ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22 ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΡΥΝΣΗΣ ΤΗΣ Ε.Ε. *1 I ΚΑΤΑΡΧΗΝ ΔΥΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Η πρώτη αφορά τα πολιτικά κριτήρια της διεύρυνσης και η δεύτερη τον ειδικό ρόλο δύο μεγάλων χωρών, της Γαλλίας και της Γερμανίας, στη διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, συνεπώς και της διεύρυνσης. Η ιστορία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ουσιαστικά μια ιστορία πολιτικών αποφάσεων για το μέλλον της Ευρώπης. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα με τη νέα διεύρυνση των 10 ή 12 νέων κρατών. Τα πολιτικά κριτήρια υπερίσχυσαν των οικονομικών στη λήψη των αποφάσεων για την ένταξη των νέων μελών. Σε αυτά τα πλαίσια άλλαξαν ο τρόπος υπολογισμού του μέσου ΑΕΠ της Ένωσης, ο τρόπος μέτρησης της προόδου που επιτυγχάνεται στις νέες χώρες κ.λπ. Εάν π.χ. ως βάση υπολογισμού του μέσου ΑΕΠ της Ένωσης παρέμεναν τα 15 Κράτη Μέλη, τότε ορισμένες υπό ένταξη χώρες, όπως η Βουλγαρία ή η Ρουμανία, θα χρειάζονταν 30-32 χρόνια για να προσεγγίσουν το 75% του μέσου κοινοτικού όρου, όπως απαιτείται. Με εξαίρεση την Κύπρο, που έχει επιδείξει εξαιρετικά αποτελέσματα, η διεύρυνση θα αναβαλλόταν για τις περισσότερες χώρες. Με τον υπολογισμό όμως του μέσου κοινοτικού ΑΕΠ στη βάση των 25 ή 27 χωρών και τη μείωσή του, η διεύρυνση γίνεται και «οικονομικά» δυνατή στο άμεσο μέλλον. Για μια ακόμη φορά, η πολιτική υπερίσχυσε της οικονομίας. * 1Επεξεργασμένο και διευρυμένο κείμενο Εισήγησης που παρουσιάστηκε στην Ημερίδα του ΙΣΤΑΜΕ-Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ Οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της διεύρυνσης της Ε.Ε., Πειραιάς, 23 Μαΐου 2002.
554 ΘΕOΔΩΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με το ρόλο της Γερμανίας και της Γαλλίας και με τον τρόπο λήψης των αποφάσεων στα πλαίσια της Ε.Ε. Η Γερμανία, ενδιαφερόμενη κυρίως για οικονομικά οφέλη στο παιχνίδι του παγκόσμιου ανταγωνισμού, αποδεικνύεται ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της ένταξης των νέων χωρών, συνεπώς και διεύρυνσης του οικονομικού της χώρου. Από την άλλη, η Γαλλία, φοβούμενη τις κοινωνικές επιπτώσεις, παρουσιάζεται ως υποστηρικτής του κοινοτικού κοινωνικού κεκτημένου, των κοινωνικών θεσμών και της μεταφύτευσής τους στις υπό διεύρυνση χώρες. Αυτά τα ειδικά ενδιαφέροντα των δύο χωρών ήταν πάντα παρόντα από τη δεκαετία του 50 και σφράγιζαν αποφασιστικά τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης. ΙI ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ, κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες της ένταξης για την Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ένταξη των νέων χωρών θα αυξήσει το οικονομικό και κοινωνικό δυναμικό της Ένωσης. Αυτή καθαυτή η διαδικασία συνεπώς είναι μια πρόοδος. Πρόκειται για μια νέα, μεγάλη οικονομική αγορά 500 εκατομμυρίων ατόμων, τη δεύτερη στον κόσμο. Η διεύρυνση σημαίνει αύξηση του ευρωπαϊκού πληθυσμού κατά 45%. Βέβαια το συνολικό ΑΕΠ δεν πρόκειται να αυξηθεί πάνω από 7% λόγω της γνωστής οικονομικής καθυστέρησης αυτών των χωρών. Παράλληλα, όμως, οι υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης που σημειώνονται στις νέες χώρες θα τραβήξουν προς τα μπρος και τους μέσους ρυθμούς ανάπτυξης της Ένωσης. Τέλος, η διεύρυνση θα συμβάλει στην ανανέωση των γηρασκουσών ευρωπαϊκών κοινωνιών μέσα από τους καλύτερους δημογραφικούς δείκτες και δείκτες γονιμότητας που έχουν οι χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Η νέα, διευρυμένη Ευρώπη θα έχει ασφαλώς μεγαλύτερα βάρη στην παγκόσμια οικονομία και πολιτική. Πολλοί αναφέρονται ήδη σε μια Ευρώπη που το 2004 θα έχει ολοκληρώσει τη διεύρυνσή της, το 2007 θα έχει ένα Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και το 2012 οι Βρυξέλλες θα μπορούν να γίνουν η έδρα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Διότι με την ένωση των με-
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 555 τοχικών μεριδίων των ευρωπαϊκών χωρών, η Ε.Ε. γίνεται η μεγαλύτερη χώρα και, όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με το καταστατικό του, η έδρα του Ταμείου βρίσκεται πάντα στο μεγαλύτερο κράτος. Ομοίως θα αυξηθεί το ειδικό βάρος της διευρυμένης Ε.Ε. στον ΟΗΕ και τους άλλους διεθνείς οργανισμούς. ΙΙI ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΜΕΣΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ όφελος και κόστος των ξεχωριστών χωρών-μελών της Ε.Ε. των 15 από τη διεύρυνση, δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία ή έρευνες που να επιτρέπουν συνολικά συμπεράσματα. Μελέτες για τις οικονομικές επιπτώσεις της διεύρυνσης σε Γερμανία, Αυστρία, Δανία, Ιταλία απέδειξαν ότι οι οικονομία τους θα ωφεληθούν σημαντικά. Για τη Γερμανία προβλέπεται ότι όταν η ένταξη των νέων χωρών λειτουργήσει πλήρως, θα υπάρξει μια επιπλέον αύξηση του ΑΕΠ της τάξεως του 0,4% το χρόνο. Το αγροτικό εισόδημα αναμένεται να μειωθεί κατά 3% στη Γερμανία, λόγω του αγροτικού χαρακτήρα της πλειοψηφίας των νέων χωρών. Αντίθετα, η χημεία και οι κλάδοι εντάσεως εργασίας, όπως το ένδυμα, η κλωστοϋφαντουργία κ.λπ., ανήκουν σαφώς στους κερδισμένους της διεύρυνσης. Αύξηση αναμένεται και στα ημερομίσθια και μάλιστα ειδικευμένου και ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού. Η μεθοδολογική ψαλίδα των τελευταίων αναμένεται να συγκλίνει περισσότερο. Αυτές οι επιδράσεις στην οικονομία αναμένεται να οδηγήσουν σε ένα εξαγωγικό «μπουμ». Η Γερμανία προσδοκά από τη διεύρυνση μια άνοδο των εξαγωγών της έως 50%. Αυτή η πρόσθετη οικονομική δραστηριότητα θα συμβάλει στην επέκταση της φορολογικής βάσης και στην αύξηση των φορολογικών εσόδων. Με αυτό τον τρόπο, θα μπορέσουν να καλυφθούν και οι ανάγκες για τη χρηματοδότηση της διεύρυνσης. Οι παραπάνω διαπιστώσεις των ερευνητικών ινστιτούτων της Γερμανίας φωτίζουν και εξηγούν με σαφήνεια τη στρατηγική της σε σχέση με τη διεύρυνση της Ε.Ε. Τα οφέλη για τη χώρα είναι μεγάλα. Το ίδιο και για τις γερμανικές επιχειρήσεις. Έτσι εξηγείται πρωτίστως και ο ενθουσιασμός των Γερμανών για την προώθηση της Ε.Ε. των 25. Παρόλα αυτά, στο ζήτημα της χρηματοδότησης και των πόρων της διεύρυνσης η
