Παπαδοπούλου Χριστούλα ΑΜ: 336 Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας Σχεδιάγραµµα: 1) Εισαγωγή (γενικά - πρόλογος για τις γενικές αρχές του Συντάγµατος ) 2) Νοµική κατοχύρωση του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας 3) Έννοια Περιεχόµενο Ρυθµιστικό πεδίο της αρχής 4) Νοµική φύση της αρχής 5) Περιορισµοί : περιορισµοί στην ίδια την αρχή και η ίδια η αρχή ως περιορισµός των περιορισµών που θέτουν νοµοθέτης και διοίκηση στα επιµέρους δικαιώµατα. 6) Επίλογος.
Από το Σύνταγµα απορρέουν γενικές αρχές που εφαρµόζονται συνολικά στην έννοµη τάξη. Είτε είναι ρητά κατοχυρωµένες από τις συνταγµατικές διατάξεις είτε συνάγονται γιατί έχουν ένα ξεκάθαρο σηµείο αναφοράς στο συνταγµατικό κείµενο. Ακριβώς, λόγω της γενικότητάς του (lex generalis ) το Σύνταγµα επιτρέπει τη συναγωγή αρκετών γενικών αρχών βρίσκουν εφαρµογή σε όλους τους κλάδους του δικαίου (και στο ηµόσιο και στο Ιδιωτικό δίκαιο). Η αξία τους δεν είναι απλά και µόνο ρυθµιστική, αλλά λειτουργούν παράλληλα και ως ερµηνευτικές αρχές. Γίνεται χρήση του περιεχοµένου τους προκειµένου να ερµηνευτούν και άλλες διατάξεις του κοινού ή του συντακτικού νοµοθέτη και να δοθούν λύσεις σε ερµηνευτικά προβλήµατα. Ενδεικτικά, τέτοιες γενικές συνταγµατικές αρχές είναι: το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, η αρχή της νοµιµότητας της διοικητικής δράσης, η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης υπό την έννοια της αρνητικής και της θετικής θρησκευτικής ελευθερίας, το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, η ελευθερία διάδοσης στοχασµών, η αρχή της αναλογικότητας, η αρχή των χρηστών ηθών, της καλής πίστης, του σεβασµού των δικαιωµάτων των άλλων. (Στις γενικές αρχές, δηλαδή, περιλαµβάνονται και οι γενικές ρήτρες). Το περιεχόµενο των γενικών αρχών είναι καθαρά νοµικό και στο σηµείο αυτό διαφέρουν από τις θεµελιώδεις αρχές του Συντάγµατος που έχουν και µια πολιτική φόρτιση. Αυτό φαίνεται καθαρά στην περίπτωση της λαϊκής κυριαρχίας και του κράτους δικαίου. Μια από τις σπουδαιότερες αρχές για κάθε έννοµη τάξη είναι το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια αρχικά ήταν µια ηθική έννοια που έγινε νοµική εξαιτίας της συνταγµατικής και της διεθνούς κατοχύρωσής της. Μάλιστα υποστηρίζεται 1 ότι είναι µια αόριστη νοµική έννοια. Το πρώτο εθνικό Σύνταγµα που την κατοχύρωσε ήταν το Γερµανικό Οµοσπονδιακό Σύνταγµα του 1949, ίσως εξαιτίας της φριχτής εµπειρίας του Εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος. Από τα 1 Ράϊκος : «Τα θεµελιώδη δικαιώµατα», 2002
