: Hungarian Competition Authority. : Budapest. competition law for national judges

Σχετικά έγγραφα
Είναι η Αντιμετώπιση των Καρτέλ από την Πολιτική Ανταγωνισμού Αποτελεσματική;

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Συνοδευτικό έγγραφο στην

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2016/0126(NLE) της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

: ERA Romanian Institute of Magistracy. : Bucharest. : The Charter of Fundamental Rights of the European Union in Practice: Seminar for Judges

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Τάξη και κατηγορία έργων όπου πρέπει να είναι εγγεγραµµένος ο υποχρεωτικά οριζόµενος υπεργολάβος.

ΚΥΚΛΟΣ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

: HELP : HELP TRAINING FOR NATIONAL TUTORS

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

Οι εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων. Σχέδιο κανονισμού (10896/2014 C8-0090/ /0807(CNS))

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ν.3373/2005: ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΣ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ

Η άποψη του Δικαστηρίου

Lisbon, Portugal. EU Employment Law (Civil Law Project) Foundations and Currents develpments

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Με το παρόν σας υποβάλουµε τις παρατηρήσεις της ΑΠ ΠΧ επί του σχεδίου κανονισµού της Α ΑΕ σχετικά µε τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.

11 Νοεµβρίου 2010 Αριθµ. Πρωτ.: /48504/2010 Πληροφορίες: **************** (τηλ.: ***)

Η Συνδικαλιστική Οργάνωση-Μέρος ΙΙΙ

Αλληλεπίδραση δημόσιας και ιδιωτικής εφαρμογής δικαίου ανταγωνισμού (δεσμευτικότητα αποφάσεων, πρόσβαση στο φάκελο, συνεργασία)

Η ελευθερία και η ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα: Προκλήσεις και προτάσεις πολιτικής

Εκπτώσεις Δεσπόζουσας Επιχείρησης

Ένδικα βοηθήματα κατά Απόφασης ανάκτησης κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες η αποχαρακτηρισμένη έκδοση του προαναφερόμενου εγγράφου.

9317/17 ΚΑΛ/ακι/ΜΙΠ 1 D 2A


ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Υπόθεση C-459/03. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. Σύσταση Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στα σώματα ασφαλείας και τους υπαλλήλους των καταστημάτων κράτησης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4135, 18/7/2007

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/762/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 18/2014

6170/17 ΣΠΚ/γομ 1 DGC 2B

Πολιτική ανταγωνισμού

Ενίσχυση αριθ. N 24/2005 Ελλάδα Καθεστώς για την ανάπτυξη της βιοµηχανικής έρευνας και τεχνολογίας στις επιχειρήσεις (ΠΑΒΕΤ)

Ένδικα μέσα και κυρώσεις σε υποθέσεις διακρίσεων: ενισχύοντας την αποτελεσματικότητα

Οµάδα προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα του ΑΡΘΡΟΥ 29

Σύνοψη Πρακτικών Εκδήλωσης

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΣΧΕ ΙΟ ΚΟΙΝΗΣ ΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΙΚΤΥΟΥ ΑΡΧΩΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

«O περί Εταιρειών (Τροποποιητικός) (Αρ. 3) Νόµος του 2015» ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΕΙΣ

Η Πρόκληση της Ανταγωνιστικότητας Η Εκθεση για την Παγκόσµια Ανταγωνιστικότητα,

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/2117(INI)

Συμβάσεις

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΘΗΝΑ 2012

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2014/2253(INI)

Περιγραφή του ισχύοντος συστήµατος οριοθέτησης αρµοδιοτήτων µεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών µελών

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΆΡΘΡΟ 1 ΣΚΟΠΟΣ. (άρθρο 1 και άρθρο 12 της οδηγίας)

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0402(COD) της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

ΝΟΜΟΣ ΥΠ ΑΡΙΘ /12/ Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών κατά την άσκηση αυτοτελούς επαγγελματικής δραστηριότητας

η µάλλον ευρύτερη αναγνώριση του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η θέσπιση διατάξεων για την ενισχυµένη συνεργασία στον τοµέα της ΚΕΠΠΑ.

Ηυλοποίηση του Ενιαίου Χώρου Πληρωμών σε Ευρώ (SEPA)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Διάταξη Θεματικής Ενότητας DEE 221 / Δίκαιο Κρατικών Ενισχύσεων

ΚΟΥΚΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ Πάρης. Πρόεδρος της Κεντρικής Ενωσης ήµων και Κοινοτήτων Ελλάδος (Κ.Ε..Κ.Ε.)

ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ ΤΗΣ ΠΕΣΕΔΕ ΤΑΣΟΥ ΓΑΚΙΔΗ: Με το υπ αριθ. πρωτ /ΕΥΘΥ738/ έγγραφό του (με θέμα:

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Σημαντικές αποφάσεις από τη νομολογία των δικαστηρίων της ΕΕ σχετικά με την ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

katanbrn3 04/07/ :20 Page 9 ªÈ Ú ÁÈ fiÏÔ

Πολιτική ανταγωνισμού

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ)

Παρέμβαση από: Θεοφάνη Παπαναγιωτάκη, μέλος του Δ.Σ. του Δ.Σ. Πατρών. Παρέμβαση στην Ενότητα ΔΙΚΗΓΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

ΚΥΚΛΟΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΣ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ

Επενδύσεις σε συμβάσεις παραχώρησης υποδομών Ζητήματα Κρατικών Ενισχύσεων

ΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Περαιτέρω Χρήση των πληροφοριών του δηµόσιου

9666/19 ΣΠΚ/μκρ 1 JAI.2

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Transcript:

Φορέας Υλοποίησης Τόπος ιεξαγωγής : Hungarian Competition Authority : Budapest Ηµεροµηνία : 7-9/6/2012 Τίτλος Σεµιναρίου : an international training on competition law for national judges Συµµετοχή : Στυλιανή ραγατσίκη Πρωτοδίκης Σχόλια Πρωταρχικός στόχος του σεµιναρίου ήταν η ανταλλαγή απόψεων στον τοµέα του ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισµού τόσο στο πλαίσιο της εθνικής εσωτερικής αγοράς όσο και στο ευρύτερο επίπεδο των αγορών του ευρωενωσιακού οικοδοµήµατος, καθώς και να αναδειχθεί ο ρόλος του εθνικού δικαστή τόσο για την υλοποίηση της θεµελιώδους προγραµµατικής αρχής της Ενιαίας Αγοράς όσο και για την προστασία των επιχειρηµατικών φορέων, που θίγονται από τις διάφορες µορφές νόθευσης του ελεύθερου ανταγωνισµού τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Ειδικότερα, βασική θεµατική του συνεδρίου αποτέλεσε ο ρόλος του εθνικού δικαστή στο σύστηµα ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Με τον όρο κρατικές ενισχύσεις θεωρείται η από µέρους του κράτους παροχή ενός οικονοµικού ανταγωνιστικού πλεονεκτήµατος σε µια επιχείρηση ή σε ένα κλάδο παραγωγής χωρίς την καταβολή µιας οικονοµικά αντίστοιχης αντιπαροχής από την πλευρά του λήπτη. Τέτοια παροχή αποτελεί και κάθε µορφής κρατική παρέµβαση που κατατείνει

στη µείωση των επιβαρύνσεων, που συνήθως φέρει µια συγκεκριµένη επιχείρηση και οδηγεί µέσω αυτής της ευνοϊκής µεταχείρισης στη νόθευση του ανταγωνισµού στη σχετική αγορά. Για να χαρακτηριστεί η ενίσχυση ως «κρατική» υπό την έννοια του άρθρου 87 παρ. 1 ΕΚ πρέπει το χορηγούµενο οικονοµικό πλεονέκτηµα να προέρχεται είτε από δηµόσιο φορέα, είτε από ιδιωτικό, του οποίου όµως η δράση τελεί είτε γενικά είτε ad hoc υπό τον έλεγχο και την εποπτεία ή καθοδήγηση δηµόσιας αρχής. Επιπλέον, περαιτέρω προϋπόθεση υπαγωγής στο άρθρο 87 παρ. 1 ΕΚ είναι, κατά πάγια νοµολογία του ΕΚ, η συγκεκριµένη χορήγηση οικονοµικού πλεονεκτήµατος να επιφέρει επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισµό, µε την έννοια ότι η µεταβίβαση αµιγώς ιδιωτικών πόρων και η συνακόλουθη επιβάρυνση ιδιωτικής επιχειρηµατικής περιουσίας δεν καταλαµβάνεται από την έννοια της κρατικής ενίσχυσης. Άλλο βασικό χαρακτηριστικό της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης είναι η επιλεκτικότητα του κρατικού µέτρου: Οικονοµικά µέτρα γενικής φύσεως και εφαρµογής («general measures») που ενισχύουν, χωρίς επιλεκτική στόχευση, την εθνική οικονοµία στο σύνολό της δεν εµπίπτουν στην παραπάνω έννοια. Ωστόσο, όπως επισηµάνθηκε από τους οµιλητές δικηγόρους και πανεπιστηµιακούς, επειδή οι κρατικές ενισχύσεις δεν λειτουργούν αποκλειστικά και µόνο στη βάση της διασφάλισης συνθηκών ανόθευτου ανταγωνισµού στην Ενιαία Αγορά αλλά κατά βάση για την προάσπιση και προώθηση εθνικών ιεραρχήσεων, ο συνεχής και αποτελεσµατικός έλεγχος εκ µέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της νοµιµότητας της χρήσης του εργαλείου των ενισχύσεων από τις εθνικές αρχές βάσει του ισχύοντος κοινοτικού κανονιστικού πλαισίου συνιστά µια βασική προϋπόθεση για τη δηµιουργία υγιούς οικονοµικού κλίµατος στην Κοινή Αγορά. Πέραν, όµως, από την καθοριστική παρέµβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναδεικνύεται ο εθνικός δικαστής ως κατέχων καίρια θέση τόσο για την

