ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΩΝ ΒΟΣΚΟΜΕΝΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ ΕΚΤΑΣΕΩΝ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ (G.I.S.) ΣΕ 7 Δ. ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ ΤΩΝ Ν. ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Περίληψη Περιστέρα Κουράκλη, Δημήτρης Χουβαρδάς και Βασίλειος Π. Παπαναστάσης Εργαστήριο Λιβαδικής Οικολογίας, Τμήμα Δασολογίας & Φυσικού Περιβάλλοντος (286) Α.Π.Θ. 54124 Θεσσαλονίκη e-mail: perry@for.auth.gr Οι βοσκόμενες δασικές εκτάσεις αποτελούν βασικό και πολύτιμο φυσικό πόρο της Ελλάδας, αφού καταλαμβάνουν ποσοστό περίπου 40% της συνολικής έκτασης της χώρας. Η αειφόρος διαχείριση και ανάπτυξή τους προϋποθέτει την πλήρη και λεπτομερή απογραφή αυτών των εκτάσεων. Η απογραφή αυτή είναι δυνατό να γίνει με σύγχρονες μεθόδους καταγραφής και αποτύπωσης που παρέχονται από τα προγράμματα των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (G.I.S.) και μέσα από τους ορθοφωτοχάρτες, τους εδαφολογικούς, βιοκλιματικούς και γεωλογικούς χάρτες, καθώς και τις εργασίες υπαίθρου. Η μέθοδος αυτή εφαρμόστηκε σε 7 Δημοτικά Διαμερίσματα (Δ. Δ) των Νομών Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης (Αγία Παρασκευή, Γαλαρινός, Σουρωτή, Γαλάτιστα, Λιβάδι, Περιστερά, Χορτιάτης). Η ελάχιστη μονάδα απογραφής ήταν 100 στρέμματα. Κάθε μονάδα κατατάχτηκε σε συγκεκριμένη κατηγορία παραγωγικότητας, δηλαδή συγκεκριμένη ποιότητα τόπου, λιβαδική κατάσταση, υψομετρική ζώνη, βιοκλιματικό όροφο, βιοκλιματικό χαρακτήρα και εδαφικό τύπο. Συνολικά, οι κατηγορίες που προέκυψαν ήταν: μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις (δασολίβαδα), θαμνολίβαδα αείφυλλων και φυλλοβόλων πλατύφυλλων, ποολίβαδα και εγκαταλειμμένοι αγροί. Οι πληροφορίες αυτές ενταγμένες σε διάφορα επίπεδα των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών αποτελούν μια δυναμική βάση δεδομένων, η οποία μπορεί να εμπλουτίζεται συνεχώς, δίνοντας έτσι δυνατότητα διαχρονικής παρακολούθησης και καταγραφής των μελλοντικών αλλαγών των δασικών εκτάσεων των Δ. Δ. INVENTORY AND MAPPING OF GRAZED RANGELANDS BY USING GEOGRAPHIC INFORMATION SYSTEMS (G.I.S.) IN 7 MUNICIPALITY DISTICTS AT THE PREFECTURES HALKIDIKI AND THESSALONIKI Peristera Kourakly, Dimitris Houvardas and Vasilios P. Papanastasis Laboratory of Rangelands Ecology, Forestry and Natural Environment School (286) AUTh 54124 Thessaloniki, Greece e-mail: perry@for.auth.gr Abstract Rangelands are an essential natural resource of Greece, occupying almost 40% of the country. Sustainable management of rangelands demands complete and detailed inventory effort. This can be achieved by the means of modern technology; Geographical Information Systems (G.I.S.) combining information from orthophotomaps, soil, bioclimate and geological maps and field work strongly contribute