ΕΝΟΤΗΤΑ 2 Η Γενικές αρχές της Σύμβασης Δικαιωμάτων του Παιδιού Χρονική Διάρκεια = 6 ώρες Στόχοι της ενότητας Οι εκπαιδευόμενοι: 1. Να ενημερωθούν για τις τέσσερις γενικές αρχές της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών και να κατανοήσουν τη σημασία τους. 2. Να περιγράψουν τις διαφορές ανάμεσα στην έμμεση και άμεση διάκριση. 3. Να προσδιορίσουν τις συνέπειες που έχει η εφαρμογή της αρχής «Η Διασφάλιση του Συμφέροντος του Παιδιού». 4. Να αναφέρουν τα κυριότερα δικαιώματα που σχετίζονται με το Δικαίωμα του Παιδιού στη Ζωή, την Επιβίωση και την Ανάπτυξη στον μέγιστο δυνατό βαθμό. 5. Να εξηγήσουν γιατί η Αρχή της Συμμετοχής είναι αποφασιστικής σημασίας για την ευημερία των παιδιών.
Εισαγωγή Η ενότητα αυτή χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Κάθε μέρος επικεντρώνεται σε μία από τις τέσσερις βασικές αρχές που έχουν αναφερθεί από την Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Επιτροπή στο εξής) ως «γενικές αρχές», οι οποίες θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή κάθε δικαιώματος που περιλαμβάνεται στη Σύμβαση ξεχωριστά. Οι αρχές αυτές είναι: Άρθρο 2. Η Αρχή της Μη - Διάκρισης Άρθρο 3. Η Αρχή της Διασφάλισης του Συμφέροντος του Παιδιού Άρθρο 6. Η Αρχή του Δικαιώματος στη Ζωή, την Επιβίωση και την Ανάπτυξη Άρθρο 12. Η Αρχή της Συμμετοχής Έτσι, για παράδειγμα, όταν εξετάζεται το δικαίωμα στην υγεία ή το δικαίωμα της προστασίας από τη βία (ή οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα), θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι παραπάνω τέσσερις αρχές. Με άλλα λόγια, οι αρχές αυτές πρέπει να αποτελούν ένα σταθερό σημείο αναφοράς σε όλες τις διαδικασίες προκειμένου να ληφθούν αποφάσεις. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε αναλυτικά σε καθεμία από τις παραπάνω αρχές.
Μέρος Ένα: Άρθρο 2: Η Αρχή της Μη - Διάκρισης 2 ώρες 1. Κατανοώντας το δικαίωμα της μη - διάκρισης Τα ανθρώπινα δικαιώματα ισχύουν εξίσου για κάθε παιδί. Το Άρθρο 2 ορίζει ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να «σέβονται τα δικαιώματα, που αναφέρονται στην παρούσα Σύμβαση και να τα εγγυώνται σε κάθε παιδί που υπάγεται στη δικαιοδοσία τους, χωρίς καμία διάκριση φυλής, χρώματος, φύλου, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων του παιδιού ή των γονέων του ή των νόμιμων εκπροσώπων του ή της εθνικής, εθνικιστικής ή κοινωνικής καταγωγής τους, της περιουσιακής τους κατάστασης, της ανικανότητάς τους, της γέννησής τους ή οποιασδήποτε άλλης κατάστασης.» Ορίζει επίσης ότι οι κυβερνήσεις των κρατών παίρνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να προστατεύεται αποτελεσματικά το παιδί έναντι κάθε μορφής διάκρισης ή κύρωσης, βασισμένης στη νομική κατάσταση, στις δραστηριότητες, στις εκφρασμένες απόψεις ή στις πεποιθήσεις των γονέων του, των νόμιμων εκπροσώπων του ή των μελών της οικογένειάς του. Με άλλα λόγια, οι κυβερνήσεις έχουν ξεκάθαρη υποχρέωση να βεβαιώνονται ότι κανένα παιδί δεν υπόκειται σε διακρίσεις για κανέναν λόγο. Με τον όρο διάκριση εννοούμε «κάθε διαχωρισμό, αποκλεισμό, απαγόρευση ή προτίμηση εξαιτίας της φυλής, του χρώματος, του φύλου, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, της εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής, της περιουσίας, της γέννησης ή οποιασδήποτε άλλης κατάστασης, που έχει ως σκοπό ή αποτέλεσμα την αναίρεση ή την εξασθένιση της αναγνώρισης, απόλαυσης ή άσκησης από όλα τα πρόσωπα, επί ίσοις όροις, όλων των δικαιωμάτων και των ελευθεριών.» Το Άρθρο 2 τονίζει επίσης ότι τα δικαιώματα αυτά ισχύουν για κάθε παιδί που υπάγεται στη δικαιοδοσία της κυβέρνησης που σημαίνει ότι δεν εφαρμόζεται μόνο σε όσα παιδιά είναι πολίτες της εκάστοτε χώρας, αλλά και σε όλα τα άλλα, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών χωρίς χαρτιά, των αιτούντων άσυλο και των παιδιών των παράνομων μεταναστών. Για παράδειγμα, δεν είναι αποδεκτό να ισχυριστούμε ότι το δικαίωμα στην εκπαίδευση για τα παιδιά με αναπηρίες είναι λιγότερο σημαντικό από ό, τι για τα άλλα παιδιά και υπ αυτήν την έννοια ότι τα παιδιά με ειδικές ανάγκες πρέπει να περιμένουν μέχρι όλα τα άλλα παιδιά να έχουν πρόσβαση στο σχολείο. Επίσης, δεν είναι αποδεκτό να επιτραπούν διαφορετικά επίπεδα
χρηματοδότησης υπηρεσιών σε ομάδες ανάλογα με την εθνικότητα ή το φύλο. Τα παιδιά που είναι απάτριδες, πρόσφυγες ή / και αιτούντες άσυλο έχουν ακριβώς τα ίδια δικαιώματα, όπως και κάθε άλλο παιδί, σε τροφή, στέγη, εκπαίδευση, προστασία, στην υγεία και την υγειονομική περίθαλψη. Τα παιδιά μπορούν να υφίστανται διακρίσεις απλώς και μόνο επειδή είναι παιδιά, αλλά και ως αποτέλεσμα, για παράδειγμα, της φυλής, της αναπηρίας, της κοινωνικής τους θέσης και του φύλου τους. Οι παράγοντες που οδηγούν στον κοινωνικό αποκλεισμό και τις διακρίσεις συχνά συνδέονται μεταξύ τους και ενισχύουν ο ένας τον άλλο. Οι διακρίσεις είναι συνήθως μια κεντρική οδός που οδηγεί σε μειονεκτική θέση, όπως αποδεικνύεται από την παρακάτω εικόνα: Σχήμα 1 φτώχεια εθνική μειονότητα αναπηρία οικογενειακό άγχος ανεργία κακή υγεία υψηλός κίνδυνος κακοποίησης διάλυση της οικογένειας βία έλλειψη στέγης κατάχρηση ουσιών και αλκοόλ 2. Άμεσες και έμμεσες διακρίσεις Οι διακρίσεις μπορεί να συμβούν άμεσα και έμμεσα (Σχήμα 1)και σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Οι διακρίσεις επίσης γίνονται από τις ίδιες τις κυβερνήσεις, από τους ενήλικες προς τα παιδιά, από μία κοινότητα προς μία άλλη ή από μία ομάδα παιδιών προς μία άλλη. Μπορεί να προκύψουν από ενεργές, άμεσες και εσκεμμένες ενέργειες ή να λάβουν χώρα ασυνείδητα μέσα από την απάθεια, την άγνοια ή αδιαφορία. Η άμεση διάκριση λαμβάνει χώρα όταν μια δράση, μια δραστηριότητα, ο νόμος ή μια πολιτική επιδιώκει συνειδητά να αποκλείσει μια συγκεκριμένη ομάδα παιδιών. Σε ορισμένες χώρες, για παράδειγμα, τα παιδιά με ειδικές ανάγκες ταξινομούνται ως "εκπαιδεύσιμα" ή "μη-εκπαιδεύσιμα" με
αποτέλεσμα τα τελευταία να στερούνται το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Επίσης, η ηλικία γάμου και της σεξουαλικής συναίνεσης είναι συχνά μικρότερη για τα κορίτσια από τα αγόρια. Επίσης, σε πολλές χώρες τα παιδιά που γεννήθηκαν εκτός γάμου στερούνται ίσων δικαιωμάτων. Η νομοθεσία μπορεί επίσης να εισάγει διακρίσεις εις βάρος όλων των παιδιών, περιλαμβάνοντας για παράδειγμα, νόμους που επιτρέπουν τη σωματική τιμωρία για τα παιδιά, όταν δεν υπακούν, ενώ η ίδια επίθεση εναντίον ενός ενήλικα θα συνιστούσε ποινικό αδίκημα. Η έμμεση διάκριση αναδεικνύεται, όταν μία δράση, ένας νόμος ή μια πολιτική έχει ως συνέπεια τον αποκλεισμό ή τη βλάβη ειδικών ομάδων παιδιών, ακόμα και αν δεν υπήρχε αυτή η πρόθεση. Για παράδειγμα, η ύπαρξη κλινικών σε περιοχές όπου δεν υπάρχει δημόσια συγκοινωνία, δημιουργεί διακρίσεις σε βάρος των φτωχότερων παιδιών. Επίσης, αν άλλες εγκαταστάσεις υγείας βρίσκονται σε κτίριο περιορισμένης πρόσβασης, δημιουργούνται έμμεσες διακρίσεις εναντίον των παιδιών με ειδικές ανάγκες ή αν η τοποθεσία δεν επιτρέπει την πρόσβαση σε όλους, δημιουργούνται διακρίσεις εναντίον συγκεκριμένων ομάδων παιδιών. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα τα παιδιά πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο. Είναι αποδεκτό να υποστηρίζουμε δικαιολογημένες διαφορές στην αντιμετώπιση των παιδιών, εάν αυτές εφαρμόζονται με σκοπό την ισότητα, δηλαδή ως μια ευκαιρία για την επίτευξη των καλύτερων δυνατών αποτελεσμάτων. Για παράδειγμα, δίνοντας στα τυφλά παιδιά επιπλέον χρόνο στις εξετάσεις είναι μια αποδεκτή μορφή διάκρισης, επειδή η γραφή Braille χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να διαβαστεί σε σχέση με τις τυπωμένες λέξεις. Ωστόσο, κάθε διαφοροποίηση μεταξύ των παιδιών μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο αν είναι προς το συμφέρον τους (Άρθρο 3).