556 ΘΕOΔΩΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Γερμανία τάχθηκε υπέρ μιας αναδιάρθρωσης και ενός αναπροσανατολισμού του υφιστάμενου χρηματοδοτικού πλαισίου και όχι υπέρ μιας ουσιαστικής αύξησής του. Το ισχύον όριο του κοινοτικού προϋπολογισμού, που φθάνει στο 1,27% του ΑΕΠ των χωρών-μελών, πρέπει να παραμείνει σταθερό. Αντίθετα, πρέπει να μεταρρυθμιστούν οι διαρθρωτικές πολιτικές και η ΚΑΠ, με σκοπό να ενισχυθούν οικονομικά οι νέες χώρες. Οι προτεινόμενες από τη Γερμανία και όχι μόνο αλλαγές του υφιστάμενου χρηματοδοτικού πλαισίου είναι πολλές. Προτείνεται π.χ. η μείωση των επιδοτήσεων στις χώρες που έχουν περιφέρει με μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ υψηλότερο του μέσου κοινοτικού όρου. Ο συντηρητικός Στόιμπερ έφθασε να προτείνει πρόσφατα την κατάργηση των διαρθρωτικών ταμείων και της ΚΑΠ και την αντικατάστασή τους με ένα Ταμείο Αλληλεγγύης διά του οποίου οι χώρες της Ε.Ε., νέες και παλαιές, θα λαμβάνουν ένα ορισμένο ποσό, που θα διαθέτουν ελεύθερα στις περιφέρειες που θα επιλέγουν. Παρόλα επομένως τα πλεονεκτήματα της διεύρυνσης για τη γερμανική οικονομία, η στρατηγική της στο θέμα της χρηματοδότησης είναι αμυντική και συντηρητική, καθώς δεν συμβάλλει στη σύγκλιση ανεπτυγμένων και λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών. «Χαμένη» από τη διεύρυνση βγαίνει η Ισπανία. Έτσι εξηγείται και η ισχυρή αντίστασή της. Σύμφωνα με ορισμένα σενάρια των μελετών που προαναφέρθηκαν, η Ισπανία από καθαρός λήπτης ευρωπαϊκών πόρων που ήταν έως σήμερα μετατρέπεται σε εισφέρουσα χώρα. Με τον αναπροσανατολισμό των χρηματοδοτήσεων, η Ισπανία θα πληρώνει έως και 13 ευρώ κατά κεφαλή. Έτσι, Γερμανία, Ισπανία και άλλες χώρες δέχονται τις χρηματοδοτικές επιπτώσεις της διεύρυνσης, χωρίς να απολαμβάνουν όλες και στον ίδιο βαθμό τις συνέπειες της αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας. Για την Ελλάδα, οι ίδιες μελέτες των γερμανικών ινστιτούτων έδειξαν ότι εάν δεν γίνει η διεύρυνση και με την προγραμματισμένη περικοπή των χρηματοδοτήσεων, θα έχανε έως και το 1/3 από αυτά που παίρνει σήμερα. Με τη διεύρυνση θα υπάρχει μια μείωση των κοινοτικών πόρων σε σύγκριση με αυτά που παίρνει σήμερα, αλλά δεν θα χάσει τελείως.
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 557 Συνολικά το ζήτημα της διεύρυνσης αντιμετωπίζεται από τις ξεχωριστές χώρες της Ε.Ε. των 15 περισσότερο ως θέμα χρηματοδότησης και μεταφοράς κοινοτικών πόρων από τον κοινοτικό προϋπολογισμό και λιγότερο ως θέμα οικονομίας, ανάπτυξης και απόκτησης πρόσθετων οικονομικών πλεονεκτημάτων. Αυτά θεωρούνται αυτονόητα και είναι κέρδος των περισσότερων χωρών-μελών της Ε.Ε. από τη διεύρυνση. I V ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ επιπτώσεις. Ο μεγάλος φόβος των Ευρωπαίων σε αυτόν τον τομέα είναι το περίφημο κοινωνικό ντάμπιγκ, το οποίο αποτέλεσε ένα συνοδευτικό φαινόμενο όλων των φάσεων διεύρυνσης, οι οποίες έχουν γίνει κατά το παρελθόν. Θεωρούμε λίγο υπερβολικούς αυτούς τους φόβους. Εκφράστηκαν ήδη από τη Γαλλία από τη δεκαετία του 50, όταν πρωτοσυγκροτήθηκε η ΕΟΚ, αποδείχθηκαν όμως αληθινοί. Το ίδιο συνέβη και με την περίπτωση της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας κατά τη δεκαετία του 80. Ο φόβος του κοινωνικού ντάμπιγκ κυρίως προβάλλεται από τα συνδικάτα. Και οι ελληνικές συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν αποτελούν εξαίρεση. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν αυτοί οι φόβοι είναι βάσιμοι. Τέσσερα στοιχεία φαίνεται ότι δεν επιβεβαιώνουν την προοπτική ενός κοινωνικού ντάμπιγκ μεγάλης κλίμακας. Πρώτον, το ΑΕΠ των υπό ένταξη χωρών, όπως αναφέρεται προηγουμένως είναι μικρό, μόλις 7% του συνόλου της Ε.Ε. Ενώ στην περίπτωση των Ελλάδας, Ισπανίας, Πορτογαλίας το προστιθέμενο ΑΕΠ έφθανε το 15%. Κατά δεύτερο λόγο, αυτές οι χώρες διαθέτουν ήδη μια ισχυρή κοινωνική προστασία από το παρελθόν, έτσι ώστε η ελαχιστοποίηση των δαπανών κοινωνικής προστασίας να μην είναι δυνατή. Τρίτον, οι χαμηλοί μισθοί και το κόστος εργασίας δεν είναι το μοναδικό κίνητρο για επενδύσεις. Και άλλες προϋποθέσεις, όπως οι υποδομές, το διαθέσιμο εισόδημα, η χρηματοδότηση και το κόστος του χρήματος κ.λπ., παίζουν εξίσου σπουδαίο ρόλο στην απόφαση μιας επιχείρησης να επενδύσει. Και αυτές οι προϋποθέσεις δεν υπάρχουν σε ικανοποιητικό βαθμό στις χώρες της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης. Τέταρτον, τελικά οι επενδύσεις της Ευρώπης των 15 σε αυτές τις νέες χώρες σε
558 ΘΕOΔΩΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ όλη αυτήν τη δεκαετία που αναφερόμαστε, δηλαδή τη δεκαετία του φιλελευθερισμού, οπότε πραγματικά εισέρρευσαν πολλά κεφάλαια στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, δεν υπερέβησαν ποτέ το 5% των ξένων άμεσων επενδύσεων συνολικά της Ευρώπης των 15. Αυτό σημαίνει ότι δεν εκδηλώθηκε κάποιο μαζικό κοινωνικό ντάμπιγκ, όπως φοβούνταν πολλοί. Ωστόσο, το σημαντικότερο μέσον για την αποτροπή του κοινωνικού ντάμπιγκ αποτελεί για την Ευρώπη η μεταφύτευση και αποδοχή του κοινωνικού κοινοτικού κεκτημένου από τις νέες χώρες. Πρόκειται ουσιαστικά για την εξαγωγή του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου. Το ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο βεβαίως εκφράζει αξίες, κοινωνικές αξίες, υψηλές κοινωνικές αξίες, οι οποίες έχουν ιστορικά διαμορφωθεί στην Ευρώπη. Η διάδοση και επέκταση αυτών των κοινωνικών θεσμών αποτελεί πρόοδο. Όμως, ταυτόχρονα, υποκρύπτει και ένα είδος προστατευτισμού για τις οικονομίες των χωρών της σημερινής Ευρώπης έναντι του ανταγωνισμού από τις νέες χώρες. Διότι τα ισχυρά κοινωνικά δικαιώματα και ο υψηλός βαθμός κοινωνικής προστασίας πρέπει να χρηματοδοτούνται και έχουν ένα υψηλό οικονομικό κόστος. Αυτό επιβαρύνει την ανταγωνιστικότητα των νέων χωρών και ανακουφίζει τις σημερινές χώρες-μέλη από την ανάγκη να εισέλθουν σε μια πορεία ανταγωνιστικής μείωσης του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους εργασίας. Βέβαια, η υιοθέτηση του κοινωνικού κεκτημένου δεν είναι ο μοναδικός λόγος διασκέδασης των φόβων για κοινωνικό ντάμπιγκ. Εσωτερικοί λόγοι παίζουν ακόμη πιο σοβαρό ρόλο από ό,τι γενικώς νομίζεται και αυτοί συνδέονται με το πρόσφατο παρελθόν. Γιατί αυτές οι χώρες δεν ήταν βεβαίως οικονομίες της αγοράς κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, ωστόσο είχαν οικοδομήσει ένα κοινωνικό κράτος και κοινωνικά δικαιώματα διαφορετικά από αυτά της Δ. Ευρώπης. Για παράδειγμα, πολλά από αυτά ήταν ενσωματωμένα στις ίδιες επιχειρήσεις (κοινωνικά επιδόματα, οικογενειακά επιδόματα), που ανέβαζαν το κόστος και μείωναν την ανταγωνιστικότητα των συγκεκριμένων επιχειρήσεων. Αυτό σήμερα βέβαια δεν υπάρχει. Ωστόσο, η συνείδηση της ισχυρής κοινωνικής προστασίας και των κοινωνικών δικαιωμάτων παραμένει ισχυρή και εμποδίζει την πλήρη
