Το δίκτυο των οικισμών της Ελλάδας.

Σχετικά έγγραφα
Α.1.1.α.6 ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΛΟΙΠΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

Οικονομία. Η οικονομία του νομού Ιωαννίνων βασίζεται στην κτηνοτροφία, κυρίως μικρών ζώων, στη γεωργία και στα δάση. Η συμβολή της βιομηχανίας και

ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ. Αναστασία Στρατηγέα. Υπεύθυνη Μαθήματος

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΝ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΝ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Α τρίμηνο 2006

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΠΑΑ )

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Δ τρίμηνο 2005

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET19: ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET19: ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΡΑΜΑΣ

Η απασχόληση κατά κλάδο

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ, ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.

ηµογραφικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας στις περιφέρειες της Ελλάδας

ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ. Η ΠΕΤΑ Α.Ε. τηρεί το Μητρώο των Δημοτικών Επιχειρήσεων της Αυτοδιοίκησης Α

Αναπτυξιακό προφίλ της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας

Εισήγηση με θέμα: "Στρατηγικές ολοκληρωμένης χωρικής ανάπτυξης στην Περιφέρεια ΑΜ Θ Δυνατότητες αξιοποίησης των νέων εργαλείων του ΕΣΠΑ"

Διαχρονικές Τάσεις Απασχόλησης στην Κύπρο

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΦΟΡΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ - ΘΡΑΚΗΣ

2 Η απασχόληση στο εμπόριο: Διάρθρωση και εξελίξεις

Διαχρονικές Τάσεις Δεικτών Ανθρώπινου Δυναμικού στην Κύπρο: Συμμετοχή σε Εκπαίδευση και Κατάρτιση

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ Γ τρίµηνο 2007

Το Οικιστικό Δίκτυο της Κρήτης στον Χώρο και τον Χρόνο

ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΑΝΑΓΚΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΞΕΝΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Ειδικά Θέματα Δημογραφίας: Χωρικές Διαστάσεις Δημογραφικών Δεδομένων

Αναπτυξιακό προφίλ της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας

ΔΗΛΩΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΩΝ ΒΡΕΤΑΝΙΚΩΝ ΒΑΣΕΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 : ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET09: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΝΕΟΙ & ΜΙΣΘΩΤΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Μεταπτυχιακό Πρόγραµµα Πολεοδοµίας και Χωροταξίας Ακαδ. Έτος

Κατάταξη των Περιφερειών της Ζώνης Επιρροής IV της Εγνατίας Οδού 1,

ΘΕΜΑ ΕΞΑΜΗΝΟΥ «Το φαινόμενο της αστικοποίησης στο Δήμο Ζωγράφου»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

Διαχρονικές Τάσεις Δεικτών Ανθρώπινου Δυναμικού στην Κύπρο: Συμμετοχή σε Κατάρτιση

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Δ τρίμηνο 2009

Πειραιάς, 17 Σεπτεμβρίου 2009 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Β τρίμηνο 2009

Διαχρονικές Τάσεις Δεικτών Ανθρώπινου Δυναμικού στην Κύπρο: Συμμετοχή και Προσφορά στην Αγορά Εργασίας

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. Συμμετοχή σε Εκπαίδευση και Κατάρτιση

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET01: ΩΦΕΛΟΥΜΕΝΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ

ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Κ.Ε.) ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΥΨΗΛΗΣ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ (Ν. 4071/2012)

A. ΠΗΓΕΣ &ΜΕΛΕΤΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΩΝ ΤΑΣΕΩΝ ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

Εξελίξεις και προοπτικές της απασχόλησης

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ H ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ TOY ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ. Αναστασία Στρατηγέα. Υπεύθυνη Μαθήματος

Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης. Ειδικά Πλαίσια για. Βιομηχανία

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ. Μυτιλήνη, 16/06/2014 Α.Π. : οικ Προς: ΔΗΜΟΣ ΛΕΣΒΟΥ ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ T.

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ: Σύγκριση με Ευρωπαϊκή Ένωση ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

Μερική απασχόληση γυναικών

Κατάταξη των Περιφερειών της Ζώνης Επιρροής IV της Εγνατίας Οδού 1,

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 26 Απριλίου 2018 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΡΕΥΝΑ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΝ, ΕΤΟΥΣ 2016

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Κατάταξη των Περιφερειών της Ζώνης Επιρροής IV της Εγνατίας Οδού 1

Αναπτυξιακό προφίλ της Περιφέρειας Θεσσαλίας

Πίνακας 4.1 : Eργασιακά χαρακτηριστικά Εργατικό δυναµικό (άτοµα)

Διαχρονικές Τάσεις Δεικτών Ανθρώπινου Δυναμικού στην Κύπρο: Σύγκριση με Ευρωπαϊκή Ένωση

ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΠΟΣΟΣΤΟ ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΗΣ

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET03: ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ

plus Πειραματικό Γενικό Λύκειο Ηρακλείου Κρήτης Περιφερειακή Ενότητα Ηρακλείου Κατηγορία A: Μαθητές Γενικών και Επαγγελματικών Λυκείων

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ: Σύγκριση με Ευρωπαϊκή Ένωση ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

Η ΑΠΕΡΗΜΩΣΗ ΤΩΝ ΟΡΕΙΝΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20 0 ΑΙΩΝΑ Μ Ι Α Χ Α Ρ Τ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Κ Η Κ Α Τ Ο Π Τ Ε Υ Σ Η

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για μη εμπορικούς σκοπούς με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή (Παρατηρητήριο ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.).