Σχήμα 1: Άμεσες και Έμμεσες διακρίσεις Άμεσες διακρίσεις Έμμεσες διακρίσεις Να αποκλείεται σκόπιμα μία ομάδα παιδιών, εξαιτίας αυτού που είναι: π.χ. άρνηση στα παιδιά των Ρομά να έχουν πρόσβαση σε μια δράση για την προστασία των παιδιών. Να συμπεριφερόμαστε σε μία ομάδα παιδιών με διαφορετικό τρόπο από ότι σε άλλους εξαιτίας αυτού που είναι: π.χ. θεωρώντας ότι τα παιδιά φτωχών γονέων είναι πιο πιθανό να βιώσουν σεξουαλική κακοποίηση μέσα στην οικογένεια. Η προώθηση πολιτικών ή η εισαγωγή κριτηρίων που ακούσια οδηγούν μερικά παιδιά να αντιμετωπίζουν διακρίσεις: π.χ. οι παροχές κοινωνικής ασφάλισης εξαρτώνται από τη φοίτηση στο σχολείο, αλλά τα παιδιά με αναπηρίες δεν έχουν πρόσβαση σε αυτό. Η παράλειψη λήψης μέτρων για τη διασφάλιση ότι όλα τα παιδιά είναι σε θέση να επωφεληθούν εξίσου από ένα πρόγραμμα: π.χ. παροχή πληροφοριών μόνο στη γλώσσα της πλειοψηφίας ή σε περιοχές όπου ζουν τα πιο εύπορα παιδιά. 3. Οι διακρίσεις και τα δικαιώματα των παιδιών Οι διακρίσεις μπορούν να επηρεάσουν την υλοποίηση όλων των δικαιωμάτων. Οι διάφορες μορφές διακρίσεων συνήθως υπονομεύουν τα δικαιώματα των παιδιών. Κάποιες ομάδες παιδιών μάλιστα είναι πολύ πιο πιθανό να τις υποστούν, όπως για παράδειγμα τα κορίτσια, τα παιδιά με αναπηρίες, τα φτωχά παιδιά και εκείνα που προέρχονται από μειονοτικές κοινότητες. Είναι σημαντικό να δούμε πέρα από μια προσέγγιση που βασίζεται στην απουσία απορριπτικών συμπεριφορών προς οποιαδήποτε ομάδα παιδιών. Η διασφάλιση ότι μία υπηρεσία δεν κάνει διακρίσεις, απαιτεί μια δυναμική ανάλυση του τι κάνει, πώς το κάνει και ποιους περιλαμβάνει. Προσοχή μπορεί επίσης να δοθεί στην εστίαση σε υπηρεσίες που αφορούν πιο περιθωριοποιημένα και αποκλεισμένα παιδιά και στον σχεδιασμό εξειδικευμένων προγραμμάτων για την αντιμετώπιση των διακρίσεων. Προκειμένου να εξασφαλίσουμε ότι οι παρεχόμενες
υπηρεσίες δεν κάνουν διακρίσεις σε βάρος οποιασδήποτε ομάδας παιδιών, μπορούμε να υιοθετήσουμε τις παρακάτω προσεγγίσεις: Σχήμα 2: Εφαρμογές σε υπηρεσίες υγείας και παιδικής προστασίας Η ανάγκη να φερόμαστε σε όλα τα παιδιά με τον ίδιο σεβασμό. Η σημασία της γνώσης γύρω από τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα. Η ανάγκη ευαισθητοποίησης για το πώς δημιουργούνται οι διακρίσεις Για ιδιώτες επαγγελματίες Για υπηρεσίες υγείας και παιδικής προστασίας Η ανάγκη να αξιολογηθεί κατά πόσο ορισμένες ομάδες παιδιών αποκλείονται. Το φυσικό περιβάλλον πρέπει να έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να απομακρύνει τα εμπόδια για παιδιά με αναπηρία. Οι υπηρεσίες πρέπει να σχεδιαστούν έτσι ώστε να είναι διαθέσιμες σε όλα τα παιδιά Πρέπει να δοθεί προσοχή στα πιο περιθωριοποιημένα παιδιά. Έρευνα και ανάλυση των εμποδίων πρόσβασης. Διερεύνηση των εμπειριών των παιδιών σχετικά με την πρόσβαση σε υπηρεσίες. Συνηγορία στο να αρθούν τα εμπόδια. Για τη δημόσια πολιτική
4. Περίληψη Η εξάλειψη των διακρίσεων αποτελεί θεμελιώδη αρχή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σύμφωνα με αυτή, όλα τα παιδιά μπορούν να υλοποιήσουν τα δικαιώματά τους όποια και αν είναι και ανεξάρτητα από την ηλικία, το βιοτικό επίπεδο, την εθνικότητα, την αναπηρία τους κτλ. Οι διακρίσεις μπορούν να λάβουν πολλές μορφές και δεν γίνονται πάντα αντιληπτές. Κάποιες διακρίσεις μπορεί να είναι σκόπιμες, ενώ πολλές λαμβάνουν χώρα ως αποτέλεσμα ασυνείδητων προκαταλήψεων. Είναι σημαντικό, επομένως, να ληφθούν προληπτικά μέτρα, ώστε να ελεγχθεί ο τρόπος που αντιμετωπίζονται τα παιδιά. Συγκεκριμένα, να ελεγχθεί πώς παρέχονται οι υπηρεσίες και πώς εφαρμόζονται οι νόμοι και οι πολιτικές, για να εξασφαλιστεί ότι δεν φέρνουν σε μειονεκτική θέση διαφορετικές ομάδες παιδιών.
