Ενότητα 1 η Η πολιτική αρετή που διδάσκει ο Πρωταγόρας μπορεί να γίνει αντικείμενο διδασκαλίας; Το αντικείμενο της διδασκαλίας του Πρωταγόρα Ο Πρωταγόρας, απαντώντας στο ερώτημα του Σωκράτη τι θα μάθει ο Ιπποκράτης αν γίνει μαθητής του, λέει πως θα του διδάξει την ορθή σκέψη, τη σωστή διοίκηση του σπιτιού και της πόλης. Ο Σωκράτης ρωτά αν εννοεί την πολιτική τέχνη και ο Πρωταγόρας του απαντά ότι αυτό ακριβώς διδάσκει. Είναι η εὐβουλία, η σωστή κρίση και η λήψη αποφάσεων. Α) στην ιδιωτική ζωή (οικονομική και κοινωνική ευμάρεια μιας οικογένειας) Οἶκος: δεν ήταν απλώς το σπίτι ή η οικογένεια, μια ομάδα, δηλαδή, ανθρώπων με συγγενικούς δεσμούς, αλλά η μικρότερη μονάδα, το μικρότερο συστατικό στοιχείο της κοινωνίας. Στις αρχαϊκές κοινωνίες ο οίκος συνδεόταν και με την κατοχή γης. Το βασικό χαρακτηριστικό του οίκου σε ιδεολογικό επίπεδο ήταν ότι είχε μια συνέχεια μέσα στο χρόνο, είχε, δηλαδή, παρελθόν και μέλλον. Για αυτό ήταν υποχρέωση κάθε άνδρα να σεβαστεί τους προγόνους και το παρελθόν του οίκου και να εξασφαλίσει στους απογόνους μέλλον ευοίωνο. Β) στο δημόσιο βίο (πολιτικά ζητήματα) Ο Taylor αναφέρει πως ο καλός πολίτης όταν αναμειγνύεται στα κοινά, πρέπει να φροντίζει για την προκοπή της πόλης του και όχι για την προώθηση των ατομικών του συμφερόντων. Στόχος της αγωγής, που παρέχει ο Πρωταγόρας στους νέους Είναι να γίνουν αυτοί πολίτες που θα δρουν με επιτυχία τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο βίο τους, ρυθμίζοντας με τον καλύτερο τρόπο τις υποθέσεις του σπιτιού και της πόλης. Το αντικείμενο της διδασκαλίας του Πρωταγόρα ανταποκρίνεται στο πάγιο αίτημα των Αθηναίων για ικανότητα στα έργα και στα λόγια. Παρατηρούμε ότι, ενώ το αντικείμενο της διδασκαλίας του Πρωταγόρα έχει δύο σκέλη (θέματα ιδιωτικής ζωής και θέματα δημόσιου βίου), ο Σωκράτης στέκεται μόνο στο δεύτερο και μας φαίνεται να παραμερίζει το πρώτο. Ο Πρωταγόρας αφήνει να εννοηθεί πως υπάρχει σχέση ανάμεσα στη διοίκηση της οικίας και τη διοίκηση της πόλης. Μέσα από την πόλη το άτομο μπορεί να ολοκληρωθεί ως προσωπικότητα. Αυτό, βέβαια, δε συμβαίνει, γιατί οι υποθέσεις της ιδιωτικής ζωής νοούνται μόνο στο πλαίσιο της πόλης, ως μέρος του δημόσιου βίου, αλλά και γιατί ο Αθηναίος πολίτης δε νοείται ως άτομο παρά ως μέλος του συνόλου, καθώς μόνο μέσα στην πόλη μπορεί να δράσει και να καταξιωθεί ευεργετικά για τον εαυτό του και για το σύνολο. Για την αρχαία
