Οι πόλεις δεν έχουν το ίδιο μέγεθος, αλλά όσο αυξάνεται ο πληθυσμός των πόλεων τόσο μειώνεται ο αριθμός τους. Οι οικισμοί βρίσκονται σε συνεχείς σχέσεις αλληλεξάρτησης, οι οποίες μεταβάλλονται με το χρόνο και επηρεάζουν την εξέλιξη κάθε πόλης. Οι σχέσεις αλληλεξάρτησης έχουν κυρίως οικονομικό χαρακτήρα και απεικονίζονται στις διάφορες «ροές» μεταξύ των πόλεων. Το σύνολο των σχέσεων δημιουργεί ένα αλληλεξαρτώμενο σύστημα αστικών κέντρων. Κάθε μεταβολή σε μια πόλη έχει θετικές ή αρνητικές συνέπειες στη λειτουργία των υπολοίπων πόλεων του συστήματος των αστικών κέντρων που ανήκει. Πολλές λειτουργίες σε μια πόλη είναι συμπληρωματικές ή ανταγωνιστικές των λειτουργιών άλλων πόλεων. Το μέγεθος μιας πόλης συναρτάται από το μέγεθος των υπολοίπων πόλεων που ανήκουν στο ίδιο αστικό σύστημα και οι πληθυσμιακές μεταβολές που παρατηρούνται σε μια πόλη σχετίζονται με τις αντίστοιχες μεταβολές στις υπόλοιπες πόλεις. Γενικότερα, η ανάπτυξη μιας πόλης συνδέεται μες την ικανότητά της να «δημιουργεί» ή να «έλκει» παραγωγικούς συντελεστές, διαφορετικά να «αναπτύσσει» ή να «έλκει» παραγωγικές δραστηριότητες, οι οποίες αυξάνουν τη ζήτηση για εργασία και δημιουργούν προϋποθέσεις για ανάλογη θετική μεταβολή στο πληθυσμιακό μέγεθος της πόλης. Σελ. 1 Σελ.
Το μέγεθος των πόλεων και η ανάπτυξή τους Το μέγεθος της πόλης επηρεάζει την εμβέλειά της στη διάθεση των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών ή τη ζώνη επιρροής της, όπως αυτή μετρείται με τις ζώνες των ημερήσιων διαδρομών (commuting), με την ακτίνα των εξυπηρετούμενων περιοχών, κ.λ.π. Τα αστικά κέντρα που βρίσκονται πλησίον μιας μεγάλης πόλης θα πρέπει να έχουν μικρότερο μέγεθος και να ειδικεύονται στην παραγωγή συμπληρωματικών προϊόντων, ώστε να μπορούν να ανταγωνίζονται τη μητροπολιτική πόλη. Όσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθος δυο πόλεων, τόσο μεγαλύτερη είναι η μεταξύ τους απόσταση. Στις προηγούμενες δεκαετίες, από πολλούς αναλυτές η πόλη θεωρούνταν τόπος εγκατάστασης της βιομηχανίας. Η αιτιολόγηση των παραπάνω είναι η εξής: (α) Οι μεγάλες πόλεις πάντοτε υπερτερούσαν έναντι των μικρότερων στην ποιότητα, την ποικιλία και το μέγεθος του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού. (β) Η εγκατάσταση της επιχείρησης σε μεγάλη πόλη εξασφάλιζε την εγγύτητα και άμεση πρόσβαση σε ανώτερες κρατικές υπηρεσίες, οι οποίες διευκόλυναν τη λειτουργία της δια μέσου της άμεσης και αποτελεσματικής διεκπεραίωσης των διοικητικών και άλλων υποθέσεων. (γ) Οι μεγάλες πόλεις έχουν ιδιαίτερο «κύρος» σε σχέση με τις μικρότερες. Αυτό οφείλεται στη διάθεση πολιτιστικών, ψυχαγωγικών, πολιτιστικών, εκπαιδευτικών κ.α. υποδομών και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα να αποτελούν οικονομικά και πολιτικά κέντρα έλξης. Σελ. 2
