K. Tαχτσής «Τα ρέστα» Θέμα του διηγήματος: είναι το πλέγμα των σχέσεων ανάμεσα σε ένα παιδί και τη μητέρα του. Μέσα από τις ρεαλιστικές σκηνές της καθημερινότητας προβάλλουν ανάγλυφα οι δύσκολες συνθήκες ζωής της μονογονεϊκής αυτής οικογένειας, αλλά και η αγάπη και η αλληλεξάρτηση των μελών της. Ο χρόνος είναι απροσδιόριστος (αλλά η ατμόσφαιρα παραπέμπει στο μεσοπόλεμο) και ο χώρος είναι μια φτωχογειτονιά της Θεσσαλονίκης. Ο λογοτεχνικός μύθος δομείται πάνω σε δυο ευδιάκριτες ενότητες. α) «Έφτυσα.στον πέμπτο ύπνο» και β) «Αχ, βρε μάνα.ή εφτά δεκάρες». Το αίνιγμα που βάζει η πλοκή στην την αρχή είναι μεταξύ ποιων γίνεται η επικοινωνία. Μέσα στο διήγημα διακρίνονται δύο φωνές, η φωνή του πρώτου - αλλοδιηγητικού αφηγητή και η φωνή του αυτοδιηγητικού αφηγητή, οι οποίοι όμως έχουν την ίδια εστίαση και βλέπουν τα ίδια πράγματα. Αφού οι δύο αφηγητές βλέπουν τα ίδια και βιώνουν τα ίδια, άρα ταυτίζονται. Το μεγάλο αφηγηματικό εύρημα επομένως είναι η ταύτιση δύο φωνών σ ένα πρόσωπο. Δεν πρόκειται για δύο αφηγητές, αλλά για έναν, ο οποίος είναι ταυτόχρονα αφηγητής και αποδέκτης της αφήγησης. Στη δεύτερη ενότητα πως ολόκληρη η αφήγηση αποτελεί ένα εσωτερικό διάλογο του αφηγητή- ήρωα με τον εαυτό του. Ανάλυση Το διήγημα «Τα ρέστα», αντλημένο από την ομώνυμη συλλογή, είναι ένα από τα αυτοβιογραφικά κείμενα του συγγραφέα, στο οποίο γίνεται εμφανής η προσπάθειά του να βρει μια ισορροπία με τους δαίμονες του παρελθόντος. Βασισμένο στις αναμνήσεις του συγγραφέα από τα πρώτα παιδικά του χρόνια που τα πέρασε στη Θεσσαλονίκη κοντά στη μητέρα του -στα επτά του χρόνια θα μεταβεί στην Αθήνα και θα μείνει με τη γιαγιά του-, το διήγημα αποτελεί μια επίπονη για το συγγραφέα επιστροφή στο κλίμα αβεβαιότητας που χαρακτήριζε τη συμβίωση με τη μητέρα του. - «Έφτυσα! Αλίμονό σου αν χαζέψεις πάλι στο δρόμο!» Δεν έφτυνε ποτέ στ αλήθεια, μόνο με λόγια, μα το νόημα της απειλής ήταν καθαρό: Έπρεπε νάχεις γυρίσει πίσω πριν στεγνώσει το σάλιο. Το πόσο γρήγορα στεγνώνει το σάλιο το καθόριζε εκείνη σύμφωνα με τις περιστάσεις, σύμφωνα με το κέφι της. Ο συγγραφέας επιλέγει να ξεκινήσει το διήγημά του με μιαν απειλή της μητέρας, με μιαν απειλή που του προκαλούσε τρόμο, καθώς συχνά λάμβανε την πραγμάτωσή της με τη μορφή ξυλοδαρμού. Εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει περίσσια αγάπη, το παιδί συναντά βιαιότητα και υπέρμετρη αυστηρότητα, η οποία μάλιστα δε βασιζόταν σε κάποιους ορισμένους κανόνες. Η μητέρα, ανάλογα με τη διάθεσή της, αποφάσιζε αν θα το χτυπήσει ή όχι, με αποτέλεσμα το μικρό παιδί να μην είναι ποτέ σίγουρο για το τι πρέπει να κάνει.