ελληνική σκέψη ο «οίκος» και η «πόλη» βρίσκονται σε λειτουργική αλληλεξάρτηση. Μόνο όταν τα άτομα είναι ενάρετα, όταν κοσμούνται από δικαιοσύνη, σωφροσύνη και ανδρεία, το κοινωνικό σύνολο χαρακτηρίζεται από ωριμότητα, ξεπερνά τις διχόνοιες και τις εσωτερικές εντάσεις και τάσσεται με αυτοθυσία στην υπηρεσία της πόλης. Η πολιτική ανάγεται στην ηθική, αφού βάση της είναι η αρετή, αλλά και η αρετή προεκτείνεται και ολοκληρώνεται στο κοινωνικό σύνολο ως πολιτική τέχνη. «πολιτική τέχνη» Έτσι ορίζει ο Πρωταγόρας το αντικείμενο της διδασκαλίας του. Είναι η ικανότητα στα πολιτικά πράγματα. Ο Σωκράτης έχει οδηγήσει τη συζήτηση στο συγκεκριμένο θέμα και έχει εφαρμόσει τη μαιευτική μέθοδο, με την οποία μέσω ερωτήσεων οδηγεί το συνομιλητή του στη γέννηση των ιδεών και απόψεων που εκείνος θέλει. Τελικά, η πολιτική αρετή είναι η σωστή συμπεριφορά και δράση του ατόμου μέσα στα πλαίσια της πόλης τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο βίο. Εδώ βέβαια η πολιτική αρετή ταυτίζεται με την αρετή γενικότερα. Οι Αθηναίοι πίστευαν πως μόνο μέσω της πόλης μπορεί ένας άνθρωπος να καταξιωθεί ως προσωπικότητα, να ακεραιωθεί ως χαρακτήρας και να δράσει γόνιμα και ευεργετικά για τον εαυτό του και για το σύνολο. Ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι μπορεί να γαλουχήσει τους νέους με τα συστατικά εκείνα στοιχεία του ήθους, της κρίσης, της ορθοφροσύνης, του λόγου και της σωστής λήψης αποφάσεων, που διαμορφώνουν τον πολίτη. Άλλωστε, ο Αθηναίος του 5 ου αιώνα π.χ. βρίσκεται σε τόσο στενή σχέση με την πόλη του, ώστε μόνο μέσα στα πλαίσια μιας ευημερούσας πόλης να μπορεί να νοηθεί και η δική του ευημερία. Η προσωπική του ηθική συμπεριφορά δεν μπορεί να νοηθεί αποκομμένη από μία αντίστοιχη συμπεριφορά ως μέλος της πόλης του. Ο Περικλής στον Επιτάφιο του Θουκυδίδη μιλά για τη δυνατότητα ευτυχίας μόνο στα πλαίσια μίας ευτυχισμένης πόλης. Και ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη και ο Αριστοτέλης κάνουν λόγο για την ευδαιμονία των πολιτών μόνο στα πλαίσια μιας οργανωμένης και ευδαίμονος πόλης. Τέχνη Στο αρχαίο κείμενο αποδίδεται με τη λέξη «τέχνημα». Ο Σωκράτης τη χρησιμοποιεί σκόπιμα καθώς είναι αμφίσημη. Σημαίνει: α)επινόηση, τέχνη και β)πανουργία, απάτη. Η αινιγματική αυτή χρήση υποκρύπτει ειρωνεία. Η αμφιβολία του Σωκράτη Ο Σωκράτης, αφού άκουσε το αντικείμενο της διδασκαλίας του Πρωταγόρα, συνεχίζει τη συζήτηση εκφράζοντας την αμφιβολία του για το αν αληθινά ο Πρωταγόρας μπορεί να διδάξει αυτό που υπόσχεται.