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 559 υποταγή του κοινωνικού τομέα στον οικονομικό. Αυτή η πραγματικότητα επιδρά αρνητικά και σε στρατηγικές κοινωνικού ντάμπιγκ και προστατευτικά για χώρες-μέλη της Ε.Ε. Γίνεται μια προσπάθεια για την αντιμετώπιση αυτού του φόβου με την υιοθέτηση του κοινοτικού κεκτημένου στον κοινωνικό τομέα. Ποιο είναι αυτό; Πρώτον, η κοινωνική νομοθεσία, δηλαδή οι Οδηγία και οι Κανονισμοί που ρυθμίζουν κοινωνικά θέματα σε διευρωπαϊκό επίπεδο. Ο ατελής και μη ικανοποιητικός βαθμός ανάπτυξης αυτής της νομοθεσίας είναι γνωστός και δεν θα επεκταθούμε εδώ. Δεύτερον, η υιοθέτηση των βασικών κειμένων διακηρυκτικού χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εννοούμε το Χάρτη των Βασικών Δικαιωμάτων της Νίκαιας, το Χάρτη των Δικαιωμάτων των Εργαζομένων του 89, τις Συστάσεις για κοινωνική ασφάλιση και κοινωνική προστασία, την κοινωνική ατζέντα της Νίκαιας κ.λπ. Και τρίτον, εκτός από τη νομοθεσία και τις θεσμικές ρυθμίσεις, άλλες μορφές κοινωνικής πολιτικής, κοινωνικής παρέμβασης ήπιου χαρακτήρα, όπως είναι ο κοινωνικός διάλογος, ο ρόλος των συνδικάτων, ο Ανοικτός Συντονισμός κ.λπ. Ο κοινωνικός διάλογος είναι μια προσπάθεια των συνδικάτων και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο Delors επένδυσε πολύ σε αυτόν, αλλά δεν απέδωσε. Αντίθετη σε αυτή τη γραμμή εξαγωγής του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου ήταν και είναι η Ομοσπονδία Ευρωπαίων Επιχειρηματιών, η οποία δεν έβλεπε ποτέ με καλό μάτι την υιοθέτηση του κοινωνικού κεκτημένου από τις υπό ένταξη χώρες. Οι επιχειρηματίες προτιμούσαν, όπως είναι γνωστό, τη διεύρυνση με μια βελτίωση της συνολικής ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας χωρίς προστατευτικές κοινωνικές «παρεμβολές», που αυξάνουν το κόστος των προϊόντων. Δηλαδή καθηλώνοντας τους μισθούς χαμηλά και επιτρέποντας σε ένα βαθμό το ντάμπιγκ. Μια στρατηγική δηλαδή που ενυπάρχει στην ιδεολογία και την πρακτική του νεοφιλελευθερισμού. Οι επιστημονικές έρευνες επιβεβαιώνουν τελικά το αβάσιμο των φόβων για κοινωνικό ντάμπιγκ. Καταλήγουν ότι η ένταξη δεν θέτει σε κίνδυνο ούτε το επίπεδο των μισθών, όπως αναφέραμε προηγουμένως, ούτε τις θέσεις απασχόλησης στην
560 ΘΕOΔΩΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντίθετα, υποστηρίζεται ότι με αφορμή την αύξηση των εξαγωγών, όπως δείχθηκε προηγουμένως, θα έχουμε μια αύξηση των θέσεων εργασίας. Επιπρόσθετα, ας θυμίσουμε ότι το εμπόριο της Ευρώπης των 15 με τις υπόλοιπες 10 υπό ένταξη χώρες είναι πλεονασματικό κατά 15 δισ. ευρώ. Και μακροπρόθεσμα αυτή η επίδοση θα αυξάνεται. Τελικά, τα κοινωνικά προβλήματα της διεύρυνσης αναμένεται να εκδηλωθούν σε δύο πεδία. Το πρώτο και το σημαντικότερο αφορά τους αγρότες. Και ειδικά όχι με τη μορφή μείωσης των άμεσων εισροών, των κατά κεφαλήν εισροών, των κοινοτικών πόρων για τους αγρότες της υφιστάμενης Ευρώπης, αλλά πλέον με τη μορφή των μειωμένων αγροτικών επιδοτήσεων κατά προϊόν κυρίως και σε ατομικό επίπεδο. Δεύτερος κύκλος κοινωνικών προβλημάτων θα προκύψει από τις εντεινόμενες κοινωνικές ανισότητες σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Σε εθνικό επίπεδο, με την ένταξη των νέων μελών η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός θα αυξηθούν στην Ένωση λόγω της ιδιάζουσας κατάστασης αυτών των χωρών. Αθροιζόμενο και διαιρούμενο διά του 25 (αντί του 15 που ήταν προηγουμένως) το νέο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ε.