Λευκωσία: Την ανάγκη ουσιαστικών µεταρρυθµίσεων στη δηµόσια εκπαίδευση τονίζει µε άρθρο του στον «Φιλελεύθερο της Κυριακής» ο πρύτανης του Πανεπιστηµίου Κύπρου, Κωνσταντίνος Χριστοφίδης, µε αφορµή τη µελέτη του προγραµµατος PISA (Programme for International Student Assessment) που αφορά στην ποιότητα της δηµόσιας εκπαίδευσης. Κρούει τον κώδωνα της αφύπνισης και κινητοποίησης για το επίπεδο της παρεχόµενης δηµόσιας εκπαίδευσης στην Κύπρο. Ολόκληρο το άρθρο Πολλές φορές συζητάµε και αντιπαρατιθέµεθα για την ποιότητα της δηµόσιας εκπαίδευσης στη χώρα µας και πώς αυτή συγκρίνεται µε εκπαιδευτικά συστήµατα τόσο στην Ευρώπη όσο και στον υπόλοιπο κόσµο. Οι περισσότερες αναπτυγµένες χώρες διαθέτουν δείκτες που µετρούν την ποιότητα και τα αποτελέσµατα της µαθησιακής διαδικασίας και µε οδηγούς αυτά τα αποτελέσµατα επιχειρούν να εφαρµόσουν καινοτοµίες ή και να βελτιώσουν την εκπαιδευτική τους πολιτική. Στην Κύπρο άραγε, όπου υπερηφανευόµαστε για την ποιότητα της δηµόσιας Πρωτοβάθµιας και Μέσης Εκπαίδευσης, τι συµβαίνει; Πώς συγκρινόµαστε µε άλλες χώρες; Σύµφωνα µε τη δηµοσιευµένη µελέτη του προγράµµατος PISA (Programme for International Student Assessment) για την περίοδο 2009-2012 µε τίτλο «Τι γνωρίζουν και τι µπορούν να κάνουν οι µαθητές - Μαθητική επίδοση στην Ανάγνωση, τα Μαθηµατικά και την Επιστήµη», τα αποτελέσµατα δεν φαίνεται να είναι και τόσο ευνοϊκά για τη χώρα µας. Σηµειώνεται ότι το εν λόγω πρόγραµµα αξιολογεί την ποιότητα και την ισότητα σχολικών συστηµάτων σε 70 χώρες, οι οποίες αποτελούν τα 9/10 της παγκόσµιας οικονοµίας. Το ενδιαφέρον είναι ότι το πρόγραµµα PISA αντιπροσωπεύει µια δέσµευση από τις συµµετέχουσες χώρες σε αυτό να παρακολουθούν τα αποτελέσµατα των εκπαιδευτικών συστηµάτων σε ένα προσυµφωνηµένο διεθνές πλαίσιο και, ακολούθως, παρέχει τη βάση για διεθνή συνεργασία ως προς τον καθορισµό και την εφαρµογή εκπαιδευτικής πολιτικής. Ας δούµε, όµως, πώς συγκρίνεται η Κύπρος µε τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που αξιολογήθηκαν στο πλαίσιο του προγράµµατος PISA αναφορικά µε τα ποσοστά υστέρησης στις τρεις κατηγορίες: Ανάγνωση, Μαθηµατικά, Επιστήµη (για το 2012). ΑΝΑΓΝΩΣΗ - Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα στην κατηγορία «Ανάγνωση» η Κύπρος συγκαταλέγεται ανάµεσα στις τρεις τελευταίες χώρες που αξιολογήθηκαν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.). Και ενώ ο µέσος συνολικός όρος υστέρησης στην Ανάγνωση για την Ε.Ε. είναι το 17,8%, η Κύπρος παρουσιάζει πολύ υψηλότερο ποσοστό υστέρησης στην κατηγορία της «Ανάγνωσης» που φτάνει µέχρι το 33% (δηλ. 1 στους 3 µαθητές).
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ - Στην κατηγορία «Μαθηµατικά» η επίδοση των µαθητών της Κύπρου είναι ακόµα χειρότερη, κατατάσσοντας τη χώρα στην προτελευταία θέση, µε συνολικό ποσοστό υστέρησης της τάξης του 42%, όταν στην Ε.Ε. το ποσοστό αυτό είναι µόνο 22,1%. ΕΠΙΣΤΗΜΗ - Και, τέλος, βλέπουµε το πλέον απογοητευτικό αποτέλεσµα αναφορικά µε την υστέρηση στην κατηγορία «Επιστήµη», όπου η Κύπρος εµφανίζεται στην τελευταία θέση µε ποσοστό 38% έναντι του συνόλου της Ε.Ε. που ανέρχεται στο 16,6%.
