Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

Σχετικά έγγραφα
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

της δίωξης ή στην αθώωση.

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Γ. Ν. Τριανταφύλλου

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Ne bis in idem, τεκμήριο αθωότητας και η νέα ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. β του ΚΔΔ (άρ. 17 του ν. 4446/2016)

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Προμήθειας (ΕΕΕΠ)

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

ΣΤΑ ΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΙΚΗΣ (είναι 4) 2 Η ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ. Προπαρασκευαστική. Κύρια διαδικασία ΑΡΧΕΣ

Η ποινική αξιολόγηση της ψυχοδιαγνωστικής εξέτασης του ανηλίκου θύματος στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας (αρ. 226 Α Κ.Π.Δ.

12596/17 ΧΓ/ριτ/ΘΛ 1 DGD 2B

Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Η ΟΠΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 15ης Φεβρουαρίου σχετικά με τους λογαριασμούς πληρωμών (CON/2017/2)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. Ορισμός του Ποινικού Δικονομικού

Εφαρμογές δημοσίου δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου Διοικητικές κυρώσεις «Ne bis in idem»

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

κτικού μέσου ως αυτοτελής προσβολή ατομικού δικαιώματος

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/ 4587/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 32/2016

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 7: Ιδιαιτερότητες της ποινικής διαδικασίας ανηλίκων

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Προμήθειας (ΕΕ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

LEGAL INSIGHT ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ-ΠΛΑΣΤΩΝ ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ ΜΕΤΑ ΤΙΣ

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

Β.13 Τι καλείται αυτόφωρο έγκλημα κατά τον κώδικα Ποινικής δικονομίας;

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/2275(INI)

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 25ΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ. Δεύτερο Στάδιο

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Για την ενσωµάτωση των Οδηγιών 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΥ ΤΟΠΟΥ

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» Άρθρο 1

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 11ης Ιουνίου 1987 *

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ. Άρθρο 1. (άρθρο 1 της Οδηγίας) Αντικείμενο της ρύθμισης. Άρθρο 2. (άρθρο 2 της Οδηγίας) Ορισμοί

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΥΠΡΟΥ. (Εξετάσεις σύμφωνα με το άρθρο 5 του περί Δικηγόρων Νόμου) ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

«Σύσταση αρχής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από ε- από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας,

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

(Νομοθετικές πράξεις) ΟΔΗΓΙΕΣ

ΑΝΑΙΤΙΟΛΟΓΗΤΕΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΘΩΩΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Χάρης Αλεξανδράτος και Μαρία Παναγιώτου κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α ΕΚ ΟΣΗΣ...11 ΠΕΡΙΛΗΨΗ...13 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

14598/12 ΔΛ/γομ 1 DG D 2B

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Άρθρο 1. Σκοπός

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΘΕΜΕΛΙΩΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ.

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ (άρθρο 371 ΠΚ παρ. 1)

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Προµήθειας (ΕΕΕΠ)

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

JUR.4 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0900 (COD) PE-CONS 1/19 JUR 15 COUR 2 INST 4 CODEC 46

9666/19 ΣΠΚ/μκρ 1 JAI.2

Μιλώντας για την καταπολέμηση της διαφθοράς στην Χώρα μας, νομίζω ότι είναι σωστό να κάνουμε δύο διαπιστώσεις:

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 336/2014. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Τμήμα Ε' Συνεδρίαση της 4πς Νοεμβρίου 2014

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Ιστορικά Λειτουργική αποστολή της ρυθμίσεως Επισκόπηση των ρυθμίσεων 8-15α Αρχές της ρυθμίσεως και συγκρουόμενα

ΙΙΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΓΚΡΙΘΕΙΣΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ VI ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΕ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/763/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 15 /2015

8535/09 GA/ag,dch DG H 2

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16

ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΥΠΡΟΥ Εξετάσεις με το Άρθρο 5 του Περί Δικηγόρων Νόμου ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2009

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. Σύσταση Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στα σώματα ασφαλείας και τους υπαλλήλους των καταστημάτων κράτησης

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

Προς. Εισαγγελείς Εφετών της Χώρας. και δι' αυτών στους Εισαγγελείς Πρωτοδικών περιφερείας τους

Α Π Ο Φ Α Σ Η 54 /2018 (Τμήμα)

Transcript:

Η σημασία και η φύση της δικονομικής πράξης ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ Ι. Η σημασία της δικονομικής πράξης Σκοπός της ποινικής δίκης είναι η υπαγωγή ορισμένης ανθρώπινης συμπεριφοράς στον εφαρμοστέο ποινικό κανόνα και η επιβολή των προβλεπομένων ποινικών κυρώσεων 1. Στο μέγιστο δυνατό αφαιρετικό επίπεδο ως δικονομική πράξη θα μπορούσε να ορισθεί η θεματική ενότητα, η οποία κρίνεται με την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου 2. Πλείστες διατάξεις του ΚΠ (π.χ. άρθρα 246 παρ. 1, 250 παρ. 1, 273 παρ. 2, 313, 321 παρ. 1 περ. δã, 371 παρ. 3) αναφέρονται στην πράξη, που αποτελεί το αντικείμενο της κατηγορίας, του βουλεύματος ή της απόφασης. Ο νόμος δεν εξειδικεύει σε τι συνίσταται η «πράξη», που αποτελεί το αντικείμενο της ποινικής δίκης, με συνέπεια ο προσδιορισμός της έννοιας της δικονομικής πράξης να επαφίεται στην επιστήμη και τη νομολογία. Παρά τη μακρά και συστηματική ενασχόληση και την πληθώρα των προτεινομένων λύσεων η προβληματική της δικονομικής πράξης εξακολουθεί να είναι σήμερα τόσο αμφιλεγόμενη όσο ήταν και κατά τα πρώιμα στάδια του σχετικού προβληματισμού, τα οποία ανατρέχουν στα τέλη του 19ου αιώνα. H διαπίστωση των συντακτών του Γερμανικού Κώδικα Ποινικής ικονομίας του έτους 1879 ότι «το ζήτημα υπό ποιές προϋποθέσεις συντρέχει η ταυτότητα της πράξης, όταν αυτή βάσει των πορισμάτων της αποδεικτικής διαδικασίας αποκτά διαφορετική μορφή από εκείνη, που της προσέδωσε η κατηγορία, δεν υπόκειται σε γενικούς κανόνες, αλλά κρίνεται ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης» 3, αποδείχθηκε - παρά την παρέλευση 130 ετών περίπου - ανθεκτική στο χρόνο. Με τη θέση αυτή δεν εκφράζεται παραίτηση από την προσπάθεια ορισμού της δικονομικής πράξης, αλλά απλώς επισημαίνεται ότι τα διαθέσιμα για τον ορισμό της δικονομικής πράξης κριτήρια δεν είναι γενικής ισχύος, αλλά πρέπει πάντοτε να προσαρμόζονται στις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης 4. Στην πορεία της μελέτης θα ελέγξουμε αν, και σε ποιο βαθμό, ισχύει αυτή η διαπίστωση. Η δικονομική πράξη αποτελεί κομβικό μέγεθος στο ποινικό δικονομικό σύστημα, αφού ασκεί καθοριστική επιρροή όχι μόνο κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την αμετά- 1. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες, 3. 2. Βλ. έναν αντίστοιχο ευρύ ορισμό σε Βertel, 1. 3. Ηahn, Materialien, Band 3, 205 επ. 4. Βλ. σχετικά Barthel, 43.

κλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας. Ειδικώτερα η πράξη, για την οποία απαγγέλλεται η καταδίκη, επιβάλλεται να είναι η ίδια - τουλάχιστον κατά τα ουσιώδη στοιχεία της - με εκείνη, για την οποίαν ασκήθηκε η ποινική δίωξη (απαγόρευση μεταβολής της ποινικής κατηγορίας). Από την άλλη μεριά η πράξη, που αποτελεί το αντικείμενο μιας ποινικής δίκης, απαγορεύεται να επανακριθεί, όσο μεν εκκρεμεί η ποινική δίκη λόγω εκκρεμοδικίας, μετά δε την έκδοση αμετάκλητης απόφασης λόγω δεδικασμένου (ne bis in idem). Μεταβολή κατηγορίας, εκκρεμοδικία και δεδικασμένο συνθέτουν ένα τρίπτυχο, κοινή συνισταμένη του οποίου είναι η δικονομική πράξη 5. Η δικονομική πράξη πρέπει να ορισθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εναρμονίζονται οι συχνά αντίρροπες δικονομικές αρχές και σκοπιμότητες, που διασταυρώνονται κατά τη σύνθετη και πολυεπίπεδη δογματική λειτουργία της στις επί μέρους φάσεις της ποινικής διαδικασίας. Η στάθμιση αυτών των αρχών συνάπτεται με ζητήματα κεφαλαιώδους σημασίας, που επηρεάζουν τη δογματική φυσιογνωμία της δικονομικής πράξης και εξακολουθούν να παραμένουν στην επιστήμη κατά το μάλλον ή ήττον νεφελώδη. Τέτοια είναι λ.χ. η σχέση μεταξύ των εννοιών της πράξης στο ουσιαστικό και στο δικονομικό δίκαιο 6, η υφή (οντολογική ή κανονιστική) της δικονομικής πράξης ή η επίδραση, που ασκούν στην τελευταία οι αξιολογήσεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Σε αυτό το αχανές και σύνθετο ερμηνευτικό περιβάλλον ο εννοιολογικός προσδιορισμός της δικονομικής πράξης αποτελεί μία δυσεπίλυτη εξίσωση, η οποία επηρεάζεται από πολλούς και ετερόκλητους συντελεστές. Ενόψει των ανωτέρω δεν ενέχει κανένα ίχνος υπερβολής η θέση του Beulke, ο οποίος παρομοιάζει τις ερμηνευτικές προσπάθειες για τον ορισμό της δικονομικής πράξης με προσπάθεια τετραγωνισμού του κύκλου 7. ΙΙ. Η ανισόπεδη λειτουργία της δικονομικής πράξης στη μεταβολή της κατηγορίας και στο δεδικασμένο Όπως προαναφέρθηκε, με εργαλείο τη δικονομική πράξη τέμνονται δύο ζητήματα: Αφενός καθορίζεται μέχρι ποίου σημείου διερευνάται και βελτιώνεται η ποινική κατηγορία (μεταβολή κατηγορίας) 8 και αφετέρου καθορίζεται σε ποια έκταση απαγορεύεται να επανακριθεί η πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση (δεδικασμένο) 9. 5. έδες, 19, Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες, Roxin, Strafverfahrensrecht, 20 A II. 6. Η δικονομική πράξη διακρίνεται εννοιολογικά από την πράξη του ουσιαστικού δικαίου. Μάλιστα στη γερμανική επιστήμη καταγράφεται και ορολογική διαφοροποίηση: Η πράξη αποδίδεται στο ουσιαστικό δίκαιο με τον όρο Handlung, ενώ στο δικονομικό δίκαιο με τον όρο Tat. 7. Beulke, BGH Festgabe, 806. 8. Βλ. αντί πολλών LR Rieß, Einl. Abschn. J, Rn 60, KMR Stuckenberg, 264, Rn 3. 9. Συχνά καταγράφεται ως τρίτη δικονομική συνέπεια της δικονομικής πράξης η απαγόρευση να δικασθεί κάποιος για την ίδια πράξη, για την οποία εκκρεμεί άλλη ποινική δίκη, που δεν έχει ακόμη καταστεί αμετάκλητη (βλ. λ.χ. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες, 181). Ωστόσο εκκρεμοδικία και δεδικασμένο έχουν ως μόνη διαφορά το χρονικό σημείο, στο οποίο κρίνεται η ταυτότητα 2