Η θέση του Σωκράτη Στη θεωρία του Πρωταγόρα για το διδακτό της αρετής ο Σωκράτης δηλώνει ευθέως την αντίθεσή του. Θέτει αμέσως την άποψή του απέναντι στο έργο του Πρωταγόρα, που, μάλιστα, είναι διττή: 1. Η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται. 2. Την πολιτική αρετή δεν μπορούν οι άνθρωποι να τη μεταδώσουν σε άλλους ανθρώπους. Σωκρατική ειρωνεία Είναι η προσποιητή άγνοια που χρησιμοποιούσε ο αρχαίος φιλόσοφος Σωκράτης τις συζητήσεις του (προσποιούνταν αρχικά ότι δεν ήξερε τίποτα και ότι ήθελε να τον διδάξουν οι άλλοι), με στόχο να αποκαλύψει στη συνέχεια του διαλόγου την πλάνη του συνομιλητή του σε ένα θέμα και την πνευματική του κατωτερότητα (ωστόσο, πολλές φορές η ειρωνεία του Σωκράτη εκδηλώνεται και ως σχήμα λόγου, όπως συμβαίνει στο κείμενο της διδακτικής αυτής ενότητας). Είναι λεπτή, αδιόρατη, αλλά διάχυτη από την αρχή του αποσπάσματος παρόλο που υπάρχει φιλοφροσύνη για το προσωπικό κύρος του σοφιστή. Ο Σωκράτης αμφισβητεί ή τουλάχιστο επιφυλάσσεται για την ικανότητα του Πρωταγόρα να διδάσκει την πολιτική αρετή. Η λέξη «τέχνημα/τέχνη» που χρησιμοποιεί ο Σωκράτης έχει διττή σημασία: επινόηση τέχνη / πανουργία απάτη. Η υποθετική πρόταση «αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά» εκφράζει ξεκάθαρα την αμφισβήτηση του Σωκράτη παρά την τυπική του ευγένεια. Σίγουρα όμως ο Σωκράτης υπογραμμίζει τις γνωστικές ικανότητες του μεγάλου σοφιστή. άραγε τα λεγόμενά σου;: Ο Σωκράτης αφήνει να εννοηθεί ότι τα λόγια του Πρωταγόρα είναι ασαφή και δυσνόητα. Είναι μια πάγια Σωκρατική και Πλατωνική θέση σχετικά με το λόγο των σοφιστών. εγώ πάντως, να το αμφισβητήσω: ο Σωκράτης εκφράζει την άποψή του ότι δε θεωρεί την αρετή διδακτή. Δε θέλει να αμφισβητήσει τον Πρωταγόρα, αλλά να τον εκθειάσει λέγοντας ότι δεν αμφιβάλλει για όσα εκείνος διακηρύσσει. Σε συνδυασμό με την ωραία τέχνη που κατέχει ο σοφιστής, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι τον εκτιμά. Όμως, δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε και την ειρωνική απόχρωση στα λόγια του Σωκράτη. επειδή, όμως, θα εννοείς: δε θεωρεί αλάνθαστη ούτε αδιαπραγμάτευτη την άποψή του. Εκφράζει τη βεβαιότητα ότι ο Πρωταγόρας θα έχει κάποια στοιχεία, κάποιες απόψεις να εκφράσει, οι οποίες θα αποδεικνύουν την ορθότητα της άποψής του σχετικά με το διδακτό. αφού θεωρώ μόνος σου: εκθειάζει την κατάρτιση του Πρωταγόρα και το πλήθος των γνώσεών του, οι οποίες είναι αποτέλεσμα εμπειρίας, μάθησης, προσωπικών αναζητήσεων και ανακαλύψεων.
