ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΥΠΡΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ, ΣΤΗΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ 2017
2
Από το ενιαίο κράτος στη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία Η επόμενη μέρα για την Κύπρο... Τ ο κυπριακό έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως πρόβλημα χαμένων ευκαιριών. Ανεξάρτητα του κατά πόσον ισχύει αυτός ο χαρακτηρισμός, το σίγουρο είναι ότι η Κύπρος από τον αγώνα για την Ένωση με την Ελλάδα το 1955-59, υποχρεώθηκε να συμβιβαστεί στην Ανεξαρτησία το 1960 και να υποστεί τη διχοτόμηση από την Τουρκία το 1974. Μετά από 42 χρόνια τουρκικής κατοχής, και ατελέσφορων προσπαθειών για επίλυση, σήμερα το εθνικό πρόβλημα βρίσκεται ενώπιον σοβαρών αποφάσεων. Ο 18μηνος διάλογος του Προέδρου Αναστασιάδη με τον κατοχικό ηγέτη Μουσταφά Ακκιντζί έφτασε σ ένα σημείο, όπου θα πρέπει να πούμε είτε το μεγάλο «ναι», είτε το μεγάλο «όχι». Σε μια διαδικασία, που ελαφρώς μόνο διαφέρει από όσα έγιναν με το Σχέδιο Ανάν του 2004, όπου οι Έλληνες της Κύπρου το απέρριψαν με το ισχυρό 76%, καλούμαστε να αποφανθούμε κατά πόσον θα περάσουμε σ ένα νέο μοντέλο πολιτειακής διακυβέρνησης και συγκρότησης που χαρακτηρίζεται ως δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία. Με άλλα λόγια, η πρόταση που έχουμε ενώπιον μας είναι η μετατροπή του ανεξάρτητου και ενιαίου κράτους σε δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία. Πίσω τώρα απ αυτή τη μετεξέλιξη, υπάρχουν πολλές πτυχές που χρήζουν διευθέτησης, διευκρίνισης και επεξήγησης και είναι ακριβώς όλα αυτά που συζητούν για 18 μήνες οι Αναστασιάδης Ακκιντζί και οι συνεργάτες τους. Το ζητούμενο για την πλευρά μας είναι η λύση που θα προκύψει να είναι λειτουργική, βιώσιμη και να παρέχει ασφάλεια στον κυπριακό ελληνισμό. Με άλλα λόγια, να καταργεί τα δεδομένα της κατοχής και τις προεκτάσεις της. Γι αυτό, η δική μας πλευρά δίνει έμφαση στην αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, στην κατάργηση των τουρκικών εγγυήσεων, στην επιστροφή εδαφών και προσφύγων κλπ. Όπως γίνεται φανερόν, η πλευρά μας μπορεί να αποδεχθεί ένα οδυνηρό συμβιβασμό, με την προϋπόθεση ότι θα τηρηθούν τα πιο πάνω προαπαιτούμενα. Για την τουρκική πλευρά, το ζητούμενο είναι να ξαναμπεί με καλύτερους όρους απ αυτούς του 1960 στη διακυβέρνηση του τόπου, να συνεχίσει να ασκεί άμεσο ή έμμεσο έλεγχο πάνω στην Κύπρο και γενικά να κρατήσει την Κύπρο μακριά από την Ελλάδα. Με φόντο αυτό το σκηνικό, οι Αναστασιάδης και Ακκιντζί θα ξαναβρεθούν στις 9-12 Ιανουαρίου στη Γενεύη σε μια προσπάθεια να συμφωνήσουν στα θέματα που ακόμα υπάρχουν διαφωνίες. Επίσης, στο ραντεβού της Γενεύης προβλέπεται και η συγκρότηση μιας Διάσκεψης (πενταμερούς ή πολυμερούς δεν διευκρινίζεται επαρκώς) για την Κύπρο, όπου θα λάβουν μέρος εκτός από τους Αναστασιάδη και Ακκιντζί και οι εγγυήτριες δυνάμεις Ελλάδα, Βρετανία και Τουρκία καθώς και άλλοι αν χρειαστεί (Ε.Ε., Συμβούλιο Ασφάλειας ΟΗΕ, κλπ.). Όπως γίνεται φανερόν, το παζλ είναι πολύπλοκο και τα συμφέροντα που διακυβεύονται μεγάλα. Η καλή πρόθεση και διάθεση των δύο συνομιλητών δεν είναι αρκετή για να τετραγωνιστεί ένας κύκλος, με διαφορές 42 χρόνων. Είναι φανερόν ότι χρειάζονται κι άλλες ενέργειες για να υπάρξει σύγκλιση. Και οι ενέργειες αυτές αφορούν τη διάθεση των ισχυρών μεσολαβητών, κυρίως των ΗΠΑ, να πιέσουν τον Ερντογάν να συγκατανέψει σε μια λύση που να διασφαλίζει πραγματικά τη βιωσιμότητα και τη λειτουργικότητα του νέου μοντέλου για την Κύπρο. Πέραν αυτών, υπάρχουν ερωτηματικά στο κατά πόσον οι δύο πλευρές μπορούν εύκολα να ξεφύγουν από το τραπέζι της Γενεύης, από τη στιγμή που ενέπλεξαν όλο τον πλανήτη σ αυτή την προσπάθεια Με άλλα λόγια, οι πιέσεις που θα ασκηθούν για την επίτευξη συμφωνίας θα είναι τόσο μεγάλες που αμφιβάλουμε κατά πόσον μπορεί να ναυαγήσει πλήρως αυτή η προσπάθεια. Φυσικά, η όποια κατάληξη, θα τεθεί ενώπιον του λαού σε χωριστά δημοψηφίσματα, οπότε θεωρητικά τον τελευταίο λόγο τον έχουν οι κάτοικοι της Κύπρου. Ανεξαρτήτως αυτών, είτε υπάρξει κατάληξη, είτε αδιέξοδο, ο σίγουρο είναι ότι η επόμενη μέρα για την Κύπρο θα είναι διαφορετική από τη σημερινή. Και αυτό είναι που κάνει όλους μας να αγωνιούμε για το αύριο. Στα πλαίσια όλων αυτών, το nomisma, δημοσιεύει ένα ιστορικό του κυπριακού, όπου φαίνονται τα στάδια από τα οποία πέρασε το εθνικό πρόβλημα για να φτάσουμε στη σημερινή κατάσταση. Τα συμπεράσματα δικά σας Ιωσήφ Ιωσήφ 3
Τ ο Κυπριακό πρόβλημα και συνηθέστερα, απλώς «Κυπριακό», είναι ζήτημα διεθνούς δικαίου που οφείλεται στην παράνομη στρατιωτική εισβολή και κατοχή του βορείου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία. Αρχικά το Κυπριακό ήταν αποικιακό ζήτημα, που δημιουργήθηκε όταν η Αγγλία προσάρτησε την Κύπρο στις 5 Νοεμβρίου 1914 καθιστώντας την «αποικία του Στέμματος». Για να αντιμετωπίσουν το αίτημα των Ελλήνων της Κύπρου για αυτοδιάθεση και τη σχετική προσφυγή της Ελλάδας στον Ο.Η.Ε., οι Άγγλοι ευνόησαν και προώθησαν την εμπλοκή της τουρκοκυπριακής κοινότητας και της Τουρκίας, επιδιώκοντας τη μετατροπή του Κυπριακού σε δικοινοτική διαφορά Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και σε διμερή διακρατική διαφορά μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. Το Κυπριακό επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, ορισμένοι από τους οποίους μεταβάλλονταν κατά τη μακρόχρονη πορεία του, από την αντιπαράθεση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, αλλά και τη γεωστρατηγική θέση της Κύπρου στο πέρασμα από την Ευρώπη στη Μέση Ανατολή (έχει χαρακτηριστεί το «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» από τον Νιχάτ Ερίμ, στα νότια της Τουρκίας). Η θέση της Κύπρου καθιστούσε τον έλεγχο του εδάφους της θέμα ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα ξένων δυνάμεων, κυρίως της Μεγάλης Ιστορικό Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και της Σοβιετικής Ένωσης στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Η συνεχιζόμενη εκκρεμότητα του Κυπριακού προβλήματος και οι πολλές φορές οξεία αντιπαράθεση γύρω από τις διάφορες πτυχές του στη διεθνή και εσωτερική πολιτική σκηνή, τα κόμματα και τον καθημερινό τύπο των εμπλεκόμενων χωρών, συχνά με εθνικιστικά, απολογητικά, συνωμοσιολογικά ή άλλα ιδεολογικά πρόσημα, δυσχεραίνουν ως σήμερα την επιστημονική ιστορική μελέτη του και τη νηφάλια αποτίμηση του ρόλου και των στόχων των πρωταγωνιστών του. Αν αναλογιστεί κανείς και το γεγονός ότι στην θαλάσσια Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) της Κύπρου εντοπίστηκαν ποσότητες φυσικού αερίου και τα πετρέλαια της Μοσούλης και της Σαουδικής Αραβίας κατευθύνονται επίσης στην Ανατολική