Capitalism s challenges



Σχετικά έγγραφα

Η ΚΡΙΣΗ ΞΕΠΕΡΑΣΤΗΚΕ ΚΑΘΩΣ ΛΕΝΕ;

Η Έρευνα στα Ελληνικά Πανεπιστήµια και η Ευρωπαϊκή Πραγµατικότητα

Παγκόσμια οικονομία. Διεθνές περιβάλλον 1

Κρίση στην Ευρωζώνη. Συνέπειες για τη στρατηγική θέση της Ευρώπης στον παγκόσμιο χάρτη.

Κεφάλαιο 5. Αποταμίευση και επένδυση σε μια ανοικτή οικονομία

13/1/2010. Οικονομική της Τεχνολογίας. Ερωτήματα προς συζήτηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Τρία ιαγράµµατα, Μία Ιστορία

ΤΕΣΤ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ (TEL)

Μακροοικονομικοί δείκτες και ισοζύγια - ΑΕΠ

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕ ΡΟΥ ΓΣΕΕ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ. Στην ανοικτή συνεδρίαση της ετήσιας Συνέλευσης των µελών του ΣΕΒ

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Εταιρική Διακυβέρνηση και Αγορές Κεφαλαίου

3.2 Ισοζύγιο πληρωµών

Οι αιτίες του χρέους των χωρών της περιφέρειας: Συμμετοχή στην ΟΝΕ και ελλείμματα του ιδιωτικού τομέα

EL Ενωµένη στην πολυµορφία EL B8-0655/1. Τροπολογία

Ομιλία «Economist» 11/05/2015. Κυρίες και Κύριοι,

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική. Ισοζύγιο Πληρωμών, Συναλλαγματικές Ισοτιμίες, Διεθνείς Χρηματαγορές και το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα

Ευρωπαϊκή Οικονομία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης.

Η Θεωρία της Νομισματικής Ενοποίησης

Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2013 και η Ελλάδα

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΔΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΪΌΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2019/0000(INI)

Χαιρετισµός του Γενικού ιευθυντή ιονύση Νικολάου. στην Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση του Συνδέσµου Βιοµηχανιών Θεσσαλίας και Κεντρικής Ελλάδος

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 23

Τεχνολογία και Κοινωνία

Δελτίο τύπου. Το 2016 η ανάκαμψη της κυπριακής οικονομίας

Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση Ετήσια Έκθεση 2019 Βασικά συμπεράσματα και εμπειρικά ευρήματα της Έκθεσης

Ενημερωτικό δελτίο 1 ΓΙΑΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ Η ΕΕ ΕΝΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ;

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ 1η Μελέτη «Εξελίξεις και Τάσεις της Αγοράς»

ΟΜΙΛΙΑ ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ Ο.Κ.Ε. ΑΘΗΝΑ 25 ΙΟΥΝΙΟΥ 2009 «Ο

Δ. Κ. ΜΑΡΟΥΛΗΣ Διευθυντής Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών Alpha Bank. H Ελληνική Εμπειρία ως Οδηγός για την Κύπρο

Ηµερίδα του ΚΕΠΕΑ της ΓΣΕΕ µε θέµα: «Πολιτικές ενίσχυσης της Απασχόλησης»

Προτάσεις πολιτικής για τη διαχείριση προβληµατικών χαρτοφυλακίων δανείων

Αποτελέσματα Έτους 2011

Η ΧΡΗΜΑΤΟΠIΣΤΩΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΟΠTΙΚΕΣ ΤΟΥ REAL ESTATE. του ΙΩΑΝΝΗ Α. ΜΟΥΡΜΟΥΡΑ Καθηγητή Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Προέδρου ΣΟΕ

Μειώθηκε για πρώτη φορά το προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων το 2015

: ΠΤΩΣΗ ΟΙΚΟ ΟΜΙΚΗΣ ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Department of Economics University of Limerick / 20

Διεθνής Οικονομική. Paul Krugman Maurice Obsfeld

ΤΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΠΛΗΡΩΜΩΝ

Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

του ΑΔΑΜΙΔΗ ΙΩΑΝΝΗ,ΑΡ.ΜΗΤΡΩΟΥ :AUD115 Επιβλέπων Καθηγητής: Λαζαρίδης Ιωάννης Θεσσαλονίκη, 2016

Εαρινές προβλέψεις : H ευρωπαϊκή ανάκαµψη διατηρεί τη δυναµική της, αν και υπάρχουν νέοι κίνδυνοι

Ανδρέας Ν. Λύτρας Το Φαινόμενο της Φτώχειας. Όψεις και Διαστάσεις

Ευρώπη 2020 Αναπτυξιακός προγραμματισμός περιόδου ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012

Βαγγέλης Βασιλάτος και Τρύφων Κολλίντζας

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Ημερομηνία: Κυριακή, 12 Φεβρουαρίου 2012

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική.! Καθ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Οι ΜμΕ στην Ελλάδα και ο διεθνής ανταγωνισμός

Συνεντεύξεις «πρόσωπο με πρόσωπο (face to face). Κοινές ερωτήσεις για όλους τους συμμετέχοντες.

Έλλειµµα

ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ Ο.Κ.Ε. κ. ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ Ο.Κ.Ε. ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΛΙΑΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

(Πολιτική. Οικονομία ΙΙ) Τμήμα ΜΙΘΕ. Καθηγητής Σπύρος Βλιάμος. Αρχές Οικονομικής ΙΙ. 14/6/2011Εαρινό Εξάμηνο (Πολιτική Οικονομία ΙΙ) 1

Η λύση της ναυτιλίας. Άποψη

ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ. ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΡΙΣΤΟΦΙΑ ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗ ΕΝΑΡΞΗΣ ΤΩΝ «ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ 2012», Βρυξέλλες 16 Οκτωβρίου 2012

Διαχείριση της Περιουσίας των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης

Τριπλό Αλληλοτροφοδοτούμενο Έλλειμμα

Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Η «μικρή» επιχειρηματικότητα σε περίοδο κρίσης

Περιεχόµενα. Σεπτέµβριος 2012

Η συνεδρίαση της Fed στην κορυφή της ατζέντας

Περιφερειακή Ανάπτυξη

Διάρθρωση και προβλήματα της ελληνικής οικονομίας Γ. Μπήτρος: Τι πήγε στραβά και τι κάνουμε (1) Διδάσκων: Ιωάννα-Σαπφώ Πεπελάση Τμήμα: Οικονομικής

10. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΩΝ ΠΕ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

ΕΚΔΟΣΗ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΟΜΟΛΟΓΩΝ ΜΕ ΤΗ ΣΤΗΡΙΞΗ ΦΟΡΩΝ ΜΙΑ ΕΘΝΙΚΗ ΛΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης

Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2010

Οικονοµική κρίση Ιστορική αναδροµή

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τμήμα: Μάρκετινγκ και Διοίκηση Λειτουργιών

Έρευνα και Ανάλυση Παρατηρητήριο Ανταγωνιστικότητας ΕΛΛΑ Α 2002: Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΩΝ

Σύνοψη και προοπτικές για το μέλλον

Mακροοικονομική Κεφάλαιο 7 Αγορά περιουσιακών στοιχείων, χρήμα και τιμές

Θεσμοί και Οικονομική Αλλαγή

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Εισαγωγή στην Οικονομική Επιστήμη (1)


Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους σας για την παρουσία σας στη σημερινή μας εκδήλωση.

Λεωνίδας Βατικιώτης 1

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 1ΟΥ ΤΡΙΜΗΝΟΥ 2011 ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΕΣΟΔΩΝ ΜΕΙΩΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ο H ΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ 6.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕ ΙΟΥ

ΣΤΟΧΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΣΠΑ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ EΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ


«Εάν δεν λυθεί το πρόβλημα της Ελλάδας, η Ευρώπη δεν έχει μέλλον»

Η άσκηση αναπαράγεται ταυτόχρονα στον πίνακα ανάλογα με όσο έχουν γράψει και αναφέρουν οι φοιτητές.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΕΤΟΡΙΑ ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ (ΓΙΟΧΑΝΕΣΜΠΟΥΡΓΚ)

Η Βιομηχανική Επανάσταση δεν ήταν ένα επεισόδιο με αρχή και τέλος ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη.

ΕΑΣΕ/ICAP CEO Index Τέλος 2 ου τριμήνου Τριμηνιαίος Δείκτης Οικονομικού Κλίματος

Ιδιωτική Κατανάλωση - Καταναλωτική Εμπιστοσύνη

Αποτελέσματα Α Τριμήνου 2009

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ. Τριμηνιαία Έρευνα. B Τρίμηνο 2010

03/03/2015. Ι. Το Εξωτερικό Περιβάλλον της Επιχείρησης. Το Περιβάλλον της Επιχείρησης. Οργάνωση & Διοίκηση Επιχειρήσεων

Το οικονομικό κύκλωμα

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0302/7. Τροπολογία. Marco Valli, Marco Zanni, Rolandas Paksas εξ ονόματος της Ομάδας EFDD

ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Transcript:

Capitalism s challenges Λέξεις: 6.200 Μάιος 2008 Ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΣΕ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ: ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ 1 Στυλιανού Αλέξανδρος, ιδάκτωρ Συνεργάτης του Ινστιτούτο ιεθνών Οικονοµικών Σχέσεων «Όλα τα κράτη, παρ όλους τους ισοζυγισµένους προϋπολογισµούς και την έλλειψη ελλειµµάτων, ένα ωραίο πρωί θα τα βρουν σκούρα σε τέτοιο βαθµό, που όλα, χωρίς καµιά εξαίρεση, θα ποθήσουν να πάψουν τις πληρωµές, για ν αναβιώσουν όλα ανεξαιρέτως, µέσα σε µια γενική χρεοκοπία» Φίοντορ Ντοστογιέβσκη «Έφηβος» Ο καπιταλισµός, ως το κυρίαρχο σύγχρονο σύστηµα οικονοµικής οργάνωσης, φέρεται να βρίσκεται σε κρίση. Ή, για να χρησιµοποιήσουµε µια πιο ήπια έκφραση, βρίσκεται υπό αµφισβήτηση των ποιοτικών και συστηµικών του χαρακτηριστικών, ενώ ταυτόχρονα υπερθεµατίζονται οι αποτυχίες του. Σύµφωνα µε έναν από τους πλέον κλασσικούς χαρακτηρισµούς του το καπιταλιστικό σύστηµα µέσω της διαδικασίας της δηµιουργικής καταστροφής (Schumpeter, 1975), υποτίθεται ότι επιβραβεύει το αποδοτικό και καινοτόµο, τιµωρώντας το µη παραγωγικό, οδηγώντας στην πρόοδο και την ανάπτυξη. Μέσω αυτής της διαδικασίας αναµφισβήτητα προκύπτουν κερδισµένοι και χαµένοι. Μετά την κατίσχυση του καπιταλισµού στον 21 ο αιώνα το ερώτηµα που τίθεται είναι «πόσοι είναι οι χαµένοι και πόσοι οι κερδισµένοι»; Μήπως τελικά το σύστηµα στην ακραία σηµερινή µορφή του έχει ξεφύγει από τα πρώτα θεωρητικά του πλαίσια; Το γεγονός ότι το τρέχον καπιταλιστικό σύστηµα 2 µαστίζεται από πλήθος τρωτών σηµείων είναι αδιαµφισβήτητο και το βιώνουµε σε καθηµερινή βάση. Οικονοµική ανισότητα, φτώχεια, επίρρωση των πολυεθνικών εταιριών, αποκλεισµός 1 Έρευνα σε εξέλιξη και κείµενο υπό διαµόρφωση. Οι προτάσεις δεκτές µε ευχαρίστηση. 2 Στο σηµείο αυτό πρέπει να υπογραµµίσουµε ότι υπάρχουν διαφορετικά καπιταλιστικά µοντέλα, ανάλογα µε τις προτεραιότητες, τα ήθη, έθιµα και δοµές της κάθε χώρας/κοινωνίας που εφαρµόζονται. Μάλιστα η µελέτη των διαφορετικών µοντέλων έχει θεµελιώσει και ένα νέο κλάδο της πολιτικής επιστήµης, αυτόν της συγκριτικής πολιτικής οικονοµίας. Η ανάλυσή των διαφορετικών µοντέλων αποτελεί έναν ξεχωριστό πεδίο έρευνας που ξεπερνά τα όρια αυτού του άρθρου. Για µια εισαγωγή δες (Hall and Soskice, 2001; Crouch, 2005; Gilpin, 2002).

των εργατικών τάξεων, συγκέντρωση του πλούτου, αποστέρηση ασφαλιστικών δικαιωµάτων, χρηµατοοικονοµικές κρίσεις είναι ορισµένα από τα πλέον πολυσυζητηµένα συµπτώµατα του καπιταλιστικού συστήµατος. Η χρηµατοοικονοµική κρίση που ξέσπασε το καλοκαίρι του 2007, και η οποία µόνο µέχρι τον Απρίλιο του 2008 είχε κοστίσει σε διαγραφές και αποµειώσεις περισσότερο από 312 δισεκατοµµύρια δολάρια παγκοσµίως, αποδεικνύει πόσο τρωτό είναι το σύστηµα. Ακόµα πιο ανησυχητικό είναι ότι, σύµφωνα µε δηµοσιεύµατα και µαρτυρίες κοµβικών στελεχών οικονοµικών επιτελείων είναι αδύνατο να υπολογιστεί το συνολικό κόστος της εν λόγω χρηµατοοικονοµικής κρίσης, καθώς το σύστηµα είναι τόσο διαπλεγµένο και αλληλεξαρτώµενο που κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ποίος επενδυτής, ποια εταιρία και ποιο hedge fund έχει επενδύσει που και πόσο. ηλαδή είναι αδύνατο πριν το τέλος της κρίσης να υπολογίσουµε ποιος έχει έκθεση στο στοιχείο που την έχει πυροδοτήσει (στην προκειµένη περίπτωση το «σκάσιµο» της φούσκας στην αγορά ενυπόθηκων δανείων υψηλής επικινδυνότητας των ΗΠΑ, γνωστής ως subprime). Κοινώς, το καπιταλιστικό σύστηµα έχει εξελιχθεί σε έναν ασαφή, «σκοτεινό» λαβύρινθο, ο οποίος υπόκειται σε ελάχιστους ελέγχους ή ρυθµίσεις. Τι είναι όµως αυτό που οδήγησε το καπιταλιστικό σύστηµα να µετουσιωθεί σε κάτι τόσο διαφορετικό σε σχέση µε το σύστηµα που προσέδωσε στις «δυτικές» κοινωνίες τη «χρυσή εποχή» των δεκαετιών του 1960 και 1970; Υπάρχει κάποια συστηµική ή δοµική δυσλειτουργία ή πρόκειται για εσφαλµένη εφαρµογή του συστήµατος; Αναµφισβήτητα ο 21 ος αιώνας είναι µια εποχή συνταρακτικών µεταβολών στα οικονοµικό-πολιτικά και κοινωνικά δρώµενα. Νέοι παίκτες και φορείς κάνουν την εµφάνισή τους, η παγκοσµιοποίηση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, ενώ µακροοικονοµική αβεβαιότητα και χρηµατοοικονοµικές κρίσεις πηγάζουν από, αλλά και έχουν σαν βασικό θύµα, το ίδιο το απορυθµιζόµενο καπιταλιστικό σύστηµα, το οποίο φαίνεται να µπαίνει σε µια νέα εποχή. Το παρόν άρθρο αποπειράται να αναδείξει ότι δεν είναι το καπιταλιστικό σύστηµα per se που απέτυχε και σήµερα δοκιµάζεται σε βάρος όλων µας, αλλά η εσφαλµένη εφαρµογή του, θύµα µιας σειράς παραγόντων, µεταβολών και πολιτικών που αλλοίωσαν τη φύση του. Για να στηρίξουµε το επιχείρηµά µας θα ακολουθήσουµε την παρακάτω δοµή. Στο πρώτο µέρος του άρθρου θα επιχειρήσουµε µια σύντοµη και πολύ περιεκτική περιγραφή των προβληµάτων στα οποία έχει οδηγήσει η λειτουργία του

καπιταλιστικού συστήµατος, σκιαγραφώντας τους λόγους για τους οποίους υποστηρίζουµε ότι βρίσκεται σε κρίση. Στο δεύτερο µέρος θα αναδείξουµε ότι τα προβλήµατα του καπιταλισµού προκλήθηκαν κυρίως από την ανάγκη του κράτους 3 να µετασχηµατιστεί από «κοινωνικό» σε αυτό που αποκαλείται «ανταγωνιστικό» κράτος, λόγω µεταβολών στην παγκόσµια πλέον σκηνή. Στο τρίτο µέρος θα επιχειρηµατολογήσουµε ότι ένας από τους κυρίαρχους λόγους του ανωτέρω µετασχηµατισµού ήταν η ανάγκη να εξυπηρετήσει καλύτερα τις ανάγκες των πολιτών του, η φύση ων οποίων, τους είχε ήδη µετατρέψει σε καταναλωτές/επενδυτές. Αυτό, όπως θα δείξουµε είχε δραστικότατες επιπτώσεις στην υποχώρηση των δηµοκρατικών θεσµών, αφήνοντας το καπιταλιστικό σύστηµα ανεξέλεγκτο. Οι προκλήσεις του καπιταλισµού Πριν προχωρήσουµε θεωρείται δόκιµο να ορίσουµε τον καπιταλισµό, κάτι που από µόνο του είναι δύσκολος στόχος. Αν για παράδειγµα ρωτήσουµε «τι είναι σοσιαλισµός» θα πάρουµε απαντήσεις που θα σχετίζονται µε τον κεντρικό ρόλο του κράτους στην ιδιοκτησία, την παραγωγή και την αναδιανοµή. Αν όµως ρωτήσουµε «τι είναι καπιταλισµός», οι απαντήσεις δύνανται να διαφοροποιηθούν σε µεγάλο βαθµό. Πιθανότατα, η πλειοψηφία αυτών θα συγκεντρωνόταν γύρω από την αρχή της «ελεύθερης αγοράς». Αν όµως θελήσουµε να αναλύσουµε περισσότερο την ελεύθερη αγορά και θέσουµε ερωτήσεις του τύπου «πώς ορίζεται η εν λόγω ελευθερία», «τι ακριβώς είναι η αγορά και πώς λειτουργεί» ή «πώς προάγεται η ελεύθερη αγορά» είναι σαν να βουτά κανείς µέσα σε ένα τεράστιο πηγάδι από απαντήσεις και προσεγγίσεις. Αναφέρουµε χαρακτηριστικά ένα απόσπασµα από τη «Μαύρη Βίβλο του Καπιταλισµού»: «Είναι εύκολο να προσδιορίσουµε την ταυτότητα των ενόχων για τα εγκλήµατα του κοµµουνισµού: υο γενειοφόροι, ένας µε υπογένειο, ένας που φορούσε γυαλιά, ένας µε παχύ µουστάκι, ένας που διέσχισε κολυµπώντας τον ποταµό «Γιανγκτσε-Τσανγκ-Τσιανγκ, ένας που κάπνιζε πούρα κ.τ.λ. 4 Μπορεί κάποιος να µισήσει αυτά τα πρόσωπα. Ενσαρκώνουν κάτι. Στην περίπτωση του καπιταλισµού όµως, υπάρχουν µόνο δείκτες: o Dow Jones, o CAC 40, o Nikkei, κ.τ.λ.η Αυτοκρατορία του κακού είχε πάντα ένα γεωγραφικό χώρο, είχε πρωτεύουσες. 3 Το κράτος εδώ χρησιµοποιείται µε την έννοια που έχει στο χώρο της διεθνούς πολιτικής οικονοµίας και των διεθνών σχέσεων. 4 Αναφέρεται διαδοχικά στους Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Τρότσκι, Στάλιν, Μάο και Κάστρο.

