ΘΕΜΑ: «ΚΑΝΤ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ»

Σχετικά έγγραφα
ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ONORA O' NEIL

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Ενότητα 9: Η σχέση μεταξύ νόμου και ελευθερίας. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

Η έννοια της αιτιότητας στη φιλοσοφία του Kant: η σημασία της Δεύτερης Αναλογίας

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

Δεοντολογία Επαγγέλματος Ηθική και Υπολογιστές

Θέµατα Αρχών Φιλοσοφίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ Λυκείου 2000

Φ 619 Προβλήματα Βιοηθικής

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο

Θέµατα Αρχών Φιλοσοφίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ Λυκείου 2000

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Η έννοια της κοινωνικής αλλαγής στη θεωρία του Tajfel. Ο Tajfel θεωρούσε ότι η κοινωνική ταυτότητα είναι αιτιακός παράγοντας κοινωνικής αλλαγής.

6. Η θεωρία του Καντ για την κατηγορική προσταγή

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

Tο βασικό ερώτημα στην ηθική φιλοσοφία αναφέρεται

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ MANAGEMENT ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ. Ορισμοί

Θεός και Σύμπαν. Source URL:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

Εναλλακτικές θεωρήσεις για την εκπαίδευση και το επάγγελμα του εκπαιδευτικού

Είναι τα πράγματα όπως τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας;

Εισηγητής Δρ. Αβραάμ Παπασταθόπουλος. Δρ. Αβραάμ Παπασταθόπουλος

ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ. Δρ. Γεώργιος Θερίου

Μέθοδοι Έρευνας. Ενότητα 2.7: Τα συμπεράσματα. Βύρων Κοτζαμάνης ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΟ 22 2 ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στη θεωρία του L.S. Vygotsky ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΙΙ. Καλλιρρόη Παπαδοπούλου ΕΚΠΑ/ΤΕΑΠΗ

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

ΑΡΧΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 2002

1 Μνηστεία Επιστροφή δώρων και συμβόλων

Διάταξη Θεματικής Ενότητας TSP61 / ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

Λογική. Μετά από αυτά, ορίζεται η Λογική: είναι η επιστήμη που προσπαθεί να εντοπίσει και να αναλύσει τους καθολικούς κανόνες της νόησης.

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ

Τεχνικές συλλογής δεδομένων στην ποιοτική έρευνα

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22. ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.

Ο Άνσελμος για την ύπαρξη του Θεού (Monologion κεφ. 1)

Η ΜΙΚΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ, ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗ

ΑΜΟΙΒΕΣ, ΠΟΙΝΕΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΚΙΝΗΤΡΑ ΣΤΗΦΥΣΙΚΗΑΓΩΓΗ. Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα

Ηθικός Κίνδυνος. Το βασικό υπόδειγμα. Παρουσιάζεται ένα στοχαστικό πρόβλημα χρηματοδότησης όταν τα αντισυμβαλλόμενα μέρη έχουν συμμετρική πληροφόρηση.

6 ο ΜΑΘΗΜΑ Έλεγχοι Υποθέσεων

Γ Λυκείου Αρχαία θεωρητικής κατεύθυνσης. Αριστοτέλης

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

Εισαγωγή στις πολιτισμικές σπουδές

GEORGE BERKELEY ( )

Μ Ε Τ Α Π Τ Υ Χ Ι Α Κ Η Δ Ι Π Λ Ω Μ Α Τ Ι Κ Η Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥΣ;

Δημόσια διαβούλευση. Ερωτήσεις και απαντήσεις

Στόχοι ομάδας. Σωστή οργάνωση Καλή συνεργασία Επιμέλεια Συγκέντρωση υλικού Επιτυχία της εργασίας Καλύτερη γνωριμία με τους συμμαθητές μας


Περιγραφή του εκπαιδευτικού/ μαθησιακού υλικού (Teaching plan)

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Σάββατο, 12 Απριλίου 2014

Αντιμετώπιση και Διαχείριση των Προβλημάτων στην Σύγχρονη Καθημερινή Πραγματικότητα

Το Ρυθμιστικό Πλαίσιο της Ανοικτής Διακυβέρνησης και των Ανοικτών Δεδομένων Μερος Α: Ποιοτικά Χαρακτηριστικά

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων

Κυριακή Αγγελοπούλου. Επιβλέπων Καθηγητής: Μανώλης Πατηνιώτης

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

Η Αριστοτελική Φρόνηση

Ενότητα 1: Εισαγωγή στην έννοια και την ύλη της Εφαρμοσμένης Ηθικής

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων

Ψυχολογία της προσωπικότητας θεωρίες.

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Στατιστική Ι. Ενότητα 9: Κατανομή t-έλεγχος Υποθέσεων. Δρ. Γεώργιος Κοντέος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων Γρεβενών

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ.

Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία

SEC(2010) 1525 τελικό COM(2010) 733 τελικό ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 2

Βιολογική εξήγηση των δυσκολιών στην ανθρώπινη επικοινωνία - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχολόγ

Θεωρία Παιγνίων Δρ. Τασσόπουλος Ιωάννης

Τι είναι οι αξίες και ποια η σχέση τους με την εκπαίδευση; Σε τι διαφέρουν από τις στάσεις και τις πεποιθήσεις; Πώς ταξινομούνται οι αξίες;

«Φύλλο εργασίας 2» «Εντοπίζοντας χαρακτηριστικά της διαισθητικής βιολογικής γνώσης των μικρών παιδιών»

ΚΕΙΜΕΝΑ Ι 1. 1 Τα κείμενα που ακολουθούν συνοδεύουν και υποβοηθούν τη μελέτη των αντίστοιχων

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 5: H ανάπτυξη της ηθικότητας και της προκοινωνικής

ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

Ιστοεξερευνήσεις Στοχοθετημένη διερεύνηση στο Διαδίκτυο. Τ. Α. Μικρόπουλος

Το ζήτημα της πλάνης στο Σοφιστή του Πλάτωνα

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ Στο Σχέδιο Νόμου

Γιώργος Κ. Ζαρίφης Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής. Ενότητα 9: Ομάδες Αναφοράς και Διάγνωση- Καταγραφή Αναγκών

Κεφάλαιο 1 Συστήματα γραμμικών εξισώσεων

Επιστημονική ομάδα - συνεργάτες

Η ενότητα της Συζήτησης στο δοκίμιο εμπειρικής έρευνας

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 1. Βασικές αρχές 1-1

Μέθοδοι Έρευνας. Ενότητα 2.1: : Η Διατύπωση του Κεντρικού Ερωτήματος-Προβλήματος. Βύρων Κοτζαμάνης

Ηθική ανά τους λαούς

Συμπεριφορά Καταναλωτή

1.3 Συστήματα γραμμικών εξισώσεων με ιδιομορφίες

Το ΔΣ και τα μέλη του

Ψυχωτικές διαταραχές και θεραπευτική αντιμετώπιση - Ο Δρόμος για την Θεραπεία Σάββατο, 10 Ιούλιος :29

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜ.Ε.Α. ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ: ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ ΑΚΑΔ. ΕΤΟΥΣ

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

ΩΡΑ ΓΙΑ ΚΙΝΟΥΜΕΝΑ ΣΧΕΔΙΑ ΕΠΙΡΡΟΗ ΚΙΝΟΥΜΕΝΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ ΣΤΗ ΠΑΙΔΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: «ΚΑΝΤ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ» ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: κ. ΠΑΤΕΛΛΗ ΙΟΛΗ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η φιλοσοφία του Καντ κέντρισε το ενδιαφέρον μου ήδη από τις προπτυχιακές σπουδές μου. Ωριμάζοντας, περισσότερο με γοήτευσε η καντιανή έννοια της αυτονομίας, η οποία αποτελεί και το κύριο θέμα της παρούσας εργασίας. Κατά την πορεία της συγγραφής, ήρθα σε επαφή με όλες τις δυσκολίες, με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος κάθε νέος φοιτητής, που επιχειρεί να μελετήσει τον Καντ. Παρόλα αυτά, προσπάθησα να τις ξεπεράσω, αλλά οφείλω να παραδεχτώ ότι ένα μεγάλο εμπόδιο στην προσπάθεια αυτήν, ήταν ο περιορισμένος χρόνος που διέθετα. Η εργασία αυτή εκπονήθηκε υπό την επίβλεψη της καθηγήτριας κας Ιόλης Πατέλλη. Θέλω να της εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες για την βοήθειά της και τις χρήσιμες συμβουλές που μου παρείχε. Κατά την πορεία της συνεργασίας μας, ο στόχος μου ταυτίστηκε με τον σκοπό της στόχος μου δεν ήταν απλά να αποκτήσω έναν ακόμα τίτλο σπουδών, αλλά να εμβαθύνω στην φιλοσοφική μέθοδο και να γνωρίσω το αντικείμενο με το οποίο ασχολήθηκα. Και σκοπός της δεν ήταν απλά η επίβλεψη μιας διπλωματικής εργασίας ακόμα, αλλά μια προσπάθεια να μου δείξει τον δρόμο για να φτάσω στον στόχο μου. Ιδιαίτερες ευχαριστίες της οφείλω για την προσφορά της στο Τμήμα Φιλοσοφίας όλα αυτά τα χρόνια και της εύχομαι καλή συνταξιοδότηση. Θα ήθελα, επίσης να ευχαριστήσω τον κ. Ανδρέα Μιχαλάκη για τις γνώσεις που μου παρείχε κατά την διάρκεια των παραδόσεων του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών. Επίσης, ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους τους διδάσκοντες του Τμήματος Φιλοσοφίας, παρόντες και απόντες, για τα εφόδια που μου έδωσαν όλα αυτά τα χρόνια. Τέλος, θέλω να ευχαριστήσω την οικογένειά μου και τον σύντροφό μου για την υπομονή και την κατανόηση που έδειξαν όλον αυτόν τον καιρό. Πάτρα, Σεπτέμβριος 2012 ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 2