Μεσόγειο, καθίσταται πασιφανές ότι η κεντρική θέση που κατέχει η Κύπρος, θα αποτελέσει στο μέλλον τη βασικότερη παράμετρο του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο αυτό, το κυπριακό ζήτημα σύμφωνα με τον Νταβούτογλου είναι για την Τουρκία, ζωτικής σημασίας από γεωστρατηγική άποψη. Ενδεικτικά αναφέρει πως ακόμη και εάν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος στην Κύπρο, η Τουρκία όφειλε να τον βρει, για να διατηρεί ανοικτό το Κυπριακό ζήτημα. Το Κυπριακό από νομική άποψη Τ ο Κυπριακό ήταν αρχικά ζήτημα αυτοδιάθεσης και αποαποικισμού. Οι βρετανικές κυβερνήσεις των Συντηρητικών, διαβλέποντας την απειλή που εγκυμονούσαν για τα αποικιακά συμφέροντά τους η αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών και οι αυξανόμενες πιέσεις για την εφαρμογή του, επεδίωξαν και πέτυχαν να μετατρέψουν το Κυπριακό σε διακοινοτική και ελληνοτουρκική διαφορά, ώστε να μειωθεί η πολιτική πίεση που δέχονταν. Εάν η Τουρκία εμπλεκόταν πολιτικά διεκδικώντας την Κύπρο, η Αγγλία θα μπορούσε στο διηνεκές να παρουσιάζεται ως διαμεσολαβητής και κηδεμόνας της Κύπρου. Όπως δήλωσε τον Ιούλιο του 1954 στη Βουλή των Κοινοτήτων ο Υπουργός Αποικιακών Υποθέσεων της Βρετανίας Χένρι Χόπκινσον, η Κύπρος ανήκε στις αποικίες που λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεών τους δεν μπορούν να ελπίζουν ότι κάποτε θα ανεξαρτητοποιηθούν πλήρως!!! Με την προσφυγή της Ελλάδας στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών το 1954, με την οποία ζητούσε την εφαρμογή της αυτοδιάθεσης των λαών στην περίπτωση της Κύπρου και τις παρεμβάσεις της Τουρκίας, της Βρετανίας και άλλων χωρών επί του θέματος, το Κυπριακό πρόβλημα απέκτησε διεθνή χαρακτήρα. Το Κυπριακό πρόβλημα σήμερα είναι πρόβλημα διεθνούς δικαίου που προκαλούν η παράνομη στρατιωτική κατοχή του βόρειου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία (καταδικάστηκε με το Ψήφισμα 1974/360 του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.), η βίαιη αλλοίωση της πληθυσμιακής σύνθεσης και της πολιτισμικής ταυτότητας της κατεχόμενης περιοχής, και οι ανεπιτυχείς, ως τώρα, προσπάθειες της κατοχικής δύναμης να προκαλέσει τη διεθνή αναγνώριση ανεξάρτητου τουρκοκυπριακού κράτους. 4
Οθωμανική Αυτοκρατορία και περίοδος της Αγγλοκρατίας Υ ψώνοντας τη Βρετανική σημαία στη Λευκωσία, στην Πύλη της Πάφου, στις 12 Ιουλίου 1878, από την εφημερίδα Illustrated London News 1878-1955 Η Κύπρος κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς στα 1571, ωστόσο στα χρόνια της παρακμής της, η Οθωμανική Αυτοκρατορία εκμίσθωσε την Κύπρο στην Αγγλία στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει οικονομικούς πόρους για την αποπληρωμή των δανείων που είχε συνάψει το 1855 με την Αγγλία και τη Γαλλία, αλλά και με τη δέσμευση της Αγγλίας, ότι θα αναλάβει την υποστήριξη των τουρκικών συμφερόντων στο συνέδριο του Βερολίνου (1878). Η μυστική συμφωνία εκμίσθωσης του 1878 προέβλεπε ετήσιο χρηματικό ποσό (σε στερλίνες της εποχής), το οποίο θα καταβαλλόταν από τους Άγγλους στον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β. Η εδραίωση της βρετανικής κυριαρχίας στην περιοχή είχε σκοπό να αποθαρρύνει την περαιτέρω διείσδυση της Ρωσίας στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη νοτιοανατολική Μεσόγειο, σε μια εποχή που το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ (1869), αναβάθμιζε γεωστρατηγικά την περιοχή ως πέρασμα στο δρόμο προς την Ινδία. Στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας είχε διαμορφωθεί στο νησί τουρκοκυπριακή κοινότητα δίπλα στην ελληνοκυπριακή, χωρίς γεωγραφικό διαχωρισμό, με ποσοστά 18% και 80% επί του πληθυσμού αντίστοιχα. Πριν από την έναρξη των ένοπλων συγκρούσεων στα τέλη της δεκαετίας του 1950, από τα 619 χωριά της Κύπρου, 393 ήταν αποκλειστικά ή κυρίως ελληνοκυπριακά, 120 τουρκοκυπριακά και 106 μικτά. Οι μεγάλες πόλεις ήταν μικτές, με τις δύο κοινότητες να κατοικούν σε χωριστές συνοικίες. Η κάθε κοινότητα είχε τη γλώσσα και τη θρησκεία της, δικό της σύστημα εκπαίδευσης καθώς και δικό της Οικογενειακό και Κληρονομικό Δίκαιο. Η νέα βρετανική διοίκηση βελτίωσε σημαντικά τους τομείς κρατικής ευθύνης, όπως η δικαιοσύνη, η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας και οι υποδομές. Ωστόσο, η συνεχιζόμενη φορολογική αφαίμαξη του πληθυσμού, το χαμηλό βιοτικό επίπεδό του, η διαιώνιση των συνθηκών αμάθειας και υπανάπτυξης και η αντίθεση της βρετανικής πολιτικής παράδοσης στη διατήρηση των αρμοδιοτήτων και προνομίων που είχε αποκτήσει η Εκκλησία, κατά την Οθωμανική κυριαρχία, συνέβαλλαν στην εδραίωση του αιτήματος της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας για Ένωση με την Ελλάδα, η οποία σιγά σιγά επεκτεινόταν, εντάσσοντας διαρκώς νέα εδάφη στον κορμό που ανεξαρτητοποιήθηκε μετά την Επανάσταση του 1821. Ήδη, από τα οθωμανικά χρόνια ο Αρχιεπίσκοπος της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κύπρου ήταν διοικητικά και Εθνάρχης των Ελληνοκυπρίων. Το ρόλο του ηγέτη των Ελληνοκυπρίων τον διατήρησε και επί Αγγλοκρατίας, παρά την κατάργηση του οθωμανικού συστήματος των μιλλέτ (διοίκησης κατά έθνη). Πάγιο αίτημα όλων των Αρχιεπισκόπων Κύπρου, με πρώτο τον Σωφρόνιο Γ, ήδη κατά την υποδοχή του πρώτου Άγγλου αρμοστή στα 1879, ήταν η Ένωση με την Ελλάδα. Το αίτημα αυτό το καθιστούσαν σαφές στους εκάστοτε Βρετανούς Κυβερνήτες και το κήρυτταν στις εκκλησίες. 5
Ελληνοκυπριακή διαδήλωση υπέρ της Ένωσης τη δεκαετία του 1930 Ω ς το 1914, η πάγια βρετανική απάντηση ήταν ότι η Κύπρος ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ότι η συνθήκη του 1878 δεν επέτρεπε ενέργειες προς την κατεύθυνση της ένωσης. Όταν η Τουρκία βγήκε στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο με τις Κεντρικές Δυνάμεις, η Αγγλία προσάρτησε την Κύπρο στη βρετανική επικράτεια το 1914 και την προσέφερε ως αντάλλαγμα στην Ελλάδα στην περίπτωση που λάμβανε μέρος στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ]. Η Κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη υπό την επιρροή του φιλογερμανού Βασιλιά Κωνσταντίνου Α όμως προτίμησε να κρατήσει ουδέτερη στάση και να απορρίψει την προσφορά. Με την άφιξή τους, οι Άγγλοι σύστησαν στην Κύπρο το Νομοθετικό Συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχαν 9 εκλεγμένοι εκπρόσωποι των Ελληνοκυπρίων, 3 εκλεγμένοι εκπρόσωποι των Τουρκοκυπρίων και 6 διορισμένα μέλη. Η αναλογία ήταν τέτοια, ώστε οι ψήφοι των Τουρκοκυπρίων και των Άγγλων να ισούνται με αυτές των Ελληνοκυπρίων. Σε περίπτωση ισοψηφίας ο προεδρεύων Βρετανός Αρμοστής της Κύπρου είχε τη βαρύνουσα ψήφο, ενώ είχε και τη δυνατότητα με βασιλικά διατάγματα να παρακάμπτει εντελώς τις αποφάσεις του σώματος. Αυτό, ακριβώς, έγινε