και η αναμενόμενη εξέλιξή της έως το 2020 σε παγκόσμια κλίμακα στις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α. της Β. Αμερικής, στις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α. της Ευρώπης, στις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α. του Ειρηνικού, στις οικονομίες που βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο, στην Κίνα, στην Λατινική Αμερική, στην Νότια Ασία, στην Ανατολική Ασία, στην Μέση Ανατολή και στην Αφρική (ερμηνεία δεξιά)- σε TWh ανά έτος (Πηγή: EWEA and Greenpeace 2004). Πίνακας 1.3: Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας το έτος 2000 και η αναμενόμενη εξέλιξή της έως το 2020 σε παγκόσμια κλίμακα (Πηγή: EWEA and Greenpeace 2004). ΠΕΡΙΟΧΗ 2000 (TWh/έτος) 2010 (TWh/έτος) 2020 (TWh/έτος) Ο.Ο.Σ.Α. της Β. Αμερικής 4.813 5.758 6.702 Ο.Ο.Σ.Α. της Ευρώπης 3.164 3.763 4.339 Ο.Ο.Σ.Α. του Ειρηνικού 1.622 2.003 2.317 Χώρες Ανατολ. Ευρώπης 1.484 1.765 2.238 Κίνα 1.387 2.282 3.461 Λατινική Αμερική 804 1.135 1.566 Νότια Ασία 635 1.001 1.505 Ανατολική Ασία 585 970 1.461 Μέση Ανατολή 462 675 899 Αφρική 435 684 1.091 Παγκόσμια κατανάλωση 15.391 20.036 25.579 20

Πίνακας 1.4 : Η προσφορά ηλεκτρικής ενέργειας το έτος 2001, το 2002 και το έτος 2003 από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο και τον Αύγουστο 2003, στις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α., στην Ελλάδα και κατόπιν στις χώρες Ο.Ο.Σ.Α. της Ευρώπης, υπολογιζόμενη σε TWh (Πηγή: ΙΕΑ Monthly Electricity Survey August 2003). Ο.Ο.Σ.Α. TWh 2001 2002 Iαν.-Αύγ. 2003 Αύγουστος 2003 +Συμβατικά καύσιμα 5.574,3 5.606,1 3.861,7 525,6 +Πυρηνική 2.206,6 2.228,2 1.424,1 181,6 +Υδροδυναμική 1.265,6 1.286,3 868,4 99,5 +Γεωθερμική/Άλλες 111,3 118,6 84,1 11,2 =Εσωτερική παραγωγή 9.157,7 9.239,2 6.238,2 817,8 +Εισαγωγές 334,1 352,9 250,5 29,5 -Εξαγωγές 324,9 341,1 242,5 28,5 =Κατανάλωση 9.166,9 9.251,1 6.246,1 818,8 Ελλάδα TWh 2001 2002 Iαν.-Αύγ.2003 Αύγουστος 2003 +Συμβατικά καύσιμα 46,1 46.4 31,6 4,2 +Πυρηνική ----- ----- ----- ----- +Υδροδυναμική 2,7 3,4 3,8 0,3 +Γεωθερμική/Άλλες 0,7 0,7 0,7 0,1 =Εσωτερική 49,5 50,6 36,2 4,7 παραγωγή +Εισαγωγές 3.6 4,6 2,6 0,4 -Εξαγωγές 1,1 1,7 1,0 0,1 =Κατανάλωση 52 53,5 37,8 4,9 21

Ευρωπαϊκές Χώρες TWh του Ο.Ο.Σ.Α. 2001 2002 Iαν.-Αύγ. 2003 Αύγουστος 2003 +Συμβατικά καύσιμα 1.578,9 1.616,5 1.100,7 130,6 +Πυρηνική 915,5 924,2 609,0 68,5 +Υδροδυναμική 563,6 516,2 333,2 33,7 +Γεωθερμική/Άλλες 12,9 13,2 12,9 1,9 =Εσωτερική 3070,8 3070,1 2.055,8 234,7 παραγωγή +Εισαγωγές 277,3 300,4 205,3 23,2 -Εξαγωγές 266,3 290,5 197,8 22,2 =Κατανάλωση 3081,8 3080,0 2.063,3 235,7 1.3 ΠΗΓΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Στην Ελλάδα υπάρχει μεγάλο δυναμικό των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) που