Μέρος Δύο: Άρθρο 3, Η Αρχή της Διασφάλισης του Συμφέροντος του Παιδιού 2 ώρες 1. Εισαγωγή Η έννοια «συμφέρον του παιδιού» είναι ένα βασικό δομικό στοιχείο της Σύμβασης, το οποίο αν εφαρμοστεί αποτελεσματικά, θα ενισχύσει το βιοτικό επίπεδο και την ευημερία των παιδιών στις χώρες όλου του κόσμου. Το βασικό άρθρο που εξηγεί τη σημασία της έννοιας είναι το Άρθρο 3, το οποίο αναφέρει ότι το συμφέρον του παιδιού πρέπει να είναι «η πρωταρχική μέριμνα» σε όλες τις δράσεις που το αφορούν. Ωστόσο, η αρχή αναφέρεται και σε πολλά άλλα άρθρα, όπως για παράδειγμα: Άρθρο 9. Τα παιδιά δεν πρέπει ποτέ να χωρίζονται από τους γονείς τους, εκτός εάν αυτό είναι προς το συμφέρον τους. Άρθρο 18. Το συμφέρον των παιδιών πρέπει να είναι βασικό μέλημα των γονέων. Άρθρο 21. Κάθε τοποθέτηση του παιδιού, μετά την έγκριση για υιοθεσία, πρέπει να έχει ως πρωταρχική μέριμνα το συμφέρον του παιδιού. Άρθρο 37. Τα παιδιά δεν πρέπει να στερούνται την ελευθερία τους, εκτός εάν αυτό είναι προς το συμφέρον τους. Άρθρο 40. Οι γονείς πρέπει να είναι παρόντες σε ποινικές διαδικασίες, εκτός εάν αυτό δεν είναι προς το συμφέρον του παιδιού στον μέγιστο βαθμό. 2. Πεδίο εφαρμογής της αρχής «συμφέρον του παιδιού» Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τη σημασία της έννοιας συμφέρον των παιδιών, το οποίο σύμφωνα με το Άρθρο 3 πρέπει να λαμβάνεται «πρωτίστως» υπόψη. Η διατύπωση αυτή αναγνωρίζει ότι υπάρχουν και άλλα συμφέροντα που μπορεί επίσης να ληφθούν υπόψη και ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου είναι τόσο ευρύ, που καλύπτει «όλες τις ενέργειες που αφορούν το παιδί». Συγκεκριμένα, καθιστά αναγκαία την αναγνώριση των άλλων συμφερόντων. Για παράδειγμα, κατά τον σχεδιασμό μιας νέας στεγαστικής εγκατάστασης, πρέπει να εξεταστεί όχι μόνο το συμφέρον του παιδιού, αλλά και των ηλικιωμένων ή των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Σε άλλα άρθρα της Σύμβασης, που επικεντρώνονται σε συγκεκριμένες δράσεις που αφορούν τα παιδιά, υπάρχουν μεγαλύτεροι περιορισμοί. Το Άρθρο 18, για παράδειγμα, αναφέρει ότι το
συμφέρον του παιδιού είναι «πρωταρχικό μέλημα» των γονέων του, αλλά και στο πλαίσιο της υιοθεσίας το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού είναι «ύψιστης σημασίας». Σύμφωνα με τη Σύμβαση, το Άρθρο 3 βρίσκει εφαρμογή στα παιδιά τόσο ως άτομα όσο και ως σύνολο. Με άλλα λόγια, εφαρμόζεται, για παράδειγμα, όταν λαμβάνονται αποφάσεις ή γίνονται ενέργειες σε σχέση με την υγειονομική περίθαλψη ενός παιδιού, την εκπαίδευσή του ή την υιοθεσία του. Ισχύει επίσης για δράσεις που αφορούν ομάδες παιδιών, π.χ. πολιτικές για την εκπαίδευσή τους ή τη μεταφορά τους. Έτσι, η απόφαση για τη θεραπεία ενός παιδιού πρέπει να γίνεται πάντα για το συμφέρον του και όχι για να συμβάλλει στην έρευνα ή για να παρέχει σε ένα ειδικευόμενο γιατρό περισσότερη εμπειρία. Οι αποφάσεις σχετικά με τη διαχείριση των πτερύγων νοσοκομείων που αφορούν τα παιδιά πρέπει να λαμβάνονται με βάση το συμφέρον των παιδιών και όχι με βάση την ευκολία ή την αποδοτικότητα του προσωπικού. Οι κυβερνητικές πολιτικές για τα μέσα μεταφοράς, τη ρύπανση του περιβάλλοντος ή τις χρεώσεις για την παροχή υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης θα πρέπει να αντανακλούν την υποχρέωση των κυβερνήσεων να θεωρούν το συμφέρον των παιδιών πρωταρχικό τους μέλημα. Αυτή η ευρέως φάσματος ερμηνεία αποτελεί μια ριζοσπαστική νέα προσέγγιση. Η αρχή για το συμφέρον του παιδιού έχει ενσωματωθεί στη νομοθεσία της παιδικής πρόνοιας σε πολλές χώρες. Ωστόσο, η επέκτασή της σε όλες τις δράσεις που αφορούν τα παιδιά, όχι μόνο σε εκείνες του κράτους, αλλά και σε αυτές σχετικών ιδιωτικών οργανισμών, είναι μια σημαντική επέκταση των υποχρεώσεων για τα παιδιά. Παραδοσιακά, επειδή τα παιδιά στις περισσότερες κοινωνίες είχαν ελάχιστα δικαιώματα, καμία δύναμη, καμία φωνή και σχετική αφάνεια ως πολίτες, υπάρχει η τάση τα συμφέροντά τους να μη λαμβάνονται υπόψη στον τομέα της δημόσιας πολιτικής σε σχέση με τα συμφέροντα των πιο ισχυρών ομάδων. Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι η ποιότητα ζωής των παιδιών αγνοείται σκόπιμα, αλλά μάλλον ότι τα παιδιά και οι επιπτώσεις της δημόσιας πολιτικής στις ζωές τους συχνά δεν είναι ορατές στα συμβούλια λήψης αποφάσεων και, κατά συνέπεια, δεν φτάνουν ποτέ στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας.
3. Εφαρμόζοντας την έννοια για το συμφέρον του παιδιού Οι περισσότεροι επαγγελματίες που εργάζονται με παιδιά αναμφίβολα θα συμφωνούσαν με την άποψη ότι το συμφέρον του παιδιού πρέπει να είναι πρωταρχικό μέλημα. Επιπλέον, οι περισσότεροι θα ισχυρίζονταν ότι εφαρμόζουν αυτή την αρχή στην εργασία τους. Όμως, στην πραγματικότητα η έννοια αυτή είναι περίπλοκη και δύσκολη στην εφαρμογή της. Σχήμα 1 Οι γονείς δε βάζουν πάντα το συμφέρον του παιδιού τους πρώτο! Με τον όρο «συμφέρον του παιδιού» εκφράζεται σε γενικές γραμμές η ευημερία του παιδιού. Η ευημερία εξαρτάται από πολλά στοιχεία, όπως είναι η ηλικία του, το επίπεδο ωριμότητάς του, ο ρόλος της οικογένειας, τα κοινωνικά και πολιτισμικά πρότυπα και οι προσδοκίες, καθώς και η ιστορία και οι εμπειρίες του. Οι περισσότεροι ενήλικες υπερασπίζονται τη συμπεριφορά τους προς τα παιδιά, με το αιτιολογικό ότι είναι για το συμφέρον των παιδιών. Ωστόσο, μέσα σε οποιαδήποτε ομάδα ενηλίκων και ιδιαίτερα μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών, το τι είναι για το συμφέρον των παιδιών αναπόφευκτα διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το συμφέρον του παιδιού είναι κάτι αντικειμενικό. Επιπλέον, μπορεί να υπάρχει διάσταση ανάμεσα στο τι φαίνεται να είναι προς το καλύτερο συμφέρον του παιδιού στο άμεσο μέλλον, σε αντίθεση με τα πιο μακροπρόθεσμα συμφέροντά του. Μερικές φορές, μάλιστα, τα συμφέροντα
ενός παιδιού μπορεί να έρχονται σε αντίθεση με εκείνα μιας ευρύτερης ομάδας παιδιών. Γενικά, η εφαρμογή και η ερμηνεία της έννοιας «για το συμφέρον του παιδιού» δεν είναι καθόλου απλή. Παρά τους περιορισμούς αυτούς, η έννοια «συμφέρον του παιδιού» αποτελεί μια σημαντική αρχή που απαιτεί μια συνεχή επικέντρωση στο παιδί, ώστε αυτό να τίθεται σε προτεραιότητα στις αποφάσεις και τις πολιτικές που το επηρεάζουν. Αν όμως θέλουμε να προχωρήσουμε πέρα από αόριστες εκφράσεις για το γενικό καλό, τότε θα πρέπει να εφαρμόσουμε μια πιο αυστηρή ανάλυση για τις επιπτώσεις και την έννοια του συμφέροντος του παιδιού. Ωστόσο, ενώ δε γίνεται να δώσουμε περιγραφικούς ορισμούς που ισχύουν για όλα τα παιδιά σε οποιοδήποτε πλαίσιο, μπορούμε να καθορίσουμε ποιο είναι το συμφέρον ενός παιδιού. Στις δύο υποενότητες που ακολουθούν θα εξετάσουμε: πώς θα καθορίσουμε τα συμφέροντα του παιδιού. πώς θα εξισορροπήσουμε αντικρουόμενα συμφέροντα. Πώς θα καθορίσουμε τα συμφέροντα του παιδιού Υπάρχουν τέσσερις βασικές και αλληλένδετες διαστάσεις που είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη προκειμένου να καθορίσουμε ποιο είναι το συμφέρον του παιδιού ή των παιδιών (Σχήμα 2). Σχήμα 2. Καθορίζοντας το συμφέρον του παιδιού Εφαρμογή της Σύμβασης Αναφορά στις απόψεις του παιδιού Σφαιρική προσέγγιση κατά τον προσδιορισμό του συμφέροντος Εντοπίζοντας βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα Εφαρμογή της Σύμβασης. Ο γενικός στόχος της Σύμβασης είναι να προωθήσει αποτελεσματικότερα τα συμφέροντα των παιδιών. Ως εκ τούτου, ο ορισμός των συμφερόντων του παιδιού θα πρέπει να ξεκινάει από την εφαρμογή όλων των δικαιωμάτων που αναφέρονται στη Σύμβαση. Για παράδειγμα, μπορεί να υποστηριχθεί ότι είναι προς το συμφέρον των παιδιών να ζουν με την οικογένειά τους, να εκπαιδεύονται, να λαμβάνονται υπόψη σε θέματα που τους αφορούν και να έχουν την ευκαιρία για παιχνίδι. Αντίθετα, η Σύμβαση καθιστά σαφές τι δεν είναι