τον Οκτώβριο του 1931, όταν ο Βρετανός Κυβερνήτης επιχείρησε να θέσει σε εφαρμογή νέο φορολογικό νομοσχέδιο που είχαν καταψηφίσει οι Ελληνοκύπριοι βουλευτές και ένας Τουρκοκύπριος βουλευτής. Τότε ξέσπασαν εκτεταμένες ταραχές, κατά τις οποίες οι Ελληνοκύπριοι ζητούσαν την ενσωμάτωση της Κύπρου στην Ελλάδα. Ο Ε. Βενιζέλος δήλωσε ότι το Κυπριακό ήταν εσωτερική υπόθεση της Βρετανικής Κυβέρνησης και αρνήθηκε να αναμειχθεί. Οι Τουρκοκύπριοι από την άλλη, ενώ με τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 η Τουρκία είχε παραιτηθεί από κάθε αξίωση επί της Κύπρου, δεν ήθελαν να δουν το νησί να ενσωματώνεται στην Ελλάδα, όπως συνέβη με την Κρήτη μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, όταν η ελληνική πλειοψηφία κατάφερε πρώτα να αυτονομηθεί το 1898 και στη συνέχεια να ενσωματωθεί στην Ελλάδα το 1913. Μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο Τ ο 1947 εκλέχτηκε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ο γηραιός Μακάριος Β, ο οποίος στην ενθρόνισή του εκφώνησε ένθερμο λόγο υπέρ της ένωσης και τον επόμενο χρόνο ίδρυσε το «Εθναρχικόν Συμβούλιον προς προώθησιν του Εθνικού Ενωτικού Αγώνος». Το 1948 επίσης εκλέχτηκε Μητροπολίτης Κιτίου ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ (κατά κόσμον Μιχαήλ Μούσκος) και πρώτος Πρόεδρος Δημοκρατίας μετά την ανεξαρτησία. Τον Ιανουάριο του 1950, ως προϊστάμενος του Γραφείου Εθναρχίας της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, οργάνωσε δημοψήφισμα στις εκκλησίες υπό την επίβλεψη των ιερέων. Το δημοψήφισμα είχε τη μορφή δημόσιας (φανερής) συλλογής υπογραφών. Το 95,7% αυτών που είχαν δικαίωμα συμμετοχής υπόγραψαν υπέρ της ένωσης. Μεταξύ αυτών που υπέγραψαν περιλαμβάνονταν και Τουρκοκύπριοι. Το ίδιο έτος εξελέγη ο ίδιος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Το 1949 τάχθηκε και το Α.Κ.Ε.Λ. ανοιχτά υπέρ της ένωσης. Μέσω οργανώσεων και Δημοτικών Συμβουλίων που έλεγχε, κατάγγειλε με υπόμνημα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. την καταπίεση των Ελλήνων της Κύπρου από τους Βρετανούς, προβάλλοντας ταυτόχρονα και το αίτημα για ένωση. Παράλληλα, κάλεσε την Ελληνική Κυβέρνηση «να υποστηρίξει τον πανελλήνιο πόθο για την ένωση της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα». Ωστόσο, οι ιδεολογικές διαφορές με την Εκκλησία απέτρεψαν τη συνεργασία μεταξύ των δύο ισχυρότερων οργανώσεων του κυπριακού Ελληνισμού. «Οπαδοί δογμάτων αντίθετων προς τον Χριστιανισμό» διαγράφηκαν από τους ενοριακούς καταλόγους τις παραμονές των αρχιεπισκοπικών εκλογών και επίσης αποκλείστηκαν από το Εθναρχικό Συμβούλιο. Το Α.Κ.Ε.Λ. απήχε καταγγέλλοντας τις εκλογές ως «εκλογικό πραξικόπημα» και «μαύρη σελίδα της ιστορίας της Εκκλησίας». Ως τα 1950, η μαχητικότερη εκδήλωση ενδιαφέροντος των Τούρκων για την Κύπρο ήταν ένα ψήφισμα των φοιτητών της Κωνσταντινούπολης που εξέφραζε την αντίθεσή τους στην προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα και την απειλή έκρηξης ταραχών. Toν Αύγουστο του 1954 ο ηγέτης της τουρκοκυπριακής μειονότητας, Δρ. Φαζίλ Κιουτσούκ, (αργότερα ο πρώτος αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας) δήλωνε ότι η Κύπρος έπρεπε να επιστραφεί στην Τουρκία και να αφήσουν οι Άγγλοι στους Τούρκους τη διαχείριση του αιτήματος των Ελληνοκυπρίων για αυτοδιάθεση. Δήλωνε ότι η Κύπρος είναι ιδιοκτησία της Τουρκίας, αγνοώντας πλήρως την πολιτική θέληση των κατοίκων του νησιού ωσάν να πρόκειται για αγοραπωλησία ακινήτων. 6
Ένοπλος αντιαποικιακός αγώνας (1955-59) Τ ο 1955 ξεκίνησε ένοπλος αγώνας κατά της Βρετανικής Κατοχής του νησιού από τους Ελληνοκύπριους κατοίκους υπό την ηγεσία της οργάνωσης Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) με εντεταλμένο στρατιωτικό αρχηγό τον Κύπριο απόστρατο αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού Γεώργιο Γρίβα ή «Διγενή» και πολιτικό αρχηγό τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριου Γ, η οποία έθετε ως στόχο την ενσωμάτωση της Κύπρου στο ελληνικό κράτος («Ένωσις»). Οι Τουρκοκύπριοι, μην επιθυμώντας την Ένωση του νησιού με την Ελλάδα, τάχθηκαν κατά της αυτοδιάθεσης (που θα οδηγούσε στην προσάρτηση του νησιού στην Ελλάδα) και συντάχθηκαν με τους Άγγλους. Η βρετανική πολιτική εκμεταλλεύτηκε το γεγονός και ο πρωθυπουργός Άντονι Ήντεν παρότρυνε τον τουρκικό παράγοντα να εμπλακεί στο ζήτημα του μέλλοντος της Κύπρου. Έτσι, η Τουρκία, επικαλούμενη την προστασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας, πέτυχε να καταστεί ισότιμος συνομιλητής για τη διευθέτηση του προβλήματος, επιδιώκοντας να αποτρέψει την ένωση και τη συνακόλουθη επέκταση της ελληνικής επικράτειας στα νότια θαλάσσια σύνορά της. Ήδη, από το 1956, η Βρετανική Κυβέρνηση άρχισε να συζητά για χωριστή αυτοδιάθεση των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, ελπίζοντας να αποτρέψει την ένωση με την Ελλάδα. Όταν άρχισε, να διαγράφεται η πιθανότητα ανεξαρτητοποίησης, οι Τουρκοκύπριοι προέβαλαν το αίτημα για διαίρεση του νησιού σε δύο κράτη («taksim», διχοτόμηση) και η νέα Βρετανική Κυβέρνηση του Χάρολντ Μακμίλαν, από τον Ιανουάριο του 1957, άρχισε να προετοιμάζει τη διχοτόμηση επιδιώκοντας ουσιαστικά να αναγκάσει τους Ελληνοκυπρίους να εγκαταλείψουν του αίτημα για αυτοδιάθεση. Το 1955 ο Φαζίλ Κιουτσούκ είχε ιδρύσει το κόμμα «Η Κύπρος είναι Τουρκική» στην Κύπρο. 7 Taksim Χάρτης της διαίρεσης του νησιού, όπως το εισηγήθηκε ο Τούρκος ηγέτης Φαζίλ Κιουτσούκ στο βιβλίο του το 1957 The Cyprus Question A Permanent Solution (Το Κυπριακό Ζήτημα Μια μόνιμη Λύση), στο οποίο αποτυπώνονται καθαρά οι σκέψεις και οι προσανατολισμοί του προς διχοτόμηση της νήσου κατά μήκος του 35ου παραλλήλου. Οι Βρετανοί ενοχλημένοι από τη δράση της εκκλησίας εξόρισαν, στις 9 Μαρτίου 1956, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και το Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό στις Σεϋχέλλες για ένα χρόνο. Κατόπιν τους επετράπη να φύγουν από τις Σεϋχέλλες, όχι όμως και να γυρίσουν στην Κύπρο. Παράλληλα, οι ελληνικές κυβερνήσεις δίσταζαν να αντιπαρατεθούν με την Αγγλία, λόγω της βοήθειας που αυτή είχε προσφέρει στα κυβερνητικά στρατεύματα εναντίον των κομμουνιστών από την απελευθέρωση και μετά. Χαρακτηριστική είναι η φράση, την οποία φέρεται να είπε ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1950 (πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα κατά των Βρετανών) ως Υπουργός Εσωτερικών στον τότε δήμαρχο Λευκωσίας: «Η Ελλάς αναπνέει με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν, και δι αυτό δεν ημπορεί να πάθει ασφυξίαν λόγω του Κυπριακού». Η κοινή γνώμη όμως και η Εκκλησία ήταν στο πλευρό των Ελληνοκυπρίων, γεγονός που δημιουργούσε πίεση στους πολιτικούς.