Μπορεί να εντοπιστεί. Ο καπιταλισµός είναι παντού και πουθενά» (Περό, 2002: 12). Όντως, για τον καπιταλισµό δεν υπάρχει µανιφέστο, δεν υπάρχουν πολύ συγκεκριµένες αρχές που ακολουθούµενες να οδηγούν σε αυτόν, δεν υπάρχει θεσµική αρχή που να τον θέτει σε λειτουργία. Εν πάση περιπτώσει, αν θέλαµε να δώσουµε ένα σύντοµο ορισµού της έννοιας, ως καπιταλισµό θα αναφέραµε µια ξεχωριστή µορφή κοινωνικής οργάνωσης, βασισµένης στη γενικευµένη παραγωγή εµπορευµάτων, όπου υπάρχει ιδιωτική ιδιοκτησία ή/και έλεγχος των µέσων παραγωγής (Burnham, 1996). Ο καπιταλισµός, τουλάχιστον όπως ερµηνεύεται από τον Schumpeter (1975), δηµιουργεί ακατάπαυστα πλούτο προχωρώντας σε διαρκώς υψηλότερα επίπεδα παραγωγικότητας και τεχνολογικής εξέλιξης. Κοινώς η εφαρµογή αυτού του συστήµατος προεξοφλεί, θεωρητικά, υψηλούς ρυθµούς ανάπτυξης και ευηµερίας για τους πολίτες. Ισχύει όµως όντως κάτι τέτοιο; Όπως φαίνεται από τον πίνακα 1, παρακάτω, η κατά κεφαλήν ανάπτυξη του ΑΕΠ στις χώρες που εφάρµοσαν «δυτικά» πρότυπα στην οικονοµική τους οργάνωση µεταξύ 1960 και 2004 έχει µειωθεί. Ειδικά µάλιστα στην περίπτωση της Ιαπωνίας η µείωση από τη «χρυσή δεκαετία» του 1960 µέχρι σήµερα είναι δραµατική. Βεβαίως, στο σηµείο αυτό κάποιος θα µπορούσε να ισχυριστεί ότι τουλάχιστον ο καπιταλισµός εξασφάλισε ρυθµούς ανάπτυξης µε θετικό πρόσηµο κάτι διόλου ευκαταφρόνητο. Εντούτοις, ο πρωταρχικός στόχος και ελπίδα για υψηλούς ρυθµούς οικονοµικής προόδου έµεινε στο κενό. Πίνακας 1: Οικονοµική ανάπτυξη κατά κεφαλήν 1960-2004 1960-1973 1973-1979 1979-1990 1990-2004 ΟΟΣΑ 4,2% 2% 1,9% 1,8% ΗΠΑ 3,6% 2% 1,9% 1,8% Ευρώπη 4,2% 2,1% 1,9% 1,8% Ιαπωνία 8,2% 2,2% 3,1% 1% Πηγή: Groningen Growth and Development Center, Data Appendix Αυτό πρακτικά σηµαίνει ότι το καπιταλιστικό σύστηµα, υπό τη λογική ότι δεν αντεπεξήρθε στις προσδοκίες, πρέπει στην πορεία να ακολούθησε λάθος διαδροµή. Πριν προχωρήσουµε στην ανάδειξη των ζωτικών προβληµάτων στα οποία έχει οδηγήσει ο καπιταλισµός, πρέπει αναφανδόν να τονίσουµε ότι η εφαρµογή του έχει κοµίσει ανάλογες ή και µεγαλύτερς θετικές επιπτώσεις, ειδικά όσον αφορά στην βελτίωση της ποιότητας ζωής των ανθρώπων. Χαρακτηριστικά αναφέρουµε την

αύξηση στο προσδόκιµο ζωής, στο σύστηµα υποχρεωτικής εκπαίδευσης, τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την πληθώρα επιλογών στα καταναλωτικά προϊόντα, τη µείωση των τιµών λόγω ανταγωνισµού κ.τ.λ. Πράγµατι, αν θεωρήσουµε ως κύριο σηµείο εκκίνησης του νεότερου τύπου καπιταλισµού το τέλος του Β Παγκοσµίου Πολέµου, µπορούµε να ισχυριστούµε ότι για περίπου δυόµισι δεκαετίες το εν λόγω σύστηµα λειτούργησε ικανοποιητικά κοµίζοντας στους πολίτες των «δυτικών» κοινωνιών κατά κύριο λόγο µόνο τις θετικές του επιπτώσεις. 5 Ο µετασχηµατισµός του καπιταλιστικού συστήµατος άρχισε να διενεργείται στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν ένα µαζικό κύµα ανεργίας άρχισε να πλήττει τις «δυτικές» κοινωνίες και η λήψη έκτακτων µέτρων ήταν αναγκαία (Glyn, 2007: 31). 6 Εντούτοις, η ολοκληρωτική ανατροπή του σκηνικού έγινε όταν ο καπιταλισµός «ξεφορτώθηκε» την απειλή του εναλλακτικού συστήµατος του υπαρκτού σοσιαλισµού. Περίπου µέχρι και τα µέσα της δεκαετίας του 1970 η κατά κεφαλήν οικονοµική ανάπτυξη στη Σοβιετική Ένωση ήταν ανταγωνιστική των ευρωπαϊκών κρατών και των ΗΠΑ (Glyn, 2007: 16). Οπότε υπήρχε έντονος ο φόβος ότι ο υπαρκτός σοσιαλισµός θα µπορούσε ανά πάσα στιγµή να αντικαταστήσει αποδοτικά τον καπιταλισµό σε σειρά οικονοµιών. Όταν η εναλλακτική προσέγγιση διαλύθηκε εις τα εξ ως συνετέθη και ο καπιταλισµός παρέµεινε το κυρίαρχο σύστηµα οικονοµική οργάνωσης παγκοσµίως, η φύση του, όπως θα αναλύσουµε παρακάτω, άρχισε να τροποποιείται, για να φτάσουµε σήµερα να βιώνουµε µια κατάσταση δυσχερή, µια κατάσταση κρίσης. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ο καπιταλισµός επικρίνεται για την ανισότητα στα εισοδήµατα και τη συγκέντρωση πλούτου σε λίγα χέρια. Σύµφωνα µε τα στοιχεία της Επιτροπής Προϋπολογισµού του αµερικανικού Κογκρέσου, µεταξύ 2003 και 2005 η αύξηση των εισοδηµάτων των πιο εύπορων αµερικανών, οι οποίοι αντιστοιχούν στο 1% του εγχώριου πληθυσµού, ξεπέρασε το συνολικό εισόδηµα του φτωχότερου πληθυσµού που αντιστοιχεί στο 20% των κατοίκων. Επίσης, δηµοσιεύτηκε ότι κατά το 2005 το πιο εύπορο 10% των αµερικανών είδε το εισόδηµά του να αυξάνεται στο µεγαλύτερο ποσοστό από το 1928. 7 5 Για µια εισαγωγή δες τις εξαιρετικές αναλύσεις των Reich, 2007; Block, 1978 και Walter, 1991. 6 Βεβαίως, οι ρίζες της κρίσης του καπιταλιστικού συστήµατος εδράζονται στα µέσα προς τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν µια µαζική ανακατάταξη µακροοικονοµικών δεδοµένων έπληξε κυρίως τις αγγλοσαξονικές οικονοµίες. ες το πρώτο κεφάλαιο στο Glyn, 2007. 7 Στοιχεία δηµοσιευµένα στην εφηµερίδα: The New York Times, 15 εκεµβρίου, 2007.

Αντίστοιχα, σύµφωνα µε την ετήσια έρευνα wealth report του 2008 που καταρτίζουν η Citi Private Bank και η Knight Frank, η τάξη των εύπορων πολιτών του κόσµου, δηλαδή εκείνοι που κατέχουν εκτός της πρώτης κατοικίας τους, επενδύσιµα περιουσιακά στοιχεία άνω του ενός εκατοµµυρίου δολαρίων, αυξήθηκε στα 8 εκατοµµύρια άτοµα το 2007. Επίσης, οι περιουσίες των εν λόγω ατόµων φάνηκαν πολύ πιο ανθεκτικές στη χρηµατοοικονοµική κρίση που ξέσπασε στα µέσα περίπου του περασµένου έτους. Πιο συγκεκριµένα αναφέρεται ότι οι πλούσιοι του πλανήτη τα κατάφεραν πολύ καλύτερα από τους θεσµικούς επενδυτές χάρη στην διασπορά των χαρτοφυλακίων τους. Κοιτίδα των πλουσιότερων ατόµων παραµένουν οι ΗΠΑ, καθώς το 1% του πληθυσµού ανήκει στην προνοµιούχο κατηγορία. Πάντως, η µεγαλύτερη αύξηση, της τάξης του 40%, παρατηρήθηκε στη Βρετανία. 8 Η ανισοκατανοµή των εισοδηµάτων λαµβάνει παγκόσµιες διαστάσεις. Σύµφωνα µε έρευνες του ΟΟΣΑ, κατά µέσο όρο το 60% των ερωτηθέντων σε σχετική ερώτηση υποστηρίζουν ότι «οι διαφορές στα εισοδήµατα είναι τεράστιες» στη χώρα στην οποία ζουν. Τα υψηλότερα ποσοστά δυσαρεστηµένων από τις µισθολογικές διαφορές βρίσκονται σε Ισπανία, Ιταλία και Γαλλία (90%) και σε Γερµανία και Βρετανία (µεταξύ 75-80%) (Glyn, 2007: 177). Αξίζει να σηµειωθεί ότι σε µεγάλο βαθµό οι πολίτες απαντούν ότι «είναι ευθύνη της κυβέρνησης να διορθώσει τις ανισότητες». Πέραν του θέµατος των ανισοτήτων, ο κώδωνας του κινδύνου για το καπιταλιστικό σύστηµα αντηχεί από τους κατοίκους ανεπτυγµένων οικονοµικά «δυτικών» κοινωνιών, οι οποίοι όχι απλά ζουν υπό το όριο της φτώχειας, αλλά δεν µπορούν να εξασφαλίσουν ούτε τη σίτισή τους. Τα συµπτώµατα είναι δραµατικά, ιδιαίτερα στην κοιτίδα του καπιταλιστικού συστήµατος, τις ΗΠΑ. Σύµφωνα µε στοιχεία από το αµερικανικό υπουργείο Γεωργίας, ο αριθµός των ατόµων που αναγκάζονται να σιτίζονται µε δελτίο επιδοτούµενο από το κράτος θα φτάσει το 2008 τα 25 εκατοµµύρια. Πρόκειται για το µεγαλύτερο αριθµό ατόµων από το 1960, όταν και θεσπίστηκε το εν λόγω µέτρο. Το αποθαρρυντικό είναι ότι οι µη έχοντες τροφή αµερικανοί θα είναι φέτος περισσότεροι ακόµα και από περιόδους βαθιάς ύφεσης όπως του τέλους της δεκαετίας του 1990 (δες διάγραµµα 1). 9 8 Στοιχεία δηµοσιευµένα στην εφηµερίδα: «Ο Κόσµος του Επενδυτή», 3 Μαΐου, 2007 9 Στοιχεία δηµοσιευµένα στην εφηµερίδα: The New York Times, 31 Μαρτίου, 2008.

