Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Εξαντλησιμότητα των ελληνικών κοιτασμάτων λιγνίτη Γιάννης Τσώλας

Σχετικά έγγραφα
Προοπτική εξέλιξης της διείσδυσης του Φυσικού Αερίου στην Ηλεκτροπαραγωγή στο Ελληνικό Διασυνδεδεμένο Σύστημα. Ι. Κοπανάκης Διευθυντής ΔΣΔΑΜΠ

Energy resources: Technologies & Management

Εισήγηση: Η εκµετάλλευση του λιγνίτη στην Ελλάδα µε οικονοµικά και περιβαλλοντικά κριτήρια. Σηµερινή κατάσταση-προοπτικές

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Μελέτη της παραγωγικότητας στον υποκλάδο των λιγνιτωρυχείων ( ) Γιάννης Τσώλας

ΣΥΝΟΛΟ ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΣΗΜΕΡΑ ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ 24% ΥΔΡΟΗΛΕΚΤΡΙΚΑ 25% ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ 6% ΛΙΓΝΙΤΗΣ 45%

Το παρόν αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης εργασίας, η οποία εξελίσσεται σε έξι μέρη που δημοσιεύονται σε αντίστοιχα τεύχη. Τεύχος 1, 2013.

ΔΕΗ: Λιγνιτωρυχείο Πτολεμαΐδας. Ο πλούτος του υπεδάφους της Ελληνικής γης

Ενεργειακός Σχεδιασμός της χώρας και η ανταγωνιστικότητα του λιγνίτη

ΤΕΕ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ «Προοπτικές ηλεκτροπαραγωγής μέσα στο νέο ενεργειακό περιβάλλον»

Πρώτον, στις απαιτούμενες δράσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, μέσα σε μία ολοένα και αυστηρότερη περιβαλλοντική νομοθεσία,

Ανάπτυξη νέας γενιάς σταθµών Ηλεκτροπαραγωγής

Δείκτες Ενεργειακής Έντασης

Εθνικός ενεργειακός σχεδιασμός. Συνοπτικά αποτελέσματα εξέλιξης εγχώριου ενεργειακού συστήματος

Oι σύγχρονες δυνατότητες στον τομέα της ενέργειας

Energy resources: Technologies & Management

2. ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ Η

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΟΛΟΓΟΣ Σελίδα 13 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΕΝΕΡΓΕΙΑ (ΓΕΝΙΚΑ) «17

Πηγές Ενέργειας για τον 21ο αιώνα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΝΟΤΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΤΣΟΥΡΗΣ, ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΔΣ ΑΗΚ

Ο ρόλος των στερεών καυσίμων στην Ευρωπαϊκή και Παγκόσμια αγορά ενέργειας τον 21 ο αιώνα

Δείκτες Ενεργειακής Έντασης

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΣΤΟΧΑΣΙΣ ΑΕ: «ΚΛΑΔΙΚΕΣ ΣΤΟΧΕΥΣΕΙΣ» ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ

ENDESA HELLAS Η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ ΤΗΣ Ε.Ε. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

1. ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΜΟΡΦΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

5 σενάρια εξέλιξης του ενεργειακού μοντέλου είναι εφικτός ο περιορισμός του λιγνίτη στο 6% της ηλεκτροπαραγωγής το 2035 και στο 0% το 2050

Λιθάνθρακας. Τι σημαίνει για τη ζωή μας;

Προτάσεις του ΤΕΕ/Τμ. Δυτικής Μακεδονίας για το Τέλος ΑΠΕ, λιγνιτικών σταθμών και μεγάλων υδροηλεκτρικών έργων

Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας

ΣΥΝ ΕΣΜΟΣ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ. Ορυκτός πλούτος παρούσα κατάσταση και προοπτικές ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΣ ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟ Ο

Σχέδιο Δράσης Βιώσιμης Ενεργειακής Ανάπτυξης της Κρήτης (ISEAP OF CRETE)

[ 1 ] Η ΔΕΗ διαθέτει μια πολύ μεγάλη υποδομή σε εγκαταστάσεις ορυχείων λιγνίτη,

Η ευρωπαϊκή περιβαλλοντική στρατηγική και οι ασύμμετρες επιπτώσεις στην περιφερειακή οικονομία της Δ. Μακεδονίας

Τεχνική και ενεργειακή νομοθεσία

Ήπιες και νέες μορφές ενέργειας

ΕΚΠΟΜΠΕΣ CO 2 ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΑΠΟ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

ΘέτονταςτοπλαίσιογιατηνεδραίωσητουΥΦΑως ναυτιλιακό καύσιµο στην Ανατολική Μεσόγειο. .-Ε. Π. Μάργαρης, Καθηγητής

1. ΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ. 1.1 Γενικά

[ 1 ] την εφαρμογή συγκεκριμένων περιβαλλοντικών

«Συστήματα Συμπαραγωγής και Κλιματική Αλλαγή»

Η Λιγνιτική Ηλεκτροπαραγωγή στο νέο Ενεργειακό Περιβάλλον

ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. ΖΑΚΥΝΘΟΣ 2007


ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΛΑΣΙΑ ΤΟΥ PROJECT

Ασφάλεια Eνεργειακού Εφοδιασμού Ρόλος και Δραστηριότητες της ΡΑΕ σχετικά με τον Τομέα της Ηλεκτροπαραγωγής

ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ: ΤΙ ΑΛΛΑΖΕΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟ ΔΙΚΤΥΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΤΩΝ ΑΠΕ?

Περίληψη Διδακτορικής Διατριβής ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Τμήμα Περιβάλλοντος. Ευστράτιος Γιαννούλης

Περιβαλλοντική Διάσταση των Τεχνολογιών ΑΠΕ

«Χείρα Βοηθείας» στο Περιβάλλον με Φυσικό Αέριο

ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & EΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ. Οι πηγές ανανεώσιμης ενέργειας στην Γερμανία

Ορυκτός Πλούτος και Τοπικές Κοινωνίες. Λιγνίτης Εθνικό Καύσιμο. Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κοζάνης

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΑΠΕ. I.Κ. Καλδέλλης, Δ.Π. Ζαφειράκης, Α. Κονδύλη*

ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΝΑ ΜΑΣ ΕΠΙΒΡΑΒΕΥΕΙ... ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΟΥΜΕ ΕΝΕΡΓΕΙΑ & ΝΕΡΟ ΜΗ ΧΑΝΕΙΣ ΑΛΛΟ ΧΡΟΝΟ!

Η ενεργειακή αξιοποίηση αποβλήτων ως μοχλός ανάπτυξης: Η περίπτωση της Αττικής

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΥΣΙΜΩΝ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑ ΚΙΝΗΤΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΣ

Χάρτης εκμεταλλεύσιμων

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΔΠΜΣ «Περιβάλλον και Ανάπτυξη των Ορεινών Περιοχών» Υδατικό Περιβάλλον και Ανάπτυξη

οικονομία- Τεχνολογία ΜΑΘΗΜΑ: : OικιακήO : Σχολικό έτος:2011 Β2 Γυμνασίου Νεάπολης Κοζάνης

Οδηγίες 2003/87/ΕΚ & 2004/101/ΕΚ: Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας (ΕΣΕ) εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου & ευέλικτοι μηχανισμοί του πρωτοκόλλου του ΚΙΟΤΟ

Συμπεράσματα από την ανάλυση για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Αποτίμηση & εσωτερίκευση περιβαλλοντικού κόστους Προϋπόθεση για Βιώσιμη Ανάπτυξη

«Η συμβολή του ΤΕΕ/τμ. Δυτικής Μακεδονίας στην αναβαθμισμένη χρήση ενέργειας μέσω των παρεμβάσεων του»

Ατμοσφαιρική ρύπανση και κλιματική αλλαγή. Νικόλαος Σ. Μουσιόπουλος Πολυτεχνική Σχολή Α.Π.Θ.