Οι πρώτες διακοινοτικές ταραχές (1958) Η αντιπαλότητα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εξελίχθηκε το 1958 σε ανοικτή ένοπλη σύγκρουση με νεκρούς και από τις δύο πλευρές. Επεισόδια είχαν σημειωθεί και παλιότερα, το 1912 και το 1956-1957. Το καλοκαίρι του 1958 όμως η κλίμακα της εθνοτικής βίας ήταν πρωτοφανής, και επέδρασε καταλυτικά στην περαιτέρω εξέλιξη του Κυπριακού λόγω του ψυχολογικού κλίματος που δημιούργησε. Η κλιμάκωση των διακοινοτικών συγκρούσεων δημιουργούσε, επίσης, την εντύπωση στο εξωτερικό ότι η συμβίωση των δύο κοινοτήτων ήταν αδύνατη. Οι Τουρκοκύπριοι είχαν ήδη δημιουργήσει τις δικές τους μυστικές ένοπλες οργανώσεις, όπως τη Volkan ( Ηφαίστειο ). Αυτές το 1958 αντικαταστάθηκαν από την οργάνωση Τ.Μ.Τ. (Türk Mükavemet Teşkilatι, Τουρκική Αντιστασιακή Οργάνωση ), η οποία ιδρύθηκε από το Γενικό Επιτελείο του Τουρκικού Στρατού με αξιωματικούς και όπλα του τουρκικού στρατού και Τουρκοκύπριους εθελοντές. Συνθήματα της ΤΜΤ ήταν Η Κύπρος είναι τουρκική και Διχοτόμηση ή θάνατος. Ένα από τα πολλά συμβάντα σημειώθηκε στις 12 Ιουνίου 1958, όταν ένοπλοι Τουρκοκύπριοι σκότωσαν οκτώ Ελληνοκύπριους χωρικούς στο Κιόνελι. Στις 18 Οκτωβρίου 1959, ακταιωρός του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού συνέλαβε ανοικτά της Καρπασίας το τουρκικό πλοιάριο «Ντενίζ», που μετέφερε μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών από την Τουρκία. Αποκαλύπτοντας με δραματικό τρόπο τα τουρκοκυπριακά σχέδια διχοτόμησης και την ενεργή ανάμειξη της Τουρκίας σε αυτά, το επεισόδιο του «Ντενίζ» ενέτεινε τους φόβους της Ελληνοκυπριακής κοινότητας. Από τον Ιανουάριο του 1959, παράλληλα με τα άλλα τουρκικά πλοιάρια που ήδη διεκπεραίωναν επί έξι μήνες οπλισμό, ξεκίνησε τις μυστικές μεταφορές οπλισμού και ένα 25 τόνων αλιευτικό τουρκικό πλοίο, που έμεινε γνωστό στην ιστορία με το όνομα «ΝΤΕΝΙΖ» και που, στα επιχειρησιακά σχέδια της ΤΜΤ, έφερε το κωδικό όνομα «Ελμάς». Το «ΝΤΕΝΙΖ», με καπετάνιο τον Ρεσάτ Γιαβούζ, μηχανικό τον Ογούζ Κόντογλου και ασυρματιστή το μόνιμο αρχιλοχία διαβιβάσεων του τουρκικού στρατού Αλί Λεβέντ, ανακόπηκε από βρετανική ακταιωρό, φορτωμένο 6.000 βόμβες, 500 τυφέκια και ένα εκατομμύριο φυσίγγια, στις 18 Οκτωβρίου 1959, δηλαδή οκτώ μήνες μετά την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου κι ενώ η Κύπρος τελούσε ακόμα υπό αγγλική διοίκηση. Με διαταγή του «εγκέφαλου» της ΤΜΤ ταγματάρχη Ισμαήλ Τάνσου (μέσω ασυρμάτου από την Άγκυρα) το πλήρωμα του «ΝΤΕΝΙΖ» προκάλεσε την αυτοβύθιση του σκάφους, ώστε «να μην ξεσπάσει διεθνές σκάνδαλο που θα έφερνε σε δύσκολη κατάσταση την τουρκική κυβέρνηση», όπως είπε ο ταγματάρχης Τάνσου. Όμως, η αγγλική ακταιωρός (mine-sweeper HMS Burmaston) πρόλαβε να περιμαζέψει από το αμπάρι του βυθιζόμενου «ΝΤΕΝΙΖ» δύο κιβώτια πυρομαχικών και να συλλάβει το τριμελές πλήρωμα του «αλιευτικού». Με παρέμβαση του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Φατίν Ρουστού Ζορλού προς τον Άγγλο ομόλογό του, διευθετήθηκε, ώστε οι τρεις συλληφθέντες, αφού παραδεχτούν τις κατηγορίες που διαμόρφωσε ο Άγγλος εισαγγελέας και καταδικαστούν από το αγγλικό δικαστήριο της Κύπρου σε 9 μηνών φυλάκιση, να αποσταλούν αυθημερόν στην Τουρκία προς «έκτιση της ποινής τους». Καθησυχάζοντας τον ταγματάρχη Τάνσου για τη «σύλληψη» του «ΝΤΕΝΙΖ», ο υπουργός Ζορλού τον βεβαίωσε ότι «η αποκάλυψη της μεταφοράς οπλισμού ίσως συνετίσει τους Άγγλους να είναι πιο συγκαταβατικοί απέναντι στους Τούρκους». Οι εκκλήσεις του Μακαρίου και του Κιουτσούκ στις κοινότητές τους να παραδώσουν τα όπλα τους, δεν βρήκαν ανταπόκριση στους Τουρκοκύπριους. Αντίθετα, έδωσαν την ευκαιρία στο Ραούφ Ντενκτάς (μετέπειτα ηγέτη της τ/κ πλευράς) να εναντιωθεί στον Κιουτσούκ και να αυξήσει την επιρροή της συγκρουσιακής μερίδας στην τουρκοκυπρική κοινότητα. Φαινόμενα ενδοκοινοτικής βίας, επίσης, δεν έλειψαν. Με αφορμή δυο σοβαρά επεισόδια μεταξύ αριστερών και ανταρτών της ΕΟΚΑ που άφησαν δυο οπαδούς της Αριστεράς νεκρούς, το ΑΚΕΛ πραγματοποίησε τον Ιανουάριο του 1958 μαζικές συγκεντρώσεις, στις οποίες κατήγγειλε την ΕΟΚΑ για οργανωμένες επιθέσεις με στόχο το ίδιο το αριστερό κίνημα, και ζήτησε την παρέμβαση του Μακαρίου, αλλά επανέλαβε παράλληλα την προσήλωσή του στον στόχο της Αυτοδιάθεσης- Ένωσης. Η ίδια η ΕΟΚΑ με ανακοινώσεις της απορρίπτει τις κατηγορίες, δικαιολογεί τη στάση των ανταρτών λέγοντας ότι ενήργησαν, ενώ βρίσκονταν σε αυτοάμυνα και αναφέρει ότι στόχοι της ΕΟΚΑ είναι μόνο πρόσωπα που υποσκάπτουν τον Αγώνα ανεξαρτήτως ιδεολογίας. Το ζήτημα αυτό εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να διχάζει έντονα την κυπριακή κοινωνία. 8
Ανεξαρτησία, τα πρώτα χρόνια (1960-63) Οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου Τ ελικά οι Βρετανοί ενέδωσαν στον ελληνοκυπριακό αγώνα και συναίνεσαν στη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους. Το Φεβρουάριο 1959 υπεγράφησαν μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας, Τουρκίας, ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας οι Συνθήκες Ζυρίχης- Λονδίνου, με τις οποίες ιδρυόταν ανεξάρτητο κράτος, η Κυπριακή Δημοκρατία. Οι Συνθήκες τέθηκαν σε ισχύ στις 16 Αυγούστου 1960 μετά από μια δεκαοκτάμηνη μεταβατική περίοδο, ενδεικτική των δυσκολιών στην εφαρμογή τους, κατά την οποία συντάχθηκε το Σύνταγμα, συγκροτήθηκε ο διοικητικός μηχανισμός του νέου κράτους και ρυθμίστηκε το θέμα των κυρίαρχων Βρετανικών βάσεων στην Κύπρο. Η Μεγάλη Βρετανία από την πλευρά της, θέλοντας να δείξει πως μόνο με την κυριαρχία της στο νησί μπορούσαν να ζήσουν οι δύο κοινότητες ειρηνικά, δεν έβλεπε θετικά, ούτε το ενιαίο ανεξάρτητο κράτος, ούτε τη διχοτόμηση σε δύο ανεξάρτητα κράτη (ή κράτη που θα ενώνονταν με τις μητροπολιτικές χώρες των κοινοτήτων τους). Οι ΗΠΑ, τέλος, έβλεπαν με καχυποψία ένα νέο ανεξάρτητο κράτος στην Ανατολική Μεσόγειο, που έφευγε από την κυριαρχία μιας χώρας του ΝΑΤΟ και μπορούσε να προσχωρήσει στο Κίνημα των Αδεσμεύτων ή ακόμα και στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Παρά την ανεξαρτησία δεν διαλύθηκαν οι ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές ένοπλες ομάδες, οι οποίες συνέχισαν τη δράση τους. Οι προσπάθειες των αρχών να εντοπίσουν παράνομα όπλα και πυρομαχικά δεν είχαν επιτυχία. Η Τ.Μ.