προς το συμφέρον των παιδιών, συμπεριλαμβάνοντας την έκθεση σε όλες τις μορφές βίας, τη σεξουαλική και οικονομική εκμετάλλευση, διάφορες επιβλαβείς παραδοσιακές πρακτικές και τους νόμους, τις πολιτικές και τις πρακτικές που εισάγουν διακρίσεις. Οι πάροχοι υγείας είναι απαραίτητο να εξασφαλίσουν ότι οι υπηρεσίες τους αποσκοπούν στην προώθηση του συμφέροντος των παιδιών, χρησιμοποιώντας τα άρθρα της Σύμβασης τόσο για τη δημιουργία στόχων, όσο και για τη δημιουργία σημείων αναφοράς για την επίτευξή τους. Αυτό θα εξασφαλίσει ότι οι υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης και τα συστήματά τους συνάδουν με τα δικαιώματα που ενσωματώνονται στη Σύμβαση. Αναφορά στις απόψεις του παιδιού. Ο προσδιορισμός του συμφέροντος του παιδιού πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις προοπτικές του παιδιού, όταν αυτό είναι σε τέτοια ηλικία και έχει την ωριμότητα ώστε να σχηματίσει απόψεις (εξελισσόμενη ικανότητα.) Πολύ συχνά οι ενήλικες αποφασίζουν τι είναι καλύτερο για ένα παιδί χωρίς καμία αναφορά στις εμπειρίες και τις ανησυχίες του. Για παράδειγμα, τα δικαστήρια λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με το πού πρέπει να ζήσει ένα παιδί μετά από διαζύγιο. Ωστόσο, αν δεν ακούσουν το παιδί για να μάθουν πώς αισθάνεται, τι έχει σημασία για το ίδιο και τις συνέπειες οποιωνδήποτε αποφάσεων, δεν είναι δυνατό να καθοριστεί τι είναι προς το συμφέρον του συγκεκριμένου παιδιού. Αυτό δεν σημαίνει πως ό,τι λέει το παιδί πρέπει και να γίνει, αφού μπορεί να υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι οι επιθυμίες του αποβαίνουν επιζήμιες για την ευημερία του, όπως για παράδειγμα, όταν θέλει να συνεχίσει να μένει με έναν γονέα που το κακοποιεί. Ωστόσο, οποιαδήποτε απόφαση ή ενέργεια θα πρέπει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τη γνώμη του παιδιού. Σφαιρική προσέγγιση κατά τον προσδιορισμό του συμφέροντος. Ο προσδιορισμός του συμφέροντος του παιδιού απαιτεί μια σφαιρική προσέγγιση, η οποία λαμβάνει υπόψη όλα τα δικαιώματα που περιλαμβάνονται στη Σύμβαση. Για παράδειγμα, εάν ένα μικρό κορίτσι χρειάζεται
να διακομιστεί σε νοσοκομείο, πρέπει να ληφθούν υπόψη όχι μόνο οι κλινικές ανάγκες του, ώστε να διασφαλιστεί το δικαίωμά του στην υγειονομική περίθαλψη, αλλά και το δικαίωμά του στο παιχνίδι, στην εκπαίδευση, στο να ακουστεί και να ληφθεί σοβαρά υπόψη, στην επικοινωνία με την οικογένειά του, στην προστασία από τη βία ή την κακοποίηση, στην προστασία της ιδιωτικής του ζωής και του απορρήτου. Επίσης, να αποδοθεί ο απαραίτητος σεβασμός στην ικανότητά του να αναλάβει την ευθύνη για τις αποφάσεις που μπορεί να πάρει για τον εαυτό του. Η εξέταση του βραχυπρόθεσμου και του μακροπρόθεσμου συμφέροντος. Σημασία πρέπει πάντα να δίνεται τόσο στο βραχυπρόθεσμο όσο και στο μακροπρόθεσμο συμφέρον του παιδιού. Για παράδειγμα, όταν ένας γονέας έχει παραμελήσει ή κακοποιήσει ένα παιδί, μπορεί βραχυπρόθεσμα να φαίνεται ότι η απομάκρυνση του παιδιού είναι προς το συμφέρον του. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, η απομόνωση ενός παιδιού από τον γονέα του μπορεί να το αποκόψει από την οικογένειά του, επηρεάζοντας αρνητικά την ανάπτυξή του και να του στερήσει την πρόσβαση σε κοινωνική, συναισθηματική, οικονομική και πρακτική υποστήριξη. Η εξέταση του συμφέροντος του παιδιού πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλο το ευρύτερο πλαίσιο. Έτσι, η παροχή υποστηριζόμενης επαφής, η οποία όμως να προστατεύει το παιδί και να διατηρεί τους συναισθηματικούς δεσμούς με την οικογένειά του, μπορεί να είναι μια καλύτερη λύση.
Σχήμα 3 2008 Nick Anderson, Houston Chronicle Πώς να εξισορροπήσουμε αντικρουόμενα συμφέροντα Μεταξύ διαφόρων δικαιωμάτων μπορεί να προκύψει διάσταση, η οποία να οδηγήσει σε συγκρούσεις μεταξύ του συμφέροντος ενός συγκεκριμένου παιδιού και του συμφέροντος άλλων παιδιών, των γονέων ή της κοινωνίας. Δεν μπορούν να δοθούν εύκολες απαντήσεις όταν υπάρχουν νόμιμες αλλά ανταγωνιστικές απαιτήσεις για τα δικαιώματα. Κάθε κατάσταση είναι μοναδική και πρέπει να αξιολογηθεί με προσοχή συγκρίνοντας το βαθμό οφέλους και βλάβης και χρησιμοποιώντας το πλήρες φάσμα των δικαιωμάτων που ορίζονται στη Σύμβαση. Κάθε ένα από τα άρθρα της Σύμβασης που σχετίζονται με το υπό εξέταση θέμα παρέχει το πλαίσιο για την αξιολόγηση αυτή. Η εξέταση των παρακάτω προοπτικών μπορεί να είναι χρήσιμη τόσο σε σχέση με την εργασία που αφορά μεμονωμένα παιδιά, όσο και στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης.
Σχήμα 4. Εξισορροπώντας αντικρουόμενα συμφέροντα Τα δικαιώματα και το συμφέρον του παιδιού Τα δικαιώματα και το συμφέρον άλλων παιδιών, των γονέων /της οικογένειας και της κοινωνίας Εξισορροπώντας διαφορετικά δικαιώματα. Όταν ορισμένα δικαιώματα φαίνεται να έρχονται σε σύγκρουση μπορεί να προκύψουν διάφορες καταστάσεις. Για παράδειγμα, ένας έφηβος μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά του να αρνηθεί τη θεραπεία, όταν οι γιατροί θεωρούν ότι η εν λόγω θεραπεία είναι ζωτικής σημασίας για τη μακροπρόθεσμη υγεία και ευημερία του, ακόμη και για την επιβίωσή του. Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις σε τέτοιου είδους πολύπλοκα ηθικά διλήμματα, αλλά η αξία της δέσμευσης για το συμφέρον του παιδιού είναι ότι μας παρέχεται μια υπέρτερη αρχή για να μας βοηθήσει να προσδιορίσουμε πώς να γεφυρώσουμε τη διάσταση ανάμεσα στα δικαιώματα και να διασφαλίσουμε την υλοποίηση των δικαιωμάτων των παιδιών. Εξισορροπώντας το συμφέρον ενός παιδιού σε σχέση με αυτό άλλων παιδιών. Όταν η επιδίωξη του συμφέροντος ενός παιδιού ή μιας ομάδας παιδιών μπορεί να μην είναι προς το συμφέρον των άλλων παιδιών και το αντίστροφο, θα προκύψουν διάφορες καταστάσεις. Για παράδειγμα, η αστυνομία μπορεί να θέλει να παρεισφρήσει σε ένα κύκλωμα παιδεραστίας στο διαδίκτυο για να αποκτήσει πρόσβαση στα στοιχεία των μελών του. Για να γίνει αυτό με επιτυχία και να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, μπορεί να δημιουργήσει ή να αναρτήσει εικόνες παιδικής κακοποίησης. Με άλλα λόγια, θεωρείται απαραίτητη η χρησιμοποίηση των εικόνων κάποιων παιδιών για μικρό χρονικό διάστημα, προκειμένου να επιτευχθεί ο ευρύτερος σκοπός της σύλληψης των δραστών, οι οποίοι κακοποιούν μεγάλο αριθμό παιδιών. Εδώ, υπάρχει μια αναπόφευκτη σύγκρουση. Ωστόσο, αν και η δίωξη των παραβατών είναι πολύ σημαντική, για να προωθηθούν τα συμφέροντα των παιδιών που μπορεί να υποστούν κακό στο μέλλον, δεν μπορεί ποτέ να γίνει αποδεκτό να βάλουμε άλλα παιδιά σε κίνδυνο ή να τα χρησιμοποιήσουμε για την επίτευξη αυτού του σκοπού.