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ B τρίµηνο 2004

Βασικές Αρχές Κατανομής

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ: Απασχόληση και Ανεργία ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓ. ΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ: Γ Τρίμηνο 2016 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 15 Δεκεμβρίου 2016

ΗΜΕΡΙΔΑ Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

Ποιος πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει;

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΑνΑΔ

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ τρίµηνο 2004

3 Τοποθετήσεις Διευθυντών/ντριών Διευθύνσεων και Προϊσταμένων Γραφείων για τα έτη 1982, 1983, 1986, 1987, 1988, 1989, 1990, 1991, 1992, 1995, 1997,

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. Συμμετοχή σε Κατάρτιση ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Συμμετοχή σε Κατάρτιση ΑΡΧΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Μάθημα 2Σ6 01. ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ελένη ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόρης ΚΑΥΚΑΛΑΣ Χ Ε Ι Μ Ε Ρ Ι Ν Ο Ε Ξ Α Μ Η Ν Ο

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Συμμετοχή σε Εκπαίδευση και Κατάρτιση ΑΡΧΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Συμμετοχή και Προσφορά στην Αγορά Εργασίας

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ Γ τρίµηνο 2008

Ενέκρινε το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΜΕΣΟΥ ΟΡΟΥ ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑΣ ΜΑΘΗΤΩΝ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΙΔΟΣ ΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET14: ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ

ημερίδα διάχυσης αποτελεσμάτων

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ Δ τρίμηνο 2007

Η Μελέτη Περίπτωσης για τη Σύρο: Υλοποιημένες δράσεις και η επιθυμητή συμβολή φορέων του νησιού

Αποδόσεις κλίµακας παραγωγής

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ: Β Τρίμηνο 2010 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 16 Σεπτεμβρίου 2010

Ειδικά Θέματα Δημογραφίας: Χωρικές Διαστάσεις Δημογραφικών Δεδομένων

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΗΣΗ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΟΙΚΙΣΜΩΝ»

15PROC

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ Α τρίµηνο 2005

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ. ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΑνΑΔ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΑΡΧΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

ΣΧΕΔΙΟ. Δήμος Σοφάδων ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ

Θεοδόσιος Παλάσκας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Μαρία Τσάμπρα, Πανεπιστήμιο Δυτικής Ελλάδας Χρυσόστομος Στοφόρος, Πάντειο Πανεπιστήμιο

ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ 2000

Transcript:

Το δίκτυο των οικισμών της Ελλάδας. Καταγραφή τάσεων και διαπίστωση προοπτικών. ΔΙΜΕΛΛΗ ΔΕΣΠΟΙΝΑ. Εντεταλμένη διδασκαλίας Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πολυτεχνείου Κρήτης. Περίληψη Οι συνεχείς πληθυσμιακές μετακινήσεις στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας και η ταυτόχρονη εγκατάλειψη των μικρών οικισμών της χώρας, έχουν οδηγήσει στο φαινόμενο της ανισσόροπης ανάπτυξης του Ελλαδικού χώρου. Η οικονομική κρίση που σήμερα πλήττει τη χώρα μας καθίστα αναγκαίο τον επανασχεδιασμό του χώρου με τέτοιο τρόπο ώστε να καταστήσει θελκτική την Ελληνική περιφέρεια και να ευνοηθούν οι παραγωγικές δραστηριότητες που θα συμβάλλουν στην ήδη διαπιστωμένη αντιστροφή της πληθυσμιακής ροής προς την περιφέρεια. Οι 12.292 ορεινοί οικισμοί που έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα αποτελούν οικιστικές περιοχές που χρήζουν ιδιαίτερης αντιμετώπισης και σχεδιασμού. Η παρούσα εισήγηση επιχειρεί να διερευνήσει το δίκτυο των οικισμών της Ελλάδας σε μια προσπάθεια να τους κατηγοριοποιήσει με βάση τα κοινά τους πληθυσμιακά, παραγωγικά και χωρικά χαρακτηριστικά. Αποτελεί μια πρωτότυπη έρευνα που έχει ως στόχο την κατανόηση της λειτουργίας τους και τη διατύπωση προτάσεων για την εξέλιξη τους μέσω της δημιουργίας μιας βάσης δεδομένων, σε αντιστοιχία με τα χωρικά και ανθρωπογενή χαρακτηριστικά τους. Πιο συγκεκριμένα από τη χαρτογράφηση των οικισμών της Ελλάδας και τη διερεύνηση της πληθυσμιακής και παραγωγικής τους εξέλιξης επιχειρείται να εξετασθεί: Α) η σχέση του υψομέτρου στο οποίο βρίσκονται οι εξεταζόμενοι οικισμοί με την ανάπτυξη τους, Β) η επίδραση του υφιστάμενου οδικού δικτύου στη λειτουργία και την προσβασιμότητα των οικισμών, Γ) οι επιρροές που δέχονται οι οικισμοί από τις οικιστικές περιοχές με τις οποίες γειτνιάζουν. Στη συνέχεια, στη δεύτερη φάση από την επεξεργασία που έχει προηγηθεί, επιχειρείται η διαπίστωση των κοινών και μη χαρακτηριστικών των οικισμών, προκειμένου να διαπιστωθούν οι παράμετροι που επιδρούν στη λειτουργία τους και να προταθούν μέτρα που να ανταποκρίνονται στις ιδιαιτερότητες τους ώστε τελικά να επιτευχθεί η χωροταξική τους ενσωμάτωση στο εθνικό σύστημα αξόνων και πόλεων, η αξιοποίηση των προοπτικών τους και η επίλυση των προβλημάτων που παρουσιάζουν προκειμένου να καταστούν οι νέοι πόλοι συγκέντρωσης πληθυσμού. Λέξεις Κλειδιά Οικισμοί, πληθυσμιακή και παραγωγική εξέλιξη.

