Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη & αξιολόγηση εκθέσεων εταιρικής υπευθυνότητας στην Ελλάδα: Τρέχουσες τάσεις, ανασκόπηση βιβλιογραφίας & αποτελέσματα έρευνας 2008 Αντώνης Σκουλούδης Ερευνητής Κωνσταντίνος Ευαγγελινός Λέκτορας Μωραϊτης Σταύρος Ερευνητής Πανεπιστήμιο Αιγαίου Τμήμα Περιβάλλοντος Εργαστήριο Επιχειρησιακής Περιβαλλοντικής Πολιτικής και Διαχείρισης Ιανουάριος 2010 1
Περιεχόμενα Περίληψη...3 Μέρος Α Εισαγωγή...4 Δράσεις ΕΚΕ στην Ελλάδα...6 Πρωτοβουλίες ΕΚΕ, εθελοντικά πρότυπα και δείκτες εταιρικής υπευθυνότητας..6 Πρότυπα συστημάτων διαχείρισης....10 Κοινωνική ευθύνη, εταιρική διακυβέρνηση και η ελληνική αγορά κεφαλαίου...13 Δημοσίευση πληροφοριών ΕΚΕ στην Ελλάδα....16 Βιβλιογραφία... 18 Μέρος Β Μεθοδολογία αξιολόγησης εκθέσεων εταιρικής υπευθυνότητας 20 Προσδιορισμός δείγματος Συλλογή δεδομένων..22 Αποτελέσματα αξιολόγησης εκθέσεων ελληνικών εταιρειών..24 Κριτική επισκόπηση μεθοδολογίας & αποτελεσμάτων......32 2
Περίληψη Με την έννοια της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης και της λογοδοσίας (accountability) να λαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στην παγκόσμια επιχειρηματική κοινότητα, η ανάγκη διερεύνησης των τάσεων και εξελίξεων που διαμορφώνονται στον εγχώριο επιχειρηματικό κόσμο κρίνεται επιτακτική. Ο στόχος της παρούσας έκθεσης είναι να αποτυπώσει τρέχουσες εξελίξεις στον τομέα της εταιρικής υπευθυνότητας στον ελληνικό χώρο και επιπλέον να τα παρουσιάσει τα αποτελέσματα της μελέτης του Εργαστηρίου Επιχειρησιακής Περιβαλλοντικής Πολιτικής και Διαχείρισης, του Τμήματος Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου για την αξιολόγηση των εκθέσεων εταιρικής κοινωνικής ευθύνης κοινωνικών απολογισμών που δημοσιεύτηκαν στην Ελλάδα για το έτος 2008. Η συγκεκριμένη εργασία αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης έρευνας του Εργαστηρίου με απώτερο σκοπό της αποσαφήνιση της έννοιας της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης στην Ελλάδα και τη διενέργεια μελετών που θα δώσουν αποτελέσματα/συμπεράσματα προς σύγκριση με άλλες (ευρωπαϊκές και όχι μόνο) χώρες στο συγκεκριμένο πεδίο επιχειρηματικής λειτουργίας. Το πρώτο μέρος παρουσιάζει στοιχεία σχετικών μελετών και εμπειρικά δεδομένα από την ανάληψη δράσεων εταιρικής κοινωνικής ευθύνης στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Στο δεύτερο μέρος περιγράφεται η μεθοδολογία αξιολόγησης εκθέσεων εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, βάσει του διεθνώς αναγνωρισμένου πλαισίου οδηγιών Global Reporting Initiative (GRI). 3
Εισαγωγή Αν και δράσεις εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (ΕΚΕ) σε όρους επιχειρηματικής στρατηγικής και αντίστοιχων πρακτικών μπορούν να εντοπιστούν σε όλες τις γεωγραφικές ζώνες ανά τον κόσμο, ο βαθμός ανάληψης και διάχυσης τέτοιων δράσεων διαφέρει σημαντικά ανάλογα με το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, το νομικό πολιτικό σύστημα κάθε χώρας, τα εγγενή χαρακτηριστικά της εθνικής κουλτούρας κάθε λαού, καθώς και τις αντιλήψεις προσδοκίες του κοινωνικού συνόλου σχετικά με το τι καθιστά την υπεύθυνη επιχειρηματική συμπεριφορά (Wotruba, 1997; Hofstede, 1991, 2001). Η έρευνα για την ΕΚΕ κατά βάση έχει επικεντρωθεί σε ανεπτυγμένες οικονομίες χωρών όπως οι Η.Π.Α., δυτικοευρωπαϊκές χώρες και σε λιγότερο βαθμό ασιατικές συχνά με στόχο τη συγκριτική ανάλυση (βλ. π.χ. Kolk, 2005; Maignan and Ralston, 2002; Welford, 2004). Αν και έχουν γίνει απόπειρες να αποτυπωθούν εξελίξεις και αναδυόμενες τάσεις σε κράτη όπου η ενσωμάτωση της ΕΚΕ και η γνώση των θεμάτων που συνθέτουν την πολυδιάστατη έννοια της εταιρικής υπευθυνότητας είναι χαμηλή, με ορισμένες μόνο εξαιρέσεις (π.χ. Kraisornsuthasinee and Swierczek, 2006; Luken and Stares, 2005; Vives, 2006), η έρευνα ακόμα υπολείπεται συγκριτικά με τις πρωτοπόρες στο συγκεκριμένο πεδίο χώρες. Με στόχο την αξιολόγηση της ενσωμάτωσης της ΕΚΕ στις ευρωπαϊκές χώρες, οι Midttun et al. (2006) ανέπτυξαν ένα μεθοδολογικό πλαίσιο στηριζόμενο στις ακόλουθες 4 παραμέτρους ανάλυσης του επιχειρηματικού κλάδου κάθε χώρας: (α) κοινωνικά υπεύθυνες επενδύσεις (SRIs) βάσει των αξιολογήσεων διεθνώς αναγνωρισμένων δεικτών αειφορίας (DJSI, FTSE4Good, Global 100), (β) συμμετοχή σε παγκόσμιες πρωτοβουλίες για την προαγωγή της ΕΚΕ (Global Compact και WBCSD), (γ) δημοσίευση εκθέσεων/απολογισμών ΕΚΕ και (δ) υιοθέτηση εθελοντικών συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης ΣΠΔ (ISO 14001). Στα αποτελέσματα της έρευνας όλες οι μεσογειακές ευρωπαϊκές χώρες έλαβαν χαμηλή βαθμολογία στην συμμετοχή στους δείκτες SRI. Η Πορτογαλία και η Ισπανία τοποθετήθηκαν υψηλότερα στην κατάταξη συγκριτικά με την Ιταλία και την Ελλάδα στη συμμετοχή επιχειρήσεων σε διεθνείς πρωτοβουλίες ΕΚΕ. Επιπλέον, στη δημοσίευση εκθέσεων ΕΚΕ και την ανάπτυξη προτυποποιημένων ΣΠΔ, ο επιχειρηματικός κλάδος της Ισπανίας διακρίθηκε έναντι των υπολοίπων μεσογειακών, με την Ελλάδα να κατατάσσεται με σημαντικά χαμηλότερη αξιολόγηση. Παρεμφερής είναι και η τυπολογία των Albareda et al. (2007) στην ανάλυση των κρατικών δράσεων στην Ευρώπη για την προαγωγή της ΕΚΕ. Οι Albareda et al. τοποθετούν τις μεσογειακές χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου στο λεγόμενο μοντέλο της αγοράς αναφορικά με την κατάρτιση δημόσιας πολιτικής για την προώθηση της κοινωνικά υπεύθυνης επιχειρηματικής συμπεριφοράς. Επισημαίνουν ότι αναφορικά με το σχεδιασμό και την ανάπτυξη δημόσιας πολιτικής για την ΕΚΕ, οι μεσογειακές χώρες στοχεύουν πρωταρχικά στον κοινωνικό διάλογο και την ομόφωνη γνώμη όλων των εμπλεκομένων μερών: επιχειρήσεις, κοινωνικές ομάδες, εκπρόσωποι κρατικών φορέων. Η Ελλάδα μαζί με την Ιταλία, Πορτογαλία και την Ισπανία χαρακτηρίστηκαν από τους Albareda et al. ως χώρες που ανέπτυξαν με σχετική υστέρηση πολιτικές προαγωγής της εταιρικής υπευθυνότητας, 4