Η σημασία και η φύση της δικονομικής πράξης Οι δύο άξονες, γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η δικονομική πράξη (μεταβολή κατηγορίας δεδικασμένο), δεν ευθυγραμμίζονται: Ενώ η κατηγορία μεταβάλλεται στο πλαίσιο της ίδιας δίωξης, αντιθέτως το ζήτημα του δεδικασμένου ανακύπτει σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο, όταν δηλαδή η ποινική δίκη έχει περατωθεί αμετακλήτως και ασκείται νέα ποινική δίωξη για την ίδια πράξη. Εκτός από αυτήν την τυπολογική διαφορά, μεταβολή κατηγορίας και δεδικασμένο εμφανίζουν βαθύτερες αντιθέσεις, οι οποίες πηγάζουν από τον εκ διαμέτρου αντίθετο προσανατολισμό των δύο θεσμών. Ειδικώτερα, ο μηχανισμός της μεταβολής της κατηγορίας προσανατολίζεται μονομερώς στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, καθώς προσαρμόζει την ποινική απόφαση στα πραγματικά περιστατικά, που διαπιστώνονται κατά τη διερεύνηση της κατηγορίας. Αντιθέτως το δεδικασμένο αποκλείει την επανεκδίκαση της πράξης, για την οποία εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση, ανεξαρτήτως αν η τελευταία είναι ορθή ή εσφαλμένη ή αν συνέλαβε πλήρως την απαξία της εγκληματικής συμπεριφοράς. Η δικονομική πράξη ως κοινός φορέας τόσο της μεταβολής της κατηγορίας όσο και του δεδικασμένου 10 ακροβατεί ανάμεσα σε δύο αντίθετους πόλους, με συνέπεια να περιέρχεται σε πεδίο εντάσεως. Ο ερμηνευτής καλείται να ορίσει τη δικονομική πράξη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξισορροπούνται οι διϊστάμενες λειτουργίες, που επιτελούν στο δικονομικό μας σύστημα η μεταβολή της κατηγορίας και το δεδικασμένο. Καθίσταται επομένως αντιληπτό ότι ο εννοιολογικός προσδιορισμός της δικονομικής πράξης είναι άρρηκτα συνυφασμένος με τη δικαιολογητική βάση της μεταβολής της κατηγορίας και του δεδικασμένου. ΙΙΙ. Δικαιολόγηση του θεσμού της μεταβολής της κατηγορίας Α. Κατηγορητική αρχή και θεματικός προσδιορισμός του αντικειμένου της ποινικής δίκης Η πεμπτουσία του ισχύοντος κατηγορητικού συστήματος είναι η ετεροπροσωπία των οργάνων, στα οποία ανατίθεται η κίνηση της ποινικής δίωξης αφενός και η απόφαση επί της ποινικής κατηγορίας αφετέρου. Προς τούτο δημιουργήθηκε μια αυτοτελής κρατική αρχή, η εισαγγελική, η οποία επιφορτίσθηκε με το έργο της έγερσης της ποινικής κατηγορίας. Το ικαστήριο δεν μπορεί να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως μιας ποινικής υπόθεσης, χωρίς να έχει προηγουμένως ασκηθεί ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα: «nemo judex sine actore» («κανένας δικαστής χωρίς κατήγορο») 11. Το κατηγορητικό σύστημα της πράξης (πριν ή μετά το αμετάκλητο της απόφασης αντίστοιχα), ενώ κατά τα λοιπά οι δύο θεσμοί συμπίπτουν κατά το ότι αφενός προϋποθέτουν πλείονες ποινικές δίκες και αφετέρου έχουν κοινή στόχευση (δηλαδή τον αποκλεισμό των πολλαπλών διώξεων της ίδιας πράξης), γι αυτό άλλωστε προκαλούν την ίδια δικονομική συνέπεια (απαράδεκτο της ασκηθείσας ποινικής δίωξης). 10. Αυτό τουλάχιστον δέχεται η κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία άποψη. Για την εναλλακτική πρόταση της μεταβλητής δικονομικής πράξης, η οποία ορίζεται στενώτερα στο δεδικασμένο απ ό, τι στη μεταβολή της κατηγορίας, βλ. αναλυτικά κατωτέρω σελ. 189 επ. 11. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες, 63. 3