1. Εισαγωγή Αφορμή για την παρούσα εργασία ήταν το γεγονός ότι οι οικισμοί αποτελούν ένα πολύπλοκο σύστημα το όποιο δέχεται επιδράσεις από μια πληθώρα οικονομικών, κοινωνικών, γεωμορφολογικών κ.λπ. παραμέτρων. Η γεωμορφολογία του Ελλαδικού χώρου με τις ορεινές περιοχές του και τα 227 κατοικημένα νησιά του, έχει οδηγήσει σε διασπορά του πληθυσμού σε πολλές διαφορετικές περιοχές. Η πλειοψηφία των κατοίκων έχει καταγραφεί στα αστικά κέντρα της χώρας (με περισσότερους από 50.000 κατοίκους) στα οποία συγκεντρώνεται το 35% του πληθυσμού 1 ενώ στις πόλεις μικρού και μεσαίου μεγέθους (με πληθυσμό από 2.000-50.000 κατοίκους) συγκεντρώνεται το 36,4% του πληθυσμού (Πίνακας 1). Πίνακας 1: Η Κατανομή του πληθυσμού σε οικισμούς διαφόρων μεγεθών. Πληθυσμός Πλήθος οικισμών % επί του συνόλου του πληθυσμού Πληθυσμός μεγαλύτερος από 100.000 8 17,7 50.000 <πληθυσμός<100.000 28 17,3 10.000 < πληθυσμός <50.000 108 22,8 2.000 < πληθυσμός <10.000 383 13,6 Πληθυσμός μικρότερος από 2.000 12.292 28,6 Πηγή: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, απογραφή 2001. Στους 12.292 οικισμούς μικρού μεγέθους που έχουν καταγραφεί στον Ελληνικό χώρο συγκεντρώνεται το 28,6%2 επί του συνόλου του καταγεγραμμένου πληθυσμού. Λεπτομερέστερη διερεύνηση έδειξε ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους οικισμούς (ποσοστό 81% επί του συνόλου των μικρών οικισμών) κατοικούνται από λιγότερους από 500 κατοίκους συγκεντρώνοντας το 44,7% του πληθυσμού που έχει καταγραφεί στους μικρούς οικισμούς ενώ οι υπόλοιποι 1.939 μικροί οικισμοί κατοικούνται συνολικά από 1.731.103 κατοίκους(πίνακας 2). Πίνακας 2: Η Κατανομή του πληθυσμού στους μικρούς οικισμούς. Μικροί οικισμοί Πληθυσμός Πλήθος οικισμών Μέσος πληθυσμός 1500-2000 κάτοικοι 173 1.730 154255 1000-1500 κάτοικοι 411 1.208 376.674 500-1000 κάτοικοι 1355 690 835.089 1-500 κάτοικοι 8072 174 1.404.575 Πηγή: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, απογραφή 2001. Σύνολο πληθυσμού Οι οικισμοί της Ελλάδας με βάση τα χωρικά τους χαρακτηριστικά διακρίνονται σε 1 Πηγή απογραφή πληθυσμού ΕΣΥΕ 2001. 2 3.135.678 από 10.964.020 κατοίκους.

1. Πεδινούς οικισμούς, των οποίων η εδαφική περιοχή βρίσκεται, ολόκληρη ή κατά το μεγαλύτερο μέρος της, σε επίπεδο ή ελαφρώς κεκλιμένο έδαφος και σε υψόμετρο κάτω από 800 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. 2. Ημιορεινούς οικισμούς, των οποίων η εδαφική περιοχή βρίσκεται στις υπώρειες των ορέων ή η έκτασή τους διαμοιράζεται κατά το ήμισυ περίπου στην πεδιάδα και κατά το άλλο ήμισυ στο όρος αλλά πάντοτε με υψόμετρο κάτω από 800 μέτρα για το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής της κοινότητας, και σε 3. Ορεινούς οικισμούς, των οποίων η επιφάνεια είναι κατεξοχήν κεκλιμένη και ανώμαλη, διακόπτεται από χαράδρες ή καλύπτεται από απότομους ορεινούς όγκους, οι οποίοι δημιουργούν στο έδαφος βαθιές και πολλαπλές πτυχώσεις με υψομετρικές διαφορές σημείων της κοινότητας πάνω από 400 μέτρα, καθώς επίσης, και των κοινοτήτων των οποίων ολόκληρη η επιφάνεια ή μεγάλο μέρος αυτής βρίσκεται σε υψόμετρο πάνω από 800 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Οι πεδινοί και ημιορεινοί οικισμοί αν και αποτελούν το 80% των μικρών οικισμών της Ελλάδας δεν έχουν αντιμετωπιστεί με κάποιες εξειδικευμένες πολιτικές, πέραν αυτών που προκύπτουν από τα εκάστοτε Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια και τα Σχέδια Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης. Αντίθετα για τους ορεινούς οικισμούς το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα και τη σημασία των ορεινών περιοχών της χώρας, κατηγοριοποιεί τους ορεινούς οικισμούς σε τρεις τύπους, ανάλογα με τον δυναμισμό τους, σε: α. Περιοχές με αρκετό μόνιμο πληθυσμό και αειφόρο οικονομική βάση που στηρίζονται στην κτηνοτροφία, την εκμετάλλευση των δασών, τον τουρισμό και παραθερισμό, την παραδοσιακή βιοτεχνία, τις συναφείς οικονομικές και κοινωνικές υπηρεσίες και τις Κοινοτικές πολιτικές υποστήριξης. β. Περιοχές με ακόμη σημαντικό αλλά φθίνοντα πληθυσμό και υποβαθμισμένη οικονομική βάση εγκατάλειψη οριακών γεωργικών γαιών, μείωση της κτηνοτροφίας. γ. Περιοχές με σχεδόν ολοκληρωμένη πληθυσμιακή εγκατάλειψη, με ή χωρίς παρουσία σημαντικών γεωργικών και περιβαλλοντικών πόρων αλλά με προβλήματα περαιτέρω περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Από τη κατηγοριοποίηση αυτή ουσιαστικά προκύπτουν γενικές κατηγορίες ορεινών οικισμών που αναφέρονται σε πληθυσμό φθίνοντα, με εγκατάλειψη του πρωτογενούς τομέα, και σε αύξοντα πληθυσμό με αύξηση του δευτερογενούς τομέα, χωρίς να υπάρχει περεταίρω εξειδίκευση με βάση κάποιες ιδιαιτερότητες των ορεινών οικισμών. Μια πρώτη απόπειρα διερεύνησης των πληθυσμιακών και παραγωγικών στοιχείων των ορεινών οικισμών, έδειξε ότι υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ο πληθυσμός αυξάνεται αλλά το παραγωγικό δυναμικό μειώνεται, όπως και περιπτώσεις φθίνοντα πληθυσμού με αυξημένο δυναμικό στον πρωτογενή τομέα. Διαπιστώνεται ότι τελικά καθίσταται αναγκαία μια εξειδικευμένη προσέγγιση, που να μελετά σε βάθος και με περισσότερους δείκτες τους οικισμούς του Ελλαδικού χώρου καθώς αποτελούν βασικές χωρικές ενότητες που απαιτούν ειδικές πολιτικές βασιζόμενες στην υφιστάμενη δυναμική τους και την πρόβλεψη της αναμενόμενης εξέλιξης τους. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητη η δημιουργία μιας βάσης δεδομένων στην οποία θα καταγράφονται τα κοινωνικά, οικονομικά και δημογραφικά δεδομένα του πληθυσμού των μικρών οικισμών και θα διερευνάται η ένταση των καταγεγραμμένων μεταβολών.