παρακινούμενες τόσο από τις δράσεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας να οργανώσει ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο ανάπτυξης της ΕΚΕ όσο και από τον αντίκτυπο παγκόσμιων πρωτοβουλιών για την ΕΚΕ και την αειφόρο ανάπτυξη. Επιπρόσθετα, επισημαίνουν ότι, αν και όχι τόσο δεκτικές σε καινοτόμες ή/και προληπτικές δράσεις για την χάραξη δημόσια πολιτικής για την ΕΚΕ, οι μεσογειακές κυβερνήσεις δείχνουν να έχουν υιοθετήσει μια πρώιμα θετική στάση έναντι της ΕΚΕ (Albareda et al., 2007). 5
ράσεις ΕΚΕ στην Ελλάδα Πρωτοβουλίες ΕΚΕ, εθελοντικά πρότυπα και δείκτες εταιρικής υπευθυνότητας Οι ελληνικές επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται τουλάχιστον διστακτικές στην υιοθέτηση και την υποστήριξη εθελοντικών εξωτερικά ανεπτυγμένων πρωτοβουλιών ΕΚΕ. Στοιχεία έρευνας του Εργαστηρίου Επιχειρησιακής Περιβαλλοντικής Πολιτικής και Διαχείρισης έδειξαν ότι έως το 2008, μόνο δυο εταιρείες είχαν επαληθεύσει τους απολογισμούς τους σύμφωνα με το πρότυπο AA1000AS, ενώ μόλις οκτώ επιχειρήσεις είχαν δηλώσει την υποστήριξή τους στο πλαίσιο οδηγιών κατάρτισης απολογισμών ΕΚΕ, Global Reporting Initiative (GRI) και μόνο δέκα επιχειρήσεις είχαν πιστοποιηθεί σύμφωνα με το πρότυπο Social Accountability 8000 (SA8000). Ομοίως, ο αριθμός των επιχειρηματικών οργανισμών που δήλωσαν τη δέσμευσή τους έναντι των δέκα αρχών του Οικουμενικού Συμφώνου του Ο.Η.Ε., της μεγαλύτερης και σημαντικότερης ίσως πρωτοβουλίας για την προώθηση της ΕΚΕ διεθνώς, ήταν μικρός έως τις αρχές του 2007. Όμως, κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου έτους υπήρξε μια εκθετική αύξηση των επιχειρήσεων που δεσμεύτηκαν να τηρούν το Οικουμενικό Σύμφωνο, ενώ ο αριθμός των ενδιαφερομένων μερών των επιχειρήσεων που υιοθέτησαν τις αρχές του Συμφώνου σχεδόν τριπλασιάστηκε (Σχήμα 1). 60 54 40 Companies Stakeholders 20 0 17 8 5 6 6 1 2 3 5 2 3 4 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 2008 Σχήμα 1: Οι ελληνικοί οργανισμοί που συμμετέχουν στο Οικουμενικό Σύμφωνο του Ο.Η.Ε. Πηγή: unglobalcompact.org AA1000AS SA8000 GRI Guidelines Global Compact Αριθμός επιχειρήσεων 2 10 8 71 (Στοιχεία 2008) Πίνακας 1: Υιοθέτηση εθελοντικών προτύπων και διεθνών πρωτοβουλιών ΕΚΕ στην Ελλάδα 6
Μόλις πρόσφατα (Νοέμβριος 2008) συστήθηκε το Συμβούλιο του ΣΕΒ για τη Αειφόρο Ανάπτυξη (Greek Business Council for Sustainable Development BCSD), ως περιφερειακό μέλος του World Business Council for Sustainable Development (WBCSD), που αποτελεί μία παγκόσμια σύμπραξη/συμμαχία, στην οποία συμμετέχουν 200 περίπου κορυφαίες εταιρείες, σε επίπεδο ανώτατης διοίκησης, με αποκλειστικό σκοπό την προώθηση των θεμάτων της αειφόρου ανάπτυξης. Τα 31 ιδρυτικά μέλη κυρίως βιομηχανικές επιχειρήσεις έχουν υπογράψει στο σύνολό τους ένα Κώδικα προώθησης της αειφόρου ανάπτυξης μέσα από τη λειτουργία τους: μια διακήρυξη τήρησης 10 αρχών για τη διαρκή συμβολή και βελτίωση της τρισδιάστατης επίδοσής τους οικονομικής, περιβαλλοντικής και κοινωνικής. Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι η εταιρεία παραγωγής δομικών υλικών ΤΙΤΑΝ είναι η μόνη στον ελληνικό χώρο που μετέχει σε κλαδικό πρόγραμμα του WBCSD το Cement Sustainability Initiative, μια κοινή προσπάθεια 18 επιχειρήσεων του κλάδου που στοχεύει στην ανάπτυξη κοινών προτύπων και συστημάτων εκτίμησης, παρακολούθησης και καταγραφής παραμέτρων αειφόρου επίδοσης των τσιμεντοβιομηχανιών, που οι μεμονωμένες επιχειρήσεις του κλάδου μπορούν ακολούθως αν υιοθετήσουν. FTSE4GOOD Europe Index Global Index 1. Alpha Bank 2. Bank of Piraeus 3. Coca Cola Hellas 4. EFG Eurobank Ergasias 5. Bank Emporiki Bank 6. Hellenic Telecom. Org. (OTE) 7. National Bank Of Greece 1. Alpha Bank 2. Bank of Piraeus 3. Cosmote 4. EFG Eurobank Ergasias Bank 5. Hellenic Telecom. Org. (OTE) 6. National Bank Of Greece Dow Jones STOXX Sustainability Coca Cola HBC DJSI Dow Jones EURO STOXX Coca Cola HBC Sustainability ESI Excellence Europe Emporiki Bank Ethibel Sustainability Index ESI Pioneer Global Emporiki Bank Πίνακας 2: Ελληνικές επιχειρήσεις που έως τις αρχές του 2009 περιλαμβάνονταν σε διεθνείς δείκτες αειφορίας. Πηγή: sustainable investment.org, stoxx.com Ο πίνακας 2 παρουσιάζει τους ελληνικούς επιχειρηματικούς οργανισμούς που έως τις αρχές του 2009 περιλαμβάνονταν σε χρηματιστηριακούς δείκτες αειφορίας/εταιρικής υπευθυνότητας. Διαφαίνεται μια προτίμηση προς την οικογένεια δεικτών FTSE4Good. Οι Midttun et al. (2006) παρέχει μια ρεαλιστική εξήγηση για αυτό τον προσανατολισμό: Θεσμικοί παράγοντες μπορούν να εξηγήσουν τις ιδιαίτερες παραμέτρους που καθορίζουν τον προσανατολισμό του επιχειρηματικού κάδου μιας χώρας προς τον ένα ή τον άλλον χρηματιστηριακό 7