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΘΕΡΜΑΝΣΗΣ ΚΑΥΣΗ

Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Α.Ε. Οικονομικά Αποτελέσματα Α εξαμήνου Αθήνα, 26 Σεπτεμβρίου 2017

Περιβαλλοντικά. ζητήματα λιγνιτικών ΑΗΣ Νομών Κοζάνης και Φλώρινας ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

εναλλακτικές τεχνικές βελτίωσης της ενεργειακής και περιβαλλοντικής ρβ απόδοσης

Σύντομο Ενημερωτικό Υλικό Μικρών Εμπορικών Επιχειρήσεων για το Ανθρακικό Αποτύπωμα ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ

Παγκόσμια Κατανάλωση Ενέργειας

ΜΑΝΑΣΑΚΗ ΒΙΡΓΙΝΙΑ ΑΝΤΙΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΡΧΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Βελτίωση βαθμού απόδοσης συμβατικών σταθμών

Η βιώσιμη ανάπτυξη έχει πυροδοτήσει αρκετές διαφωνίες ως προς την έννοια, τη χρησιμότητα αλλά και τη σκοπιμότητά της τα τελευταία χρόνια.

ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ

Ειδικά Κεφάλαια Παραγωγής Ενέργειας

H Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας σε Μετάβαση Τελευταίες Εξελίξεις σε Ελλάδα και Ευρώπη. Αθήνα, 28 Μαρτίου 2018

ΗΜΕΡΙ Α ΤΕΕ ΜΕ ΘΕΜΑ «ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΞΟΡΥΚΤΙΚΗ ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ» ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ Κ. ΜΕΛΑ, ΓΕΝΙΚΟΥ ΙΕΥΘΥΝΤΗ ΟΡΥΧΕΙΩΝ, ΕΗ Α.Ε.

NORTHERN GREECE AT THE CROSSROADS OF THE ENERGY ROADMAP. Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος, ΔΕΗ Α.Ε.

Η αγορά. Ο κόσμος. Η Κύπρος. Πράσινη Ενέργεια

e-newsletter Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΑΝΕΝΕΩΣΙΜΩΝ ΠΗΓΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ Περιεχόμενα Τεύχος 6

Ξενία

Μεταλλευτική Οικονομία

ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΑΠΕ ΣΤΑ ΚΤΗΡΙΑ. Ιωάννης Τρυπαναγνωστόπουλος Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Φυσικής Παν/μίου Πατρών

ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ. Εργασία των μαθητριών: Μπουδαλάκη Κλεοπάτρα, Λιολιοσίδου Χριστίνα, Υψηλοπούλου Δέσποινα.

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΔΟΜΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ

ΕΚ ΗΛΩΣΗ ΕΒΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙ ΑΣ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ

Το Προεδρείο του Συνδέσμου παρέθεσε γεύμα εργασίας στους δημοσιογράφους που καλύπτουν το ρεπορτάζ του ΥΠΕΚΑ, στην Αίγλη Ζαππείου, στις

1 ο Λύκειο Ναυπάκτου Έτος: Τμήμα: Α 5 Ομάδα 3 : Σίνης Γιάννης, Τσιλιγιάννη Δήμητρα, Τύπα Ιωάννα, Χριστοφορίδη Αλεξάνδρα, Φράγκος Γιώργος

Καύση λιγνίτη Περιβαλλοντικές επιπτώσεις

2015 Η ενέργεια είναι δανεική απ τα παιδιά μας

Επενδυτικό Πρόγραμμα της Γενικής Διεύθυνσης Παραγωγής Φώτιος Ε. Καραγιάννης Διευθυντής ΔΜΚΘ

Ενεργειακή στρατηγική και εθνικός σχεδιασµός σε συστήµατα ΑΠΕ

«Το κοινωνικό, αναπτυξιακό και περιβαλλοντικό έργο της ΔΕΗ σε περίοδο κρίσης»

ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ - ΝΟΜΟΣ

ενεργειακή επανάσταση ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΡΙΑ ΒΗΜΑΤΑ ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

«Ενεργειακή Αποδοτικότητα με Α.Π.Ε.»

Πλαίσιο μελέτης για τη σύγκριση του κόστους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη στην Ευρώπη

Θέσεις του ΤΕΕ/Τμήμα Δυτ. Μακεδονίας σχετικά με την εξομοίωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης του πετρελαίου θέρμανσης με εκείνου του πετρελαίου

Ημερίδα ΤΕΕ, 8/11/2013 Ηλεκτρική ενέργεια, βιομηχανία, ανταγωνισμός,ανάπτυξη. Εισηγητής : Ζητούνης Θεόδωρος, MMM Tεχνικός διευθυντής ομίλου ΓΙΟΥΛΑ

Οι ενεργειακές δυνατότητες της Ελλάδας ως αναπτυξιακός παράγοντας

Transcript:

- Περιβαλλοντικές επιπτώσεις και ενεργειακή πολιτική του Γιάννη Τσώλα Η αυξημένη συμμετοχή του ελληνικού λιγνίτη στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας δημιουργεί, όπως είναι γνωστό, σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Το έργο του φυσικού αερίου παρέχει τη δυνατότητα εφαρμογής νέων τεχνολογιών ηλεκτροπαραγωγής και υποκατάστασης της ηλεκτρικής ενέργειας σε διάφορες βιομηχανικές και οικιακές χρήσεις. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται οι τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής που εφαρμόζονται στο διεθνή και ελλαδικό χώρο και αναλύονται διεξοδικά τα θέματα που σχετίζονται με τη διαθεσιμότητα, τη διαμόρφωση του κόστους εξόρυξης των λιγνιτικών κοιτασμάτων και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προκαλεί η εκμετάλλευση τους. Με βάση την ανάλυση αυτή και αφού λαμβάνεται υπόψη η επικείμενη είσοδος του φυσικού αερίου, τεκμηριώνεται μια σειρά απόψεων και προτάσεων για το βέλτιστο τρόπο αξιοποίησης των νέων δεδομένων, που αναμένεται να διαμορφωθούν, σχετικά με την προσφορά των εγχώριων και ξένων ενεργειακών πρώτων υλών. 1. Ορυκτοί πόροι και ανάπτυξη Οι ενεργειακές πρώτες ύλες είναι πολύ σημαντικές για τις διάφορες παραγωγικές διαδικασίες και για την ποιότητα ζωής μιας κοινωνίας. Τα πεπερασμένα όμως αποθέματα των μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (στερεών καυσίμων, πετρελαίου, φυσικού αερίου, ραδιενεργών ορυκτών) και ιδιαίτερα των καυσίμων, στα οποία κυρίως βασίστηκε αρχικά η παραγωγή ενέργειας, έθεσαν σύντομα το πρόβλημα της εξαντλησιμότητας αυτών, που αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση (βλέπε Bradley, P., 1973, Nordhaus, W., 1974, Solow, R., 1974). Όμως η εξέλιξη της τεχνολογίας συνέβαλε στην ανακάλυψη νέων και στην εκμετάλλευση πτωχότερων κοιτασμάτων, στην εξοικονόμηση ενέργειας και στην αξιοποίηση άλλων μορφών της (ανανεώσιμων πηγών ενέργειας), διαψεύδοντας αυτούς που ανέμεναν περιορισμό της μεγέθυνσης. Η εκμετάλλευση των μη ανανεώσιμων ενεργειακών πρώτων υλών σε μια μακροχρόνια περίοδο δημιουργεί τρία βασικά ερωτήματα σχετικά με: α. τη διαθεσιμότητα (availability) β. τις τιμές (δηλαδή την προμήθεια) αυτών και γ. τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προκαλεί η χρήση τους. Τα ζητήματα αυτά, σχετικά με την παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας, αναλύονται στα επόμενα. 2. Διαθεσιμότητα των ενεργειακών πρώτων υλών - Τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής στο διεθνή χώρο Στη δεκαετία 198090 η συμμετοχή του πετρελαίου στην παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας έχει μειωθεί σημαντικά, από 45% σε 39%, του άνθρακα έχει παραμείνει στο 27% περίπου, του φυσικού αερίου έχει αυξηθεί από 19% σε 22%, όπως επίσης και της πυρηνικής ενέργειας από 3% σε 6%, ενώ του υδροηλεκτρισμού έχει παραμείνει περίπου σταθερή στο 6,5% (βλέπε ΕΒΙΑΜ ΕΠΕ, 1994α σελ. 507). Σχετικά με τη διαθεσιμότητα των καυσίμων θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα βεβαιωμένα αποθέματα άνθρακα (λιθάνθρακα, λιγνίτη κλπ.) επαρκούν για την κάλυψη των παγκόσμιων ενεργειακών αναγκών για πάνω από δύο αιώνες, του πετρελαίου για περίπου σαράντα και του φυσικού αερίου για εξήντα έτη (#e4c098head et al., 1995). Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Επιτροπής Ενέργειας της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας των Οργανώσεων των Μηχανικών (Federation Mondiale des Organisations d' Ingenieurs), σε πολλές χώρες ο σκεπτικισμός για την ασφαλή λειτουργία των πυρηνικών αντιδραστήρων ισχύος και η αβεβαιότητα για τις τιμές του πετρελαίου έχει οδηγήσει στην αύξηση της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα κυρίως και λιγότερο από φυσικό Σελίδα 1 / 10

αέριο. Οι τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής που παρουσιάζονται στη συνέχεια αναφέρονται κυρίως στα στερεά και υγρά καύσιμα και στο φυσικό αέριο. Για την καύση του άνθρακα χρησιμοποιούνται οι τεχνολογίες: α. των συμβατικών ατμολεβητών (conventional steam boilers), β. της ρευστοστερεάς κλίνης καύσης (fluidized bed combustion), που χρησιμοποιεί μίγμα αδρανούς υλικού με κονιορτοποιημένο άνθρακα, το οποίο ρευστοποιείται από ρεύμα αέρα και γ. του συνδυασμένου κύκλου (βλέπε παρακάτω), που τροφοδοτείται από αέριο μέσης θερμικής αξίας, το οποίο προέρχεται από αεριοποίηση του άνθρακα (integrated coal gasification combined cycle). Η καύση πετρελαίου και αερίου πραγματοποιείται κυρίως σε: α. συμβατικούς ατμολέβητες ατμοστρόβιλους, β. συμβατικούς αεριοστροβίλους (conventional fuel combustion turbines), γ. αεριοστροβίλους, όπου η ροή του αέρα εμπλουτίζεται με έγχυο,η ατμού (steam injected gas turbines) και δ. μονάδες συνδυασμένου κύκλου (combined cycle), στις οποίες συνυπάρχουν συμβατικοί αεριοστρόβιλοι και αεριοστρόβιλοι που λειτουργούν με έγχυση ατμού. Επίσης η αναβάθμιση (repowering) των συμβατικών μονάδων, που βασίζονται σε αεριοστρόβιλο αερίου ή πετρελαίου, παρέχει τη δυνατότητα της μετατροπής αυτών σε μονάδες συνδυασμένου κύκλου με την προσθήκη ενός ή περισσότερων αεριοστροβίλων (ΕΒΙΑΜ ΕΠΕ, 1994α, σελ 134135). Η απόδοση ενός μοντέρνου ατμοηλεκτρικού σταθμού κυμαίνεται συνήθως από 35 έως 40% (η μέγιστη απόδοση επιτυγχάνεται με τη χρήση κονιορτοποιημένου άνθρακα). Αυτό σημαίνει ότι από τις 100 μονάδες ενέργειας, με τις οποίες ισοδυναμεί ο άνθρακας που τροφοδοτεί το σταθμό, μόνο 3540 φτάνουν με τη μορφή ηλεκτρικής ενέργειας στον καταναλωτή (βλέπε Banks, F., 1989). Μονάδες συνδυασμένου κύκλου επιτυγχάνουν αποδόσεις της τάξης του 50%. Όσον αφορά την ενεργειακή πολιτική που εφαρμόζεται στις αναπτυγμένες χώρες, αυτή βασίζεται στην παραγωγή ισχύος βάσης (base load), για την ικανοποίηση της ζήτησης, με τη χρησιμοποίηση ενός σχετικά φθηνού καυσίμου (π.χ. άνθρακα ή φυσικού αερίου), ακόμη και αν το κόστος κεφαλαίου είναι υψηλό. Συνήθως ένας σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιεί φυσικό αέριο τίθεται σε λειτουργία για να καλύψει τις αιχμές της ζήτησης. Και αυτό γιατί, λόγω του χαμηλού παγίου κόστους που έχει, μπορεί να παραμείνει σε εφεδρεία για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όμως η πτώση της τιμής του φυσικού αερίου ενισχύει τη δυνατότητα χρησιμοποίησης του για την κάλυψη ισχύος βάσης. Η σύγκριση μεταξύ άνθρακα και φυσικού αερίου, ως προς την απόδοση εξοπλισμού ίσης δυναμικότητας για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, βαίνει υπέρ του άνθρακα (Banks, F., 1989). Σχετικά με τη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ισχύος από την αξιοποίηση της γεωθερμικής ενέργειας είναι συγκρίσιμο με αυτό των συμβατικών καυσίμων, ενώ το κόστος εκμετάλλευσης ανταγωνίζεται ικανοποιητικά το πετρέλαιο και τον άνθρακα. Μεγάλο μειονέκτημα αποτελεί το υψηλό κόστος κεφαλαίου. 2.1 Παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα Στην Ελλάδα η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας πραγματοποιείται κυρίως από την καύση λιγνίτη (69,5%), πετρελαίου που κύρια εισάγεται (21,5%), φυσικού αερίου (0,2%) και από υδατοπτώσεις (8,8%) (ΕΣΥΕ, Ισοζύγιο ενέργειας 1991). Σελίδα 2 / 10

