ΜΕΓΚΟΥΛΑΣ ΝΙΚΟΣ ΙΟΝΤΙΚΗ ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ

Σχετικά έγγραφα
ΙΟΝΤΙΚΗ ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ

ΙΟΝΤΙΚΗ ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΜΕΘΟΔΟΥΣ ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ:

Ενόργανη Ανάλυση II. Ενότητα 2: Εισαγωγή στις μεθόδους χρωματογραφίας 1η Διάλεξη. Θωμαΐδης Νικόλαος Τμήμα Χημείας Εργαστήριο Αναλυτικής Χημείας

Χρωµατογραφικές µέθοδοι διαχωρισµού

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 8 (ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ) ΦΑΣΜΑΤΟΦΩΤΟΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ

Γεωργικά Φάρμακα ΙΙΙ

ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ

Ενόργανη Ανάλυση II. Ενότητα 1: Θεωρία Χρωματογραφίας 3 η Διάλεξη. Θωμαΐδης Νικόλαος Τμήμα Χημείας Εργαστήριο Αναλυτικής Χημείας

Κεφ. 17Β ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΩΣ

ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ HPLC

ΜΑΘΗΜΑ: Τεχνολογία Μετρήσεων ΙΙ

Ανόργανη Χημεία. Τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων. Ενότητα 12 η : Υδατική ισορροπία Οξέα & βάσεις. Δρ. Δημήτρης Π. Μακρής Αναπληρωτής Καθηγητής

Ενεργότητα και συντελεστές ενεργότητας- Οξέα- Οι σταθερές ισορροπίας. Εισαγωγική Χημεία

ΓΙΝΟΜΕΝΟ ΙΑΛΥΤΟΤΗΤΑΣ (2) ΕΡΗ ΜΠΙΖΑΝΗ 4 ΟΣ ΟΡΟΦΟΣ, ΓΡΑΦΕΙΟ

Εισαγωγή στους αναλυτικούς διαχωρισμούς

Ανάλυση Τροφίμων. Ενότητα 9: Υδατική ισορροπία Οξέα και βάσεις Τ.Ε.Ι. ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ. Τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων. Ακαδημαϊκό Έτος

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ - ΥΓΡΗ ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΥΨΗΛΗΣ ΑΠΟ ΟΣΗΣ

Ενόργανη Ανάλυση II. Ενότητα 1: Θεωρία Χρωματογραφίας 6 η Διάλεξη. Θωμαΐδης Νικόλαος Τμήμα Χημείας Εργαστήριο Αναλυτικής Χημείας

Εισαγωγή στις. Χρωµατογραφικές Μεθόδους ιαχωρισµού

Πείραμα 2 Αν αντίθετα, στο δοχείο εισαχθούν 20 mol ΗΙ στους 440 ºC, τότε το ΗΙ διασπάται σύμφωνα με τη χημική εξίσωση: 2ΗΙ(g) H 2 (g) + I 2 (g)

Ανάλυση Τροφίμων. Ενότητα 10: Εφαρμογές υδατική ισορροπίας Τ.Ε.Ι. ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ. Τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων. Ακαδημαϊκό Έτος

ΥΓΡΟΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ. Με εφαρμογή υψηλής πίεσης η κινητή φάση διέρχεται μέσα από τη στατική ΥΓΡΟΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΥΨΗΛΗΣ ΑΠΟΔΟΣΕΩΣ (HPLC)

ΚΕΦ. 21 ΙΟΝΤΙΚΗ ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Μ. ΚΟΥΠΠΑΡΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΧΗΜΕΙΑΣ ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΟΓΚΟΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

ΤΜΗΜΑ V. Μέθοδοι ιαχωρισµού. Εισαγωγή στους Χρωµατογραφικούς ιαχωρισµούς

Τ, Κ Η 2 Ο(g) CΟ(g) CO 2 (g) Λύση Για τη συγκεκριμένη αντίδραση στους 1300 Κ έχουμε:

Αρχές ισοσταθμίσεως της μάζας και ηλεκτρικής ουδετερότητας

Ανόργανη Χημεία. Τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων. Ενότητα 4 η : Ιοντικοί Δεσμοί Χημεία Κύριων Ομάδων. Δρ. Δημήτρης Π. Μακρής Αναπληρωτής Καθηγητής

1η Διάλεξη ΚΟΛΛΟΕΙΔΕΣ ΣΥΜΠΛΟΚΟ ΕΔΑΦΟΥΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΚΑΤΙΟΝΤΩΝ ΤΕΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Α ΤΑΞΗ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Ανάλυση µε έγχυση του δείγµατος σε συνεχή ροή (Flow Injection Analysis, FIA)

ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ. ΑΝΝΑ-ΜΑΡΙΑ ΨΑΡΡΑ Τμήμα Βιοχημείας κ Βιοτεχνολογίας

Τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων. Ανόργανη Χημεία. Ενότητα 11 η : Χημική ισορροπία. Δρ. Δημήτρης Π. Μακρής Αναπληρωτής Καθηγητής.

ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΠΡΟΣΡΟΦΗΣΕΩΣ ΠΡΟΣΡΟΦΗΣΗ ΟΥΣΙΑΣ ΑΠΟ ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ

Δείτε εδώ τις Διαφάνειες για την Άσκηση 8. Περιγραφή υπολογισμών της Άσκησης 8 του Εργαστηρίου ΜΧΔ

ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΟΥ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑΣ ΑΡΧΗ ΙΣΟΣΤΑΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΜΑΖΑΣ. ΕΡΗ ΜΠΙΖΑΝΗ 4 ΟΣ ΟΡΟΦΟΣ, ΓΡΑΦΕΙΟ

ΧΗΜΙΚΕΣ ΑΝΤΙ ΡΑΣΕΙΣ - ΧΗΜΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ

ΑΝΟΡΓΑΝΟΙ ΡΥΠΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ ΚΥΡΙΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ

MAΘΗΜΑ 7 ο MEΘΟ ΟΙ ΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ

ΧΗΜΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΕΔΑΦΩΝ

7. ΔΙΑΛΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ ΣΥΜΠΛΟΚΩΝ ΙΟΝΤΩΝ

Άσκηση 3η. Μέθοδοι Διαχωρισμού. Τμήμα ΔΕΑΠΤ - Εργαστήριο Γενικής Χημείας

ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΑ ΙΑΛΥΜΑΤΑ. ΕΡΗ ΜΠΙΖΑΝΗ 4 ΟΣ ΟΡΟΦΟΣ, ΓΡΑΦΕΙΟ

ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΎΛΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ ΕΝΟΤΗΤEΣ

Οξέα και Βάσεις ΟΡΙΣΜΟΙ. Οξύ Βάση + Η +

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΚΥΤΤΑΡΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΠΕΡΑΤΟΤΗΤΑ

Προχωρηµένη Ανόργανη Χηµεία - Εργαστηριακές Ασκήσεις

ΔΙΔΑΚΤΕΑ ΥΛΗ ΧΗΜΕΙΑΣ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

W el = q k φ (1) W el = z k e 0 N A φn k = z k F φn k (2)

Γενικές εξετάσεις Χημεία Γ λυκείου θετικής κατεύθυνσης

ΧΗΜΕΙΑ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 2006 ÈÅÌÅËÉÏ ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ

ΕΝΖΥΜΙΚΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΕ ΕΤΕΡΟΓΕΝΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Περιοριστικό αντιδρών

Ζαχαριάδου Φωτεινή Σελίδα 1 από 7

Γενική Χημεία. Νίκος Ξεκουκουλωτάκης Επίκουρος Καθηγητής

13. ΔΙΑΛΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ ΣΥΜΠΛΟΚΩΝ

Πιο ενεργά συστατικά κολλοειδή κλασματα Διάμετρο μικρότερη από 0,001 mm ή 1μ ανήκουν στα κολλοειδή.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΧΗΜΕΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ

Βαθμός ιοντισμού. Για ισχυρούς ηλεκτρολύτες ισχύει α = 1. Για ασθενής ηλεκτρολύτες ισχύει 0 < α < 1.