ευρίσκει την αυθεντική έκφρασή του στην αγγλοσαξωνική ποινική δίκη. Αυτή διαμορφώνεται ως κατ αντιδικία διαδικασία, όπου οι διάδικοι (κατηγορούμενος και κατηγορούσα αρχή) συγκεντρώνουν με δική τους επιμέλεια και προσκομίζουν τις αποδείξεις ενώπιον του δικαστή, ο οποίος χωρίς να έχει εξεταστικά καθήκοντα διευθύνει απλώς τη δημόσια και προφορική συζήτηση μεταξύ των διαδίκων επέχων θέση οιονεί διαιτητού. Ωστόσο η σύγχρονη ποινική δίκη στις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης (της Ελλάδος συμπεριλαμβανομένης) αφίσταται από το αγγλοσαξωνικό πρότυπο, αφού εμπλουτίζει την κατηγορητική δίκη με στοιχεία της παλαιάς εξεταστικής. Η προδικασία εξακολουθεί να υπόκειται στις εξεταστικές αρχές (έλλειψη αντιδικίας, έγγραφο, μυστικότητα), ενώ αντιθέτως η διαδικασία στο ακροατήριο διεξάγεται υπό συνθήκες αντιδικίας στηριζόμενη στις αρχές της δημοσιότητας και της προφορικότητας 12. Μάλιστα ορισμένα κατάλοιπα του παλαιού εξεταστικού συστήματος έχουν επιβιώσει και στην κύρια διαδικασία. Συγκεκριμένα ο ποινικός δικαστής, κατ αντιστοιχία προς τον ομόλογό του εξεταστή δικαστή, αναζητεί ο ίδιος την ουσιαστική αλήθεια χωρίς να αυτοπεριορίζεται στις αποδείξεις, που εισφέρουν στη δίκη οι διάδικοι. Λόγω της σοβαρότητας των ποινικών υποθέσεων κρίνεται επιβεβλημένο η διερεύνηση της κατηγορίας να ανατεθεί στο ίδιο το ποινικό δικαστήριο και να μην επαφίεται στην πρωτοβουλία των διαδίκων 13. Έτσι εξασφαλίζεται ότι κατά τη διάρκεια της ποινικής δίκης θα ερευνηθούν με πληρότητα όλα τα στοιχεία, που ασκούν επιρροή στην ερευνώμενη κατηγορία, ασχέτως αν αυτά προβλήθηκαν από τους διαδίκους ή την κατηγορούσα αρχή 14. Η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας ή αρχή της ανάκρισης (Instruktionsmaxime) 15, όπως άλλως αποκαλείται, αποτυπώνεται ευκρινώς στο άρθρο 351 παρ. 1 εδ. βã ΚΠ, κατά το οποίο εκείνος, που διευθύνει τη συζήτηση «φροντίζει με επιμέλεια, ώστε με τη σειρά που θα προσδιοριστεί να διασαφηνισθούν όσο το δυνατό πληρέστερα τα σχετικά με την πράξη και όλα όσα αφορούν την κατηγορία ή την υπεράσπιση». Με αντίστοιχη υποχρέωση βαρύνεται και ο Ανακριτής, ο οποίος οφείλει να πράξει κάθε τι που μπορεί να βοηθήσει στην εξακρίβωση της αλήθειας και να εξετάσει αυτεπαγγέλτως όχι μόνο την ενοχή, αλλά και την αθωότητα του κατηγορουμένου (βλ. άρθρο 239 παρ. 2 εδ. αã ΚΠ ) 16. Τα ανακριτικά (διερευνητικά) καθήκοντα, με τα οποία εξοπλίζεται το ποινικό δικαστή- 12. Οι ιστορικές καταβολές αυτού του μικτού συστήματος ανατρέχουν στη γαλλική ποινική δίκη. Ο ναπολεόντειος Code d Instruction Criminelle του 1808 λειτούργησε ως πρότυπο όλων σχεδόν των νομοθετικών πρωτοβουλιών του 19ου αιώνα στην ηπειρωτική Ευρώπη. Βλ. σχετικώς Τζαννετή σε: Λ. Κοτσαλή/. Κιούπη (επιμ. έκδ), Ιστορία του ποινικού δικαίου και των ποινικών θεσμών, σελ. 413 επ. 13. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες, 187. 14. Βertel, 85. 15. Για την αρχή αυτή, βλ. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες, 179, Καρρά, Π, 372, 727, ο οποίος χρησιμοποιεί και τον όρο «υποχρέωση διασαφήνισης της κατηγορούμενης πράξης». 16. Αυτές οι υποχρεώσεις του Ανακριτή είναι πάντως σύμφυτες με τα εξεταστικά χαρακτηριστικά της προδικασίας. 4