νεότερα Ευρωπαϊκά Συντάγµατα την κατοχυρώνουν ρητά το νέο Οµοσπονδιακό Σύνταγµα της Ελβετίας, το Σύνταγµα της Πολωνίας. εν είναι, όµως, µόνο τα εθνικά Συντάγµατα που διακηρύσσουν το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας την κατοχυρώνει η Οικουµενική διακήρυξη των δικαιωµάτων του ανθρώπου του Ο.Η.Ε (έστω και χωρίς δεσµευτικότητα), τα προοίµια των διεθνών συµφώνων των Ηνωµένων Εθνών για τα θεµελιώδη δικαιώµατα συναντάται, επίσης, στη διακήρυξη των θεµελιωδών δικαιωµάτων και ελευθεριών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του 1989, στο Χάρτη θεµελιωδών δικαιωµάτων της Ε.Ενωσης κλπ. Το Ελληνικό Σύνταγµα την κατοχυρώνει ρητά στο Σ.2 παράγρ1: «ο σεβασµός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας».η διατύπωση της διάταξης έχει την ιδιαιτερότητα ότι δεν διακηρύσσει ρητά το απαραβίαστο της αξίας του ανθρώπου, αλλά, θεωρώντας τη διακήρυξη αυτή δεδοµένη, ορίζει απ ευθείας την έννοµη συνέπειά της που είναι η υποχρέωση της πολιτείας να σέβεται και να προστατεύει την αξία του ανθρώπου. Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες στην Αναθεωρητική (ή µάλλον Συντακτική) Βουλή του 1975 προκύπτει ότι ακόµα και η χρήση του όρου αξία αντί αξιοπρέπεια κατά τη λεκτική διατύπωση είναι σκόπιµη και όχι τυχαία. Θεωρήθηκε ότι σε αντίθεση µε την αξιοπρέπεια που σηµαίνει την αξία αποκλειστικά σε σχέση µε τους άλλους, η «λέξη αξία εκφράζει την ουσία, που είναι δεδοµένη χωρίς συσχετισµό µε τρίτους».η σπουδαιότητα της διάταξης αποδεικνύεται από τη θέση της στο πρώτο τµήµα του πρώτου µέρους του Συντάγµατος, αλλά, κατά κύριο λόγο, από το χαρακτηρισµό της ως µη αναθεωρήσιµης στο Σ.110 παραγρ1. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι η ικανότητα αυτοκαθορισµού και αυτοδιάθεσης του ατόµου. Είναι η ικανότητά του να είναι υποκείµενο δικαίου και να µην υποβιβάζεται ποτέ σε αντικείµενο και απλό µέσο για την εξυπηρέτηση των όποιων σκοπών. Περιλαµβάνει ό,τι συνδέεται µε τη φυσική και τη νοµική υπόσταση του ατόµου είναι ο απαραβίαστος πυρήνας της προσωπικότητας του ο οποίος, άλλωστε, αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά του ανθρώπου από τα αντικείµενα
και τα άλογα όντα. Συνίσταται, ακριβώς, στην ιδιότητα του ατόµου ως προσώπου, ως έλλογου και συνειδητού όντος, ως προσωπικότητας µε ατοµική, κοινωνική, ηθική διάσταση. Ορισµένοι Γερµανοί συγγραφείς ορίζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως το περιεχόµενο της «φύσης» ή της «ουσίας» ή της «προσωπικότητας» του ατόµου. Η Απ.40/1998 αναφέρει ότι «στην αξία του ανθρώπου περιλαµβάνεται, πρωτίστως, η ανθρώπινη προσωπικότητα ως εσωτερικό συναίσθηµα τιµής και ως κοινωνική αναγνώριση υπόληψης». Η νοµολογία του Οµοσπονδιακού Συνταγµατικού δικαστηρίου στη Γερµανία δέχεται ότι στον άνθρωπο ανήκει µια «αξίωση για κοινωνική αξία και σεβασµό».σε κάθε περίπτωση η Σ.2παράγρ1 είναι η εγγύηση της απόλυτης προστασίας του πυρήνα της ανθρώπινης προσωπικότητας. Η Σ.2παρ1 καθιερώνει δυο υποχρεώσεις της κρατικής εξουσίας: την υποχρέωση σεβασµού και την υποχρέωση προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η πρώτη έχει αρνητικό περιεχόµενο, επιβάλλει στα κρατικά όργανα να απέχουν από κάθε ενέργεια προσβλητική για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια (είναι υποχρέωση παράλειψης). Η δεύτερη έχει θετικό περιεχόµενο καλεί τα κρατικά όργανα να παρέµβουν και να λάβουν όλα τα αναγκαία νοµοθετικά