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ.2 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ..3-5 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ..6-7 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...8-9 1. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ I. Η ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΑΠΟ ΔΥΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΣΚΟΠΙΕΣ. ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.. 10-15 II. Η ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΒΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΑΣ..15-17 III. ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ.17 i. Η ΒΟΥΛΗΣΗ. 18-22 ii. iii. ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ......22-25 Η ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΔΥΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ..25-26 ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 3

iv. ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΑ Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΔΥΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ.....26-30 v. ΠΟΤΕ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ.. 30-33 vi. ΠΟΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΙ ΚΑΘΕ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΣΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ.33-40 2. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ I. ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ..... 41 II. ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ..42-45 III. Η ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΓΗ.45-50 IV. Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ... 50-57 3. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ. ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΣΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ I. Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ALLISON...58-59 i. Η ΑΥΤΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ.. 59-62 ii. Η ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΚΑI Η ΘΕΣΗ ΑΜΟΙΒΑΙΟΤΗΤΑΣ. 62-64 iii. Η ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΩΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ.64-67 iv. Η ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 4

ΩΣ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ....67-71 v. Η ΣΧΕΣΗ ΑΥΤΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ...71 II. Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ GUYER... 72-75 i. Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ....75-76 ii. ΒΗΜΑ ΠΡΩΤΟ: ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΒΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ... 76-81 iii. ΒΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ...81-83 iv. ΒΗΜΑ ΤΡΙΤΟ: ΤΑ ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ ΜΕΣΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ. 83-84 III. ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ....84-93 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΕΠΙΛΟΓΟΣ.....94-98 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ.. 99-100 ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 5

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ CPR Kant, I. (1998). «Critique of pure reason». (επιμ. Guyer, P. Και Wood., A.). United States of America: Cambridge University Press. RBR Kant, I. (1998). «Religion within the boundaries of mere reason and other writings». (επιμ. Wood, A. Και Giovanni, G.). United States of America: Cambridge University Press. MM Kant, I. (1991). «The metaphysics of morals». (εισαγ., μετάφρ. Gregor, M.). United States of America: Cambridge University Press. Δοκίμια Καντ, Ι. (1971). «Δοκίμια». (εισαγ., μετάφ., σχ., Παπανούτσου, Ε.). Αθήνα: Δωδώνη. ΘΜΗ Καντ, Ι. (1984). «Τα θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών». ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 6

(εισαγ., μετάφ., σχ., Τζαβάρας, Γ.) Αθήνα: Δωδώνη. ΚΠΛ Καντ, Ι. (2004). «Κριτική του πρακτικού λόγου». (μετάφ., σημ., επιλ., Ανδρουλιδάκης, Κ.). Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ Στα αποσπάσματα που παρατίθενται στην παρούσα εργασία από την μετάφραση των Θεμελίων της μεταφυσικής των ηθών άλλαξα τους εξής όρους: όπου ο Τζαβάρας μεταφράζει «θέληση» η παρούσα εργασία μεταφράζει «βούληση» (το ίδιο ισχύει και για την μετάφραση της Κριτικής του πρακτικού λόγου του Ανδρουλιδάκη), όπου «καλή» «αγαθή», όπου «προστακτική» «προσταγή» και όπου «αξίωμα» «αρχή». Επίσης, ακολουθώντας τις ελληνικές μεταφράσεις διευκρινίζω ότι απέδωσα τον όρο «spontaneity» ως «αυτενέργεια». ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 7

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να πραγματευτεί διεξοδικά την έννοια της καντιανής αυτονομίας. Αναγκαία προϋπόθεσή της αυτονομίας συνιστά η ελευθερία της βούλησης, επομένως η τελευταία αποτελεί το σημείο εκκίνησης και κατάληξης αυτής της έρευνας. Είναι οι άνθρωποι ελεύθεροι να κάνουν τις επιλογές τους και ως εκ τούτου, έχουν την πλήρη ευθύνη των πράξεών τους; Ή είναι μαριονέτες, αθύρματα στα χέρια μιας αιτιοκρατικής πραγματικότητας, μέσα στην οποία κάθε πράξη τους είναι νομοτελειακά προκαθορισμένη; Και περαιτέρω, εάν είναι ελεύθεροι, ποιος ο δρόμος για την ηθική αυτονομία; Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι έχουν ελευθερία της βούλησης, παρόλο που είναι αδύνατον να παρέχουν επιχειρήματα υπέρ αυτής. Έτσι, το πρώτο κεφάλαιο εκκινεί από την κοινή αυτή πεποίθηση, καταδεικνύοντας την αναγκαιότητα να συμβιβαστεί με τον ντετερμινισμό. Εισδύει στην προσπάθεια του Καντ να παρέχει αυτόν τον συμβιβασμό, επικαλούμενος την υπερβατολογική ελευθερία, για να φτάσει στην εφαρμογή αυτής της ελευθερίας στην ανθρώπινη βούληση και από εκεί στην αυτονομία. Κατά την πορεία αυτή αναλύονται διεξοδικά οι δυο λειτουργίες της βούλησης, ο Wille και η Willkür, και διάφορα ερμηνευτικά προβλήματα που προκύπτουν, αναφορικά με τις δυο αυτές λειτουργίες και τον φορέα στον οποίο αποδίδεται η αυτονομία, η οποία λειτουργεί βάσει του δικού της νόμου. ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 8

Το δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζει τον νόμο της ελεύθερης βούλησης και την προσπάθεια του Καντ να αποδείξει την ανωτέρω πεποίθηση των περισσότερων ανθρώπων. Το κεφάλαιο αυτό, διαγράφοντας έναν κύκλο, καταλήγει στο αρχικό σημείο εκκίνησης του πρώτου κεφαλαίου, ούτως ώστε να δείξει τον τρόπο με τον οποίο ο Καντ συμβιβάζει την ελευθερία με την αιτιοκρατία. Το τρίτο κεφάλαιο εστιάζει σε δυο βασικές προσεγγίσεις της καντιανής αυτονομίας. Η πρώτη προσέγγιση είναι του Allison, σύμφωνα με τον οποίο η αυτονομία είναι η ικανότητα του ανθρώπου να παρακινείται από το κίνητρο του καθήκοντος, ανεξάρτητα από τις αισθητηριακές ροπές του. Και η δεύτερη προσέγγιση είναι του Guyer, σύμφωνα με τον οποίο η αυτονομία είναι η ανεξαρτησία του ανθρώπου από την κυριαρχία των αισθητηριακών ροπών, είτε του ίδιου του ανθρώπου είτε των άλλων ανθρώπων. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με μια κριτική αποτίμηση των δυο αυτών προσεγγίσεων, και περισσότερο της προσέγγισης του Guyer από τον Pippin και τον Reath. ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 9

1. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ I. Η ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΑΠΟ ΔΥΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΣΚΟΠΙΕΣ. ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ο συνηθισμένος τρόπος με τον οποίο οι κοινωνικές και ψυχολογικές επιστήμες προσεγγίζουν το φαινόμενο της πράξης είναι ως εάν αυτή να αποτελεί ένα προϊόν διαφόρων παραγόντων, οι οποίοι συντελούνται μέσα στο υποκείμενο το οποίο πράττει. Οι παράγοντες αυτοί, συνιστούν τα προσωπικά βιώματα εκάστου υποκειμένου, την ιδιοσυγκρασία του, τις επιθυμίες του, τα πιστεύω του, τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές αντιλήψεις του, κ.ο.κ. Οποτεδήποτε ο άνθρωπος επιλέγει την εκάστοτε πορεία πράξης, η επιλογή του αυτή επηρεάζεται, ως έναν βαθμό, από τους ανωτέρω παράγοντες. Η επιρροή αυτή καθιστά δύσκολη έως και αδύνατη κάθε προσπάθεια να ερμηνευτεί και να δικαιολογηθεί η επιλογή του υποκειμένου ανεξάρτητα από τους παράγοντες αυτούς. Ακόμα, όμως και αν γίνει εφικτό να απομονωθεί η πράξη από αυτούς τους παράγοντες, εξακολουθεί να είναι γενικά αποδεκτό πως, για να πράξει το υποκείμενο, πρέπει να λάβει υπόψιν του διάφορες παραμέτρους, για παράδειγμα να αποσαφηνίζει αυτό στο οποίο θέλει να κατευθυνθεί με την πράξη του, να θέτει έναν σκοπό, να αξιολογεί τις δυνατότητες του και βάσει αυτών να χαρτογραφεί ένα σχέδιο πράξης, να αξιολογεί τις πράξεις των άλλων, κ.ο.κ. Ωστόσο, η θεώρηση της πράξης δεν εξαντλείται σε αυτήν την προσέγγιση. Η απομόνωσή της από τέτοιου είδους καθοριστικές παραμέτρους εξακολουθεί να υφίσταται ως αίτημα, ούτως ώστε να είναι ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 10

εφικτό να αποδοθεί μια μορφή ελευθερίας στις επιλογές του υποκειμένου. Έτσι, η ίδια πράξη μπορεί να παρατηρηθεί και να ερμηνευτεί από δυο εντελώς διαφορετικές σκοπιές, οι οποίες έχουν οδηγήσει σε δυο αντιμαχόμενες ερμηνείες της πράξης, με την μια να επικρατεί της άλλης στις διάφορες ηθικές θεωρίες που κατά καιρούς διατυπώνονται, εφόσον θεωρούνται ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Η ίδια και η αυτή πράξη μπορεί να παρατηρηθεί αφενός, από την σκοπιά του πράττοντος υποκειμένου και αφετέρου από την σκοπιά ενός εξωτερικού παρατηρητή. Για να γίνει σαφέστερη η διάκριση αυτή, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο οι δυο σκοπιές αποκλίνουν, μπορούμε να τις αντιστοιχήσουμε στην πράξη του αρχαίου δράματος. Το δράμα προέρχεται από το ρήμα δράω, δρω (πράττω, πράσσω) και αντιτίθεται στο πάσχω (επηρεάζομαι, παθαίνω). Το αρχαίο δράμα εκτυλίσσεται επομένως, γύρω από την ανθρώπινη πράξη. Κεντρικό ρόλο σε ένα δράμα παίζει, από τη μία, ο ηθοποιός - πράττων, ο οποίος πράττει, δρα, με την πεποίθηση ότι οι πράξεις του είναι το αποτέλεσμα της δικής του ελεύθερης επιλογής, δίχως να γνωρίζει ότι αυτές ενδέχεται να καθορίζονται από κάτι πέραν των δικών του δυνάμεων. Και από την άλλη, ο θεατής - παρατηρητής, που γνωρίζει την πραγματικότητα, η οποία είναι πως ο ηθοποιός - πράττων πράττει καθοριζόμενος από έναν αστάθμητο παράγοντα, την μοίρα, από την οποία είναι αδύνατον να παρεκκλίνει, και ως εκ τούτου, εφόσον αγνοεί κάποιες σημαντικές διαστάσεις, είναι αδύνατον να γνωρίζει ο ίδιος τις συνέπειες που πρόκειται να επιφέρουν οι εκάστοτε πράξεις του. Έτσι, στα μάτια του θεατή - παρατηρητή, ο ηθοποιός - πράττων εμφανίζεται ως εάν να πάσχει. Σε αυτό έγκειται η τραγική ειρωνεία, αφού ο θεατής - παρατηρητής γνωρίζει όλη την προκαθορισμένη πορεία του ηθοποιού - πράττοντος, ενώ ο ίδιος ο πράττων την αγνοεί. Για να γίνει κατανοητή η διάκριση, ας πάρουμε ως παράδειγμα το δράμα Οιδίπους τύραννος. Ο ηθοποιός - πράττων εν αγνοία του, σκοτώνει τον πατέρα του και παντρεύεται την μητέρα του, διαπράττοντας έτσι μίαν ύβρη, η οποία διαταράσσει την κοσμική ισορροπία. Παρόλα αυτά, εφόσον βρίσκεται σε πλήρη άγνοια, οι πραγματικές προθέσεις του δεν συνίστανται στην διάπραξη ενός τόσο μεγάλου κακού, επομένως, δεν έχει την δυνατότητα να προβλέψει τις συνέπειες των πράξεών του αυτών, οι οποίες εμφανίζονται με την μορφή αιτίας - αποτελέσματος, καθόσον κάθε πράξη του επιφέρει ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 11