Η παρούσα εργασία επιχειρεί τη δημιουργία αυτής της βάσης δεδομένων, αρχικά καταγράφοντας τις χωρικές θέσεις των οικισμών και στη συνέχεια τις μεταβολές που έχουν πραγματοποιηθεί, επιχειρώντας να τους κατηγοριοποιήσει με βάση κοινά χαρακτηριστικά. Η δημιουργία ενός «παρατηρητηρίου» οικισμών θα συμβάλει, με τη χρήση δεικτών, στην καταγραφή εξειδικευμένων χαρακτηριστικών, η οποία στη συνέχεια μπορεί να οδηγήσει στη διατύπωση εξειδικευμένων πολιτικών, που μπορούν να ενσωματωθούν και να επιφέρουν τα βέλτιστα αποτελέσματα του σχεδιασμού. 2. Δεδομένα ανάλυσης και μεθοδολογία Η εργασία κατόπιν συλλογής στοιχείων χωρικών, και πληθυσμιακών επιχειρεί με χρήση στατιστικών τεχνικών επαγωγικά να αποκαλύψει τα κοινά και μη κοινά χαρακτηριστικά των οικισμών της Ελλάδας. Η βάση για τη μελέτη των οικισμών είναι η χαρτογράφηση τους. Σε ψηφιακό υπόβαθρο στο οποίο απεικονίζονται τα όρια των νομών της Ελλάδας, αποτυπώνονται οι θέσεις των οικισμών προκειμένου να μπορέσουν να ερμηνευθούν τα φαινόμενα που θα εξετασθούν. Στο επόμενο στάδιο, σε αυτό το χαρτογραφικό υπόβαθρο αποτυπώνονται τα πρωτογενή αλλά και τα μετά από επεξεργασία δευτερογενή στοιχεία που προκύπτουν από τις απογραφές της Ε.Σ.Υ.Ε 3. Τα στοιχεία που θα χρησιμοποιηθούν είναι στοιχεία πληθυσμού ανά οικισμό όπως αυτά προκύπτουν από τις απογραφές της Ε.Σ.Υ.Ε. του 1991 και του 2001. Η διαχρονική εξέλιξη θα προκύψει μόνο από την εξέταση των στοιχείων αυτών των δυο απογραφών, καθώς τα προγενέστερα στοιχεία είναι διαθέσιμα σε επίπεδο επαρχίας επομένως δεν είναι συγκρίσιμα. Σε πρώτο στάδιο εξετάζονται τα πληθυσμιακά στοιχεία που υπάρχουν για το 1991, για το 2001 και η μεταβολή που έχει πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης δεκαετίας. Καθώς η δημιουργία πυραμίδων ηλικιών οδηγεί σε γραφήματα εξαιρετικά δυσανάγνωστα και συνεπώς πολύ περιορισμένης χρηστικής αξίας, εξετάζονται μόνον οι δείκτες γενικού χαρακτηρισμού των φαινομένων που διέπουν την εξέλιξη ενός πληθυσμού και είναι δυνατόν να υπολογιστούν. Για τη διερεύνηση της μεταβολής της πληθυσμιακής διάρθρωσης των οικισμών δημιουργούνται οι δείκτες γήρανσης, νεανικότητας και εξάρτησης μέσω των οποίων διερευνάται η ηλικιακή σύσταση του εξεταζόμενου πληθυσμού. Η επίδραση του οδικού δικτύου και των αστικών κέντρων που γειτνιάζουν με τους ορεινούς οικισμούς εξετάζεται από την χαρτογράφηση τους σε υπόβαθρο στο οποίο απεικονίζονται τα αστικά κέντρα και οι εθνικοί οδικοί άξονες. Στη συνέχεια εξειδικεύοντας, επιλέγεται η διερεύνηση της παραγωγικής διάρθρωσης των ορεινών οικισμών οι οποίοι παρουσιάζουν τα εντονότερα προβλήματα και εξετάζονται τα στοιχεία απασχόλησης ανά παραγωγικό κλάδο και οι μεταβολές τους, σε σχέση με το υψόμετρο των οικισμών. Δεδομένης της πληθώρας των μεταβλητών, οι ορεινοί οικισμοί ομαδοποιούνται με βάση την μεταβολή των παραγωγικών τους δραστηριοτήτων. Με τη χρήση της Ανάλυσης Κυρίων Συνιστωσών (Κουτσόπουλος), προκύπτουν ομάδες οικισμών, οι οποίες χαρτογραφούνται και στη συνέχεια εξετάζονται οι σχέσεις των θέσεων τους με το υφιστάμενο οδικό δίκτυο και με τα αστικά κέντρα. Στόχος αυτής της διαδικασίας είναι η ομαδοποίηση των ορεινών οικισμών και η μελέτη της πληθυσμιακής και παραγωγικής 3 Ε.Σ.Υ.Ε Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος

Υψόμετρο μεταβολής τους να αποτελέσουν εργαλεία για την άσκηση πιο εξειδικευμένης πολιτικής για το σχεδιασμό της ανάπτυξης τους. 3.Οι οικισμοί του Ελλαδικού χώρου. Από τη μελέτη των στοιχείων που παρασχέθηκαν προέκυψε ότι οι οικισμοί του Ελλαδικού χώρου ανέρχονται σε 12.296. Από αυτούς μόλις 2.504 είναι ορεινοί οικισμοί ενώ οι υπόλοιποι 9.792 βρίσκονται σε υψόμετρο χαμηλότερο των 800 μέτρων. Καθώς στα παρεχόμενα στοιχεία δεν υφίσταται διαφοροποίηση που να αφορά το ανάγλυφο, η διάκριση που χρησιμοποιείται στην παρούσα έρευνα είναι αυτή των πεδινών- ημιορεινών ως πρώτης κατηγορίας και των ορεινών ως δεύτερης. Το πλήθος των οικισμών σε σχέση με το υψόμετρο στο οποίο βρίσκονται απεικονίζεται στο Γράφημα 1. Οι οικισμοί που βρίσκονται σε υψόμετρο μικρότερο των 500 μέτρων ανέρχονται σε 8.900 ενώ μόλις 356 βρίσκονται σε υψόμετρο μεγαλύτερο των 1.000 μέτρων. Γράφημα 1.Το πλήθος των μικρών οικισμών της Ελλάδας σε σχέση με το υψόμετρο τους. Πηγή: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, απογραφή 2001. Όσον αφορά τη χωρική κατανομή των ορεινών οικισμών, η πλειοψηφία τους καταγράφεται στην Πελοπόννησο και την Ήπειρο ενώ στα νησιά έχει καταγραφεί το 35% των οικισμών με το 16% αυτών να βρίσκονται στην Κρήτη (Χάρτης 1).

Χάρτης 1. Η χωρική κατανομή των μικρών οικισμών στην Ελλάδα. Πηγή: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, απογραφή 1991, 2001. 4. Σχέση υψομέτρου με την πληθυσμιακή διάρθρωση των μικρών οικισμών. Για τη διερεύνηση της πληθυσμιακής διάρθρωσης των οικισμών θα χρησιμοποιηθούν οι παρακάτω δείκτες που δίνουν το στίγμα για τις ενδεχόμενες μεταβολές στην κατά ηλικία πληθυσμιακή σύνθεση. Οι δείκτες αυτοί είναι (Γούσιος Δ., 1999):

α) Ο δείκτης γήρανσης (Δ. Γ.): Πληθυσμός 65 ετών και άνω Δ. Γ = ------------------------------------x 100 Συνολικός πληθυσμός β) Ο δείκτης νεανικότητας (Δ. Ν.): Πληθυσμός 0-15 ετών Δ. Ν. = ------------------------------x 100 Συνολικός Πληθυσμός γ) Ο δείκτης εξάρτησης (Δ. Ε): Πληθυσμός [0-14 + 65 και άνω] Δ. Ε. = --------------------------------------------- x 100 Πληθυσμός 15-64 ετών Από τα στοιχεία της απογραφής του 1991 προέκυψε ότι σε όλους τους οικισμούς κατοικούσαν 2.790.198 άτομα. Ο δείκτης γήρανσης ανερχόταν σε 19,3%, ο δείκτης νεανικότητας, σε 17,5% και ο δείκτης εξάρτησης σε 36,8%. Παρατηρείται ότι ο δείκτης γήρανσης είναι λίγο μεγαλύτερος από το δείκτη νεανικότητας, ενώ ο δείκτης εξάρτησης ο οποίος αναφέρεται σε άτομα που δεν αποτελούν εργατικό δυναμικό, σε σχέση με τα άτομα που βρίσκονται σε ηλικία απασχόλησης, ανέρχεται σε 36,8% επομένως οι μη δυνάμενοι να εργαστούν είναι λιγότεροι σε σχέση με αυτούς που με βάση την ηλικία τους είναι πιθανόν να αποτελούν εργατικό δυναμικό.από την αναλυτικότερη διερεύνηση των στοιχείων της απογραφής του 1991 για τους ορεινούς οικισμούς προέκυψε ότι σε αυτούς κατοικούσαν 558.93 άτομα, ενώ στους πεδινούς και ημιορεινούς 2.231.268.Ο δείκτης γήρανσης στους ορεινούς οικισμούς ανερχόταν σε 19,7%, ο δείκτης νεανικότητας σε 18% και ο δείκτης εξάρτησης σε 60%. Στους πεδινούς και ημιορεινούς οικισμούς ο δείκτης γήρανσης ανερχόταν σε 14,8%, ο δείκτης νεανικότητας, σε 17,8% και ο δείκτης εξάρτησης σε 42,8%. Διαπιστώνεται λοιπόν ότι στους ορεινούς οικισμούς καταγράφονται περισσότεροι κάτοικοι ηλικίας άνω των 65 ετών, ενώ ο πληθυσμός που μπορεί να αποτελέσει εργατικό δυναμικό διαφέρει σημαντικά σε σχέση με τον αντίστοιχο των πεδινών και ημιορεινών οικισμών. Το 2001 ο πληθυσμός των οικισμών μειώθηκε σε 2.779.593 κατοίκους (μείωση της τάξης 0,4%). Η μείωση αυτή δεν είναι ισοκατανεμημένη καθώς στους πεδινούς και ημιορεινούς οικισμούς ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 26.651 κατοίκους με το δείκτη γήρανσης να ανέρχεται σε 22,4%, το δείκτη νεανικότητας, σε 22,2% και το δείκτη εξάρτησης σε 34,1%. Αντίθετα στους ορεινούς οικισμούς προκύπτει ότι συνολικά η καταγεγραμμένη πληθυσμιακή μεταβολή που έχει πραγματοποιηθεί ανέρχεται σε μείωση κατά 16.046 κατοίκους η οποία υπολογίζεται σε. μείωση της τάξης του 3% (από 558.793 το 1991 σε 541.172 το 2001). Διαπιστώνεται ότι στην πλειονότητα των οικισμών (ποσοστό 36,17% επί του συνόλου) καταγράφεται πληθυσμιακή μείωση της τάξης των 10-250 κατοίκων σε όλους τους

