ΚΕΙΜΕΝΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ ΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ Μες στους προσφυγικούς συνοικισµούς, Γιώργος Ιωάννου Στέκοµαι και κοιτάζω τα παιδιά παίζουνε µπάλα. Κάθοµαι στο ορισµένο καφενείο σε λίγο θα σχολάσουν και θ αρχίσουν να καταφτάνουν οι µεγάλοι. Κουρασµένοι απ τη δουλειά, είναι πολύ πιο αληθινοί. Οι περισσότεροι γεννήθηκαν εδώ σ αυτή την πόλη, όπως κι εγώ. Κι όµως διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους, από µας τους διεσπαρµένους. Ιδίως όταν τους βλέπω εδώ, µου φαίνονται πιο γνήσιοι. Κάπως αλλιώτικοι µοιάζουν µακριά, σε άλλα περιβάλλοντα συναντηµένοι.[ ] Γι αυτό ζηλεύω αυτούς που βρίσκονται στον τόπο τους, στα χωράφια τους, στους συγγενείς τους, στα πατρογονικά τους. Τουλάχιστο, ας ήµουν σ ένα προσφυγικό συνοικισµό µε ανθρώπους της ράτσας µου τριγύρω. (Για ένα φιλότιµο, 1984) ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Α. Ο Ιωάννου στηρίζει την αποτύπωση των σκέψεων του µε δύο βασικά υλικά: τη µνήµη και την παρατήρηση. Εντοπίστε και σχολιάστε αυτούς του τρόπους µέσα από δύο αποσπάσµατα του κειµένου. (µονάδες 15) Β1. Το κείµενο παρουσιάζει κυκλική δοµή και το κεντρικό του θέµα παρουσιάζεται αδιάσπαστο. Πώς διαπιστώνεται αυτό µέσα από το συγκεκριµένο πεζογράφηµα; (µονάδες 20) B2. «Κι όµως πόση συγκίνηση έχει όλη αυτή η λαχτάρα». Στο απόσπασµα αυτό ο αφηγητής προχωρεί σε µια συναισθηµατική αποτύπωση της επαφής του µε τους πρόσφυγες. να εντοπίσετε τέσσερα εκφραστικά µέσα που χρησιµοποιεί για να αποτυπώσει αυτά τα συναισθήµατα. (µονάδες 20) Γ. «Κι όµως τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει το παν Πολύ αργά νοµίζω». Να σχολιάσετε το απόσπασµα σε ένα κείµενο 160-180 λέξεις. (µονάδες 25). Η αγάπη για τη γη των προγόνων, ο άρρηκτος δεσµός αλλά και η επικοινωνία µ αυτούς αποτελούν δύο βασικά θέµατα στην προσέγγιση της «ψυχής» των προσφύγων από τον Ιωάννου. Να συγκρίνετε ως προς αυτά τα θέµατα το πεζογράφηµα Μες στους προσφυγικούς συνοικισµούς µε το απόσπασµα από τις αδερφοφάδες του Νίκου Καζαντζάκη. (µονάδες 20) Νίκος Καζαντζάκης, Οι αδερφοφάδες (απόσπασµα) [ ]Την παραµονή του µισεµού κίνησαν όλοι µαζί, λιτανεία, άντρες και γυναικόπαιδα, για το µικρό χαριτωµένο νεκροταφείο απόξω από το χωριό, ν' αποχαιρετήσουν τους προγόνους. Ανακλαηµένος ήταν ο καιρός, τη νύχτα είχε βρέξει και κρέµουνταν ακόµα στα φύλλα της ελιάς σταλαγµατιές βροχή. Και κάτω το χώµα ήταν µαλακό και µύριζε. Ο παπα- αµιανός πήγαινε µπροστά, ντυµένος τα καλά του άµφια, µε το χρυσοκεντηµένο πετραχήλι του και µε το ασηµένιο Βαγγέλιο στην αγκαλιά του, πίσω του ακολουθούσε ο λαός, και στερνός, ουραγός, ο παπα-γιάνναρος, µε το ασηµένιο σικλί γεµάτο αγιασµό