δείκτη αειφορίας. Το γεγονός ότι οι εταιρείες από Σκανδιναβικές χώρες επιλέγουν να συμπεριληφθούν στο δείκτη Dow Jones Sustainability Index, ενώ οι εταιρείες χωρών της κεντρικής και μεσογειακής Ευρώπης στρέφονται προς το FTSE4Good δείκτη, πιθανότατα αντικατοπτρίζει τις διαφορετικές προσεγγίσεις διεθνοποίησης των ευρωπαϊκών κρατών. Όταν οι εταιρείες των Σκανδιναβικών χωρών επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν στο συγκεκριμένο πεδίο στο εξωτερικό, επιλέγουν το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Αντιστοίχως, οι επιχειρηματικοί οργανισμοί της κεντρικής και της μεσογειακής Ευρώπης είναι περισσότερο προσανατολισμένοι προς το δείκτη FTSE του χρηματιστηρίου του Λονδίνου (Midttun et al., 2006, p.380). Παρατηρείται επίσης ότι όλα τα σημαντικότερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας συμπεριλαμβάνονται σε χρηματιστηριακούς δείκτες αειφορίας, αναδεικνύοντας τους ισχυρούς μηχανισμούς εταιρικής διακυβέρνησης και διαχείρισης κινδύνου (risk management) αλλά και το συγκριτικά υψηλότερο επίπεδο περιβαλλοντικής και κοινωνικής επίδοσης έναντι άλλων ελληνικών επιχειρήσεων (UNEP FI, 2007). Συγκρίνοντας δε με τον αριθμό των ελληνικών συμμετοχών στο Οικουμενικό Σύμφωνο, το σύνολο των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται σε δείκτες αειφορίας είναι σημαντικά χαμηλότερο. Οι Midttun et al. (2006) αποδίδουν μια λογική αιτιολόγηση και για αυτή την διαφορά: Αν και η συμμετοχή στο Οικουμενικό Σύμφωνο ή στους οργανισμούς που υποστηρίζουν το GRI έχει ελάχιστες απαιτήσεις, η εισαγωγή σε ένα δείκτη αειφορίας ή η αναγνώριση ενός οργανισμού ως μέλους του WBCSD προϋποθέτει σημαντικές συμμορφώσεις και απαιτεί σημαντικές δράσεις σε όρους προαγωγής της εταιρικής κοινωνικής και περιβαλλοντικής επίδοσης και ανάπτυξης πρακτικών διαβούλευσης με τα ενδιαφερόμενα μέρη του οργανισμού. Στο πλαίσιο αυτό, η συμμετοχή στο Οικουμενικό Σύμφωνο μπορεί να εκληφθεί ως μια απλή ένδειξη ενδιαφέροντος παρά ως ένα πραγματικό στοιχείο για τη προαγωγή της εταιρικής υπευθυνότητας ενός οργανισμού. Οι δείκτες DJSI και FTSE4Good που εκτιμούν την πραγματική επίδοση μιας εταιρείας σε αυτό το πεδίο, θα πρέπει να εκλαμβάνονται ενδείξεις προώθησης της ΕΚΕ με σαφώς ισχυρότερο αντίκτυπο. ( ) Ωστόσο η συμπερίληψη στους υποστηρικτές του Οικουμενικού Συμφώνου γίνεται σταδιακά πιο απαιτητική και αναδεικνύει την προσέγγιση του Ο.Η.Ε. και άλλων διεθνών οργανισμών να παρακολουθούν πιο σχολαστικά και συστηματικότερα τη σχετική δέσμευση των οργανισμών. Τα τελευταία χρόνια οι επιχειρήσεις των μεσογειακών ευρωπαϊκών χωρών παρουσιάζονται αρκετά δραστήριες στο συγκεκριμένο ζήτημα ( ) (Midttun et al., 2006, p.380). Σε εθνικό επίπεδο, στη διάχυση της έννοιας της ΕΚΕ και βέλτιστων πρακτικών για την προαγωγή της, καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε η σύσταση του ελληνικού Δικτύου για την ΕΚΕ, μέλος του ευρύτερου ευρωπαϊκού Δικτύου ΕΚΕ (European CSR Network). Με έδρα την Αθήνα, το ελληνικό Δίκτυο ΕΚΕ δημιουργήθηκε το 2000 ως ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός με αποστολή να προωθήσει την αντίληψη της ΕΚΕ τόσο στις ελληνικές επιχειρήσεις όσο και την ευρύτερη ελληνική κοινωνία με απώτερο σκοπό την διάχυση της γνώσης αναφορικά με τις επιχειρηματικές πρακτικές που προάγουν την αειφορία. Από την ίδρυσή του, ο αριθμός των κύριωνμελών που το απαρτίζουν αυξάνεται διαχρονικά, γεγονός αρκετά ελπιδοφόρο για την αποστολή που καλείται να εκπληρώσει. 8
150 120 100 68 82 86 111 50 37 50 54 16 0 2000 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 2008 Σχήμα 2: Κύρια μέλη ελληνικού Δικτύου ΕΚΕ 2000 2008 Πηγή: Ελληνικό Δίκτυο ΕΚΕ Μια σημαντική πρωτοβουλία που μπορεί να δυνητικά να συμβάλλει στη διασύνδεση της ανταγωνιστικότητας με την κοινωνική και περιβαλλοντική υπευθυνότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) αποτελεί το Σήμα Υπευθυνότητας ( Responsibility Labelling Scheme for SMEs ) που δημιουργήθηκε από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου σε συνεργασία με το εμπορικό επιμελητήριο Λέσβου. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία επικεντρώνεται στην παροχή ενός ολοκληρωμένου εργαλείου διαχείρισης της επίδοσης της μεμονωμένης ΜΜΕ που θα τη βοηθήσει να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της, θα συνεισφέρει στην καταναλωτική συνείδηση των πελατών τους, θα αναδείξει τις κοινωνικά και περιβαλλοντικά υπεύθυνες ΜΜΕ στην αγορά, θα ενισχύσει την ελκυστικότητα της περιφέρειας του Β. Αιγαίου. Μέχρι σήμερα, το Σήμα Υπευθυνότητας εφαρμόζεται πιλοτικά και η ομάδα υλοποίησης και εφαρμογής του, σε συνεργασία με περίπου 30 ΜΜΕ, ασχολείται με την κατάρτιση οδηγιών προς τους επιθεωρητές που θα αξιολογούν τις ΜΜΕ προκειμένου να λάβουν τη σχετική σήμανση. 9
Πρότυπα συστημάτων διαχείρισης Παρατηρείται μια σημαντική απόκλιση στον αριθμό των πιστοποιήσεων κατά ISO 9001:2000 και ISO 14001 στην Ελλάδα (Σχήμα 3). Στην κατανόηση της αυτής της διαφοράς πρέπει να ληφθεί υπόψη η επισήμανση των Neumayer και Perkins (2004), ότι το πρότυπο ISO 14000 είναι περισσότερο σχετικό στη σχέση της επιχείρησης με την τοπική κοινωνία, τις ΜΚΟ, τις δημόσιες εποπτικές αρχές και άλλα δευτερεύοντα ενδιαφερόμενα μέρη που δεν χρειάζεται να έχουν άμεσο οικονομικό συμφέρον από την πιστοποιημένη εταιρία. Το ISO 14000 μπορεί να επηρεάσει ένα ευρύ φάσμα ομάδων ενδιαφέροντος της επιχείρησης και συνεπώς να προσφέρει μια αντανάκλαση της κουλτούρας του επιχειρηματικού κλάδου μιας χώρας, περισσότερο από το ISO 9000. Σε αυτό το πλαίσιο, οι Corbett et al. (2003) αναφέρουν ότι οι επιχειρήσεις που υιοθετούν ένα σύστημα περιβαλλοντικής διαχείρισης κατά ISO 14000 είναι πιο δραστήριες στη διαβούλευση με κρατικούς φορείς και τοπικές κοινότητες όπου λειτουργούν, συγκριτικά με επιχειρήσεις που υιοθετούν το ISO 9000. 