και ένα μεγάλο δεινό. Μέσα στην άγνοιά του, αυτός πράττει θεωρώντας πως κάνει τις επιλογές του, ωστόσο πληρώνει για αυτές ως εάν να είναι πλήρως υπεύθυνος ακόμα και αν δεν γνωρίζει. Οι πράξεις του Οιδίποδα ταυτόχρονα, όμως, εξετάζονται και από τους θεατές - παρατηρητές, οι οποίοι τις βλέπουν ως αυτές να υπόκεινται σε νόμους οι οποίοι κυβερνούν τις ζωές των ανθρώπων, αντιλαμβανόμενοι πως ο ηθοποιός - πράττων ακολουθεί ένα πεπρωμένο, μια μοίρα η οποία έχει καθοριστεί πριν από τον ίδιο και από την οποία είναι αδύνατον να ξεφύγει, καθώς αυτή ξεπερνά τις ανθρώπινες δυνάμεις του, καθιστώντας τον από πράττων υποκείμενο σε πάσχων. Επομένως, ο θεατής - παρατηρητής αναμένει τις συνέπειες που προκύπτουν από την δράση του ηθοποιού - πράττοντος, καθώς μπορεί, κατά κάποιο τρόπο, από την αρχή να τις προβλέψει. Διότι γνωρίζει πως ο ηθοποιός - πράττων είναι καθορισμένος από την μοίρα να πράττει κατά έναν συγκεκριμένο τρόπο, και οι πράξεις του αυτές πρέπει να επιφέρουν και την ανάλογη τιμωρία, εφόσον είναι υβριστικές. Η ανωτέρω αντιστοιχία μπορεί να εφαρμοστεί και στην πραγματική πράξη: όταν η πράξη παρατηρείται από την σκοπιά του εξωτερικού παρατηρητή, θεωρείται ως αιτιακά καθορισμένη από πρότερα γεγονότα, και επομένως η πράξη εμπίπτει στον αιτιακό μηχανισμό της φύσης. Εντάσσοντας την πράξη στην αλυσίδα αιτίας - αποτελέσματος (όπου η αιτία μπορεί να είναι ο Θεός, κάποιοι φυσικοί ή ψυχολογικοί νόμοι) καθίσταται δυνατή και η πρόβλεψη της. Έτσι, ο εξωτερικός παρατηρητής έχει την δυνατότητα, αφού εξετάσει όλες τις συνθήκες του υποκειμένου, είτε να προβλέπει την πράξη στην οποία πρόκειται να οδηγηθεί το υποκείμενο αυτό, είτε να την δικαιολογεί αφού γίνει (βάσει των πρότερων αιτιών). Αντιθέτως, όταν η πράξη παρατηρείται από την σκοπιά του πράττοντος υποκειμένου, δεν λαμβάνεται υπόψιν μια τέτοια αιτιακή σχέση, καθώς ο άνθρωπος που πράττει είναι πεπεισμένος πως είναι ελεύθερος να σκεφτεί όλες τις εναλλακτικές τις οποίες έχει στην διάθεση του και επιλέγοντας κάποια από αυτές, να οδηγηθεί στην πράξη. Έτσι, ο άνθρωπος δεν θεωρεί ότι πράττει καθοριζόμενος από κάποιες πρότερες αιτίες τις οποίες δεν δύναται να ελέγξει. Πριν πράξει, αντιλαμβάνεται ότι έχει στην διάθεσή του αρκετούς λόγους, τους οποίους αφού μελετήσει, αποφασίζει ελεύθερα ποιος από αυτούς πρόκειται να τον οδηγήσει τελικώς στην πράξη. Είναι όμως, ακριβώς αυτή η δυνατότητα της ελεύθερης ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 12

επιλογής η οποία αναιρείται από την σκοπιά του εξωτερικού παρατηρητή, όπου θεωρώντας την πράξη ως προκύπτουσα από μια πρότερη αιτία, θεωρείται ως αναμενόμενο, δεδομένης της αιτίας, πως ο άνθρωπος επρόκειτο να προβεί στην συγκεκριμένη πράξη. Και το σημαντικό είναι, πως όχι μόνο μια επιμέρους πράξη μπορεί να προβλεφθεί κατά τον τρόπο αυτό, αλλά ακόμα και ολόκληρη η συμπεριφορά και πορεία του υποκειμένου, αφού αυτή συντίθεται από επιμέρους πράξεις που καθορίζονται από πρότερες αιτίες. Τα τελευταία χρόνια, οι αιτίες που θεωρούνται ως καθοριστικές της πράξης αναφέρονται κυρίως στην ψυχολογία του ανθρώπου. Επομένως, δεν είναι κάποιες εξωτερικές αιτίες, προς το υποκείμενο που πράττει, οι οποίες καθορίζουν την πράττουσα συμπεριφορά του (π.χ. Θεός). Έτσι, στην περίπτωση αυτή ο άνθρωπος είναι ελεύθερος από καθοριστικές εξωτερικές προς τον ίδιον αιτίες, εντούτοις καθορίζεται μόνον από εσωτερικές. Αυτή η έννοια ελευθερίας από εξωτερικά αίτια που αποδίδεται στον άνθρωπο ονομάζεται ψυχολογική (ή συγκριτική) ελευθερία (ΚΠΛ, 144). 1 Ο Καντ αποδέχεται την ψυχολογική αυτή ελευθερία της πράξης, χωρίς ωστόσο να του αρκεί. Διότι, ακόμα και αν, σύμφωνα με την ψυχολογική ελευθερία, ένα αποτέλεσμα ονομάζεται ελεύθερο όταν «ο καθοριστικός φυσικός λόγος του βρίσκεται εσωτερικώς στο δρών ον» (ΚΠΛ, 142), η ελευθερία αυτή δεν διαφέρει από την κίνηση ενός ρολογιού διότι και αυτό «κινεί τον ίδιο τον δείκτη του συνεπώς δεν χρειάζεται να ωθηθεί απ' έξω» (ΚΠΛ, 142) ή από την ελευθερία μιας περιστρεφόμενης σούβλας η οποία «άπαξ και κουρδιστεί πραγματοποιεί τις κινήσεις της μόνη της» (ΚΠΛ, 144). Βέβαια, ο Καντ αποδεχόμενος την ψυχολογική ελευθερία, αναγνωρίζει πως αν μπορούσαμε να ερευνήσουμε όλα τα δεδομένα, «δεν θα υπήρχε ανθρώπινη πράξη που δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί με βεβαιότητα» και μάλιστα με την ίδια βεβαιότητα με την οποία μπορούμε να υπολογίσουμε την έκλειψη της σελήνης και του ήλιου (CPR, Α 549-550/Β 577-578. ΚΠΛ, 147). Το πρόβλημα όμως στο οποίο ο Καντ εστιάζει, είναι, πως η αποδοχή της ψυχολογικής ελευθερίας δεν συμβιβάζεται με την σκοπιά του 1 Ωστόσο, αν και οι πράξεις δεν προκαλούνται από αιτίες εξωτερικές προς το άτομο, εντούτοις προκαλούνται από τις εκάστοτε ψυχολογικές καταστάσεις του ατόμου, επομένως, οι επιλογές του εξακολουθούν να μην υπόκεινται στον δικό του έλεγχο (Keller, 2010, σ. 133-4). ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 13