και µε την αγιαστούρα του από φουντωµένο δεντρολίβανο. εν έψελναν, δεν έκλαιγαν, δε µιλούσαν, πήγαιναν βουβοί, σκυφτοί και µονάχα κάπου κάπου µια γυναίκα στέναζε, ένα βαθύ Κύριε, ελέησαν! ακούγονταν από κανένα γέρικο στόµα κι οι νέες µανάδες είχαν ανοίξει τον κόρφο τους και βύζαιναν τα µωρά τους. Έφτασαν στα κυπαρίσσια, έδωκε µια ο παπάς, άνοιξε την πορτούλα, µπήκε, και πίσω του ο λαός. Οι µαύροι ξύλινοι σταυροί ήταν µουσκεµένοι, µερικά φαναράκια έκαιγαν στους τάφους, µισοσβηµένες φωτογραφίες πίσω από το γυαλί µαρτυρούσαν πως ήταν οι κοπέλες, πως ήταν οι λεβέντες µε τα στριφτά µουστάκια, όταν εζούσαν. Κατασκορπίστηκε ο λαός, βρήκε καθένας τον αγαπηµένο του τάφο, έπεσαν κάτω οι γυναίκες και προσκύνησαν το χώµα, οι άντρες, όρθιοι, έκαναν το
σταυρό τους και σφούγγιζαν µε την άκρα του µανικιού τους τα µάτια. Ο παπα- αµιανός στάθηκε στη µέση του κοιµητήριου, σήκωσε τα χέρια: Πατέρες, φώναξε, Παππούδες, έχετε γεια! Έχετε γεια, φεύγουµε! ε µας αφήνουν πια οι υνατοί της Γης να ζούµε πλάι σας, να πεθάνουµε και να ξαπλώσουµε πλάι σας, να ξαναγίνουµε κι εµείς χώµα µαζί σας. Μας ξεριζώνουν! Ανάθεµα στους αίτιους! Ανάθεµα στους αίτιους! Ανάθεµα στους αίτιους! Σήκωσε ο λαός τα χέρια στον oυρανό, σήκωσε βουή µεγάλη: Ανάθεµα στους αίτιους! Κυλίστηκαν όλοι χάµω, φιλούσαν το µαλακωµένο από τη βροχή χώµα, το 'τριβαν στην κορφή τού κεφαλιού τους, στα µάγoυλα, στο λαιµό, έσκυβαν, το ξαναφιλούσαν. Φιλούσαν τους πατέρες και τους παππούδες, φώναζαν: «Έχετε γεια!». Προχώρησε µε την αγιαστούρα του ο παπα-γιάνναρος και πήρε αράδα να ραντίζει τα µνήµατα. Έχετε γεια! Έχετε γεια! φώναζαν ακολουθώντας οι συγγενείς των πεθαµένων, έχετε γεια, αδέρφια, ξαδέρφια, παππούδες! Σχωρέστε µας που σας αφήνουµε στα χέρια των Αγαρηνών, δε φταίµε εµείς, ανάθεµα στον αίτιο! [..] [πηγή: Νίκος Καζαντζάκης, Οι αδερφοφάδες. Μυθιστόρηµα, έκδ. Ελένης Καζαντζάκη, Αθήνα 1973 (7η έκδ.), σ. 14-18] ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Α. Η µνήµη και η παρατήρηση συνιστούν δύο µέσα µε τα οποία ο Ιωάννου συνθέτει ή όπως έχει υποστηριχτεί «θησαυρίζει» το αφηγηµατικό του υλικό. Μέσα από τη µνήµη, ατοµική και συλλογική, αναβιώνει καταστάσεις και εκφράζει επιθυµίες, συναισθήµατα και τονίζει αντιθέσεις σε σχέση µε το εκφυλισµένο, τις περισσότερες φορές παρόν. Από την άλλη, η παρατήρηση λειτουργεί ως εφαλτήριο σκέψεων και συνειρµών και αποτελεί αφορµή για περισυλλογή ή και εκκίνηση της ίδιας της µνηµονικής διαδικασίας. Παρατηρούµε πως η µνήµη παίζει κυρίαρχο ρόλο και στο πεζογράφηµα «Μες στους προσφυγικούς συνοικισµούς». Ο αφηγητής ανατρέχει κυρίως στη συλλογική µνήµη για να εκφράσει προβληµατισµούς και επιδιώξεις, γίνεται ένα εργαλείο που «προπαγανδίζει» επιθυµίες