παραμένει αναξιοποίητο. Σήμερα, την ενεργειακή κατάσταση στην Ελλάδα καθορίζουν οι παρακάτω βασικοί παράγοντες: Η μεγάλη εξάρτηση από την εισαγόμενη ενέργεια Η συνεχής και σε μεγάλο βαθμό ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας έχει πολλές δυσμενείς επιπτώσεις για τη χώρα μας, όπως η τεράστια οικονομική δαπάνη, η εξάρτηση από τις χώρες προμήθειας της ενέργειας και η αβεβαιότητα ενεργειακής τροφοδοσίας σε περιόδους κρίσεων. Η χαμηλή απόδοση του ενεργειακού τομέα Η κατανάλωση ενέργειας στην Ελλάδα ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος είναι ιδιαίτερα υψηλή. Αυτό οφείλεται τόσο στις σχετικά μεγάλες απώλειες, στη φάση της μετατροπής πρωτογενούς ενέργειας σε τελική, όσο και στη σπατάλη κατά την μεταφορά, διανομή και χρήση της ενέργειας. Οι πρωτογενείς πηγές ενέργειας στην Ελλάδα είναι ο λιγνίτης, το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, η υδροηλεκτρική ενέργεια και οι υπόλοιπες ΑΠΕ, που συνεισφέρουν, σύμφωνα με τα στοιχεία του έτους 2002, κατά 4,8% στη συνολικά διατιθέμενη προς κατανάλωση πρωτογενή ενέργεια της Ελλάδας. Η Ελλάδα έχει μεγάλο βαθμό 22

εξάρτησης από το ρυπογόνο λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή, μια σημαντική εξάρτηση από το πετρέλαιο και χαμηλή διείσδυση ΑΠΕ (Greenpeace 2004, ΙΕΑ 2003β, Καλτσά 2001). Στη χώρα μας το 1954 αρχίζει η λειτουργία του πρώτου λιγνιτικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής στο Αλιβέρι. Η κατανάλωση του λιγνίτη προορίζεται κυρίως για ηλεκτροπαραγωγή και ένα μικρό μέρος για άλλες χρήσεις, κυρίως για την παραγωγή αζωτούχων λιπασμάτων. Είναι εμφανές ότι σήμερα ο λιγνίτης αποτελεί βασική παράμετρο για την επίτευξη της ενεργειακής αυτοδυναμίας της χώρας μας και τον περιορισμό της εισαγόμενης ενέργειας (πετρέλαιο) (Καλτσά 2001). Σύμφωνα με έρευνα του ΙΓΜΕ (Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών) από το 2001, τα βεβαιωμένα γεωλογικά αποθέματα λιγνίτη στην Ελλάδα ανέρχονται σήμερα σε 5,8 τόνους, εκ των οποίων 4,5 τόνοι περίπου εκτιμώνται ως εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Υπό την εποπτεία της ΔΕΗ σήμερα λειτουργούν πέντε υπαίθρια ορυχεία στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, στη Βόρεια Ελλάδα και στην περιοχή της Πελοποννήσου (Μεγαλόπολη), στη Νότια Ελλάδα. Το πρώτο λιγνιτικό απόθεμα στη Δυτική Μακεδονία θεωρητικά θα εξαντληθεί σε 80 χρόνια και αυτό στη Μεγαλόπολη υπολογίζεται να προσφέρει ενέργεια για 40 ακόμα χρόνια. Η ποσότητα λιγνίτη που έχει καταναλωθεί συνολικά φτάνει τα 1,3 δις τόνους και εντοπίζεται, εκτός από την περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης, στις περιοχές της Ελασσόνας και της Δράμας. Τα αποθέματα που απομένουν σε αυτές τις τέσσερις