Η βαθμίδα του ηλεκτρικού πεδίου της μεμβράνης τείνει να συγκρατήσει τα θετικά φορτισμένα ιόντα.

ΠΑΓΚΥΠΡΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ ΧΗΜΕΙΑΣ Για τη Β τάξη Λυκείου ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Περιεχόμενα. Σύστημα υπόγειου νερού. Αντιδράσεις υδρόλυσης πυριτικών ορυκτών. Ρύθμιση ph

Εισαγωγικό φροντιστήριο

Πολυτεχνείο Κρήτης Σχολή Μηχανικών Περιβάλλοντος. Υδατική Χηµεία. Σηµειώσεις

Θέµατα προηγούµενων εξεταστικών περιόδων. 1 ο Θέµα Ιανουαρίου 2005

ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2013

[ ] [ ] CH3COO [ ] CH COOH. Cοξ. Cαλ

Τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων. Ανόργανη Χημεία. Ενότητα 10 η : Χημική κινητική. Δρ. Δημήτρης Π. Μακρής Αναπληρωτής Καθηγητής.

ΧΗΜΕΙΑ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 2006 ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΛΛΥΝΤΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ


l R= ρ Σε ηλεκτρικό αγωγό µήκους l και διατοµής A η αντίσταση δίνεται από την εξίσωση: (1)

panagiotisathanasopoulos.gr

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΦΥΣΙΚΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ ΙΙ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΧΗΜΕΙΑΣ Πεχαμετρία Προσδιορισμός των σταθερών διάστασης μονοπρωτικών και πολυπρωτικών οξέων από μετρήσεις ph

ΓΙΝΟΜΕΝΟ ΙΑΛΥΤΟΤΗΤΑΣ (1) ΕΡΗ ΜΠΙΖΑΝΗ 4 ΟΣ ΟΡΟΦΟΣ, ΓΡΑΦΕΙΟ

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 3 ΙΟΥΝΙΟΥ 2006 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΧΗΜΕΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙ ΩΝ: ΕΞΙ (6)

ΟΜΟΣΠΟΝ ΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑ ΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2014 ÓÕÍÅÉÑÌÏÓ

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2018 Β ΦΑΣΗ ΧΗΜΕΙΑ

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 3 ΙΟΥΝΙΟΥ 2006 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΧΗΜΕΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙ ΩΝ: ΕΞΙ (6)

Φυσικοχημεία 2 Εργαστηριακές Ασκήσεις

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ ΘΕΜΑΤΑ

panagiotisathanasopoulos.gr

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΣ

Γ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ: ΘΕΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΜΑΘΗΜΑ: ΧΗΜΕΙΑ. Ηµεροµηνία: Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016 ιάρκεια Εξέτασης: 3 ώρες ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 15 ΙΟΥΝΙΟΥ 2018 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΧΗΜΕΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ. Ενδεικτικές απαντήσεις

ΚΕΦ. 16 ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΜΕ ΙΟΝΑΝΤΑΛΛΑΓΗ

Άσκηση 3η. Μέθοδοι Διαχωρισμού. Τμήμα ΔΕΑΠΤ - Εργαστήριο Γενικής Χημείας

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΑ ΧΗΜΕΙΑΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ (Δ. Δ.7 ο ) ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΥΛΗ

Πανελλήνιες σπουδαστήριο Κυριακίδης Ανδρεάδης. Προτεινόμενες λύσεις XHMEIA ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 15/06/2018 ΘΕΜΑ Α. Α1. β. Α2. β. Α3. γ. Α4. δ. Α5.