ιάγραµµα 1: Άτοµα που σιτίζονται µε δελτίο στις ΗΠΑ Πηγή: Αµερικανικό Υπουργείο Εµπορίου Μεγάλο µέρος της οικονοµικής ανισότητας, κυρίως όσον αφορά στη µισθοδοσία αποδίδεται και σε έναν παραγνωρισµένο παράγοντα, την αποδυνάµωση των εργατικών συνδικάτων. Είναι ενδεικτικό ότι από τα µέσα της δεκαετίας του 1950 µέχρι και σήµερα οι αριθµοί των εργαζοµένων που ανήκουν σε κάποιο εργατικό συνδικάτο στον ιδιωτικό τοµέα έχει µειωθεί δραµατικά σε όλες τις χώρες που ακολουθούν καπιταλιστική οικονοµική οργάνωση (Reich, 2007: 80-82). Χαρακτηριστικά αναφέρουµε ότι στις ΗΠΑ το 1955 το ένα τρίτο των εργαζοµένων στον ιδιωτικό τοµέα ανήκε σε ένα εργατικό συνδικάτο. Το 2006 το ποσοστό αυτό ήταν µικρότερο από 8%. Το αποτέλεσµα ήταν µια δραµατική αποδυνάµωση της διαπραγµατευτικής ικανότητας των εργαζοµένων για την βελτίωση των µισθών τους. 10 Χαρακτηριστικό της αποδυνάµωσης είναι και η πτώση του αριθµού των απεργιών, ειδικά από την αρχή της δεκαετίας του 1980 και εντεύθεν (Glyn, 2007: 5-7). Οι ατέλειες του καπιταλιστικού συστήµατος, όµως, δεν περιορίζονται µόνο σε ατοµικές ανισορροπίες και προβλήµατα, αλλά υποθηκεύουν και το µέλλον ολόκληρων κοινωνιών, καθώς το τελευταίο διάστηµα πληθαίνουν οι φωνές που προειδοποιούν για µια επερχόµενη κρίση χρέους (Petifor, 2006; Phillips, 2008; 10 Η αποδυνάµωση των συνδικάτων παγκοσµίως αποδίδεται σε µια σειρά δοµικών µεταβολών του συστήµατος που σχετίζονται µε την µείωση της σταθερής µαζικής παραγωγής και την απελευθέρωση του ανταγωνισµού που οδήγησε τους εργαζοµένους µακριά από την ανάγκη να ανήκουν σε ένα συνδικάτο. Για περισσότερα δες (Reich, 2007: 80-87).

Bonner and Wiggin, 2006). Η τρέχουσα, άλλωστε, πιστωτική κρίση δείχνει ότι όντως το σύστηµα είναι ευάλωτο σε µια τέτοια προοπτική. Πραγµατικά, η αύξηση στο χρέος των νοικοκυριών που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια παγκοσµίως είναι εντυπωσιακή. Ενδεικτικά αναφέρουµε ότι το 1970 η σχέση χρέους προς εισόδηµα των αµερικανικών νοικοκυριών αυξανόταν κατά 1% ετησίως. Μέχρι το 1985 το ποσοστό του χρέους ως προς το διαθέσιµο εισόδηµα παρέµενε υπό το 70%. Το 2005, η αύξηση του χρέους των αµερικανικών νοικοκυριών ανερχόταν µε το ιστορικά υψηλό ρυθµό του 13,67%, ενώ το 2006 το ποσοστό του χρέους ως προς το διαθέσιµο εισόδηµα είχε φτάσει στο 122%. Αξίζει να σηµειωθεί ότι το 2004 τα αµερικανικά νοικοκυριά είχαν δανειστεί περισσότερο από 1 τρισεκατοµµύριο δολάρια (Petifor, 2006: 1). Ανάλογη είναι η κατάσταση και στη Βρετανία, όπου το 2006 ο χρηµατοπιστωτικός όµιλος HSBC αναγκάστηκε να διαγράψει επισφαλή δάνεια ύψους 7,8 δισ. δολ. (Petifor, 2006: 4). Βεβαίως, αυτή η συσσώρευση χρέους σηµαίνει ότι τα νοικοκυριά ζουν µε δανεικά. Ότι η κατανάλωση, που σε πολλές περιπτώσεις και για πολλές χώρες αποτελεί το θεµέλιο λίθο της οικονοµικής ανάπτυξης, προκύπτει από χρέος. Αξίζει να σηµειώσουµε ότι µόνο στις ΗΠΑ 215 εκατοµµύρια πολίτες διαθέτουν και χρησιµοποιούν περισσότερες από ένα τρισεκατοµµύριο πιστωτικές κάρτες (Petifor, 2006: 8). Ίσως, το πιο χαρακτηριστικό ειδοποιό στοιχείο του σύγχρονου καπιταλισµού είναι η µετατροπή όλων των αγαθών και εµπορευµάτων σε περιουσιακά στοιχεία, πάνω στην τιµή των οποίων παίζονται τεράστια στοιχήµατα (Petifor, 2006: 16-17). Είναι πραγµατικά εντυπωσιακή η ευρηµατικότητα των ανθρώπων της αγοράς στην κατασκευή νέων επενδυτικών προϊόντων, από τα αµοιβαία κεφάλαια, στα παράγωγα, στα µοχλευµένα κεφάλαια, στα δοµηµένα οµόλογα κ.τ.λ. Ανάλογα µε το µέγεθος του ρίσκου που επιθυµεί κάθε επενδυτής να επιλέξει για το χαρτοφυλάκιό του υπάρχει και το αντίστοιχο επενδυτικό προϊόν. 11 Οι φορείς αυτών των στοιχηµάτων είναι συνήθως κερδοσκόποι επενδυτές. Ωστόσο την τελευταία δεκαετία έχει εµφανιστεί η «πιο απειλητική γενιά χρηµατοοικονοµικών θεσµών», τα διαβόητα hedge funds (Glyn, 2007: 71), η δύναµη των οποίων είναι ανυπολόγιστη και οι δράσεις τους ανεξέλεγκτες. 11 Ο ίδιος ο επί µια εικοσαετία κεντρικός τραπεζίτης των ΗΠΑ, Άλαν Γκρίνσπαν διαχωρίζει τα καπιταλιστικά συστήµατα ανάλογα µε το µέγεθος της ανάληψης ρίσκου που είναι διατεθειµένοι να πάρουν οι επενδυτές που απαρτίζουν την κάθε κοινωνία. ες (Γκρίνσπαν, 2007: 399-437).

Η αυξηµένη επιρροή τους καταµαρτυράται και από τη ραγδαία αύξηση του αριθµού τους. Από 5.329 το 2004, το 2006 καταγράφονταν περίπου 8.000 hedge funds, τα οποία διαχειρίζονταν περιουσιακά στοιχεία ύψους ενός τρισεκατοµµυρίου δολαρίων, ενώ προ τετραετίας µόλις 640 δις δολ. Σηµειωτέον δε ότι το 1998 διαχειρίζονταν συνολικά µόλις 110 δις δολ. Αντίστοιχα οι εισροές κεφαλαίων στα hedge funds έφτασαν τα 72 δις δολ το 2003 και τα 123 δις δολ το 2004. Η αύξηση της ισχύος τους τα τελευταία χρόνια είναι τεράστια µε χαρακτηριστικό το παράδειγµα της επιρροής τους στην ενεργειακή αγορά, όπου ελέγχουν 200 δισ. δολ. 12 Το τροµακτικό, όµως, στην υπόθεση των hedge funds δεν είναι τόσο η αύξησή τους, όσο το γεγονός ότι δεν ελέγχονται και δεν λογοδοτούν σε καµία ρυθµιστική αρχή. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ η πιστωτική έκθεσή τους ξεπερνά τα 20.000 δισεκατοµµύρια δολάρια δεν υπάρχει καµία εποπτική αρχή που να ελέγχει τις διαδικασίες που χρησιµοποιούν τα hedge funds για την εκµετάλλευση των κεφαλαίων που διαχειρίζονται. Στις ΗΠΑ µόλις το 20% των διαχειριστών hedge funds είναι εγγεγραµµένοι στα αρχεία της Αµερικανική Αρχής Κεφαλαιαγοράς (SEC), ενώ οι υπόλοιποι λειτουργούν ανεξέλεγκτα. Κάτι τέτοιο είναι ακραίο αν αναλογιστούµε ότι οι σκιώδεις δράσεις αυτών των κεφαλαίων ήταν εκείνες που ήδη από το 1998 είχαν οδηγήσει σε αλυσιδωτή χρηµατοοικονοµική κρίση στην υπόθεση του Long-Term Capital Management (Glyn, 2007: 70-71). Πέραν τούτων, φορείς τις αγοράς υποστηρίζουν βάσιµα ότι τα hedge funds βρίσκονται πίσω από την εκτόξευση των τιµών των εµπορευµάτων και κυρίως των τροφίµων κατά τη διάρκεια του 2008. Αυτό ακριβώς εξηγεί και το πρόσφατο ράλι και ξεπούληµα στις τιµές των εµπορευµάτων (πέραν βέβαια των δεδοµένων πιέσεων στη σχέση ζήτησης και προσφοράς). Μεταφέρουµε πρόσφατο απόσπασµα εφηµερίδας: «Τα hedge funds µη έχοντας άλλο πεδίο πονταρίσµατος, τζογάρουν ασύστολα στα εµπορεύµατα οδηγώντας τις τιµές τους στα ύψη. Τα πράγµατα είναι απλά: τα κεφάλαια αντιστάθµισης κινδύνου καταγράφουν απώλειες από το ενεργητικό τους, τα οµόλογα, τις µετοχές, την έλλειψη ρευστότητας και την αποδυνάµωση του δολαρίου. Τι αποµένει για να αντισταθµίσουν τον κίνδυνο; Τα εµπορεύµατα, γι αυτό και βλέπουµε το άνοιγµα όλο και περισσότερων θέσεων σε αυτά. Και η διόρθωση της τιµής τους κατά τις τελευταίες ηµέρες προκύπτει ακριβώς από τη ρευστοποίηση θέσεων των hedge funds Η Credit Suisse, σε έρευνά της αναφέρει ότι η εκτίναξη 12 Στοιχεία δηµοσιευµένα στην εφηµερίδα: «Ο Κόσµος του Επενδυτή», 20 Μαΐου, 2006.