και κανονιστικά µέτρα για να προστατεύσουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και να συµβάλουν στην πραγµατοποίηση του περιεχοµένου της. Το κράτος οφείλει να µη θίγει το ίδιο µε ενέργειές του τον πυρήνα της ανθρώπινης προσωπικότητας, αλλά και να την προστατεύει από τυχόν προσβολές ιδιωτών. Ασφαλώς, οι διάφορες πτυχές της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου προστατεύονται από τα επιµέρους κατοχυρωµένα ατοµικά δικαιώµατα (7 παρ2, 106παρ2, 5παρ1-2, 9παρ1 κλπ). Υπάρχουν, συνεπώς, ειδικότερες διατάξεις που «θωρακίζουν» όλες σχεδόν τις πλευρές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και οι οποίες λόγω του ειδικότερου χαρακτήρα τους αποκλείουν την εφαρµογή της γενικής διάταξης του Σ.2παρ1. Έτσι η εν λόγω διάταξη εφαρµόζεται, κατ αρχήν, επικουρικά. Την επικαλείται κανείς για εφαρµογή στις περιπτώσεις που δεν µπορούν να «καλυφθούν» από τις ειδικότερες
διατάξεις που προστατεύουν ατοµικά δικαιώµατα. Η επικουρικότητα της εφαρµογής της διάταξης δεν εκµηδενίζει την πρακτική αξία της. Έτσι, ενώ π.χ. η Σ.7παρ2 προηγείται στην εφαρµογή όσον αφορά τις κακώσεις, τα βασανιστήρια, τη βλάβη υγείας, την άσκηση ψυχολογικής βίας και άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ως ειδικότερη, εν τούτοις δεν µπορεί να εφαρµοστεί όταν οι προσβολές αυτές δεν προξενούνται από κρατικά όργανα, αλλά από ιδιώτες. Το γεγονός, δηλαδή, ότι η Σ.παρ2 δεν τριτενεργεί άµεσα, περιορίζει και το ρυθµιστικό της πεδίο υπέρ της Σ.2παρ1. Επιπλέον, υπάρχουν περιπτώσεις που χωρίς να παραβιάζεται κάποιο συγκεκριµένο ειδικό ατοµικό δικαίωµα, παρ όλ αυτά θίγεται η αξία του ανθρώπου π.χ. η επ αµοιβή κυοφορία ξένου εµβρύου. Σχετικά µε τη νοµική φύση της Σ.2παρ1 αµφισβητείται αν αυτή αποτελεί δικαίωµα (υποκειµενικό) ή αν είναι αντικειµενική αρχή, κανόνας του αντικειµενικού συνταγµατικού δικαίου. Θα ήταν άτοπο να ισχυρισθεί κανείς ότι η Σ.2παρ1 δεν είναι δικαίωµα (και µάλιστα θεµελιώδες), από τη στιγµή που όλα τα (ατοµικά και κοινωνικά) δικαιώµατα που κατοχυρώνει το Σύνταγµα στις Σ.4-25 πηγάζουν από την ανθρώπινη αξία. Η Σ.2παρ1 είναι η πηγή και η ρίζα όλων, ανεξαίρετα, των δικαιωµάτων που κατοχυρώνει ο συντακτικός και εξειδικεύει ο κοινός νοµοθέτης. Άρα, πώς θα µπορούσε κανείς να της αρνηθεί τη φύση του δικαιώµατος; Ο επικουρικός, εξάλλου, χαρακτήρας της διάταξης µέσα στο σύστηµα προστασίας των θεµελιωδών δικαιωµάτων (συµπληρώνει τυχόν κενά) περίπου επιβεβαιώνει τη φύση της ως δικαιώµατος. Φαίνεται, λοιπόν, ότι κατ αρχήν είναι ένα αµυντικό (αρνητικό) δικαίωµα του προσώπου,µε την ιδιαιτερότητα ότι έχει και θετική διάσταση(καθώς αξιώνει από την πολιτεία να παρέµβει και να παράσχει προστασία). Έχει, µάλιστα,υποστηριχθεί 2 ότι συνέπεια της υποχρέωσης του κράτους για προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας έναντι προσβολών προερχόµενων από ιδιωτικά κέντρα είναι ότι η όποια µείωση της προστασίας που το κράτος και, ειδικότερα, ο νοµοθέτης έχει παράσχει 2 40/98 Ολοµ.Α.Π.