Η σημασία και η φύση της δικονομικής πράξης ριο, δεν συνεργάζονται απρόσκοπτα με το κατηγορητικό αξίωμα. Το παλαιό εξεταστικό σύστημα παρείχε στο ποινικό δικαστήριο την απεριόριστη εξουσία να εξετάσει όχι μόνο την πράξη, με αφορμή την οποία κινήθηκε η ποινική διαδικασία, αλλά και όποια άλλη αξιόποινη πράξη του κατηγορουμένου ανέκυπτε κατά την πορεία της δίκης, ιδίως μέσω της ομολογίας, η οποία μπορούσε να αποσπασθεί παντί τρόπω, ακόμη και με βασανιστήρια 17. εδομένου ότι ο δικαστής της κατηγορητικής δίκης, ακόμη και μετά την εγκατάλειψη του εξεταστικού συστήματος, εξακολουθεί να ερευνά με δική του πρωτοβουλία την υπόθεση, πρέπει να εξευρεθεί μία δικλείδα ασφαλείας, η οποία θα αποτρέπει την επέκταση της ερευνητικής δραστηριότητάς του σε πράξεις διαφορετικές από εκείνες, που διώκονται από την κατηγορούσα αρχή. Η επελθούσα με την επικράτηση του κατηγορητικού συστήματος μεταβίβαση της αρμοδιότητας για τη δίωξη του εγκλήματος από το ικαστή στον Εισαγγελέα δεν θέτει από μόνη της επαρκές ανάχωμα στην ερευνητική δραστηριότητα του ποινικού δικαστηρίου. Αν η ποινική δίωξη εκληφθεί απλώς και μόνο ως μία εκ των τυπικών προϋποθέσεων για την έναρξη της ποινικής δίκης, ο ποινικός δικαστής θα εξακολουθεί να καθορίζει κατά το δοκούν το αντικείμενο της δίκης ακόμη και καθ υπέρβαση του περιεχομένου του εισαγγελικού «αιτήματος». Ενόψει του ότι ο δικαστής συνήθως ρέπει ψυχολογικά προς την επιβεβαίωση όσων περιστάσεων της εγκληματικής συμπεριφοράς δεν εγγράφονται στην κατηγορία, αλλά αποτελούν καρπό της δικής του ερευνητικής δραστηριότητας, η πλήρης αποδέσμευση του δικαστηρίου από το περιεχόμενο της κατηγορίας θα διακύβευε τη δικαστική αμεροληψία 18. Η ανάθεση της αρμοδιότητας για τη δίωξη του εγκλήματος σε όργανο διαφορετικό από το ποινικό δικαστήριο αποκτά ουσιαστικό αντίκρυσμα 19, μόνο αν αξιωθεί επιπροσθέτως ότι η διωκτική αρχή δεν προκαλεί απλώς την έναρξη της δίκης, αλλά πολύ περισσότερο καθορίζει το θέμα, το οποίο τίθεται υπό δικαστική διερεύνηση 20. Χωρίς αυτήν την αναγκαία συμπλήρωση η ποινική δίωξη υποβαθμίζεται σε ένα μη δεσμευτικό για το ποινικό δικαστήριο εισαγγελικό αίτημα με συνέπεια να διαμορφώνεται μια ποινική δίκη, η οποία είναι τύποις κατηγορητική, ουσία όμως εξεταστική και επομένως ακατάλληλη για την εκπλήρωση των δικαιοπολιτικών σκοπιμοτήτων, που υπαγόρευσαν το διαχωρισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ Εισαγγελέα και ικαστηρίου 21. Επομένως στην ισχύουσα σε εμάς εκδοχή του κατηγορητικού συστήματος το διαγνωστικό ερευνητικό καθήκον 17. Για τη δομή της εξεταστικής δίκης, βλ. αναλυτικά Καλφέλη, 38 επ. Πρβλ. επίσης και έδε, 56. 18. Bertel, 78, Detmer, 109. 19. O Βertel, 77, επισημαίνει πάντως ορθά ότι μία δίκη παραμένει τύποις κατηγορητική, εφόσον η έναρξή της εξαρτάται από την εισαγγελική πρωτοβουλία ανεξαρτήτως του εάν ο Εισαγγελέας καθορίζει και το εύρος του αντικειμένου της δίκης. 20. Neuhaus, 2, Detmer, 43, LR Gollwitzer, 264, Rn 1, ΚΚ Schorheit, 155, Rn 1, Paeffgen GS Heinze, 616, Βarthel, 59, Καλφέλης, 63, έδες, 41, 56. 21. Bertel, 77. 5

του δικαστηρίου περιχαρακώνεται εντός των τεθειμένων από τον Εισαγγελέα θεματικών ορίων της κατηγορίας και ατονεί, όταν προκύπτει από τη δικαστική διερεύνηση ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει μία πράξη διαφορετική από εκείνη, για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη 22. Επομένως η απαγόρευση μεταβολής της ποινικής κατηγορίας αποτελεί την αναγκαία προέκταση της κατηγορητικής αρχής, διότι όταν απαγγέλλεται καταδίκη για πράξη διαφορετική από εκείνη, που διώχθηκε, ο ικαστής κατηγορεί και κρίνει συγχρόνως ο ίδιος, δηλαδή καταγράφεται ταυτοπροσωπία διώκοντος και κρίνοντος, η οποία αποτελεί το βασικό μειονέκτημα του εξεταστικού συστήματος 23. Β. Η αποδέσμευση από το περιεχόμενο της κατηγορίας 1. Υπό το πρίσμα του διερευνητικού καθήκοντος Ακρογωνιαίος λίθος του δικονομικού μας συστήματος είναι η κατηγορητική αρχή, η οποία με το θεματικό περιορισμό της ποινικής κατηγορίας θέτει φραγμό στην ανεξέλεγκτη διερευνητική δραστηριότητα του ποινικού δικαστηρίου. Το ζήτημα, που ανακύπτει ακολούθως, είναι αν το θεματικό πλαίσιο της κατηγορίας καθορίζεται ανελαστικά ή αν κατά την ενάσκηση των διαγνωστικών καθηκόντων τα επί μέρους στοιχεία της κατηγορίας παραμένουν δεκτικά μεταβολών και, εάν ναι, μέχρι ποίου βαθμού. Τυχόν πλήρης δέσμευση του ικαστηρίου από το περιεχόμενο της κατηγορίας θα διασφάλιζε στον ύψιστο βαθμό ότι η ερευνητική δραστηριότητα του δικαστή θα περιχαρακωθεί εντός των αυστηρών και προδιαγεγραμμένων ορίων, που έθεσε η κατηγορούσα αρχή. Από την άλλη όμως μεριά, μία απολύτως δεσμευτική κατηγορία αποδυναμώνει αισθητά το διερευνητικό καθήκον, το οποίο έχει διατηρηθεί στην ισχύουσα σε εμάς παραλλαγή του κατηγορητικού συστήματος. Πράγματι, η διερεύνηση της υπόθεσης δεν θεωρείται ούτε πλήρης ούτε ολόπλευρη, όταν εξαντλείται σε μία μονοσήμαντη (θετική ή αρνητική) απάντηση στην κατηγορία υπό την απολύτως συγκεκριμένη μορφή, με την οποία αυτή εισάγεται προς εκδίκαση. Αν ίσχυε αυτό, η ακροαματική διαδικασία θα υποβαθμιζόταν σε μία απλή επαλήθευση του κατηγορητηρίου 24. Αν και το ποινικό δικαστήριο ερευνά την υπόθεση πάντοτε με αφετηρία την κατηγορία, όπως αυτή έχει διατυπωθεί από τον Εισαγγελέα, δεν αποκλείεται κατά την άσκηση των διερευνητικών καθηκόντων να διαπιστώσει ότι ένα ή περισσότερα στοιχεία της κατηγορίας δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια και γι αυτό πρέπει να αντικατασταθούν ή να συμπληρωθούν. Η απόλυτη απαγόρευση διορθωτικών επεμβάσεων στην κατηγορία οδηγεί στο εξής άτοπο: Αν από την ακροαματική διαδικασία δεν επαληθευθεί το σύνολο των στοιχείων της κατηγορίας, το δικαστήριο οφείλει να αθωώσει τον κατηγορούμενο, ακόμη και αν σχηματίσει δικανική πεποίθηση ότι αυτός έχει τελέσει την πράξη υπό ελαφρώς διαφορετικές συνθήκες σε 22. Bertel, 8, Neuhaus, 2. 23. Πρβλ. έδε, 212. 24. Puppe, NStZ 1982, 234, Detmer, 285. 6