Τα επιχειρήματα του Σωκράτη Ο Σωκράτης θεμελιώνει την αμφιβολία του πάνω σε εμπειρικά επιχειρήματα. Ξεκινάει λοιπόν. Οι Αθηναίοι θεωρούνται σοφοί άνθρωποι. Όμως, όταν πρόκειται να κατασκευάσουν κάποιο οικοδομικό έργο, ζητούν τη γνώμη των οικοδόμων. Όταν πρόκειται για ναυπηγικό έργο, των ναυπηγών. Το ίδιο κάνουν και για κάθε έργο που πιστεύουν ότι η γνώση του απαιτεί διδασκαλία. Αν γι αυτά τα θέματα θελήσει να τους μιλήσει κάποιος όχι ειδικός τον διώχνουν αμέσως και βίαια. Όμως, όταν το πρόβλημά τους είναι σχετικό με τη διοίκηση της πόλης, δέχονται να ακούσουν τη γνώμη κάθε πολίτη ανεξάρτητα από το επάγγελμά του. Αυτή η θέση που παίρνουν οι Αθηναίοι σ αυτό το θέμα δείχνει ότι δεν πιστεύουν πως η πολιτική τέχνη διδάσκεται. Ο Σωκράτης όμως δεν αρκείται μόνο σ αυτό το επιχείρημα και συνεχίζει. Αναφέρει σπουδαίους άντρες της Αθήνας, όπως ο Περικλής, που δεν μπορούν να διδάξουν στα παιδιά τους την πολιτική τέχνη, αν και την κατέχουν πολύ καλά. Το ίδιο αποδεικνύει και η περίπτωση του Κλεινία, αδερφού του Αλκιβιάδη. Τελειώνοντας, ο Σωκράτης παρακαλεί τον Πρωταγόρα να αποδείξει ότι η αρετή διδάσκεται, αφού και έμπειρος είναι και υποστηρίζει ότι αυτό διδάσκει. Ο Πρωταγόρας δέχεται να αποδείξει το διδακτό της αρετής και λέει ότι θα αρχίσει με ένα μύθο. Αξιολόγηση των επιχειρημάτων του Σωκράτη: Είναι κατά βάση ορθά, ωστόσο μπορούμε να επισημάνουμε τα εξής: Υπεραπλουστεύει κάπως τα δεδομένα (σε μερικά θέματα χρειάζεται και πολιτική βούληση και τεχνικές γνώσεις) τα παραδείγματα για τους γιους του Περικλή, τον Πάραλο και τον Ξάνθιππο καθώς και για τον αδελφό του Αλκιβιάδη, τον Κλεινία, δε θεωρούνται εύστοχα: οι γιοί του Περικλή δε διέθεταν καμιά περίφημη ευφυία και ο Κλεινίας ήταν ανεπίδεκτος μαθήσεως αν όλοι οι Αθηναίοι κατείχαν την πολιτική τέχνη, τότε γιατί μερικοί παρασύρονταν από δημαγωγούς και έπαιρναν λανθασμένες αποφάσεις; σήμερα δεν υπάρχουν σχολές πολιτικής επιστήμης; Πρώτο επιχείρημα: Δεν είναι πειστικός, όταν χαρακτηρίζει τους Αθηναίους στο σύνολό τους σοφούς, γιατί είναι γνωστή η υποτιμητική γνώμη που είχε για αυτούς (από την Απολογία και από άλλα έργα του Πλάτωνα). Ίσως, εδώ υπάρχει μια ειρωνεία ή απλώς θέλει να οδηγήσει τον Πρωταγόρα εκεί που εκείνος επιθυμεί. Εξάλλου, δεν μπορεί υπεραπλουστευτικά και εξιδανικευτικά να θεωρηθεί ότι όλοι οι πολίτες μίας πόλης κοσμούνται με την πολιτική αρετή και, μάλιστα, χωρίς να τη διδαχθούν, όταν ακόμα και διάσημοι πολιτικοί αποδεικνύονται διεφθαρμένοι (όπως ο Αλκιβιάδης και ο Κλέωνας).