στους ιδιώτες (είτε πρόκειται για αστική είτε για ποινική προστασία) είναι αντισυνταγµατική. Τυχόν σχετικός νόµος θα προσέκρουε στην Σ.2παρ1. Μοιάζει έτσι να δηµιουργείται υπέρ των ιδιωτών ένα είδος κεκτηµένου σε ό,τι αφορά την παρεχόµενη προστασία της αξιοπρέπειάς τους και της προσωπικότητας τους από προσβολές που εµπίπτουν είτε στο χώρο του ποινικού είτε στο χώρο του αστικού δικαίου. Μόνο µια µεταβολή στην κατεύθυνση της βελτίωσης της υπάρχουσας προστασίας είναι συνταγµατικά επιτρεπτή σύµφωνα µε την Α.Π.40/98. Συνεπώς η Σ.2παρ1 εισάγει ένα υποκειµενικό (ατοµικό) δικαίωµα του ιδιώτη και κατοχυρώνει συγχρόνως υποχρέωση της πολιτείας να προστατεύει την αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου έναντι ιδιωτικών προσβολών. Η παραδοχή αυτή σχετικά µε τη νοµική φύση της διάταξης δεν εµποδίζει να δεχτεί κανείς ότι ταυτόχρονα η Σ.2παρ1 είναι και µια αντικειµενική αρχή του Συνταγµατικού δικαίου. Σ αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι βρίσκεται στο πρώτο µέρος και όχι στο δεύτερο µε τα υπόλοιπα δικαιώµατα. Η θέση, µάλιστα, της διάταξης δεν µπορεί παρά να είναι σκόπιµη και όχι τυχαία. Εξάλλου, ακόµα και τα ειδικά ατοµικά δικαιώµατα έχουν αντικειµενική διάσταση. Πέρα από τον υποκειµενικό τους χαρακτήρα, συνιστούν µια «αντικειµενική τάξη αξιών». Άρα, θα µπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι στη Σ.2παρ1 συνυπάρχουν:υποχρέωση του κράτους, υποκειµενικό δικαίωµα του προσώπου, αλλά και µια υπέρτατη αρχή του αντικειµενικού συνταγµατικού δικαίου. Υπάρχουν, όµως, συγγραφείς 3 που αρνούνται ολοκληρωτικά το νοµικό χαρακτήρα του δικαιώµατος στη Σ.2παρ1. Πέρα απ όλα αυτά η Σ.2παρ1 είναι και σηµαντικός ερµηνευτικός κανόνας που βοηθάει,κυρίως,τον εφαρµοστή του δικαίου. Βάσει αυτής φωτίζεται η έννοια και το περιεχόµενο πολλών διατάξεων του κοινού και του συντακτικού νοµοθέτη, χωρίς αυτό να σηµαίνει σε καµία περίπτωση ότι έχει ανώτερη τυπική ισχύ έναντι των άλλων συνταγµατικών διατάξεων. (Ανεξάρτητα από την επιστηµονική τους σηµασία είναι δεδοµένη η τυπική ισοδυναµία όλων των συνταγµατικών διατάξεων µεταξύ τους). Έτσι λοιπόν ακόµα και θεµελιώδεις 3 Ράικος, Μανιτάκης