Εξισορροπώντας το συμφέρον ενός παιδιού σε σχέση με τους γονείς. Οι περισσότεροι γονείς έχουν στο μυαλό τους το συμφέρον των παιδιών τους. Ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτό συμβαίνει πάντα. Υπάρχουν φορές που μπορεί τα συμφέροντα των παιδιών και των γονέων να έρχονται σε σύγκρουση. Για παράδειγμα, ένας γονέας μπορεί να επιθυμεί να έχει ένα παιδί με αναπηρία στειρωμένο, προκειμένου να αποφευχθεί η ταλαιπωρία της διαχείρισης των συνεπειών της εμμήνου ρύσεως, απαιτώντας έτσι από το παιδί να υποβληθεί σε μείζονα και επώδυνη χειρουργική επέμβαση και στερώντας του έτσι το δικαίωμα να αποκτήσει παιδιά στο μέλλον. Αν και η Σύμβαση αναγνωρίζει πλήρως τη σημασία των γονέων στη ζωή των παιδιών και σέβεται τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους προς τα παιδιά τους, υπογραμμίζει επίσης ότι τα παιδιά έχουν δικαιώματα και ότι δεν μπορεί απλώς να θεωρηθεί ότι οι γονείς θα ενεργούν πάντα προς το συμφέρον των παιδιών τους. Στην περίπτωση που τα δικαιώματα των παιδιών κινδυνεύουν με οποιονδήποτε τρόπο από τους γονείς τους, το συμφέρον του παιδιού πρέπει πάντα να έρχεται πρώτο αν για παράδειγμα οι γονείς κακοποιούν ή παραμελούν τα παιδιά τους ή κάνουν διακρίσεις σε βάρος των κοριτσιών. Οι επαγγελματίες υγείας πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η αρχή αυτή διέπει όλες τις υπηρεσίες, τις πολιτικές ή τους νόμους που έχουν την ευθύνη της εφαρμογής της. Εξισορροπώντας το συμφέρον ενός παιδιού σε σχέση με το ευρύτερο πολιτισμικό περιβάλλον. Μερικές φορές προτείνεται το συμφέρον της κοινότητας ή της κοινωνίας να υπερισχύει του συμφέροντος ενός παιδιού, όπου για παράδειγμα, η διατήρηση των παραδόσεων ενός πολιτισμού φαίνεται να είναι πιο σημαντική από ό, τι τα δικαιώματα ενός παιδιού το οποίο μπορεί να βλάπτεται μέσα σε αυτόν τον πολιτισμό. Ωστόσο, τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να παρακάμψουν τα δικαιώματα που ορίζονται στη Σύμβαση. Ούτε μπορεί να υποστηριχθεί ότι το συμφέρον των παιδιών εξυπηρετείται από πολιτιστικές πρακτικές που αρνούνται τα δικαιώματα που διασφαλίζονται από αυτή. Για παράδειγμα, δεν είναι αποδεκτό να ισχυριζόμαστε ότι επειδή σε έναν συγκεκριμένο πολιτισμό πάντα χτυπούσαν τα παιδιά για πειθαρχία, το να συνεχίσουν να το κάνουν αυτό είναι προς το συμφέρον τους. Ομοίως, δεν μπορούμε να υπερασπιστούμε την κλειτοριδεκτομή ως μια παραδοσιακή πρακτική που υπηρετεί το συμφέρον των κοριτσιών προσφέροντας προοπτικές στον γάμο τους ή που βοηθάει στη διατήρηση των αξιών της κοινότητας. Αποτελεί σαφώς μια παραβίαση δικαιωμάτων και είναι αντίθετη προς το συμφέρον του παιδιού σε ό,τι αφορά την υγεία, την επιβίωση, τη συναισθηματική ευημερία, την αξιοπρέπεια και την προστασία από τη βία και τη βλάβη. Η δέσμευση στο συμφέρον του παιδιού απαιτεί ότι οι υπηρεσίες υγείας υιοθετούν σαφείς πολιτικές για να προστατέψουν και να προωθήσουν τα
δικαιώματα των παιδιών σε σχέση με αυτά των κοινοτήτων τους, όταν τα δικαιώματα αυτά έρχονται σε σύγκρουση. Φυσικά, ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει αυτό πρέπει να δείξει ευαισθησία στις ανησυχίες της κοινότητας και, όπου είναι δυνατόν, να διερευνήσει προσεγγίσεις που μπορούν να γίνουν αποδεκτές από όλα τα μέλη της. 4. Περίληψη Η έννοια του συμφέροντος του παιδιού αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της Σύμβασης, λειτουργώντας ως βασική αρχή πάνω στην οποία γίνεται η εφαρμογή των άλλων δικαιωμάτων. Είναι σημαντικό να μην τη δούμε σαν ένα «ατού» με το οποίο μπορούμε να παρακάμψουμε άλλα δικαιώματα. Καλύτερα θα πρέπει να την καθορίζουμε σε σχέση με την υλοποίηση των δικαιωμάτων και, όπου το παιδί είναι ικανό να σχηματίζει και να εκφράζει τις απόψεις του, σε σχέση με τις απόψεις αυτές. Μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις όπου προκύπτουν συγκρούσεις μεταξύ των δικαιωμάτων, μεταξύ των δικαιωμάτων ενός παιδιού σε σχέση με τα άλλα παιδιά ή μεταξύ των δικαιωμάτων των γονέων και των παιδιών. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να ληφθούν αποφάσεις με αναφορά στη Σύμβαση ως σύνολο. Παρόλο που το πλαίσιο των δικαιωμάτων που εμπεριέχονται στη Σύμβαση δε δίνει απλές λύσεις σε πολύπλοκα διλήμματα, παρέχει ένα σύνολο αρχών και κανόνων βάσει των οποίων μπορεί κανείς να αποφασίσει.
Μέρος 3 ο Άρθρο 6. Δικαίωμα στη ζωή, την επιβίωση και την ανάπτυξη 1 ώρα 1. Εισαγωγή Το Άρθρο 6 της Σύμβασης αναφέρει ότι κάθε παιδί έχει το δικαίωμα στη ζωή και ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να βεβαιωθούν ότι κάθε παιδί μπορεί να επιβιώσει και να αναπτυχθεί. Αυτό το άρθρο έχει προφανώς ιδιαίτερη σημασία στα πλαίσια της υγείας, αλλά έχει επίσης και πολύ ευρύτερες εφαρμογές. Παρά το γεγονός ότι η διάταξη αυτή ακούγεται σχετικά απλή, όπως και με το Άρθρο 3 και την έννοια του συμφέροντος, στην πράξη είναι δυσκολότερη η εφαρμογή της από ό, τι φαίνεται. 2. Το Δικαίωμα στη ζωή Οι κυβερνήσεις πρέπει να αναλάβουν δράση όχι μόνο για να προωθήσουν το δικαίωμα στη ζωή, αλλά και για να προστατέψουν τα παιδιά από δράσεις που θα μπορούσαν να τους τη στερήσουν. Το δικαίωμα στη ζωή πρέπει να προωθηθεί και να προστατευτεί χωρίς διακρίσεις, δηλαδή να ισχύει εξίσου για κάθε παιδί. Ωστόσο, σε πολλές χώρες η νομοθεσία, οι πολιτισμικές συμπεριφορές, η αμέλεια ή οι ανισότητες μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να εισάγουν διακρίσεις, άμεσα ή έμμεσα, κατά του δικαιώματος στη ζωή για κάποιες ομάδες παιδιών. α) Προωθώντας το δικαίωμα στη ζωή. Η εφαρμογή του Άρθρου 6 περιλαμβάνει τη θέσπιση μέτρων για την εξασφάλιση μεγαλύτερου προσδόκιμου ζωής, τη μείωση της βρεφικής και της παιδικής θνησιμότητας, την καταπολέμηση της ασθένειας, την παροχή επαρκούς διατροφής και καθαρού πόσιμου νερού και τη μείωση των τροχαίων ατυχημάτων. Η έλλειψη πρόσβασης σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης (Άρθρο 27) θα μειώσει σημαντικά τις ευκαιρίες που θα έχει ένα παιδί στη ζωή του. Ωστόσο, αυτές είναι πολιτικές επιλογές που πρέπει να γίνουν από τις κυβερνήσεις, αφού η βιολογία δεν μπορεί να εξηγήσει διαφορετικά αποτελέσματα όσον αφορά την υγεία σε διαφορετικούς πληθυσμούς. Όμως, οι διαφορές μεταξύ αλλά και εντός των χωρών εξηγούνται από το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο
οποίο οι άνθρωποι γεννιούνται, ζουν, μεγαλώνουν, δουλεύουν και γερνούν. Το δικαίωμα στη ζωή απαιτεί επίσης ότι οι νέοι θα έχουν πρόσβαση σε συμβουλές και υπηρεσίες υγείας για τη σεξουαλική και αναπαραγωγική τους ζωή, προκειμένου να προστατεύσουν τον εαυτό τους από τον ιό HIV / AIDS, από άλλες σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες και ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, που μπορεί να βάζουν σε κίνδυνο τη ζωή. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) μελέτησε για τρία χρόνια τους «κοινωνικούς καθοριστικούς παράγοντες για την υγεία». Η έκθεση που παρουσίασε η επιτροπή του ΠΟΥ αναφορικά με το θέμα έχει τίτλο Κλείνοντας το χάσμα σε μια γενιά: Ισότητα στην υγεία μέσω της δράσης για τους Κοινωνικούς Καθοριστικούς Παράγοντες για την Υγεία και βρίσκεται στη διεύθυνση: (http://www.who.int/social_determinants/thecommission/finalreport/en/). Το συμπέρασμα της Έκθεσης είναι ότι «η κοινωνική αδικία σκοτώνει τους ανθρώπους σε μεγάλη κλίμακα». Οι ανισότητες στην Υγεία έχουν προσδιοριστεί εδώ και καιρό μεταξύ των χωρών, ενώ τα αίτια της κακής υγείας είναι άδικα, ανεπίτρεπτα και είναι δυνατόν να αποφευχθούν. Ωστόσο, «διαβαθμίσεις υγείας» παρατηρούνται και στο εσωτερικό των χωρών, όπως αναφέρεται στα κείμενα της επιτροπής του ΠΟΥ για τους Κοινωνικούς Καθοριστικούς παράγοντες για την Υγεία. Για παράδειγμα: Ένα παιδί που γεννήθηκε σε ένα προάστιο της Γλασκώβης, στη Σκωτία, αναμένεται να ζήσει 28 χρόνια λιγότερο από ένα άλλο που ζει 13 μόλις χιλιόμετρα πιο μακριά. Ένα κορίτσι στο Λεσότο (Αφρικανική χώρα) είναι πιθανό να ζήσει 42 χρόνια λιγότερα από ένα άλλο στην Ιαπωνία. Στη Σουηδία, ο κίνδυνος να πεθάνει μια γυναίκα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του τοκετού είναι 1 στις 17.400, ενώ στο Αφγανιστάν οι πιθανότητες είναι 1 προς 8. Το προσδόκιμο ζωής για τους αυτόχθονες άνδρες της Αυστραλίας είναι μικρότερο κατά 17 χρόνια σε σύγκριση με όλους τους άλλους άντρες της ίδιας χώρας. Στην Ινδονησία, η μητρική θνησιμότητα είναι 3-4 φορές υψηλότερη μεταξύ των φτωχών σε σύγκριση με τους πλούσιους. Η διαφορά στην ενήλικη θνησιμότητα μεταξύ των λιγότερο και περισσότερο υποβαθμισμένων συνοικιών στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι πάνω από 2,5 φορές. Η παιδική θνησιμότητα στις φτωχογειτονιές του Ναϊρόμπι είναι 2,5 φορές υψηλότερη από ό, τι σε άλλα μέρη της πόλης.