to such effort. A G.I.S. approach was applied at 7 Municipality Districts (M.D.) of Chalkidiki and Thessaloniki Prefectures (Agia Paraskevi, Galarinos, Souroti, Galatista, Livadi, Peristera, and Hortiatis). The minimum cartographical unit was set to 10 ha. Each inventory unit was classified into a production class; each unit representing a specific site quality, range condition, elevation zone, bioclimatic characteristics, and soil type. The produced inventory units were: open forests, evergreen and deciduous shrublands, grasslands and abandoned fields. GIS databases are of dynamic nature and its strength can be progressively enhanced by acquiring new data, being a valuable tool for future monitoring and inventory efforts of the forested lands. 1
Λέξεις κλειδιά: απογραφή, βοσκόμενες δασικές εκτάσεις, λιβάδια, Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (Γ.Σ.Π.) Key words: inventory, rangelands, Geographic Information Systems (G.I.S.) 1 Εισαγωγή Τα λιβάδια είναι φυσικά οικοσυστήματα, που καλύπτονται από ποώδη ή θαμνώδη βλάστηση και παράγουν βοσκήσιμη ύλη για τα αγροτικά και τα άγρια ζώα, ενώ παράλληλα προσφέρουν και άλλα αγαθά και υπηρεσίες (Παπαναστάσης και Νοϊτσάκης, 1992). Υπάγονται στις δασικές εκτάσεις, επειδή προέρχονται από δάση τα οποία, σε κάποια στιγμή της ιστορίας τους, υποβαθμίστηκαν εξαιτίας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων (π.χ. πυρκαγιές, λαθροϋλοτομίες) και μετατράπηκαν σε βοσκόμενες εκτάσεις. Πρόκειται, κατά συνέπεια για κοινά φυσικά οικοσυστήματα. Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, παρόλο που καταγράφει τα λιβάδια ως το μεγαλύτερο χερσαίο πόρο της χώρας, δεν παρέχει επαρκείς πληροφορίες σχετικές με την έκταση και την παραγωγικότητά τους. Τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να καταγράφεται η Ελλάδα με το Εθνικό Κτηματολόγιο, αλλά οι διαδικασίες του είναι πολύ αργές και αφορούν αποκλειστικά το μέγεθος των μονάδων κάλυψης/ χρήσης γης. Η πρώτη σοβαρή απογραφή των λιβαδιών έγινε από το πρόγραμμα ανάπτυξης της Δασοπονίας της Βόρειας και Δυτικής Ελλάδας, που χρηματοδοτήθηκε από τη Διεθνή Τράπεζα κατά τα έτη 1980-1984. Στο πρόγραμμα αυτό περιλήφθηκε η εκπόνηση ενός πρότυπου προγράμματος για την ανάπτυξη των λιβαδιών σε δέκα Κοινότητες της Κεντροδυτικής Μακεδονίας. Μετά ακολούθησαν αντίστοιχες μελέτες προκαταρτικής απογραφής των βοσκόμενων δασικών εκτάσεων από τον Τομέα Λιβαδοπονίας του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης στους Νομούς Δράμας (Παπαναστάσης και άλλοι, 1986), Ξάνθης (Πλατής και Τεπελή, 1989) και Ροδόπης (Παπαναστάσης και Πλατής, 1989), χωρίς τη δυνατότητα διαχρονικής ενημέρωσης και εφαρμογής σε εθνικό επίπεδο. Πρόσφατα, στο Μενοίκιο Όρος (Πλατής και άλλοι, 1997) και στη λεκάνη Μυγδονίας (Πλατής και άλλοι, 1998) συνεχίστηκε το συγκεκριμένο πρόγραμμα με τη χρήση σύγχρονων μεθόδων, όπως είναι τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (G.I.S.), ως εργαλείων ορθότερης, γρηγορότερης και ακριβέστερης μεθόδου απογραφής των λιβαδικών πόρων (Cowen et al., 1995). 