πράττοντος υποκειμένου, και δεν δικαιολογεί την πεποίθηση του ανθρώπου πως πράττει ελεύθερα. Παρόλο που μια τέτοια ελευθερία αποδίδεται στην επιλογή του ανθρώπου, δεν έχει την δύναμη για να υποστηρίξει εκείνη την αντίληψη επιλογής την οποία απαιτεί η ηθική υπευθυνότητα (Keller, 2010, 119). Διότι δεδομένης μόνο της ψυχολογικής ελευθερίας, οι λόγοι που καθοδηγούν το υποκείμενο να πράττει δεν βρίσκονται στην εξουσία του (ΚΠΛ, 142) και ο Καντ παραλληλίζει το υποκείμενο αυτό με μια μαριονέτα (ΚΠΛ, 149): όπως η μαριονέτα οδηγείται σε κίνηση μέσω του νήματος που συνδέει τα άκρα της από το χέρι του ανθρώπου που κρατά και κουνά το νήμα, έτσι και ο ψυχολογικά ελεύθερος άνθρωπος, οδηγείται στην πράξη μέσω της παρέμβασης κάποιας εσωτερικής αιτίας. Αν όμως, η ψυχολογική ελευθερία είναι το μόνο είδος ελευθερίας που υπάρχει, τότε η ελευθερία καθίσταται μία αυταπάτη (ΚΠΛ, 149), εφόσον η πράξη είναι αδύνατον να παραληφθεί στο μέτρο που καθορίζεται από κάποια αιτία, και αυτό έχει μια μεγάλη συνέπεια: περιορίζεται η δυνατότητα της ηθικής υπευθυνότητας: να θεωρούνται οι άνθρωποι πλήρως υπεύθυνοι για τις εκάστοτε πράξεις τους. Εφόσον η καθοριζόμενη από κάποια πρότερη αιτία, πράξη, δεν μπορεί να παραληφθεί, ο άνθρωπος δεν έχει την δυνατότητα εναλλακτικής πράξης επομένως, δεδομένου του ότι δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά, μετριάζονται ή και εξαφανίζονται οι ευθύνες του (ΚΠΛ, 142-3). Παρ' όλα αυτά, ο Καντ αντιλαμβάνεται ότι ο άνθρωπος από την στιγμή που υπόκειται στην φύση και στον χρόνο, δεν μπορεί να εξαιρεθεί εντελώς από την αναγκαιότητα των φυσικών νόμων, γιατί τότε θα παραδιδόταν στην «τυφλή τύχη» (ΚΠΛ, 141), επομένως δεν μπορεί να απορριφθεί εντελώς η ψυχολογική ελευθερία. Κατά συνέπεια, αυτό που χρειάζεται είναι μια ηθική θεωρία που να συμφιλιώνει την αιτιακή εξήγηση της πράξης με την επιλογή και την ηθική υπευθυνότητα. Με ποιον τρόπο, λοιπόν, ο Καντ, διατηρεί και την σκοπιά του παρατηρητή, δηλαδή την θεώρηση της πράξης ως υποκείμενης στον αιτιακό μηχανισμό, αλλά ενδυναμώνει και την σκοπιά του πράττοντος υποκειμένου, δηλαδή την θεώρηση της πράξης ως ελεύθερης; Εκκινώντας από το δεύτερο σκέλος, η απάντηση του Καντ συνοψίζεται στην αποδοχή και μιας άλλης έννοιας ελευθερίας, της υπερβατολογικής. Στα επόμενα υποκεφάλαια αφού αναλυθεί η έννοια αυτή, επιχειρείται μια προσέγγιση του τρόπου με τον οποίο ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 14

συνδέεται με το πρώτο σκέλος του ερωτήματος, πώς εφαρμόζεται στην ηθική και εν τέλει πώς, και εάν, ο Καντ καταφέρνει να συμβιβάσει τις δυο αυτές σκοπιές θεώρησης μίας και της αυτής πράξης. II. Η ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΒΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΑΣ Ο Καντ στην Πρώτη κριτική ισχυρίζεται ότι ο λόγος, προσπαθώντας να απαντήσει στα διάφορα ερωτήματα που η ίδια του η φύση θέτει, αναγκάζεται να επικαλεστεί αρχές οι οποίες υπερβαίνουν την εμπειρία, εισερχόμενος έτσι στην μεταφυσική. Η προσφυγή του λόγου σε μεταφυσικές αρχές, τον οδηγεί να κρίνει ως αναγκαίους δυο ισχυρισμούς και τις αντίστοιχες αποδείξεις τους ταυτόχρονα, οι οποίοι, όμως, βρίσκονται σε αντίφαση μεταξύ τους. Έτσι, ο λόγος οδηγείται στις αντινομίες, σε μια διαφωνία, δηλαδή, με τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς μπορεί να αποδείξει και τους δυο αντίθετους ισχυρισμούς αντινομία την οποία πρέπει ο ίδιος αφ' εαυτού να επιχειρήσει να επιλύσει. Η αντινομία αποτελείται από την θέση και την αντίθεση που θεωρούνται ισοσθενείς ισχυρισμοί. Για τους παρόντες σκοπούς, το ενδιαφέρον στρέφεται στην τρίτη αντινομία, η οποία προκύπτει από την ανάγκη του λόγου να ισχυριστεί ταυτόχρονα και την αιτιότητα της ελευθερίας και την αιτιότητα της φύσης. Ο Καντ, λοιπόν, διατυπώνει τους εξής ισχυρισμούς και ακολούθως, τις αντίστοιχες αποδείξεις τους: Η θέση: Η φυσική αιτιότητα δεν είναι η μοναδική που υπάρχει για την δυνατότητα εξήγησης των φαινομένων, επομένως υπάρχει η ελευθερία. Η αντίθεση: Ό,τι συμβαίνει στην φύση, συμβαίνει σύμφωνα με τον φυσικό νόμο της αιτιότητας, επομένως δεν υπάρχει ελευθερία. Η απόδειξη της θέσης συνοψίζεται στην αναγκαιότητα του λόγου να ισχυριστεί ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 15

ότι υπάρχει και κάποιο άλλο είδος αιτιότητας, αυτό της ελευθερίας, διότι χωρίς αυτήν είμαστε αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουμε μια άπειρη σειρά αιτίων. Είναι, επομένως αναγκαίο να δεχθούμε την ύπαρξη μιας πρώτης αιτίας, δηλαδή μιας αιτίας η οποία δεν είναι αποτέλεσμα συγχρόνως μιας πρότερης από την ίδια αιτίας, ούτως ώστε να ξεφύγουμε από αυτήν την ατέρμονη αλυσίδα αιτίων-αποτελεσμάτων. Η απόδειξη της αντίθεσης συνοψίζεται στην αδυναμία του λόγου να ισχυριστεί μια πρώτη, ανεξάρτητη αιτία, διότι αυτή καθιστά αδύνατη την ενότητα της εμπειρίας, ενότητα η οποία διαφυλάσσεται με την αποδοχή της φυσικής αναγκαιότητας (CPR, A 446-7/B 474-5). Επομένως, είτε πρέπει να δεχθούμε ότι η φυσική αιτιότητα είναι το μόνο είδος αιτιότητας το οποίο υπάρχει και ως εκ τούτου να δεσμευτούμε από μια απεριόριστη αλληλουχία αιτιών - αποτελεσμάτων, αποκλείοντας την ύπαρξη μιας πρώτης αιτίας, είτε πρέπει να δεχτούμε ότι η φυσική αιτιότητα δεν είναι το μόνο είδος αιτιότητας που υπάρχει, αλλά υπάρχει και ένα άλλο, η αιτιότητα της ελευθερίας. Ωστόσο η διάζευξη αυτή δεν μπορεί να ισχύει, διότι ο λόγος αναγνωρίζει και την θέση και την αντίθεση ως αναγκαίους ισχυρισμούς, δημιουργώντας έτσι την αντινομία. 2 Η επίλυση της αντινομίας, και η δικαίωση και των δυο αναγκαίων ισχυρισμών συνίσταται στο εξής: δεδομένης της καντιανής διάκρισης φαινομένων-πραγμάτων καθεαυτών (ως δυο διαφορετικές σκοπιές θέασης και γνώσης ενός και του ίδιου πράγματος), η θέση πρέπει να είναι αναγκαία για τον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται τα πράγματα καθεαυτά με τα φαινόμενα ενώ η αντίθεση πρέπει να είναι αναγκαία για τα φαινόμενα και τις μεταξύ τους σχέσεις (CPR, A 498-507/B 526 535. ΚΠΛ, 84-5, 144-5). Χωρίς την διάκριση φαινομένων-νοουμένων δεν δικαιολογείται ούτε η θέση ούτε η αντίθεση, διότι θεωρούνται πάντα ως αντιθετικοί ισχυρισμοί που αποκλείουν ο ένας τον άλλον, όταν πάμε να τις εφαρμόσουμε στο ίδιο πράγμα θεωρούμενο όμως, από μια μόνο σκοπιά. 3 Πώς, λοιπόν, ο Καντ ορίζει την αιτιότητα αυτή της ελευθερίας; «Ως απόλυτη 2 Η αντινομία αυτή δημιουργείται από την απαίτηση του ίδιου του λόγου να ευρεθεί μια μη εξαρτημένη εξήγηση, δηλαδή μία πρώτη αιτία (Keller, 2010, 125). 3 Αποδεχόμενοι την αιτιότητα της ελευθερίας αναγνωρίζουμε ταυτόχρονα την ύπαρξη των πραγμάτων καθεαυτών. ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 16

αιτιακή αυτενέργεια που ξεκινά αφ' εαυτής» (CPR, A 446/B 474). 4 Η αυτενέργεια αποτελεί το θετικό χαρακτηριστικό της υπερβατολογικής ελευθερίας, εντούτοις η ίδια χαρακτηρίζεται και από ένα αρνητικό, το οποίο συνίσταται στην ανεξαρτησία αυτής της αυτενεργούς αιτιότητας από καθετί αισθητό. 5 Και ο τρόπος με τον οποίο συμβιβάζεται η ανεξαρτησία αυτή με την φυσική αναγκαιότητα είναι ο εξής: το προϊόν μιας τέτοιας αυτενέργειας (ένα τέτοιο προϊόν αποτελεί, όπως αναλύεται παρακάτω, 6 η πράξη) παρότι θεωρείται ελεύθερο, ταυτόχρονα εμπίπτει στον κόσμο των φαινομένων, έτσι άπαξ και δημιουργηθεί, συνδέεται με τα υπόλοιπα φαινόμενα βάσει του φυσικού νόμου της αιτιότητας. Επομένως, η σχέση του προϊόντος αυτού με τα νοούμενα ορίζεται ως ελεύθερη αιτιότητα ενώ η σχέση του ίδιου προϊόντος με τα φαινόμενα ορίζεται σύμφωνα με την φυσική αιτιότητα. III. ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ Ο Καντ, αυτήν την θεωρητική ιδέα περί ελευθερίας ως αυτενεργούς αιτιότητας, την οποία ανέπτυξε στην Κριτική του καθαρού λόγου, επιχειρεί, στα μετέπειτα έργα του, να την συνδέσει με την ηθική, αποδίδοντάς την στην βούληση του έλλογου ανθρώπου. Παρακάτω, αναλύοντας την έννοια της βούλησης, ο σκοπός είναι να εξετασθεί πώς συνδέεται η βούληση με την ελευθερία αυτή, καθώς και οι δυο λειτουργίες από τις οποίες αποτελείται η βούληση. 4 «Ένα είδος αιτιότητας σύμφωνα με το οποίο ακολουθούν τα συμβάντα στον κόσμο, μια ιδιότητα του να ξεκινά απόλυτα μια κατάσταση και έτσι, μια σειρά συνεπειών από αυτήν» (CPR, A 445/ B 473). 5 «Ικανότητα να ξεκινά μια κατάσταση αφ' εαυτού, η αιτιότητα της οποίας δεν υπόκειται σε κάποια αιτία που την καθορίζει στον χρόνο σύμφωνα με τους νόμους της φύσης» (CPR, A 533/B 561). Και αλλού: «ανεξαρτησία του λόγου καθεαυτό (αναφορικά με την αιτιότητα του να ξεκινά μια σειρά εμφανίσεων) από όλες τις καθοριστικές αιτίες του κόσμου των αισθήσεων» (CPR, Α 803/Β 831). 6 Βλ. σ. 56/ κεφ. 2/IV παρακάτω. ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 17