Ένα μωρό που γεννήθηκε από μία Βολιβιανή μητέρα με καμία εκπαίδευση 10% πιθανότητα θανάτου, ενώ κάποιο άλλο που γεννήθηκε από μια γυναίκα δευτεροβάθμιας τουλάχιστον εκπαίδευσης έχει 0,4%. Στις ΗΠΑ, 886.202 θάνατοι θα είχαν αποφευχθεί μεταξύ του 1991 και του 2000 αν είχαν εξισωθεί τα ποσοστά θνησιμότητας μεταξύ λευκών και Αφροαμερικανών. (Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το ότι σώθηκαν 176.633 ζωές στις ΗΠΑ από την ιατρική πρόοδο που σημειώθηκε κατά την ίδια περίοδο.) Στην Ουγκάντα, η θνητότητα των παιδιών κάτω των 5 ετών στο πλουσιότερο ένα πέμπτο των νοικοκυριών είναι 106 ανά 1.000 γεννήσεις, αλλά στο φτωχότερο πέμπτο των νοικοκυριών, είναι 192 θάνατοι ανά 1.000 γεννήσεις. Αυτό είναι σχεδόν το ένα πέμπτο του συνόλου των βρεφών που γεννήθηκαν ζωντανά στα φτωχότερα νοικοκυριά και που προορίζονται να πεθάνουν πριν φτάσουν στο πέμπτο έτος της ηλικίας τους. Σκεφτείτε το αυτό σε σύγκριση με τον μέσο όρο θνητότητας στα παιδιά κάτω των πέντε ετών στις χώρες με υψηλό εισόδημα, όπου αντιστοιχούν 7 θάνατοι σε 1.000 γεννήσεις. β) Ο σεβασμός και η προστασία του δικαιώματος στη ζωή. Η βελτιστοποίηση του δικαιώματος στη ζωή σημαίνει ότι τα κράτη απαγορεύουν και αποτρέπουν την επιβολή της θανατικής ποινής, τη στέρηση της ελευθερίας κατά τρόπο παράνομο ή αυθαίρετο, τις εκτός νόμου ή αυθαίρετες εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες ή οποιαδήποτε κατάσταση σκληρής, απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης (Σύμβαση, Άρθρα 37-40). Αυτό σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να λάβουν μέτρα για την προστασία των παιδιών από την αναγκαστική στρατολόγηση σε ένοπλες δυνάμεις ή παραστρατιωτικές ομάδες όπου αντιμετωπίζουν κίνδυνο θανάτου (Σύμβαση, Άρθρο 38). Η υποχρέωση για την προστασία του δικαιώματος στη ζωή απαιτεί επίσης την ανάληψη δράσης για την αντιμετώπιση των πολιτισμικών πρακτικών που θέτουν το δικαίωμα στη ζωή σε κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένων, για παράδειγμα, τον γάμο σε μικρή ηλικία, την κλειτοριδεκτομή και των λεγόμενων δολοφονιών «τιμής», όπου τα μέλη της οικογένειας επιτίθενται ή δολοφονούν μια κοπέλα που φαίνεται να τα έχει ντροπιάσει μέσω της σχέσης της με έναν άνδρα. Σε ορισμένες κοινωνίες, οι οποίες δίνουν μεγαλύτερη αξία στη ζωή των αγοριών, ασκείται παιδοκτονία στα κορίτσια. Υπάρχουν επίσης πολλά παραδείγματα παιδιών με ειδικές
ανάγκες που σκοτώνονται ή αφήνονται να πεθάνουν μετά τη γέννηση (Σύμβαση, Άρθρο 23). Οι περιπτώσεις αυτές αντιπροσωπεύουν μια θεμελιώδη παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή και απαιτούν ενεργό παρέμβαση της πολιτείας. Πρέπει, ωστόσο να επισημανθεί, ότι Τόσο τα εγκλήματα τιμής όσο και η παιδοκτονία έχουν σε ορισμένα κράτη μέλη, μικρότερες ποινές σε σχέση με άλλες δολοφονίες. Μια τέτοιου είδους επιείκεια συνιστά δυσμενή διάκριση του νόμου εναντίον των κοριτσιών και των παιδιών με αναπηρίες. Όπως προαναφέρθηκε, το Άρθρο 1 της Σύμβασης αφήνει ανοιχτό τον καθορισμό του πότε αρχίζει η ζωή, με την υπόδειξη ότι τα δικαιώματα που αναφέρει ισχύουν για όλα τα παιδιά κάτω από την ηλικία των 18 ετών. Μεμονωμένα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν οι ίδιοι αν η ζωή αρχίζει με τη σύλληψη, τη γέννηση ή σε οποιοδήποτε σημείο μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, η άμβλωση δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται από την ίδια τη Σύμβαση ως παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή, αν και αυτή είναι μια θέση που υιοθετήθηκε από πολλά κράτη. Ωστόσο, οι διακρίσεις κατά την εφαρμογή κάποιων νόμων και πρακτικών που αφορούν την άμβλωση θα συνιστούσαν παραβίαση των δικαιωμάτων του παιδιού. Για παράδειγμα, στην Ινδία και την Κίνα υπάρχουν πολλές ενδείξεις επιλεκτικής άμβλωσης με βάση το φύλο. Στην Ελλάδα, η νομοθεσία επιτρέπει να γίνεται άμβλωση μέχρι τη 12η εβδομάδα της κύησης, ενώ, όταν συντρέχει σοβαρός λόγος υγείας (π.χ. το έμβρυο έχει κάποια αναπηρία) μπορεί να γίνει διακοπή από τη 12η εβδομάδα μέχρι την 24η. Τα ζητήματα αυτά εγείρουν ηθικές ανησυχίες. Η Επιτροπή αποθαρρύνει τέτοιου είδους πρακτικές, αλλά η προστασία από τις διακρίσεις μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν τα παιδιά καλύπτονται από τη νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα και εάν η Σύμβαση δεν ορίζει το έμβρυο ως παιδί.