ευρύτερες περιοχές, όπου και βρίσκονται υπό εκμετάλλευση, αγγίζουν τους 3,2 δις τόνους. Το 59,3% αυτών των αποθεμάτων που δεν έχει αξιοποιηθεί, ή οι 1.898 εκατομμύρια τόνοι λιγνίτη βρίσκονται στην Δυτική Μακεδονία, το 4,6% των υπό εκμετάλλευση αποθεμάτων ή οι 146 εκατομμύρια τόνοι λιγνίτη ανιχνεύονται στην Ελασσόνα, το 28% των αποθεμάτων ή οι 900 εκατομμύρια τόνοι λιγνίτη απομένουν στη Δράμα και το 8,1% των αποθεμάτων που δεν έχουν ακόμα αξιοποιηθεί ή οι 257,5 εκατομμύρια τόνοι λιγνίτη εντοπίζονται στην Μεγαλόπολη. Το 2001 στη Δυτική Μακεδονία παρήχθησαν 51,7 εκατομμύρια τόνοι λιγνίτη και το 2002 παρήχθησαν 55,83 εκατομμύρια τόνοι. Στα ορυχεία της περιοχής της Μεγαλόπολης κατά τις ίδιες περιόδους παρήχθησαν περίπου 14,45 εκατομμύρια τόνοι λιγνίτη και 14,51 εκατομμύρια τόνοι αντίστοιχα. Το πρώτο λιγνιτικό απόθεμα τροφοδοτεί τους ανθρακικούς σταθμούς παραγωγής ενέργειας της Καρδιάς, του Αγ. Δημητρίου, της Πτολεμαΐδος, του Αμυνταίου και του Λιπτόλ, οι οποίοι διαθέτουν δεκαεπτά λιγνιτικές 23

μονάδες συνολικής εγκατεστημένης ισχύος 4.108 MW. Το δεύτερο λιγνιτικό απόθεμα τροφοδοτεί τον παρόμοιο σταθμό της Μεγαλούπολης (850 MW), που αποτελείται από δύο σταθμούς παραγωγής (Δ.Ε.Η. 2003, Γεωργόπουλος 2001, Καλδέλλης 1999, Χρυσικοπούλου 1995). Η παραγωγή πετρελαίου άρχισε το 1981 στον Πρίνο. Από παραγωγή 196.000 ΤΙΠ το 1981, φθάσαμε το 1986 σε παραγωγή 1.432.000 ΤΙΠ και 578.000 ΤΙΠ το 1994. Τα αποθέματα που απομένουν υπολογίζονται σε 1.600 χιλ. ΤΙΠ και προβλέπεται να αντληθούν τα δύο με τρία επόμενα χρόνια (Καλτσά 2001). Το φυσικό αέριο είναι μια «καθαρή» μορφή ενέργειας με πολλαπλές χρήσεις. Στην Ελλάδα η προσπάθεια εισαγωγής του φυσικού αερίου ξεκίνησε το 1988 με τη σύσταση της ΔΕΠΑ (Δημόσιας Επιχείρησης Αερίου) κατόπιν οικονομικής ενίσχυσης κατά 75% της Ευρωπαϊκής Ένωσης του έργου μεταφοράς αερίου από τη Ρωσία και την Αλγερία. Το κοίτασμα φυσικού αερίου της Καβάλας θεωρείται ότι έχει ήδη αντληθεί. Το Σεπτέμβρη του 1997 μάλιστα έγινε η πρώτη σύνδεση βιομηχανικής περιοχής της Θεσσαλονίκης με το δίκτυο του αερίου. Το φυσικό αέριο είναι φιλικό προς το περιβάλλον, δεδομένου ότι εκπέμπεται λιγότερο μονοξείδιο του άνθρακα και καθόλου διοξείδιο του θείου σε σχέση με το πετρέλαιο, κατά την καύση του. Η χρήση του θα συμβάλει: α) στην εξοικονόμηση ενέργειας με μερική υποκατάσταση ηλεκτρισμού, πετρελαίου και των παραγώγων του όπως το μαζούτ, το ντίζελ και το υγραέριο, β) στη βιομηχανία, όπου η απορρόφηση του φυσικού αερίου θα φτάσει το 21% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης του βιομηχανικού τομέα, στον εμπορικό τομέα, όπου το φυσικό αέριο θα ανέλθει σε 16,5% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης του τομέα, το έτος κορεσμού της αγοράς θεωρείται το 2017 και στον οικιακό τομέα (παραγωγή ζεστού νερού, θέρμανση, μαγείρεμα κ.