6000 5132 5000 4000 3000 ISO 9001:2000 ISO 14001 2572 3255 4753 2000 1615 1000 0 20 42 66 31 540 89 126 173 1999 2000 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 Σχήμα 3: Πιστοποιήσεις ISO στην Ελλάδα Πηγή: ISO Annual Report 2004; 2007 Η ελληνική βιομηχανία παρουσίασε χρονική υστέρηση συγκριτικά με άλλες στην υιοθέτηση πιστοποιημένων συστημάτων διαχείρισης. Η αργοπορημένη αυτή ανταπόκριση έχει παρατηρηθεί ιδιαίτερα για τα ISO 14001 και ISO 9000 από τους Lagodimos et al. (2007) and Lipovatz et al. (1999). Οι Lagodimos et al. εντόπισαν ότι η πλειοψηφία (περίπου το 75% του συνόλου) των πιστοποιημένων κατά ISO 14001 επιχειρηματικών μονάδων ανήκουν στο μεταποιητικό κλάδο ενώ οι υπόλοιπες ανήκουν στους γενικούς κλάδους παροχής υπηρεσιών (15%) και εμπορίου (10%). Αυτή η κατανομή διαφέρει σημαντικά από εκείνη των ISO 9000 πιστοποιήσεων, όπου το 55% ανήκουν σε μεταποιητικές μονάδες, το 23% και το 22% στις υπηρεσίες και το εμπόριο αντίστοιχα (Lagodimos et al., 2005). Οι συγκεκριμένοι συγγραφείς μαζί με τους Tsekouras et al. (2002) έδειξαν ότι στην Ελλάδα υπάρχει μια σαφής σχέση μεταξύ των σχετικά μεγαλύτερων επιχειρήσεων 254 259 278 10
και των ISO 14001/ISO 9000 πιστοποιήσεων και τόνισαν ότι η κουλτούρα που δημιουργεί στον οργανισμό η πρότερη πιστοποίηση του συστήματος ποιότητας κατά ISO 9000 αποτελεί σημαντικά πιθανό παράγοντα για την μετέπειτα πιστοποίηση του ΣΠΔ. Επιπλέον, οι Lagodimos et al. (2007) σχολιάζουν την κρατική πολιτική στην Ελλάδα, λέγοντας ότι υπήρξε καθοριστική αιτία στον προσδιορισμό του μεγέθους ενός οργανισμού ως παράγοντα πιστοποίησης. Στοχεύοντας στην ενημέρωση και διάχυση πρακτικών προαγωγής της ποιότητας στην παραγωγή και της περιβαλλοντικής διαχείρισης, η υλοποίηση πιστοποιημένων κατά ISO συστημάτων διαχείρισης επιδοτείται σε μεγάλο ποσοστό από το ελληνικό κράτος. Ωστόσο, αν και οι επιχορηγήσεις αυτές προορίζονταν για ΜΜΕ, και με δεδομένο ότι στην Ελλάδα το 99,5% είναι ΜΜΕ (σύμφωνα με ορισμό που δίνει για αυτές η Ε.Ε.) έχουν επωφεληθεί οι συγκριτικά μεγαλύτερες επιχειρήσεις (που θεωρούνται και περισσότερο αξιόπιστες), με αποτέλεσμα το συσχετισμό της πιστοποίησης ISO με μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις. Μόλις πρόσφατα το συγκεκριμένο πρόβλημα αναγνωρίστηκε και οι πραγματικά μικρές επιχειρήσεις (βάσει σαφών κριτηρίων που ανταποκρίνονται στην ελληνική πραγματικότητα) έχουν πρόσβαση στις κρατικές επιχορηγήσεις. Βάσει στοιχείων του 2008, 462 επιχειρηματικές μονάδες και εγκαταστάσεις από 62 οργανισμούς που λειτουργούν στην Ελλάδα, έχουν λάβει πιστοποίηση βάσει του Κανονισμού EMAS. Αυτό που πρέπει να επισημανθεί ωστόσο είναι ότι το 85% αυτών των πιστοποιήσεων ανήκουν σε μια μόνο εταιρεία (Vodafone Hellas) που το 2003 πιστοποίησε 392 από τις εγκαταστάσεις της, καθιστώντας τη, την πρώτη εταιρεία του κλάδου της στην Ελλάδα και τη δεύτερη παγκοσμίως που λαμβάνει πιστοποίηση EMAS. Το υπόλοιπο 15% των πιστοποιήσεων (70% επιχειρηματικές μονάδες) αντικατοπτρίζει το χαμηλό επίπεδο διείσδυσης του EMAS στον ελληνικό επιχειρηματικό κλάδο. Ενώ το νομοθετικό πλαίσιο για περιβάλλον στο Ηνωμένο Βασίλειο ή τη Γερμανία δείχνει να ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να υιοθετήσουν εθελοντικά πρότυπα, στην Ελλάδα, η περιβαλλοντική νομοθεσία φαίνεται να έχει τα ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Επιπροσθέτως, όπως οι Heinelt and Toller (2001) δηλώνουν, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα συχνά δυσκολεύονται να εκπληρώσουν τις επίσημες νομοθετικές τους υποχρεώσεις και φαίνονται διστακτικές να δημοσιεύσουν περιβαλλοντικές πληροφορίες: Στην Ελλάδα η υποχρέωση δημοσίευσης περιβαλλοντικής δήλωσης για τον κανονισμό EMAS αποτελεί ένα από τους παράγοντες που ωθούν τις επιχειρήσεις να επιλέξουν το ISO 14001 ως πρότυπο περιβαλλοντικής διαχείρισης Η ιδιοτελής επιδίωξη των επιχειρηματικών τους στόχων αντιμετωπίζεται τόσο αρνητικά από την ελληνική κοινωνία που το να ζητάς από τις επιχειρήσεις να δράσουν εθελοντικά για την περιβαλλοντική προστασία δεν θα γινόταν κατανοητό από το ευρύτερο σύνολο. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η δημοσιοποίηση σχετικών εταιρικών πληροφοριών το μόνο που θα έκανε θα ήταν να επιδεινώσει ακόμα περισσότερο την υφιστάμενη δυσπιστία της κοινωνίας (Heinelt and Toller, 2001, p. 381). Οι λόγοι που εξηγούν γιατί στην Ελλάδα οι επιχειρήσεις είναι διστακτικές στη διάθεση πόρων και χρόνου για την αναζήτηση των δυνατοτήτων που μπορεί να τους προσφέρει η δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών ποικίλουν. Υπάρχει απουσία οργανωμένων συστημάτων για τον έλεγχο, τη μέτρηση και την καταγραφή βασικών ζητημάτων αειφόρου (οικονομικής περιβαλλοντικήςκοινωνικής) επίδοσης, λόγω υποεκτίμησης των ενδεχόμενων ωφελειών μιας τέτοιας 11
πρακτικής, που διαφορετικά θα είχαν εντοπιστεί και κινητοποιήσει περισσότερους οργανισμούς να επενδύσουν στην διερεύνηση νέων, καινοτόμων ευκαιριών. Η ελλιπής ενημέρωση στην έννοια της περιβαλλοντικά και κοινωνικά υπεύθυνης (αειφορικής) διαχείρισης (Halkos and Evangelinos, 2002; Evangelinos and Halkos, 2002) ή/και σχετικών win win παραδειγμάτων από άλλες επιχειρήσεις, μάλλον αποτρέπουν την προθυμία ενός οργανισμού να εξερευνήσει τις επιχειρηματικές ευκαιρίες που μπορεί να αναδυθούν από την υιοθέτηση ενός ουσιαστικότερου διαλόγου και διαβούλευσης με τα ενδιαφερόμενα του μέρη. Επιπροσθέτως, η μακρά προϊστορία των νομοθετικών εργαλείων διαταγών και ελέγχου (command and control instruments) στη διαμόρφωση (περιβαλλοντικής) πολιτικής στις Δυτικές χώρες έχει εν μέρει καθιερώσει την αντίληψη ότι ζητήματα σχετικά με το περιβάλλον (αλλά και μη χρηματοοικονομικά εν γένει) συνδέονται πάντοτε με επιπρόσθετο κόστος για την επιχείρηση. Το τελευταίο είναι ίσως ιδιαιτέρως χαρακτηριστικό στην περίπτωση της Ελλάδας με τους Getimis & Giannakourou (2001) να τονίζουν ότι η κανονιστική, γραφειοκρατική και άκαμπτη προσέγγιση στην χάραξη περιβαλλοντικής πολιτικής στην Ελλάδα (που είναι εμφανής και από τη χαμηλή επίγνωση των επιμέρους ομάδων ενδιαφέροντος για τις εθελοντικές επιχειρηματικές δράσεις ΕΚΕ), εξηγεί το χαμηλό βαθμό ανάληψης εθελοντικών πρωτοβουλιών καθώς και το γεγονός ότι η πλειονότητα από τις ελληνικές επιχειρήσεις δεν εφαρμόζει την αρχή της πρόληψης όσο επιχειρήσεις άλλων ευρωπαϊκών κρατών. 12