3. Το δικαίωμα στην ανάπτυξη στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό Το Άρθρο 6 απαιτεί από τα κράτη να προωθήσουν την επιβίωση και την ανάπτυξη στον «μέγιστο δυνατό βαθμό». Η Σύμβαση στο σύνολό της έχει ως στόχο την ολόπλευρη ανάπτυξη του παιδιού τόσο στο παρόν όσο και μέχρι την ενηλικίωσή του. Η έννοια του δικαιώματος στην επιβίωση και την ανάπτυξη επομένως, πρέπει να γίνει κατανοητή σε σχέση με την πλήρη εφαρμογή, για παράδειγμα, των παρακάτω άρθρων: του Άρθρου 12, το οποίο αναγνωρίζει ότι ο σεβασμός των απόψεων των παιδιών ενισχύει την ανάπτυξή τους. του Άρθρου 24, το οποίο απαιτεί την καλύτερη δυνατή πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη. του Άρθρου 27, το οποίο δίνει έμφαση στο δικαίωμα σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τη σωματική, πνευματική, ψυχική, ηθική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού. των Άρθρων 28 και 29, τα οποία δίνουν έμφαση στο δικαίωμα στην εκπαίδευση που αναπτύσσει την προσωπικότητα του παιδιού, τα ταλέντα και τις πνευματικές και σωματικές του ικανότητες στο έπακρο. των Άρθρων 19 και 32-39, τα οποία απαιτούν προστασία από κάθε μορφή βίας, παραμέλησης, κακοποίησης και εκμετάλλευσης, τα οποία εμποδίζουν την ανάπτυξη του παιδιού. του Άρθρου 31, το οποίο αναγνωρίζει τη σημασία του παιχνιδιού, της αναψυχής, της πολιτιστικής ζωής και των τεχνών, στην ολόπλευρη ανάπτυξη των παιδιών. του Άρθρου 23, το οποίο περιγράφει τη βοήθεια που πρέπει να παρέχεται στα παιδιά με ειδικές ανάγκες, ώστε να μπορέσουν να επιτύχουν όσο το δυνατόν πληρέστερη κοινωνική ένταξη και προσωπική ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής και πνευματικής τους ανάπτυξης.
Σχήμα 1 Για να πετύχει αυτό το μωρό την καλύτερη δυνατή του ανάπτυξη, χρειάζεται Ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής Πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη Προστασία από τη βία και την εκμετάλλευση Ποιοτική εκπαίδευση Χώρο και χρόνο για παιχνίδι, ξεκούραση και αναψυχή Μια υποστηρικτική οικογένεια που νοιάζεται. Ευκαιρίες να ακουστεί και να γίνει σεβαστή η γνώμη του. Επιπλέον, η Σύμβαση αναγνωρίζει τη σημασία που έχει για την ανάπτυξη ενός παιδιού το να μεγαλώνει σε μια οικογένεια. Αυτό επιβάλλει μια σειρά από υποχρεώσεις στις κυβερνήσεις, προκειμένου να στηρίξουν και να βοηθήσουν τους γονείς για να εξασφαλίσουν στα παιδιά τους ένα περιβάλλον σύμφωνο με την υλοποίηση των δικαιωμάτων τους.
4. Περίληψη Το δικαίωμα στη ζωή, την επιβίωση και τη βέλτιστη ανάπτυξη είναι μια ολιστική έννοια που διαπερνά ολόκληρο το πλαίσιο της Σύμβασης. Απαιτεί δραστικά και ολοκληρωμένα μέτρα για την προώθηση της ευημερίας και των ευκαιριών ζωής και ανάπτυξης του παιδιού, καθώς και μέτρα για την προστασία του από τη βία, την κακοποίηση ή ακόμα και το θάνατο. Περιλαμβάνει την αναγνώριση του θεμελιώδους ρόλου της οικογένειας για τη φροντίδα και την προστασία των παιδιών και απαιτεί από τις κυβερνήσεις να αναλάβουν δράση για τη στήριξη των οικογενειών, ώστε να μπορέσουν να εκπληρώσουν αυτή την ευθύνη.
Μέρος 4 ο Άρθρο 12: Η Αρχή της Συμμετοχής - Ακούγοντας τα παιδιά και παίρνοντάς τα στα σοβαρά 1 ώρα (Το Άρθρο 12 θα αναλυθεί με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στην Ενότητα 3) 1. Εισαγωγή Το Άρθρο 12 της Σύμβασης αναγνωρίζει ότι τα παιδιά έχουν το δικαίωμα να λένε τη γνώμη τους και αυτή να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι κάθε παιδί ικανό να σχηματίσει μια άποψη έχει το δικαίωμα να την εκφράσει για όλα τα θέματα που το αφορούν και να ληφθεί σοβαρά υπόψη ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητά του. Με άλλα λόγια, αναγνωρίζει ότι τα παιδιά έχουν το δικαίωμα να γίνονται σεβαστά ως ανθρώπινα όντα και να συμμετέχουν στις αποφάσεις που τα αφορούν. Η εφαρμογή αυτού του δικαιώματος γίνεται ευρέως αντιληπτή ως συμμετοχή, αν και ο ίδιος ο όρος δεν εμφανίζεται στο Άρθρο 12. 1 Φυσικά τα παιδιά ανέκαθεν συμμετείχαν με πολλούς τρόπους στις κοινωνίες, όπως για παράδειγμα μέσα από το παιχνίδι και τις τέχνες και με την οικονομική τους συμβολή στις οικογένειές τους. Στο πλαίσιο του Άρθρου 12, όμως, ο όρος συμμετοχή σήμερα χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει με μία λέξη το δικαίωμα των παιδιών να εκφράζουν την άποψή τους στις αποφάσεις και τις δράσεις που τα αφορούν και αυτή η άποψη να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη. 2. Κατανοώντας το Άρθρο 12 Το Άρθρο 12 αποτελεί μια σημαντική πρόκληση για τον τρόπο με τον οποίο οι ενήλικες αντιλαμβάνονται τα παιδιά. Συγκεκριμένα, δεν τα παρουσιάζει ως παθητικούς αποδέκτες της προστασίας των ενηλίκων, αλλά θεωρεί ότι αυτά μπορούν να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στη δική τους ζωή. Ας δούμε όμως πώς εφαρμόζεται αυτό το άρθρο προκειμένου να το κατανοήσουμε. Όλα τα παιδιά είναι ικανά να σχηματίζουν μια άποψη. Η Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού 1 CRC General Comment No.12, the right of the child to be heard, CRC/C/GC/12, July 2009
υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει κατώτατο όριο ηλικίας για την ικανότητα να διαμορφώνει κανείς άποψη. Πολύ μικρά παιδιά έχουν απόψεις, εμπειρίες, φόβους και ανησυχίες. Το Άρθρο 12 ορίζει ότι οι ενήλικες πρέπει να έχουν χρόνο και προθυμία να ακούσουν αυτές τις απόψεις και να δείξουν τον απαιτούμενο σεβασμό. Ένα παιδί 5 χρονών, καθώς και ένα 16 χρονών, έχουν το δικαίωμα να ακουστούν. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να διερευνηθούν διάφοροι τρόποι, ώστε ένα παιδί να διευκολυνθεί προκειμένου να εκφράσει τις ανησυχίες του. Δεν είναι ευθύνη των παιδιών ή των νέων να επικοινωνούν με τρόπους που καταλαβαίνουν οι ενήλικες, αλλά αντίθετα, είναι οι ενήλικες που έχουν την ευθύνη να προσπαθήσουν να κατανοήσουν αυτά που εκφράζουν τα παιδιά. Αυτό μπορεί να σημαίνει τη δημιουργία χώρων για τα παιδιά, ώστε αυτά να επικοινωνούν μέσω ζωγραφικής, ποιημάτων, θεάτρου, φωτογραφίας κτλ. Ένα ανάπηρο παιδί ή ένα παιδί με δυσκολίες στην επικοινωνία μπορεί να χρειαστεί επιπλέον βοήθεια στην έκφραση των απόψεών του, αλλά έχει εξίσου το δικαίωμα να το πράξει. Για όλα τα θέματα που αφορούν τα παιδιά. Το Άρθρο 12 δεν περιορίζεται σε κάποια συγκεκριμένη πτυχή της ζωής του παιδιού. Είτε πρόκειται για αποφάσεις μέσα στην οικογένεια, στο σχολείο, στο νοσοκομείο είτε σε θέματα δημόσιας πολιτικής, τα παιδιά δικαιούνται να ζητηθεί η γνώμη τους και η συμμετοχή τους. Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι πολλές αποφάσεις που παραδοσιακά παράγονται από ενήλικες επηρεάζουν τα παιδιά, όπως η τοποθεσία και ο σχεδιασμός ενός σχολείου, ο τρόπος που είναι οργανωμένες οι κλινικές, η διαχείριση των νοσοκομειακών θαλάμων και οι πολιτικές που αφορούν τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία. Όλοι αυτοί είναι τομείς όπου τα παιδιά και οι γονείς τους μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά, εάν ζητηθεί η συμβουλή τους. Οι απόψεις των παιδιών λαμβάνονται δεόντως υπόψη. Δεν έχει νόημα να ακούμε τα παιδιά αν δε δεσμευόμαστε να δώσουμε σημασία σε αυτά που λένε. Να είμαστε έτοιμοι δηλαδή να βρούμε τον χρόνο να ακούσουμε τι σκέφτονται και τι αισθάνονται και να το λάβουμε σοβαρά υπόψη. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει πάντα να γίνεται αυτό που λένε τα παιδιά, αλλά περισσότερο ότι οι απόψεις τους δεν απορρίπτονται μόνο και μόνο επειδή είναι νέοι ή επειδή αυτές δεν συμπίπτουν με εκείνες των ενηλίκων. Σύμφωνα με την ηλικία και την ωριμότητα των παιδιών. Το βάρος που δίνεται στις απόψεις του παιδιού θα εξαρτηθεί από το πόσο κατανοεί το συγκεκριμένο ζήτημα. Αυτό δε σημαίνει ότι θα πρέπει να δοθεί περισσότερο βάρος στις απόψεις των μεγαλύτερων παιδιών. Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις, για παράδειγμα, ότι τα μικρά παιδιά που έχουν βιώσει σοβαρή χειρουργική επέμβαση και