2 Υλικά και μέθοδοι Επιλέχτηκαν και απογράφηκαν οι λιβαδικές εκτάσεις 7 Δ. Δ. (Αγία Παρασκευής, Γαλαρινού, Σουρωτής, Γαλάτιστας, Λιβαδιού, Περιστεράς, Χορτιάτης) στα σύνορα των Νομών Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής. Τα συγκεκριμένα Δ. Δ. έχουν μακροχρόνια κτηνοτροφική παράδοση και περιλαμβάνουν σημαντικές λιβαδικές εκτάσεις. Βάση για την επιλογή των εκτάσεων απογραφής των Δημοτικών Διαμερισμάτων αποτέλεσαν οι ορθοφωτοχάρτες κλίμακας 1:20000 του Υπουργείου Γεωργίας. Οι ορθοφωτοχάρτες συντάχτηκαν το 1984 από τη Δασική Υπηρεσία πάνω σε υπόβαθρο αεροφωτογραφιών του 1979. Οι κατηγορίες που επιλέχτηκαν να χαρτογραφηθούν, γιατί ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις της απογραφής (Παπαναστάσης και Πλατής, 1989), ήταν οι εξής: 1) Οι εγκαταλειμμένες γεωργικές εκτάσεις (Εγ) για περισσότερα από 5 έτη, 2) Οι βοσκότοποι (Β), δηλαδή οι εκτάσεις που καλύπτονται κατά 90% περίπου με ποώδη βλάστηση, 3) Οι θαμνότοποι (Θ), δηλαδή οι θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων ειδών με ύψος όχι μεγαλύτερο από 5 μέτρα, 4) Οι θαμνότοποι (Θφ), δηλαδή οι θαμνώνες φυλλοβόλων πλατύφυλλων ειδών που το ύψος τους δεν υπερβαίνει τα 5 μέτρα και 5) Οι δασικοί τόποι, με συγκόμωση 10 40% και κλάση όγκου 1 100 κ.μ./ εκτάριο. Από τους ορθοφωτοχάρτες δεν περιελήφθησαν στην απογραφή οι δασικές εκτάσεις με συγκόμωση πάνω από 40 % και κλάση όγκου μεγαλύτερη από 100 κ.μ./ εκτάριο. Οι εκτάσεις αυτές θεωρήθηκαν ότι αποτελούν δάση και όχι δασικές εκτάσεις. Επίσης, ως ελάχιστη χαρτογραφική μονάδα ορίσθηκε στα 100 στρέμματα, γιατί δε θα μπορούσαν να αποτελέσουν ξεχωριστό αντικείμενο διαχείρισης μικρότερες μονάδες. 2
Ως κριτήριο ταξινόμησης των παραπάνω εκτάσεων χρησιμοποιήθηκε η κυριαρχούσα βλάστηση, η οποία αποτελεί τη βάση στις ταξινομήσεις των εκτάσεων για λιβαδοπονικούς σκοπούς (Papanastasis, 1989). Βασική μονάδα ταξινόμησης ήταν το «λιβάδι». Κάθε λιβάδι ταξινομήθηκε σε τύπους και σειρές (Wegner, 1984; Hunter and Paysen, 1986). Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκαν οι βιοκλιματικοί χάρτες της Ελλάδας (Μαυρομάτης, 1980) και οι εδαφολογικοί χάρτες (χάρτες γαιών και χάρτες γαιοικανότητας) του Υπουργείου Γεωργίας κλίμακας 1:50000 (Νάκος, 1992), με τη βοήθεια των οποίων προσδιορίσθηκαν, σε κάθε μονάδα απογραφής (λιβάδι) η έκταση και η παραγωγικότητα του. Ως παράμετροι της παραγωγικότητας εκτιμήθηκαν το βιοκλίμα, ο εδαφικός τύπος, η ποιότητα τόπου, η λιβαδική κατάσταση και η υψομετρική ζώνη των μονάδων (Παπαναστάσης και άλλοι, 1986). Οι ορθοφωτοχάρτες, ο βιοκλιματικός, οι τοπογραφικοί και οι εδαφολογικοί χάρτες μετατράπηκαν σε ψηφιακό αρχείο (Raster) με τη χρήση ψηφιακού σαρωτή (Scanner), ώστε να μετατραπούν σε κατάλληλη ηλεκτρονική μορφή για τη μετέπειτα επεξεργασία τους. Η ανάλυση που επιλέχτηκε ήταν τα 300 dpi (dots per inch), η οποία ήταν ικανοποιητική για τη μετέπειτα ψηφιακή επεξεργασία των χαρτών στο σύστημα συντεταγμένων ΕΓΣΑ 87. (Λιβιεράτος, και Φωτίου, 1998). Στους ψηφιακούς χάρτες καταγράφηκαν τα χωρικά τους δεδομένα με τη μέθοδο της ορατής ψηφιοποίησης πάνω στα σαρωμένα ψηφιακά υπόβαθρα των ψηφιακών χαρτών στην οθόνη του υπολογιστή και δημιουργήθηκε για καθένα από αυτά μια βάση δεδομένων μέσω του προγράμματος των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (G.I.S.) ArcGIS 8.1. Με το ίδιο πρόγραμμα καταστρώθηκε η τοπολογία των πολυγώνων των κατηγοριών της απογραφής και διορθώθηκαν τα λάθη της ψηφιοποίησης, ενώ έγινε και η τοπογραφική τοποθέτηση των ψηφιακών χαρτών των πολυγώνων των κατηγοριών της απογραφής με τον εδαφολογικό και τους βιοκλιματικούς χάρτες (Κουτσόπουλος και Ανδρουλακάκης 2003). Τα αρχικά απογραφικά δεδομένα, όπως αυτά προέκυψαν από την πρώτη ψηφιακή επεξεργασία των διαθέσιμων χαρτογραφικών δεδομένων, διορθώθηκαν στη συνέχεια με εργασίες υπαίθρου, που περιελάμβαναν την επίσκεψη σε όλες τις μονάδες απογραφής της απογραφόμενης περιοχής. Σε κάθε επίσκεψη χρησιμοποιήθηκαν ειδικά έντυπα απογραφής, όπου σε συγκεκριμένο αριθμό στάσεων έγιναν οι εξής επιμέρους εργασίες (Παπαναστάσης και άλλοι, 1986): 1) επαλήθευση των τύπων των λιβαδιών, 2) αναγνώριση των λιβαδικών σειρών, 3) αναγνώριση της ποιότητας τόπου, 4) αναγνώριση της λιβαδικής κατάστασης, 5) διορθωτικές εργασίες. Τα αποτελέσματα των εργασιών υπαίθρου χρησιμοποιήθηκαν για τη διόρθωση των ψηφιακών χαρτογραφικών δεδομένων και την ενημέρωση των βάσεων δεδομένων των ψηφιακών χαρτών. Οι τελικοί πίνακες της απογραφής παρήχθησαν μετά από κατάλληλη επεξεργασία των βάσεων δεδομένων των ψηφιακών χαρτών και την εισαγωγή τους στα λογιστικά φύλλα του προγράμματος Microsoft Excel. Τέλος, παρήχθη χάρτης με όλα τα δεδομένα της απογραφής. 3 Αποτελέσματα συζήτηση Η συνολική έκταση της απογραφόμενης περιοχής ήταν 284.153,17 στρέμματα. Προέκυψαν 528 χαρτογραφικές μονάδες, που καταλαμβάνουν 149722,72 στρέμματα ή το 52,69% της συνολικής έκτασης της περιοχής έρευνας. Οι μονάδες αυτές ομαδοποιήθηκαν σε πέντε τύπους και 15 σειρές (Πίνακας 1). Στην περιοχή, κυρίαρχο πέτρωμα είναι οι σχιστόλιθοι (64,08%). Ο χάρτης των λιβαδικών εκτάσεων της απογραφόμενης περιοχής δίνεται στην εικόνα 1. Αναλυτικά, το 20,82% των βοσκόμενων δασικών εκτάσεων ανήκει στην Ι ποιότητα τόπου, το 53,60% στη ΙΙ και το 25,59% στη ΙΙΙ ποιότητα τόπου. Η λιβαδική κατάσταση βρέθηκε κατά το μεγαλύτερο ποσοστό κακή (77,23%), ενώ οι εκτάσεις με καλή λιβαδική κατάσταση καταλαμβάνουν ένα πολύ μικρό ποσοστό (0,74%). Στη χαμηλή ζώνη βλάστησης (0-600 μ.) ανήκουν οι περισσότερες εκτάσεις (68,15%) και ακολουθούν οι εκτάσεις της ημιορεινής ζώνης βλάστησης (601 800 μ.) με 29,37%. Υπάρχουν τρεις βιοκλιματικοί όροφοι στην περιοχή (ύφυγρος με ψυχρό χειμώνα, ύφυγρος με χειμώνα δριμύ και ημίξηρος με ψυχρό χειμώνα) με επικρατέστερο τον ύφυγρο με ψυχρό χειμώνα με ποσοστό 47,34%. Ο βιοκλιματικός χαρακτήρας είναι κατά κύριο λόγο ασθενής μέσο- 3