Κοινωνική ευθύνη, εταιρική διακυβέρνηση και η ελληνική αγορά κεφαλαίου Η ελληνική κεφαλαιαγορά περιήλθε από δραστικές αλλαγές τα τελευταία χρόνια. Η έννοια της εταιρικής διακυβέρνησης (ΕΔ) αναδείχθηκε ως μείζον ζήτημα στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του 1990 με βασικό προσδιοριστικό παράγοντα για την ανάπτυξη αποτελεσματικότερου και με διαφανείς διαδικασίες συστήματος ΕΔ, την πρωτοφανή μεγέθυνση της αγοράς κεφαλαίου στην χώρα κατά την περίοδο 1997 1999. Την (χρηματο)οικονομική άνθηση της περιόδου αυτής ακολούθησε μια σοβαρή πτώση της επίδοσης των εγχώριων χρηματιστηριακών δεικτών κατά την περίοδο 200 2002. Σε μια προσπάθεια αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των επενδυτών η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οργάνωσε αρμόδια υποεπιτροπή για την ΕΔ, που ύστερα από διαβουλεύσεις με τα εμπλεκόμενα μέρη και εμπειρογνώμονες κατάρτισε τον εθελοντικό κώδικα δεοντολογίας με τίτλο: Αρχές εταιρικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα: Συστάσεις για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και του ανταγωνιστικού μετασχηματισμού της. Στα πλαίσια των Αρχών Εταιρικής Διακυβέρνησης του ΟΟΣΑ (1999) οι 44 βασικές συστάσεις της επιτροπής προς τις ελληνικές επιχειρήσεις καλύπτουν ζητήματα αναφορικά με το ρόλο των μετόχων στην εταιρική διακυβέρνηση, την επίτευξη μεγαλύτερης διαφάνειας στις διαδικασίες και το σχεδιασμό καταλλήλων κανόνων επιχειρηματικής ηθικής. Το 2002 το Υπουργείο Οικονομικών κατάρτισε έναν νέο νόμο εταιρικού δικαίου (No.3016/2002) και ενσωμάτωσε ένα μέρος των αρχών του συγκεκριμένου εθελοντικού κώδικα. Μια επιπλέον προσπάθεια για την ανάπτυξη της ΕΔ στην Ελλάδα, γίνεται μέσα από τη σύμπραξη του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) και του Brunel Business School του πανεπιστημίου Brunel στο Ηνωμένο Βασίλειο που ένωσαν τις δυνάμεις τους με την υπογραφή ενός Μνημονίου Συνεργασίας τον Ιανουάριο του 2007, δημιουργώντας το Ελληνικό Παρατηρητήριο Εταιρικής Διακυβέρνησης (ΕΠΕΔ) στην Ελλάδα. Το ΕΠΕΔ, εκδίδει περίπου δύο φορές το χρόνο Επιθεώρηση, προσφέροντας στους αναγνώστες ειδήσεις, εξελίξεις, αποτελέσματα ερευνών και άλλες πληροφορίες σχετικά με το νέο πεδίο μελέτης «Εταιρική Διακυβέρνηση και Διοικητικά Συμβούλια». Παράλληλα με αυτές τις εξελίξεις στην προσπάθεια σχεδιασμού ενός ολοκληρωμένου πλαισίου για την ΕΔ, μια σειρά από ερευνητικές εργασίες αξιολόγησε την επίδοση των ελληνικών επιχειρήσεων στο συγκεκριμένο πεδίο συγκριτικά με τις διεθνείς βέλτιστες πρακτικές. Οι Spanos (2005), Tsipouri και Xanthakis (2004) και Xanthakis et al. (2004), εφάρμοσαν μια μεθοδολογία βαθμολογικής αξιολόγησης της ΕΔ των εισηγμένων στο ΧΑΑ εταιρειών. Μεταξύ των κριτηρίων αξιολόγησης συμπεριλήφθηκαν και ορισμένα σχετικά με την προσέγγιση και τις δεσμεύσεις της υπό εξέταση εταιρείας για την ΕΚΕ. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο βαθμός κάλυψης των συγκεκριμένων κριτηρίων ήταν ιδιαίτερα χαμηλός για τις εισηγμένες στο ΧΑΑ εταιρείες. Ωστόσο, η έρευνα των Xanthakis et al. (2004) παρουσιάζει μια σχετική διαχρονική βελτίωση των δεικτών ΕΔ που σχετίζονται με πρακτικές ΕΚΕ των εισηγμένων (άνοδος από 56.3% στην μελέτη του 2001 σε 63.1% στην αξιολόγηση του 2003). 13
Οι επιχειρήσεις που κατατάχθηκαν στις υψηλότερες θέσεις στη μελέτη των Tsipouri και Xanthakis (2004), πρότειναν να παραληφθούν από την μεθοδολογική προσέγγιση αξιολόγησης τα κριτήρια που σχετίζονται με τις συμβατικές (βάσει του νομοθετικού πλαισίου) υποχρεώσεις για την ΕΔ των εγχώριων εταιρειών, ώστε να εντοπιστούν οι οργανισμοί εκείνοι που πραγματικά εργάζονται για την προαγωγή βέλτιστων μηχανισμών ΕΔ. Η ανάλυση που πραγματοποιήθηκε βάσει αυτών των προτάσεων έδειξε ότι οι μεγάλης κεφαλαιοποίησης εταιρείες είναι αυτές που λειτουργούσαν με στόχο τη βέλτιστη επίδοση στο πεδίο της ΕΔ, με όλα τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται μια τέτοια στρατηγική. Σε αντίθεση, οι περισσότερες μεσαίας και μικρής κεφαλαιοποίησης εισηγμένες εταιρείες έχουν υιοθετήσει μόνο τις βασικές νομικές απαιτήσεις και παρουσιάζουν ελλείψεις στην εφαρμογή αποτελεσματικών μηχανισμών ΕΔ. Το συγκεκριμένο συμπέρασμα επιβεβαιώνεται και από τους Florou και Galarniotis (2007) που εφάρμοσαν μια συγκριτική μελέτη των εισηγμένων στο ΧΑΑ (benchmark) έναντι τριών διακριτών επιπέδων ανάλυσης: (α) βάσει των ελάχιστων απαιτήσεων για την ΕΔ της ελληνικής νομοθεσίας, (β) βάσει των επιπλέον εθελοντικών συστάσεων του κώδικα της επιτροπής για την ΕΔ, και (γ) βάσει διεθνών βέλτιστων πρακτικών όπως αυτές περιγράφονται από αντίστοιχο κώδικα ΕΔ του Ηνωμένου Βασιλείου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ΕΔ στις ελληνικές εταιρείες σχετίζεται με το μέγεθος του οργανισμού. Το 