λ.π.), όπου θα φτάσει το 19,5% της κατανάλωσης το 2017, γ) στη μείωση της εξάρτησης από το πετρέλαιο και στον περιορισμό της ρύπανσης του περιβάλλοντος. Σήμερα, το έργο κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου βρίσκεται προς το τέλος του (Καλτσά 2001, Καλδέλλης 1999, Κόμνος 1998). Υπολογίζεται ότι το οικονομικά εκμεταλλεύσιμο δυναμικό υδροηλεκτρικής ενέργειας είναι 15.000 GWh. Σήμερα, είναι εκμεταλλεύσιμες 4.348 GWh, δηλαδή το 30% του συνολικού δυναμικού. Απομένουν, λοιπόν, 10.500 GWh, από τις οποίες οι 6.000 έχουν δυνατότητες να αξιοποιηθούν (Καλτσά 2001). Όσο για τις υπόλοιπες ΑΠΕ μπορούμε, όπως διακρίνουμε και από τον ακόλουθο πίνακα, να συμπεράνουμε ότι το ποσοστό συμμετοχής τους, σε ό,τι αφορά το σύνολο της ενέργειας που 24

διατίθεται για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της Ελλάδας, μειωνόταν μέχρι που το έτος 2002 παρουσίασε ανοδική πορεία. Εντούτοις, το ποσοστό συμμετοχής τους που αφορά στην κάλυψη των εγχώριων αναγκών ηλεκτρισμού, μεταξύ των ετών 1990 και 2002, έχει αυξηθεί. Η θερμική ενέργεια, η οποία παράγεται στη χώρα μας από τις ΑΠΕ, προέρχεται κυρίως από την αστική βιομάζα. Μάλιστα η παραγόμενη θερμική ενέργεια από αστική βιομάζα παραμένει σταθερή, δηλαδή σε ποσοστό 67% από το 2000 και έπειτα. Η βιομάζα από βιομηχανικά προϊόντα συμμετείχε σε εξίσου σημαντικό ποσοστό, που έφτανε το 23% το έτος 2000, στην παραγωγή εγχώριας θερμικής ενέργειας, παρουσιάζοντας όμως και σημαντική αύξηση σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή της. Η λάσπη από Κέντρα Επεξεργασίας Λυμάτων αν και δεν συμμετέχει σε αξιόλογο ποσοστό στην εγχώρια θερμική παραγωγή, αύξησε ραγδαία το ποσοστό συμμετοχής της, από το 1998 έως το 2000. Η ηλιακή και η γεωθερμική ενέργεια συνεισφέρουν με σταθερό ποσοστό. Όσο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, τη μεγαλύτερη συμμετοχή έχει η υδροηλεκτρική, με μέγεθος ισχύος άνω των 10 MW, σε ποσοστό 85%. Ακόμα, ραγδαία ανάπτυξη εμφάνισαν μεταξύ των ετών 1990 και 2000, η αιολική ενέργεια και όλοι οι τύποι υδροηλεκτρικής ενέργειας. Συγκεκριμένα, η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια από τον άνεμο παρουσιάστηκε μετά το τέλος αυτής της δεκαετίας 400πλάσια (ΚΑΠΕ 2004). Για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες της κατανάλωσης σε ηλεκτρική ενέργεια στην Ελλάδα, οι οποίες το 2002 ανήλθαν στις 52,6 TWh, η εγκατεστημένη ισχύς έφθασε στα 11.713 MW μονάδων της ΔΕΗ (ισχύς που στα μέσα του 2003 αυξήθηκε στα 12.069 MW) και τα 515 MW από αυτοπαραγωγούς και παραγωγούς ανανεώσιμης ενέργειας, ενώ εισαγωγές κάλυψαν μερικές αιχμές ζήτησης. Το κύριο καύσιμο ήταν ο εγχώριος λιγνίτης μικρής θερμογόνου δύναμης, που