συνταγµατικές αρχές, όπως αυτή της λαϊκής κυριαρχίας, εναρµονίζονται και ερµηνεύονται βάσει της Σ2παρ1. Ναι µεν η ηµοκρατική αρχή είναι η βάση του πολιτεύµατος, αλλά σε κάθε περίπτωση ο σεβασµός και η αξιοπρέπεια του µεµονωµένου ατόµου πρέπει να διαφυλάσσεται. «Ο λαός δεν είναι αγέλη που απορροφάει την ατοµικότητα των µελών της»,όπως σωστά έχει διατυπωθεί. 4 εν θυσιάζεται, δηλαδή, στην έννοια του λαού ο πυρήνας της προσωπικότητας και η ατοµική αξία. Ο κάθε άνθρωπος διατηρεί την ιδιαιτερότητά του ειδάλλως, η λαϊκή κυριαρχία εκφυλίζεται, όπως συνέβη στα κράτη του πρώην υπαρκτού σοσιαλισµού. Επιπλέον, η Σ.2παρ1, όπως και οι Σ.4-25 που προστατεύουν επιµέρους θεµελιώδη δικαιώµατα, αποτελεί κριτήριο της συνταγµατικότητας των πράξεων του νοµοθετικού οργάνου. Αυτό ενισχύει και τη σύνδεσή της µε τις Σ.4-25. H γενικότητα της διατύπωσης της Σ.2παρ1 δεν την καθιστά κατευθυντήρια απλά διάταξη, χωρίς δεσµευτικότητα. Η µόνη συνέπεια του γενικού τρόπου διατύπωσης έγκειται, ίσως, στην επικουρικότητα της εφαρµογής της. Η Σ.2παρ1 είναι νοµικά πλήρως δεσµευτική διάταξη και µάλιστα άµεσα εφαρµοστέα, δεδοµένου ότι ισχύει αφ εαυτής και δεν χρειάζεται ρυθµιστική παρέµβαση του νοµοθέτη για την «υλοποίησή» της. Άρα, η γενικότητα δεν επηρεάζει τη νοµική δεσµευτικότητα που παραµένει πλήρης. Άλλωστε, σήµερα, είναι γενικά παραδεκτό ότι καµιά διάταξη του Συντάγµατος δεν είναι απλά προγραµµατική και κατευθυντήρια. Έχουν όλες άµεση (νοµική) δεσµευτικότητα και επιτακτικότητα ακόµα και στις περιπτώσεις που δεν έχουν άµεση εφαρµογή, γιατί χρήζουν συγκεκριµενοποίησης από τον κοινό νοµοθέτη. Φορείς του δικαιώµατος προστασίας και σεβασµού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι, όπως προκύπτει από την ίδια τη φύση του, µόνο φυσικά πρόσωπα. εν είναι νοητό να τεθεί θέµα προστασίας της αξίας και του πυρήνα της προσωπικότητας νοµικού προσώπου. Κατά την κρατούσα άποψη, η προστασία της διάταξης αυτής αρχίζει 4 Χρυσόγονος
πριν από τη γέννηση του προσώπου καλύπτει, δηλαδή και τον κυοφορούµενο. Είναι, εν τούτοις, πολύ αµφίβολο αν προστατεύει και το νεκρό άνθρωπο ως προς την αξία του και την αξιοπρέπειά του. Σχετικά µ αυτό το τελευταίο θέµα η Ελλάδα έχει κυρώσει τη Σύµβαση για τα Ανθρώπινα δικαιώµατα και τη Βιοϊατρική της 4 ης Απριλίου 1997. Άρα, την προστασία της Σ.2παρ1 απολαµβάνει κάθε άνθρωπος ανεξάρτητα από φυλή, θρησκεία, υπηκοότητα, κλπ. Οι αλλοδαποί είναι στο ακέραιο «δικαιούχοι» ακόµα και στις περιπτώσεις που ο νοµοθέτης (συντακτικός ή κοινός) δεν τους αναγνωρίζει κάποιο επιµέρους ατοµικό δικαίωµα, η κατ αρχήν επιτρεπόµενη κρατική επέµβαση δεν µπορεί να φτάσει σε σηµείο να προσβάλει την ανθρώπινη αξία του αλλοδαπού και να του εκµηδενίσει την προσωπικότητα. Το αξίωµα αυτό ισχύει, ασφαλώς και στις περιπτώσεις που κάποια