i.η ΒΟΥΛΗΣΗ Ο Καντ ορίζει την βούληση ως ένα είδος αιτιότητας που ανήκει στα έλλογα όντα και η οποία τα καθορίζει να πράττουν σύμφωνα με την παράσταση νόμων (ΘΜΗ, 58, 79, 106). 7 Ήδη από τον ορισμό, γίνεται σαφής η αντιπαράθεση μεταξύ των αντικειμένων της φύσης (φαινομένων), τα οποία εξηγούνται μόνο σύμφωνα με την φυσική αιτιότητα, και των έλλογων όντων τα οποία έχουν βούληση, μια αιτιότητα διάφορη από την φυσική η οποία, όπως θα δούμε στη συνέχεια, δίνει στα άτομα την δυνατότητα να αυτοκαθορίζονται (Sedgwick, 2008, 90). 8 Τί σημαίνει όμως, πως ένα έλλογο ον πράττει σύμφωνα με την παράσταση νόμων; Σημαίνει ότι πράττει βάσει αρχών τις οποίες παράγει ο ίδιος ο πρακτικός του λόγος. Κατ' αυτόν τον τρόπο ο Καντ συνδέει την βούληση των έλλογων όντων με την υπερβατολογική ελευθερία. Ωστόσο, είδαμε 9 ότι το αρνητικό χαρακτηριστικό της θεωρητικής υπερβατολογικής ελευθερίας είναι η ανεξαρτησία από καθετί αισθητό. Μία τέτοια, πλήρης ανεξαρτησία μπορεί να βρει εφαρμογή μόνο σε μία βούληση η οποία δεν επηρεάζεται από τίποτα αισθητηριακό, και τέτοια βούληση μπορεί να είναι μόνο μία άγια ή θεία βούληση. Επομένως, το αρνητικό χαρακτηριστικό της υπερβατολογικής ελευθερίας όταν εφαρμόζεται σε μια τέτοια βούληση, της προσδίδει ανεξαρτησία από το να επηρεάζεται από τις αισθήσεις. Μια τέτοια ανεξαρτησία ωστόσο, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην ανθρώπινη βούληση, καθόσον ο άνθρωπος επηρεάζεται από τις αισθητηριακές ωθήσεις (ροπές, επιθυμίες, 7 Ο ορισμός της βούλησης όπως παρατίθεται από τον ίδιο τον Καντ:: «ικανότητα [των έλλογων όντων] να καθορίζουν την αιτιότητα τους μέσω της παράστασης των κανόνων», δηλαδή ικανότητα των ανθρώπων να πράττουν σύμφωνα με αρχές (ΚΠΛ, 54) και αλλού «μία ικανότητα είτε να δημιουργεί αντικείμενα που αντιστοιχούν στις παραστάσεις είτε πάντως να αυτοκαθορίζεται, ώστε να παράγει τα αντικείμενα αυτά, [...] δηλαδή να καθορίζει την αιτιότητα της» (ΚΠΛ, 29). 8 Βλ. σ. 21-2/ κεφ.1/ ΙΙΙ/ i, παρακάτω. 9 Βλ. σ. 17/ κεφ.1/ ΙΙ, παραπάνω. ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 18

ανάγκες). Έτσι, όταν εφαρμόζεται στην ανθρώπινη βούληση, το αρνητικό χαρακτηριστικό της υπερβατολογικής ελευθερίας μετατρέπεται σε ανεξαρτησία από την αναγκαιότητα των αισθητηριακών ωθήσεων. Ο λόγος, αντίστοιχα, μπορεί να καθορίζει την βούληση αντίστοιχα με τους ακόλουθους τρόπους, που αναλογούν προς τα δυο είδη βούλησης: Είτε ο πρακτικός λόγος καθορίζει εντελώς την βούληση ενός όντος και τότε οι πράξεις του που αναγνωρίζονται ως αντικειμενικά αναγκαίες είναι και υποκειμενικά αναγκαίες (ΘΜΗ, 59). 10 Μια τέτοια βούληση είναι η άγια ή θεία βούληση (ΘΜΗ, 59, 66). Αυτή η βούληση πάντα παρακινείται από το καθήκον διότι από μια τέτοια βούληση εκλείπουν οι ροπές και τα κίνητρα των αισθήσεων τα οποία θα την παρακινούσαν να πράξει ενάντια στο καθήκον (ΘΜΗ, 60. Sedgwick, 2008, 92). Είτε ο πρακτικός λόγος δεν καθορίζει από μόνος του αρκετά την βούληση και τότε η βούληση «υποτάσσεται στις υποκειμενικές συνθήκες ορισμένων ροπών» (ΘΜΗ, 59). Εδώ, η βούληση δεν βρίσκεται σε αναγκαία και πλήρη συμφωνία με τον λόγο και έτσι, οι πράξεις μιας τέτοιας βούλησης «που αναγνωρίζονται αντικειμενικά ως αναγκαίες είναι υποκειμενικά τυχαίες» (ΘΜΗ, 59). Τέτοιου είδους βούληση είναι και η ανθρώπινη, στην οποία δεν υπάρχει πάντα συμφωνία ανάμεσα σε αυτό το οποίο τις υπαγορεύουν οι ροπές και επιθυμίες (εφόσον επηρεάζεται από αυτές) και σε αυτό το οποίο υπαγορεύει το καθήκον. Έτσι η βούληση πολλές φορές παρακινείται από αρχές οι οποίες υπαγορεύουν την ικανοποίηση ροπών και ωθήσεων, επηρεαζόμενη από αισθητηριακά κίνητρα. Οι ροπές αυτές θεωρούνται υποκειμενικά αναγκαίες όταν καθορίζουν την βούληση βάσει της αρχής που τις υπαγορεύει, αλλά δεν είναι και αντικειμενικά αναγκαίες (Sedgwick, 2008, 92). Εστιάζοντας στην ανθρώπινη βούληση, σκοπός είναι να καταστεί σαφής η ανεξαρτησία αυτή που της αποδίδεται. Τί σημαίνει να πράττει ο άνθρωπος, συγκεκριμένα, σύμφωνα με την παράσταση νόμων; Το να πράττει ο άνθρωπος σύμφωνα με την παράσταση νόμων σημαίνει πως οποτεδήποτε ο άνθρωπος νιώθει μια 10 Αντικειμενικά αναγκαία είναι μια πράξη η οποία έχει αντικειμενικό και καθολικό κύρος και κάθε έλλογο ον συμφωνεί ότι απαιτείται από το καθήκον. Αντιθέτως, υποκειμενικά αναγκαία είναι μια πράξη προς την οποία ο άνθρωπος παρακινείται να πράξει. Μια υποκειμενικά αναγκαία πράξη είτε είναι είτε δεν είναι αντικειμενικά αναγκαία. ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 19

ώθηση (δηλαδή έλκεται από κάποια ανάγκη, επιθυμία, ροπή) δεν καθοδηγείται μηχανιστικά να πράξει βάσει αυτής ούτως ώστε να την ικανοποιήσει, αλλά έχει την δυνατότητα να αποφασίσει να την ακολουθήσει, να την μειώσει, να την ελέγξει ή ακόμα και να την εξουδετερώσει, αρνούμενος να εκπληρώσει τις επιταγές της. Ο άνθρωπος ο οποίος έχει μια ώθηση, δεν αντιδρά με τρόπο μηχανιστικό ούτως ώστε να εκπληρώσει τις απαιτήσεις της, αλλά την θέτει απέναντι του και σκέφτεται διάφορες παραμέτρους, μία εκ των οποίων, και η πιο σημαντική, είναι ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτήν. Λόγου χάριν, εάν κάποιος πεινάει, τότε ακολουθεί αυτήν την απλή ώθηση, τρώγοντας, δηλαδή, ο άνθρωπος αυτός προβαίνει σε μια διαδικασία ούτως ώστε να συνδέσει την συγκεκριμένη ώθηση που νιώθει με έναν επιμέρους τρόπο ικανοποίησης της. Ωστόσο υπάρχουν και πιο σύνθετες διαδικασίες, όπως για παράδειγμα η ανάγκη για σίτιση ενός ανθρώπου, ο οποίος όμως, αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα υγείας, έστω πως είναι διαβητικός. Στην περίπτωση αυτή, ο άνθρωπος πρέπει να σκεφτεί περισσότερο τον τρόπο με τον οποίο πρόκειται να ανταποκριθεί στην ανάγκη του αυτή, δεδομένης της επικινδυνότητας της υγείας του, ούτως ώστε να μην την επιβαρύνει. Το σημαντικό, όμως είναι πως όλη αυτή η διαδικασία δηλώνει ότι ο άνθρωπος έχει μια αντίληψη του τρόπου με τον οποίο συνδέονται τα αντικείμενα των επιθυμιών και των ροπών με τις διάφορες παραμέτρους τις οποίες οφείλει να λάβει υπόψιν του πριν πράξει, έχει δηλαδή μια αντίληψη της κατάστασης την οποία πρόκειται να χειριστεί και του τρόπου με τον οποίο θα την χειριστεί (Beck, 1984, 34). Ο άνθρωπος, ως εκ τούτου, δεν πράττει παρακινούμενος άμεσα βάσει μιας ώθησης, αλλά πράττει βάσει μιας πολιτικής, με την οποία ελέγχει την ώθηση και την μετατρέπει σε ένα διαφέρον. 11 Συνεπώς, ο άνθρωπος οδηγείται στην πράξη παρακινούμενος από ένα κίνητρο διαφέροντος, το οποίο καθοδηγείται από μια αντίληψη των παραμέτρων και των γεγονότων, και όχι παρακινούμενος άμεσα από μια τυφλή ώθηση (Beck, 1984, 11 «Από την έννοια του ελατηρίου πηγάζει η έννοια του διαφέροντος που ουδέποτε αποδίδεται σε άλλο ον παρά μόνο σε όποιο έχει λόγο [βούληση], και σημαίνει ένα ελατήριο της βούλησης, εφόσον αυτό παριστάνεται από τον λόγο» (ΚΠΛ, 119). ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 20