Ως προς την άποψη του Σωκράτη ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν διδαχθεί από πουθενά την αρετή πρέπει να πούμε ότι οι Αθηναίοι από τη νεαρή τους ηλικία ζούσαν καθημερινά μέσα στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας, η συμμετοχή τους στα κοινά ήταν καθημερινό βίωμα, παρακολουθούσαν λόγους, έπαιρναν μέρος σε καθημερινές πολιτικές συζητήσεις στην αγορά, ήταν υποχρεωμένοι να γνωρίζουν τους νόμους, αναλάμβαναν αξιώματα και ευθύνες. Όλα αυτά αποτελούσαν διά βίου άτυπη διδασκαλία της πολιτικής αρετής μέσα στην Αθήνα, στο μεγάλο σχολείο της δημοκρατίας. Δεύτερο επιχείρημα: Ο Σωκράτης συγχέει την ικανότητα των μεγάλων πολιτικών ηγετών με την πολιτική αρετή των απλών πολιτών. Ο Περικλής ήταν ένας μεγάλος πολιτικός άνδρας, που είχε και εξαιρετικές ικανότητες ως πολιτικός ηγέτης και πολιτική αρετή ως πολίτης. Βέβαια, ο Σωκράτης ορθά ισχυρίζεται ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να κάνει τους γιους του μεγάλους πολιτικούς σαν τον εαυτό του. Αυτό, όμως, μπορεί να οφείλεται στο ότι ο πατέρας δεν ενδιαφέρθηκε για αυτό ή σε άλλους λόγους. Και, βέβαια, δε σημαίνει ότι οι γιοι του ήταν διεφθαρμένοι και δεν είχαν πολιτική αρετή ως πολίτες. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να διδάξει στους γιους του την αρετή του πολίτη, θα έπρεπε να λάβουμε υπόψη και δύο άλλους παράγοντες, τη μεταδοτικότητα του δασκάλου και τη δεκτικότητα του μαθητή. Η πολιτική αρετή του Περικλή δε σημαίνει απαραίτητα και διδακτική ικανότητα. Γενικά, τα επιχειρήματα του Σωκράτη είναι περιγραφικά και εμπειρικά, δίνονται με παραδείγματα και όχι με αλληλουχία διεισδυτικών σκέψεων, κάτι που θα περιμέναμε από εκείνον. Εντοπίζουμε και μία αντίφαση στην επιχειρηματολογία του: από τη μια μεριά προβάλλεται η θέση ότι την πολιτική αρετή την έχουν όλοι και από την άλλη υποστηρίζεται ότι υπάρχουν κάποιοι, οι γιοι του Περικλή, που δεν την έχουν. Ο μύθος Ο Πρωταγόρας αποδέχεται ανεπιφύλακτα την πρόταση του Σωκράτη, αφήνοντας στην προτίμηση των ακροατών του τον τρόπο της ανάλυσης. Θα προτιμούσαν να αναπτύξει τις απόψεις του με μύθο, σαν ηλικιωμένος προς τους νέους, ή με διάλεξη; Ο μεγάλος σοφιστής χειρίζεται έτσι το θέμα επιδεικνύοντας την αυτοπεποίθησή του και την άνεση, με την οποία μπορούσε να χειριστεί όλους τους τρόπους ανάπτυξης ενός θέματος. Παράλληλα, με την έντεχνη αναφορά στη διαφορά ηλικίας με τους ακροατές περιβάλλει εκ των προτέρων με κύρος όσα θα πει, αντλώντας το από το σεβασμό που είχαν όλοι στους ηλικιωμένους και στην πλούσια πείρα τους. Μάλιστα, ο σεβασμός λειτουργεί από τώρα, καθώς οι