μεσογειακός (79,53%) και υπομεσογειακός (17,03%), ενώ σε μικρό ποσοστό εμφανίζεται και ο έντονος μέσο-μεσογειακός (3,48%). Εικόνα 1. Χάρτης απογραφής βοσκόμενων δασικών εκτάσεων. Διακρίθηκαν πέντε τύποι, οι οποίοι είναι οι παρακάτω (Πίνακας 1): 1) Εγκαταλειμμένοι αγροί κατηγορία Εγ των ορθοφωτοχαρτών (9,3%), 2) Ποολίβαδα κατηγορία Β των ορθοφωτοχαρτών (9,1%), 3) Θαμνολίβαδα αείφυλλων ειδών κατηγορία Θ των ορθοφωτοχαρτών (72,6%), 4) Θαμνολίβαδα φυλλοβόλων ειδών κατηγορία Θφ των ορθοφωτοχαρτών (5,6%), 5) Δασολίβαδα κατηγορία δασικών τόπων με συγκόμωση 1 (10 40 %) και κλάση όγκου 1 (0 100 κ.μ./εκτάριο) των ορθοφωτοχαρτών (3,4%). 4
α/α Σειρές Πίνακας 1. Κατηγορίες και έκταση τύπων και σειρών. Εγκατ/μένοι αγροί 1 Χαμηλής ζώνης 14262,1 9,3 2 3 Θερμόβιων αγρωστωδών Ψυχρόβιων αγρωστωδών Ποολίβαδα Τύποι Θαμνολίβαδα αείφυλλων ειδών Θαμνολίβαδα πλατύφυλλων ειδών Δασολίβαδα Στρ/τα % Στρ/τα % Στρ/τα % Στρ/τα % Στρ/τα % 12402,4 8,3 1172,9 0,8 4 Πουρνάριου 103591,0 69,2 5 6 Οξύκεδρης αρκεύθου Ανατολικού γαύρου 5092,0 3,4 2202,8 1,5 7 Χνοώδους δρυός 3978,9 2,7 8 Αρμυρίκιου 2062,8 1,4 9 Χνοώδους δρυός 1187,6 0,8 10 Οξιάς 749,1 0,5 11 Τραχείας Πεύκης 125,5 0,1 12 Μαύρης Πεύκης 115,1 0,1 13 Δασικής Πεύκης 74,4 0,1 14 Πλάτανου 660,2 0,4 15 Καστανιάς 2046,1 1,4 Σύνολο 14262,1 9,3 13575,3 9,1 104764,3 72,6 8244,5 5,6 4842,9 3,4 Από τους 5 τύπους που διακρίθηκαν στην περιοχή, ο άριστος συνδυασμός της Ι ποιότητα τόπου με καλή λιβαδική κατάσταση εμφανίζεται σε περιορισμένη έκταση δύο τύπων, των εγκαταλειμμένοι αγρών (Δ. Δ. Χορτιάτη, 0,1%) και των ποολίβαδων (Δ.Δ. Λιβαδίου, Χορτιάτη και Γαλάτιστας, 0,6%). Ο κυρίαρχος λιβαδικός τύπος είναι τα θαμνολίβαδα αείφυλλων πλατύφυλλων θάμνων. Τα θαμνολίβαδα ανήκουν κυρίως στην ΙΙ ποιότητα τόπου (46,02%) με κακή λιβαδική κατάσταση (68,18%) ως αποτέλεσμα της μεγάλης πυκνότητας και του ύψους των θάμνων. Το γεγονός αυτό υποβαθμίζει τη λιβαδική αξία του συγκεκριμένου τύπου για τους σκοπούς της κτηνοτροφικής διαχείρισης. Επίσης, συνολικά διακρίθηκαν δεκαπέντε σειρές λιβαδικής βλάστησης (Πίνακας 1), από τις οποίες μια σειρά για τους εγκαταλειμμένους αγρούς, δυο για τα ποολίβαδα, δυο για τα θαμνολίβαδα αείφυλλων ειδών, τρεις για τα θαμνολίβαδα φυλλοβόλων ειδών και επτά για τα δασολίβαδα. Η μεγαλύτερη σε έκταση σειρά είναι του πουρναριού (69,19%) και ακολουθούν οι σειρές των εγκαταλειμμένων αγρών χαμηλής ζώνης (9,3%), των ποολίβαδων θερμόβιων αγρωστωδών (8,28%), των θαμνολίβαδων της οξύκεδρης αρκεύθου (3,40%), της χνοώδους δρυός (2,7%), του ανατολικού γαύρου (1,47%), του αρμυρικιού (1,38%), των δασολίβαδων της καστανιάς (1,37%), των ποολίβαδων ψυχρόβιων αγρωστωδών (0,78%), των δασολίβαδων της οξιάς (0,50%) των δασολίβαδων του πλατανιού (0,40%), ενώ οι υπόλοιπες σειρές έχουν μικρότερη έκταση των 500 στρ. Οι καλύτερες σειρές από άποψη παραγωγικότητας (βιοκλίμα, εδαφικός τύπος, ποιότητα τόπου, λιβαδική κατάσταση και υψομετρική ζώνη) είναι των εγκαταλειμμένων αγρών της χαμηλής ζώνης, των ποολίβαδων της χαμηλής και υψηλής ζώνης, των δασολίβαδων της χνοώδους δρυός, της καστανιάς και της οξιάς. Μεταξύ των πέντε Δημοτικών Διαμερισμάτων της απογραφόμενης περιοχής, τα Δ. Δ. Αγίας Παρασκευής και Γαλαρινού εμφανίζουν το μεγαλύτερο ποσοστό εκτάσεων με άριστη ποιότητα 5
τόπου (50,4% και 49,3% επί της συνολικής τους έκτασης), ενώ τα Δ. Δ. Λιβαδίου και Γαλάτιστας τα μεγαλύτερα ποσοστά άριστης λιβαδικής κατάστασης (1,7% και 1,3% επί της συνολικής τους έκτασης). Συνολικά, το Δ. Δ. του Χορτιάτη είναι αυτό που συνδυάζει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις παραμέτρους της λιβαδικής παραγωγικότητας, αντίθετα το Δ. Δ. Σουρωτής εμφανίζει το χειρότερο συνδυασμό. 4 Συμπεράσματα Τα κύρια συμπεράσματα της έρευνας είναι τα εξής: 1. Τα 7 Δημοτικά Διαμερίσματα της απογραφόμενης περιοχής διαθέτουν σημαντικές βοσκόμενες δασικές εκτάσεις, οι οποίες καλύπτουν περίπου τα μισό της συνολικής έκτασης. Υπάρχει μεγάλη διακύμανση από μονάδα σε μονάδα απογραφής και η γενική κατάσταση των πόρων αυτών είναι μέτρια ως κακή. 2. Τα θερινά λιβάδια (ορεινές περιοχές) είναι λιγότερα από τα χειμερινά (ημιορεινές και πεδινές περιοχές). Η περιοχή είναι υπερβοσκημένη και η λιβαδική κατάσταση της δεν είναι καλή σε σχέση με το παραγωγικό δυναμικό της περιοχής, όπως αυτό εκφράζεται από την ποιότητα τόπου στο σύνολό της. 3. Ο κυρίαρχος λιβαδικός τύπος είναι τα θαμνολίβαδα αείφυλλων ειδών με επικρατούσα σειρά τη σειρά του πουρναριού. Τα θαμνολίβαδα ανήκουν κυρίως στην ΙΙ ποιότητα τόπου με κακή λιβαδική κατάσταση. Το γεγονός αυτό υποβαθμίζει τη λιβαδική αξία του συγκεκριμένου τύπου για τους σκοπούς της κτηνοτροφικής διαχείρισης. 4. Τα 7 Δ. Δ. παρουσιάζουν ποικιλότητα ως προς τα επιμέρους λιβαδικά χαρακτηριστικά τους. Η μικρότερη ποικιλότητα εντοπίζεται στην Αγία Παρασκευή και τη Σουρωτή, ενώ η υψηλότερη στο Χορτιάτη. 5. Από τα 7 Δ. Δ., ο Χορτιάτης εμφανίζει τον καλύτερο συνδυασμό καλύτερων παραγωγικών παραμέτρων. 6. Τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (G.I.S.) μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην απογραφή των βοσκόμενων δασικών εκτάσεων, δίνοντας παράλληλα και εξειδικευμένες πληροφορίες με το συνδυασμό των επιπέδων πληροφοριών της βάσης τους. Επιπλέον, η βάση δεδομένων των γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών είναι μια δυναμική βάση, που μπορεί να εξελίσσεται με το χρόνο, δίνοντας δυνατότητα παρακολούθησης και καταγραφής των αλλαγών που υφίσταται η περιοχή. 