65,5% των 274 από τις 340 εισηγμένες το 2003 στο ΧΑΑ, συμμορφωνόταν με τις ελάχιστες απαιτήσεις της ελληνικής νομοθεσίας. Λαμβάνοντας όμως υπόψη τις εθελοντικές συστάσεις του σχετικού εθνικού κώδικα και τις διεθνείς βέλτιστες πρακτικές τα σχετικά ποσοστά ήταν πολύ χαμηλότερα. Οι ερευνητές αναφέρουν σχετικά με τα αποτελέσματα ότι: Οι ελληνικές εταιρείες προφανώς δεν έχουν πλήρως αντιληφθεί τη σημασία της ΕΔ για την επίδοση του οργανισμού αντιθέτως, μάλλον αντιμετωπίζουν το συγκεκριμένο πεδίο επιχειρησιακής οργάνωσης ως ένα ακόμα αναπόφευκτο, πρόσθετο κόστος (Florou και Galarnotis, 2007, p.992). Στη διερεύνηση της σχέσης που μπορεί να έχει η επίδοση σε θέματα ΕΚΕ ενός οργανισμού στην χρηματοοικονομική επίδοσή του, δυο έρευνες έχουν συμβάλλει σχετικά στον ελληνικό χώρο. Οι Halkos και Sepetis (2007) επιχείρησαν να συνδέσουν την περιβαλλοντική πολιτική και διαχείριση ελληνικών επιχειρήσεων με την μετοχική τους αξία. Για να το πετύχουν, δημιούργησαν ένα πράσινο χαρτοφυλάκιο εταιρειών που είχαν να επιδείξουν χρηστή περιβαλλοντική επίδοση (πιστοποιημένες κατά ISO 14001 ή EMAS). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι επιχειρήσεις που επέλεγαν να συμπεριλάβουν την περιβαλλοντική τους πολιτική στον ετήσιο χρηματοοικονομικό τους απολογισμό ή εθελοντικά δημοσίευαν ετήσιο απολογισμό ΕΚΕ παρουσίαζαν μια σχετική μείωση στη μεταβλητότητα της μετοχής, ιδίως αυτές κλάδων υψηλής περιβαλλοντικής όχλησης. Το μικρό δείγμα της έρευνας όμως δεν επιτρέπει ασφαλή, γενικευμένα συμπεράσματα. Οι Syriopoulos και Merikas (2005) εξέτασαν τη μεταβλητότητα της μετοχής και τις σχετικές επιπτώσεις στην διαχείριση χαρτοφυλακίου από ένα δείγμα εταιρειών, βασικών μελών του ελληνικού Δικτύου ΕΚΕ. Εφαρμόζοντας ανάλυση βάσει 14
εναλλακτικών οικονομετρικών μοντέλων τα αποτελέσματα έδειξαν ότι επενδύοντας σε κοινωνικά υπεύθυνες επιχειρήσεις στο ελληνικό χρηματιστήριο δεν συνεπάγεται απαραίτητα και υψηλότερες αποδόσεις χαρτοφυλακίου χαμηλότερο ρίσκο για τον επενδυτή. Οι ερευνητές συμπεραίνουν ότι εγγενή χαρακτηριστικά της ελληνικής χρηματαγοράς αλλά και κλαδικά χαρακτηριστικά μπορούν επίσης να εξηγήσουν σε μεγάλο βαθμό την μεταβλητότητα της μετοχής κοινωνικά υπεύθυνων επιχειρήσεων. Επιπλέον, τονίζουν την ανάγκη δημιουργίας στην εγχώρια αγορά ενός χρηματιστηριακού δείκτη για κοινωνικά υπεύθυνες επιχειρήσεις που θα προωθήσει την κοινωνικά υπεύθυνη επένδυση στην Ελλάδα και μακροπρόθεσμα θα προσφέρει στην αποδοτικότερη διαχείριση χαρτοφυλακίου. Στο πλαίσιο αυτό, οι Skouloudis et al. (2009) πάντως επισημαίνουν πως η εισαγωγή διεθνώς αναγνωρισμένων δεικτών ΕΚΕ στην Ελλάδα (Accountability Rating και Business in the Community BITC) μπορεί δυνητικά να συμβάλλει θετικά προς αυτή την κατεύθυνση ανάπτυξης των SRIs στην εγχώρια αγορά και την πιο αποτελεσματική διείσδυση της ΕΚΕ στην εγχώρια εταιρική συμπεριφορά. 15
Δημοσίευση πληροφοριών ΕΚΕ στην Ελλάδα Ενώ οι περισσότερες μελέτες για την δημόσια διάθεση πληροφοριών ΕΚΕ (CSR reporting) έχουν επικεντρωθεί στις κορυφαίες (state of the art) στο συγκεκριμένο πεδίο εταιρείες παγκοσμίως, αλλά και σε χώρες που ο επιχειρηματικός κλάδος έχει πραγματοποιήσει σημαντικά σχετικά βήματα, η έρευνα σε χώρες με χαμηλό επίπεδο δραστηριοποίησης στην παροχή πληροφοριών ΕΚΕ όπως η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά. Οι ακόλουθες έρευνες σκιαγραφούν την επίδοση των ελληνικών επιχειρήσεων στο συγκεκριμένο πεδίο εταιρικής υπευθυνότητας. Η μελέτη της KPMG International Survey of Corporate Sustainability Reporting που δημοσιεύτηκε το 2002 αποτελεί και τη μόνη διεθνή εμπειρική μελέτη που συμπεριέλαβε την Ελλάδα στο δείγμα χωρών που αξιολογήθηκαν για τις συγκεκριμένες πρακτικές. Εξετάζοντας τις κορυφαίες 100 εταιρείες (βάσει κύκλου εργασιών) Ν100 η συγκεκριμένη μελέτη επιβεβαίωσε το χαμηλό επίπεδο υιοθέτησης πρακτικών δημόσια διάχυσης πληροφοριών ΕΚΕ στην χώρας μας, καθώς μόλις το 2% των Ν100 δημοσίευσαν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο απολογισμό ΕΚΕ. Ωστόσο, το 28% των εταιρειών είχαν περιλάβει στοιχεία υγείας και ασφάλειας, περιβαλλοντικής διαχείρισης ή ευρύτερης κοινωνικής επίδοσης στους ετήσιους, τακτικούς απολογισμούς τους. Το πρόγραμμα Partners for Financial Stability Program (2005), μια πρωτοβουλία της υπηρεσίας των Η.Π.Α. για θέματα διεθνούς ανάπτυξης (U.S. Agency for International Development), αξιολόγησε τις πληροφορίες ΕΚΕ που διαθέτουν οι δέκα μεγαλύτερες εισηγμένες εταιρείες, βάση κεφαλαιοποίησης, στην Ελλάδα, έντεκα χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης και την Τουρκία. Η ανάλυση, που επικεντρώθηκε στον ετήσιο απολογισμό και την εταιρική ιστοσελίδα και σε θέματα ΕΔ, περιβαλλοντικής πολιτικής και πολιτικής για την ΕΚΕ, έδειξε ότι οι πρακτικές των ελληνικών επιχειρήσεων μπορούσαν να συγκριθούν επάξια με αυτές των άλλων ανατολικοευρωπαϊκών. Επιπλέον, οι εταιρείες της Ελλάδας και της Σλοβενίας παρείχαν περισσότερη πληροφόρηση από αυτές της Τουρκίας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα τα θέματα ΕΚΕ που συχνότερα αναφέρονται από τις ελληνικές εταιρείες αφορούν την εκπαίδευση των εργαζομένων, τις πρόσθετες παροχές που λαμβάνουν αλλά και της χορηγικές δράσεις προς το κοινό όφελος. Ο Φλωρόπουλος (2004) διερεύνησε την εθελοντική διάθεση περιβαλλοντικών πληροφοριών στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις των εισηγμένων στο ΧΑΑ κατά την περίοδο 2000 2004. Από τις 351 εισηγμένες εταιρείες, λιγότερες από δέκα παρείχαν σχετικά στοιχεία. Ο ίδιος επισημαίνει ότι ανάλογες πληροφορίες εντοπίζονται αποσπασματικά στον ετήσιο απολογισμό, αλλά σε καμία περίπτωση στον ισολογισμό ή το ετήσιο δελτίο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην εργασία του, αυτή η απουσία περιβαλλοντικής πληροφορίας ήταν που οδήγησε και την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία να πραγματοποιήσει έρευνα για τις δαπάνες περιβαλλοντικής προστασίας των ελληνικών επιχειρήσεων. Τέλος, οι Spanos και Mylonakis (2006) επικεντρωθήκαν στις πρακτικές πληροφόρησης μέσω της εταιρικής ιστοσελίδας 141 εισηγμένων στο ΧΑΑ εταιρειών, χρησιμοποιώντας ένα σύνθετο δείκτη αξιολόγησης. Η μεθοδολογία που 16