των τιµών των εµπορευµάτων προέρχεται από τοποθετήσεις ασφαλιστικών ταµείων, hedge funds και επενδυτικών τραπεζών στην χρηµατοοικονοµική και όχι την φυσική αγορά». 13 Κοινώς η ανεξέλεγκτη δράση χρηµατοοικονοµικών θεσµών και επενδυτικών οχηµάτων αφήνει το σύστηµα ανοχύρωτο σε κερδοσκοπίες (όπως συµβαίνει κατ εξοχήν στην τιµή του πετρελαίου), τις οποίες καλούνται να πληρώσουν οι απανταχού καταναλωτές. Με αυτά τα δεδοµένα καθίσταται τροµακτική η µαρτυρία του επί σχεδόν µια εικοσαετία κεντρικού τραπεζίτη των ΗΠΑ, Άλαν Γκρίνσπαν ότι «(τα hedge funds) είναι στην ουσία ανεξέλεγκτα, και ελπίσω να παραµείνουν έτσι. Η επιβολή µιας επικάλυψης πανάκριβων ρυθµίσεων το µόνο που θα καταφέρει είναι να πνίξει τον ενθουσιασµό της επιδίωξης του κέρδους σε τοµείς που αλλιώς θα έµεναν ανεκµετάλλευτοι» (Γκρίνσπαν, 2007: 547-8). Βεβαίως, ο ίδιος ο Γκρίνσπαν και η ίδια η αµερικανική Fed δεν είναι άµοιροι ευθυνών για πλήθος µικρών και µεγάλων χρηµατοοικονοµικών κρίσεων (Fleckenstein and Sheehan, 2008). Πιο συγκεκριµένα, η αµερικανική κεντρική τράπεζα, η Fed, φέρεται βάσει της πολιτικής της να είναι συνηθισµένη να δηµιουργεί ή να συντηρεί χρηµατοοικονοµικές «φούσκες», οι οποίες φυσικά έχουν οδηγήσει σε απώλειες δισεκατοµµυρίων δολαρίων (Citigroup, 2008). Κοινώς, εδώ προκύπτει ένα συστηµικό πρόβληµα. Η αγορά (σε οποιαδήποτε µορφή της) είναι ένα θεσµικό όργανο, εποµένως η επιβίωση και συνέχιση της λειτουργίας της προϋποθέτει ότι οι διεργασίες και τα αποτελέσµατά της πρέπει να χαρακτηρίζονται από νοµιµότητα (legitimacy) (Rodrik, 1997: 38). Η πλήρως αυτορυθµιζόµενη σύγχρονη παγκόσµια οικονοµία, καθώς δεν ρυθµίζεται από κανενός είδους πολιτική αρχή, χαρακτηρίζεται από τη µικρότερη δυνατή νοµιµότητα. Αυτό το στοιχείο από µόνο του θέτει µια ευρύτατη προβληµατική: το κατά πόσον θα µπορεί να λειτουργεί απρόσκοπτα ένας θεσµός ο οποίος έχει χάσει τη νοµιµότητά του. Μετάβαση στο «ανταγωνιστικό» κράτος Στο παρόν κείµενο επιχειρηµατολογούµε ότι οι παραπάνω ανισότητες και προβλήµατα που έχει κοµίσει ο καπιταλισµός αποδίδονται στην µετάλλαξη του κράτους και του ρόλου του. Το σύγχρονο κράτος προκειµένου να ανταποκριθεί στις αυξηµένες προκλήσεις της νέας τάξης αναγκάστηκε να µετασχηµατιστεί από «κοινωνικό» σε «ανταγωνιστικό». Αυτή η µετάλλαξη οδήγησε µε τη σειρά της το 13 «Ο Κόσµος του Επενδυτή», 22 Μαρτίου 2008.

καπιταλιστικό σύστηµα σε µια σειρά δυσλειτουργιών, που εν συνεχεία µετεξελίχθηκαν στα προβλήµατα που προαναφέραµε. Τι ήταν όµως αυτό που οδήγησε τη µετεξέλιξη του κράτους; Εν πολλοίς και σε αδρούς όρους είναι αυτό που ονοµάζουµε παγκοσµιοποίηση, και το οποίο χρειάζεται να φέρουµε υπό το πρίσµα της εξέτασης µας. Ο όρος «παγκοσµιοποίηση» έχει δεχτεί πολυσχιδείς ερµηνείες και επεξηγήσεις και σκοπός του άρθρου δεν είναι να συµβάλλει σε αυτή τη συζήτηση. 14 Αυτό που µας ενδιαφέρει στην προκειµένη περίπτωση είναι να εστιάσουµε συνοπτικά σε τρεις επιπτώσεις της παγκοσµιοποίησης οι οποίες οδήγησαν στη µετάλλαξη του κράτους. Η πρώτη από αυτές είναι η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, η οποία προωθήθηκε όχι µόνο αυτοβούλως από τις εθνικές κυβερνήσεις, αλλά κατά µεγάλο ποσοστό και από τους διεθνείς οργανισµούς. Όπως έχουµε ήδη αναφέρει, η δεκαετία του 1970 µε τον υψηλό πληθωρισµό, τις βιοµηχανικές συγκρούσεις, τις νοµισµατικές υποτιµήσεις και τη συµπίεση των κερδών είχε οδηγήσει σε «σφιχτές» νοµισµατικές πολιτικές. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα την κληροδοτήση υψηλής ανεργίας στη δεκαετία του 1980 (Glyn, 2007: 31). Η υψηλή ανεργία ώθησε τους διεθνείς οργανισµούς, οι οποίοι φέρονται πολλές φορές ως υπερασπιστές της οικονοµικής παγκοσµιοποίησης, να εξαπολύσουν µια σταυροφορία απορύθµισης των αγορών εργασίας που είχε διάρκεια µεγαλύτερη της δεκαετίας. Ενδεικτική είναι η έκθεση του ΟΟΣΑ Jobs Study του 1994, η οποία εκτός από αποδεκτές και κατανοητές προτάσεις για τη βελτίωση της αγοράς εργασίας συµπεριλάµβανε και αρκετές ακραίες θέσεις που προκειµένου να µειώσουν το κόστος εργασίας έβαζαν τα θεµέλια για χαµηλότερους µισθούς, αποτροπή εισόδου στον ιδιωτικό τοµέα και αποκλεισµό των ιδιαίτερων ικανοτήτων κυρίως των νέων ηλικιακά εργαζοµένων (Glyn, 2007: 45-6). Αντίστοιχα και το ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο πίεσε χώρες µε αυξηµένη ανεργία να προβούν σε ριζικές διαρθρωτικές τροποποιήσεις, ώστε να µειωθούν οι «αγκυλώσεις στην αγορά εργασίας» (IMF, 2003: 129). Αυτές και άλλες προσπάθειες είχαν τελικά σαν αποτέλεσµα την επιδείνωση της θέσης της εργατικής τάξης σε χώρες µε «ανοιχτές οικονοµίες» όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία και άλλες της ηπειρωτικής Ευρώπης. Τα επιδόµατα ανεργίας, ο κατώτατος µισθός, η δράση των συνδικάτων και η διαπραγµατευτική ικανότητα των 14 Για επεξήγηση του πώς ο γράφον αντιλαµβάνεται τη σύγχρονη παγκοσµιοποίηση δες: (Στυλιανού, 2005: 413-417).