ακροατές αφήνουν στον ίδιο τον Πρωταγόρα να επιλέξει τον τρόπο ανάλυσης του θέματός του. Και αυτός επιλέγει το μύθο. Μύθος είναι μία φανταστική αφήγηση, που προέρχεται από την παράδοση ή είναι δημιούργημα κάποιου διανοητή (όπως εδώ). Ένας μύθος έχει χαρακτήρα ποιητικό και συμβολικό, για να αποκτά, έτσι, χάρη και γοητεία. Μπορεί, βέβαια, ο μύθος να είναι ελκυστικός και γοητευτικός, όμως, δεν είναι επαρκής ως αποδεικτικό στοιχείο και δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα. Οι σοφιστές χρησιμοποιούσαν συχνά μύθους, για να ενισχύσουν παραστατικά τα επιχειρήματά τους εντυπωσιάζοντας παράλληλα τους μαθητές του. Εκτός από το μύθο χρησιμοποιούσαν και το λόγο (θεωρητική διαπραγμάτευση ενός θέματος) και το σχολιασμό ποιητικών κειμένων. Η επιλογή του μύθου με διδακτικό χαρακτήρα είναι παλιά τακτική, δεν ήταν επινόηση των σοφιστών. Θυμίζουμε τον Αίσωπο και τον Όμηρο. Ήδη προϋπήρχαν μύθοι στα ομηρικά έπη, ιδίως στην Ηλιάδα. Περιείχαν αλληγορίες και παραβολές και ντύνονταν με ποιητική γλώσσα, αποκτώντας έτσι λεπτή χάρη και γοητεία. Οι μύθοι με τον προσεγμένο, το δουλεμένο, τον εξωραϊσμένο και συχνά ποιητικό λόγο προκαλούν θαυμασμό, μαγνητίζουν την προσοχή του ακροατή, τέρπουν, συγκινούν. Δεν έχουν, όμως, αποδεικτική ισχύ, γιατί είναι δημιούργημα φαντασίας. Οι σοφιστές χρησιμοποιούσαν συχνά μύθους, ακριβώς γιατί ήθελαν να εντυπωσιάσουν, να σαγηνεύσουν τους ακροατές τους και όχι να προσεγγίσουν την αλήθεια. Οι σοφιστές χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά μύθους για τις ανάγκες της διδασκαλίας τους που περιείχαν σύμβολα, παραβολές, αλληγορίες που διευκρίνιζαν, επεξηγούσαν ή εδραίωναν τις απόψεις τους. Επίσης οι μυθικές αφηγήσεις άφηναν μεγάλα περιθώρια για ποιητική χρήση της γλώσσας. Ο μύθος λοιπόν ήταν το μέσο για την επίδειξη γνώσεων και ρητορικής δεινότητας και μέσο άσκησης επιρροής στους ακροατές. Οι σοφιστές πρόσεξαν να κρατήσουν από το μύθο τα στοιχεία εκείνα που δεν έρχονται σε πλήρη σύγκρουση μεταξύ λόγου και μύθου, που είναι τα εξής: α) Ο μύθος είναι μια πλαστή διήγηση, ενώ ο λόγος στηρίζεται στην αλήθεια και στην πραγματικότητα. β) Ο μύθος γοητεύει και μαγεύει τη φαντασία σε αντίθετη με το λόγο. γ) Ο λόγος στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία, δεν συγκρούεται με τη λογική και αποκαλύπτει την αλήθεια, ενώ ο μύθος περιέχει παράδοξα στοιχεία, συγκρούεται με τη λογική και καλύπτει με ένα προσπέρασμα την αλήθεια. δ) Σε αντίθεση με το λόγο, ο μύθος σαγηνεύει. Σε αυτόν γίνεται ποιητική χρήση της γλώσσας και χρησιμοποιούνται πολλά εκφραστικά μέσα και σχήματα λόγου. Σαφώς λοιπόν προκαλούσε εντύπωση και επηρέαζε τους ακροατές. ε) Σε αντίθεση με το πολυσήμαντο του λόγου, ο μύθος από την εποχή του Ομήρου χρησιμοποιείται κυρίως για διδακτικούς σκοπούς.