υλοποίηση της θεµελιώδους προγραµµατικής αρχής της Ενιαίας Αγοράς όσο και για την προστασία των επιχειρηµατικών φορέων που θίγονται από την µέσω της χορήγησης παράνοµων κρατικών ενισχύσεων προκαλούµενη νόθευση του ανταγωνισµού. Αυτή η διττή προστατευτική διάσταση και λειτουργία των εθνικών δικαστηρίων εκδηλώνεται µε διάφορους µηχανισµούς και τρόπους, ο δραστικότερος των οποίων, όπως επισηµάνθηκε στο συνέδριο από τους οµιλητές, είναι αυτός της ανάκτησης των κρατικών ενισχύσεων που χορηγούνται κατά παράβαση των επιταγών του κοινοτικού δικαίου από τον αποδέκτη τους. Ο δε αυξανόµενος αριθµός των κρατών µελών στο ευρωπαϊκό στερέωµα σε συνδυασµό µε την ποικιλότητα των ενισχύσεων καθιστούν την αποκέντρωση της ελεγκτικής δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και την ανάληψη δράσης εκ µέρους των εθνικών δικαστικών αρχών απαραίτητη προϋπόθεση για την εύρυθµη λειτουργία ενός υγιούς ανταγωνισµού. Στις αναπτύξεις, που έλαβαν χώρα στο συνέδριο, έγινε σκιαγράφηση αυτού του κοµβικού ρόλου του εθνικού δικαστή στο σύστηµα ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων αλλά και, ευρύτερα, η «πολυλειτουργικότητα» της δικαιοδοτικής του παρέµβασης για την αποτελεσµατική εφαρµογή του κοινοτικού κανονιστικού πλαισίου σχετικά µε τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων. Ειδικότερα, έγινε λόγος για τον βασικό απαγορευτικό κανόνα της συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας βάσει του οποίου η Επιτροπή έχει την εξουσία ή κατά νοµική ακριβολογία την υποχρέωση, όταν διαπιστώσει το ασυµβίβαστο µιας κρατικής ενίσχυσης µε την Κοινή Αγορά, να αποφασίσει ότι το ενδιαφερόµενο κράτος µέλος υποχρεούται να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει πιθανόν και µέσω της ανάκτησης των παράνοµων κρατικών ενισχύσεων, όταν αυτές έχουν ήδη αποδοθεί στον κατά περίπτωση αποδέκτη τους. Η έκδοση δε εκ µέρους της Επιτροπής απόφασης, µε την οποία υποχρεούται το εκάστοτε κράτος