Ανάπτυξη των πόλεων Η εμπειρική ανάλυση έδειξε ότι, παρά τη δημιουργία αρνητικών εξωτερικών οικονομιών ύστερα από την ανάπτυξη των πόλεων πέραν ενός μεγέθους σπανίως η ανάπτυξη δεν συνεχίζεται. Υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες, οι οποίοι είναι ανεξάρτητοι του μεγέθους της πόλης και προσδιορίζουν ρυθμό μεγέθυνσής της, όπως: (α) Τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά και ο γεωγραφικός τόπος εγκατάστασης της πόλης. (β) Η διάρθρωση της οικονομίας της πόλης, αλλά και της ευρύτερης περιβάλλουσας περιοχής, καθώς και η ελκυστικότητά της για εγκατάσταση επιχειρήσεων και παραγωγικών δραστηριοτήτων. (γ) Η ικανότητα των παραγωγικών μονάδων της πόλης να αντέξουν στον διαπεριφερειακό ανταγωνισμό. (δ) Οι οικονομίες συγκέντρωσης τις οποίες εξασφαλίζει η πόλη, η διαθεσιμότητα υπηρεσιών, η ύπαρξη υποδομών και κατάλληλων εκτάσεων για την εγκατάσταση βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων. (ε) Η ασκούμενη κρατική πολιτική και η ευνοϊκή ή μη ευνοϊκή μεταχείριση της πόλης σε σχέση με τις άλλες πόλεις της χώρας. (στ) Τα γενικά χαρακτηριστικά της πόλης που προσδιορίζουν την ποιότητα του δομημένου και φυσικού της περιβάλλοντος και επηρεάζουν την ποιότητα ζωής των κατοίκων της (αισθητική περιβάλλοντος, συνθήκες διαβίωσης, κόστος ζωής κ.λ.π.). Σελ. 3
Η κατανομή του πληθυσμού των οικισμών στην Ελλάδα Οι οικισμοί, το μέγεθός τους και η θέση τους στο γεωγραφικό χώρο αποτελούν ένα πολύπλοκο σύστημα, το οποίο επηρεάζεται και διαμορφώνεται υπό την επήρεια πολλών παραγόντων οικονομικών, κοινωνικών, γεωμορφολογικών κ.λπ. Στην Ελλάδα, τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της χώρας, με τις ορεινές περιοχές στον ηπειρωτικό χώρο και τα 227 κατοικημένα νησιά, έχουν ευνοήσει τη χωρική διασπορά του πληθυσμού σε πολλούς μικρούς οικισμούς. Στα αστικά κέντρα της Ελλάδας με περισσότερους από 55.000 κατοίκους, συγκεντρώνεται το 44% του πληθυσμού, ενώ στις πόλεις με περισσότερους από 30.000 κατοίκους συγκεντρώνεται το 50% περίπου. Στις πόλεις μικρού και μεσαίου μεγέθους ή κωμοπόλεις, με πληθυσμό από λιγότερο από 30.000 κατοίκους, συγκεντρώνεται το υπόλοιπο 50% του πληθυσμού. Η Κατανομή του πληθυσμού των μεγαλύτερων πόλεων στην Ελλάδα Πληθυσμός P Σύνολο πόλεων Ποσοστό % του πληθυσμού των οικισμών στο σύνολο του πληθυσμού P > 3 εκατ. 1 28 3 εκατ. < P <500.000 1 7.3 100.000 < P <500.000 3 4.2 55.000 < P <100.000 8 4.6 30.000<P <55.000 12 5.19 Σελ. 4