Η σημασία και η φύση της δικονομικής πράξης σύγκριση με εκείνες, που περιγράφονται στην κατηγορία 25. Έτσι λ.χ. αν αποδειχθεί ότι ο θάνατος δεν επήλθε με στραγγαλισμό, όπως αναφέρεται στην κατηγορία, αλλά δι άλλου τρόπου, ο κατηγορούμενος για ανθρωποκτονία θα έπρεπε αρχικά να αθωωθεί και εν συνεχεία να διωχθεί εκ νέου για τις νέες περιστάσεις, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία. Σημειώνεται ότι η αναγνωριζόμενη δυνατότητα αποκλίσεων από την κατηγορία δεν διακυβεύει την αμεροληψία του δικαστηρίου. Εφόσον το δικονομικό μας σύστημα αναθέτει στο δικαστή διερευνητικά καθήκοντα, ανέχεται την ψυχολογική επίδραση, που ενδεχομένως εξασκείται, όταν ο δικαστής καλείται να αξιολογήσει τα πορίσματα της δικής του ερευνητικής δραστηριότητας 26. Η πιθανότητα να αποδειχθεί ότι οι περιστάσεις, που είχε υπόψη της η κατηγορούσα αρχή κατά την άσκηση της δίωξης, είναι ελλιπείς ή και εσφαλμένες ή ακόμη ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει ένα έγκλημα διαφορετικό από εκείνο, που περιγράφεται στην κατηγορία, ενισχύεται σημαντικά στο στάδιο της κυρίας διαδικασίας 27. Πράγματι η διαλεκτική και δημόσια αντιπαράθεση των παραγόντων της δίκης δημιουργεί ασφαλέστερες συνθήκες για την παραγωγή και εκτίμηση των αποδείξεων, ενώ αντιθέτως το αποδεικτικό υλικό της έγγραφης και μυστικής προδικασίας είναι εκ των πραγμάτων ατελές, αφού δεν έχει υποβληθεί στη βάσανο της αντιδικίας, η δε επάρκειά του κρίνεται στην περιορισμένη στάθμη των ενδείξεων, που αξιώνονται κάθε φορά για την άσκηση της ποινικής δίωξης ή την παραπομπή στο ακροατήριο. Ζήτημα μεταβολής των πραγματικών περιστατικών της ποινικής κατηγορίας ανακύπτει και στο προγενέστερο στάδιο, κατά το οποίο αποφασίζεται η παραπομπή ή μη του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ενδέχεται ειδικώτερα τόσο το ικαστικό Συμβούλιο όσο και ο ίδιος ο Εισαγγελέας (σε όσες περιπτώσεις προβλέπεται η απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο με κλητήριο θέσπισμα) να καταλήξουν βάσει των πορισμάτων της προδικασίας σε παραπομπή του κατηγορουμένου για πράξη, η οποία εμφανίζει διαφορές ως προς ένα ή περισσότερα στοιχεία της από εκείνη, που είχε προσδιορισθεί κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης 28. H απορρέουσα από το διερευνητικό καθήκον δυνατότητα (αλλά και υποχρέωση!) μεταβολής της ποινικής κατηγορίας ικανοποιεί την αρχή της ουσιαστικής δικαιοσύνης, καθώς εναρμονίζει την ποινική απόφαση με την αποδειχθείσα κατά την ακροαματική διαδικασία πραγματική κατάσταση 29. Είναι εξάλλου αυτονόητο ότι ο θεσμός της μεταβολής της κατηγορίας δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κατηγορουμένου, αφού κατατείνει στην καταδίκη του, ακόμη και όταν το περιεχόμενο της αρχικής κατηγορίας δεν επαληθεύεται 30. Ωστόσο η αναζήτηση της αλήθειας υπόκειται στους περιορισμούς του κα- 25. Detmer, 286, Büchner, 66. 26. Βertel, 83. 27. Πρβλ. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες, 179, 180. 28. Βλ. όμως την τοποθέτηση του έδε, 75, ο οποίος αποκλείει μία τέτοια δυνατότητα με τη σκέψη ότι το δικαστικό συμβούλιο δεν έχει αρμοδιότητα για τη διεξαγωγή αποδείξεων. 29. Detmer, 123. 30. Bindokat, GA 1967, 366. 7