εργαζοµένων υποχώρησαν αισθητά, ενώ ακόµα και σήµερα εξακολουθούν να φθίνουν (Glyn, 2007: 127). Η δεύτερη επίπτωση της παγκοσµιοποίησης σχετίζεται µε την ιδιωτικοποίηση πολλών κρατικά ελεγχόµενων επιχειρήσεων και γενικότερα τη µεταβίβαση εξουσίας στον ιδιωτικό τοµέα. Η τάση επιρρώθηκε ιδιαίτερα στο δεύτερο µισό της δεκαετίας του 1980 και συνεχίστηκε µε ένταση για περίπου είκοσι χρόνια. Χαρακτηριστικό της τάσης είναι ότι ενώ το 1988 παγκοσµίως ολοκληρώθηκαν µόλις 60 ιδιωτικοποιήσεις, το 1993 καταγράφηκαν 900 (Χριστοδουλάκης, 1998: 84). Οι παράγοντες που «ανάγκασαν» τις κυβερνήσεις των δυτικών κρατών να στραφούν στις ιδιωτικοποιήσεις είναι αρκετοί. Ορισµένοι από τους σηµαντικότερους, οι οποίοι σχετίζονται και µε τη διαδικασία της παγκοσµιοποίησης, είναι: οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, η ανάγκη για επενδύσεις σε εξοπλισµό, τεχνογνωσία και ανθρώπινο δυναµικό, η ανάγκη να επιστρέψουν οι κυβερνήσεις σε δηµοσιονοµική πειθαρχία και όσον αφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση η προώθηση του προγράµµατος της Ενιαίας Αγοράς, που προϋπέθετε την απελευθέρωση πολλών επιχειρηµατικών κλάδων (Χριστοδουλάκης, 1998; Glyn, 2007). Το αποτέλεσµα ήταν το µερίδιο των κρατικών επιχειρήσεων ως ποσοστό του παγκόσµιου ΑΕΠ να µειωθεί από 10% το 1979 σε 6% το 2004 (Glyn, 2007: 37). Η τρίτη, και µάλλον σηµαντικότερη, επίδραση αφορά στην χρηµατοοικονοµική απελευθέρωση, η οποία προωθήθηκε από τα ίδια τα κράτη. 15 Πιο συγκεκριµένα, η εν λόγω απελευθέρωση έφερε συστηµικές ανακατατάξεις καθώς µετέφερε την ισχύ δηµιουργίας τεράστιων ποσών, τη διαχείριση των ροών χρήµατος διασυνοριακά και τον καθορισµό της νοµισµατικής πολιτικής από τα χέρια των πολιτικών στα χέρια του ιδιωτικού τοµέα ή ανεξάρτητων θεσµικών αρχών (Petifor, 2006: 9). Το αποτέλεσµα ήταν µια µαζική συσσώρευση οικονοµικής ισχύος στα χέρια του ιδιωτικού τοµέα που βαθµιαία συνοδεύτηκε από αχαλίνωτη ελευθερία όσον αφορά στην επιτήρηση των οικονοµικών δραστηριοτήτων και υφαρπαγή του ελέγχου της τεχνολογίας από τα χέρια των κρατών στα χέρια των πολυεθνικών επιχειρήσεων (Douglas, 1997). Φυσικά, όπως έχει αποδειχτεί, η άκρατη ελευθερία στη ροή κεφαλαίων επιδεινώνει τις χρηµατοοικονοµικές κρίσεις, επιβαρύνοντας τους απλούς καταναλωτές και διευρύνοντας το φαινόµενο της φτώχειας. Ενδεικτικά αναφέρουµε 15 Κατά τη δεκαετία του 1970 ήταν απόφαση των ίδιων των κρατών να εξαλείψουν τους ελέγχους κεφαλαίου, µια κίνηση που επέφερε χιονοστιβάδα ξένων άµεσων επενδύσεων και ανεξέλεγκτης ροής κεφαλαίων διεθνώς. ες: (Helleiner, 1994; 1995).

ότι σύµφωνα µε εκτιµήσεις της Παγκόσµιας Τράπεζας, η Ασιατική Κρίση του 1997 αύξησε τα κρούσµατα φτώχειας στην περιοχή κατά 22 εκατοµµύρια (Glyn, 2007: 69). Αυτό που έχει σηµασία να καταλάβουµε είναι ότι οι δράσεις και οι δυναµικές του φαινοµένου που ονοµάζουµε σύγχρονη παγκοσµιοποίηση, αν και στην αφετηρία τους υποβοηθήθηκαν από πρωτοβουλίες των κυβερνήσεων, στη συνέχεια έγιναν εξωγενείς των δοµών των κρατών (Douglas, 1997). Αυτό κοµίζει πολλούς περιορισµούς στον τρόπο µε τον οποίο λειτουργούν τα κράτη, στον τρόπο λήψης αποφάσεων, στη νοµοθεσία και την επιβολή φορολογίας. Τα κακώς κείµενα του καπιταλισµού, τα οποία βιώνουµε εν πολλοίς και σε διαφορετικό βαθµό έντασης σήµερα, σε συνδυασµό µε τη δυναµική της παγκοσµιοποίησης, δηµιουργούν ένα εκρηξιγενές µίγµα. Υπάρχει πειστική επιχειρηµατολογία ότι η παγκόσµια ενοποίηση των αγορών αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίου πιέζουν αφόρητα τις κοινωνίες. Αυτό συµβαίνει διότι η παγκοσµιοποίηση έχει κάνει εντονότερες τις διαφορές ανάµεσα στις πληθυσµιακές οµάδες που µπορούν να καρπωθούν τα οφέλη της και σε εκείνες που δεν µπορούν. Για παράδειγµα η παγκοσµιοποίηση και οι επιταγές της έχουν δυσκολέψει το έργο των κυβερνήσεων να παρέχουν κοινωνική προστασία και οικονοµική δικαιοσύνη (Rodrik, 1997: 29). Αυτό οφείλεται στην προαναφερθείσα µετάλλαξη του κράτους από «κοινωνικό» σε «ανταγωνιστικό», που ουσιαστικά συνοψίζεται ως η προσαρµογή του κράτους στις νέες συνθήκες (Palan and Abbot, 1996: 3). Ο όρος «ανταγωνιστικό κράτος» υιοθετήθηκε από τον Philip Cerny στην προσπάθειά του να περιγράψει εκείνα τα κράτη, οι κυβερνήσεις των οποίων αναγκάστηκαν να τροποποιήσουν τις πολιτικές τους εξαιτίας της διαρθρωτικής αλληλοδιείσδυσης και αλληλεξάρτησης των εθνικών οικονοµιών (Cerny, 1990: 225). Ο ίδιος υποστήριξε ότι η κρίση του κοινωνικού κράτους προέκυψε από την µειούµενη ικανότητά του να αποµονώσει τις εθνικές οικονοµίες από την παγκόσµια οικονοµία και από την εµφάνιση του φαινοµένου του στασιµοπληθωρισµού όταν έγιναν σχετικές προσπάθειες (Cerny, 1997: 259). Ο νέος χαρακτήρας του κράτους βασιζόταν στην αρχή ότι αυτό αυτοβούλως αναπτύχθηκε σε έναν δρώντα της αγοράς, ο οποίος διαµόρφωνε τις πολιτικές του µε τέτοιο τρόπο ώστε να µεγιστοποιεί τις απολαβές από τις δυνάµεις της αγοράς. ηλαδή το «ανταγωνιστικό κράτος» είναι εκείνο το οποίο επιδιώκει αυξηµένη προώθηση της αγοράς ώστε να κάνει τις οικονοµικές δραστηριότητες που εδρεύουν εντός τις επικράτειάς του, και οι οποίες συµβάλλουν τα µέγιστα στον εθνικό πλούτο,

πιο ανταγωνιστικές σε διεθνείς και διεθνικούς όρους εµείς θα µπορούσαµε πλέον να πούµε και σε παγκόσµιους (Cerny, 1997: 259). Αυτή η διαδικασία, προϋπόθεση πλέον για ένα φιλόξενο περιβάλλον υπέρ της προώθησης της οικονοµικής δραστηριότητας, έχει ως αποτέλεσµα την εκτεταµένη ιδιωτικοποίηση, την απορύθµιση της οικονοµικής δραστηριότητας, τη φιλελευθεροποίηση πολλών πολιτικών, την υπαναχώρηση του κράτους πρόνοιας και τελικά την απώλεια µέρους της κυριαρχίας του ίδιου του κράτους, όσον αφορά στον τρόπο µε τον οποίο επηρεάζει αυτοβούλως τα δρώµενα (Jensen, 2003). Το επιχείρηµα όσων ενστερνίζονται τη λογική της ύπαρξης του ανταγωνιστικού κράτους είναι ότι τα σύγχρονα κράτη, οδηγούµενα από παράγοντες έξω ή πάνω από την επικράτειά τους (όπως η παγκοσµιοποίηση) ωθήθηκαν σε ριζικές αλλαγές στην πολιτική τους. Πιο συγκεκριµένα παρατηρήθηκε: α) µετατόπιση από τον µακροοικονοµικό στον µικροοικονοµικό παρεµβατισµό, β) µετάβαση από την παρέµβαση που αποσκοπούσε σε αναπτυξιακές δραστηριότητες σε εκείνη που καλλιεργούσε ανταγωνιστικές συνθήκες για µια πλειάδα διεθνών αγορών, γ) έµφαση στον νεοφιλελεύθερο µονεταρισµό (π.χ. στον έλεγχο του πληθωρισµού) και δ) µετατόπιση από τη µεγιστοποίηση της κοινωνικής πρόνοιας στην προώθηση της καινοτοµίας και του κέρδους σε όσο το δυνατόν περισσότερους κλάδους (Cerny, 1997: 260-263). Τα παραπάνω επιχειρήµατα αντηχούν µια παλαιότερη υπόθεση, βάσει της οποίας οι εξωτερικές πιέσεις (προερχόµενες από το διεθνές περιβάλλον) διαµορφώνουν τις εγχώριες πολιτικές και την ατζέντα των εθνικών κυβερνήσεων (Gourevitch, 1978). Πιο συγκεκριµένα, υπάρχουν δύο πλευρές του διεθνούς συστήµατος και της ανάδυσης των διεθνικών δρώντων που επηρεάζουν το χαρακτήρα των εγχώριων καθεστώτων: ο καταµερισµός της ισχύος µεταξύ των κρατών και ο καταµερισµός της οικονοµικής δραστηριότητας και του πλούτου γενικότερα (Gourevitch, 1978: 882-883). Προϊόντος του χρόνου αυτή η τάση εξελίχθηκε µε τέτοιο τρόπο ώστε να παρουσιάζει την εδαφικότητα (territoriality) ως την Αχίλλειο Πτέρνα των κρατών, διότι η οικονοµική δραστηριότητα πηγάζει και δοµείται εκτός της δικαιοδοσίας των κυβερνήσεων (Ruggie, 1993). Εποµένως, το σκηνικό που περιγράψαµε παραπάνω, µε την διεύρυνση της παγκοσµιοποίησης, την απελευθέρωση του χρηµατοοικονοµικού συστήµατος, την κατοχή της τεχνολογίας από τις επιχειρήσεις κ.τ.λ. έφεραν περιορισµούς στη λειτουργία του κράτους και των δραστηριοτήτων του, οδηγώντας στη µετεξέλιξή του.