Από τη σύγκριση των ισοζυγίων ηλεκτρικής ενέργειας του 1990 του συνόλου των 12 χωρών μελών της ΕΟΚ και της Ελλάδας (βλέπε πίνακα 1) προκύπτει ότι η χώρα μας παρουσιάζει αυξημένα ποσοστά συμμετοχής του άνθρακα (λιγνίτη), του πετρελαίου και της υδροηλεκτρικής ενέργειας, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά του φυσικού αερίου και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι πάρα πολύ μικρά έως μηδαμινά. Τα σημαντικότερα λιγνιτικά κοιτάσματα βρίσκονται στις γεωλογικές λεκάνες Πτολεμαΐδας Αμυνταίου και Μεγαλόπολης. Η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) εκμεταλλεύεται αποκλειστικά αυτά, εκτός από ορισμένα που τα εκμεταλλεύονται ιδιώτες. Για την εξόρυξη τους λειτουργούν υπαίθρια ορυχεία που εφαρμόζουν τεχνολογία υψηλής εντάσεως κεφαλαίου (συστήματα καδοφόρων εκσκαφέων, ταινιόδρομων και αποθετών). Ο ελληνικός λιγνίτης είναι πολύ φτωχός. Η κατώτερη θερμογόνος ικανότητα, σε φυσική κατάσταση, αυτού της Πτολεμαΐδας είναι 1300 Kcal Kgr, αυτού της Μεγαλόπολης 900 Kcal Kgr, ενώ του καθαρού άνθρακα 7831 Kcal Kgr. Το ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα κατασκευάστηκε από τη ΔΕΗ και αποτελείται από το διασυνδεδεμένο σύστημα (που καλύπτει την ηπειρωτική Ελλάδα και ορισμένα νησιά), τα ανεξάρτητα συστήματα Κρήτης και Ρόδου και τους αυτόνομους σταθμούς παραγωγής ορισμένων νησιών. Σύμφωνα με στοιχεία του 1991, το διασυνδεδεμένο σύστημα περιλαμβάνει 20 μονάδες συνολικής ισχύος 4500 MW (71% του συνόλου) που χρησιμοποιούν λιγνίτη (3650 MW στην Πτολεμαΐδα και 850 MW στη Μεγαλόπολη) και αποτελούν το 50% της συνολικά εγκατεστημένης ισχύος της χώρας, 12 μονάδες συνολικής ισχύος 1414 MW που χρησιμοποιούν υγρά καύσιμα (δύο αεριοστρόβιλοι) και 43 υδροηλεκτρικές μονάδες. Στο σύστημα της Κρήτης υπάρχουν 17 μονάδες (7 αεριοστρόβιλοι) συνολικής ισχύος 294 MW και στο σύστημα της Ρόδου 11 μονάδες (4 αεριοστρόβιλοι) συνολικής ισχύος 147 MW που χρησιμοποιούν υγρά καύσιμα. Μόνο οι αυτοπαραγωγοί, με συνολική εγκατεστημένη ισχύ 214 MW, διαθέτουν τρεις μονάδες με δυνατότητα χρησιμοποίησης φυσικού αερίου (ΕΒΙΑΜ ΕΠΕ, 1994β). Σήμερα μόνο το 0,4% των συνολικών ενεργειακών αναγκών καλύπτεται από το φυσικό αέριο (Ενημερωτικό Δελτίο Τ.Ε.Ε., 15 5 1995), που άρχισε να παράγεται στη χώρα το 1982 από το κοίτασμα της Ν. Καβάλας και μόλις το 1986 χρησιμοποιήθηκε στην ηλεκτροπαραγωγή. Οι εγκατεστημένες μονάδες αξιοποίησης αιολικής ενέργειας έχουν συνολική ισχύ περίπου 30 MW, με πρόβλεψη να φτάσουν τα 120 MW το έτος 2000. Όσον αφορά την αξιοποίηση της γεωθερμίας, υπάρχει μια γεωθερμοηλεκτρική μονάδα ισχύος 2 MW στη Μήλο. 2.2 Διαθεσιμότητα των ελληνικών κοιτασμάτων λιγνίτη Τα αποθέματα λιγνίτη ανέρχονται σε 10,5 δις. τόννους περίπου, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ι.Γ.Μ.Ε. Με τις σημερινές συνθήκες είναι εκμεταλλεύσιμα 4,0 δις. τόννοι περίπου, από τους οποίους 2,7 δις. βρίσκονται στην περιοχή Πτολεμαΐδας Αμυνταίου και Φλώρινας, 370 εκ. στη Μεγαλόπολη και 960 εκ. στη Δράμα (Ιορδάνης, Π., 1994). Μέχρι σήμερα έχουν παραχθεί περί τα 600 εκ. τόννοι, που κατατάσσουν τη χώρα μας στην έβδομη θέση των παραγωγών στερεών καυσίμων στο δυτικό κόσμο (Ιορδάνης, Π. και Ιωακείμ, Ι. 1994). Για την έκφραση της διαθεσιμότητας των ελληνικών κοιτασμάτων λιγνίτη χρησιμοποιούνται οι λόγοι (βλέπε επίσης Nordhaus, D., 1974): α. Βεβαιωμένα αποθέματα προς ετήσια παραγωγή και β. Τελικά υπαίθρια απολήψιμα αποθέματα προς ετήσια παραγωγή. Σελίδα 3 / 10