Αυτά τα αποκαρδιωτικά αποτελέσµατα για το επίπεδο των µαθητών µας αποτελούν χαστούκι στο δηµόσιο εκπαιδευτικό σύστηµα και θα έπρεπε να µας προβληµατίσουν βαθύτατα αντί να πανηγυρίζουµε για σκόρπιες εκπαιδευτικές µεταρρυθµίσεις και την ενδεχόµενη κατάργηση του καταλόγου διοριστέων το 2027! εν είναι µεταρρύθµιση η αδράνεια απέναντι στις προκλήσεις, η ατολµία, η αποποίηση ευθυνών, η σπατάλη του κρίσιµου χρόνου, η αναβλητικότητα, ο εφησυχασµός έτσι ώστε να µην ενοχλείται κανένας, να µην αποκαλύπτονται τα προβλήµατα και να µην υπάρχει, επιφανειακά, κανένα κόστος. Τη στιγµή που θέλουµε να προτάξουµε το επιχείρηµα µιας χώρας υπό ανάπτυξη, µιας χώρας άριστων υπηρεσιών και προόδου, πώς µπορούµε να µένουµε άπραγοι όταν γνωρίζουµε την ύπαρξη των χαµηλών αυτών ποσοστών στα εν λόγω γνωστικά αντικείµενα; Χρειάζεται, σαφέστατα και άµεσα, µια ολική µεταρρύθµιση του εκπαιδευτικού συστήµατος της χώρας µας. Να µάθουµε από τις καλές πρακτικές άλλων χωρών και να καταλήξουµε σε εκείνες που µπορούν να εφαρµοστούν στη χώρα µας, µε την αρωγή εµπειρογνωµόνων που έχουν διεθνή πείρα, και όχι να αναλωνόµαστε σε αναπαραγωγή σχεδίων, των ίδιων προσώπων, των ίδιων ιδεών. Τι συµβαίνει µε τους χιλιάδες εκπαιδευτικούς στα σχολεία και µε τους τόσους ακόµα που βρίσκονται µε απόσπαση σε διάφορες θέσεις στο Υπουργείο Παιδείας και αλλού; Πώς µπορούµε να αξιοποιήσουµε µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους και πώς να αποβάλλουµε από το σύστηµα όλους εκείνους που δεν είναι σε θέση να βοηθήσουν τα παιδιά µας; Πολύ θα ήθελα να δω µια σοβαρή προσέγγιση του θέµατος και από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις της χώρας µας. Να δούµε επιτέλους, ρεαλιστικές και εµπεριστατωµένες προτάσεις από τα επίσηµα όργανα των εκπαιδευτικών και του αρµόδιου Υπουργείου. Είναι καιρός για δράση για να αντιστρέψουµε τη χαµηλή µας κατάταξη πριν να είναι πολύ αργά. εν µπορεί µια µικρή χώρα όπως είναι η Κύπρος, που βασίζεται κυρίως στο ανθρώπινο δυναµικό της, να αντέξει αυτά τα εξαιρετικά χαµηλά ποσοστά έναντι των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών. Φρονώ ότι ένα από τα µεγάλα προβλήµατα οποιασδήποτε προσπάθειας µεταρρύθµισης της ηµοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης είναι ότι το Υπουργείο τις συζητά µε τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Και αυτό γιατί οι οργανώσεις έχουν συµφέροντα που ενδεχοµένως συγκρούονται µε κάποιες από τις προτάσεις εκσυγχρονισµού και µεταρρύθµισης και, ως εκ τούτου, δεν µπορούν και δεν θα έπρεπε να
συµµετέχουν σε αυτό τον διάλογο. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελούν οι στρεβλώσεις του νέου ωρολογίου προγράµµατος, ως αποτέλεσµα των αντικρουόµενων συµφερόντων των κλάδων των εκπαιδευτικών. ιερωτώµαι πόσα εκατοµµύρια χάνονται σε ανθρωποώρες µε τον µεγάλο αριθµό εκπαιδευτικών που κατά καιρούς αποσπώνται στο Υπουργείο Παιδείας, καθώς και γιατί να χρειάζονται τόσες εκατοντάδες (;) σε απόσπαση. Επιπρόσθετα, απορίας άξιο είναι το πραγµατικό ποσό που δαπανάται για τις συνδικαλιστικές ώρες (δεκάδες συνδικαλιστές σε ΟΕΛΜΕΚ, ΟΛΤΕΚ και ΠΟΕ ) από τα χρήµατα του φορολογούµενου πολίτη, τη στιγµή που γνωρίζουµε ότι στις πλείστες ανεπτυγµένες χώρες αυτό το ποσό καλύπτεται από τις συνδροµές των µελών των οργανώσεων και όχι από τα χρήµατα του δηµοσίου. Όλα αυτά τα χρήµατα, σε πραγµατικό χρήµα ή ανθρωποώρες, δεν θα µπορούσαν άραγε να αξιοποιηθούν πιο αποτελεσµατικά για τη βελτίωση της εκπαιδευτικής µας πολιτικής; Στο πλαίσιο της διαφάνειας και της ορθής πληροφόρησης, πιστεύω πως µια σηµαντική πληροφορία, στην οποία θα έπρεπε να έχει πρόσβαση κάθε οικογένεια, είναι η διαφοροποίηση στα ποσοστά υστέρησης των µαθητών µας ανάµεσα στα παιδιά του δηµόσιου και του ιδιωτικού σχολείου. Θα ήταν πολύ χρήσιµο για την ορθή ενηµέρωση των πολιτών να δηµοσιοποιηθούν αυτές οι πληροφορίες από το Υπουργείο Παιδείας. Η χώρα µας ξοδεύει σχεδόν 1 δισ. ευρώ για την παιδεία. Και µην µπείτε στον πειρασµό να το συγκρίνετε µε άλλες χώρες. Φυσικά, όπως αναφέρεται και στην εν λόγω µελέτη, το ΑΕΠ κάθε χώρας επηρεάζει σηµαντικά την εκπαιδευτική επιτυχία, αλλά αυτό εξηγεί µόνο ποσοστό 6% της διαφοροποίησης στους µέσους όρους απόδοσης των µαθητών. Το υπόλοιπο 94% αντικατοπτρίζει τη δυνατότητα της δηµόσιας πολιτικής να κάνει τη διαφορά. Λαµπρό είναι το παράδειγµα της Σαγκάης-Κίνας, που βρίσκεται στην κορυφή κάθε κατηγορίας που εξετάζει το πρόγραµµα PISA, διαθέτοντας µέτριους οικονοµικούς πόρους και λειτουργώντας σε ένα ποικίλο κοινωνικό πλαίσιο. Παραταύτα, αν συγκρίνει κανείς τις δαπάνες των χωρών που βρίσκονται τελευταίες στην κατάταξη µαζί µε την Κύπρο, δηλαδή της Ρουµανίας και της Βουλγαρίας, η Κύπρος σαφώς δαπανά πολύ µεγαλύτερα ποσά. Συνεπώς, κάτι δεν κάνουµε καλά. Τα τελευταία χρόνια έχουµε δει πολλές φιλότιµες και αξιέπαινες προσπάθειες από πλευράς των εκάστοτε υπουργών του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισµού να εκσυγχρονίσουν την εκπαιδευτική πολιτική και να εισαγάγουν νέα συστήµατα που θα ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις και τις εξελίξεις της σύγχρονης κοινωνίας. υστυχώς, από ό,τι φανερώνουν οι εκάστοτε διεθνείς µελέτες, δεν έχουµε καταφέρει να βρούµε ακόµα εκείνο το σύστηµα που θα αξιοποιήσει µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο το ανθρώπινο δυναµικό και τα χρήµατα που επενδύονται κάθε χρόνο για τη ηµοτική και τη Μέση Εκπαίδευση. Τα συµπεράσµατα ποικίλλουν. Βεβαιότατα, χρειαζόµαστε µια νέα εκπαιδευτική πολιτική. Βεβαιότατα, χρειαζόµαστε νέα πρόσωπα για να µελετήσουν και να προτείνουν αυτή τη νέα εκπαιδευτική πολιτική, πέραν από συνδικαλιστικά, πολιτικά ή άλλης φύσεως συµφέροντα. Γιατί; Γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Γιατί δεν µπορούµε να συνεχίσουµε να επιτρέπουµε στα παιδιά µας να σέρνονται στις τελευταίες θέσεις των ευρωπαϊκών και διεθνών κατατάξεων. Μπορούµε; * Ο Κωνσταντίνος Χριστοφίδης είναι πρύτανης του Πανεπιστηµίου Κύπρου
Είσαι µέλος; Συνδέσου και σχολίασε