5 Αναγνώριση βοήθειας Στην παρούσα εργασία, ήταν ουσιαστική η συμβολή του Ερευνητή του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης Δρ. Παναγιώτη Πλατή, αλλά και των M.Sc. Δασολόγων Περιβαλλοντολόγων: Κατερίνα Ιώβη, Κατερίνα Βασιλάκη, Αδαμαντία Σκαρλάτου, Δήμητρα Σίρκου, Άννα Σιδηροπούλου, Νίκου Μυξαφέντη και Ευθύμιου Ντάφου. 6 Βιβλιογραφία Κουτσόπουλος Κ. και Ν. Ανδρουλακάκης, 2003: Εφαρμογές Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών με ARCGIS. Εκδόσεις Παπασωτηρίου. Λιβιεράτος Ε. και Α. Φωτίου, 1998: Ελλειψοειδείς Γεωδαισία και Γεωδαιτικά Δίκτυα. 2 η έκδοση. Εκδόσεις Ζήτη. Θεσσαλονίκη Μαυρομάτης Γ., 1980: Το βιοκλίμα της Ελλάδος. Σχέσεις κλίματος και φυσικής βλάστησης, βιοκλιματικοί χάρτες. Ι. Δ. Ε. Α. Αθήναι. Παπαναστάσης Β. και Π. Πλατής, 1989: Βοσκόμενες δασικές εκτάσεις Νομού Ξάνθης. Πρόγραμμα Απογραφής Βοσκοτόπων Βόρειας Ελλάδας Δελτίο Νο 2, Ι.Δ.Ε.Θ. 6
Παπαναστάσης Β. και Π. Πλατής, 1989: Βοσκόμενες δασικές εκτάσεις Νομού Ροδόπης. Πρόγραμμα Απογραφής Βοσκοτόπων Βόρειας Ελλάδας Δελτίο Νο 3, Ι.Δ.Ε.Θ. Παπαναστάσης Β., Π. Πλατής, Γ. Χαλυβόπουλος και Α. Τεπελή Μάλαμα, 1986: Βοσκόμενες δασικές εκτάσεις Νομού Δράμας. Πρόγραμμα Απογραφής Βοσκοτόπων Βόρειας Ελλάδας Δελτίο Νο 1, Ι.Δ.Ε.Θ. Πλατής Π., Ι. Μελιάδης Θ. Παπαχρήστου και Β. Παπαναστάσης, 1997: Έρευνα για την κατάρτιση συστήματος απογραφής, ταξινόμησης, αξιολόγησης και χαρτογράφησης βοσκόμενων δασικών εκτάσεων Μενοίκιου Όρους Ν. Δράμας για προσδιορισμό της παραγωγικότητας. Αειφορική Αξιοποίηση Λιβαδιών και Λειμώνων. Επιμ. Έκδοσης Β. Παπαναστάσης. Α Πανελλήνιο Λιβαδοπονικό Συνέδριο, Δράμα 6 8 Νοεμβρίου 1996, 4, 37 45. Πλατής Π., Ι. Μελιάδης και Β. Παπαναστάσης, 1998: Απογραφή, ταξινόμηση και αξιολόγηση των βοσκόμενων δασικών εκτάσεων λεκάνης Μυγδονίας. Γεωτ. Επιστ. Θέματα τόμος 9, 4, 71-80. Πλατής Π., Παπαχρήστου Θ. και Ι. Μελιάδης, 1997: Τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών στη διαχείριση των βοσκόμενων δασικών εκτάσεων. Χρήση και Αξιολόγηση των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών στη Δασοπονία. Επιμ. Έκδοσης ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.. Πρακτικά Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 8-9 Σεπτεμβρίου 1997, σελ. 23-29. Cowen D., J. Jensen, P. Bresuahan, G. Ehler, D. Graves, X. Huang, C. Wiesner and E. Mackey, 1995: The design and Implementation of an Integrated Geographic Information System for Environmental Applications. Photogr. Engin. And Remote Sensing, Vol LXI, 11, 1393 1404. Hunter C. and E. Paysen, 1986: Vegetation classification system in California, user s guide. USDA- Forest Service. P.S.W. Forest and Range Exp. Stat. General Techn. Rep. PSW-94. Papanastasis V., 1989: Rangeland survey in Greece. Herba, 2, 17-20. Wenger K., 1984: Range Management and ecology. Forestry Hand Book. 2 nd edn. Wiley and Sons, USA. 7