ακολούθησαν συμπεριλάμβανε κριτήρια βασισμένα σε θέματα περιβαλλοντικής φύσεως, εκπαίδευσης εργαζομένων, δωρεών/χορηγικών δράσεων, υγείας και ασφάλειας και ποιότητας παρεχομένων προϊόντων/υπηρεσιών. Οι εταιρείες του δείγματος έλαβαν πολύ χαμηλή βαθμολογία στα επιμέρους ζητήματα πληροφόρησης για την ΕΚΕ. Μόλις το 18,3% αυτών παρείχε υπο ενότητα αφιερωμένη στην ΕΚΕ στην ιστοσελίδα και μόνο το 6,7% διέθετε απολογισμό ΕΚΕ σε ηλεκτρονική μορφή μέσω της εταιρικής ιστοσελίδας. Επίσης, ενώ πολλές επιχειρήσεις παρείχαν γενικές τοποθετήσεις για την προστασία και το σεβασμό του περιβάλλοντος, μόνο το 19,8% διατύπωνε με σαφήνεια την περιβαλλοντική πολιτική του οργανισμού. Τέλος, συγκριτικά μεγαλύτερη αναφορά γινόταν στις εργασιακές πρακτικές (32,5%), υγείας και ασφάλειας και ποιότητας παρεχομένων προϊόντων/υπηρεσιών (34,2%). Τα αποτελέσματα αυτά, είναι ενδεικτικά της τάσης των ελληνικών επιχειρήσεων να παρέχουν ιδίως πληροφορίες για το εργατικό δυναμικό που τις στελεχώνει και σχετικές με τους πελάτες/καταναλωτές. Αν και τα αποτελέσματα έδειξαν μεγάλη διαφοροποίηση στις πρακτικές πληροφόρησης των εταιρειών, επιβεβαίωσαν ότι οι συγκριτικά μεγαλύτεροι οργανισμοί παρέχουν περισσότερα στοιχεία από τους μεσαίου και μικρού μεγέθους εταιρείες, δίνοντας μάλιστα σημαντικότερα υψηλότερη βαρύτητα στην αναφορά στις δωρεές/χορηγίες που προβαίνουν. Ωστόσο, οι Spanos και Mylonakis αναφέρουν ότι πολλές ελληνικές εταιρείες έχουν επικριθεί, επειδή υιοθετούν μια ατζέντα ΕΚΕ με αποκλειστικό σκοπό την προάσπιση των ιδιοτελών τους συμφερόντων, την προαγωγή των πελατειακών και δημοσίων σχέσεών τους, καθώς και για τη διαχείριση της φήμης, παρά για την αντιμετώπιση σύγχρονων περιβαλλοντικών και κοινωνικών προκλήσεων. Στη διερεύνηση των πρακτικών δημοσίευσης απολογισμών/εκθέσεων ΕΚΕ συμβάλλει και το Εργαστήριο Επιχειρησιακής Περιβαλλοντικής Πολιτικής και Διαχείρισης του Τμήματος Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου, που σχεδίασε μια μέθοδο αξιολόγησης βάσει των οδηγιών GRI και από το 2005 αξιολογεί τις εκθέσεις ΕΚΕ που δημοσιεύουν ελληνικοί οργανισμοί, μεθοδολογία που περιγράφεται στην ακόλουθη ενότητα. 17
Βιβλιογραφία Πηγές Albareda L, Lozano JM, Ysa T. Public Policies on Corporate Social Responsibility: The Role of Governments in Europe. Journal of Business Ethics 2007; 74 : 391 407. Corbett CJ, Luca AM, Pan JN. Global perspectives on global standards: A 15 economy survey of ISO 9000 and ISO 14000. ISO Management Systems 2003; (January February): 31 40. Evangelinos, IK and Halkos G. Implementation of Environmental Management Systems Standards: Important Factors in the Corporate Decision Making. Journal of Environmental Assessment Policy and Management 2002; 3(4): 311 328. Floropoulos I. Voluntary disclosure of environmental information in financial statements. Thessaloniki: University of Thessaloniki, Department of Economics; www.cosmoglob.com [accessed 08.10.07]. Florou A, Galarniotis A. Benchmarking Greek Corporate Governance against Different Standards. Corporate Governance: An International Review 2007; 15(5): 979 998. Getimis P, Giannakourou G. The development of environmental policy in Greece. In: Heinelt H, Malek T, Smith R, Toller AE, editors. European Union Environmental Policy and New Forms of Governance. Ashgate, Aldershot, 2001: 289 294. Halkos GE, Evangelinos KI. Determinants of environmental management systems standards implementation: Evidence from Greek industry. Business Strategy and the Environment 2002; 11, 360 375. Halkos G, Sepetis A. Can capital markets respond to environmental policy of firms? Evidence from Greece. Ecological Economics 2007; 63: 578 587. Hofstede G. Cultures and Organizations: Software of the Mind. New York: McGraw Hill; 1991. Hofstede G. Cultures Consequences: Comparing Values, Behaviors, Institutions, and Organizations Across Nations. Thousand Oaks, CA: Sage Publications; 2001. Kolk A. Environmental Reporting by Multinationals from the Triad: Convergence or Divergence? Management International Review 2005; 45(Special Issue 1): 145 167. Kollman K, Prakash A. EMS based environmental regimes as club goods: examining variations in firm level adoption of ISO 14001 and EMAS in UK, USA and Germany. Policy Sciences 2002; 35: 43 67. KPMG/UvA. KPMG International Survey of Corporate Sustainability Reporting 2002. De Meern. KPMG Global Sustainability Services; 2002 Kraisornsuthasinee S, Swierczek F. Interpretations of CSR in Thai Companies. Journal of Corporate Citizenship 2006; 22(Summer): 53 65. Lagodimos AG, Chountalas PT, Chatzi K. The state of ISO 14001 certification in Greece. Journal of Cleaner Production 2007; 15: 1743 1754. Lagodimos AG, Dervitsiotis KN, Kirkagaslis SE. The penetration of ISO 9000 certification in Greek industries. Total Quality Management and Business Excellence 2005; 16(4): 505 527. Lipovatz D, Stenos F, Vaka A. Implementation of ISO 9000 quality systems in Greek enterprises. International Journal of Quality and Reliability Management 1999; 16(6): 534 551. Luken R, Stares R. Small Business Responsibility in Developing Countries: A Threat or an Opportunity? Business Strategy and the Environment 2005; 14: 38 53. 18