Ο δεύτερος λόγος είναι πιο ρεαλιστικός καθόσον λαμβάνει υπόψη το γεωλογικό παράγοντα, τις εξελίξεις της τεχνολογίας και των τιμών των παραγωγικών συντελεστών, που συμβάλλουν στο χαρακτηρισμό ενός κοιτάσματος ως οικονομικά εκμεταλλεύσιμου (βλέπε επίσης παράγραφο 3). Στον πίνακα 2 παρουσιάζονται οι τιμές των παραπάνω λόγων για διάφορα έτη, απ' όπου καθίσταται εμφανής η μείωση της διάρκειας ζωής των αποθεμάτων των εκάστοτε γνωστών κοιτασμάτων λιγνίτη. Ειδικότερα, η διάρκεια ζωής των υπαίθριων απολήψιμων αποθεμάτων από το 1974 έως το 1989 περίπου υποδιπλασιάστηκε. Για την εξαγωγή των αποτελεσμάτων αυτών δεν ελήφθη υπόψη ο ρυθμός αύξησης της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας. Σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις (Ιορδάνης, Π., 1994), που βασίζονται στην παραδοχή ότι η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξάνει κάθε χρόνο τουλάχιστον 4%, η διάρκεια ζωής των βεβαιωμένων αποθεμάτων των γνωστών κοιτασμάτων λιγνίτη κυμαίνεται από 4560 έτη. 3. Διαμόρφωση των τιμών των ενεργειακών πρώτων υλών Ο σχηματισμός της τιμής των πρώτων υλών διαφέρει από αυτόν της τιμής των προϊόντων άλλων βιομηχανικών κλάδων. Η διαφοροποίηση αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στη μεταλλευτική βιομηχανία καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα γεωλογικά χαρακτηριστικά των κοιτασμάτων και των περιβαλλόντων πετρωμάτων, που κατά περίπτωση καθιστούν ευκολότερη ή δυσκολότερη την εξόρυξη των μεταλλευμάτων. Ο γεωλογικός παράγοντας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη διαθεσιμότητα και την εξαντλησιμότητα (depletion) των αποθεμάτων. Η μεταλλευτική δραστηριότητα προκαλεί δύο τύπους εξαντλησιμότητας (βλέπε Dale, L., 1984): α. την ποσοτική εξαντλησιμότητα των αρχικών αποθεμάτων (quantity depletion), που επιδρά άμεσα στη διαθεσιμότητα αυτών και β. την ποιοτική εξαντλησιμότητα των αποθεμάτων που απομένουν (quality depletion) Ο πρώτος τύπος δεν προκαλεί σημαντικές διαφοροποιήσεις εάν το ύψος των βεβαιωμένων αποθεμάτων είναι μεγάλο, όταν δηλαδή υπάρχει υψηλή διαθεσιμότητα. Αντίθετα η μείωση της ποιότητας έχει μια σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση των τιμών των μεταλλευτικών προϊόντων, αφού επιδρά άμεσα στη διαμόρφωση του κόστους εξόρυξης. Η ποιοτική εξαντλησιμότητα των αποθεμάτων είναι εμφανής από τη μείωση της περιεκτικότητας των νέων κοιτασμάτων, αλλά και από την αύξηση της σχέσης αποκάλυψης (stripping ratio) υπαίθριων ορυχείων, ήτοι του λόγου του όγκου των αγόνων που διακινούνται ανά μονάδα εξορυσσόμενου μεταλλεύματος (προκειμένου για πολυστρωματικά κοιτάσματα, π.χ. λιγνίτη χρησιμοποιείται ο όρος σχέση εκμετάλλευσης) και τη μείωση του πάχους των κοιτασμάτων. Τα δύο τελευταία μεγέθη εκφράζουν κυρίως το γεωλογικό παράγοντα και επιδρούν άμεσα στην παραγωγικότητα της εργασίας προκειμένου για υπαίθριες και υπόγειες εκμεταλλεύσεις αντίστοιχα (βλέπε επίσης Τσώλας, Ι., 1995α). Η αύξηση αυτή της σχέσης εκμετάλλευσης συνδέεται με την ποιοτική εξαντλησιμότητα, εφόσον αν υπήρχε κάποιο οικονομικά αποδοτικότερο κοίτασμα, θα είχε ήδη υποστεί εκμετάλλευση. Στις περιπτώσεις που τα υπάρχοντα αποδοτικότερα ορυχεία δεν επαρκούν για να καλύψουν τη ζήτηση, η παραγωγή επεκτείνεται και σε λιγότερο αποδοτικά ορυχεία, δηλαδή τα κοιτάσματα υφίστανται εκμετάλλευση με φθίνουσα σειρά παραγωγικότητας. Το τελευταίο ορυχείο που εισέρχεται στην παραγωγή προκειμένου να καλύψει τη ζήτηση ονομάζεται οριακό ορυχείο και η παραγωγικότητα αυτού (και όχι η μέση παραγωγικότητα του κλάδου) καθορίζει την τιμή του παραγόμενου προϊόντος. Για να είναι από οικονομική άποψη εκμεταλλεύσιμο το οριακό ορυχείο, θα πρέπει να αποφέρει στον ιδιοκτήτη το μέσο ποσοστό κέρδους για το κεφάλαιο που επενδύει (τη μέση απόδοση επί του κεφαλαίου, return on capital). Λόγω του υψηλού κόστους ανά μονάδα προϊόντος στο οριακό ορυχείο, προκύπτει και μια αντίστοιχη υψηλή (οριακή) τιμή του προϊόντος, η οποία επιβάλλεται ως η κοινωνική (πραγματική) τιμή αυτού. Όλα τα ορυχεία με υψηλότερη παραγωγικότητα από το οριακό ορυχείο αποκομίζουν ένα πρόσθετο κέρδος ανά μονάδα επενδυθέντος κεφαλαίου, πέρα από το μέσο κέρδος που αποκομίζει το οριακό ορυχείο. Το πρόσθετο Σελίδα 4 / 10

αυτό κέρδος ονομάζεται διαφορική πρόσοδος και προκύπτει για όλα τα ορυχεία που επιδεικνύουν παραγωγικότητα της εργασίας υψηλότερη από το οριακό ορυχείο, ως η διαφορά ανάμεσα στην σύμφωνα με τα παραπάνω διαμορφωμένη τιμή του προϊόντος σε αυτό και στην τιμή του ίδιου προϊόντος στα μη οριακά ορυχεία (βλέπε επίσης Ιωακείμογλου, Η. και Μηλιός, Γ., 1991). Σύμφωνα με τον Ricardo, εάν υπήρχε αφθονία εξίσου πλουσίων μεταλλευμάτων, τότε αυτά δεν θα απέφεραν πρόσοδο και η αξία τους θα εξαρτάτο από την ποσότητα της εργασίας, της απαιτούμενης για την εξόρυξη και την εισαγωγή του χρήσιμου συστατικού (π.χ. μετάλλου) στην αγορά. Η πρόοδος της τεχνολογίας με τη βελτίωση του μηχανολογικού εξοπλισμού εξόρυξης και μεταφοράς, μειώνει σημαντικά την απαιτούμενη εργασία ανά μονάδα εξορυσσόμενου μεταλλεύματος, όπως επίσης και η ανακάλυψη νέων και πλουσιότερων κοιτασμάτων, με συνέπεια τη μείωση των τιμών των παραγόμενων πρώτων υλών. Η εξέλιξη του κόστους εξόρυξης θεωρείται από κάποιες προσεγγίσεις ότι επηρεάζεται από τις οικονομικές συνθήκες που καθορίζουν τις αποφάσεις για κεφαλαιακές επενδύσεις στη βραχυχρόνια και μακροχρόνια περίοδο (βλέπε Σκούρτος, Μ., 1991). Στην περίπτωση του ελληνικού λιγνίτη, η εκμετάλλευση του οποίου πραγματοποιείται αποκλειστικά από τη ΔΕΗ, ο πρωταρχικός στόχος της κάλυψης της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας με εγχώριες πρώτες ύλες, οδηγεί στην εκμετάλλευση λιγότερο αποδοτικών ορυχείων. Αυτό κυρίως έχει ισχύ στην περίπτωση των λιγνιτικών κοιτασμάτων που βρίσκονται σε περιοχές κοντά στους ήδη εγκαταστημένους ατμοηλεκτρικούς σταθμούς. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από τους πίνακες 3α και 3β, όπου παρουσιάζεται η σχέση εκμετάλλευσης των κυριότερων ελληνικών λιγνιτωρυχείων και η μέση σχέση εκμετάλλευσης του συνόλου των ορυχείων των Λιγνιτικών Κέντρων Πτολεμαΐδας Αμυνταίου και Μεγαλόπολης. Από τον πίνακα 3α προκύπτει ότι η είσοδος ενός νέου ορυχείου στην παραγωγή συνοδεύεται από συνεχώς δυσμενείς γεωλογικές συνθήκες (κοιτάσματα μικρότερης περιεκτικότητας και σε μεγαλύτερο βάθος), όπως εκφράζεται από την αύξηση της σχέσης εκμετάλλευσης. Από τον πίνακα 3β συνάγεται ότι στη λεκάνη Πτολεμαΐδας Αμυνταίου οι γεωλογικές συνθήκες είναι κατά πολύ δυσμενέστερες από αυτές της λεκάνης Μεγαλόπολης. Αν υπάρξουν βέβαια νέα κοιτάσματα, σε περιοχές που βρίσκονται μακριά από τους ατμοηλεκτρικούς σταθμούς, πιθανόν αυτά να είναι πιο πλούσια ή, με την εφαρμογή της νέας τεχνολογίας, να μπορούν να εξορυχθούν με μικρότερο κόστος. Σχετικά με τον ελληνικό λιγνίτη, αφού αποτελεί εγχώρια ενεργειακή πρώτη ύλη, είναι προφανές ότι η ανάλυση που προηγήθηκε αναφέρεται ουσιαστικά στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται το μέσο κόστος εξόρυξης αυτού, για το σύνολο των ορυχείων της χώρας. Όσον αφορά το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, δεδομένου ότι η χώρα μας είναι φτωχή σε αυτά, η προμήθεια τους συνεπάγεται αφενώς υποταγή στους νόμους της αγοράς, αφετέρου εξάρτηση από τους προμηθευτές. Επίσης λόγω της αναγκαιότητας μεταφοράς τους, που στην περίπτωση του φυσικού αερίου θα πραγματοποιείται αποκλειστικά μέσω αγωγού που θα διέρχεται από διάφορες χώρες, δημιουργούνται ερωτήματα ως προς την απρόσκοπτη προμήθεια αυτών. Παρόλα αυτά το ελληνικό έργο του φυσικού αερίου αναμένεται να διαφοροποιήσει αισθητά την υπάρχουσα κατάσταση, όπως προκύπτει από τα επόμενα: Το πρόβλημα της διαχρονικής εξέλιξης της τιμής ενός φυσικού πόρου και κατ' επέκταση το κόστος λειτουργίας του οριακού ορυχείου, έχει συνδεθεί με την έννοια της τεχνολογίας backstop. Ο όρος τεχνολογία backstop δηλώνει την πρακτικά αστείρευτη δυνατότητα προσφοράς ενός υποκατάστατου στη χρήση των εξαντλήσιμων φυσικών πόρων (βλέπε Σκούρτος, Μ., 1991). Στην προκειμένη περίπτωση η χρησιμοποίηση του φυσικού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή μπορεί να θεωρηθεί ως τεχνολογία backstop, αφού το κόστος λειτουργίας του ελληνικού Σελίδα 5 / 10

