ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ 15 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της ύπαρξης παράλληλων εθνικισμών οι οποίοι μεταλλάσσονταν κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και κάτω από την ομπρέλα διαφόρων ιδεολογιών. Σε διαφορετικές περιόδους και υπό διαφορετικές συνθήκες οι ε- θνικές ιδεολογίες παρεισέφρησαν στο εκπαιδευτικό σύστημα και επιχείρησαν να καλλιεργήσουν και να εμπεδώσουν την εθνική συνείδηση στους μαθητές. Στόχος λοιπόν της παρούσας εργασίας είναι να παρακολουθήσει διαχρονικά τον τρόπο με τον οποίο διάφορες ιδεολογίες και υπό διαφορετικές συγκυρίες χρησιμοποίησαν την εκπαίδευση προκειμένου να σταθεροποιήσουν μια γιουγκοσλαβική ή, αντίθετα, μια εθνική ταυτότητα στους μαθητές. Η διαδικασία ίδρυσης του γιουγκοσλαβικού κράτους ήταν μια μακρόχρονη πορεία. Μέχρι το 1918, οι λαοί που σχημάτισαν το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων ζούσαν σε δύο διαφορετικές αυτοκρατορίες, την Αψβουργική και την Οθωμανική. Ζούσαν, δηλαδή, σε διαφορετικά πολιτικά συστήματα, είχαν διαφορετική ιστορική κληρονομιά και διαφορετικό βαθμό οικονομικής ανάπτυξης. Ανήκαν στην πλειοψηφία τους σε τρία διαφορετικά θρησκευτικά δόγματα, τον Ισλαμισμό, την Ορθοδοξία και τον Ρωμαιοκαθολικισμό και μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες, που είχαν έναν κυμαινόμενο βαθμό ευκολίας (ή δυσκολίας) στην κατανόησή τους βαθμός που εξαρτιόταν από τη γεωγραφική γειτνίαση αλλά και από τον βαθμό μόρφωσης των ομιλητών. Τα εθνικά κινήματα που αναπτύχθηκαν μεταξύ των Νοτίων Σλάβων αντιμετώπισαν μια διττή πρόκληση. Από την μια πλευρά, επιχείρησαν να διαμορφώσουν το στενά εθνικό τους πρόγραμμα για τη δημιουργία εθνικού κράτους. Από την άλλη, όμως, κλήθηκαν να απαντήσουν στις κινήσεις που πρέσβευαν τη δημιουργία ενός ευρύτερου γιουγκοσλαβικού κράτους. Σ αυτή την πορεία της εθνικής ομογενοποίησης η εκπαίδευση διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο για την εμπέδωση της εθνικής ταυτότητας. Καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων των περιοχών αυτών, όπως άλλωστε
16 ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΜΑΥΡΟΓΕΝΗ και η πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού, ήταν αναλφάβητοι, η διείσδυση του σχολικού δικτύου συνέβαλε στην διάδοση των ιδεολογικών στοχεύσεων που οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί μηχανισμοί παρήγαγαν. Έχει παρατηρηθεί, ως γνωστόν, από τον Hobsbawn ότι τα κράτη στη διάρκεια του 19 ου αιώνα χρησιμοποίησαν τον κρατικό μηχανισμό και κυρίως την πρωτοβάθμια εκπαίδευση προκειμένου να διαδώσουν την εικόνα και την κληρονομιά του «έθνους» και να καλλιεργήσουν τη νομιμοφροσύνη και την αφοσίωση των κατοίκων της επικράτειάς τους στο «έθνος». Την ίδια διαδικασία συναντούμε και στις περιοχές που αργότερα δημιούργησαν τη Γιουγκοσλαβία. Υπήρξαν όμως σημαντικές διαφορές από περιοχή σε περιοχή. Η Σερβία και το Μαυροβούνιο, αυτόνομα μέχρι το 1878 και ανεξάρτητα μετά από αυτό το χρονικό σημείο κράτη, είχαν τη δυνατότητα της χάραξης ανεξάρτητης εκπαιδευτικής πολιτικής στο πλαίσιο της εθνικής ομογενοποίησης των υπηκόων τους. Αντίθετα, στις υπόλοιπες περιοχές και κυρίως στις κτήσεις των Αψβούργων η εκπαίδευση δεν έκανε σαφή επιλογή μεταξύ της νομιμοφροσύνης και της πίστης προς το κράτος και το έθνος. 