135). 12 Η πολιτική αυτή, βάσει της οποίας ο άνθρωπος πράττει, ονομάζεται γνώμονας και αποτελεί αυτήν την ικανότητα του ανθρώπου να πράττει σύμφωνα με την παράσταση νόμων. 13 Ως γνώμονας ορίζεται γενικά η υποκειμενική αρχή της πράξης, η αρχή σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος πράττει κατά μια δεδομένη χρονική στιγμή (O' Neill, 1998, 106) ή μια γενική προσωπική πολιτική (Pogge, 1998, 189) που παριστά μια πορεία συμπεριφοράς που σκοπεύει προς κάποιο αντικείμενο ή σκοπό, που στο συγκεκριμένο παράδειγμα μας είναι η ικανοποίηση μέσω ενός αντικειμένου -του φαγητού - της ώθησης -πείνας- που ο άνθρωπος νιώθει. 14 Ο γνώμονας μπορεί να λαμβάνει υπόψιν του τις επιθυμίες, ροπές και ενσωματώνει μια περιγραφή της πράξης και της επιμέρους κατάστασης την οποία πρόκειται να χειριστεί ο άνθρωπος. Πολλές φορές οι άνθρωποι μπορεί να μην διατυπώνουν πλήρως έναν γνώμονα ή τουλάχιστον να μην έχουν άμεση επίγνωση αυτού. Το σημαντικό όμως, είναι πως κάθε φορά που πράττουν, πράττουν βάσει ενός γνώμονα ο οποίος ενσωματώνει την αρχή που οδηγεί στην πράξη. Η βούληση, η οποία ταυτίζεται με τον πρακτικό λόγο εν γένει, είναι αυτή που τελικώς καθορίζει την πράξη με την οποία ο άνθρωπος πρόκειται να ανταποκριθεί στην εκάστοτε ώθηση, και όχι η ώθηση αυτή που καθορίζει την βούληση. Επομένως, η βούληση χαρακτηρίζεται ως μια αιτιότητα, ανεξάρτητη από την φυσική αιτιότητα, μια ικανότητα να παράγει πράξεις σύμφωνα με νόμους (Allison, 1996, 279). Η εξήγηση της 12 Εάν ο άνθρωπος έπραττε παρακινούμενος άμεσα από μία ώθηση, τότε αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος παρακινείται από μία αιτία (την ώθηση) και με μηχανιστικό τρόπο οδηγείται να πράξει με σκοπό να επιφέρει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα (την ικανοποίηση της ώθησης). Η διαδικασία, όμως, αυτή, αποτελεί την διαδικασία με την οποία σχετίζονται τα φαινόμενα μεταξύ τους, μια διαδικασία υπό τους όρους της φυσικής αιτιότητας. Είδαμε, όμως, ότι η βούληση αποτελεί ένα διαφορετικό από την φυσική, είδος αιτιότητας (Βλ. σ. 18/ κεφ.1/ ΙΙΙ/ i, παραπάνω). 13 «Εάν το [υποκειμενικό] θεμέλιο [το θεμέλιο βάσει του οποίου ο άνθρωπος πράττει] δεν ήταν καθεαυτό ένας γνώμονας, αλλά απλά μια φυσική ώθηση, όλη η άσκηση της ελευθερίας θα αναγόταν σε έναν καθορισμό μέσω φυσικών αιτιών». Αλλά τότε η ελευθερία δεν θα ήταν μια αυτενργός αιτία, αλλά μία φυσική αιτία (RBR, 6:21). «Η βούληση ουδέποτε καθορίζεται αμέσως από το αντικείμενο και την παράσταση του, αλλά είναι μια ικανότητα να καθιστούμε έναν κανόνα του λόγου κίνητρο μιας πράξης (μέσω της οποίας μπορεί να πραγματοποιηθεί ένα αντικείμενο)» (ΚΠΛ, 92-3). 14 Η Ο' Neill τονίζει πως η υποκειμενικότητα του γνώμονα δεν συνίσταται στην ενσωμάτωση μιας ετερόνομης αρχής (O'Neill, 1998, 106). Η υποκειμενικότητα του συνίσταται, μπορούμε να πούμε, στο γεγονός πως αποτελεί μια προσωπική χαρτογράφηση μιας δεδομένης κατάστασης και του τρόπου που ο εκάστοτε άνθρωπος πρόκειται να ανταποκριθεί σε αυτήν. ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 21

απορρέουσας πράξης γίνεται με αναφορά στο πλαίσιο αυτό, δηλαδή στον νόμο ή στην αρχή βάσει της οποίας ο άνθρωπος πράττει και όχι με αναφορά στον φυσικό αιτιακό μηχανισμό (Hill, 1998, 255). Η ιδέα η οποία εκφράζεται εδώ, είναι η καντιανή «θέση ενσωμάτωσης» («incorporation thesis») που αναλύει ο Allison. 15 Σύμφωνα με αυτήν την θέση, μία ώθηση, όποια και αν είναι αυτή, μπορεί να καθορίσει την βούληση μόνο μέσω της επιλογής της από τον άνθρωπο, δηλαδή μόνο στην περίπτωση που ο άνθρωπος επιλέγει να την ενσωματώσει, ή διαφορετικά να την εντάξει, σε έναν γνώμονα ο οποίος υπαγορεύει την επιδίωξη αυτής της ώθησης, και ουδέποτε η ώθηση μπορεί να καθορίσει τον άνθρωπο άμεσα να πράξει. Επομένως, είναι ο γνώμονας, ο οποίος ενσωματώνει την εκάστοτε ώθηση, αυτός που καθορίζει τον άνθρωπο να πράττει (Allison, 1990, 39-40). Είδαμε ότι η βούληση ουδέποτε καθορίζεται άμεσα από κάποια ροπή ή επιθυμία για να οδηγηθεί στην πράξη, παρά μόνο στο μέτρο που υιοθετεί έναν κανόνα του λόγου, έναν γνώμονα, ο οποίος καθορίζει τις πράξεις της. Αυτή η ικανότητα της βούλησης είναι η ελεύθερη επιλογή: «αυτό που μπορεί να καθορίζεται ανεξάρτητα από αισθητηριακές ωθήσεις συνεπώς, μέσω κινήτρων τα οποία μπορούν να παριστάνονται μόνο από τον λόγο, ονομάζεται ελεύθερη επιλογή» (CPR, Α 802/Β 830). Η ικανότητα της επιλογής αποτελεί την πρώτη και κύρια λειτουργία μιας βούλησης. Ωστόσο η βούληση δεν περιορίζεται μόνο σε αυτήν καθώς έχει και μια άλλη λειτουργία, η οποία αναλύεται αμέσως παρακάτω. ii.διακριση ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ Ο Καντ αποδίδει στην ανθρώπινη βούληση μια διττή λειτουργία. Η πρώτη, η οποία απορρέει από τα όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω, 16 αποτελεί την εκτελεστική λειτουργία της βούλησης και ονομάζεται Willkür, δύναμη της επιλογής ή πιο σύντομα επιλογή. Η 15 Βλ. κεφ. 3/Ι/ i, παρακάτω. 16 Βλ. σ. 19-22/ κεφ. 1/ Ι/i, παραπάνω. ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 22

λειτουργία αυτή συνίσταται κατά κύριο λόγο στην επιλογή και διατύπωση των γνωμόνων βάσει των οποίων ο άνθρωπος πράττει, εφόσον ταυτίζεται με την δύναμη της επιλογής και η επιλογή καταλήγει πάντα σε έναν γνώμονα (Allison, 1990, 130). Στο μέτρο που η Willkür δεν καθορίζεται ποτέ άμεσα από τις εκάστοτε ωθήσεις, παρά μόνο βάσει ενός κανόνα τον οποίο υιοθετεί ως γνώμονά της, μετατρέποντας στην ουσία το αντικείμενο της εκάστοτε ώθησης σε έναν σκοπό προς τον οποίο πρόκειται να αντιστοιχήσει και τα αναγκαία για την επίτευξή του μέσα, είναι πάντα αρνητικά (υπερβατολογικά) ελεύθερη. 17 Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο Καντ συνδέει την ιδέα της υπερβατολογικής ελευθερίας, η οποία δικαιολογείται μέσω της επίλυσης της τρίτης αντινομίας στην Πρώτη κριτική, 18 με την ανθρώπινη βούληση. Η υπερβατολογική ελευθερία της βούλησης συνίσταται στην ικανότητα της να είναι μια αιτιότητα η οποία μπορεί να «πράττει ανεξάρτητα από ξένα καθοριστικά αίτια» (ΘΜΗ, 106), ανεξάρτητα δηλαδή από την φυσική αιτιότητα (ΚΠΛ, 49-50) και τον άμεσο καθορισμό από τις ροπές και ωθήσεις που τυγχάνει να έχει ο άνθρωπος, επομένως ανεξάρτητα από κάθε εξωτερικό περιορισμό. 19 Τίποτα δεν δύναται να καθορίσει την Willkür εκτός και αν η ίδια επιλέξει να επιτρέψει να καθοριστεί. Ως εκ τούτου, γίνεται κατανοητή η αντιδιαστολή της αιτιότητας της βούλησης με την αιτιότητα των φαινομένων. 20 Τα φαινόμενα καθορίζονται βάσει εμπειρικής αιτιότητας ενώ η βούληση καθορίζεται βάσει ελεύθερης αιτιότητας. Σε αυτό έγκειται και η διαφορά της ψυχολογικής ελευθερίας από την αρνητική ελευθερία της βούλησης. Αυτή, η υπερβατολογική ελευθερία, είναι η πρώτη έννοια ελευθερίας την οποία ο Καντ αποδίδει στην βούληση και είναι αρνητική, διότι 17 «Το υποκειμενικό θεμέλιο πρέπει πάντα καθεαυτό να είναι μια πράξη ελευθερίας (διαφορετικά η χρήση ή άρνηση της δύναμης της επιλογής των ανθρώπινων όντων αναφορικά με τον σεβασμό στον ηθικό νόμο, δεν θα αποδιδόταν σε αυτά, ούτε το καλό και το κακό μέσα τους θα ονομαζόταν ηθικό). Έτσι, το θεμέλιο του κακού δεν μπορεί να βρίσκεται σε ένα αντικείμενο που καθορίζει την δύναμη της επιλογής μέσω μιας ροπής, ούτε σε φυσικές ωθήσεις, αλλά μόνο σε έναν κανόνα που η δύναμη της επιλογής καθεαυτή παράγει για την άσκηση της ελευθερίας της, δηλαδή σε έναν γνώμονα» (RBR, 6: 21) και «η προαίρεση πάντοτε ελεύθερη» (ΚΠΛ, 55). 18 Βλ. σ. 15-7/ κεφ. 1/ ΙΙ, παραπάνω. 19 «Η ελευθερία κατά την πρακτική έννοια είναι η ανεξαρτησία της δύναμης της επιλογής από την αναγκαιότητα των ωθήσεων της αισθητικότητας» (CPR, A 534/ B 562) και «ικανότητα καθορισμού ανεξάρτητα από την αναγκαιότητα των αισθητηριακών ωθήσεων» (CPR, A 534/ B 562). 20 Βλ. σ. 18/ κεφ. 1/III/ i, παραπάνω. ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 23