Η αυστηρότητα της μητέρας, αποτέλεσμα βέβαια της εχθρότητας που αισθανόταν για τον πατέρα του παιδιού της, τον οποίο είχε χωρίσει, προκαλεί έντονο αίσθημα φόβου στο μικρό παιδί και υπονομεύει εν τέλει την ποιότητα των συναισθημάτων του για εκείνη. Με πολύ εκφραστικότητα ο συγγραφέας μας παρουσιάζει τον πρώιμο ψυχικό τραυματισμό του από την αυταρχική μητέρα που στέκει αδιάφορη απέναντι στις αυξημένες ανάγκες ενός παιδιού που έχει στερηθεί τη διαρκή πατρική παρουσία. Οι σπάνιες φορές (το επίρρημα τίθεται σε παύλες ώστε να τονιστεί) που η μητέρα είχε καλή διάθεση, κι αυτό γιατί είχε έρθει το βράδυ στο σπίτι κάποιος από τους εραστές της, τότε η ατμόσφαιρα στο σπίτι άλλαζε δραματικά προς το καλύτερο, προσφέροντας στο μικρό παιδί την ευτυχία εκείνη που θα έπρεπε να αποτελεί τον κανόνα κι όχι την εξαίρεση. Εννοούσε να δέχεσαι την τιμωρία σαν άντρας. «Ή θα γίνεις άντρας και θα μάθεις να μην κλαις», σου λεγε αφρίζοντας και χτυπώντας όπου έβρισκε, «ή θα σε σκοτώσω από τώρα μια και καλή, να σε κλάψω και να σε ξεχάσω, άναντρους σαν τον προκομμένο τον πατέρα σου δε χρειάζεται άλλους η κοινωνία πες μου, θα γίνεις άντρας;». Κι όλα αυτά τα απαιτεί από ένα παιδί 5-7 ετών. Η εμμονή της αυτή που εκφράζεται με τρόπο που πληγώνει και στιγματίζει το μικρό παιδί θα λάβει στο μέλλον μιαν παράδοξη απάντηση από το ενήλικο πια παιδί της, το οποίο όχι μόνο δε θα γίνει άντρας -με την παραδοσιακή έννοια του όρου, μιας κι ο συγγραφέας υπήρξε ομοφυλόφιλος- αλλά θα υιοθετήσει και μια θηλυκή περσόνα, προσφέροντας μάλιστα τον έρωτά του σε άντρες επί πληρωμή. Τα ρέστα που έκλεψαν απ το μικρό αφηγητή κάποια παιδιά, λαμβάνουν τελικά τόσο κεντρική θέση στις αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία, ώστε γίνονται ο τίτλος του διηγήματος. Η δική του τιμωρία συνίσταται στο γεγονός πως δεν είχε καταλάβει εγκαίρως τα πραγματικά συναισθήματα της μητέρας του, κάτι που θα τον είχε απαλλάξει από την ανάγκη να την εκδικηθεί. Δεν είχε καταλάβει δηλαδή την πικρία που βίωνε, την απογοήτευσή της από την τροπή που είχε πάρει η ζωή της και άρα το γεγονός πως η οργή που έβγαζε στο παιδί της δεν ήταν παρά μια βίαιη έκφραση του θυμού που είχε για τον άντρα της. Το παιδί στάθηκε το εξιλαστήριο θύμα ενός αποτυχημένου γάμου, στάθηκε ο αθώος αποδέκτης ενός θυμού που δεν ήταν ποτέ πραγματικά προορισμένος προς αυτό. Με μια αλλαγή οπτικής ο συγγραφέας αναγνωρίζει πως κι η μητέρα του περνούσε μια δύσκολη περίοδο στη ζωή της και, ως ένα βαθμό, κατανοεί και δικαιολογεί τη συμπεριφορά της. Βέβαια, η δικαιολόγηση αυτή δε φτάνει στο σημείο της πλήρους αθώωσης, καθώς η μητέρα όφειλε να θέσει τη συναισθηματική ισορροπία του παιδιού της πάνω απ τη δική της απογοήτευση. Η συμπεριφορά της υπήρξε σαφές δείγμα ανωριμότητας και αδυναμίας να αντιληφθεί το πόσο σημαντικός ήταν ο αντίκτυπος των πράξεών της στην ψυχή του παιδιού της. Η μητέρα του συγγραφέα λειτουργεί εδώ ως παράδειγμα προς αποφυγή, ως σήμα κινδύνου, προς όλους εκείνους τους ανθρώπους που αποκτούν παιδιά, χωρίς να έχουν την απαραίτητη ωριμότητα.