οριακού ορυχείου συν το αντίστοιχο του ατμοηλεκτρικού σταθμού τον οποίο τροφοδοτεί είναι περίπου ίσο με το κόστος της απόκτησης (αγοράς και μεταφοράς) του φυσικού αερίου συν το λειτουργικό κόστος ενός σταθμού ίσης δυναμικότητας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Και μάλιστα χωρίς να ληφθεί υπόψη το κοινωνικό κόστος των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που προκαλούν οι αέριοι ρυπαντές, που είναι πολύ υψηλό στην περίπτωση του. λιγνίτη και αμελητέο στην περίπτωση του φυσικού αερίου. 4. Περιβαλλοντικές επιπτώσεις Η καύση του άνθρακα και του πετρελαίου σε σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας προκαλεί εκπομπές αιωρούμενων στερεών, διοξειδίου του άνθρακα (CO 2 ), διοξειδίου του θείου (SO 2 ) και οξειδίων του αζώτου (NOx), που ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για τη μόλυνση της ατμόσφαιρας (όξινη βροχή) και το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Επίσης με τη λειτουργία υπαίθριων ορυχείων, απ' όπου εξορύσσεται ο άνθρακας, διαταράσσεται σημαντικά η περιβαλλοντική ισορροπία. Αντίθετα η χρήση του φυσικού αερίου ως καυσίμου προκαλεί ελάχιστες περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Σύμφωνα με την Federation Mondiale des Organisations d' Ingenieurs, οι χώρες με άφθονα αποθέματα άνθρακα αναμένεται να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τις εγχώριες ενεργειακές πηγές τους σε ατμοηλεκτρικούς σταθμούς. Σε χώρες με αυστηρές περιβαλλοντικές προδιαγραφές λαμβάνονται υπόψη οι εκπομπές του CO 2 και κατά δεύτερο λόγο οι εκπομπές NOx και SO 2. Όσον αφορά τις τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής, η ρευστοστερεάς κλίνης καύση εκλύει μικρότερες ποσότητες αερίων ρυπαντών σε σύγκριση με αυτή των συμβατικών ατμοστροβίλων και παρέχει τη δυνατότητα χρήσης καυσίμου χαμηλής θερμογόνου δυνάμεως. Η τεχνολογία συνδυασμένου κύκλου είναι η πλέον φιλική προς το περιβάλλον. Οι σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προκαλεί η ηλεκτροπαραγωγή έχουν οδηγήσει στη διαμόρφωση πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Ενωση (Ε.Ε.) και διάφορες χώρες για μείωση τους καθώς και φορολόγηση τους. Οι περιβαλλοντικοί αυτοί φόροι (ecotaxes) βασίζονται είτε στην άμεση φορολόγηση της τιμής του καταναλισκόμενου καυσίμου, είτε στην έμμεση επιβάρυνση της ενέργειας ανάλογα με το ποσό των εκπεμπόμενων αέριων ρυπαντών. Τέτοιοι φόροι είναι: α. ο φόρος για τις εκπομπές SO 2 και NOx β. ο φόρος του άνθρακα (carbon tax), επί της περιεκτικότητας κάθε καυσίμου γ. ο ενεργειακός φόρος (BTU tax), ανάλογα με τη θερμική αξία του κάθε καυσίμου και δ. ο φόρος της κιλοβατώρας, ανά παραγόμενη ή και καταναλισκόμενη κιλοβατώρα. Η επιβολή της περιβαλλοντικής φορολογίας έχει ως στόχο την αύξηση της τιμής του τελικού προϊόντος, που οδηγεί στη μείωση της κατανάλωσης και επομένως της ρύπανσης που δέχεται η κοινωνία από τη λειτουργία του παραγωγικού συστήματος. Στις ΗΠΑ για τη φορολόγηση των εκπομπών SO 2 και NOx έχουν συζητηθεί επίπεδα περίπου 800900$ ανά τόννο εκλυόμενου ρυπαντού και για το φόρο του άνθρακα περίπου 28113$ ανά τόννο άνθρακα. Τελικά το 1994 εφαρμόστηκε ο ενεργειακός φόρος που προκαλεί επιβάρυνση κατά 0,257$ 106 BTU άνθρακα, φυσικού αερίου και πυρηνικής ενέργειας και 0,599$ 106 BTU πετρελαίου. Στην Ελλάδα, αρχικά υπήρξε η σκέψη για τη φορολόγηση των παραγόμενων κιλοβατώρων με στόχο την αποζημίωση των περιοχών που επιβαρυνοντο από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Τελικά όμως απορρίφθηκε διότι πολλές άλλες περιοχές, εκτός από αυτές που παράγεται η ηλεκτρική ενέργεια, όπως για παράδειγμα αυτές από τις οποίες διέρχονται οι γραμμές διανομής της ΔΕΗ, πιθανόν να αξίωναν αποζημίωση. Σελίδα 6 / 10