Συµπερασµατικά, το σύγχρονο «ανταγωνιστικό» κράτος, όπως διαρθρώθηκε από εξωγενείς δυνάµεις, παρουσιάζει δύο βασικές διαφοροποιήσεις στη λειτουργία του: Πρώτον, η ουσία της µακροοικονοµικής πολιτικής πρέπει να λοξοδροµήσει προς µια συγκλίνουσα νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση προκειµένου να διατηρήσει την εύνοια των νεοπαγών και ενδυναµωµένων δρώντων της αγοράς. εύτερον, συγκεκριµένες πλευρές του παραδοσιακού ρόλου του κράτους πρέπει να υποβαθµιστούν (κυρίως η αναδιανοµή) ενώ άλλες (όπως η επίβλεψη) πρέπει να ενισχυθούν (αν και όταν και όποτε συµβαίνει κάτι τέτοιο γίνεται επίσης βάσει των νεοφιλελεύθερων προτύπων). Σε αυτό το περιβάλλον, το σύγχρονο «ανταγωνιστικό» κράτος επιδεικνύει υψηλούς βαθµούς απορύθµισης της οικονοµικής δραστηριότητας (Cerny, 1997: 259). Με άλλα λόγια, ο ανελέητος ανταγωνισµός της αγοράς που τελικά έχει επιβάλλει ο καπιταλισµός αντιτίθεται στην ανθρώπινη ανάγκη για σταθερότητα και ασφάλεια. Έτσι εξηγείται ότι µεγάλο µέρος της κοινωνίας αισθάνεται αδικηµένο από τον τρόπο µε τον οποίο κατανέµονται τα κέρδη του καπιταλισµού (Γκρίνσπαν, 2007: 400; Hobsbawm, 2007: 13). Και όντως ένα από τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών είναι ότι ο ρόλος της αναδιανοµής αργοπεθαίνει. Ενδεικτικό το παράδειγµα του αµερικανικού Κογκρέσου στη διαδικασία αναδιανοµής του πλούτου και προσπάθειας εξισορρόπησης των ανισοτήτων. Το 1963 το αµερικανικό θεσµικό όργανο πέρασε έξι από τα επτά νοµοσχέδια που σχετίζονταν µε την καταπολέµηση των ανισοτήτων. Το 1979 ψήφισε τέσσερα από τα επτά, ενώ το 1991 µόλις δύο από τα επτά (Reich, 2007: 166). Αυτό όµως που πρέπει να γίνει κατανοητό στο σηµείο αυτό είναι ότι οι συγκέντρωση του πλούτου, η οικονοµική ανισότητα και η εξτρεµιστική ελευθερία των οικονοµικών παραγόντων δεν είναι δυσλειτουργίες του καπιταλιστικού συστήµατος, αλλά της δηµοκρατίας. «Ο ρόλος του καπιταλισµού είναι να διογκώνει την οικονοµική πίτα. Το πώς θα µοιραστούν τα κοµµάτια είναι κάτι που το αποφασίζει η κοινωνία. Αυτός είναι ο ρόλος που έχουµε αναθέσει στη δηµοκρατία» (Reich, 2007: 4). Το δηµοκρατικό κενό Πράγµατι σύµφωνα µε πολύ πρόσφατες µελέτες, ο καπιταλισµός στα πρώτα µεταπολεµικά χρόνια και περίπου µέχρι τα µέσα της δεκαετίας του 1970, όταν δηλαδή συµβάδιζε µε τους δηµοκρατικούς θεσµούς, λειτουργούσε αποδοτικά και σίγουρα προς όφελος της πλειοψηφίας του κοινωνικού συνόλου (Reich, 2007; Glyn, 2007; Hobsbawm, 2007: 119). Είναι χαρακτηριστικό ότι ειδικά κατά τη δεκαετία του

1960 και για δεκαπέντε περίπου χρόνια, οι δηµοκρατικές λειτουργίες ήταν πλήρως αποδοτικές: κορύφωση των κρατικών δαπανών για διόρθωση των ανισοτήτων, ιδιαίτερη ανταπόκριση στο ρόλο του αναδιανεµητή των εισοδηµάτων (π.χ. µέσω σωστών φορολογικών συστηµάτων), αύξηση των προγραµµάτων κοινωνικής πρόνοιας, ενδυνάµωση του εργατικού κινήµατος κ.τ.λ. (Glyn, 2007: 17-18). Στον αντίποδα, σήµερα οι δηµοκρατικές λειτουργίες έχουν ατονήσει σε µεγάλο βαθµό, τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο. Είδαµε παραπάνω το ρόλο των διεθνών οργανισµών στην απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, που τελικά κόµισε χειρότερες µισθολογικές αποδόσεις για τους εργαζοµένους, επιτείνοντας τις ανισότητες. Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγµα της Ε.Ε. και δη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία κατά την προετοιµασία για την υιοθέτηση του ευρώ, όταν έπρεπε να περικοπούν τα δηµοσιονοµικά ελλείµµατα των κρατών, προτίµησε να προάγει την περικοπή των κοινωνικών παροχών αντί της αύξησης της φορολογίας (Glyn, 2007: 35-36). Σύµφωνα µε έναν εκ των κορυφαίων σύγχρονων ιστορικών, τον Eric Hobsbawm, η τρέχουσα φάση της παγκοσµιοποιηµένης καπιταλιστικής ανάπτυξης υπονοµεύει τη δηµοκρατία (Hobsbawm, 2007: 124). Γιατί όµως συµβαίνει αυτό; Αφενός, σύµφωνα µε τον ίδιο διότι χάνονται τα τρία ποιοτικά χαρακτηριστικά πάνω στα οποία στηρίζονται οι σύγχρονες κυβερνήσεις: Πρώτον, έπαψαν να έχουν µεγαλύτερη εξουσία από κάθε άλλη οντότητα που λειτουργεί στο έδαφός τους. εύτερον, οι κάτοικοι των εδαφών τους δεν αποδέχονται πλέον την εξουσία τους µε την ίδια προθυµία όπως στο παρελθόν. Τρίτον, δεν υπάρχουν πια πολλές υπηρεσίες που να µπορούν να τις προσφέρουν µόνο οι κυβερνήσεις και κανένας άλλος (Hobsbawm, 2007: 125). Αυτό πρακτικά σηµαίνει ότι ο καπιταλισµός έδωσε περισσότερα στους πολίτες, πολύ περισσότερα από εκείνα που τους πρόσφεραν οι δηµοκρατικοί θεσµοί. Κατά την έκρηξη του καπιταλισµού, κυρίως στη δεκαετία του 1960 αλλά και στη συνέχεια, οι θρίαµβοι της οικονοµίας έκαναν διαθέσιµα στην πλειοψηφία των καταναλωτών περισσότερα απ όσα τους είχε υποσχεθεί ή προσφέρει η κυβέρνησή τους ή η συλλογική δράση. Το αποτέλεσµα ήταν η αγορά (ή ο καπιταλισµός) να µην καθίσταται πλέον ως συµπληρωµατικό της φιλελεύθερης δηµοκρατίας, αλλά ως εναλλακτική προς αυτήν (Hobsbawm, 2007: 127). Ή όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ένας άλλος µελετητής, οι αγορές έγιναν ριζικά πιο αποτελεσµατικές στο να ανταποκρίνονται στις ατοµικές επιθυµίες για καλύτερες συµφωνίες (είτε πρόκειται

για αγοραπωλησίες, είτε για παροχή υπηρεσιών, είτε για κάλυψη άλλων αναγκών). Ωστόσο, εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα αρνητικές στην επίτευξη στόχων που θα θέλαµε να πετύχουµε ως πολίτες από κοινού. Αν και η Wall Street ή πολυεθνικές όπως η Wal-Mart µπορούν να αθροίζουν και να εξυπηρετούν τις ανάγκες των καταναλωτών, οι θεσµοί που συνήθιζαν να εκφράζουν τις αξίες των πολιτών έχουν υποχωρήσει (Reich, 2007: 126). Αυτό πρακτικά σηµαίνει ότι οι όποιες αξίες έχουµε ως πολίτες (και όχι ως καταναλωτές) έπαψαν να διαθέτουν φορέα έκφρασης. Και αυτό είναι ίσως και το κλειδί του όλου προβλήµατος: ότι ο καπιταλισµός κατάφερε να βρει τρόπους να ανταποκριθεί στις ανάγκες που έχουµε ως εξατοµικευµένοι αγοραστές προϊόντων, ενώ η δηµοκρατία φάνηκε πολύ λιγότερο ικανή να ανταποκριθεί στις ανάγκες µας ως πολίτες. Εποµένως τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται µια µαζική µεταβολή της ιδιότητας των ατόµων που απαρτίζουν τις καπιταλιστικές κοινωνίες: γίναµε περισσότερο καταναλωτές και επενδυτές, παρά πολίτες (Reich, 2007: 5; Hobsbawm, 2007: 127). Το πώς ακριβώς ολοκληρώθηκε αυτός ο µετασχηµατισµός είναι κάτι που απαιτεί µακροσκελή ανάλυση και ξεφεύγει από τα όρια του παρόντος άρθρου. Χάρην οικονοµίας αναφέρουµε σχηµατικά ορισµένους βασικούς λόγους. Αρχικά η πρόωρη ευηµερία του καπιταλιστικού συστήµατος δηµιούργησε µια σηµαντικά µεγαλύτερη σε αριθµό µεσαία τάξη, που είχε τη δυνατότητα να καταναλώνει περισσότερο. Ωστόσο, η ριζική αλλαγή ήρθε στα µέσα περίπου της δεκαετίας του 1970, όταν οι µεγάλες επιχειρήσεις έγιναν πολύ πιο ανταγωνιστικές, καινοτόµες και ξεπέρασαν τα όρια των κρατών όπου έδρευαν. Αυτή η µετατροπή εστιάζεται στις τεχνολογικές εξελίξεις που ξεκίνησαν από κυβερνητικά εργαστήρια για να χρησιµοποιηθούν στον Ψυχρό Πόλεµο, αλλά τελικά διαχύθηκαν στην παραγωγή νέων προϊόντων και υπηρεσιών. Οι νέες δυνατότητες άλλαξαν εκ βάθρων τη µέχρι τότε σταθερή µαζική παραγωγική διαδικασία, οδηγώντας τις εταιρίες σε έναν πρωτοφανή για τα δεδοµένα της εποχής ανταγωνισµό για πελάτες και επενδυτές. Το αποτέλεσµα ήταν οι καταναλωτές και οι επενδυτές να αποκτήσουν πρόσβαση σε (ή τουλάχιστον να βρεθούν αντιµέτωποι µε) ένα σηµαντικά µεγαλύτερο αριθµό επιλογών και δυνητικών συµφωνιών (Reich, 2007: 7). Ωστόσο, παράλληλα µε αυτές τις διαδικασίες άλλαξε και η φύση του κράτους, προκειµένου αυτό να προσαρµοστεί στα νέα δεδοµένα και να ικανοποιήσει τις ορέξεις των πλουτοπαραγωγικών δρώντων της αγοράς. Οι θεσµοί που είχαν αναλάβει να αναδιανέµουν τον πλούτο ατόνησαν, τα εργατικά συνδικάτα συρρικνώθηκαν, οι