Ερωτήσεις σχολικού βιβλίου 1. Το διήγημα έχει μια «απατηλή απλότητα, που δεν είναι παρά δραστικότατη αφαίρεση», γράφει ο ίδιος ο Ταχτσής στον Νάνο Βαλαωρίτη. Μπορείτε να υποθέσετε ποια στοιχεία έχουν αφαιρεθεί ώστε η αφήγηση να γίνει δραστική; Το διήγημα εστιάζει στη συμπεριφορά της μητέρας και στον αντίκτυπο που έχει αυτή η συμπεριφορά στην παιδική συνείδηση του αφηγητή. Ο αφηγητής, επομένως, αφαιρεί όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να απομακρύνουν την προσοχή του αναγνώστη από το πρόσωπο της μητέρας, έστω κι αν θα προσέφεραν κάποιες σημαντικές πληροφορίες για την εξέλιξη της ζωής του. Υπό αυτή την έννοια στο συγκεκριμένο διήγημα απουσιάζει η μορφή του πατέρα, ο οποίος μνημονεύεται παρεμπιπτόντως από τη μητέρα ως ένα άκρως αρνητικό πρότυπο. Έτσι, ο πατέρας, αν και αποτελεί το δεύτερο σημαντικότερο πρόσωπο στη ζωή του αφηγητή, παραμένει αφανής καθώς η δική του παρουσία θα υπονόμευε σημαντικά την προσπάθεια να αναδειχθεί η συμπεριφορά της μητέρας. Επίσης, δεν υπάρχουν αναφορές στην πορεία που ακολούθησε η σχέση του συγγραφέα με τη μητέρα του, ιδίως μετά την ενηλικίωσή του και την αποκάλυψη του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Το διήγημα παραμένει εστιασμένο στα πρώτα αυτά παιδικά χρόνια παρόλο που όταν γράφεται έχουν περάσει ήδη τριάντα χρόνια από εκείνη την περίοδο και άρα ο συγγραφέας θα μπορούσε να δώσει αρκετά στοιχεία για το πώς εξελίχθηκε η σχέση του με την κάποτε δεσποτική μητέρα του. Με την αφαίρεση των όσων προηγήθηκαν, πώς και γιατί διαλύθηκε ο γάμος των γονιών του, του μέλλοντος, πώς εξελίχθηκε η σχέση γιου-μητέρας, αλλά και την αφαίρεση κάποιων σημαντικών προσώπων της οικογένειας, το διήγημα επικεντρώνεται στο μικρόκοσμο της μητέρας και του αφηγητή και δίνει βαρύτητα στα γεγονότα εκείνα που φανερώνουν την ψυχολογική κατάσταση και τα ακραία ξεσπάσματα της μητέρας. 2. Στο κείμενο κυριαρχεί η εικόνα της μητέρας. Ποια εντύπωση έχει αφήσει τελικά στην ψυχή του γιου, άντρα πλέον τώρα, η συμπεριφορά της; Ο αφηγητής τη δικαιώνει; Να τεκμηριώσετε την άποψή σας. Ο συγγραφέας με την πάροδο αρκετών χρόνων από τα βιώματα εκείνης της περιόδου κατανοεί το λόγο για τον οποίο η μητέρα του είχε αυτή την αρνητική συμπεριφορά. Αντιλαμβάνεται τον πόνο που αισθανόταν για την αποτυχία του γάμου της και συνειδητοποιεί πως εκείνος ήταν ο ακούσιος αποδέκτης μιας οργής που είχε επί της ουσίας στόχο τον πατέρα του. Εντούτοις, παρά τη συνειδητοποίηση αυτή δε φτάνει στο σημείο να την απαλλάξει πλήρως από τις ευθύνες της για τον πόνο και τη δυστυχία που του προκάλεσε, όταν εκείνος βρισκόταν ακόμη σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη ηλικία. Παρά τη διάθεσή του να προσεγγίσει και να κατανοήσει τους ιδιαίτερους λόγους που είχαν γεμίσει τη μητέρα του οργή και αδιαφορία, κρατά ακόμη στην ψυχή του το παράπονο για όλες εκείνες τις δυστυχισμένες μέρες που έζησε κοντά της. Άλλωστε, όταν ο