που να µη σχετίζονται µε την ιστορική αλήθεια. «Θράκες, Χετταίοι, Φρύγες, όµορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρείς ανθούν ανάµεσά µας». Η ιστορική µνήµη λοιπόν εδώ, µε έντονα συλλογικό χαρακτήρα αλλά και µια προσωπικά βιωµένη οπτική, «για µένα είναι όµως φορτωµένα µυστήριο και αγάπη», κάνει το παρελθόν έντονα «παρόν» ακόµα και σήµερα, «θαρρείς ανθούν ανάµεσά µας». Ακόµα κι αν είναι ανεπιβεβαίωτη η ιστορική σύνδεση των προσφυγικών πληθυσµών µε αυτούς τους αρχαίους λαούς της Ανατολής, ο συγγραφέας προσπαθεί να καταστήσει αυτή την ιστορική µνήµη (και µαζί την παραποίηση της ιστορικής αλήθειας) ως «υπηρέτρια» των λογοτεχνικών και συναισθηµατικών του στόχων, δηλαδή την ροµαντική πεποίθηση πως οι λαοί της Ανατολής επιβιώνουν στις προσφυγικές φυλές. Κυρίαρχο µέσο παραγωγής σκέψεων και εντυπώσεων αποτελεί και η παρατήρηση. Βασισµένη στις κυρίαρχες αισθήσεις της όρασης και της ακοής, αποτελεί και την ιδιότυπη «ευαισθησία» του αφηγητή. Οι ευαίσθητες λοιπόν αυτές κεραίες του δηµιουργεί υπέροχες αφορµές για συνειρµούς και αποτυπώσεις. Η παρατήρηση κατά συνέπεια λειτουργεί ως λογοτεχνικό τέχνασµα µε το οποίο εκκινεί ή εξωραΐζει όσα θέλει να εκφράσει. Με αυτόν τον τρόπο στη δεύτερη παράγραφο του κειµένου ο αφηγητής, καθισµένος στο «ορισµένο» καφενείο παρατηρεί τους πρόσφυγες και αναγνωρίζει τα χαρακτηριστικά τους. «τον Πόντιο, ας πούµε, τον διακρίνω περιοχές του Μοναστηριού». Μέσα λοιπόν από την υποτιθέµενη παρατήρηση, έχει την ευκαιρία να µας παραθέσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε φυλής, πράγµα που θα καταντούσε κουραστικό χωρίς αυτό το τέχνασµα. Παράλληλα προσδίδει ζωντάνια, καθώς ο αναγνώστης έχει την εντύπωση πως κάθεται µαζί του στο καφενείο, πως παρατηρούν µαζί και κουβεντιάζουν «παίζοντας» το παιχνίδι της αναγνώρισης. Το αποτέλεσµα πάντως είναι πως ο αφηγητής κατάφερε να διαχωρίσει αλλά και να συσχετίσει τα χαρακτηριστικά των προσφύγων, συνθέτοντας το ψηφιδωτό των προσφυγικών συνοικισµών.
Β1. Η κυκλική δοµή και η τεχνική του αδιάσπαστου θέµατος είναι δύο τεχνικές ιδιαίτερα αγαπητές στον Ιωάννου, που διαφαίνονται στο συγκεκριµένο πεζογράφηµα. Και οι δύο αυτές τεχνικές ενισχύουν τον ενιαίο χαρακτήρα του πεζογραφήµατος και την ενότητά του. Καταρχάς το πεζογράφηµα παρουσιάζει τη δοµή του κύκλου. Ξεκινά µε την παρουσία του αφηγητή σε ένα καφενείο Μες στους προσφυγικούς συνοικισµούς (όπως µαρτυρά και ο τίτλος) και την παραµονή του εκεί για µια απογευµατινή βόλτα. Στη συνέχεια βέβαια τον βλέπουµε να φεύγει και να κατευθύνεται στην πόλη αλλά στο τέλος του πεζογραφήµατος επιστρέφει στους προσφυγικούς συνοικισµούς, έστω και φαντασιακά. Το πεζογράφηµα ολοκληρώνεται µε την επιθυµία