Ε. μειώνεται κατά 18%. Επίσης, προκύπτει μια αύξηση των περιφερειακών ανισοτήτων. Ο λόγος των πλουσιοτέρων 10 προς τις φτωχότερες 10 περιφέρειες αυξάνεται από το 2,6 στο 5,8. Το συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι υπάρχει έντονη ανάγκη αύξησης των κοινοτικών πόρων στο μέλλον προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι περιφερειακές και κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες δημιουργούνται στην πορεία προς την Ευρώπη των 25 χωρών. V ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ, ΕΑΝ ΚΑΝΕΙΣ ΜΕΤΡΗΣΕΙ, σε επίπεδο εθνικών οικονομιών ή συνολικής οικονομίας, τα οφέλη, φαίνεται να υπερτερούν σε σχέση με το κόστος της διεύρυνσης. Αυτό τουλάχιστον απέδειξαν οι προαναφερθείσες μελέτες. Επομένως, από καθαρά οικονομικούς λόγους η πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών θα πρέπει να είναι θετική στην ένταξη. Προϋπόθεση
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 561 βεβαίως η διατήρηση και ανάπτυξη του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου και η γρήγορη μεταφύτευσή του στις χώρες της ένταξης. Εξαίρεση βεβαίως πρέπει να αποτελούν οι αγρότες και αυτό φαίνεται από τις καθημερινές διαμαρτυρίες. Παρόλα αυτά, παρατηρείται ένα φαινόμενο και πρέπει να υπολογιστεί ότι υπέρ της ένταξης νέων χωρών, σύμφωνα με μια έρευνα του Ευρωβαρομέτρου, τάσσεται μόνο το 1/3 των Ευρωπαίων πολιτών. Η μεγάλη πλειοψηφία των Ευρωπαίων δεν θέλει την ένταξη. Πώς συμβαίνει αυτό; Μάλλον οφείλεται σε πολιτικούς και πολιτισμικούς λόγους. Οι Ευρωπαίοι πολίτες φαίνεται να αντιδρούν αρνητικά στη μελλοντική αλλαγή του θεσμικού καθεστώτος και της ισότιμης έως τώρα συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην πιθανή υποβάθμιση των μικρών χωρών, την ενίσχυση δύναμης των κεντρικών ευρωπαϊκών οργάνων σε βάρος των εθνικών και τοπικών κυβερνήσεων και στον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας, με τη μετατόπιση του πολιτικού στοιχείου σε ενιαία, υπερεθνικά όργανα. Για την Ελλάδα το ισοζύγιο πρέπει να αποβαίνει μάλλον θετικό, εφόσον υπάρξουν επιθετικές πολιτικές. Σε αυτές συμπεριλαμβάνεται και μια ολοκληρωμένη πολιτική μετανάστευσης, θέμα το οποίο δεν θίξαμε, διότι αποτελεί από μόνο του ένα τεράστιο ζήτημα. Αν και οι περισσότεροι συμφωνούν ότι δεν θα υπάρξουν μεγάλες εισροές στο μέλλον, διότι έχουν εξαντληθεί τα μεταναστευτικά «αποθέματα» κατά την προηγούμενη δεκαετία. Βέβαια, ο αγροτικός τομέας, το χαμηλό εισόδημα πολλών περιφερειών και η απώλεια του πλεονεκτήματος του μικρού κόστους εργασίας κατά τη δεκαετία του 90 από τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης θέτουν σοβαρά εμπόδια και δυσκολίες. Ίσως όμως αποτελούν τελικά και κίνητρο για τη διαμόρφωση ενός άλλου αναπτυξιακού μοντέλου, που ναι μεν συζητείται εδώ και πολλά χρόνια, αλλά δεν έχει δρομολογηθεί, ούτε διατυπωθεί ακόμη. Με εξαίρεση ίσως τις υποδομές και τα μεγάλα κατασκευαστικά έργα.