Τ., μάλιστα, πραγματοποίησε δολοφονίες Τουρκοκυπρίων αστυνομικών που υπηρετούσαν στη Βρετανική αποικιακή Αστυνομία και εργάζονταν για τον εντοπισμό παράνομου οπλισμού στην κοινότητά τους. Ο πρωταρχικός στόχος που επιτεύχθηκε από τους Τούρκους, από το 1958 μέχρι και το 1959, ήταν ο εξοπλισμός, η εκπαίδευση και η οργάνωση δύναμης 5.000 μαχητών της ΤΜΤ στην Κύπρο. Το 1960 ο οπλισμός που μεταφέρθηκε λαθραία από την Τουρκία στην Κύπρο, εξόπλιζε δύναμη 10.000. Σ αυτό το σημείο, είναι σημαντικά τα στοιχεία που αποκαλύφθηκαν 47 χρόνια αργότερα, στο βιβλίο του Μάνου Ηλιάδη «Το Απόρρητο Ημερολόγιο της ΚΥΠ για την Κύπρο» - 2007. (ΚΥΠ: Η ελλαδική «Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών»). Το βιβλίο περιέχει αντίγραφα γραπτών υπηρεσιακών εκθέσεων, που έστελνε το κλιμάκιο της ελλαδικής ΚΥΠ από την Κύπρο στον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδος Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ στην Αθήνα και που επιβεβαιώνουν με πλήθος λεπτομερειών πολλά στοιχεία για την ΤΜΤ, όπως τα αφηγούνται οι Τούρκοι πρωταγωνιστές και τουρκικές πηγές. Επί του θέματος των μυστικών τουρκικών εξοπλισμών, περιέχει και τα εξής στοιχεία: «Εκ των μέχρι τούδε υφισταμένων στοιχείων προκύπτει ότι, εκτός των εις χείρας των Τουρκοκυπρίων αστυνομικών και επικουρικών αστυνομικών περιστρόφων της βρετανικής διοικήσεως, η τουρκοκυπριακή μαχητική οργάνωσις ΤΜΤ διέθετε την εποχή της συνάψεως των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου μόνον 950 πιστόλια και περίστροφα. Ταύτα, η ΤΜΤ, επρομηθεύθη, αρχομένου του 1957, και κατά τη διάρκειαν του 1958 εκ Τουρκίας, μέρος δε τούτων επωλήθησαν επιτοπίως υπό των Βρεττανών εις τας τουρκικάς οργανώσεις ΒΟΛΚΑΝ και ΤΜΤ. Εν συμπεράσματι, την εποχήν της συνάψεως των περί Κύπρου Συμφωνιών, η ΤΜΤ δεν διέθετε άνω των 1.000 πιστολίων και περιστρόφων. Κατά το εξάμηνον διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου 1959 Ιουλίου 1959 λαθραίως εισήχθησαν υπό των Τουρκοκυπρίων 6.000 όπλα, ήτοι βαρέα πολυβόλα, οπλοπολυβόλα, τυφέκια, πιστόλια και περίστροφα, ως και όλμοι των 2 και τριών ιντσών, ανελθόντος, ούτω, κατά Ιούνιον 1959 του αριθμού των υπό της τουρκικής κοινότητος κατεχομένων όπλων εις 7.000, μετά μεγάλου αριθμού σφαιρών. Μετά τον Ιούλιον 1959 μέχρι 2 Σεπτεμβρίου 1960 εσυνεχίσθη εις μεγάλην κλίμακα η λαθραία εισαγωγή όπλων και πυρομαχικών υπό Τουρκοκυπρίων, ώστε σήμερον να πιστεύεται ότι οι Τουρκοκύπριοι διαθέτουν όπλα ανερχόμενα εις 10.000 τεμάχια». Οι Τούρκοι εξοπλίζονταν μετά την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας, 16 Αυγούστου 1960. 9
Πολιτειακές δυσλειτουργίες Ο Αρχιεπίσκοπος και πρώτος Πρόεδρος της Κύπρου Μακάριος Γ Τ ο πολίτευμα που προέβλεπαν οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου ήταν ιδιαίτερα δύσκαμπτο και στηριζόταν όχι στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, όπως όλα τα σύγχρονα πολιτεύματα, αλλά στη δυαδική αρχή, δηλαδή στη συνεργασία μεταξύ των δύο κοινοτήτων, τις οποίες διαχώριζε το Σύνταγμα με βάση την καταγωγή, τη γλώσσα, την πολιτιστική ταυτότητα ή τη θρησκεία. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο Πρόεδρος θα ήταν Ελληνοκύπριος, ενώ ο Αντιπρόεδρος Τουρκοκύπριος, με καθένα από τους δυο να έχει δικαιώματα αναπομπής ή ακόμα και αρνησικυρίας (βέτο) στις αποφάσεις οποιουδήποτε πολιτειακού οργάνου. Πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εξελέγη ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και αντιπρόεδρος ο Φαζίλ Κιουτσούκ, εκπροσωπώντας τους τουρκοκύπριους. Το Υπουργικό Συμβούλιο και η Βουλή των Αντιπροσώπων επίσης απαρτίζονταν από μέλη και των δύο κοινοτήτων με αναλογία 7 προς 3. Αντίστοιχη αναλογία έπρεπε να εφαρμοστεί και στη στελέχωση της Δημόσιας Διοίκησης. Στον κυπριακό στρατό και την αστυνομία η αναλογία ήταν 60% για τους Ελληνοκύπριους και 40% για τους Τουρκοκύπριους. Εκείνο που δεν προέβλεπε ουσιαστικά το Σύνταγμα ήταν η επίλυση διαφωνιών ανάμεσα στις δύο κοινότητες και η δυνατότητα αναθεώρησής του. Συνολικά, το Σύνταγμα λειτούργησε διχαστικά καθώς εμφάνιζε σε όλες τις περιπτώσεις δύο χωριστούς φορείς κρατικής εξουσίας που αισθάνονταν υπόλογοι στις οικείες εθνικές κοινότητές τους και ποτέ ένα ενιαίο κράτος υπόλογο στο σύνολο του κυπριακού λαού. Έτσι, δεν άργησαν να έρθουν τα πρώτα αδιέξοδα στην εξωτερική πολιτική, τη στελέχωση δημοσίων υπηρεσιών, την οργάνωση κυπριακού στρατού, την τοπική αυτοδιοίκηση, τα οικονομικά και άλλα ζητήματα. Στην εξωτερική πολιτική, ο Μακάριος προωθούσε τις σχέσεις της Κύπρου με τις αδέσμευτες χώρες και συμμετείχε μάλιστα τον Αύγουστο του 1961 στη Σύνοδο των Αδεσμεύτων Χωρών, στο Βελιγράδι, παρά τις αντιρρήσεις του Κιουτσούκ. Στη στελέχωση της δημόσιας διοίκησης, η Κυβέρνηση κωλυσιεργούσε στο διορισμό Τουρκοκυπρίων με το επιχείρημα ότι δεν είχαν τα αναγκαία προσόντα. Τρία χρόνια μετά την ανεξαρτησία δεν είχε επιτευχθεί ακόμη η προβλεπόμενη αναλογία και στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Κύπρου εκκρεμούσαν το 1963, 2.000 προσφυγές Τουρκοκυπρίων Στη σύσταση και οργάνωση του στρατού, οι Τουρκοκύπριοι απαιτούσαν συγκρότηση χωριστών στρατιωτικών σωμάτων μέχρι το επίπεδο του λόχου, ώστε να αποκλείσουν την παρουσία Ελληνοκύπριων στρατιωτών σε πληθυσμιακά αμιγείς περιοχές Τουρκοκυπρίων. Στο θέμα αυτό χρησιμοποίησε το δικαίωμα βέτο για πρώτη φορά ο Αντιπρόεδρος Κιουτσούκ. Στο θέμα της τοπικής αυτοδιοίκησης, οι Τουρκοκύπριοι με τη στήριξη της Τουρκίας επέμεναν στη σύσταση εθνικά αμιγών δήμων και το γεωγραφικό διαχωρισμό του πληθυσμού, ώστε να έχουν στα χέρια τους κάποιους φορείς κρατικής εξουσίας, στους οποίους δε θα είχαν πρόσβαση οι Ελληνοκύπριοι. Το αίτημά τους είχε γίνει δεκτό και στο νέο Σύνταγμα είχαν περιληφθεί σχετικές διατάξεις. Ωστόσο, η ελληνοκυπριακή πλευρά θεωρούσε τη δημιουργία εθνικά αμιγών δήμων ως την αρχή της διαίρεσης του νησιού και αρνήθηκε να εφαρμόσει τις σχετικές διατάξεις. Μετά από απόρριψη σχετικού νομοσχεδίου από τους Τουρκοκυπρίους, η Κυβέρνηση διαλύει στα τέλη του 1963 τους Δήμους, αναλαμβάνει την περιουσία τους και διορίζει Συμβούλια Βελτιώσεως στη θέση τους. Στα δημόσια οικονομικά, στα οποία οι νόμοι έπρεπε να εγκριθούν με χωριστές πλειοψηφίες από τους βουλευτές των δύο κοινοτήτων, οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές αρνούνταν οποιαδήποτε συνεργασία για τη θέσπιση μόνιμου φορολογικού καθεστώτος. Αντιπρότειναν προσωρινούς νόμους βραχύχρονης ισχύος, ώστε να διατηρήσουν τη διαπραγματευτική τους δύναμη επί άλλων ζητημάτων στο νέο κράτος, αφήνοντας σε εκκρεμότητα το φορολογικό ζήτημα. Ο Μακάριος καλούσε τις φοροεισπρακτικές υπηρεσίες να συλλέγουν τους φόρους ανεξάρτητα από την έγκριση του σχετικού νόμου, ενώ ο Ντενκτάς καλούσε, αντίθετα, τους Τουρκοκυπρίους να μην πληρώνουν οποιοδήποτε φόρο στις αρχές της Δημοκρατίας. 10
Αποτέλεσμα όλων των προαναφερθέντων διαφωνιών ήταν τελικά να μη λειτουργούν κρίσιμοι τομείς κρατικής ευθύνης και κατ επέκταση το κράτος και το πολίτευμα. Στο μεταξύ, ο Μακάριος, με δημόσιες δηλώσεις του δεν έκρυβε τη δυσαρέσκειά του για το καθεστώς της Ζυρίχης, αλλά και για την αποτυχία του ενωτικού αγώνα. Οι δηλώσεις αυτές μπορεί να είχαν ως στόχο την ικανοποίηση του αισθήματος των οπαδών του, ενέτειναν όμως την καχυποψία των Τουρκοκυπρίων ως προς τις πραγματικές προθέσεις της Ελληνοκυπριακής πλευράς. Η Τουρκική προπαγάνδα παρουσιάζει τον Μακάριο να έχει διακηρύξει σε ομιλία που δήθεν έδωσε στη γενέτειρα του Παναγιά, στις 4 Σεπτεμβρίου 1962, την εθνοκάθαρση της Τουρκοκυπριακής μειονότητας. Η αναφορά αυτή, όμως, είναι ανυπόστατη, αφού δεν επιβεβαιώνεται από οποιαδήποτε πρωτογενή πηγή, ενώ από τον ελληνοκυπριακό τύπο της εποχής, ο οποίος παρακολουθούσε στενά τις δραστηριότητες και κινήσεις του Μακαρίου, προκύπτει ότι ο Μακάριος δεν είχε επισκεφθεί την Παναγιά στις 4 Σεπτεμβρίου 1962, ούτε και είχε εκφωνήσει οποιαδήποτε ομιλία τη μέρα εκείνη. Την ίδια περίοδο ο Ντενκτάς διακήρυττε προκλητικά σε ομιλία του στο χωριό Μορά, στις 3 Νοεμβρίου 1962: Αυτοί που