κάλυψε το 62% του συνόλου των αναγκών αυτών. Το πετρέλαιο, κυρίως για την κάλυψη νησιωτικών συστημάτων συνδεόμενων με την ηπειρωτική χώρα, καθώς και το φυσικό αέριο κάλυψαν το ένα τέταρτο περίπου των αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια (7,1% και 13,3% αντίστοιχα). Τα μεγάλα υδοηλεκτρικά έργα απέδωσαν το 6,8%. Η αιολική ενέργεια, τα μικρά υδοηλεκτρικά έργα, η βιομάζα και τα φωτοβολταϊκά έδειξαν την παρουσία τους με ποσοστό τάξης 1,6%. Το υπολοιπόμενο ποσοστό καλύφθηκε από εισαγωγές. Η συνδέσεις της Ελλάδας με την Αλβανία, ΠΓΔΜ και Βουλγαρία είναι ικανές να καλύψουν σε ετήσια βάση ανταλλαγές άνω του 7% των αναγκών της χώρας. Η υποβρύχια σύνδεση με την Ιταλία με δυναμικότητα μεταφοράς τέθηκε σε εμπορική λειτουργία το 2002 (Υπ. Αν. 2003). Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της ζήτησης 25

ηλεκτρικής ενέργειας αναμένεται να κινηθεί μέχρι το 2005 σε επίπεδα 4% για το διασυνδεδεμένο σύστημα και μεγαλύτερο ποσοστό (5,5%) για τα αυτόνομα νησιωτικά συστήματα και στη συνέχεια να κινηθεί σε επίπεδο ενιαίο 3,6% για όλη τη χώρα. Εκτιμάται ότι το έτος 2010 οι ανάγκες της χώρας θα βρίσκονται σε πίπεδα της τάξης 72 TWh (Υπ. Αν. 2003). Πίνακας 1.5: Η συμμετοχή των ΑΠΕ στη συνολικά διατιθέμενη ενέργεια προς κάλυψη των συνολικών ενεργειακών αναγκών και στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από το έτος 1990 έως το 2002 στην Ελλάδα (Πηγή: ΙΕΑ 2003β). ΕΤΗ 1990 1995 1998 1999 2000 2001 2002 Συνολικά διατιθέμενη ενέργεια (Mtoe) 22,18 23,48 26,39 26,62 27,82 28,70 29,46 Ενέργεια από ΑΠΕ(Mtoe) 1,10 1,29 1,33 1,42 1,40 1,32 1,39 Ποσοστό ΑΠΕ στη συνολική ενέργεια 5% 5,5% 5,1% 5,3% 5% 4,6% 4,8% Συνολικά παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια (TWh) 34,8 41,3 46,2 49,4 53,4 53,1 50,1 Ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ (TWh) 1,77 3,56 3,79 4,76 4,14 2,93 3,63 Ποσοστό ΑΠΕ στην ηλεκτρική ενέργεια 5,1% 8,6% 8,2% 9,6% 7,8% 5,5% 7,3% Πίνακας 1.6: Η παραγόμενη θερμική ενέργεια (TJ) αποκλειστικά από τις ΑΠΕ, από το έτος 1990 έως το 2000, στην Ελλάδα (Πηγή: ΚΑΠΕ 2004). Μορφές ΑΠΕ 1990 1991 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 2000 Γεωθερμική 58,6 122,5 107 102 92 87,9 50,9 83,2 105 88 67 Αστική βιομάζα 29.385 29.385 29.385 29.385 29.385 29.385 29.385 29.385 29.385 29.385 29.385 Βιομηχανική βιομάζα 4.900 5.000 5.000 5.050 4.912 4.943 7.746 8.699 8.535 8.734 10.121 Αγροτική βιομάζα 1,48 17,84 25,12 27,15 31,47 27,31 24,6 8,7 9,8 12,2 13 Λάσπη από Κέντρο Επεξ. 0 0 0 0 0 0 0 0 10 7,8 46 Λυμάτων Ηλιακή 3.139 3.432 3.672 3.874 4.104 4.428 4.688 4.753 4.978 5.209 4.140 Παραγόμενη θερμική ενέργεια (TJ) 37.584 37.957 38.205 38.464 38.606 38.898 41.958 42.944 43.023 43.436 43.772 26