ατοµικά δικαιώµατα αλλοδαπών προστατεύονται υπό τον όρο της αµοιβαιότητας. Η νοµολογία θεωρεί ότι ο σεβασµός του αλλοδαπού ως προσώπου δεν συνεπάγεται, κατ ανάγκη, δικαίωµά του να αποκτήσει την Ελληνική υπηκοότητα ούτε επιβάλλει στη ιοίκηση υποχρέωση να παραθέτει και να αναλύει τους λόγους απόρριψης του αιτήµατος πολιτογράφησης του αλλοδαπού. Κατά συνέπεια, δεν ελέγχεται ακυρωτικά η τυχόν έλλειψη αιτιολογίας στη διοικητική πράξη που απορρίπτει το σχετικό αίτηµα. Έτσι η ΣΤΕ 1159/91 τµήµα θεωρεί ότι η πολιτογράφηση αλλοδαπού αποτελεί κυριαρχικό δικαίωµα της Ελληνικής πολιτείας η οποία το ασκεί ελεύθερα. Επίσης, ρητά δέχεται ότι η νοµοθετική διάταξη που απαλλάσσει τη ιοίκηση από την υποχρέωση αιτιολογίας των αρνητικών πράξεών της δεν αντιβαίνει καθόλου στη Σ.2παρ.1 ούτε στο κράτος δικαίου αντίθετα, είναι αναγκαία για λόγους γενικότερων εθνικών συµφερόντων. Τα ίδια δέχεται και η ΣΤΕ 2279/1990 Ολοµ. Εν τούτοις, είναι αµφίβολο αν πράγµατι η αναιτιολόγητη απόρριψη του αιτήµατος του αλλοδαπού δεν προσβάλλει τοσ.2παρ.1.ο αλλοδαπός, όπως ακριβώς και ο ηµεδαπός, είναι άνθρωπος µε τη δική του προσωπικότητα και λογική και θα πρέπει να αντιµετωπίζεται ως τέτοιος. Αναµένει, δηλαδή, ως έλλογο ον από τη ιοίκηση να του
προσδιορίσει τους λόγους που ενήργησε κατ αυτό τον τρόπο ως προς το αίτηµα του. Αυτό, βέβαια, σε καµία περίπτωση δε σηµαίνει ότι από το Σ.2παρ.1 ο αλλοδαπός αντλεί είτε δικαίωµα πολιτογράφησης είτα δικαίωµα παραµονής. Όταν π.χ. λήξει η άδεια παραµονής του, η ιοίκηση θα τον απελάσει χωρίς εδώ να τίθεται θέµα εφαρµογής της Σ.2παρ.1. Η ΣΤΕ 3603/91 τµήµα δέχεται, επίσης, ότι οι νοµοθετικές διατάξεις που θέτουν όρους και προϋποθέσεις (ν.4310/29) για την είσοδο και την εγκατάσταση αλλοδαπών στη χώρα δεν αντιβαίνουν στα Σ2παρ.1 και 5παρ.1. Η ουσία είναι ότι όλοι όσοι έχουν ικανότητα δικαίου είναι φορείς της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. εν έχει σηµασία αν είναι δικαιοπρακτικά ανίκανοι (πνευµατικά ασθενείς, ανάπηροι, ανήλικοι, αναίσθητοι). Η κατοχή της ανθρώπινης αξίας δεν προϋποθέτει την πραγµατική, αλλά αρκείται σε δυνητική ικανότητα αυτοδιάθεσης. Αυτονόητο είναι, επίσης, ότι είναι ανεξάρτητη από την προσωπική κοινωνική αξία του κάθε ατόµου. Αποδέκτης της επιταγής για σεβασµό και προστασία της ανθρώπινης αξίας είναι το κράτος εν ευρεία εννοία. Η διάταξη, δηλαδή, απευθύνεται τόσο στο νοµικό πρόσωπο του κράτους όσο και στα υπόλοιπα δηµόσια νοµικά πρόσωπα (σε όλους τους φορείς δηµόσιας