του αφηγηµατικού υποκειµένου, αν δεν µπορεί να βρίσκεται στην πατρίδα των προγόνων, τουλάχιστο να βρίσκεται σε έναν προσφυγικό συνοικισµό, όπου θα συγχρωτίζεται µε ανθρώπους της ράτσας του, µε πρόσφυγες, «ας ήµουν σ ένα προσφυγικό συνοικισµό µε ανθρώπους της ράτσας µου τριγύρω».. Το τέλος αυτό θυµίζει το παπαδιαµαντικό τέλος του «Ονείρου», όπου ο αφηγητής, όντας δικηγόρος, εύχεται να ήταν ακόµη βοσκός στα όρη. Έντονη είναι και η παρουσία του αδιάσπαστου θέµατος στο πεζογράφηµα. Μπορεί το κείµενο να διανθίζεται µε συνειρµούς, παραληρηµατικές φαντασιώσεις, µετατοπίσεις χωρικές και χρονικές, αλλά το κεντρικό του θέµα είναι παρόν σε κάθε του µέρος. και κεντρικό θέµα δεν είναι άλλο από το θέµα των προσφύγων, της ζωής τους, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και της ιδιοσυγκρασίας τους. Ακόµα και όταν στην παρεκβατική παράγραφο αναφέρεται στους εγκληµατίες των γραφείων «Κι όµως τα τελευταία χρόνια Πολύ αργά νοµίζω» αναφέρεται στα δεινά που υπέστησαν οι πρόσφυγες, ακόµα κι όταν µεταφέρεται στην πόλη, συνειρµικά ενώνεται µε τους προγόνους στην ιδιαίτερη προσφυγική του πατρίδα, ακόµα κι όταν περιγράφει τους ρυθµούς ζωής στην πόλη στην προτελευταία παράγραφο, τους συγκρίνει έµµεσα µε την ατµόσφαιρα που βίωσε πριν στους προσφυγικούς συνοικισµούς. Το κείµενο λοιπόν αποτελείται από θεµατικές ψηφίδες, που αν τις δει κανείς συνδυασµένες συνθέτει µια ολοκληρωµένη εικόνα µε απόλυτη ενότητα. Β2. τα συναισθήµατα που γεννιούνται σον αφηγητή µέσα από την παραµονή του στους προσφυγικούς συνοικισµούς και την επαφή µαζί τους είναι συναισθήµατα ζεστασιάς, οικειότητας και αγάπης. Kαι η αποτύπωση αυτών των συναισθηµάτων γίνεται µε ένα πλήθος από εκφραστικά µέσα. Με µια πρώτη µατιά παρατηρούµε την εναλλαγή των προσώπων. Τόσο το β ενικό της προφορικότητας που προσδίδει ζεστασιά και συναισθηµατική συµµετοχή του αναγνώστη στα συναισθήµατα του αφηγητή «πόση συγκίνηση έχει να κοιτάζεις ή να συζητάς στα καφενεία και να διαισθάνεσαι σου ρχεται ν αγκαλιάσεις», όσο και το α ενικό της αµεσότητας και του εξοµολογητικού χαρακτήρα «Χαίροµαι ανατριχιάζω βαθιά» δηµιουργούν ένα διαλογικό χαρακτήρα και δίνουν ζωντάνια και αµεσότητα στον τρόπο έκφρασης. Ένα ακόµη εκφραστικό µέσο που χρησιµοποιεί ο συγγραφέας είναι η πληθώρα των σχηµάτων λόγου. Μεταφορές, «ζεστή προφορά», παροµοιώσεις, «κάτι σα ζεστό κύµα», προσωποποίηση, «δειλιάζουν µέσα στο νου» αποτυπώνουν όσα βιώνει βαθιά µέσα του ο αφηγητής χαρίζοντας παραστατικότητα και ποικιλία στο λόγο. Επιπλέον, οι εικόνες που εκφράζουν το συναισθηµατικό κόσµο του αφηγητή είναι ποικίλες και µε έντονη παρουσία. Ακουστικές, «Ακούς εκείνες τις φωνές», οπτικές, «να κοιτάζω τις αδρές και τίµιες φυσιογνωµίες