Πίνακας 1.7: Η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια (GWh) από τις ΑΠΕ, από το έτος 1990 έως το 2000, στην Ελλάδα (Πηγή: ΚΑΠΕ 2004). Μορφές ΑΠΕ 1990 1991 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 2000 Υδροηλ. Ισχύος- 1MW 6,1 5,4 5,4 5,4 7,6 6,5 7 11,3 8,2 18,3 25,8 Υδροηλ. Ισχύος 1-10MW 54,3 70,5 43 77,1 96,6 88,9 119 138 137,3 163,7 140,1 Υδροηλ. Ισχύος 10+ MW 1.733 3.034 2.174 2.297 2.589 3.460 4.236 3.756 3.585 4.446 3.527,1 Αιολική 1,6 1,8 8,2 47,5 37,4 33,8 36 36,9 73,1 162,3 451 Φωτοβολταϊκή 0,06 0,50 0,12 0,25 0,23 0,22 0,16 0,15 0,15 0,18 0,243 Βιομάζα 0 0 1,5 1,5 1,4 0,9 0 0 0 0 0 Γαιοαέριο 0 0 0 0 0 0 0 0 1,1 1,56 0 Λάσπη από Κέντρο Επεξ. 0 0 0 0 0 0 0 0 0,3 0,72 0,66 Λυμάτων Παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια(gwh) 1.795 3.112 2.232 2.429 2.732 3.590 4.398 3.942 3.805 4.793 4.145 Μια ακόμα ενεργειακή πηγή είναι τα αποθέματα ουρανίου, που έχουν εντοπισθεί στο Παρανέστι Δράμας και ανέρχονται σε 400 τόνους, ενώ συγκεντρώσεις ουρανίου έχουν εντοπισθεί σε λιγνίτες, σε ανθρακομιγείς αργίλους και φωσφορικά κοιτάσματα. Τα αποθέματα αυτά, αν και δεν θεωρούνται σήμερα τεχνοοικονομικά απολήψιμα, είναι δυνατό να καταστούν στο μέλλον (Καλδέλλης 1999). Σε μέτρηση που έγινε σε χιλ. ΤΙΠ το έτος 1998 στην Ελλάδα οι εγχώριοι πόροι ανήλθαν σε 10.064. Παρατηρείται ότι οι ΑΠΕ, με εξαίρεση την υδροηλεκτρική ενέργεια, συνεισέφεραν το 10% στην εγχώρια παραγωγή ενέργειας. Η εισαγωγή όμως ενέργειας ήταν αρκετά υψηλή, φτάνοντας τους 21105 χιλ. ΤΙΠ. Το σύνολο της ενέργειας για την κάλυψη των ελληνικών αναγκών ανήλθε σε 26900 χιλ. ΤΙΠ, περίπου 2,7 φορές μεγαλύτερο από την εγχώρια παραγωγή. Περισσότερο από το μισό αυτής της ενέργειας (59%) αποτέλεσε το πετρέλαιο και τα προϊόντα του, ενώ 34% ο λιγνίτης, ο λιθάνθρακας και τα προϊόντα τους (Σχ.1.5). 27

Σχήμα 1.4: Διαγραμματική παρουσίαση της πρωτογενούς παραγωγής ενέργειας το έτος 1998 στην Ελλάδα, όπου ο λιγνίτης συνεισφέρει το 84% της εγχώριας παραγωγής, το πετρέλαιο το 3%, το φυσικό αέριο το 0,4%, η υδροηλεκτρική ενέργεια το 3% και οι υπόλοιπες ΑΠΕ το 10% (Πηγή:ΡΑΕ 2004). Σχήμα 1.5: Διαγραμματική παρουσίαση της κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας στην Ελλάδα το έτος 1998 (Πηγή:ΡΑΕ 2004). Το 69% της κατανάλωσης τελικής ενέργειας αφορούσε σε πετρελαϊκά προϊόντα, 18% σε ηλεκτρική ενέργεια ενώ μόλις 5% της τελικής κατανάλωσης σε λιγνίτη και σε λιθάνθρακα (Σχ.1.6). Αντιθέτως, το έτος 2000, σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Ανάπτυξης, η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ ανερχόταν σε 946 χιλ. ΤΙΠ από καύσιμα 28