τηγορητικού συστήματος με την έννοια ότι οι επιτρεπτές επεμβάσεις στο κατηγορητήριο οφείλουν να μην υπερβαίνουν το θεματικό πλαίσιο, εντός του οποίου εκδηλώνεται το διερευνητικό καθήκον 31. 2. Υπό το πρίσμα της κατηγορητικής αρχής Ιδανικός εκφραστής του κατηγορητικού αξιώματος θα ήταν ένα σύστημα, στο οποίο η κατηγορία διερευνάται στην απολύτως συγκεκριμένη μορφή, υπό την οποία διατυπώνεται από τον Εισαγγελέα 32. Σε τέτοιου είδους κατηγορητικά συστήματα το ποινικό δικαστήριο αποφαίνεται μονοσήμαντα (θετικά ή αρνητικά) εάν συντρέχουν ή όχι τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που περιγράφονται στο κατηγορητήριο (και μόνο αυτά), χωρίς να διαθέτει την ευχέρεια να επέμβει διαπλαστικά στο περιεχόμενο της κατηγορίας 33. Ένα τόσο ακραίο κατηγορητικό σύστημα ούτε με το διερευνητικό καθήκον συμβιβάζεται ούτε και την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας εξυπηρετεί. Πράγματι, μόνο όταν το δικαστήριο διατηρεί την εξουσία να συνεκτιμήσει και άλλες περιστάσεις της εγκληματικής συμπεριφοράς, πέρα από εκείνες που περιγράφονται στην κατηγορία, καθίσταται πλήρης η αναπαράσταση των συνθηκών, υπό τις οποίες τελέσθηκε η διωκόμενη πράξη και αξιολογείται σφαιρικά η προσωπικότητα του δράστη, η οποία είναι καθοριστική (μεταξύ άλλων) και για την επιμέτρηση της ποινής 34. Η αποδέσμευση του ποινικού δικαστή από το περιεχόμενο της κατηγορίας υπαγορεύεται και από τον υποθετικό χαρακτήρα του αντικειμένου της ποινικής δίκης. Η ποινική κατηγορία περιγράφει αβέβαια πραγματικά περιστατικά, τη συνδρομή ή μη των οποίων καλείται να εξακριβώσει το ποινικό δικαστήριο 35. Ο Εισαγγελέας απλώς πιθανολογεί τη διωκομένη πράξη, διότι αφενός δεν διαθέτει τις αποδεικτικές δυνατότητες ούτε την αμεσότητα της αντίληψης του ποινικού δικαστηρίου και αφετέρου δεν είναι σε θέση κατά το πρόωρο στάδιο της ποινικής δίωξης να αποκρυσταλλώσει με ακρίβεια την εικόνα της πράξης ούτε πολύ περισσότερο να προγνώσει πώς ακριβώς θα διαμορφωθεί αυτή μετά τη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης 36. Θα ήταν επομένως αδόκιμο να εξοπλισθούν με απόλυτη δεσμευτικότητα τα υποθετικά και αβέβαια πραγματικά περιστατικά του κατηγορητηρίου, τα οποία διατυπώνονται επί τη βάσει του ισχνού αποδεικτικού υλικού, που είχε στη διάθεσή του ο Εισαγγελέας κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης. 31. Βλ. και Wolter, GA 1986, 152. 32. Bertel, 81, Spinellis, 49, Καλφέλης, 69, έδες, 211. 33. ιευκρινίζεται ότι το ζήτημα σε ποιό βαθμό το ποινικό δικαστήριο δεσμεύεται από το περιεχόμενο της κατηγορίας δεν είναι σύμφυτο με το ισχύον κατηγορητικό σύστημα, αφού θα είχε λόγο ύπαρξης και σε άλλα συστήματα, όπου η κατηγορία διατυπώνεται από το ίδιο το δικαστήριο. 34. Πρβλ. Βüchner, 139, Bertel, 112. 35. Büchner, 121. Για τον υποθετικό χαρακτήρα του αντικειμένου της ποινικής δίκης βλ. γενικώτερα Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες 44, Spinellis, 59, έδες, 39. 36. Spinellis, 62, Büchner, 129. 8

Η σημασία και η φύση της δικονομικής πράξης Μία απολύτως δεσμευτική κατηγορία θα καθίστατο προσαρμόσιμη στα πορίσματα της αποδεικτικής διαδικασίας, μόνο αν η κατηγορούσα αρχή φρόντιζε προληπτικά να συμπεριλάβει στο κατηγορητήριο όλες τις περιστάσεις, υπό τις οποίες πιθανολογείται ότι έλαβε χώρα η εγκληματική συμπεριφορά, έτσι ώστε να καλύπτονται από το γράμμα της κατηγορίας όλα τα πιθανά πορίσματα της διερευνητικής δραστηριότητας του δικαστηρίου 37. Αν λ.χ. ο Εισαγγελέας εικάζει ότι ίσως προκύψει κατά την πορεία της ποινικής δίκης ότι ο κατηγορούμενος δεν τέλεσε το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη, αλλά κάποιο άλλο συγγενές (π.χ. αποδοχή προϊόντων εγκλήματος αντί της κλοπής), θα ώφειλε να εντάξει στο κατηγορητήριο διαζευκτικώς και τα δύο εγκλήματα, προκειμένου να παρασχεθεί στο δικαστήριο η ευχέρεια επιλογής ενός εξ αυτών. Με το ίδιο σκεπτικό θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στο κατηγορητήριο όλες οι πιθανές συνθήκες τέλεσης του εγκλήματος, έτσι ώστε το δικαστήριο να εξειδικεύσει εν συνεχεία ελεύθερα τις περιστάσεις της εγκληματικής συμπεριφοράς χωρίς να υπερβαίνει το (ανελαστικό) πλαίσιο της κατηγορίας. Η προληπτική εγγραφή στο ανελαστικό κατηγορητήριο όλων των υποψηφίων εγκλημάτων ή όλων των πιθανών περιστάσεων της εγκληματικής συμπεριφοράς επιτρέπει την απρόσκοπτη άσκηση του διερευνητικού καθήκοντος, με αντίτιμο όμως τη «χαλαρότητα» και ασάφεια κατά τη διατύπωση της κατηγορίας κατά παράβαση της απαίτησης του άρθρου 321 παρ. 1 δã ΚΠ για ακριβή περιγραφή της διωκόμενης πράξης. Επομένως η απόλυτη δέσμευση από το περιεχόμενο της κατηγορίας, πέραν του ότι αποδυναμώνει το διερευνητικό καθήκον, φαλκιδεύει και την ίδια την κατηγορητική αρχή, καθώς υποβαθμίζει το δείκτη ακριβείας της κατηγορίας. Η εξουσία του ποινικού δικαστηρίου να αποκλίνει από τις παραδοχές του κατηγορητηρίου μπορεί να θεμελιωθεί και με τη σκέψη ότι, όταν διίστανται οι απόψεις του ποινικού δικαστηρίου και του Εισαγγελέα υπερισχύει η άποψη του πρώτου 38. Τέτοια διάσταση απόψεων καταγράφεται και όταν το δικαστήριο συμφωνεί μεν κατ αποτέλεσμα με τον Εισαγγελέα ότι η διωκομένη πράξη έχει τελεσθεί, δέχεται όμως ότι στοιχειοθετείται κάποιο άλλο έγκλημα ή ότι η εγκληματική συμπεριφορά έλαβε χώρα υπό διαφορετικές συνθήκες. Αν ο δικαστής παρέμενε δέσμιος του περιεχομένου του κατηγορητηρίου, καταδικαστική απόφαση θα μπορούσε να εκδοθεί, μόνον εφόσον επαληθεύεται το σύνολο των στοιχείων του. Μία τέτοια συνέπεια - πέραν του ότι θα υπονόμευε το διαγνωστικό καθήκον - θα καταπατούσε την αρχή της ηθικής απόδειξης, αφού το δικαστήριο θα ήταν υποχρεωμένο να εκδώσει αθωωτική απόφαση για την πράξη, που περιγράφεται στην κατηγορία, παρά την ενδόμυχη πεποίθησή του ότι ο κατηγορούμενος έχει 37. Bertel, 103. 38. Τούτο οφείλεται στο ότι η κατηγορητική αρχή έχει αφαιρέσει από τον ποινικό δικαστή μόνο την πρωτοβουλία για την έναρξη της ποινικής δίκης όχι όμως και την τελική κρίση επί της κατηγορίας. Για την υπεροχή του δικαστηρίου έναντι της διωκτικής αρχής βλ. Paeffgen, GS Heinze, 630. 9