Η κατανομή του πληθυσμού των οικισμών στην Ελλάδα Μια άλλη εικόνα της πληθυσμιακής κατανομής στους μικρούς οικισμούς της χώρας εμφανίζεται στον παρακάτω Πίνακα Η Κατανομή του πληθυσμού στους μικρούς οικισμούς της Ελλάδας. Πληθυσμός (κάτοικοι) Πλήθος οικισμών Μέσος πληθυσμός Σύνολο πληθυσμού 1500-2000 173 1.730 154255 1000-1500 411 1.208 376.674 500-1000 1355 690 835.089 1-500 8072 174 1.404.575 Στους 12.292 οικισμούς μικρού μεγέθους που έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα συγκεντρώνεται το 28,6% επί του συνόλου του καταγεγραμμένου πληθυσμού. Οι περισσότεροι από αυτούς τους οικισμούς (ποσοστό 81% επί του συνόλου των μικρών οικισμών) κατοικούνται με λιγότερους από 500 κατοίκους συγκεντρώνοντας το 44,7% του πληθυσμού που έχει καταγραφεί στους μικρούς οικισμούς. Οι υπόλοιποι 1.939 μικροί οικισμοί κατοικούνται συνολικά από 1.731.103 κατοίκους. Σελ. 5
Μέγεθος πόλης και κόστος διαβίωσης Ωφέλεια εργαζόμενου Ωφέλεια εργαζόμενου U max U * m P opt b Ωφέλεια εργαζομένων Συνολικό κόστος διαβίωσης Καθαρή ωφέλεια P max Μέγεθος πόλης Η σχέση ωφέλειας εργαζόμενου και μεγέθους πόλης Η καμπύλη δίνει τη σχέση μεταξύ ωφέλειας εργαζόμενου, που ισούται με τη διαφορά (μισθός κόστος μετακίνησης) και μεγέθους της πόλης ενώ υπάρχει ένα σημείο που η ωφέλεια λαμβάνει τη μέγιστη τιμή της. Η σχέση καθαρής ωφέλεια εργαζόμενου και μεγέθους πόλης Η καμπύλη που δίνει την καθαρή ωφέλεια εργαζόμενου προκύπτει από τη διαφορά ωφέλειες κόστος διαβίωσης.. Το μέγεθος της πόλης επηρεάζει τα οφέλη που αποκτούν οι εργαζόμενοι λόγω των υψηλότερων μισθών που λαμβάνουν. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η αύξηση του μεγέθους της πόλης δημιουργεί οικονομίες συγκέντρωσης, οι οποίες αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας. Σε μια ελεύθερη αγορά, ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων διασφαλίζει ότι οι μισθοί θα συνδέονται θετικά με την παραγωγικότητα που επιτυγχάνεται. Συνεπώς, όσο αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασίας, τόσο αυξάνονται οι αμοιβές που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι. P opt Μέγεθος πόλης P Σελ. 6
Μέγεθος πόλης και κόστος διαβίωσης Ωφέλεια εργαζόμενου U * Π 1 = μικρές οικονομίες αστικοποίησης Π 2 = μεσαίες οικονομίες αστικοποίησης α β γ P 1ο P 2ο P 1 P 3ο P 2 P 3 Μέγεθος πόλης Π 3 = μεγάλες οικονομίες αστικοποίησης Η διαφοροποίηση των μεγεθών των πόλεων σε συνάρτηση με σχέση ωφέλειας εργαζόμενου και μεγέθους πόλης Οι τρείς πόλεις έχουν διαφορετικές καμπύλες ωφέλειας λόγω των διαφορετικών ωφελειών εντοπιότητας και συγκέντρωσης και η χωρική ισορροπία επιτυγχάνεται στα σημεία α, β και γ, που αντιστοιχούν σε πληθυσμιακά μεγέθη διαφορετικά, κατά τι μεγαλύτερα των βέλτιστων μεγεθών. Η ύπαρξη χωρικής ισορροπίας απαιτεί την εξίσωση του επιπέδου ωφέλειας που απολαμβάνουν. Π.