βιομάζας, 99 χιλ. ΤΙΠ από ηλιακή ενέργεια, 106 χιλ. ΤΙΠ από αιολική και 969 χιλ. ΤΙΠ από υδροηλεκτρική, ενώ το σύνολο της εγχώριας παραγωγής ανερχόταν σε 10. 652 χιλ. ΤΙΠ. Το ποσοστό συμμετοχής των ΑΠΕ άγγιζε το 19,9% της εγχώριας παραγωγής ενέργειας. Η εισαγωγή ενέργειας στη χώρα όμως δε μειώθηκε σε σχέση με τα επίπεδα του 1998, καθώς το σύνολο της ενέργειας που προσφέρθηκε για την κάλυψη των ελληνικών ενεργειακών αναγκών έφτασε τους 28.800 χιλ. ΤΙΠ, συνεχίζοντας να είναι 2,7 φορές μεγαλύτερο από την εγχώρια παραγωγή. Οι ΑΠΕ με ποσοστό 7,3% συμμετείχαν στο σύνολο της ενέργειας που διατέθηκε για κάλυψη των ενεργειακών αναγκών στην Ελλάδα το έτος 2000. Η τελική ενεργειακή κατανάλωση ανήλθε σε 24.709 χιλ. ΤΙΠ (ΚΑΠΕ 2004). Σχήμα 1.6: Διαγραμματική παρουσίαση της κατανάλωσης τελικής ενέργειας στην Ελλάδα το έτος 1998 (Πηγή:ΡΑΕ 2004). Η Ελλάδα ως χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεούται να τηρεί θέματα πολιτικής αντιρρυπαντικού ελέγχου που απορρέουν από την κοινοτική νομοθεσία. Σύμφωνα με Κοινοτικές Οδηγίες, καθορίζονται οριακές τιμές για τις εκπομπές μονοξειδίου του άνθρακα και υδρογονανθράκων από τους κινητήρες βενζινοκίνητων αυτοκινήτων, διοξειδίου του αζώτου, διοξειδίου του θείου, αιωρούμενων σωματιδίων και μολύβδου. Το μονοξείδιο του άνθρακα προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από τα βενζινοκίνητα αυτοκίνητα. Το διοξείδιο του αζώτου θεωρείται ρύπος, ενώ το μονοξείδιο είναι πρόδρομος του διοξειδίου του αζώτου. Οι μεγαλύτερες τιμές του NO 2 παρουσιάζονται τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες, ενώ οι 29

μεγαλύτερες τιμές του NO τους χειμερινούς μήνες με την εντονότερη λειτουργία των ενεργειακών πηγών και των μετεωρολογικών συνθηκών που δεν ευνοούν την καταστροφή του. Τα οξείδια του αζώτου και ιδιαίτερα το NO και το NO 2 συμμετέχουν σημαντικά στο φαινόμενο της φωτοχημικής ρύπανσης. Εποχιακά, οι υψηλότερες συγκεντρώσεις διοξειδίου του θείου παρατηρούνται το χειμώνα, κυρίως λόγω της λειτουργίας της κεντρικής θέρμανσης και της αυξημένης κυκλοφορίας των οχημάτων σε σχέση με το καλοκαίρι (Πελεκάση και Σκούρτος 1992). Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα το έτος 1990 στην Ελλάδα άγγιξαν τους 84,3 εκατομμύρια τόνους, ενώ οι εκπομπές του διοξειδίου από τον ενεργειακό τομέα έφτασαν τους 43.658,22 χιλιάδες τόνους, από τους οποίους οι 41.400,7 χιλιάδες προέρχονταν από παραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας, οι 2.196,7 προέρχονταν από διυλιστήρια και μόλις οι 60,82 χιλιάδες από παραγωγή στερεών καυσίμων και άλλες ενεργειακές δραστηριότητες. Όπως διακρίνουμε από τον Πίνακα 1.5, οι εκπομπές των αερίων ρύπων του CO 2 από τον ενεργειακό τομέα παρουσίασαν αύξηση μεταξύ των ετών 1990 και 1998, λόγω της αύξησης της συνολικά διατιθέμενης ενέργειας (Mtoe). Σημειωτέον ότι το 1998 φτάνουν στο σύνολό τους τους 50.612,05 χιλιάδες τόνους. Η