τους», απτικές, «σου ρχεται ν αγκαλιάσεις», κινητικές, «Γυρνώ µες στους προσφυγικούς συνοικισµούς µε δυνατή ευχαρίστηση». Tέλος, ένα ακόµη εκφραστικό µέσο αποτελεί ο ιδιωτισµός, «Το αίµα µου από κει µονάχα τραβάει», ως γλωσσικός τρόπος έκφρασης της βαθιάς επαφής µε την πατρίδα που είναι «χαµένη», όχι όµως λησµονηµένη. Τουναντίον, είναι µια πατρίδα έντονα βιωµένη, έστω κι αν ο αφηγητής δεν έχει βρεθεί ποτέ εκεί. Έτσι χρησιµοποιεί µια λαϊκή έκφραση για να αποτυπώσει µια επαφή που δεν εκφράζεται εύκολα µε τους συµβατικούς τρόπους. Γ. Η παράγραφος αυτή συνιστά µια παρέκβαση από την ως εκείνη τη στιγµή αποτύπωση των εικόνων και των σκέψεων του αφηγητή από τους προσφυγικούς συνοικισµούς και εφαρµόζει τη γνωστή από τη λογοτεχνική κριτική «τεχνική του απροσδόκητου» του Ιωάννου. Μεταφέρεται, λοιπόν, µε αιφνιδιαστικό τρόπο, χωρίς περιττές εξηγήσεις και εισαγωγές σε ένα άλλο θέµα, αυτό της αντιµετώπισης των προσφύγων από την ελληνική κοινωνία και την ιστορική τους πορεία σ αυτήν. Το ύφος του γίνεται έντονα καταγγελτικό, εκφράζοντας την οργή και την αγανάκτησή του µε βαρείς χαρακτηρισµούς και σκληρά ρήµατα «εγκληµατίες των γραφείων», «εκµεταλλεύτηκαν», «τους εξώθησαν», «να σφάξουν και να σφαχτούν», «να φαγωθούν», τους «τρέµουν». Υπονοούνται µε αυτή την περίφραση ίσως οι σκιώδεις εκφραστές της εξουσίας, ή οι ίδιοι ο πολιτικοί, οι γραφειοκρατικές υπηρεσίες και τα γραφεία υποδοχής και αποκατάστασης των προσφύγων, ακόµα και η γενικότερη γραφειοκρατική πολιτική του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα. Όλοι αυτοί, είτε από ιδιοτελή κίνητρα είτε λόγω του ανταγωνιστικού πνεύµατος απέναντι στους πρόσφυγες, στέρησαν από αυτούς τη δυνατότητα
για πρόοδο και προκοπή στο νέο τους περιβάλλον και δεν τους βοήθησαν να εκµεταλλευτούν τη δηµιουργικότητα και τις ικανότητές τους. Ελάχιστα αµειβόµενη εργασία, άδικη αποτίµηση των περιουσιών τους και υποτιµητικοί χαρακτηρισµοί είναι όσα επιφύλαξε γι αυτούς η «µητριά» πατρίδα. Από την άλλη έχουµε να κάνουµε και µε την πολιτική εκµετάλλευσή τους και τη διασπορά του διχασµού στις τάξεις τους. Το προοδευτικό τους πνεύµα έφερε την πλειονότητα στο πλευρό των Φιλελευθέρων, όµως και η αντίπαλη παράταξη τους έταξε πολλά, εκµεταλλευόµενη πολιτικά πολλούς από αυτούς, και λίγα υλοποίησε. Ο διχασµός αυτός συνεχίστηκε και µετά τον πόλεµο µε τον Εµφύλιο «να σφάξουν και να σφαχτούν». Τελικά καταλήγει πως όλη αυτή η κατάσταση τους οδήγησε στη µετανάστευση, αναφερόµενος στο µεταναστευτικό ρεύµα των δεκαετιών του 50 και του 60, µια άποψη που ελέγχεται, βέβαια ιστορικά, αφού µετανάστευση δεν είχε µόνο αίτιο το προσφυγικό (τεχνική του φενακισµού). Η παράγραφος κλείνει µε το σχόλιο του αφηγητή, ως