1 Είναι, από την άλλη πλευρά, επίσης γνωστό ότι τα κράτη χρησιμοποίησαν το εκπαιδευτικό σύστημα προκειμένου να διαδώσουν την επίσημη γλώσσα και γραφή του «έθνους». 2 Στην περίπτωση των Νοτίων Σλάβων πολλοί από τους αγώνες που διεξήγαγαν τα εθνικά κινήματα περιστρέφονταν γύρω από γλωσσικά ζητήματα. 3 Το εθνικό κίνημα στη Σλοβενία, καθώς επίσης και το σερβικό κίνημα στην Κροατία και τη Μακεδονία επικεντρώθηκαν στο ζήτημα της γλώσσας. Αντίστοιχες ήταν οι διεργασίες μεταξύ των Κροατών και Σέρβων. Οι δύο λαοί ήδη από το 1850 είχαν επιλύσει το ζήτημα της κωδικοποίησης της επίσημης γλώσσας τους. Από το χρονικό αυτό σημείο και μετέπειτα οι εκπαιδευτικοί μηχανισμοί είχαν τη δυνατότητα να διαδώσουν απερίσπαστα την «εθνική γλώσσα» και να διαμορφώσουν, μέσω του κροατικού και σερβικού σχολικού δικτύου, έναν γλωσσικά ομοιόμορφο χώρο. Η δημιουργία του χώρου αυτού εξασφάλισε και στους 1. E.J. Hobsbawn, Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα, (μετ. Χρυσ. Νάντρις), Αθήνα 1994, σ. 130 κε. 2. Anthony D. Smith, The Ethnic Origins of Nations, Oxford 1994, σ. 133 κε. Για τη χρήση της γλωσσικής ιδιαιτερότητας από τα εθνικιστικά κινήματα, βλ. Παντελής Λέκκας, Η εθνικιστική ιδεολογία, Αθήνα 1996, σ. 163-178. 3. Miroslav Hroch, «Από το εθνικό κίνημα στην εθνική ολοκλήρωση», στο Εθνικό κίνημα και Βαλκάνια, (μετ. Π. Ματάλας, Ν. Ποταμιάνος και Π. Χατζαρούλα) Αθήνα 1996, σ. 45-6.
ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ 17 δύο λαούς, τους Σέρβους και αργότερα τους Κροάτες, ένα επιχείρημα για επεκτατισμό, καθώς το γλωσσικό κριτήριο ήταν σημαντικό για την διαμόρφωση της εθνικής ιδεολογίας. 4 Συνεπώς, η επέκταση του σχολικού δικτύου δεν εξυπηρετούσε μόνο τις νεωτεριστικές ανάγκες της κοινωνίας, αλλά και τη χαρτογράφηση του «εθνικού χώρου». Ο πολιτικός χάρτης της μεσοπολεμικής Γιουγκοσλαβίας δεν σχεδιάστηκε πάνω σε εθνικές γραμμές, ούτε βεβαίως από τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς. Το γιουγκοσλαβικό κράτος οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια των αυτοκρατοριών που κατέρρευσαν και ήταν εξίσου πολυεθνικό. Τη θέση της αυστριακής, ουγγρικής και οθωμανικής γραφειοκρατίας κατέλαβε, κυρίως, η σερβική. Το νεαρό ενωμένο νοτιοσλαβικό βασίλειο, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα εθνικά κινήματα και να πετύχει την εθνική ομογενοποίηση της χώρας, χρησιμοποίησε κι αυτό με τη σειρά του τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς. 5 Λόγω της ύπαρξης διαφοροποιημένων από εθνική άποψη πληθυσμών, έστω και στην πλειοψηφία τους γλωσσικά ομοιογενών, επιχείρησε να αντικαταστήσει όλα τα στοιχεία των εθνικών ιδεολογιών που καλλιεργούνταν μέχρι το 1918 από τα εκπαιδευτικά συστήματα των επιμέρους περιοχών και να προωθήσει μια υπερεθνική ιδεολογία, την ιδεολογία του ολοκληρωτικού και αργότερα του ρεαλιστικού γιουγκοσλαβισμού. Η εναλλακτική αυτή εκδοχή θα μπορούσε ενδεχομένως να αποκτήσει ρίζες, αν εφαρμοζόταν με συνέπεια και σε μεγαλύτερη χρονική διάρκεια. Ωστόσο, η προώθησή της σε περιοχές όπου υπήρχαν αναπτυγμένοι εκπαιδευτικοί μηχανισμοί, όπως στη Σλοβενία και την Κροατία, αλλά και σε άλλες περιοχές οι οποίες είχαν βρεθεί υπό την ισχυρή επιρροή διαφορετικών ε- θνικών ιδεολογιών, προκάλεσε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Δεν θεωρείται αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι η κροατική εθνική συνείδηση ανα- 4. Ivo Banac, The National Question in Yugoslavia: Origins, History, Politics, Ithaca και London 1984, σ. 81 κε. 5. Για τον ρόλο του σχολείου στη διάδοση της εθνικής ιδεολογίας βλ. Έφη Α- βδελά, «Η συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας στο ελληνικό σχολείο: Εμείς και οι Άλλοι», στο Άννα Φραγκουδάκη και Θάλεια Δραγώνα (επιμ.), «Τι είν η πατρίδα μας;». Εθνοκεντρισμός στην εκπαίδευση, Αθήνα 1997, σ. 27-45. Για την ιδεολογική χρήση της ιστορίας βλ. Anthony Smith, The Golden Age and National Renewal, στο Geoffrey Hosking και George Schöpflin (επιμ.), Myths and Nationhood, London 1997, σ. 36-59 και Christina Koulouri, Introduction, στο Christina Koulouri (επιμ.), Teaching the History of Southeastern Europe, Thessaloniki 2001, σ. 15-48.
18 ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΜΑΥΡΟΓΕΝΗ πτύχθηκε κυρίως μετά την ίδρυση της Γιουγκοσλαβίας και εναντίον του νέου βασιλείου, αφού οι Κροάτες θεωρούσαν ότι διέθεταν υψηλότερο πολιτισμικό επίπεδο από εκείνο της Σερβίας. 6 Η νίκη των Κομμουνιστών μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο και η συγκρότηση της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας έδωσε τη δυνατότητα στο κράτος να αποδομήσει τους τοπικούς εθνικισμούς που είχαν αναπτυχθεί το προηγούμενο διάστημα. Οι ιθύνοντές του, όμως, δεν επιχείρησαν να «καταργήσουν» τα έθνη της χώρας, αλλά να τα «υπερβούν» μέσω της Ενότητας και της Αδελφότητας. Η νέα γιουγκοσλαβική ιδεολογία προέβλεπε την αποκέντρωση του κράτους και την μη ύπαρξη κυρίαρχης εθνικής ομάδας στη διοίκησή του. 7 Η ιδιαιτερότητα του «γιουγκοσλαβικού τρόπου οικοδόμησης του σοσιαλισμού», η τοποθέτηση της Γιουγκοσλαβίας μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Κόσμου, οι αναζητήσεις μέσω του Κινήματος των Αδεσμεύτων, προσέδωσαν ένα νέο περιεχόμενο στην «φαντασιακή γιουγκοσλαβική, εν προκειμένω κοινότητα», που σε κάθε περίπτωση κινήθηκε στη λογική του ενός κράτους, πολλών λαών (εθνών). 8 Η προσέγγιση αυτή διεκπεραιώθηκε και από τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς οι οποίοι κλήθηκαν να διαπαιδαγωγήσουν τις νέες γενιές στο πνεύμα του γιουγκοσλαβικού σοσιαλιστικού πατριωτισμού. Ουσιαστικά, αυτή η εναλλακτική εκδοχή του νέου γιουγκοσλαβικού εθνικισμού παρείχε τον συνεκτικό ιστό ο οποίος συνέδεε τις εθνικές ιδεολογίες. Όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια, τα νέα σύμβολα, οι νέες εθνικές επέτειοι, οι νέες συμβολικές χρονολογίες, οι σχολικές εκδρομές συνδέθηκαν τόσο με την αναπαραγωγή των εθνικών ιδεολογιών όσο και με την καλλιέργεια του επίσημου σοσιαλιστικού πατριωτισμού. 6. Mirjana Gross, On the integration of the Croation nation: A case study in nation building, East European Quarterly, 15/2 (Ιούνιος 1981), 224. 7. Dejan Jović, Yugoslavism and Yugoslav Communism, στο Dejan Dokić (επιμ.), Yugoslavism, Histories of a Failed Idea, 1918-1992, London 2003, σ. 157-181 και Dennison Rusinow, The Yugoslav People, στο Peter F. Sugar (επιμ.), Eastern European Nationalism in the 20 th century, Washington 1995, σ. 378-400. 8. Michel Walzer, Pluralism: A Political Perspective, στο Will Kymlicka (επιμ.), The Rights of Minority Cultures, Oxford 1995, σ. 139-145. Ο όρος «φαντασιακή κοινότητα» προέρχεται, ως γνωστόν, από τη μελέτη του Μπένεντικτ Άντερσον, Φαντασιακές κοινότητες. Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού, (μετ. Ποθητή Χαντζαρούλα) Αθήνα 1997, σ. 24-28.
ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ 19 Η διάλυση της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας έκανε εκ νέου επίκαιρη τη διαδικασία της συγκρότησης του έθνους κράτους. Η προηγούμενη ε- μπειρία της ανεξάρτητης κρατικής υπόστασης έκανε τη διαδικασία αυτή ευκολότερη στους πληθυσμούς της Γιουγκοσλαβίας, που δεν επιθυμούσαν να ζήσουν πλέον στο ίδιο κράτος. Η περίοδος της κοινής συμβίωσης των λαών στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβίας θεωρήθηκε ως παρένθεση και έφερε στο προσκήνιο τις «ημιτελείς υποθέσεις» του 1918. Όπως επεσήμανε ο Hroch, έπειτα από την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος και του κεντρικού σχεδιασμού, οι οικείοι δεσμοί θρυμματίστηκαν, αφήνοντας μια γενική ανησυχία και ανασφάλεια στην οποία η εθνική ιδέα αναλαμβάνει τον ρόλο της συλλογικής ενοποίησης. Σε συνθήκες έντονης πίεσης, οι άνθρωποι τείνουν να υπερεκτιμούν την προστασία που παρέχει η εθνική τους ομάδα. 9 Η καλλιέργεια αυτών των νέων εθνικών ταυτοτήτων από τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς του κάθε διαδόχου κράτους της Γιουγκοσλαβίας βρίσκεται στο επίκεντρο της παρούσας μελέτης. Στην πραγμάτευση του θέματος υπήρξαν διάφορα εμπόδια. Το πρώτο αφορούσε την περιγραφή των γεγονότων που οδήγησαν στην ενοποίηση ή τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και της πολιτικής ιστορίας των διαδόχων κρατών της. Στόχος δεν ήταν γραφεί η πολιτική ιστορία των πρώην γιουγκοσλαβικών χωρών, αλλά να περιγραφεί σε αδρές γραμμές η πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στα κράτη αυτά. Κρίθηκε, λοιπόν, σκόπιμο να δοθούν περιορισμένα στοιχεία που διευκολύνουν τον αναγνώστη να αποκτήσει μια γενικότερη άποψη για το πολιτικό προφίλ των ατόμων που προωθούσαν τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και την πολιτική συγκυρία που οδήγησε στην ανάληψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών. Οι χώρες που προέκυψαν από τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας είναι σήμερα επτά, η Σλοβενία, η Κροατία, η Σερβία, το Μαυροβούνιο, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η ΠΓΔΜ και το Κόσσοβο. Στην παρούσα εργασία δεν θα υπάρξουν αναφορές στο εκπαιδευτικό σύστημα του Κοσόβου, δεδομένου ότι το θέμα πραγμάτευσης είναι ο ρόλος της εκπαίδευσης στη σύγκλιση και την απόκλιση των Νοτίων Σλάβων κι όχι των Αλβανών. 9. Hroch, ό.π., σ. 42.