Χαρακτηρισμός ψυχογράφηση προσώπων Ο Πρωταγόρας παρουσιάζεται σίγουρος για τον εαυτό του, γεμάτος αυτοπεποίθηση. Στην ερώτηση του Σωκράτη για το μάθημα που διδάσκει απαντά άμεσα ότι το αντικείμενο της διδασκαλίας του είναι η ευβουλία, δηλαδή η σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων που αφορούν τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια ζωή. Από εκεί και έπειτα, δεν εξειδικεύει περισσότερο, αφήνοντας εκκρεμές το ακριβές αντικείμενο της διδασκαλίας του. Η αοριστολογική διατύπωση και η περίτεχνη ομιλία ήταν χαρακτηριστικά όχι μόνο δικά του, αλλά και όλων των Σοφιστών, τα οποία και ο ίδιος εκμεταλλεύεται, προκειμένου να παρουσιάσει τον εαυτό του με τον πειστικότερο δυνατό τρόπο. Ο λόγος του Σωκράτη και η αμφισβήτηση της δυνατότητας να διδαχθεί η αρετή, που ουσιαστικά δήλωνε και αμφισβήτηση της ίδιας της διδασκαλίας του Σοφιστή, τον άφησε ατάραχο. Από την παρότρυνση του Σωκράτη να μιλήσει πια με συγκεκριμένα επιχειρήματα για τη διδαξιμότητα της αρετής ο ίδιος δεν φαίνεται να πτοείται, δείχνοντας βέβαιος και για τον εαυτό του και για το μάθημά του. Ο ίδιος ήταν χρόνια δάσκαλος και ο πλέον καταξιωμένος στον χώρο του, με αποτέλεσμα να μην τον πτοεί η όποια αμφισβήτηση. Βέβαια, επειδή υπήρχε ακροατήριο στη συζήτηση, πολλοί νυν αλλά και δυνάμει μαθητές του, κράτησε τη στάση που εκ των συνθηκών επιβαλλόταν να τηρήσει. Η βεβαιότητα στις ικανότητές του ήταν σημαντική για την ίδια την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας του, χωρίς φυσικά αυτό να δικαιολογεί και την μάλλον υπεροπτική στάση του. Ο Σωκράτης αντιθέτως δείχνει από την πρώτη στιγμή ότι δεν μπορεί κανείς να τον θεωρήσει εύκολο συνομιλητή. Εκμεταλλεύεται τον λόγο του Πρωταγόρα για να εκφράσει την αντίθεσή του, η οποία ωστόσο δεν κινείται εναντίον του ίδιου, αλλά περισσότερο εναντίον των Σοφιστών και των τεχνικών τους. Ο λόγος του χαρακτηρίζεται από βραχυλογία και ακρίβεια. Είναι ευγενικός και δίνει τη διαφωνία του με λεπτότητα και σεβασμό. Δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει την παραδοσιακή του ειρωνεία, αυτή όμως δεν προσβάλλει, αλλά εκφράζει αμφιβολία. Για τον ίδιο εξαρχής παραδεδεγμένη αλήθεια δεν υπάρχει και δεν δείχνει καμία πρόθεση να πειστεί εύκολα για κάτι που παρουσιάζεται ως αυτονόητο. Τα πάντα θα πρέπει να ελέγχονται και να γίνονται πιστευτά ή αποδεκτά μέσα από διαδικασία επιχειρηματολογίας και πειθούς. Με τον τρόπο αυτό προσπαθεί να συγκροτήσει τη σκέψη του και να εκφράσει τη θέση του, η οποία μπορεί να μην είναι απόλυτα συγκροτημένη, αλλά ενδεχομένως αυτός δεν ήταν ο στόχος του. Σκοπός της διαφωνίας του ήταν να θέσει επί τάπητος το αντικείμενο της διδασκαλίας των Σοφιστών και να κάνει τον Πρωταγόρα να επιχειρηματολογήσει για μια αλήθεια που μέχρι τότε θεωρούνταν δεδομένη, τη δυνατότητα διδασκαλίας της αρετής. Τέλος, δεν διστάζει να μιλήσει με παρρησία, ακόμη κι αν αυτή ενοχλεί, όταν πρόκειται να πει την αλήθεια. Έτσι, χωρίς να σκεφτεί το ενδεχόμενο να προσβληθούν, μίλησε με μάλλον υποτιμητικό τρόπο τόσο για τους γιους του Περικλή όσο και για τον Αλκιβιάδη, ο οποίος μάλιστα ήταν ένας από τους αγαπημένους του μαθητές.