Τελευταία εκδηλώθηκε η πρόθεση από την πλευρά της Κυβέρνησης για τη θέσπιση περιβαλλοντικού φόρου, με στόχο την καταβολή αποζημίωσης από μέρους της ΔΕΗ προς το Κράτος, η οποία θα διετίθετο για ανάπτυξη και προώθηση αντιρρυπαντικών τεχνολογιών. Η πρόταση αυτή προκάλεσε πολλές αντιδράσεις και τελικά δεν εφαρμόστηκε. Το πρόβλημα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από τους ατμοηλεκτρικούς σταθμούς εντοπίζεται στις αυξημένες εκπομπές SO 2 των πετρελαϊκών και NOx των λιγνιτικών (15,84 tn SO 2 GWh έναντι 9,95 tn SO 2 GWh και 1,71 tn NOx GWh έναντι 1,35 tn NOx GWh αντίστοιχα σύμφωνα με στοιχεία του 1991, βλέπε ΕΒΙΑΜ ΕΠΕ, 1994β,σελ161). Η λειτουργία των υπαίθριων λιγνιτωρυχείων δημιουργεί την ανάγκη της αποκατάστασης των χώρων εκμετάλλευσης και αυτών που δημιουργούνται από τα υλικά που αποτίθενται (άγονα, λιγνίτης χαμηλής περιεκτικότητας). Για τα έργα αποκατάστασης (χώροι πρασίνου, έργα πολιτιστικής ανάπτυξης), που πραγματοποιεί η ΔΕΗ στην περιοχή της Πτολεμαΐδας, δαπανώνται κάθε χρόνο περίπου 500 εκατομμύρια δραχμές («ΤΑ ΝΕΑ», 2 8 1995). Η Ε.Ε. ήδη ενέκρινε τη διάθεση, μέσω του προγράμματος Recher II, 1,9 εκ. ECUs για το σκοπό αυτό (Ορυκτός Πλούτος, No 97, 1995). Ένα άλλο θέμα, που απασχόλησε για ένα διάστημα και τον τύπο, είναι η ραδιενέργεια (ισότοπο στοιχείο ράδιο226) που εκλύεται στην ατμόσφαιρα από τους ατμοηλεκτρικούς σταθμούς της περιοχής Πτολεμαΐδας Αμυνταίου, παρόλο που οι γνωστοί λιγνίτες της περιοχής δεν είναι υψηλής περιεκτικότητας σε αυτό και η 'διαφεύγουσα ραδιενέργεια δεν δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα στους κατοίκους της περιοχής. Το γεγονός αυτό δείχνει την ευαισθησία που υπάρχει σε θέματα υγιεινής, καθώς και την ελλιπή πληροφόρηση, δεδομένου ότι στην έκλυση ραδιενέργειας από τους ελληνικούς ατμοηλεκτρικούς σταθμούς αναφέρονται επιστημονικές εργασίες από το 1983, όπως επίσης και στη δυνατότητα απαλλαγής των ραδιενεργών στοιχείων από το λιγνίτη με την αναβάθμιση αυτού (βλέπε Γιμουχόπουλος, Κ., 1991). 5. Ενεργειακή πολιτική Η συνεχής αύξηση της συμμετοχής του ελληνικού λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και ιδιαίτερα αυτού της λεκάνης Πτολεμαΐδας Αμυνταίου, οι αντίξοες γεωλογικές συνθήκες που επικρατούν σε αυτή, η μικρή θερμογόνος ικανότητα του και η σύμφωνα με τις προβλέψεις αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας (4% για τα επόμενα χρόνια) καθιστούν πλέον εμφανή την πιθανότητα να τεθεί θέμα διαθεσιμότητας αυτού τις επόμενες δεκαετίες. Την άποψη αυτή ενισχύει η δεδομένη ποιοτική εξαντλησιμότητα, αφού τα νέα κοιτάσματα που θα ανακαλυφθούν αναμένεται να είναι πιο φτωχά και να βρίσκονται σε δυσμενέστερες γεωλογικά θέσεις. Άμεσο επακόλουθο της ποιοτικής εξαντλησιμότητας είναι η συνεχής αύξηση του κόστους εξόρυξης, η οποία ενισχύεται από τη διαρκή άνοδο των τιμών των παραγωγικών συντελεστών και την αύξηση του κόστους αποκατάστασης του περιβάλλοντος. Η αντιμετώπιση των νέων αυτών συνθηκών μπορεί να επιτευχθεί είτε με αύξηση της παραγωγικότητας, είτε με αύξηση της τιμής της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας. Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας παρουσιάζει σημαντικές δυσκολίες λόγω άμεσης εξάρτησης της από το γεωλογικό παράγοντα και κατ' επέκταση από την ποιοτική εξαντλησιμότητα των κοιτασμάτων. Ακόμη και σε περιόδους που παρουσιάζεται σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στο επίπεδο του υποκλάδου των λιγνιτωρυχείων, η παραγωγικότητα του κεφαλαίου ακολουθεί πτωτική πορεία, γιατί ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας αδυνατεί να καλύψει την υποκατάσταση της εργασίας από κεφάλαιο (βλέπε Τσώλας, Ι., 1995β). Επίσης ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα παραμένει η αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας, λόγω ανεξέλεγκτων παραγόντων που οφείλονται στη δυναμική που χαρακτηρίζει τη μεταλλευτική δραστηριότητα (βλέπε Isolas, Ι., 1995). Σελίδα 7 / 10

Η αύξηση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου να καλυφθεί το αυξημένο κόστος δημιουργεί προβλήματα πληθωρισμού. Αλλωστε η πιθανότητα θέσπισης περιβαλλοντικού φόρου προσκόπτει και στην αναγκαιότητα της διαμόρφωσης νέας τιμολογιακής πολιτικής με δυσμενείς συνέπειες για την οικονομία. Αντίθετα η είσοδος ενός νέου καυσίμου, όπως το φυσικό αέριο και η αύξηση της συμμετοχής των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά το ενεργειακό ισοζύγιο, εφόσον είναι δυνατή η σταδιακή μείωση ή τουλάχιστον η σταθεροποίηση της παραγωγής λιγνίτη, με άμεση επίδραση και στο κόστος αποκατάστασης του περιβάλλοντος. Παράλληλα η τεχνολογία των συμβατικών ατμολεβητών θα πρέπει να αρχίσει να παραχωρεί σταδιακά τη θέση της στην τεχνολογία συνδυασμένου κύκλου. Η αναβάθμιση των λιγνιτικών ατμοηλεκτρικών μονάδων με την πρόταξη αεριοστροβίλων, που θα χρησιμοποιούν ως καύσιμο το φυσικό αέριο μπορεί να παράσχει σημαντικά πλεονεκτήματα ως προς την εξοικονόμηση ενέργειας και την αξιοποίηση πτωχότερων κοιτασμάτων λιγνίτη, που σήμερα απορρίπτονται, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην αύξηση της διαθεσιμότητας του ελληνικού λιγνίτη (βλέπε Ενημερωτικό Δελτίο Τ.Ε.Ε., 15 5 1995). Συμπερασματικά μπορεί να ειπωθεί ότι δημιουργείται πλέον η αναγκαιότητα της σταδιακής μείωσης της συμμετοχής του λιγνίτη στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας. Η μείωση αυτή επιβάλλεται από τον γεωλογικό παράγοντα και κατ' επέκταση από την ποιοτική εξαντλησιμότητα των λιγνιτικών κοιτασμάτων, την πιθανότητα επιβολής περιβαλλοντικού φόρου από την Ε.Ε., τη συνεχή αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας και την υπεροχή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και του φυσικού αερίου, ως προς το λιγνίτη, αναφορικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Βέβαια, τα νέα δεδομένα που δημιουργεί το έργο του φυσικού αερίου, δεν θα καταστήσουν σταδιακά ανενεργό τον ελληνικό λιγνίτη, αλλά αντίθετα θα βοηθήσουν στην αντιμετώπιση τυχόν προβλήματος διαθεσιμότητας αυτού, που πιθανόν να ανακύψει τις επόμενες δεκαετίες. Επομένως ακόμη και αν δεν είναι σημαντικό το ύψος των νέων οικονομικά εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων, που θα ανακαλυφθούν, θα συνεχίσει να παραμένει η βάση της ενεργειακής ανάπτυξης της χώρας. Σελίδα 8 / 10