µέλος να ανακτήσει την παράνοµη ενίσχυση, αν και αρχικά εθεωρείτο ως πράξη εµπίπτουσα στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής, πλέον, µετά την θέσπιση του Κανονισµού 659/1999 του Συµβουλίου, θεωρείται περίπτωση δέσµιας αρµοδιότητας. Και ακριβώς σε αυτό το σηµείο αρχίζει να εµφαίνεται και ο ρόλος του εθνικού δικαιϊκού συστήµατος και συνακόλουθα και του εθνικού δικαστή. Ειδικότερα, η απόφαση ανάκτησης πραγµατοποιείται κατ εφαρµογή των διατάξεων και διαδικασιών του εθνικού δικαίου, εφόσον οι τελευταίες, σύµφωνα µε τη διατύπωση του άρθρου 14 παρ. 3 εδ. 1 του Κανονισµού 659/1999, «επιτρέπουν την άµεση και πραγµατική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής». Βέβαια, εν προκειµένω, συχνά εµφανίζονται αµφιλεγόµενα ζητήµατα σχετικά µε την ανάγκη σύµπλευσης του κοινοτικού µε το εθνικό δίκαιο, οι οποίες, όµως, φαίνονται να εξοµαλύνονται στο πλαίσιο της υπέρασπισης του κοινοτικού συµφέροντος, αφού το κράτος-µέλος που χορήγησε την παράνοµη κρατική ενίσχυση και υποχρεούται βάσει της αποφάσεως της Επιτροπής να την ανακτήσει από τον αποδέκτη της, οφείλει µεν να κινηθεί προς επίτευξη αυτού του σκοπού στο πλαίσιο των διαδικασιών που προβλέπει το εθνικό του δίκαιο, υπό την προϋπόθεση, όµως, ότι κατ αυτό τον τρόπο δεν θίγεται η αποτελεσµατικότητα του κοινοτικού δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό της εκτέλεσης των αποφάσεων ανάκτησης των παράνοµων κρατικών ενισχύσεων πολύ συχνά ανακύπτουν ζητήµατα, τα οποία δύνανται να αχθούν προς κρίση στα αρµόδια εθνικά δικαστήρια. Πιο συγκεκριµένα, στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται η προστασία των επιχειρηµατικών εκείνων φορέων, η ανταγωνιστική θέση των οποίων θίγεται σε περιπτώσεις στις οποίες οι εθνικές αρχές προβαίνουν κατά παράβαση της προβλεπόµενης στο άρθρο 88 παρ. 3 ΕΚ υποχρέωσης ( stand still obligation ) στη θέση σε ισχύ ενός µέτρου ενίσχυσης πριν η Επιτροπή αποφανθεί οριστικά επί της συµβατότητας του µέτρου µε την Κοινή Αγορά. Κατά πάγια νοµολογία

του ΕΚ έχει κριθεί ότι η διάταξη του άρθρου 88 παρ. 3 ΕΚ αποτελεί διάταξη αµέσου εφαρµογής και, εποµένως, οι θιγόµενοι ιδιώτες µπορούν να επικαλεσθούν και ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων τυχόν παραβίασή της. Τότε ο εθνικός ικαστής θα πρέπει να καταλήξει στο συµπέρασµα ότι οι χορηγηθείσες κρατικές ενισχύσεις είναι τυπικά παράνοµες και να αναγνωρίσει την ακυρότητα των επιµέρους εθνικών πράξεων χορήγησης των ενισχύσεων (λ.χ. ακυρότητα των σχετικών συµβατικών ρητρών που περιέχονται στις συµβάσεις που τυχόν έχουν συναφθεί και δυνάµει των οποίων χορηγούνται οι ενισχύσεις, αλλά και να διατάξει, ως είναι νοµικά αναγκαίο καθότι έχει πλέον εκλείψει η νόµιµη βάση δυνάµει της οποίας χορηγήθηκαν, την πλήρη ανάκτηση των ήδη καταβεβληµένων ενισχύσεων). Το εθνικό δικαστήριο, δηλαδή, οφείλει µόνο να αποφανθεί αν το µέτρο αποτελεί πράγµατι κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παρ. 1 ΕΚ και αν εφαρµόζεται στη συγκεκριµένη περίπτωση η υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 88 παρ. 3 ΕΚ. Περαιτέρω άλλο θέµα µε το οποίο τα εθνικά δικαστήρια είναι δυνατό να έρθουν αντιµέτωπα είναι τυχόν αξιώσεις αποζηµίωσης κατά του κράτους µέλους που παραβίασε την υποχρέωση προηγούµενης κοινοποίησης και µη εκτέλεσης του µέτρου µέχρι την απόφανση της Επιτροπής επί της συµβατότητάς του κατ επίκληση της σχετικής νοµολογίας του ΕΚ (λ.χ. των θεµελιακών αποφάσεων Francovich και Βrasserie du Pecheur) για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης των κρατών µελών για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου. Η εκδίκαση, λοιπόν, των σχετικών αγωγών αποζηµίωσης εµπίπτει στη δικαιοδοσία των αρµόδιων εθνικών δικαστηρίων σύµφωνα µε τις προβλέψεις του εθνικού δικονοµικού δικαίου. Και µε αυτή τη δυνατότητα ένδικης προστασίας αναδεικνύεται το γεγονός ότι η προστατευτική λειτουργία σε σχέση µε τα δικαιώµατα ιδιωτών που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο συνιστά βασική αποστολή των εθνικών δικαστηρίων, ενώπιον των οποίων