ρυθµιστικές αρχές αδράνησαν, οι µεγάλες εταιρίες άρχισαν να έχουν αποτελεσµατικότερη πρόσβαση στη διαδικασία λήψης αποφάσεων κ.τ.λ. Το αποτέλεσµα ήταν να αντικατασταθεί ο δηµοκρατικός καπιταλισµός µε αυτό που ο Robert Reich ονοµάζει «σουπερκαπιταλισµό». Η ευθύνη των ίδιων των πολιτών στην εξέλιξη αυτού του συστήµατος δεν είναι διόλου αµελητέα, καθώς είµαστε εµείς οι ίδιοι που αναζητάµε τις περισσότερες επιλογές στα προϊόντα, τις µεγαλύτερες ευκαιρίες, την καλύτερη ποιότητα κ.τ.λ. Οι εταιρίες, ή τα επενδυτικά οχήµατα γνωρίζουν ότι οι επιλογές των καταναλωτών είναι πολύ διευρυµένες και έχουν ρίξει όλο το βάρος τους στην εξυπηρέτησή τους. Και αυτό δεν αφορά µόνο στην επιλογή προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά και στην επενδυτική συµπεριφορά. Σκεφτείτε πόσο πιο εύκολο είναι σήµερα να µεταφέρουµε τις οικονοµίες µας µεταξύ επενδυτικών προϊόντων, ασφαλιστικών ταµείων και funds διαχείρισης κεφαλαίων προκειµένου να αποκτήσουµε υψηλότερες αποδόσεις. Και οι διαχειριστές κεφαλαίων το γνωρίζουν αυτό και προσπαθούν να δώσουν τις καλύτερες προσφορές, µε αποτέλεσµα να πιέζουν εταιρίες ακόµα και ολόκληρους κλάδους για την προσφορά ελκυστικότερων αγαθών και υπηρεσιών. Αυτό όµως πολλές φορές σηµαίνει περικοπή του κόστους και η περικοπή του κόστους φέρνει απολύσεις, µειώσεις µισθών κ.τ.λ. (Reich, 2007: 100-101). εν είναι καθόλου ακραίο να επιχειρηµατολογήσουµε ότι οι δικές µας πράξεις, η δική µας αναζήτηση ως καταναλωτές ή επενδυτές για καλύτερα και ελκυστικότερα αγαθά και υπηρεσίες είναι που ωθούν τις εταιρίες ή το καπιταλιστικό σύστηµα γενικότερα στις ανισότητες που επιδεικνύει τις τελευταίες δεκαετίες. Και η περιφρούρηση της ισότητας και της ισονοµίας δεν είναι ρόλος του καπιταλιστικού συστήµατος, είναι ρόλος της δηµοκρατίας, των δηµοκρατικών θεσµών, οι οποίοι έχουν ατονήσει. Πολλοί θα πουν ότι αυτό σχετίζεται µε την ανθρώπινη φύση και την απληστία, που βρίσκεται έµφυτη στον άνθρωπο. Πράγµατι το παράδειγµα µιας έρευνας του Πανεπιστηµίου του Χάρβαρντ αποδεικνύει την ανταγωνιστική απληστία των ανθρώπων: µεταπτυχιακοί φοιτητές του πανεπιστηµίου ρωτήθηκαν αν θα ήταν ευτυχέστεροι µε εισόδηµα 50.000 δολαρίων το χρόνο εφόσον οι οµόλογοί τους κέρδιζαν τα µισά ή µε 100.000 δολάρια το χρόνο, εφόσον οι οµόλογοί τους κέρδιζαν τα διπλά. Η πλειονότητα των ερωτηθέντων προτίµησε τον χαµηλότερο µισθό (Γκρίνσπαν, 2008: 402). Σχετική είναι και η παλαιά έρευνα του οικονοµολόγου Thorstein Veblen (πρώτη έκδοση το 1899), όπου και εισάγεται ο όρος «κατανάλωση για τα µάτια του κόσµου», και αποδεικνύεται ότι κατά µεγάλο ποσοστό οι αγορές

προϊόντων και υπηρεσιών γίνονται για να «εντυπωσιάσουν το γείτονα», προβάλλοντας ότι υπάρχει αντιζηλία στη σκάλα της ιεραρχίας µεταξύ των ανθρώπων (Veblen and Banta, 2008). Μια τέτοια παραδοχή, όσο και αν αληθεύει σε µεγάλο βαθµό, θα ήταν µια απλοποίηση της κατάστασης. Ο Robert Reich, στην πολύ πρόσφατη µελέτη του καταλήγει ότι η µετατροπή των πολιτών σε καταναλωτές και επενδυτές, και κατ επέκταση η έκπτωση της δηµοκρατίας, δεν ποδηγετείται τόσο πολύ από την ανθρώπινη απληστία, όσο από το γεγονός ότι κάποια στιγµή οι πολίτες των «δυτικών» κοινωνιών ήρθαν αντιµέτωποι µε ένα πολύ µεγαλύτερο εύρος επιλογών (προϊόντων, υπηρεσιών και επενδύσεων). Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι «το να µπερδεύουµε την απληστία µε την ευκαιρία, είναι σαν να συγχέουµε την επιθυµία µε τη διαθεσιµότητα» (Reich, 2007: 71). Υστερόγραφο Όπως ελπίζουµε έχει γίνει κατανοητό, υποστηρίξαµε ότι η γενικότερη απορύθµιση του καπιταλιστικού συστήµατος και των αγορών και η συνεπαγόµενη µετεξέλιξη του κράτους οδήγησε σε έκπτωση των δηµοκρατικών και ελεγκτικών θεσµών. Το αποτέλεσµα είναι το καπιταλιστικό σύστηµα, όντας ανεξέλεγκτο, να οδηγηθεί τις τελευταίες δεκαετίες σε µια σειρά ανισορροπιών και ανισοτήτων. Είναι αλήθεια ότι οι οικονοµικές και τεχνολογικές δυνάµεις είναι αυτές που διαµορφώνουν τις πολιτικές και τα συµφέροντα του κάθε κράτους, εξ ου και η µετάλλαξή του σε «ανταγωνιστικό», ωστόσο τα κράτη είναι αυτά που πρέπει να επιβάλλουν τους κανόνες που πρέπει να ακολουθούν οι επιχειρηµατίες και οι πολυεθνικές εταιρίες (Gilpin, 2002: 39). Είναι ενδεικτικό ότι ακόµα και σήµερα, σε όσες χώρες λειτουργούν οι δηµοκρατικοί θεσµοί, ειδικά όσον αφορά στην αναδιανοµή του εισοδήµατος, ο καπιταλισµός δεν έχει δηµιουργήσει τα προβλήµατα που αναφέραµε στο πρώτο µέρος του άρθρου. Ο ρόλος των αναδιανεµητικών πολιτικών φαίνεται στον πίνακα 2 παρακάτω. Το ποσοστό του πληθυσµού που ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας στις ΗΠΑ φτάνει το 17%. Εντούτοις, οι σχετικές πολιτικές που εφαρµόστηκαν από το κράτος ήταν περιορισµένες, µε αποτέλεσµα το ποσοστό περιορισµού της φτώχειας να µειωθεί µόνο κατά 25%. Αντίστοιχα, στη Σουηδία, µοντέλο δηµοκρατικής κοινωνίας, το ποσοστό του φτωχού πληθυσµού της χώρας φτάνει το 6,4%, όταν όµως ο

αναδιανεµητικός ρόλος του κράτους και των πολιτικών του µείωσε τη φτώχεια κατά 78% (Glyn, 2007: 171). Πίνακας 2: Φτώχεια και ποσοστό ελάττωσης της κατόπιν πολιτικών (2000) Χώρα Ποσοστό του φτωχού πληθυσµού (%) Ποσοστό µείωσης της φτώχειας κατόπιν φορλογικών & παρεµβατικών µέτρων (%) ΗΠΑ 17-25 Βρετανία 12,3-61 Καναδάς 11,9-52 Αυστραλία 11,2-55 Ολλανδία 8,9-59 Γερµανία 8,2-71 Βέλγιο 7,9-75 Γαλλία 7-70 Σουηδία 6,4-78 Φινλανδία 5,4-70 Πηγή: Glyn, 2007 Το µεγάλο πρόβληµα για τους δηµοκρατικούς θεσµούς και, κατά τον Gilpin, η µεγαλύτερη πρόκληση του σύγχρονου παγκόσµιου καπιταλισµού είναι ότι διάγουµε µία εποχή κατά την οποία δεν υπάρχει µια ηγεµονική δύναµη. Το αποτέλεσµα είναι να σηµειώνεται έλλειψη πολιτικής κατεύθυνσης και δύναµης για να προωθήσει τους δηµοκρατικούς θεσµούς (Gilpin, 2002β: 23-27). Προτάσεις για εξάλειψη των ανισοτήτων έχουν γίνει κατά καιρούς πολλές, ωστόσο εξακολουθούν να παραµένουν ευχολόγια. Μόνο που στην αρχή του 21 ου αιώνα το παγκόσµιο οικονοµικό και πολιτικό σύστηµα, ίσως να µην έχει άλλη ευκαιρία. Η δηµοκρατία και οι θεσµοί της πρέπει να λειτουργήσουν ξανά.