εξηγεί αυτό από το οποίο δεν καθορίζεται η βούληση. Αν ως «ξένα καθοριστικά αίτια» θεωρήσουμε τους φυσικούς νόμους, τότε σημαίνει πως ο άνθρωπος, του οποίου η βούληση είναι αρνητικά ελεύθερη, είναι ανεξάρτητος από τους φυσικούς νόμους και την φυσική αναγκαιότητα (Sedgwick, 2008, 170). Στην περίπτωση αυτή, η απορρέουσα πράξη από την αρνητικά ελεύθερη βούληση, δεν καθορίζεται και επομένως ούτε εξηγείται βάσει εμπειρικών αιτιακών δυνάμεων. Αν ως «ξένα καθοριστικά αίτια» θεωρήσουμε και τις ίδιες τις ωθήσεις ταυτόχρονα, τότε, πέραν του ανωτέρω, σημαίνει πως ο άνθρωπος είναι ικανός να πράττει ανεξάρτητα από την άμεση παρακίνηση από τις εκάστοτε ροπές και επιθυμίες του. Αυτό μας επαναφέρει στην αρχική μας διερεύνηση και συνεπάγεται πως η αρνητικά ελεύθερη βούληση είναι μια βούληση η οποία δεν εξηγείται αιτιακά από πρότερα γεγονότα, επομένως δεν καθορίζεται από τους φυσικούς νόμους και ταυτόχρονα δίνει στον άνθρωπο την δυνατότητα να πράττει μόνο βάσει γνωμόνων, οι οποίοι τον οδηγούν στην πράξη και δικαιολογούν την πράξη αυτή. Είδαμε, όμως, 21 ότι η βούληση αποτελεί η ίδια μια αυτενεργό αιτιότητα, μία ελεύθερη πρώτη αιτία, η οποία παρακινεί τον άνθρωπο να πράττει. Ως μια αιτιότητα δεν μπορεί να λειτουργεί χωρίς έναν νόμο ο οποίος την καθορίζει. Έτσι, η βούληση έχει και μια δεύτερη λειτουργία, την νομοθετική, η οποία της επιτρέπει να διατυπώνει έναν νόμο, και ονομάζεται Wille. 22 Ο Wille έχει την δυνατότητα να παράγει έναν νόμο, ο οποίος όταν υιοθετείται από την Willkür, δηλαδή όταν η Willkür επιλέγει να τον κάνει γνώμονά της, καθορίζει τον άνθρωπο να πράττει. Η αρνητική ελευθερία της Willkür, η ανεξαρτησία της από τον φυσικό μηχανισμό και την άμεση παρακίνηση από τις ωθήσεις, συμπληρώνεται από μια νέα έννοια ελευθερίας, την θετική, την αυτονομία. Ο Wille αφ' εαυτού παράγει έναν νόμο, τον οποίο η Willkür άπαξ και τον επιλέξει, συμπληρώνει την αρνητική ελευθερία της με μια θετική (ΘΜΗ, 106). Η θετική ελευθερία «προκύπτει» από την αρνητική (ΘΜΗ, 106), δηλαδή η θετική ελευθερία 21 Βλ. σ. 18/ κεφ. 1/III/ i, παραπάνω. 22 Ο όρος Wille χρησιμοποιείται από τον Καντ για να εκφράσει από την μία πλευρά, την επιμέρους λειτουργία της βούλησης, η οποία ορίζεται ως η ικανότητα της νομοθεσίας και από την άλλη, για να εκφράσει την βούληση στο σύνολό της, περιλαμβανομένων, δηλαδή, και του Wille κατά την στενή, νομοθετική, έννοια και της Willkür. Εφεξής, στην παρούσα εργασία όταν χρησιμοποιούμε τον όρο Wille εννοούμε την επιμέρους νομοθετική λειτουργία της βούλησης, ενώ τον Wille κατά την ευρεία έννοια τον αποδίδουμε με τον γενικό όρο βούληση. ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 24

προέρχεται από μια πλήρη εξήγηση της αρνητικής (Sedgwick, 2008, 169). 23 Η θετική ελευθερία προσδίδει στην βούληση δυο χαρακτηριστικά τα οποία δεν εκφράζονται με την αρνητική: πρώτον, η ελευθερία της βούλησης, αν και ορίζεται ως ανεξαρτησία από την φυσική αναγκαιότητα, εντούτοις «δεν είναι όμως, και εντελώς χωρίς νόμο», η βούληση δεν χαρακτηρίζεται επομένως ως ανομία (ΘΜΗ, 106) και δεύτερον, διευκρινίζει την πηγή αυτού του νόμου της ελευθερίας, η οποία είναι η ίδια η καθαρή βούληση. Έτσι, στην αυτενεργό ικανότητα της βούλησης να ξεκινά μια νέα αιτιακή σειρά ο ίδιος της ο εαυτός θέτει ένα όριο, διότι μια ελευθερία δίχως όριο, δίχως έναν νόμο δεν θα ήταν τίποτε περισσότερο από ανομία. Συνοψίζοντας, η ελευθερία της Willkür, η οποία ορίζεται ως αυτενέργεια, ως η ικανότητα δηλαδή να ξεκινά μια νέα αιτιακή κατάσταση, και κάνοντάς το αυτό είναι ανεξάρτητη από τον καθορισμό από ξένες αιτίες, μπορεί να ασκηθεί με έναν από τους ακόλουθους τρόπους: είτε επιλέγει ως γνώμονα της, και επομένως ως καθοριστικό θεμέλιο των πράξεων της, τον ηθικό νόμο 24 που διατυπώνει ο Wille και τότε η πράξη χαρακτηρίζεται ως αγαθή και ηθική, είτε επιλέγει ως γνώμονά της μια άλλη αρχή η οποία είτε αντιβαίνει στον ηθικό νόμο, και τότε η πράξη χαρακτηρίζεται ως κακή και ανήθικη, είτε δεν αντιβαίνει στον ηθικό νόμο και τότε η πράξη χαρακτηρίζεται μεν ως έννομη αλλά όχι ως ηθική. Σε όλες, όμως τις περιπτώσεις, η βούληση, εξαιτίας της Willkür, εξακολουθεί να είναι ελεύθερη και να ασκεί την δυνατότητα της επιλογής (Beck, 203). iii. Η ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΔΥΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ Η σχέση μεταξύ των δυο λειτουργιών της βούλησης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως 23 Διότι η αρνητική ελευθερία είναι «ακατάλληλη στο να μας διαφωτίσει ως προς την ουσία της ελευθερίας» καθόσον δεν ορίζει τον νόμο τον οποίο η αιτιότητα της ελευθερίας πρέπει να ακολουθεί (ΘΜΗ, 106). 24 Για την σύνδεση αγαθής βούλησης με ηθικό νόμο βλ. σ. 69-70/ κεφ. 3/ Ι/ iv, παρακάτω. ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 25

εξωτερική, εφόσον οι δυο λειτουργίες μαζί αποτελούν την βούληση στο σύνολό της. Έτσι, όταν η Willkür επιλέγει να καθοριστεί από τον νόμο του Wille, δεν καθορίζεται από κάτι που βρίσκεται έξω από την βούληση, αλλά από την δεύτερη εσωτερική λειτουργία της βούλησης (Beck, 1984, 199). Η Willkür δεν συλλαμβάνεται ως να υποτάσσεται στον νόμο του Wille, αλλά η βούληση στο σύνολό της πρέπει να συλληφθεί ως να νομοθετεί και ταυτόχρονα να υποτάσσεται στον νόμο που νομοθετεί η ίδια (ΘΜΗ, 86), εφόσον η νομοθεσία και η υποταγή στον νόμο εκτελούνται από δυο λειτουργίες της ίδιας ενοποιημένης βούλησης. iv. ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΑ Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΔΥΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ Η διάκριση Wille - Willkür θεωρείται από πολλούς ερμηνευτές ως αναγκαία προκειμένου να διαφυλαχθεί η καντιανή ηθική από διάφορες κριτικές. Μία βασική κριτική που αποφεύγεται με την διάκριση Wille - Willkür είναι αυτή του Sidgwick, σύμφωνα με την οποία, εάν ερμηνεύσουμε την ελεύθερη πράξη ως αυτόνομη, δηλαδή ως ηθική εφόσον υπαγορεύεται από τον ηθικό νόμο, τότε προκύπτει πως η ανήθικη ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 26