µάλιστα και µε αποκλειστική εφαρµογή και επίκληση των διατάξεων του εθνικού δικαίου µπορεί να ασκηθεί αγωγή και κατά της ιδίας της επιχείρησης, που έλαβε την κρατική ενίσχυση ασχέτως του κράτους µέλους. Από την αναφορά δε του βασικού αυτού θέµατος των κρατικών ενισχύσεων ιδίως δε σε µία περίοδο ευρύτερης οικονοµικής κρίσης οι εισηγητές του σεµιναρίου επισήµαναν την ιδιαίτερη αποστολή, που έχει αναλάβει ο εθνικός δικαστής, που οφείλει να δρα και ως κοινοτικός δικαστής προστατεύοντας τα δικαιώµατα των ιδιωτών, που απορρέουν από την κοινοτική έννοµη τάξη και έτσι µετατρέπεται ο εθνικός ρόλος του σε ρόλο συστηµικό στρατηγικής εµβέλειας ενδυναµώνοντας την κανονιστική εµβέλεια των ίδιων των θεσπιζόντων τα δικαιώµατα κοινοτικών κανόνων δικαίου. Τον δε σηµαντικό ρόλο του εθνικού δικαστή επισήµαναν οι οµιλητές του συνεδρίου όχι µόνο για την εµπέδωση της κανονιστικής επιρροής του κοινοτικού δικαίου εντός της εθνικής έννοµης τάξης των κρατών µελών στο πλαίσιο ερµηνείας και ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων αλλά και σε ευρύτερο επίπεδο αναφερόµενοι περιατέρω στο νέο καθεστώς εφαρµογής των αντιµονοπωλιακών διαδικασιών, που τέθηκε σε εφαρµογή µε τον κανονισµό (ΕΚ) 1/2003 του Συµβουλίου. Ο παρών κανονισµός ενισχύει εκτός των άλλων και το ρόλο των εθνικών αρχών ανταγωνισµού και των εθνικών δικαστηρίων κατά τη θέση σε εφαρµογή του δικαίου του ανταγωνισµού της ΕΕ, εγγυώµενος ταυτόχρονα την αποτελεσµατική εγαρφογή του. Μάλιστα, ο ως άνω κανονισµός θέτει τις σταθερές βάσεις όσον αφορά στη συνεργασία µεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών δικαστηρίων, ορίζοντας ότι τα εθνικά δικαστήρια µπορούν να ζητήσουν στην Επιτροπή να τους ανακοινώσει στοιχεία που έχει στην κατοχή της ή να γνωµοδοτήσει σχετικά µε θέµατα που αφορούν την εφαρµογή των κανόνων ανταγωνισµού της ΕΕ. Αφετέρου, οι χώρες της ΕΕ αναλαµβάνουν την