αύξηση των εκπομπών του CO 2 μεταξύ του 1990 και 1998, αγγίζει το 14.9%, ενώ η υψηλότερη είναι η αύξηση του SO 2 (29%) (ΡΑΕ 2004). Οι εκπομπές CO 2 παρουσιάζουν μείωση το 2001, αν και η συνολικά διατιθέμενη ενέργεια προς κάλυψη των αναγκών των Ελλήνων πολιτών (Mtoe) αυξήθηκε σε σχέση με το 1998, αγγίζοντας τους 28,7 Mtoe. Οι εκπομπές CO 2 πλησίασαν το έτος 2001 τους 90,15 εκατομμύρια τόνους, μειωμένες σε σχέση με τους 103,7 εκατομμύρια τόνους του 1998 (ΡΑΕ 2004, IEA 2003α.). Πίνακας 1.8: Οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου από τον ενεργειακό τομέα στην Ελλάδα το έτος 1998 σε χιλιάδες τόνους (Πηγή:ΡΑΕ 2004). Δραστηριότητα CO 2 N 2 O NO x SO 2 CO CH 4 NMVOCs 2 Παραγωγή ηλεκτρισμού 47567,0 2,92 66,82 363,25 1,58 0,11 3,71 και θερμότητας Διυλιστήρια 2996,3 0,03 8,63 20,55 5,28 0,08 0,38 Παραγωγή στερεών καυσίμων και άλλες ενεργειακές δραστηριότητες 49,05 0,00 0,00 0,00 0,00 0,00 0,00 2 Non methane VOC s: Πολυκυκλικοί αρωματικοί υδογονάνθρακες εκτός του μεθανίου. 30

Πίνακας 1.9: Η μεταβολή των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου από τον ενεργειακό τομέα στην Ελλάδα, μεταξύ των ετών 1990 και 1998 (Πηγή:ΡΑΕ 2004). Δραστηριότητα CO 2 N 2 O NO x SO 2 CO Παραγωγή ηλεκτρισμού και 14,9% 9,8% 6,3% 29,0% -3,7% θερμότητας Διυλιστήρια 36,4% 50,0% 31,6% -11,7% 42,7% Παραγωγή στερεών καυσίμων και άλλες ενεργειακές δραστηριότητες -19,4% Μη Μη Μη Μη Διαθέσιμο Διαθέσιμο Διαθέσιμο Διαθέσιμο kwh/κάτοικο 5000 4500 4000 3500 3000 2500 2000 1500 1000 500 0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 ΕΤΗ Σχήμα 1.7: Διαγραμματική παρουσίαση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ανά κάτοικο στην Ελλάδα (kwh/κάτοικο) από το 1988 έως το 1998 (Πηγή:ΡΑΕ 2004). Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στην Ελλάδα αυξήθηκαν την περίοδο 1990-2000 κατά 23,7%. Συγκεκριμένα, από 104,8 εκατομμύρια τόνους το 1990, έφθασαν στα 129,7 εκατομμύρια τόνους το 2000. Ειδικότερα για το CO 2, η αύξηση στην ίδια περίοδο άγγιξε το 23%, οι δε εκπομπές CO 2 το έτος 2000 ήταν 103,7 εκατομμύρια τόνους. Οι δραστηριότητες που έχουν σχέση με την ενέργεια αποτελούν τη μεγαλύτερη πηγή (77,9% περίπου) των αερίων του θερμοκηπίου. Εάν δε ληφθούν επιπλέον μέτρα, θα υπάρξει μια αύξηση των εκπομπών που θα αγγίξει το 35% το 2010 και η οποία θα εκτιναχθεί στο 56,4% το 2020, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Στην περίπτωση που η εκτίμηση αυτή επιβεβαιωθεί, τότε οι κυρώσεις που θα υποστεί η Ελλάδα για τη μη τήρηση των διεθνών δεσμεύσεών της ή τα χρήματα που θα απαιτηθούν για την εξαγορά δικαιωμάτων ρύπανσης μέσω του μηχανισμού της εμπορίας ρύπων εκτιμάται ότι μπορεί να φτάσουν σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ ετησίως. 31