πράξη, αυτή δηλαδή που δεν υπαγορεύεται από τον ηθικό νόμο, δεν είναι ελεύθερη. 25 Πιο αναλυτικά, ο Καντ στα Θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών φαίνεται να προβαίνει σε μια ταύτιση της ελεύθερης βούλησης με την αυτόνομη: «αλλά τι άλλο μπορεί να είναι η ελευθερία της βούλησης παρά αυτονομία, δηλαδή η ιδιότητα της βούλησης να είναι η ίδια νόμος στον εαυτό της» (ΘΜΗ, 106. ΚΠΛ, 56). Από την ταύτιση αυτή, έπεται ότι η ελεύθερη βούληση είναι αυτή η οποία αναγκαία υπακούει στον ηθικό νόμο και μάλιστα, υπακούει με την ίδια αναγκαιότητα που τα φαινόμενα υπακούν στους φυσικούς νόμους. Τότε όμως, εξάγεται το συμπέρασμα πως η βούληση η οποία δεν υπακούει στον ηθικό νόμο δεν είναι ελεύθερη. Εάν όμως δεν είναι ελεύθερη η βούληση η οποία δεν υπακούει στον ηθικό νόμο, τότε ο άνθρωπος δεν μπορεί να θεωρείται υπεύθυνος για τις πράξεις του, διότι δίχως ελευθερία της βούλησης δεν υφίσταται η δυνατότητα να είχε πράξει διαφορετικά. Κατ ακολουθία, ταυτίζοντας την ελευθερία της βούλησης με την βούληση η οποία πράττει σύμφωνα με τον ηθικό νόμο, δεν μένει περιθώριο για να θεωρούνται ελεύθερες οι πράξεις οι οποίες δεν συμμορφώνονται με τον ηθικό νόμο, δηλαδή οι ανήθικες πράξεις στην ουσία δεν είναι ελεύθερες (Hill, 1998, 249). Και περαιτέρω, ταυτίζοντας την ετερόνομη πράξη με την πράξη σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους (διότι αν η ελεύθερη και αυτόνομη πράξη είναι η σύμφωνη με τον ηθικό νόμο, τότε η ανήθικη και ανελεύθερη πράξη είναι η σύμφωνη με τους φυσικούς νόμους), συμπεραίνεται πως μια βούληση η οποία είναι ετερόνομη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ελεύθερη ούτε υπεύθυνη για τις εκάστοτε πράξεις της. Και αφού δεν είναι ελεύθερη, φαίνεται να μην μένει περιθώριο για να μπορέσει ποτέ να γίνει είτε ελεύθερη είτε ηθική (Allison, 1996, 292-3). 26 Πιο συγκεκριμένα, ο σκοπός του Sidgwick είναι να καταδείξει ότι ο Καντ χρησιμοποιώντας τον όρο ελευθερία στην πραγματικότητα εκφράζει δυο διαφορετικές μα και ασύμβατες αντιλήψεις ελευθερίας, χωρίς ωστόσο να έχει επίγνωση αυτού ή να το αναφέρει. Σύμφωνα με τον Sidgwick έχουμε (α) την έλλογη ή αγαθή ελευθερία όπου ο άνθρωπος είναι ελεύθερος όταν πράττει σύμφωνα με τον λόγο, (β) 25 Κάθε προσπάθεια ερμηνευτικής προσέγγισης στην καντιανή αυτονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με αυτήν την κριτική. Την κριτική αυτή επιχειρούν να αντιμετωπίσουν με τις προσεγγίσεις τους και ο Allison και ο Guyer (Βλ. κεφ. 3/ Ι και ΙΙ, παρακάτω). 26 «Αφού δεν είναι ελεύθερη είναι ελεύθερη να γίνει ελεύθερη;» (Allison, 1998, 293). ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 27

την ουδέτερη ή ηθική ελευθερία όπου ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να επιλέγει ανάμεσα στο αγαθό και στο κακό και (γ) την παρορμητική («capricious») ελευθερία όπου ο άνθρωπος είναι ελεύθερος στο μέτρο που έχει την δύναμη να πράττει χωρίς κάποιο κίνητρο. Παρότι ο Καντ αμφισβητεί την (γ) αντίληψη περί ελευθερίας, εντούτοις, σύμφωνα με τον Sidgwick, στα κείμενά του χρησιμοποιεί τα (α) και (β), αλλά οι ερμηνευτές του Καντ παραβλέπουν αυτήν την διάκριση μεταξύ ελευθερίας που χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο όταν κάνει το ορθό και της ελευθερίας που χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο όταν επιλέγει είτε το ορθό είτε το λάθος. Το πρόβλημα το οποίο εντοπίζει ο Sidgwick είναι πως δεν μπορούμε να πούμε ότι ένας άνθρωπος είναι ελεύθερος όταν πράττει με έλλογο τρόπο και, με την ίδια σημασία του όρου ελεύθερος, να πούμε ότι επιλέγει ελεύθερα όταν πράττει με μη έλλογο τρόπο. Στην πραγματικότητα όμως, σύμφωνα με τον Sidgwick, ο Καντ κάνει ακριβώς αυτό. Έτσι, ο Sidgwick ισχυρίζεται ότι ο Καντ κάθε φορά που επιχειρεί να συνδέσει την ελευθερία με την ηθική υπευθυνότητα επικαλείται την ουδέτερη αυτονομία (β). Δηλαδή, ο Καντ επιχειρώντας να δείξει πως ο άνθρωπος ο οποίος επιλέγει το κακό πρέπει να θεωρείται υπεύθυνος για αυτήν του την επιλογή, χαρακτηρίζοντας την ως ελεύθερη επιλογή και την απορρέουσα ανήθικη πράξη από αυτήν την επιλογή επίσης ως ελεύθερη πράξη, διακρίνει μεταξύ νοούμενου και φαινόμενου χαρακτήρα του ανθρώπου. Έτσι, η πράξη θεωρείται ως το προϊόν της ελεύθερης επιλογής του νοούμενου χαρακτήρα, και κατ' αυτόν τον τρόπο η ουδέτερη ελευθερία (β) εκδηλώνεται και στην αγαθή και στην κακή βούληση. 27 Από την άλλη μεριά, όταν ο Καντ αναφέρεται στην αιτιότητα της βούλησης και επιχειρεί να την συνδέσει με έναν νόμο, διότι η αιτιότητα λειτουργεί πάντα σύμφωνα με νόμους, οδηγείται σύμφωνα με τον Sidgwick, στην ταύτιση της ελεύθερης βούλησης με την βούληση η οποία υπόκειται στον ηθικό νόμο, κάνοντας χρήση της έλλογης ελευθερίας (α). Ερμηνεύοντας, λοιπόν, την ελευθερία ως μια αιτιότητα σύμφωνη με έναν, διαφορετικό από τον φυσικό, νόμο, συνεπάγεται πως μια ελεύθερη βούληση πράττει πάντα σύμφωνα με αυτόν τον νόμο, τον ηθικό. Έτσι, όταν ένας άνθρωπος πράττει ενάντια στον ηθικό νόμο, η επιλογή αυτή 27 Αυτό αφορά το πρόβλημα περί ουδετερότητας της αυτονομίας βλ. σ. 30/ κεφ. 1/ ΙΙΙ/ iv, παρακάτω. ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 28

πρέπει να είναι μια επιλογή που καθορίζεται βάσει φυσικής αιτιότητας και όχι βάσει ελεύθερης αιτιότητας (εφόσον αυτή η αιτιότητα συνδέεται κατ' ανάγκην με τον ηθικό νόμο). Και περαιτέρω η ίδια αντίληψη ελευθερίας, η έλλογη ελευθερία (α), χρησιμοποιείται και στην προσπάθεια του Καντ να ταυτίσει την βούληση με τον πρακτικό λόγο, μια ταύτιση η οποία δεν αφήνει περιθώρια για την δυνατότητα επιλογής της μη έλλογης πράξης. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο Καντ χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα τις δυο αντιλήψεις περί ελευθερίας, δημιουργεί το εξής πρόβλημα: ένας άνθρωπος ο οποίος πράττει ενάντια στον ηθικό νόμο είναι ελεύθερος κατά την ουδέτερη έννοια (β), αλλά ταυτόχρονα ως έλλογο ον πρέπει να είναι ελεύθερος και κατά την έλλογη έννοια (α), δηλαδή δεσμευμένος να υπακούει τον ηθικό νόμο, και ως εκ τούτου ανίκανος να πράττει ενάντια σε αυτόν. Αυτό δείχνει την ασυμβατότητα των δυο αντιλήψεων περί ελευθερίας, η οποία δεν αφήνει περιθώριο να θεωρείται η, ενάντια στον ηθικό νόμο, πράξη ελεύθερη (Sidgwick, 1907, 511-16). Γίνεται, λοιπόν κατανοητή η αναγκαιότητα της διάκρισης Wille -Willkür. Η ελευθερία οφείλει να δίνει την δυνατότητα σε έναν άνθρωπο, ο οποίος πράττει, να μπορεί να είχε πράξει διαφορετικά. Δίχως αυτή την δυνατότητα, δεν υφίσταται επιλογή και ως εκ τούτου δεν υφίσταται και ηθική υπευθυνότητα. Ως εκ τούτου, είναι αδύνατον να καταλογιστούν οι πράξεις στον άνθρωπο ο οποίος τις επιτελεί. Πρακτικά, αυτό έρχεται σε άμεση αντίθεση με την ανθρώπινη ψυχολογία. Οι άνθρωποι είθισται να τιμωρούν όσους προβαίνουν σε κακές, ανήθικες πράξεις, ενώ αντιθέτως επιδοκιμάζουν τις καλές, ηθικές πράξεις και αυτό συμβαίνει διότι πιστεύουν στην έννοια της ευθύνης. Αν η ευθύνη δεν υφίσταται, τότε κανένας δεν πρέπει και δεν μπορεί να επιβάλλει οποιοδήποτε είδος τιμωρίας σε έναν ληστή ή σε έναν δολοφόνο, για παράδειγμα, διότι τα συγκεκριμένα άτομα δεν ήσαν ελεύθερα να πράξουν διαφορετικά απ' ότι έπραξαν. Διακρίνοντας μεταξύ των δυο λειτουργιών της βούλησης, η κριτική αυτή μπορεί να αποφευχθεί, εφόσον εναπόκειται στην επιλογή της Willkür, η οποία είναι πάντα αρνητικά ελεύθερη, να ακολουθήσει ή όχι τον νόμο που της υπαγορεύει ο Wille. Επομένως, κάθε φορά που ο άνθρωπος οδηγείται σε μια πράξη, είτε πράττει σύμφωνα με τον νόμο αυτό και άρα ηθικά, είτε πράττει ενάντια στον νόμο αυτόν και άρα ΚΑΤΣΑΡΙΩΤΗ ΚΡΥΣΤΑΛΕΝΙΑ 29