οικισμούς. Είναι αξιοσημείωτο ότι πάλι σε αρκετά μεγάλο ποσοστό (της τάξης του 30%) καταγράφεται αύξηση πληθυσμού της ίδιας κλίμακας. Υπάρχει μια ισορροπία ως προς την μεταβολή του πληθυσμού καθώς σε κάποιους οικισμούς καταγράφεται πληθυσμιακή μείωση και σε άλλους πληθυσμιακή αύξηση της ίδιας τάξης. Εξειδικεύοντας σε σχέση με το υψόμετρο των οικισμών διαπιστώνεται ότι στους ορεινούς οικισμούς στο 45,6% καταγράφηκε πληθυσμιακή μείωση της τάξης των 10-250 κατοίκων. Δεδομένου ότι οι περισσότεροι ορεινοί οικισμοί έχουν πληθυσμό μικρότερο των 500 κατοίκων αυτή η μείωση είναι έντονη (Πίνακας 3). Πίνακας 3. Οι μεταβολές του πληθυσμού στους μικρούς οικισμούς. Πληθυσμιακή μεταβολή Πλήθος οικισμών Ποσοστό επί του συνόλου των οικισμών Πεδινοί ημιορειν οί Ποσοστό επί του συνόλου των πεδινών ημιορεινών οικισμών Ορεινοί Ποσοστό επί του συνόλου των ορεινών οικισμών -3.215 έως -1.000 4 0,03 1 0,01 3 0,12-999 έως -500 18 0,15 12 0,12 6 0,24-499 έως -250 70 0,57 52 0,53 18 0,72-249 έως -10 4.448 36,17 3306 33,76 1.142 45,61-9 έως -1 1940 15,78 1419 14,49 521 20,81 Καμία μεταβολή 216 1,76 157 1,60 59 2,36 1 έως 9 1.749 14,22 1447 14,78 302 12,06 10 έως 249 3.695 30,05 3254 33,23 441 17,61 250 έως 499 186 1,51 179 1,83 7 0,28 500 έως 999 35 0,28 31 0,32 4 0,16 1.000 έως 1.506 5 0,04 4 0,04 1 0,04 Πηγή: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, απογραφή 1991, 2001. Όσον αφορά τη χωρική κατανομή των οικισμών με αυξανόμενο ή μειούμενο πληθυσμό, διαπιστώνεται ότι διασπείρονται ομοιόμορφα στην επικράτεια, καθώς από τη χαρτογράφηση τους δεν προκύπτει μια συγκεκριμένη περιοχή στην οποία έχει καταγραφεί έντονο φαινόμενο μεταβολής (Χάρτης 2). Αντίθετα, έχει καταγραφεί το φαινόμενο, οικισμοί να παρουσιάζουν πληθυσμιακή αύξηση ενώ οι γειτονικοί να παρουσιάζουν μείωση, γεγονός όμως που δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως εσωτερική μετακίνηση καθώς είναι μικρές οι πληθυσμιακές μεταβολές που έχουν πραγματοποιηθεί.

Χάρτης 2. Οι πληθυσμιακές μεταβολές των μικρών οικισμών της Ελλάδας. Πηγή: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, απογραφή 1991, 2001. Η σχέση των πληθυσμιακών μεταβολών με τους υφιστάμενους οδικούς άξονες είναι εμφανής, καθώς διαπιστώνεται ότι οι οικισμοί που απέχουν από το εθνικό οδικό δίκτυο παρουσιάζουν μεγαλύτερη πληθυσμιακή μείωση σε σχέση με τους αντίστοιχους που γειτνιάζουν με το κύριο οδικό δίκτυο. Το ίδιο φαινόμενο διαπιστώνεται και για τους οικισμούς που γειτνιάζουν με μεγάλα αστικά κέντρα. Και σε αυτήν την περίπτωση η πληθυσμιακή μείωση που καταγράφεται είναι μικρότερης έντασης, σε σχέση με τους οικισμούς που απέχουν από περιοχές με έντονη οικιστική ανάπτυξη. Το φαινόμενο αυτό της πληθυσμιακής μεταβολής και ειδικότερα της μείωσης είναι εντονότερο στους ορεινούς οικισμούς σε σχέση με τους πεδινούς ημιορεινούς (Χάρτης 3).Επομένως το υψόμετρο επηρεάζει ως ένα βαθμό την πληθυσμιακή μεταβολή των μικρών οικισμών, ενώ σημαντικότερο ρόλο έχει η σχέση τους με περιοχές που μπορούν να ευνοήσουν την παραγωγική τους διάθρωση και παρέχουν σε μικρή απόσταση υποδομές που ελλείπουν από τους μικρούς οικισμούς.

Χάρτης 3: Οι πληθυσμιακές μεταβολές των μικρών ορεινών οικισμών της Ελλάδας. Πηγή: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, απογραφή 1991, 2001. 5. Η μεταβολή της παραγωγικής διάρθρωσης των ορεινών οικισμών. Οι ορεινοί οικισμοί συγκεντρώνουν όλες εκείνες τις δραστηριότητες που συναντώνται στον αστικό χώρο με διαφορετική αναλογία. Η κύρια απασχόληση που πραγματοποιείται με βάση τα στοιχεία της απογραφής του 1991 είναι η γεωργία η κτηνοτροφία, η αλιεία και η απασχόληση στα ορυχεία που καταλαμβάνουν ποσοστό 30% επί της συνολικής καταγεγραμμένης απασχόλησης, η οποία ανέρχεται σε 275.167 απασχολούμενους. Ακολουθούν οι μεταποιητικές βιομηχανίες στις οποίες απασχολείται το 11% των