συχνές ιατρικές παρεμβάσεις μπορούν να κατανοούν τις έννοιες της ζωής και του θανάτου και τις επιπτώσεις των διάφορων επιλογών που τους αφορούν. Επίσης, φαίνεται να είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν αυτές τις επιλογές, αν υποστηρίζονται σωστά από τους ενήλικες γύρω τους. 3. Γιατί η συμμετοχή είναι σημαντική Η συμμετοχή είναι ένα θεμελιώδες δικαίωμα, αλλά είναι επίσης και ένα μέσο με το οποίο μπορεί να υλοποιηθούν άλλα δικαιώματα. Η συμμετοχή, ως στοιχείο υλοποίησης των δικαιωμάτων των παιδιών, δε συνδέεται μόνο με την παιδική ευημερία και την ευημερία της ευρύτερης κοινωνίας, αλλά θεωρείται και αναγκαία (Σχήμα 1). Σχήμα 1. Ο κύκλος της Συμμετοχής Βελτίωση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων Ενεργός συμμετοχή του πολίτη και αμοιβαιότητα Απόκτηση δεξιοτήτων Λογοδοσία και χρηστή διακυβέρνηση Ενισχυμένη προστασία Βελτίωση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Τα παιδιά έχουν μοναδικές ιδέες, γνώσεις και προοπτικές για τη ζωή τους με τις οποίες μπορούν να εμπλουτίσουν τη νομοθεσία, τις πολιτικές, την κατανομή και τις υπηρεσίες του προϋπολογισμού και ως εκ τούτου να βελτιώσουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Η ενεργός συμμετοχή των παιδιών θα συμβάλει θετικά στην ανάπτυξή τους, με την αξιοποίηση των εμπειριών τους, για παράδειγμα, στον οικογενειακό προϋπολογισμό, στις δυσκολίες που εμποδίζουν την αποτελεσματική μάθηση στα σχολεία ή στη βελτίωση της πρόσβασης στην ύδρευση και την αποχέτευση. Πολλά δικαιώματα μπορούν να
τηρηθούν αποτελεσματικά, να γίνουν σεβαστά και να προστατευτούν μόνο με την ενεργό συμμετοχή των παιδιών. Η δημιουργία ευκαιριών, ώστε τα παιδιά να εκφράζουν τη γνώμη τους ελεύθερα, είναι ζωτικής σημασίας για τη λήψη κατάλληλων αποφάσεων όσον αφορά, για παράδειγμα, την επιμέλεια στο διαζύγιο και σε περιπτώσεις χωρισμού, την υιοθεσία, τη φροντίδα, τη δικαιοσύνη των ανηλίκων, την υγειονομική περίθαλψη ή τον έλεγχο του επιπέδου φροντίδας σε ιδρύματα. Απόκτηση δεξιοτήτων. Τα παιδιά μέσα από τη συμμετοχή αποκτούν δεξιότητες, γνώσεις, ικανότητες και αυτοπεποίθηση. Ως εκ τούτου, η συμμετοχή ενισχύει την ανάπτυξή τους στον μέγιστο δυνατό βαθμό, συμβάλλει στην απόκτηση ευκαιριών εκπαίδευσης και ενθαρρύνει την απόκτηση ικανοτήτων άσκησης των δικαιωμάτων τους. Ενισχυμένη προστασία. Η συμμετοχή οδηγεί σε καλύτερη προστασία. Τα παιδιά που είναι παθητικά και δεν εκφράζουν ελεύθερα τη γνώμη τους μπορεί να κακοποιηθούν από ενήλικες, οι οποίοι μπορεί να μείνουν ατιμώρητοι. Η παροχή πληροφοριών, η ενθάρρυνση να εκφράσουν τις ανησυχίες τους και η καθιέρωση ασφαλών και προσιτών μηχανισμών για την αντιμετώπιση της βίας και της κακοποίησης αποτελούν βασικές στρατηγικές για την παροχή αποτελεσματικής προστασίας. Τα παιδιά που έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με την υγεία γενικά και ειδικότερα τη σεξουαλική υγεία είναι σε θέση να προστατεύσουν καλύτερα τον εαυτό τους από μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και από τον ιό HIV. Έχει βρεθεί ότι οι ευκαιρίες για συμμετοχή παίζουν σημαντικό ρόλο σε περιπτώσεις συγκρούσεων και καταστάσεων έκτακτης ανάγκης. Ένας άλλος τομέας στον οποίο η συμμετοχή μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της προστασίας των παιδιών και της νεολαίας είναι η κακοποίηση και η εκμετάλλευση στο διαδίκτυο. Ισχυρότερη συμμετοχή του πολίτη. Η συμμετοχή προωθεί την ιδιότητα του ενεργού πολίτη. Μέσα από την εμπειρία της άμεσης συμμετοχής σε θέματα που τα αφορούν, τα παιδιά αποκτούν την ικανότητα να συμβάλουν στη δημιουργία ειρηνικών και δημοκρατικών κοινωνιών που σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η συμμετοχή συντελεί στη δημιουργία μιας κουλτούρας σεβασμού στην κοινωνία, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται μέσω διαπραγματεύσεων και όχι μέσω συγκρούσεων. Τα παιδιά μαθαίνουν επίσης ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι αμοιβαία και όχι μια διαδρομή ενίσχυσης του εγωισμού.
Ενισχυμένη λογοδοσία. Η συμμετοχή είναι θεμελιώδης για την οικοδόμηση μιας διαδικασίας λογοδοσίας των κρατών και προώθησης χρηστής διακυβέρνησης. Είναι ένα μέσο με το οποίο οι κυβερνήσεις αλλά και άλλοι φορείς έχουν καθήκον να λογοδοτήσουν. Επενδύοντας στην ανάπτυξη των ικανοτήτων των παιδιών όσον αφορά την ενεργό τους συμμετοχή, θα συμβάλλουμε στη δημιουργία μιας πιο ανοιχτής και διαφανούς διακυβέρνησης. Επίσης, η κοινοτική συμμετοχή στις αποφάσεις της κυβέρνησης βοηθά στη βελτίωση των δημόσιων υπηρεσιών, καθιστά υπόλογους τους δημοσίους υπαλλήλους, εξασφαλίζει δικαιοσύνη και ενισχύει το περιεχόμενο της νομοθεσίας. 4. Περίληψη Τα άρθρα 2, 3, 6 και 12 της σύμβασης λειτουργούν και ως γενικές αρχές που διαπερνούν την εφαρμογή των δικαιωμάτων του παιδιού. Οι τέσσερις αυτές αρχές θα πρέπει να αντιμετωπιστούν τόσο σε σχέση με κάθε παιδί ξεχωριστά όσο και με τον τρόπο που έχουν σχεδιαστεί να λειτουργούν οι υπηρεσίες σας. Επίσης, πρέπει να λάβετε υπόψη σας και τις συνθήκες μέσα στις οποίες ζουν και μεγαλώνουν τα παιδιά, καθώς και τις ευθύνες που μπορεί να έχετε προκειμένου να ευαισθητοποιήσετε για τα θέματα αυτά τη δημόσια σφαίρα. Ωστόσο, όλα τα παραπάνω ζητήματα δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από εσάς μεμονωμένα. Προκειμένου να υποστηρίξετε την εκπλήρωση αυτών των βασικών αρχών / δικαιωμάτων, χρειάζεται να υποστηριχτείτε τόσο μέσα στον χώρο της εργασίας σας όσο και ευρύτερα, δηλαδή από τη νομοθεσία και τις πολιτικές που αφορούν τα παιδιά. Η κατανόηση της σημασίας των δικαιωμάτων των παιδιών και των βασικών αρχών που διασφαλίζουν την εφαρμογή τους θα συμβάλει στην εγκαθίδρυση διαλόγου τόσο με τους συναδέλφους σας και τους προϊσταμένους σας όσο και με τα ίδια τα παιδιά και τους γονείς τους.
Επιπλέον προτεινόμενο διάβασμα CRC General Comment No. 14, The right of the child to have his or her best interests taken as a primary consideration, CRC/C/GC/14, May 2013 CRC General Comment No.12, The right of the child to be heard, CRC/C/GC/12, July 2009 Guide to non-discrimination and the CRC, CRIN, https://www.crin.org/en/docs/crc_guide.pdf Implementation Handbook on the UN Convention on the Rights of the Child, UNICEF, 2007 (http://www.unicef.org/publications/index_43110.html).