αφηγηµατικό τρόπο, δηλώνοντας πως ίσως τελικά όλα αυτά να µην έχουν το αναµενόµενο αποτέλεσµα.. Η «πατρίδα» στον Ιωάννου γίνεται φορέας βιωµάτων, αναµνήσεων αλλά και έντονης επιθυµίας για ένα πρόσφυγα, ακόµη κι αν δεν την έχει γνωρίσει ποτέ. Οι «πρόγονοι» από την άλλη, οι οποίοι αποτελούν το δεσµό του πρόσφυγα µε το παρελθόν και τις ρίζες του συνθέτουν µέρος της ταυτότητάς του αλλά και τοποτηρητές της «πατρίδας». Τα δύο αυτά θέµατα παρατηρούνται και στο απόσπασµα του Καζαντζάκη. Πιο συγκεκριµένα, η αγάπη για την πατρίδα των προγόνων στο απόσπασµα από τις αδερφοφάδες παρουσιάζεται µε εκδηλώσεις λατρείας, σχεδόν «παγανιστικής» ενός γενέθλιου τόπου που αναγκάζονται να αφήσουν πίσω. Το χώµα γίνεται η ίδια η πατρίδα, το µόνο σηµείο επ-αφής µαζί της, «Κυλίστηκαν όλοι χάµω, φιλούσαν το µαλακωµένο από τη βροχή χώµα, το 'τριβαν στην κορφή τού κεφαλιού τους, στα µάγουλα, στο λαιµό, έσκυβαν, το ξαναφιλούσαν». Ταυτόχρονα δυσκολεύονται να το αποχωριστούν γιατί φιλοξενεί τους προπάτορές τους, τους χαµένους συγγενείς και θα γινόταν ένας φιλόξενος προορισµός ακόµα και στο θάνατο. Εποµένως, το χώµα γίνεται φορέας των προγόνων, «πατρίδα» και «πρόγονοι», όπως ακριβώς και στον Ιωάννου ενώνονται αξεδιάλυτα και αυτό κάνει τον αποχωρισµό από αυτούς ακόµα πιο επώδυνο «ε µας αφήνουν πια οι υνατοί της Γης να ζούµε πλάι σας, να πεθάνουµε και να ξαπλώσουµε πλάι σας, να ξαναγίνουµε κι εµείς χώµα µαζί σας», «Κατασκορπίστηκε ο λαός, βρήκε καθένας τον αγαπηµένο του τάφο, έπεσαν κάτω οι γυναίκες και προσκύνησαν το χώµα, οι άντρες, όρθιοι, έκαναν το σταυρό τους και σφούγγιζαν µε την άκρα του µανικιού τους τα µάτια». Με τον ίδιο τρόπο και στο Μες στους προσφυγικούς συνοικισµούς η πατρίδα δηµιουργεί µια πηγαία λαχτάρα για επιστροφή, µια νοσταλγία για κάτι απροσδιόριστα όµορφο και φιλόξενο, κάτι που συνδέεται µεταφυσικά µε τον πρόσφυγα µε µιαν αόρατη ελκτική δύναµη, το «αίµα» «Κάτι σα ζεστό κύµα µε σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην πατρίδα. εν έχει σηµασία που δε γνώρισα ποτέ αυτή την πατρίδα ή που δε γεννήθηκα καν εκεί. Το αίµα µου από κει µονάχα τραβάει Και πώς εξηγείτε τότε όλη αυτή η λαχτάρα;» Είναι φανερό πως η πατρίδα αυτή συνοδεύει ως εικόνα όλα εκείνα που ενώνουν τον πρόσφυγα µε την οικογένεια και την ταυτότητά του και µε µια έντονη επιθυµία για επιστροφή «ζηλεύω αυτούς που βρίσκονται στον τόπο τους, στα χωράφια τους, στους συγγενείς τους, στα πατρογονικά τους». Πάντως η διαφορά που µπορεί να εντοπιστεί είναι πως για τον αφηγητή στον Ιωάννου η πατρίδα δεν είναι η γη που µεγάλωσε και έζησε αλλά η πατρίδα των προγόνων του, ενώ στις αδερφοφάδες οι Μικρασιάτες αφήνουν την πατρίδα όπου µεγάλωσαν. Οι πρόγονοι στις αδερφοφάδες