χ. στα σημεία α, β και γ επιτυγχάνεται η ίδια ωφέλεια U * για τις πόλεις που αντιστοιχεί σε μεγέθη P 1, P 2 και P 3 Διαφοροποίηση στα μεγέθη των πόλεων Οι 3 καμπύλες απεικονίζουν τη σχέση ωφέλειας εργαζομένων και πληθυσμού για 3 πόλεις. Η Π 1 αντιστοιχεί σε πόλη που οι οικονομίες εντοπιότητας εξαντλούνται με σχετικά μικρό πληθυσμό. Οι αρνητικές οικονομίες που προκύπτουν από τις μετακινήσεις αντισταθμίζουν τα οφέλη από τις οικονομίες εντοπιότητας και συγκέντρωσης για μικρό μέγεθος πληθυσμού και το βέλτιστο μέγεθος της πόλης Μ 1 είναι σχετικά μικρό. Η Π 2 αντιστοιχεί σε μια πόλη με μεγαλύτερες οικονομίες εντοπιότητας και μεγαλύτερο το βέλτιστο πληθυσμιακό μέγεθος. Η Π 3 αντιστοιχεί σε πόλη με μεγαλύτερες οικονομίες εντοπιότητας. Σελ. 7
Μέγεθος πόλης Ένας άλλος συντελεστής που συμβάλει στη διαφοροποίηση των μεγεθών των πόλεων είναι η ικανότητά τους να μονοπωλούν την παραγωγή ορισμένων τοπικών αγαθών. Η απόκτηση των πλεονεκτημάτων αυτών κατά κανόνα οφείλεται σε 2 παράγοντες: (α) Στη διαθεσιμότητα φυσικών ή ανθρωπογενών πλεονεκτημάτων, όπως είναι οι φυσικοί πόροι, οι τουριστικοί πόροι κ.λπ. (β) Στο γεγονός ότι υπάρχουν οικονομικές δραστηριότητες που απαιτούν ένα ελάχιστο μέγεθος πόλης για να υλοποιηθούν και να καταστούν βιώσιμες. Π.χ. τα χρηματιστήρια, τα ανώτερα δικαστήρια, υπηρεσίες υγείας, ορισμένες πολιτιστικές δραστηριότητες (όπερα, θέατρο, κ.λπ.) δεν μπορούν να λειτουργήσουν σε μικρές πόλεις, αφού προϋποθέτουν ένα ελάχιστο μέγεθος ζήτησης των υπηρεσιών που παράγουν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του φάσματος ή της ποικιλίας των προσφερόμενων αγαθών από τις μεγάλες πόλεις και τη δημιουργία συγκριτικών πλεονεκτημάτων για ορισμένες δραστηριότητες. Το μέγεθος των πόλεων αλληλοεπηρεάζεται με τη διάθρωση της παραγωγής και η υψηλή θέση μιας πόλης στην αστική ιεραρχία δημιουργεί οικονομίες αστικοποίησης, την παραγωγική διαφοροποίηση και καλύτερη ποιότητα αγαθών και υπηρεσιών σε ορισμένους παραγωγικούς κλάδους. Τα πλεονεκτήματα αυτά ενισχύουν τις μεγάλες πόλεις στο χωρικό ανταγωνισμό και τις οδηγούν σε πληθυσμιακή αύξηση, η οποία τις περισσότερες φορές πραγματοποιείται σε βάρος των μικρότερων πόλεων. Σελ. 8
Πρότυπα κατανομής πόλεων ανάλογα με τον πληθυσμό τους Α. Ο κανόνας της τάξεως μεγέθους Αν T είναι ο συνολικός αριθμός των αστικών περιοχών, η συνάρτηση κατανομής του μεγέθους των πόλεων R(x) ορίζεται ως εξής: R(x)=T[1-F(x)] Η συνάρτηση R(x) δίνει τον αριθμό των πόλεων που έχουν μέγεθος μεγαλύτερο του x. Για την απλούστευση των υπολογισμών χρησιμοποιείται μια μη γραμμική συνάρτηση, η οποία είναι μια τροποποιημένη εκδοχή της συνάρτησης εισοδήματος του Pareto και διατυπώνεται ως ακολούθως: R(x)=Mx -a X= Πληθυσμιακό μέγεθος της κάθε πόλης R(x) = Η θέση της πόλης στην ιεραρχία των αστικών περιοχών a = Παράμετρος η οποία σχετίζεται με τον βαθμό συγκέντρωσης του πληθυσμού Μ = Πληθυσμός της κυρίαρχης - μεγαλύτερης πόλης. Ο κανόνας αυτός είναι γνωστός ως κανόνας τάξης - μεγέθους. Ο εκθέτης a είναι γνωστός και ως συντελεστής Pareto. Για a=1, ο παραπάνω κανόνας είναι γνωστός ως απλός κανόνας τάξης - μεγέθους ή διαφορετικά ως Νόμος του Zipf (1949). Δηλαδή ισχύει: R(x)=Mx -1 Σελ. 9