20 ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΜΑΥΡΟΓΕΝΗ Το τρίτο ζήτημα σχετίζεται με διάφορους όρους και τη σημασιολογική τους απόδοση. Η χρησιμοποίηση των όρων «Μακεδόνων» και των παραγώγων της, ή του όρου «Βόσνιος», «Βόσνιος Μουσουλμάνος» και «Βοσνιάκος» προκάλεσαν τον μεγαλύτερο προβληματισμό. Τελικά επιλέξαμε τον όρο Σλαβομακεδόνας και τα παράγωγά του προκειμένου να περιγράψουμε την εθνοτική σημασία του όρου όπως την αντιλαμβάνονται σήμερα στην ΠΓΔΜ. Ο όρος Μακεδονία χρησιμοποιείται για τον ευρύτερο μακεδονικό τουρκοκρατούμενο χώρο. Για τις υπόλοιπες περιόδους χρησιμοποιείται η επίσημη ονομασία που είχε η περιοχή σε διάφορες χρονικές περιόδους, δηλαδή ο όρος Παλαιά Σερβία για τη μεσοπολεμική περίοδο, ο όρος Σοσιαλιστική Δημοκρατία Μακεδονίας (ΣΔΜ) για τη μεταπολεμική περίοδο (παρότι η επίσημη ονομασία της από το 1945 έως το 1963 ήταν Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας-ΛΔΜ) και ο όρος ΠΓΔΜ μετά το 1991. Σε ό,τι αφορά τη Βοσνία, ο όρος βοσνιακός υποδηλώνει τα υποκείμενα που δρουν στο πλαίσιο του κράτους, χωρίς εθνοτικούς προσδιορισμούς. Π.χ. η αναφορά στα βοσνιακά σχολεία περιλαμβάνει το σύνολο των σχολείων που λειτουργούν στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Η εθνοτική ταυτότητα μερίδας του πληθυσμού της χώρας ορίζεται με τον όρο Βοσνιάκος, όπως άλλωστε αυτοπροσδιορίζονται σήμερα οι κάτοικοι της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης που είναι γνωστοί και ως «Βόσνιοι Μουσουλμάνοι» ή απλώς «Μουσουλμάνοι της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης». Για λόγους αντιστοιχίας και χωρίς να υποκρύπτεται κάποια άλλη σκοπιμότητα επιλέξαμε τον όρο βοσνιακική για τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι Βοσνιάκοι, αντί του όρου βοσνιακή που χρησιμοποιούν οι ίδιοι προκειμένου να διαχωρίσουν τη συγκεκριμένη γλωσσική εκδοχή από τον σερβοκροατικό κορμό. Τέλος, ο όρος Μαυροβούνιο και τα παράγωγά του χρησιμοποιούνται ως γεωγραφικοί, εκτός από την περίπτωση που γίνονται αναφορές σε εθνογενετικές θεωρίες. Η επιλογή της παρουσίασης των μεταρρυθμίσεων πρώτα στη Σλοβενία και τελευταία στην ΠΓΔΜ, με ενδιάμεσους σταθμούς την Κροατία, τη Σερβία, το Μαυροβούνιο και την Βοσνία-Ερζεγοβίνη έγινε για καθαρά μεθοδολογικούς λόγους. Απλώς επιλέχθηκε να παρουσιασθεί η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στη Σλοβενία, καθώς το συγκεκριμένο μοντέλο στάθηκε πρότυπο για τις υπόλοιπες δημοκρατίες. Η προγενέστερη παρουσίαση των μεταρρυθμίσεων στην Κροατία, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο διευκόλυνε την κατανόηση των αντίστοιχων κινήσεων στην Βοσνία Ερζεγοβίνη. Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην ΠΓΔΜ κατέλαβαν δικαιωματικά την τελευταία θέση, καθώς επηρεάστηκαν από τις εξελίξεις που σημειώθηκαν
ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ 21 στο Κόσοβο και την εθνοτική κρίση που έπληξε την χώρα το 2001 και η οποία είχε αποτελέσει το προτελευταίο μεγάλο επεισόδιο της γιουγκοσλαβικής κρίσης, με τελευταίο αυτό του Κοσσόβου. Θα πρέπει, τέλος, να επισημανθεί ότι τα ονόματα των πολιτικών και των πόλεων, καθώς και οι τίτλοι των έργων δίδονται στη λατινική γραφή, πλην του ονόματος του Τίτο, το οποίο έχει ήδη δημιουργήσει παράγωγα στην ελληνική γλώσσα, καθώς και των πρωτευουσών πόλεων των πρώην γιουγκοσλαβικών δημοκρατιών.