από την άλλη, συνθέτουν τους θεµατοφύλακες της πατρίδας, τους αγαπηµένους συγγενείς, τους ένδοξους προπάτορες που έζησαν τίµια στη γενέθλια γη, τους τα «αδέλφια, ξαδέλφια, παππούδες» που αφήνουν για πάντα πίσω. Γινόµαστε µάρτυρες µιας σχεδόν λατρευτικής τελετής, µε προεξάρχοντα τον παπά του χωριού, που λαµβάνει χώρα στο κοιµητήριο. Τα θρησκευτικά στοιχεία και εδώ παρόντα, «Ο παπα- αµιανός πήγαινε µπροστά, ντυµένος τα καλά του άµφια, µε το χρυσοκεντηµένο πετραχήλι του και µε το ασηµένιο Βαγγέλιο στην αγκαλιά του, πίσω του ακολουθούσε ο λαός, και στερνός, ουραγός, ο παπα-γιάνναρος, µε το ασηµένιο σικλί γεµάτο αγιασµό και µε την αγιαστούρα του από φουντωµένο δεντρολίβανο», σε µια λιτανεία που θυµίζει επιτάφιο. Και εδώ οι ζωντανοί γονατίζουν, πλησιάζουν στο χώµα, το φιλούν καθώς είναι το µόνο που τους χωρίζει αλλά και τους ενώνει µε τους προγόνους τους, ο παπάς κορυφαίος του χορού εκφράζει τη συλλογική φωνή «Έχετε γεια! Έχετε γεια! φώναζαν ακολουθώντας οι συγγενείς των πεθαµένων, έχετε γεια, αδέρφια, ξαδέρφια, παππούδες! Σχωρέστε µας που σας αφήνουµε στα χέρια των Αγαρηνών, δε φταίµε εµείς, ανάθεµα στον αίτιο!». Έτσι ο αποχωρισµός από τους προγόνους γίνεται ταυτόχρονα βάρος και ενοχή. Από την άλλη, Στους προσφυγικούς συνοικισµούς ο αφηγητής προχωρά σε µια ιδιότυπη επικοινωνία µε τους προγόνους. Μέσα στο βουητό της πόλης αφουγκράζεται τα βήµατά τους, µε µια µυστηριακή, παραισθησιακή µέθεξη στη συλλογική ψυχή
«ακούω χιλιάδες βήµατα στο πλακόστρωτο». Τότε σκύβει στο «χώµα» καθώς θυµάται τον εσπερινό της Γονατιστής, όπου οι ζωντανοί στη εκκλησία γονατίζουν για να επιστρέψουν ξανά στη γη οι πρόγονοι, οι οποίοι µε την Ανάσταση του Χριστού βρέθηκαν ξανά στον κόσµο µας. Αυτό το «βουβό ποτάµι», µε τον οποίο τον ενώνει το «αίµα», προκαλεί δέος και σεβασµό και κάνει τον αφηγητή προσεχτικό, ώστε να εξασφαλιστεί η ανώδυνη επιστροφή των προγόνων στον κόσµο των νεκρών «σκύβω βαθιά στο χώµα, για να µη βγάλουν οι ψυχές εξαιτίας µου τον παραµικρότερο παραπονιάρικο βόµβο», καθώς οι ψυχές φαίνεται να έχουν µιαν εύθραυστη «υλικότητα». Εδώ όµως ο αφηγητής δε σκύβει για να τους πλησιάσει (η επικοινωνία συντελείται στον «πάνω» κόσµο) αλλά για να σεβαστεί την πορεία τους προς τον «κάτω» κόσµο. Κι εδώ, µε στοιχεία θρησκευτικής παράδοσης, ο αφηγητής φέρεται να τελεί µια σχεδόν λατρευτική πράξη, έστω και συνειρµικά, για να επικοινωνήσει µε τον κόσµο των προγόνων, εκφράζοντας τον άρρηκτο δεσµό µας µ αυτούς, ενώ οι ίδιοι έχουν «φύγει» χρόνια πριν. Για τον αφηγητή, πάντως, των «προσφυγικών συνοικισµών», δεν πρόκειται για τους άµεσους προγόνους, αλλά γι αυτούς που µπορεί να χάνονται ακόµα και στο απώτερο παρελθόν. Επιµέλεια: ηµήτρης Τζιµογιάννης