υποχρέωση να διαβιβάσουν στην Επιτροπή αντίγραφο κάθε γραπτής απόφασης των εθνικών τους δικαστηρίων τα οποία αποφαίνονται σχετικά µε την εφαρµογή του άρθρου 101 και 102 της ΣΛΕΕ. Ο παρών κανονισµός προβλέπει επίσης τη δυνατότητα για την Επιτροπή και για τις αρµόδιες για τον ανταγωνισµό εθνικές αρχές να διατυπώσουν τις γραπτές τους ή προφορικές παρατηρήσεις ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων για θέµατα που αφορούν την εφαρµογή των άρθρων 101 και 102 της ΣΛΕΕ. Στο πλαίσιο του σεµιναρίου έλαβαν το λόγο και δικηγόροι, ως άνω αναφέρθηκε, οι οποίοι εξέθεσαν τους δικούς τους προβληµατισµούς. Τονίστηκε η ανάγκη εξειδικευµένης κατάρτισης τόσο των δικηγόρων όσο και των δικαστών σε θέµατα ανταγωνισµού σε ένα ιδιαίτερο σύνθετο πολιτικοοικοµικό γίγνεσθαι, ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρύτερο επίπεδο, αλλά πάντα στο πλαίσιο της νοµιµότητας. Γι αυτό και τέθηκε ως πρωταρχικός στόχος των οµιλητών η προσπάθεια αντιµετώπισης και φαινοµένων αθέµιτου ανταγωνισµού µέσω της δηµιουργίας «καρτέλ». Πρόκειται για την απόφαση επιχειρήσεων να δράσουν από κοινού είτε µε τη µορφή συµβάσεων ή ρητής συνεργασίας για συντονισµένη συµπεριφορά είτε από την υιοθέτηση µιας οµοιόµορφης ή ενσυνείδητα παράλληλης συµπεριφοράς ή εναρµονισµένης πρακτικής (concerted practice), που έχει στόχο τον περιορισµό του ανταγωνισµού (tacit collusion), τον καθορισµό τιµών, τον περιορισµό της ποσότητας παραγωγής και τον καθορισµό περιοχών πώλησης. Πρόκειται για ένα φαινόµενο, που ισχύει σε πολλά κράτη µέρη, ενώ για την αντιµετώπισή του απαιτείται η εφαρµογή της κατάλληλης πολιτικής ανταγωνισµού, η οποία, ωστόσο, όπως ιδιαίτερα επισηµάνθηκε και στο σεµινάριο, στην Ελλάδα σε αντίθεση µε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεν έχει τους απαραίτητους µηχανισµούς στήριξης. Συγκεκριµένα, στην Ελλάδα το θεσµικό πλαίσιο αποτελείται από την Επιτροπή Ανταγωνισµού καθώς και από τις

Ανεξάρτητες Κλαδικές Ρυθµιστικές Αρχές, οι οποίες είναι επίσης υποχρεωµένες να εφαρµόζουν το δίκαιο του ανταγωνισµού. Ωστόσο, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν περισσότεροι µηχανισµού υποστήριξης, όπως για παράδειγµα, στη Γερµανία υπάγεται στο θεσµικό πλαίσιο και µία άλλη Αρχή, η οποία δρα παράλληλα µε την Επιτροπή Ανταγωνισµού, το Monopolcommission, καθώς και ένα Ειδικό ικαστήριο, το οποίο εξετάζει υποθέσεις ανταγωνισµού. Παρόµοια είναι η κατάσταση και στην Αγγλία, ενώ Ειδικό ικαστήριο λειτουργεί σε πολλές ακόµη (Ευρωπαϊκές και άλλες) χώρες. Κατά την εκδίκαση δε των συγκεκριµένων υποθέσεωνς οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν είναι : (α) τα πρόστιµα και οι ποινές που επιβάλλονται, όταν η απόφαση είναι καταδικαστική και (β) τα προγράµµατα επιείκειας που εφαρµόζονται. Μάλιστα, επισηµάνθηκε από τους οµιλητές του σεµιναρίου, όσον αφορά στα πρόστιµα, ότι στην Ελλάδα τα πρόστιµα θα έπρεπε να είναι υψηλότερα από εκείνα που επιβάλλονται στην Αµερική και στην Ευρώπη αλλά στην πραγµατικότητα συµβαίνει το αντίθετο. Ως πιθανή αιτία επισηµάνθηκε η έλλειψη εξειδικεύµενης αρχής στον εν λόγω τοµέα. Ένα σηµαντικό θέµα, στο οποίο δόθηκε ιδιαίτερη σηµασία από τους οµιλητές είναι επίσης το κατά πόσο θα έπρεπε να επιβάλλονται στις επιχειρήσεις που συµµετέχουν σε Καρτέλ µόνο πρόστιµα. Στην Αµερική για παράδειγµα, σηµειώθηκε ότι µπορεί να προκύψουν και ποινικές ευθύνες της διοίκησης, σε αντίθεση µε την Ευρώπη (και την Ελλάδα), όπου επιβάλλεται πρόστιµο στην επιχείρηση αλλά δεν µπορεί να επιβληθεί ποινή π.χ. στον διευθύνοντα σύµβουλο της επιχείρησης, παρ ότι έχει διαπιστωθεί ότι αυτός είναι ο υπεύθυνος για τη δηµιουργία του Καρτέλ. Επίσης, στην Αµερική οποιοσδήποτε καταναλωτής έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στο δικαστήριο και να ζητήσει αποζηµίωση από µία επιχείρηση η οποία χρέωνε πολύ υψηλές τιµές λόγω της συµµετοχής της σε Καρτέλ (private damages). Αυτή η δυνατότητα των καταναλωτών