λεν ότι η Κύπρος είναι Ελληνική, ξέρουν καλά ότι είναι Τουρκική και βαμμένη με Τουρκικό αίμα, ενώ σε άλλη ομιλία του στην τελετή αποκατάστασης του τεμένους του Μπαϊρακτάρη στη Λευκωσία, στις 28 Δεκεμβρίου 1962, δήλωνε: Καταστήσατε αυτά τα χώματα μέρος της μητέρας πατρίδας και μας διδάξατε πως να πεθαίνουμε για αυτή. Η Τουρκική νεολαία έχει ορκιστεί στους τάφους σας να μην επιτρέψει ποτέ να κυματίσει άλλη σημαία από την Τουρκική. Μυστικά σχέδια δράσης Τουρκοκυπριακό σχέδιο Ό ταν ξέσπασαν οι ταραχές του Δεκεμβρίου 1963, στο χρηματοκιβώτιο του γραφείου του αντιπροέδρου Κιουτσούκ, βρέθηκαν μυστικά έγγραφα που περιέγραφαν τα σχέδια των Τουρκοκυπρίων. Το πρώτο από αυτά είχε υποβληθεί στον αντιπρόεδρο και περιέγραφε ένα «εθνικό πλάνο» «για να αποκτήσουν» οι Τουρκοκύπριοι «την πλήρη ελευθερία τους». Μεταξύ άλλων, το έγγραφο χαρακτήριζε τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου «προσωρινό ενδιάμεσο σταθμό» που έγινε αποδεκτός, επειδή «αναγνωρίστηκαν τα δικαιώματα της Τουρκίας στην Κύπρο» και επέτρεπαν στους Τουρκοκυπρίους να ετοιμαστούν, ώστε «να εκμεταλλευθούν τις γκάφες και τα λάθη των Ελλήνων» περιμένοντας «τη μέρα που θα αποφασίσουν να καταγγείλουν τις συμφωνίες, οπότε θα αποκτήσουμε την πλήρη ελευθερία μας». Για μια σειρά επώνυμους Τουρκοκυπρίους που αντιδρούσαν στη διχαστική πολιτική, το έγγραφο ανέφερε ότι «αν δεν πιστεύουν στον εθνικό αγώνα μας, πρέπει να τους αναγκάσουμε να σιωπήσουν». Στο χρηματοκιβώτιο του Κιουτσούκ βρέθηκε και άλλο έγγραφο, με ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 1963 και τις υπογραφές των Κιουτσούκ και Ντενκτάς. Το έγγραφο προέβαινε σε απολογισμό των τριών χρόνων ανεξαρτησίας και προέβλεπε ότι «Οι Έλληνες ίσως καταγγείλουν ή προσπαθήσουν να καταργήσουν τις συμφωνίες του Λονδίνου και της Ζυρίχης και το Σύνταγμα». Το ενδεχόμενο αυτό θα έπρεπε να απαντηθεί από την τουρκοκυπριακή κοινότητα με την «εγκαθίδρυση μιας Τουρκικής Δημοκρατίας». Μεταξύ άλλων βημάτων, προβλεπόταν, επίσης, ότι «όταν αρχίσει η σύγκρουση, η διασκορπισμένη σ όλο το νησί τουρκική κοινότητα πρέπει να συγκεντρωθεί δια της βίας σε μια περιοχή και να υποχρεωθεί να την υπερασπίσει». Η εγκαθίδρυση χωριστού κράτους συστήνεται όμως και για την περίπτωση που «οι Έλληνες συνεχίσουν την... de facto κατάργηση του συντάγματος». Στη συνέχεια εξετάζονται τρόποι ώστε «να κάνουμε ακόμα πιο δύσκολη στους Έλληνες την εφαρμογή του συντάγματος σε κάθε τομέα» και προτείνεται επίσης «ν αυξηθεί όσο γίνεται ο πληθυσμός των Τούρκων του νησιού με την είσοδο δήθεν τουριστών από την Τουρκία». Το έγγραφο κλείνει με τη βεβαιότητα πως θα εκδηλωθεί αργά ή γρήγορα συνταγματική κρίση και πως «μέχρι τότε, οι Έλληνες θα μας δώσουν πολλές ευκαιρίες σ συτό το θέμα κι είναι φανερό από τώρα ότι τις περισσότερες ευκαιρίες θα μας τις δώσουν με τη συμπεριφορά τους». 11
Σ τις 21 Απριλίου 1966 η εφημερίδα Πατρίς, φιλικά προσκείμενη στο Γεώργιο Γρίβα, δημοσίευσε το απόρρητο Σχέδιο Ακρίτας, το οποίο φέρεται να είχε εκπονηθεί τα πρώτα χρόνια μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου από τον Υπουργό Εσωτερικών της Κυπριακής Κυβέρνησης Πολύκαρπο Γεωρκάτζη εν γνώσει του Μακάριου. Ο Γεωρκάτζης φέρεται να είχε συστήσει μυστική οργάνωση, της οποίας ηγείτο με το ψευδώνυμο «Ακρίτας». Το σχέδιο απευθυνόταν στα μέλη της οργάνωσης και η δημοσίευσή του πρέπει να οφείλεται στη διαμάχη Γρίβα-Μακάριου. Η ύπαρξη του σχεδίου αυτού δε διαψεύστηκε (ούτε επιβεβαιώθηκε) από την Κυπριακή Κυβέρνηση. Στην οργάνωση του Γεωρκάτζη φέρεται να ήταν μέλος και ο πρώην Πρόεδρος της Κύπρου Τάσσος Παπαδόπουλος. Το κείμενο ήταν ανάλυση των στόχων της ελληνοκυπριακής πολιτικής και των μεθόδων που έπρεπε να ακολουθηθούν, για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί. Τελικός στόχος ήταν η Ένωση με την Ελλάδα. Επειδή, όμως, κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό μετά την υπογραφή των Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου, θα έπρεπε πρώτα να αποδεσμευθεί η Κύπρος από αυτές τις Συνθήκες. Για να μπορέσει να αποδεσμευθεί η Κύπρος από τις συνθήκες θα έπρεπε να καταδειχθεί ότι η λύση που δόθηκε στο Κυπριακό Η κρίση, πράγματι, ξέσπασε στα τέλη του 1963. Στις 30 Νοεμβρίου 1963 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος πρότεινε τροποποιήσεις στο Σύνταγμα (τα λεγόμενα «Δεκατρία Σημεία»), που αφορούσαν στη διανομή των εξουσιών ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή κοινότητα και θα το καθιστούσαν, κατά την ελληνοκυπριακή άποψη, πιο λειτουργικό και αποτελεσματικό. Οι τροποποιήσεις που πρότεινε ο Μακάριος, μεταξύ άλλων, αφαιρούσαν το δικαίωμα βέτο από τον Ελληνοκύπριο πρόεδρο και τον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο και άλλαζαν το σύστημα των χωριστών πλειοψηφιών, περιορίζοντας τα υπερπρονόμια της τουρκοκυπριακής κοινότητας σε εξασφαλισμένα δικαιώματα μειονότητας. Πριν ακόμα εκφράσει την άποψή της η τουρκοκυπριακή ηγεσία, έσπευσε η Τουρκική Κυβέρνηση στις 17 Δεκεμβρίου να επιδώσει έντονο και προσβλητικό υπόμνημα στον Μακάριο, με το οποίο απέρριπτε τα «Δεκατρία Σημεία». Η τουρκοκυπριακή κοινότητα θεώρησε αυτές τις προτάσεις ως προσπάθεια αλλαγής της Συνθήκης Ζυρίχης-Λονδίνου και περιορισμού των δικαιωμάτων της. Λόγω των βίαιων γεγονότων που ακολούθησαν, με καταλυτικές συνέπειες στην πορεία του Κυπριακού, η πρόταση των Δεκατριών Σημείων του Μακαρίου έχει γίνει επανειλημμένα αντικείμενο αναλύσεων και κριτικής αποτίμησης. Οι περισσότεροι αναλυτές τείνουν να τη θεωρούν λανθασμένη κίνηση, τόσο στο χρόνο που εκδηλώθηκε όσο και στην ουσία της. Η χρονική συγκυρία που επέλεξε ο Μακάριος για την πρωτοβουλία Σχέδιο Ακρίτας με τις συνθήκες αυτές δεν ήταν δίκαιη και δεν έλυσε το πρόβλημα. Έπρεπε, δηλαδή, να προβληθούν και να τονιστούν οι δυσλειτουργίες του Συντάγματος και των Συνθηκών. Πολιτειακές δυσλειτουργίες θα εξυπηρετούσαν το σκοπό αυτόν. Σε αυτό το πλαίσιο θα έπρεπε να περάσει προς τη διεθνή κοινότητα η εντύπωση ότι, ενώ η συμβίωση των δύο κοινοτήτων είναι εφικτή, επικρατούσα είναι η ελληνοκυπριακή κοινότητα, η οποία θα όφειλε να είναι και ο βασικός συνομιλητής. Δεύτερος άμεσος στόχος ήταν, αφού καταδειχθούν οι δυσλειτουργίες του Συντάγματος, να καταστεί δυνατή η τροποποίησή του χωρίς τη συναίνεση ξένων κρατών. Για να γίνει αυτό, θα έπρεπε να παρουσιαστεί η τροποποίηση του Συντάγματος ως απόρροια του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών και να μη συνδεθεί με την Ένωση, για να μην προκληθούν αντιδράσεις. Σε πρώτη φάση θα τροποποιούνταν οι διατάξεις που έδιναν δικαίωμα βέτο στους Τουρκοκυπρίους και θα αντικαθίσταντο από εγγυήσεις για τη μειονότητα. Η τελική φάση του σχεδίου προέβλεπε τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την Ένωση με την Ελλάδα. Το σχέδιο αναφέρεται στη χρήση ένοπλης βίας μόνο ως άμυνα στις αντιδράσεις των Τουρκοκυπρίων. Συνταγματική Κρίση - Τα «Δεκατρία Σημεία» του ασφαλώς δεν ήταν τυχαία. Στις 17 Ιουνίου 1963, μετά από διαφωνία με τα ανάκτορα, είχε πέσει στην Ελλάδα η Κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία είχε εκφράσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την αντίθεσή