εξουσίας) που είναι, κατ αρχήν, αποδέκτες και των θεµελιωδών δικαιωµάτων. Η νοµοθετική εξουσία, η δικαστική εξουσία, η εκτελεστική εξουσία µε όλα τα διοικητικά όργανα (είτε είναι ενσωµατωµένα στο νοµικό πρόσωπο του κράτους είτε σε άλλο δηµόσιο νοµικό πρόσωπο) δεσµεύονται σε κάθε δραστηριότητά τους από τη Σ.2παρ1. Πρέπει, µάλιστα, να σηµειωθεί ότι δεν δεσµεύεται µόνο ο κοινός, αλλά και ο αναθεωρητικός νοµοθέτης από την οικεία διάταξη, εφ όσον αυτή περιβάλλεται από απόλυτη αυστηρότητα βάσει της Σ.2παρ1. Όπως για κάθε θεµελιώδες δικαίωµα έτσι και στην περίπτωση της Σ.2παρ1 εξετάζεται το ζήτηµα της τριτενέργειας. Η αναθεωρηµένη Σ.25παρ1 εδ γ εισάγει ρητά τη δυνατότητα άµεσης τριτενέργειας των δικαιωµάτων υπό τον αυτονόητο όρο ότι προσιδιάζουν στις σχέσεις µεταξύ ιδιωτών. Συνεπώς, για τη Σ.2παρ1 το ζήτηµα της τριτενέργειας
µπορεί να τεθεί µόνο για το πρώτο σκέλος της µόνο το πρώτο σκέλος µπορεί να αφορά τις σχέσεις ιδιωτών. Ως προς το δεύτερο σκέλος είναι προφανέστατο ότι µόνο η κρατική εξουσία δύναται να είναι αποδέκτης. Κατά συνέπεια, ο σεβασµός της αξίας του ανθρώπου στρέφεται όχι µόνο κατά των κρατικών οργάνων, αλλά και κατά των ιδιωτών που, σε πολλές περιπτώσεις, µπορούν να τη θίξουν (τόσο στο πεδίο του εργατικού δικαίου όσο και σε άλλες ιδιωτικές σχέσεις). Η Σ.2παρ1 ως προς την αρνητική της διάσταση τριτενεργεί άµεσα. εν έχει, άλλωστε, νόηµα να εξεταστεί δυνατότητα έµµεσης τριτενέργειας και γιατί πλέον η Σ.25παρ1 εδ γ καθιερώνει την άµεση τριτενέργεια, αλλά, ακόµα και αν δεν είχε γίνει αυτή η αναθεώρηση, η έννοια της έµµεσης τριτενέργειας είναι περιττή σ ένα αυστηρό Σύνταγµα όπου όλες οι γενικές ρήτρες, οι αόριστες νοµικές έννοιες και, γενικά, όλες οι διατάξεις του κοινού δικαίου ερµηνεύονται, ούτως ή άλλως, υποχρεωτικά υπό το φως των συνταγµατικών διατάξεων. Η κατοχύρωση της αξίας του ανθρώπου είναι απόλυτη δεν επιτρέπεται κανένας περιορισµός της και καµιάς µορφής παραβίασή της. Η συνταγµατική διάταξη δεν θέτει καµία επιφύλαξη και δεν εισάγει καµία εξαίρεση. εν επιτρέπεται ούτε η αναθεώρησή της, αλλά ούτε και η αναστολή της βάσει του Σ.48 όταν τεθεί σε εφαρµογή ο νόµος για την κατάσταση πολιορκίας. εν γνωρίζει, λοιπόν, κανενός είδους περιορισµό. Απεναντίας, η ίδια αποτελεί περιορισµό(=όριο) των περιορισµών που ο κοινός νοµοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα ιοίκηση νοµιµοποιούνται (βάσει του Συντάγµατος) να επιβάλουν στα επιµέρους ατοµικά δικαιώµατα. Λέγεται ότι κανένας