φαίνεται να λειτουργεί αποτελεσµατικά στην Αµερική και πρόσφατα εξετάζεται η εφαρµογή της και στην Ευρώπη. Σηµαντική επιρροή στην αποτελεσµατικότητα της Πολιτικής Ανταγωνισµού, αναφέρθηκε επίσης, ότι ασκούν τα προγράµµατα επιείκειας που εφαρµόζονται από τις Αρχές Ανταγωνισµού. Σύµφωνα µε τα προγράµµατα αυτά, επιχειρήσεις, οι οποίες καταγγέλλουν την ύπαρξη ενός Καρτέλ και τη συµµετοχή τους σε αυτό και παράλληλα συµβάλλουν στην προσπάθεια της Επιτροπής Ανταγωνισµού να καταδικάσει το συγκεκριµένο Καρτέλ, απαλλάσσονται και δεν επιβάλλεται σε αυτές πρόστιµο. Εποµένως, τα προγράµµατα επιείκειας δίνουν κίνητρο στις επιχειρήσεις που συµµετέχουν σε ένα Καρτέλ να βοηθήσουν την Επιτροπή να το διερευνήσει και να το καταδικάσει. Τα προγράµµατα αυτά πρωτοεµφανίστηκαν στις Ηνωµένες Πολιτείες (το 1978) και στη συνέχεια τροποποιήθηκαν δύο φορές (1993, 2004). Η εφαρµογή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκίνησε το 1996 και έκτοτε εφαρµόστηκαν σε πολλές χώρες. Στην Ελλάδα ξεκίνησαν µόνο πολύ πρόσφατα, το 2005. Η σηµασία των προγραµµάτων επιείκειας έγκειται στο ότι, θεωρητικά τουλάχιστον, µειώνουν τη συχνότητα των Καρτέλ (cartel creation) και αυξάνουν το ρυθµό αναγνώρισης πιθανών Καρτέλ (cartel detection). Υπάρχει, δηλαδή, ισχυρή θεωρητική στήριξη για την ύπαρξη αυτών των προγραµµάτων. Ωστόσο, τα θεωρητικά αποτελέσµατα δεν έχουν εµπειρικά αποδειχθεί. Αυτό το οποίο έχει διαπιστωθεί είναι ότι τα προγράµµατα επιείκειας έχουν χρησιµοποιηθεί σε πολλές περιπτώσεις, στις οποίες καταδικαστικές αποφάσεις στηρίχθηκαν στις µαρτυρίες των επιχειρήσεων. Ένα ζήτηµα σχετικά µε τα προγράµµατα επιεικείας είναι η επιλογή του άριστου τύπου προγράµµατος. Υπάρχουν σηµαντικές διαφοροποιήσεις µεταξύ της αµερικάνικης και της ευρωπαϊκής, και συνεπώς της ελληνικής, πρακτικής. Για παράδειγµα, θα πρέπει να διευκρινιστεί αν θα υπάρχει επιείκεια µόνο για την πρώτη επιχείρηση ή και για άλλες επιχειρήσεις και

κατά πόσο η επιείκεια για την πρώτη επιχείρηση θα εφαρµόζεται υπό όρους, όπως στην Αµερική, ή όχι. Η θεωρητική και εµπειρική βιβλιογραφία δεν έχει ξεκάθαρες απαντήσεις ακόµη σε αυτά τα ερωτήµατα. Η αποτελεσµατικότητα της εφαρµογής της Πολιτικής Ανταγωνισµού, όπως αναφέρθηκε, εξαρτάται καίρια από το δυναµικό και τις υποδοµές της Επιτροπής Ανταγωνισµού. Γενικά, οι υποδοµές και το δυναµικό θα έπρεπε να χρησιµοποιούνται για να παρέχεται η δυνατότητα στην Επιτροπή να διενεργεί και ελέγχους και έρευνες αγορών. Ωστόσο, οι δυνατότητες στην Ελλάδα είναι πολύ µικρές συγκριτικά µε το µέγεθος του προβλήµατος, ιδιαίτερα µε δεδοµένο ότι µια δοµική προσέγγιση (structural approach) δηλαδή µια προσέγγιση που υποστηρίζει τη διερεύνηση Καρτέλ σε κλάδους µε συγκεκριµένα δοµικά και άλλα χαρακτηριστικά που τα ευνοούν είναι επιθυµητή στην Ελλάδα όπου η συχνότητα των Καρτέλ όπως ήδη αναφέρθηκε φαίνεται ότι είναι σχετικά υψηλή. Γενικά, η οικονοµία της Ελλάδας και οι αγορές της θεωρείται ότι έχουν κάποια χαρακτηριστικά τα οποία ενισχύουν τη συχνότητα των Καρτέλ, συγκριτικά µε άλλες χώρες, κάτι που ισχύει όµως και για άλλες µικρές ευρωπαϊκές χώρες. Εποµένως, οι περιορισµένες δυνατότητες της Επιτροπής, για τη διεξαγωγή ελέγχων και ερευνών αγοράς, δηµιουργούν µεγάλα προβλήµατα. Επιπλέον, η διαχειριστική αποτελεσµατικότητα είναι πολύ χαµηλή. Υπάρχει µεγάλη καθυστέρηση στις αποφάσεις, γεγονός που ισχύει όµως γενικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, µε αποτέλεσµα Καρτέλ να έχουν αποφύγει πρόστιµα λόγω της ύπαρξης ενός ορίου πέντε ετών. Συµπερασµατικά, η αποτελεσµατικότητα της Πολιτικής Ανταγωνισµού µπορεί να είναι πολύ µεγάλη, όταν υπάρχει συνεργασία µεταξύ των κοινοτικών και των εθνικών θεσµών και αρχών. Απαιτείται συνεργασία και διαρκή ενηµέρωση κυρίως των εθνικών αρχών, έτσι ώστε να συµπληρώνεται και να αναβαθµίζεται το νοµοθετικό πλαίσιο και οι