της σε αλλαγή των Διεθνών Συμφωνιών για την Κύπρο ήδη από τον Απρίλιο του 1963. Οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963 ανέδειξαν νικητή τον Γεώργιο Παπανδρέου, αλλά χωρίς κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Έτσι παρατάθηκε η κυβερνητική αστάθεια στην Ελλάδα. Όταν έληξε, το Φεβρουάριο του 1964, η Κύπρος βρισκόταν στη δίνη των διακοινοτικών ταραχών και των συνεπειών τους. Σε όσες διεθνείς διασκέψεις είχαν γίνει ως τότε για την αντιμετώπιση της κρίσης, η Ελλάδα εκπροσωπήθηκε από υπηρεσιακή κυβέρνηση. Από τη βρετανική πλευρά, ο Μακάριος έλαβε όχι μόνο την ενθάρρυνση του Ύπατου Αρμοστή (Πρέσβη της Μ. Βρετανίας στην Κύπρο) Άρθουρ Κλαρκ, ο οποίος ενέκρινε τις προτάσεις του Μακαρίου, αλλά και ενδείξεις ότι η Βρετανική Κυβέρνηση θα βοηθούσε να γίνουν δεκτές για συζήτηση στην Άγκυρα. Ωστόσο, η βρετανική θέση για το θέμα δεν ήταν στην πραγματικότητα τόσο απλή όσο πίστεψε ή ήθελε να πιστέψει ο Μακάριος και οι στενοί συνεργάτες του. Το ψυχολογικό κλίμα μέσα στο οποίο λήφθηκε η απόφαση για την πρόταση συνταγματικών μεταρρυθμίσεων διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό και η λαϊκιστική καταδίκη των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου τόσο από το Κέντρο και την Αριστερά στην Ελλάδα όσο και από το Γρίβα και τους οπαδούς του στην Κύπρο. 12
Τα Ματωμένα Χριστούγεννα του 1963 Τ η συνταγματική κρίση διαδέχονται αιματηρές διακοινοτικές ταραχές με αφορμή αστυνομικό έλεγχο Τουρκοκυπρίων από Ελληνοκύπριους αστυνομικούς. Στις αρχές Δεκεμβρίου 1963, έφθασαν στον υπουργό Εσωτερικών Π. Γιωρκάτζη βάσιμες πληροφορίες ότι επίκειται η διανομή 300 αυτόματων όπλων από τον τουρκοκυπριακό τομέα Λευκωσίας σε Τουρκοκύπριους εκτός της πόλης. Ο πληροφοριοδότης έδωσε και τους αριθμούς κυκλοφορίας των αυτοκινήτων. Οι υποψίες ενισχύθηκαν, όταν οι Τουρκοκύπριοι υπουργοί πρότειναν ως μέτρο βελτίωσης των διακοινοτικών σχέσεων τη διενέργεια αστυνομικών ελέγχων σε αυτοκίνητα μόνο από αστυνομικούς της ίδιας κοινότητας με τους επιβάτες. Το Υπουργικό Συμβούλιο επέμεινε, ωστόσο, να διατηρηθούν οι μικτές περίπολοι και οι μικτοί έλεγχοι, ενώ ο διοικητής της Τ.Μ.Τ. Bozkurt έδωσε εντολή να μη σταματούν τα τουρκοκυπριακά αυτοκίνητα ή να αρνούνται την έρευνα της αστυνομίας. Στις 21 Δεκεμβρίου, αστυνομική περίπολος επιχείρησε να ερευνήσει αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν Τουρκοκύπριοι στα όρια της Ελληνοκυπριακής και της Τουρκοκυπριακής συνοικίας της παλιάς πόλης. Οι Τουρκοκύπριοι αρνήθηκαν να υποβληθούν σε έρευνα, ακολουθώντας τις οδηγίες της Τ.Μ.Τ. και το επεισόδιο εξελίχθηκε σε συμπλοκή μεταξύ του Τουρκυπριακού πλήθους που άρχισε να συγκεντρώνεται στο σημείο του συμβάντος και των Ελληνοκύπριων αστυνομικών με αποτέλεσμα το θάνατο δύο Τουρκοκυπρίων. Αυτή ήταν η σπίθα για την αναμενόμενη έκρηξη. Τα επεισόδια συνεχίστηκαν και την επόμενη μέρα, καθώς πλήθος Τουρκοκυπρίων, πολλοί από τους οποίους ένοπλοι, άρχισε να περιφέρεται ανεξέλεγκτα στους δρόμους της παλιάς πόλης. Οι αρχικές εκκλήσεις του Προέδρου Μακαρίου και του Αντιπρόεδρου Κιουτσούκ αγνοήθηκαν και μέχρι το απόγευμα οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν και σε άλλες συνοικίες της πρωτεύουσας. Μέχρι το επόμενο πρωί τα βίαια επεισόδια επεκτάθηκαν στη Λάρνακα. Παρά την αρχική αισιοδοξία για εκτόνωση της κρίσης, οι συγκρούσεις αναζωπυρώνονται στη Λευκωσία το επόμενο πρωί, όταν Ελληνοκυπριακές οικογένειες που κατοικούσαν στο στρατηγικής σημασίας το προάστιο της Ομορφίτας, που κατοικείτο κυρίως από Τουρκοκύπριους, δέχεται σφοδρή επίθεση από Τουρκοκυπριακές ένοπλες ομάδες. Λίγο μετά, οι συγκρούσεις επεκτείνονται και στην Αμμόχωστο, όταν Τουρκοκύπριοι χωροφύλακες επιχειρούν να καταλάβουν το αρχηγείο της χωροφυλακής. Συγκρούσεις αναφέρονται επίσης στην Κερύνεια. Η κατάσταση πλέον οδηγείται σε επικίνδυνη κλιμάκωση με την ΤΟΥΡΔΥΚ (το Τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα που εγκαταστάθηκε στην Κύπρο με βάση τις συνθήκες Ζυρίχης - Λονδίνου) να βγαίνει, την ημέρα των Χριστουγέννων, από το στρατόπεδο της και να συμμετέχει στις συγκρούσεις υποστηρίζοντας την προσπάθεια των Τουρκοκυπρίων ενόπλων να ενισχύσουν τις οχυρώσεις τους γύρω από το Τουρκοκυπριακό χωριό Ορτάκιοϊ. H ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου) εγκαταλείπει και αυτή το στρατόπεδο της προς υποστήριξη των Ελληνοκυπρίων, αλλά επιστρέφει σε αυτό, όταν ο Πρόεδρος Μακάριος αποδέχεται την κοινή παρέμβαση των Εγγυητριών Δυνάμεων για εκτόνωση της κρίσης. Στις 26 Δεκεμβρίου 1963, η ελληνοκυπριακή πλευρά παραδίδει στον Ερυθρό Σταυρό 800 γυναικόπαιδα Τουρκοκύπριους, που είχαν απομακρυνθεί από την περιοχή των μαχών, κυρίως στην περιοχή Ομορφίτας. Παράλληλα, η Τουρκοκυπριακή πλευρά παραδίδει 26 Ελληνοκύπριους. Στις 30 Δεκεμβρίου 1963 υπογράφηκε η πρώτη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός. Με την ίδια συμφωνία χαράχθηκε και η Πράσινη Γραμμή κατά μήκος του κέντρου της Λευκωσίας, για να χωρίσει τις βόρειες τουρκοκυπριακές από τις νότιες ελληνοκυπριακές συνοικίες της. Ως ειρηνευτική δύναμη παρεμβλήθηκαν ανάμεσα στους αντιμαχόμενους Βρετανοί στρατιώτες των βάσεων αναλαμβάνοντας το ρόλο του μεσολαβητή που επεδίωκαν εξαρχής. 13
H Περίοδος 1964-1974 Ειρηνευτικές πρωτοβουλίες, συνέχιση των ταραχών και εγκατάσταση ειρηνευτικής δύναμης Σ τις 15 Ιανουαρίου 1964 συνήλθε στο Λονδίνο, κάτω από την πίεση της αμερικανικής και της βρετανικής κυβέρνησης, η αποκαλούμενη Πενταμερής Διάσκεψη, με τη συμμετοχή της Μεγάλης Βρετανίας, της Τουρκίας, της Ελλάδας και ανά ενός εκπροσώπου των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Η μη πρόσκληση της κυπριακής κυβέρνησης υποδήλωνε και τους στόχους των διοργανωτών της, που ήταν η κατάλυση της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στην Πενταμερή Διάσκεψη, οι Τουρκοκύπριοι δεν ζητούσαν πια απλές ενισχύσεις των εγγυήσεων για την τήρηση του Συντάγματος, αλλά το γεωγραφικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων με μετακίνηση πληθυσμών και την ομοσπονδοποίηση του κράτους. Αντίστοιχα, ούτε και οι Ελληνοκύπριοι ζήτησαν απλές τροποποιήσεις του Συντάγματος, αλλά επεδίωξαν την ενοποίηση του κράτους και την κατάργηση των Συμφωνιών Ζυρίχης- Λονδίνου. Η υπέρβαση, και από τις δύο πλευρές, των αιτημάτων που είχαν προκαλέσει αρχικά την κρίση, καθώς και η σπουδή τους, στο τραπέζι των συνομιλιών, να προτείνουν πολύ ευρύτερα μέτρα που ουσιαστικά καταργούσαν τις συνθήκες και το Σύνταγμα, δείχνει με τον πιο σαφή τρόπο πόσο λίγο ενδιέφερε και τις δύο πλευρές η τήρηση των Συμφωνιών. Το αποτέλεσμα ήταν η συνδιάσκεψη να οδηγηθεί ουσιαστικά σε αδιέξοδο και αποτυχία. Από τις 30 Δεκεμβρίου 1963, ο δρ Κιουτσούκ είχε ήδη διακηρύξει ότι το Σύνταγμα είναι νεκρό και ότι δεν υπήρχε πλέον προοπτική συνύπαρξης των δυο κοινοτήτων στην Κύπρο. Σε συνέντευξη του στη Le Monde στις 10 Ιανουαρίου 1964 προχώρησε ακόμα ένα βήμα. Θέλουμε ανέφερε χωριστό κράτος. Ήδη προχωρούμε προς την κατεύθυνση της δημιουργίας χωριστής διοίκησης, έχουμε δική μας αστυνομία και τηλεπικοινωνίες. Μετά τη Συνδιασκεψη του Λονδίνου, θα επεκτείνουμε την αυτονομία μας. Σε ό,τι αφορά εμάς, η Κυβέρνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου δεν υφίσταται πλέον. Ο Βρετανός υπουργός των Κοινοπολιτειακών Σχέσεων Ντάνκαν Σαντς πρότεινε ευθέως την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, πράγμα που απέρριψε η ελληνοκυπριακή κυβέρνηση, αφού ο Μακάριος αποτελούσε ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος των Αδεσμεύτων. Στις 21 Ιανουαρίου υποβλήθηκε το πλήρες σχέδιό του Σαντς, στο οποίο δεν συμπεριλαμβανόταν η ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, αλλά είχε έντονα διχοτομικά στοιχεία, καθώς αφαιρούσε ουσιώδεις τομείς της δημόσιας ζωής από τον έλεγχο της κεντρικής κυβέρνησης του νησιού. Οι Ελληνοκύπριοι το απέρριψαν, προκαλώντας την οργή του βρετανικού Τύπου, ο οποίος πρότεινε πλέον τη διανομή της Κύπρου μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας. Οι Αμερικανοί, ανήσυχοι από το διαφαινόμενο αδιέξοδο, παρενέβησαν. Ο υφυπουργός Εξωτερικών των Η.