απασχολουμένων, οι κατασκευές και το εμπόριο με 8% επί της συνολικής καταγεγραμμένης απασχόλησης. Οι τριτογενείς υπηρεσίες συνολικά καταλαμβάνουν το 22% της απασχόλησης και επιμερίζονται σε κλάδους (διοίκηση, εκπαίδευση, δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών κ.λπ) (Γράφημα 2). Γράφημα 2. Η κατανομή της απασχόλησης ανά παραγωγικό κλάδο στους ορεινούς οικισμούς το 1991. Πηγή: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, απογραφή 1991. Από την απογραφή της απασχόλησης το 2001, προκύπτουν 22.374 καταγεγραμμένοι απασχολούμενοι οι οποίοι κατανέμονται με ποσοστό 22% στον πρωτογενή τομέα και με ποσοστό 36% στον τριτογενή τομέα (Γράφημα 3). Όσον αφορά τη μεταβολή της κατανομής της απασχόλησης στους παραγωγικούς κλάδους των ορεινών οικισμών, διαπιστώθηκε ότι κατά τη διάρκεια τη δεκαετίας 1991-2001 έντονη μείωση καταγράφηκε στη γεωργία, τις μεταποιητικές βιομηχανίες και τα ορυχεία ενώ αυξήθηκε η απασχόληση στον τριτογενή τομέα. Από την εξέταση των στοιχείων μεταβολής της απασχόλησης πρόεκυψε ότι κατά το διάστημα της εξεταζόμενης δεκαετίας στους πρωτογενείς παραγωγικούς κλάδους, οι οποίοι εξακολουθούν να απασχολούν την πλειοψηφία των κατοίκων των ορεινών οικισμών, καταγράφεται πτώση ενώ οι τριτογενείς δραστηριότητες διαχρονικά καταλαμβάνουν μεγαλύτερο μέρος της ποσοστιαίας απασχόλησης. Η σχέση του υψομέτρου με τις μεταβολές της απασχόλησης στους ορεινούς οικισμούς απεικονίζεται στο Γράφημα 4. Δεδομένου ότι η χρήση απόλυτων τιμών των στοιχείων απασχόλησης μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα, καθώς το πλήθος των οικισμών ανά υψόμετρο διαφέρει, για να είναι συγκρίσιμα τα στοιχεία, μελετώνται οι μέσες τιμές μεταβολών ανά οικισμό για κάθε υψόμετρο.

Γράφημα 3. Η κατανομή της απασχόλησης ανά παραγωγικό κλάδο στους ορεινούς οικισμούς το 2001. Πηγή: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, απογραφή 2001. Γράφημα 4. Η μεταβολή της απασχόλησης σε κάθε παραγωγικό κλάδο ανά οικισμό με βάση το υψόμετρο τους Πηγή: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, απογραφή 1991, 2001.

Από την επεξεργασία των στοιχείων προκύπτει ότι οι μεγαλύτερες μεταβολές σε όλους τους κλάδους πραγματοποιήθηκαν σε οικισμούς με υψόμετρο από 750 έως 1.000 μέτρα. Στους οικισμούς αυτούς έχει πραγματοποιηθεί η μεγαλύτερη μείωση της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα και η εντονότερη τριτογενοποίηση, σε σχέση με τους υπόλοιπους ορεινούς οικισμούς. Στους οικισμούς με υψόμετρο από 600-750 μέτρα η μείωση της απασχόλησης στη γεωργία και την κτηνοτροφία είναι πολύ μικρή ενώ αντίθετα καταγράφεται αύξηση της τριτογενούς απασχόλησης. Διαπιστώνεται ότι οι ορεινοί οικισμοί διαφοροποιούνται με βάση το υψόμετρο τους, σε: οικισμούς με έντονη μεταβολή της λειτουργικής τους δομής (οικισμοί με υψόμετρο 750-1.000 μέτρα) οικισμούς με τάση τριτογενοποιήσης και σταθεροποίηση της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα (οικισμοί με υψόμετρο 600-750 μέτρα) οικισμούς με ήπιες μεταβολές σε όλους τους παραγωγικούς τομείς (οικισμοί με υψόμετρο μεγαλύτερο των 1.000 μέτρων). Οι μεταβολές της παραγωγικής διάρθρωσης των ορεινών οικισμών δεν πραγματοποιούνται με τον ίδιο τρόπο καθώς είναι πολλές οι παράμετροι από τις οποίες επηρεάζονται. Για τη διερεύνηση της μεταβολής, η έρευνα θα προχωρήσει σε κατηγοριοποίηση των οικισμών με βάση τα κοινά τους χαρακτηριστικά με τη χρήση της Ανάλυσης Κυρίων Συνιστωσών, μιας στατιστικής τεχνικής η οποία αποκαλύπτει ομαδοποιήσεις των εξεταζόμενων μονάδων με βάση τα κοινά τους στοιχεία. Ως μεταβλητές της ανάλυσης εισάγονται οι καταγεγραμμένες μεταβολές ανά παραγωγικό κλάδο για κάθε οικισμό. Από την Ανάλυση προέκυψαν πέντε ομάδες ορεινών οικισμών οι οποίοι παρουσιάζουν τα παρακάτω κοινά χαρακτηριστικά: Η πρώτη κατηγορία οικισμών περιλαμβάνει οικισμούς στους οποίους έχει καταγραφεί αύξηση της απασχόλησης στην εκπαίδευση, το εμπόριο, τη διοίκηση και τις υπόλοιπες τριτογενείς δραστηριότητες, Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει οικισμούς στους οποίους έχει μειωθεί η απασχόληση στα ορυχεία και στην παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει οικισμούς στους οποίους έχει καταγραφεί μείωση στις μεταποιητικές βιομηχανίες Η τέταρτη περιλαμβάνει οικισμούς με μείωση στη γεωργία και την κτηνοτροφία αλλά και στους ετερόδικους οργανισμούς, και τέλος, Η πέμπτη κατηγορία περιλαμβάνει οικισμούς στους οποίους έχουν πραγματοποιηθεί μεταβολές στην αλιεία. Διαπιστώνεται λοιπόν ότι έχει πραγματοποιηθεί λειτουργικός διαχωρισμός των ορεινών οικισμών, σε τριτογενείς (1 η ομάδα), πρωτογενείς (2 η, 4 η και 5 η ομάδα) και σε δευτερογενείς (3 η ομάδα). Οι κατηγορίες των οικισμών παρουσιάζουν λειτουργική εξειδίκευση καθώς από τις αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν στην απασχόληση του 1991 προέκυψε έντονη ανάμειξη όλων των παραγωγικών κλάδων σε όλους τους οικισμούς ( 3 ομάδες-συνιστώσες) ενώ στην απασχόληση του 2001 η ανάμειξη αυτή πραγματοποιείται με μεγαλύτερη λειτουργική εξειδίκευση.