θεσµοί ρύθµισης του ανταγωνισµού. Ιδιαίτερα µεγάλη σηµασία έχει να βελτιωθεί µε την προσπάθεια ιδίως των εθνικών αρχών, η λειτουργική και οργανωτική αναβάθµιση της Επιτροπής Ανταγωνισµού σε εθνικό επίπεδο, η αναγνωριστική αποτελεσµατικότητα (detection) και η ποιότητα των µηχανισµών εφαρµογής (enforcement procedures) της. Άλλωστε, διαπιστώθηκε ότι το νοµοθετικό πλαίσιο υφίσταται, αλλά η εφαρµογή του στη καθηµερινή πρακτική αποτελεί ζητούµενο. Ο δικαστής καλείται να διαδραµατίσει σηµαντικό ρόλο εν προκειµένω έχοντας µάλιστα ως προτεραιότητα και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωµάτων, όπως το δικαίωµα των πολιτών επιχειρήσεων σε «δίκαιη δίκη», το επαγγελµατικό απόρρητο, αλλά και το δικαίωµα να ζητήσουν οι ενδιαφερόµενοι δικαστική επανεξέταση των αποφάσεων της Επιτροπής, κατά τις διαδικασίες ανταγωνισµού ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σύµφωνα µε την έννοια της «διοικητικής δικαιοσύνης» που κατοχυρώνεται στην Ευρωπαϊκή Σύµβαση για τα ικαιώµατα του Ανθρώπου πρέπει να συµβαδίζει µε τις σηµαντικές εξελίξεις της εποχής, όπως ο εκσυγχρονισµός και η επίδρασή του στις διαδικασίες ανταγωνισµού ενώπιον της Επιτροπής. Οι ακαδηµαϊκοί, που δραστηριοποιούνται στον τοµέα του δικαίου του ανταγωνισµού, το δίκαιο της ΕΕ και των ανθρωπίνων δικαιωµάτων, καθώς και οι επαγγελµατίες, που δραστηριοποιούνται στον τοµέα του δικαίου του ανταγωνισµού τόνισαν την ανάγκη εναρµονισµού των πρακτικών ανταγωνισµού µε την ανθώπινη ευηµερία. Τέλος πρέπει να σηµειωθεί ότι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η οµαδική εργασία των συµµετεχόντων του σεµιναρίου, µε την οποία κλήθηκαν να δώσουν λύση σε συγκεκριµένες υποθέσεις, οι οποίες είχαν αντιµετωπισθεί από το ΕΚ, µετά από την οποία ακολούθησε συζήτηση µε ανταλλαγή απόψεων.

Η εµπειρία που αποκόµισα από τη συµµετοχή µου στο συνέδριο ήταν πολύτιµη, τόσο όσον αφορά το καθαυτό αντικείµενο όσο και ως προς την ανταλλαγή απόψεων µε συναδέλφους άλλων κρατών της ΕΕ για το δικαιϊκό σύστηµα και το ρόλο του δικαστή στη σύγχρονη πραγµατικότητα.