Α. Ο κανόνας της τάξεως μεγέθους Πληθυσμός Πληθυσμός Μ/2 Μ/3 Μ = Πληθυσμός μεγαλύτερης πόλης Τάξη μεγέθους R(x) Μ 1 =3.5 εκατ. Μ 2 =1.7 εκατ. Μ 3 =1.1 εκατ. Στο Σχήμα εμφανίζεται μια τυπική μορφή της συνάρτησης κατανομής μεγέθους των πόλεων. Η εφαρμογή του νόμου Zipf για α=1 στην Ελλάδα και βάζοντας Μ=3.5 εκατ., τον πληθυσμό της μεγαλύτερης πόλης (δηλ. της Αθήνας), η 2 η πόλη στην ιεραρχία, δηλ. η Θεσσαλονίκη, θα έπρεπε να έχει πληθυσμό 1.7 εκατ. κατοίκους, η 3 η σε μέγεθος πόλη, δηλ. η Πάτρα, θα έπρεπε να έχει μέγεθος 1.1 εκατ. κατοίκους κ.λ.π. 2 η πόλη 3 η πόλη R(x) Σελ. 10
H εφαρμογή του κανόνα τάξης μεγέθους στην Ελλάδα με χρήση των πληθυσμιακών μεγεθών των πόλεων των Εθνικών Απογραφών δίνει τις παρακάτω κατανομές. Ιεράρχηση ελληνικών πόλεων άνω των 10 000 κατοίκων Η ιεράρχηση έγινε με χρήση του κανόνα τάξης μεγέθους για την περίοδο 1951 έως 1991. Ιεράρχηση ελληνικών πόλεων άνω των 10 000 κατοίκων για το έτος 2001 Η ιεράρχηση έγινε με χρήση του κανόνα τάξης μεγέθους. Σελ. 11
Το πρότυπο της πρωτεύουσας πόλης Ο όρος «πρωτεύουσα πόλη» στην αρχική του χρήση αναφέρονταν στη μεγαλύτερη ή την πρώτη σε μέγεθος πόλη ενός αστικού συστήματος, η οποία είναι δυο ή τρεις φορές μεγαλύτερη από την δεύτερη σε μέγεθος πόλη. Στη συνέχεια, η σημασία του όρου διευρύνθηκε και αναφέρονταν σε μια ομάδα μικρών πόλεων, οι οποίες ελέγχονταν από μια ή περισσότερες μεγάλες πόλεις. Το πρότυπο της «πρωτεύουσας πόλης» προτάθηκε από τον M. Jefferson το 1939, ο οποίος όρισε το μέγεθός της ως «τουλάχιστον διπλάσιο σε σχέση με την επόμενη μεγαλύτερη πόλη και πάνω από δύο φορές σημαντική". Υπάρχουν χώρες που χαρακτηρίζονται από την κυριαρχία μιας πόλης, ενώ η χώρα δεν διαθέτει πόλεις μεσαίου μεγέθους. Για παράδειγμα, χώρες όπως η Ταϋλάνδη, ο Παναμάς, η Κόστα Ρίκα στις αρχές της δεκαετίας του 80 είχαν συγκεντρωμένο περισσότερο από 60% του πληθυσμού τους στις πρωτεύουσές τους. Κατά τους Ades και Glaeser (1995), οι χώρες που κυβερνούνται από δικτάτορες έχουν μεγαλύτερες τις κύριες πόλεις σε σχέση με τις χώρες που έχουν δημοκρατία. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, οι δικτάτορες μεταφέρουν πόρους από την επαρχία προς την κυρίαρχη πόλη, γιατί σε αυτή κατοικούν εκείνοι που μπορούν να τους ανατρέψουν. Το υπόδειγμα αυτό δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια καλή εμπειρική παρατήρηση. Με βάση αυτό το υπόδειγμα, πολλοί αναλυτές υποστήριξαν ότι, όσο πιο υποανάπτυκτη είναι μια χώρα, τόσο η κατανομή των πόλεών της ερμηνεύεται καλύτερα από το υπόδειγμα της κυρίαρχης πόλης, κάτι που δεν επαληθεύτηκε επαρκώς. Σελ. 12