Π.Α. Τζορτζ Μπολ, σε συνεργασία με τον Ντάνκαν Σαντς, συνέβαλε καθοριστικά στην εκπόνηση ενός νέου σχεδίου, το οποίο έμεινε στην ιστορία ως Αγγλοαμερικανικό και κατατέθηκε στη διάσκεψη στις 31 Ιανουαρίου. Θα εγκατασταθεί εν Κύπρω ειρηνευτική δύναμις, ήτις θα αποτελήται από στρατεύματα των χωρών του ΝΑΤΟ ανέφερε το πρώτο από τα 13 συνολικά σημεία του σχεδίου. Οι Τούρκοι και οι Τουρκοκύπριοι το αποδέχτηκαν, ζητώντας ο αριθμός των τουρκικών στρατευμάτων που θα μετείχαν στην ειρηνευτική δύναμη να είναι ιδιαίτερα αυξημένος. Η Βασιλική Κυβέρνησις της Ελλάδος επιθυμεί να εκφράση την κατ αρχήν αποδοχήν της προτάσεως ανέφερε, επίσης, το απαντητικό έγγραφο του υπηρεσιακού πρωθυπουργού Ιωάννη Παρασκευόπουλου, το οποίο καταρτίστηκε έπειτα από σύσκεψη υπό την προεδρία του διαδόχου Κωνσταντίνου, με συμμετοχή μελών της κυβέρνησης και των αρχηγών των πολιτικών κομμάτων. Στη συνέχεια η ελληνική απάντηση εισηγήθηκε ορισμένες τροποποιήσεις. Αντίθετα, η απάντηση του Μακαρίου στις 4 Φεβρουαρίου ήταν αναλυτική αλλά κατηγορηματική: Οι προτάσεις αυτές δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Μετά την απορριπτική στάση της ελληνοκυπριακής πλευράς έληξαν άκαρπες οι εργασίες της Πενταμερούς στις 10 Φεβρουαρίου. Στο μεταξύ, το αγγλοαμερικανικό σχέδιο νατοποίησης 14
της Κύπρου προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση της Ε.Σ.Σ.Δ. Ο Νικίτα Χρουστσόφ, με επιστολές του προς τις κυβερνήσεις των Η.Π.Α., της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Τουρκίας και της Ελλάδας, κατήγγειλλε την ιμπεριαλιστική πολιτική του ΝΑΤΟ και προειδοποίησε ότι η Μόσχα δεν θα έμενε αδιάφορη αν επιχειρηθεί οποιαδήποτε επέμβαση στην Κύπρο. Οι Αμερικανοί ανησυχούσαν από το αυξανόμενο σοβιετικό ενδιαφέρον και προσπάθησαν να εκβιάσουν την επιβολή λύσης σύμφωνης με τα συμφέροντα της Δύσης. Έτσι, ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Μπολ, με επιστολή του Λίντον Τζόνσον προς το Μακάριο ανά χείρας, έσπευσε στη Λευκωσία. Ελάχιστα 24ωρα πριν από τις ελληνικές εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου, ο Τζορτζ Μπολ παρουσίασε διαδοχικά δύο εκδοχές ενός αμερικανικού σχεδίου για το Κυπριακό, στις 12 και 13 Φεβρουαρίου. Ακολούθησαν εξαιρετικά φορτικές πιέσεις και θυελλώδεις συζητήσεις, αλλά ο Μακάριος ήταν άκαμπτος, καθώς η ουσία των προτάσεων Μπολ παρέμενε η ουσιαστική υπαγωγή της Κύπρου στον έλεγχο του ΝΑΤΟ, με παράλληλο παραμερισμό της κυπριακής κυβέρνησης. Δεν πέρασαν ούτε δέκα μέρες από τη θριαμβευτική νίκη του Γεωργίου Παπανδρέου στις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου και σημειώθηκαν οι πρώτες τριβές στις σχέσεις του Έλληνα πρωθυπουργού με το Μακάριο. Κινδυνεύομεν να πληροφορούμεθα τας Υμετέρας πρωτοβουλίας ως αναγνώσται του διεθνούς τύπου ανέφερε μεταξύ άλλων σε επιστολή του στις 25 Φεβρουαρίου προς το Μακάριο ο Γεώργιος Παπανδρέου, όπου διετύπωσε για πρώτη φορά σε ήπια μορφή και τη θεωρία του εθνικού κέντρου και του προβαδίσματος της Αθήνας απέναντι στη Λευκωσία. Ο Μακάριος απάντησε με μακροσκελέστατη επιστολή την 1η Μαρτίου και αποκάλυψε ότι οι Βρετανοί όχι μόνο ήταν εκ των προτέρων γνώστες των 13 σημείων της μοιραίας κίνησης μονομερούς αναθεώρησης του κυπριακού Συντάγματος εκ μέρους του αρχιεπισκόπου, αλλά και τον ενθάρρυναν προς την κατεύθυνση αυτή. Κατά τον παρελθόντα Νοέμβριον έλαβον δια του Βρετανού υπάτου αρμοστού μήνυμα του υπουργού Κοινοπολιτειακών Σχέσεων κ. Ντάνκαν Σαντς ότι συνεφώνει προς την επιδιωκομένων τροποποίησιν ορισμένων συνταγματικών διατάξεων... Συνεβούλευε δε να ετοιμάσω άνευ καθυστερήσεων έγγραφον περιλαμβάνον τας κατά την γνώμην μου καταργητέας ή τροποποιητέας διατάξεις... Με την συμβουλήν αυτήν και παρότρυνσιν του κ. Σαντς ητοίμασα το γνωστόν έγγραφον με τα 13 σημεία των προτάσεών μου. Έθεσα τούτο υπ όψιν του Βρετανού υπάτου αρμοστού, όστις, αφού συνεννοήθη, ως αντιλαμβάνομαι, μετά της κυβερνήσεώς του, έκαμεν ορισμένες εισηγήσεις επί τινων σημείων. Απεδέχθην τας εισηγήσεις του και εν συνεργασία μετ αυτού εγένετο η τελική διατύπωσις του εγγράφου... Τα επακολουθήσαντα διέψευσαν, δυστυχώς, τας επί της βρετανικής κυβερνήσεως ελπίδας μου, της οποίας εν προκειμένω η στάσις ουδόλως υπήρξεν ειλικρινής, ανέφερε ο Μακάριος μεταξύ άλλων στην αποκαλυπτική επιστολή του. Στο μεταξύ, έπειτα από αίτηση της κυπριακής κυβέρνησης, είχε αρχίσει από τις 18 Φεβρουαρίου η συζήτηση του Κυπριακού στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. Στις 4 Μαρτίου εκδίδει ομόφωνα το υπ αριθμ. 186 ψήφισμα, με το οποίο καλούσε όλα τα κράτη-μέλη να απόσχουν από κάθε ενέργεια ή απειλή ενέργειας που θα μπορούσε να επιδεινώσει την κατάσταση στην κυρίαρχη Δημοκρατία της Κύπρου ή να θέσει σε κίνδυνο τη διεθνή ειρήνη, υπενθυμίζοντας ότι όλα τα μέλη πρέπει να απέχουν στις διεθνείς σχέσεις τους από απειλή ή χρήση βίας εναντίον της ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους. Ταυτόχρονα, αποφάσισε τη συγκρότηση ειρηνευτικής δύναμης του Ο.Η.Ε. και όχι του ΝΑΤΟ, εγκαθιστώντας για πρώτη φορά στην Κύπρο ειρηνευτική δύναμη 7.000 ανδρών, την ΟΥΝΦΙΚΥΠ. Επρόκειτο για σοβαρή νίκη της Κύπρου, στην οποία αντέδρασαν με ένοπλες προκλήσεις οι Τουρκοκύπριοι, την επόμενη κιόλας ημέρα. Στις 5 Μαρτίου κινήθηκαν προς το χωριό Τέμπλος, που βρίσκεται 3 χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνειας, με στόχο να επεκτείνουν το θύλακο Λευκωσίας και να εξασφαλίσουν διέξοδο προς τη θάλασσα. Ταυτόχρονα, προβοκάτορες τοποθέτησαν βόμβα στην τουρκική κοινοτική Βουλή, ενώ στις 7 Μαρτίου Τουρκοκύπριοι επιτέθηκαν στον ελληνικό τομέα της Πάφου, σκοτώνοντας επτά Ελληνοκύπριους, τραυματίζοντας περισσότερους και παίρνοντας ομήρους. Ακολούθησε, μετά διήμερο, αντεπίθεση της κυπριακής αστυνομίας, αιματοχυσία, ανακατάληψη περιοχών, απελευθέρωση ομήρων, αλλά και σύλληψη, στις 9 Μαρτίου, Τουρκοκυπρίων ομήρων: Τεσσάρων ανδρών, πέντε γυναικών και δεκαπέντε παιδιών, που κρατήθηκαν στον ελληνοκυπριακό τομέα ως τις 12 Μαρτίου, οπότε και απελευρώθηκαν μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Στις 13 Μαρτίου η Άγκυρα επέδωσε διακοίνωση στην κυπριακή κυβέρνηση και αντίγραφά της στην Αθήνα και το Λονδίνο, απειλώντας με εισβολή στην Κύπρο. 15