Οι ομάδες οικισμών στις οποίες έχει καταγραφεί έντονη μεταβολή στον πρωτογενή τομέα, είναι λίγες ενώ ως επί το πλείστον οι οικισμοί με μεταβολές στο δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα αποτελούν την πλειοψηφία (Χάρτης 4). Οι οικισμοί στους οποίους καταγράφηκε αύξηση της απασχόλησης στον τριτογενή τομέα ανέρχονται σε 667 ενώ οι οικισμοί της πρώτης κατηγορίας χωροθετούνται διάσπαρτα σε όλη την επικράτεια και σε άμεση γειτνίαση με οικισμούς στους οποίους έχει καταγραφεί μείωση της απασχόλησης στη μεταποίηση. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι διαπιστώνεται ανάμειξη των οικισμών που εντάσσονται στις ομάδες 1,3 και 4, από όπου προκύπτει ότι δεν υπάρχουν ζώνες- περιφέρειες με οικισμούς που να παρουσιάζουν έντονα ένα μόνο φαινόμενο, αλλά ότι ο χώρος λειτουργεί συμπληρωματικά και σε περιοχές στις οποίες κάποιοι οικισμοί παρουσιάζουν μείωση στην απασχόληση σε άμεση γειτνίαση βρίσκονται οικισμοί οι οποίοι παρουσιάζουν αύξηση σε άλλο τομέα απασχόλησης. Η παράθεση του χάρτη της κατηγοριοποίησης των οικισμών με το χάρτη της πληθυσμιακής μεταβολής δείχνει ότι υπάρχει συσχέτιση της αύξησης του πληθυσμού με την αύξηση της απασχόλησης αλλά και της πληθυσμιακής μείωσης με τη μείωση της απασχόλησης καθώς τα φαινόμενα αυτά καταγράφονται στους ίδιους οικισμούς. Επομένως, μπορούμε να ισχυρισθούμε αν και δεν έχουμε σημεία προέλευσης και προορισμού ότι η δημιουργία υποδομών που δημιουργούν τριτογενείς θέσεις απασχόλησης (εκπαίδευση, διοίκηση, κ.λπ.) επιφέρουν και πληθυσμιακές μετακινήσεις προς τους οικισμούς στους οποίους αυτές οι υποδομές εντάσσονται. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί η αρχική παρατήρηση ότι σε αρκετές περιπτώσεις οικισμών η πληθυσμιακή με την παραγωγική μεταβολή δεν συμβαδίζουν, γεγονός που καθιστά επιτακτική την πιο εξειδικευμένη αντιμετώπιση τους. Οι παράμετροι της γειτνίασης με αστικά κέντρα και το κύριο οδικό δίκτυο καθορίζουν άμεσα τη μεταβολή της παραγωγικής διάρθρωσης των οικισμών καθώς παρατηρήθηκε ότι ευνοούν τη δημιουργία τριτογενών πόλων που αποτελούν κέντρα έλξης παραγωγικού δυναμικού. 6. Προοπτικές και προτάσεις ανάπτυξης των ορεινών οικισμών. Οι ορεινοί οικισμοί εμφανίζουν μεγάλη γεωγραφική διασπορά, με έντονο πρόβλημα έλλειψης υποδομών και υπηρεσιών κοινής ωφέλειας. Παρόλα αυτά, η γενίκευση ότι αποτελούν χώρους εγκαταλελειμμένους δεν ισχύει, καθώς η παρούσα έρευνα έδειξε, ότι υπάρχουν οικισμοί που εξελίσσονται σημαντικά και μπορούν να αποτελέσουν πόλους ανάπτυξης. Η χαρτογράφηση των οικισμών που παρουσιάζουν εγκατάλειψη αλλά και εκείνων που εμφανίζουν αξιόλογη ανάπτυξη, έδειξε ότι δεν έχουν δημιουργηθεί ζώνες με οικισμούς που παρουσιάζουν τα ίδια φαινόμενα, αλλά ότι υπάρχει χωρική ανάμειξη τους. Επομένως, ο Σχεδιασμός τόσο σε Χωροταξικό όσο και σε Πολεοδομικό επίπεδο (Σχέδια Χωρικής Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτών Πόλεων) μπορεί να αποτελέσει τη βάση της ανάπτυξης του ορεινού χώρου αν αντιμετωπίσει τους ορεινούς οικισμούς ως δίκτυα χωρικών κυττάρων που βρίσκονται σε λειτουργική σύνδεση.

Χάρτης 4. Η κατηγοριοποίηση των ορεινών οικισμών με βάση τη μεταβολή της παραγωγικής τους διάρθρωσης Πηγή: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, απογραφή 1991, 2001. Παράλληλα, η ενθάρρυνση δραστηριοτήτων που βρίσκονται σε κάμψη με τη θέσπιση κινήτρων και η ταυτόχρονη δημιουργία των τριτογενών υποδομών που μπορούν να συγκρατήσουν τους ορεινούς πληθυσμούς, μπορεί να συμβάλλει στη μείωση των μετακινήσεων και να εξισορροπήσει τις καταγεγραμμένες πληθυσμιακές μεταβολές. Ταυτόχρονα, η βελτίωση του οδικού δικτύου, το οποίο είναι στις περισσότερες περιπτώσεις αναξιόπιστο, με άσχημη βατότητα μπορεί να συμβάλλει στη βελτίωση της προσβασιμότητας η οποία αποτελεί βασικό παράγοντα εξέλιξης, καθώς όπως και από την έρευνα προέκυψε, το οδικό δίκτυο καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη των ορεινών οικισμών.

Τέλος, προτείνεται η δημιουργία Παρατηρητηρίου οικισμών προκειμένου να παρακολουθούνται οι μεταβολές που πραγματοποιούνται, και να λαμβάνονται εξειδικευμένα, κατά περίπτωση, μέτρα για την ανάπτυξη τους. Βιβλιογραφία Γούσιος Δ., (1999), «Η χωρική διάσταση στο σχεδιασμό και εφαρμογή πολιτικών για τον ορεινό χώρο: από τις ορεινές κοινότητες στις ορεινές γεωγραφικές ζώνες», In : Ορεινές περιοχές και Βαλκάνια, Εκδ. Euromontana και Ινστιτούτο Ορεινής Οικονομίας / ΕΘΙΑΓΕ, Αθήνα. Κουτσόπουλος Κ., (1990), Γεωγραφία: Μεθοδολογία και μέθοδοι ανάλυσης του χώρου, Εκδόσεις Συμμετρία, Αθήνα.