Maignan I, Ralston D. Corporate Social Responsibility in Europe and the US: Insights from Businesses Self Presentations. Journal of International Business Studies 2002; 33(3): 497 514. Midttun A, Gautesen K, Gjølberg M. The political economy of CSR in Western Corporate Governance 2006; 6(4): 369 385. Morhardt JE, Baird S, Freeman K. Scoring corporate environmental and sustainability reports using GRI 2000, ISO 14031 and other criteria. Corporate Social Responsibility and Environmental Management 2002; 9: 215 233. Partners for Financial Stability (PFS) Program. Survey of Reporting on Corporate Social Responsibility (CSR) by the Largest Listed Companies in Greece and Turkey. www.pfsprogram.org [accessed 22.10.08]. Skouloudis A, Evangelinos K. Assessing non financial reports according to the Global Reporting Initiative guidelines: Evidence from Greece. Journal of Cleaner Production 2009, online first. Spanos L. Corporate Governance in Greece: developments and policy implications. Corporate Governance: the International Journal of Business in Society 2005; 5(1): 15 30. Spanos L, Mylonakis J. Internet Corporate Reporting in Greece, European Journal of Economics 2006; 7: 131 144. Syriopoulos, T, Merikas A. Corporate Social Responsibility: Risk and Return in Portfolio Management. Milan. European Financial Management Association Meeting; 2005. Tsekouras K, Dimara E, Skuras D. Adoption of a quality assurance scheme and its effect on firm performance: A study of Greek firms implementing ISO 9000. Total quality management 2002; 13(6): 827 841. Tsipouri, L, Xanthakis M. Can Corporate be rated? Ideas based on the Greek experience. Corporate Governance: An International Review 2004; 12(1): 16 28. Vives A. Social and Environmental Responsibility in Small and Medium Enterprises in Latin America. Journal of Corporate Citizenship 2006; 21(Spring): 39 50. Welford R. Corporate Social Responsibility in Europe, North America, and Asia: 2004 Survey Results. Journal of Corporate Citizenship 2004; 17: 33 52. Wotruba TR. Industry self regulation: a review and extension to a global setting. Journal of Public Policy & Marketing 1997; 16(1): 38 5. Xanthakis M, Tsipouri L, Spanos L. The construction of a corporate governance rating system for a small open capital market: Methodology and applications in the Greek market. www.hfaa.gr; [accessed 28.01.09]. 19
Μεθοδολογία Αξιολόγησης Εκθέσεων Εταιρικής Υπευθυνότητας Το Εργαστήριο Επιχειρησιακής Περιβαλλοντικής Πολιτικής και Διαχείρισης του Τμήματος Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου σχεδίασε τη μέθοδο αξιολόγησης εκθέσεων εταιρικής υπευθυνότητας βάσει των Κατευθυντήριων Οδηγιών GRI. Η μέθοδος αξιολόγησης απαρτίζεται από 119 στοιχεία δείκτες των Οδηγιών GRI 2006 (G3) που προτείνονται προς κάλυψη, και ομαδοποιούνται σε 7 επιμέρους βασικές ενότητες οι οποίες αναφέρονται: στο όραμα και τη στρατηγική της επιχείρησης αναφορικά με την αειφόρο ανάπτυξη, στην παρουσίαση του προφίλ της εταιρίας, στην διευκρίνιση βασικών πληροφοριών για τον ίδιο τον απολογισμό σε στοιχεία διακυβέρνησης, δεσμεύσεων του οργανισμού αλλά και διαβούλευσης με τα ενδιαφερόμενα μέρη στην τρισδιάστατη επίδοση οικονομική, περιβαλλοντική, κοινωνική κατά την περίοδο αναφοράς της έκθεσης βάσει ποιοτικών και ποσοτικών δεικτών. Για κάθε ένα από αυτά τα στοιχεία αναπτύχθηκε ένα πρότυπο σύστημα βαθμολόγησης που αξιολογεί το βαθμό συμμόρφωσης έναντι των οδηγιών GRI. Όλα τα στοιχεία δείκτες GRI βαθμολογήθηκαν στην κλίμακα 0 4, όπου 0 βαθμοί δίδονται όταν δεν υπάρχουν σχετικές πληροφορίες σε μια έκθεση και η μέγιστη βαθμολογία (4 βαθμοί) όταν η αναφορά είναι περιεκτική ικανοποιώντας πλήρως τις απαιτήσεις των Oδηγιών GRI. Η μέθοδος βασίζεται στις αρχές της πληρότητας και σαφήνειας της παρεχόμενης πληροφορίας με αποτέλεσμα όλες οι εκθέσεις να αξιολογούνται στο σύνολο του προτύπου GRI. Ακόμα και αν κάποιοι δείκτες φαινομενικά δε σχετίζονται με τον τομέα δραστηριοποίησης μιας εταιρείας θα πρέπει με σαφή τρόπο να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους δεν τους καλύπτει. Βαθμολογία Αιτιολόγηση Παράδειγμα Άμεσες εκπομπές CO 2 0 Καμία αναφορά Δεν παρέχονται σχετικές πληροφορίες 1 Γενικές δηλώσεις Η εταιρία μας παρακολουθεί τις εκπομπές CO 2 2 Σαφής αλλά περιορισμένη αναφορά Το 2006 οι εκπομπές CO 2 από τη λειτουργία του οργανισμού ισοδυναμούσαν με 800 χιλ. τόνους 3 Εκτενής κάλυψη Κατά το 2006 οι κεντρικές υπηρεσίες και εργοστάσιά μας στην Ελλάδα παρήγαγαν 500 χιλ. τόνους CO 2, ενώ οι μονάδες της εταιρίας στο εξωτερικό 300 χιλ. τόνους Το 2006 οι συνολικές εκπομπές CO 2 για την εταιρία ήταν ισοδύναμες με 800 χιλ. τόνους. Οι κεντρικές υπηρεσίες και εργοστάσιά μας στην Ελλάδα παρήγαγαν 500 χιλ. τόνους CO 2, ενώ οι μονάδες της εταιρείας στο εξωτερικό 300 χιλ. τόνους. 4 Πλήρης αναφορά Υπάρχει μια μείωση κατά 4% σε σχέση με τις εκπομπές του προηγούμενου έτους και στοχεύουμε σε περαιτέρω μείωση κατά 25% μέχρι το 2009, σε σύγκριση με τα επίπεδα εκπομπών του 1990 Πίνακας 3: Η δομή του βαθμολογικού συστήματος αξιολόγησης 20