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ «1.9 εκ. ECU από την Ε.Ε. για την Πτολεμαΐδα», Ορυκτός Πλούτος, No 97, ΟκτΔεκ 1995, σελ. 59. «Η αιολική ενέργεια στη χώρα μας», Ενημερωτικό Δελτίο Τ.Ε.Ε., 15 5 1995, σελ. 1416. «Ο λιγνίτης θα φέρει και ανάπτυξη σε Κοζάνη - Μεγαλόπολη», ΤΑ ΝΕΑ, 23 6 1995. «Το φυσικό αέριο στη Δυτική Μακεδονία», Ενημερωτικό Δελτίο Τ.Ε.Ε., 15 5 1995, σελ. 112115. «Το σεληνιακό τοπίο γίνεται παράδεισος - 500 εκατ. το χρόνο για περιβαλλοντικά έργα στην Πτολεμαΐδα», «ΤΑ ΝΕΑ», 2 8 1995. Banks, F. E.: «Some economic aspects of the world coal markets», Resources Policy, Vol. 15, No 4, Dec 1989, pp. 338350. Βουλγαράκης, Γ. Α.: «Περιβαλλοντικοί φόροι», Οικονομικά Χρονικά, τεύχος 86, Ιούνιος '95, σελ. 811. Brandley, P. G.: «Increasing scarcity: The cases of energy resources», The American Economic Review, Vol. 63, No 2, May 1973, pp. 119125. Γιμουχόπουλος, Κ.: «Αναβάθμιση λιγνίτη Μεγαλόπολης», Τεχνικά Χρονικά 1991, τόμος 11, τεύχος 12, Ιανουάριος Ιούνιος 1991, σελ. 2949. Dale, L. L.: «The pace of mineral depletion in the United States», Land Economics, Vol. 60, No 3, Aug 1984, pp. 255267. EBIAM ΕΠΕ: Μελέτη πρόβλεψης τεχνολογικών επιπτώσεων στον τομέα της ενέργειας, Μέρος Β: «Κατάσταση του τομέα στον Παγκόσμιο χώρο», Τόμοι II και III, Υπουργείο Βιομηχανίας, Ενέργειας θ Τεχνολογίας, Γενική Γραμματεία Ερευνας θ Τεχνολογίας, 1994α. ΕΒΙΑΜ ΕΠΕ: Μελέτη πρόβλεψης τεχνολογικών επιπτώσεων στον τομέα της ενέργειας, Μέρος Γ: «Κατάσταση του τομέα στον Ελληνικό χώρο», Υπουργείο Βιομηχανίας, Ενέργειας θ Τεχνολογίας, Γενική Γραμματεία Ερευνας θ Τεχνολογίας, 1994β. Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας (ΕΣΥΕ): «Στατιστική Επετηρίδα της Ελλάδας» (Διάφορα τεύχη). Ιορδάνης, Π. Χ. και Ιωακείμ, Ι. Ε.: «Υπάρχει λιγνίτης;», Διήμερο: Το αναπτυξιακό πρόγραμμα της ΛΕΗ και οι άμεσες προοπτικές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, Τ.Ε.Ε., 2425 1 1994. Ιορδάνης, Π. Χ.: «Η αλλαγή του δεκαετούς της ΔΕΗ και ο ρόλος των λιγνιτών σε αυτή», Διήμερο: Το αναπτυξιακό πρόγραμμα της ΔΕΗ και οι άμεσες προοπτικές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, Τ.Ε.Ε., 2425 1 1994. Ιωακείμογλου, Η. και Μηλιού, Γ.: «Οι δρόμοι του πετρελαίου: Αντιθέσεις και συγκρούσεις», θέσεις, 33, 1991, σελ. 2038. Καλκάνη, Ε.: «Ενέργεια και περιβάλλον στη δεκαετία του '90 και μετά», Επιτροπή Ενέργειας της Federation Mondiale des Organisations d' Ingenieurs, Τεχνικά Χρονικά, ΣεπτΟκτ. 1991, σελ. 8486. Σελίδα 9 / 10

Κωτίδου, Γ.: «Ενέργεια - Περιβάλλον και κτίριο», Ημερίδα 13 6 1995, Ενημερωτικό Δελτίο Τ.Ε.Ε., Τεύχος 1866, 17 7 1995. Nordhaus, W. D.: «Resources as a constraint on growth», Papers and proceedings of the eigthysixth annual meeting of the American Economic Association, The American Economic Review, Vol. 64, No 2, May 1974, pp. 2228. Ricardo, D.: Αρχαί Πολιτικής Οικονομίας και φορολογίας, Μετάφρασις Ν. Π. Κωνσταντινίδη, Αθήναι 1938, Εκδόσεις Γκοβόστη. Σκούρτος, Μ.: «Εξαντλησιμότητα των φυσικών πόρων, κανόνας του Hotelling και γραμμικά συστήματα παραγωγής», Σπουοαί, Τόμος 41, Τεύχος 2ο, 1991, σελ. 224243. Solow, R. M.: «The economics of resources or the resources of economics»,papers and proceedings of the eigthysixth annual meeting of the American Economic Association, The American Economic Review, Vol 64, No 2, May 1974, pp. 114. Τσαρουχάς, Ι. και Βάσσος, Σ.: «Πρόταση Ιβετούς προγράμματος ανάπτυξης», Διήμερο: Το αναπτυξιακό πρόγραμμα της ΔΕΗ και οι άμεσες προοπτικές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, Τ.Ε.Ε., 24-25 1 1994. Τσώλας, Ι.: Ανάλυση της παραγωγικότητας της εργασίας στην ελληνική μεταλλευτική βιομηχανία, Διδακτορική Διατριβή, Ε.Μ.Π, Τμήμα Μηχανικών Μεταλλείωνμεταλλουργών, 1995α. Τσώλας, Ι.: «Μελέτη της παραγωγικότητας στον υποκλάδο των λιγνιτωρυχείων (197088)», θέσεις, 53, ΟκτΔεκ 1995β, σελ. 115125. Tsolas, L: «Productive efficiency in Greek lignite mining», paper presented to The 3rd Balkan conference on Operational Research, Thessaloniki, Ιοί 9 10 1995. J.C., Topper, J.M., Minchener, A.J., Gross, P.J.I.: «Energy for our common world. What coal can offer», World Energy Council, 16th Congress, Tokyo, October 8 to 10, 1995, Division 1: Energy and Economic Development, PS SRD 1.2: Energy Supply Potential, pp. 926. Φώσκολος, Α.: «Ασφαλής ο ελληνικός λιγνίτης», ΤΟ ΒΗΜΑ, 2 4 1995. Παροράματα τεύχους 53 Σελίδα 10 / 10