τελέσει την πράξη, έστω και υπό διαφορετικές περιστάσεις 39. Μόνο αν για την ποινική καταδίκη απαιτείτο σύμφωνη γνώμη ικαστή και Εισαγγελέα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το δικαστήριο οφείλει να απαντήσει μονοσήμαντα (αθώος ή ένοχος) στην κατηγορία, όπως αυτή εισάγεται από τον Εισαγγελέα χωρίς κανένα περιθώριο παρέκκλισης από αυτήν 40. Οι προηγούμενες σκέψεις κατοχυρώνουν το συμπέρασμα ότι η αποδέσμευση του δικαστηρίου από το περιεχόμενο της κατηγορίας επιβάλλεται, όχι μόνο επειδή απορρέει από το διερευνητικό καθήκον, αλλά και επειδή εξασφαλίζει τη λειτουργικότητα της κατηγορητικής αρχής. ΙV. Η δικαιολογητική βάση του δεδικασμένου Α. Ουσιαστική δικαιοσύνη versus ασφάλεια δικαίου 1. Οι έννοιες Συχνά αναφέρεται ότι η αρχή ne bis in idem 41 αποτελεί πεδίο αναμέτρησης δύο αρχών, της ουσιαστικής δικαιοσύνης από τη μια μεριά και της ασφάλειας δικαίου από την άλλη 42. Η σύγκρουση αυτών των δύο αρχών σφραγίζει ανεξίτηλα τη φυσιογνωμία του δεδικασμένου και αναπόφευκτα αντανακλά στο εύρος της δικονομικής πράξης, από το οποίο εξαρτάται το πεδίο εφαρμογής της αρχής ne bis in idem. Η αρχή της ουσιαστικής δικαιοσύνης ικανοποιείται, όταν η εκδιδόμενη απόφαση είναι δίκαιη και ορθή με τα κριτήρια του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, όταν δηλαδή ανταποκρίνεται στην αλήθεια και συλλαμβάνει πλήρως το μέγεθος της ενοχής του υπαιτίου 43. Η ασφάλεια δικαίου είναι έννοια πολύπλευρη και ασαφής, αναλύεται δε σύμφωνα με την ορολογία του Theodor Geiger 44 σε δύο συνιστώσες: Στη βεβαιότητα του προσανατολισμού (Orientierungssicherheit) και στη βεβαιότητα της πραγμάτωσης του δικαίου (Realisierungssicherheit). H πρώτη αναφέρεται στη δυνατότητα κάθε πολίτη να προσανατολίζει τη συμπεριφορά του στις επιταγές του δικαίου, εκφράζεται δε στην περιοχή του δεδικασμένου με την προσδοκία του κατηγορουμένου ότι με την αμετάκλητη ποινική απόφαση κρίθηκε τελειωτικά η εγκληματική συμπεριφορά του 45. Η δεύτερη συ- 39. Πρβλ. Glaser, GS 36 (1884), 95. 40. Πρβλ. Βertel, 101. 41. Ο λατινικός όρος προδίδει ότι η απαγόρευση αυτή ήταν ήδη γνωστή στο ρωμαϊκό δίκαιο και αποτελεί σύμπτυξη του πλήρους ορισμού: bis de eadem re ne sit actio. 42. Βλ. σχετικά Henkel, Strafverfahrensrecht, 100 I, 384, Baumann, Grundbegriffe, 119, Oehler, FS Rosenfeld, 139, Achenbach, ZStW 87 (1975), 85, Neuhaus, 160 επ., Radtke, 38 επ., Wolter, GA 1986, 150, Παπαδόπουλος, ΕΕπΑρμ 1985, 59, 60. 43. Neuhaus, 153, Radtke, 40 με περαιτέρω παραπομπές. 44. Vorstudien, 101. 45. Βλ. Henkel, 443. 10