περιορισµός δεν επιτρέπεται να θίξει τον πυρήνα του δικαιώµατος το οποίο αποσκοπεί να περιορίσει κανένας περιορισµός δεν µπορεί να αναιρέσει την ουσία του δικαιώµατος, ακριβώς, γιατί σε µια τέτοια περίπτωση θα αναιρούσε την ίδια την αξία του ανθρώπου θα έθιγε τον πυρήνα της προσωπικότητάς. Όσο, λοιπόν, και αν περιορίζει ο νοµοθέτης ένα δικαίωµα, δεν µπορεί να το καταλύσει ολοκληρωτικά (εκτός, βέβαια, από τις περιπτώσεις και υπό τους όρους που, κατ εξαίρεση, επιτρέπει το ίδιο το Σύνταγµα) χωρίς, ταυτόχρονα, να µην έχει προσβάλει την ανθρώπινη αξία και την προσωπικότητα του φορέα του. Ακριβώς,
επειδή η προστασία της αξιοπρέπειας είναι απόλυτη, απόλυτη είναι και η προστασία του πυρήνα του κάθε ατοµικού δικαιώµατος (αφού όλα τα δικαιώµατα είναι παρακλάδια της ανθρώπινης αξίας) που γίνεται έτσι το άκρο όριο των όποιων περιορισµών επιβάλλονται στο δικαίωµα. Με την Σ.2παρ1 προστατεύεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως αυταξία από κάθε νοητή προσβολή της (είτε αυτή ανάγεται στο ποινικό είτε στο ιδιωτικό είτε στο δηµόσιο δίκαιο). Χάρη σ αυτή τη διάταξη η συνταγµατική έννοµη τάξη καθίσταται ανθρωποκεντρική. ίνει το µέτρο ώστε οι όποιοι περιορισµοί τίθενται σε ατοµικά δικαιώµατα υπέρ του δηµόσιου ή του κοινωνικού συµφέροντος, όπως αυτό εξειδικεύεται από επιµέρους συνταγµατικές διατάξεις, να µην καταλήγουν σε «θυσία» του ατόµου στο σύνολο. Η Σ.2παρ.1 είναι η ασφαλιστική δικλείδα προκειµένου η ιδιαιτερότητα και η προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου να διαφυλάσσεται οπωσδήποτε ακόµα και όταν γίνονται «παραχωρήσεις» υπέρ του συνόλου και να µην φτάνουµε στον εκφυλισµό της ανθρώπινης αξίας που είδαµε στα καθεστώτα του πρώην υπαρκτού σοσιαλισµού. Από την άλλη πλευρά δεν προσδίδει, σε καµία περίπτωση, στο Σύνταγµα ατοµικιστικό, έντονα ατοµοκεντρικό, χαρακτήρα έστω και σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. ιατηρεί µια ισορροπία επικεντρώνοντας την έννοµη τάξη γύρω από τον άνθρωπο χωρίς να ευνοεί την επιβολή του ατοµισµού που, σαφώς, ζηµιώνει το σύνολο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1)Π.. αγτόγλου: «Ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα». 2)Αθ. Ράικος: «Θεµελιώδη δικαιώµατα», (2002). 3)Α. Μανιτάκης: «Το υποκείµενο των συνταγµατικά προστατευόµενων δικαιωµάτων» 4)Χρυσόγονος: «Ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα», (2001). 5)ΑΠ 40/1998 Ολοµ. 6) ΣΤΕΠ 1159/91 τµήµα., ΣΤΕΠ 2279/1990 Ολοµ., ΣΤΕΠ 3603/91 τµήµα