συγγραφέας μπόρεσε να παραμερίσει τη δικαιολογημένη αγανάκτησή του και να δει τα πράγματα από την οπτική της μητέρας του, η στάση και η συμπεριφορά της είχαν ήδη ασκήσει καταλυτική επίδραση στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. 3. Τα «ρέστα» είναι η αφόρμηση για τη νοσταλγία του αφηγητή. Ποια είναι εκείνα τα περιστατικά της ζωής, στα οποία επιμένει; Η επιστροφή του συγγραφέα στις μνήμες του παρελθόντος εγκλωβίζεται στις σχέσεις του με την αυταρχική μητέρα του. Στην αναζήτηση των πολύτιμων παιδικών αναμνήσεων, που θα περίμενε κανείς πως θα ήταν γεμάτες αγάπη και γαλήνη, ο συγγραφέας βρίσκεται κατ ανάγκη αντιμέτωπος με το κλίμα ανασφάλειας, το φόβο, τη βιαιότητα και την απόρριψη που βίωνε κοντά στη μητέρα του. Έτσι, κοντά στις λίγες ευτυχισμένες ημέρες που είχε όταν η μητέρα του ήταν ευδιάθετη, το μεγαλύτερο διάστημα της παιδικής του ζωής κυλούσε σε μια επώδυνη κατάσταση φόβου, κι ως εκ τούτου το σημαντικότερο τμήμα του διηγήματος καλύπτεται από περιστατικά όπου η μητέρα του ξεσπούσε πάνω του την οργή και την απογοήτευσή της. 4. Πώς και πού μεταβάλλεται η οπτική γωνία του αφηγητή; Στο κλείσιμο του διηγήματος, οπότε ο συγγραφέας με μια αποστροφή προς τη μητέρα του της απευθύνει το λόγο, όχι ως παιδί πια αλλά ως ενήλικας, εμφανίζεται για πρώτη φορά να αντιλαμβάνεται το λόγο της συμπεριφοράς της μητέρας του. Έτσι, ενώ ως παιδί δεχόταν την οργή της, αισθανόμενος πως εν μέρει ήταν κι ο ίδιος υπεύθυνος για τα ξεσπάσματά της ή έστω χωρίς να κατανοεί από που πήγαζε όλη αυτή η οργή, τώρα δείχνει να κατανοεί και το δικό της πόνο και τη δική της απογοήτευση. Όπως δηλώνει ο συγγραφέας, κάποια από τα πράγματα που έκανε και αισθάνθηκε ήταν αποτέλεσμα της αδυναμίας του να καταλάβει εγκαίρως τους λόγους για τους οποίους η μητέρα του συμπεριφερόταν με τόσο άσχημο τρόπο. Ωστόσο, παρόλο που πλέον έχει μεγαλύτερη κατανόηση για τη στάση της, δε φτάνει στο σημείο να την απαλλάξει από τις ευθύνες που της αναλογούν.
Παράλληλο κείμενο Μια επίσκεψη «Δυο χρόνια μέναμε σ εκείνο το σπίτι, και εκτός από μια καλημέρα, δεν είχαμε σχέσεις με τους γείτονες. Το πρώτο πράγμα που σε ρωτούσε μια γειτόνισσα, αν της έδινες λίγο θάρρος, ήταν: τι καλά μαγειρεύετε σήμερα Κι η γιαγιά είχε κάθε λόγο να μη θέλει να δίνει λογαριασμό στον κόσμο τι μαγειρεύουμε. Ήταν μέρες που δε μαγειρεύαμε τίποτα. Μα ξαφνικά έπιασε φιλίες με τη γειτόνισσα που μενε ακριβώς απέναντί μας. Κι ένα κυριακάτικο δειλινό -καλοκαίρι ήταν- που καθόμαστε μόνοι μας στον κήπο κι είχα εξαντλήσει και το τελευταίο φως της μέρας διαβάζοντάς της Το σπίτι των Αηδονιών, κι είχ αρχίσει να μην ξεχωρίζω τα γράμματα, μου είπε: «Θέλεις να παμ απέναντι στη γειτόνισσα, να πούμε καμιά κουβέντα να περάσ η ώρα μας; Η μάνα σου μπορεί ν αργήσει απόψε, τι θα κάνουμε ολομόναχα τα δυο μας; Αν είχαμε λεφτά, θα σε πήγαινα στον Καραγκιόζη να γελάσουμε μια στάλα» (διήγημα από τα Ρέστα, απόσπασμα) *Ποιες ομοιότητες -στο περιεχόμενο και τη μορφή- εντοπίζετε ανάμεσα στο διήγημα «Τα ρέστα» και το παραπάνω απόσπασμα;