ΟΞΕΑ, ΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΑΤΑ. ΜΑΘΗΜΑ 1 o : Γενικά για τα οξέα- Ιδιότητες - είκτες ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

Χημεία Προσανατολισμού

(1) v = k[a] a [B] b [C] c, (2) - RT

ΟΜΟΣΠΟΝ ΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑ ΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2016 Α ΦΑΣΗ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2015 Β ΦΑΣΗ ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ ÏÅÖÅ

Ομογενή Χημικά Συστήματα

ΗΛΕΚΤΡΟΧΗΜΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ

ΑΣΚΗΣΗ ΦΑΣΜΑΤΟΜΕΤΡΙΑΣ ΜΑΖΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ ΙΙ

ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΛΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΕΙΑ (Α. Χημική Θερμοδυναμική) 1 η Άσκηση 1000 mol ιδανικού αερίου με cv J mol -1 K -1 και c

Transcript:

ΜΕΓΚΟΥΛΑΣ ΝΙΚΟΣ ΙΟΝΤΙΚΗ ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ 1.1 ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ Ο όρος ιοντική χρωµατογραφία εισήχθη στη διεθνή βιβλιογραφία το 1975 από τον H. Small, µε σκοπό την περιγραφή µίας τεχνικής υγρής χρωµατογραφίας διαχωρισµού ανόργανων ιόντων, όπου η στατική φάση της στήλης διαχωρισµού ήταν ιονανταλλακτική ρητίνη, το υγρό έκλουσης υδατικό διάλυµα ηλεκτρολυτών και ο ανιχνευτής αγωγιµοµετρικός. Σε σειρά µε τη στήλη διαχωρισµού ήταν απαραίτητη η τοποθέτηση µίας δεύτερης στήλης ιονανταλλακτικής ρητίνης, µε δραστικές οµάδες αντίθετου φορτίου από τη στήλη διαχωρισµού, ώστε να επιτευχθεί εξουδετέρωση της κινητής φάσης, µείωση της αγωγιµότητας υποβάθρου και εποµένως αύξηση του λόγου σήµατος προς θόρυβο. 1 Τα αµέσως επόµενα χρόνια, υπήρξε σηµαντική ανάπτυξη στην τεχνική της ιοντικής χρωµατογραφίας, τόσο από την πλευρά των αναλυτικών εφαρµογών όσο και από την πλευρά της τεχνολογίας, µε αποτέλεσµα να καταστούν εφικτοί προσδιορισµοί, τόσο οργανικών όσο και ανόργανων, κατιόντων και ανιόντων, ακόµη και πολύ ασθενώς ιονιζόµενων σωµατιδίων, σε ένα πλήθος φυσικών και βιοµηχανικών δειγµάτων. Η τεχνική της χηµικής καταστολής (δέσµευση των ιόντων της κινητής φάσης) δεν είναι πλέον µονόδροµος για την ιοντική χρωµατογραφία, ενώ τα υγρά έκλουσης δεν είναι αναγκαστικά υδατικά διαλύµατα. Παράλληλα, εκτός από τον αγωγιµοµετρικό ανιχνευτή, έχει γίνει εφικτό να ενσωµατωθούν στην ιοντική χρωµατογραφία όλα τα συστήµατα ανίχνευσης που είχαν αναπτυχθεί για την υγρή χρωµατογραφία υψηλής απόδοσης, καθώς και οι αντλίες υψηλής απόδοσης που αρχικά ήταν µη συµβατές εξαιτίας των διαβρώσεων που προκαλούσαν τα εκλουστικά υγρά της ιοντικής χρωµατογραφίας. Επίσης, ο µηχανισµός διαχωρισµού ιόντων δεν περιορίζεται πλέον στον κλασικό ιονανταλλακτικό µηχανισµό, αλλά µπορούν να επιτευχθούν διαχωρισµοί µε βάση µηχανισµό αποκλεισµού κατά µέγεθος (ion exclusion chromatography), µε µηχανισµό ιοντικών αλληλεπιδράσεων (ion interaction chromatography) ή µε συνδυασµό µηχανισµών για ταυτόχρονο προσδιορισµό ανιόντων και κατιόντων (πολυδιάστατη ιοντική χρωµατογραφία). Πολύ σηµαντική είναι επίσης η εισαγωγή στην ιοντική χρωµατογραφία της τεχνολογίας των στηλών υψηλής απόδοσης, που βασίζονται σε πληρωτικά υλικά µικρής χωρητικότητας και µικρού µεγέθους σωµατιδίων. 1

Εποµένως, είναι εµφανές ότι ο όρος ιοντική χρωµατογραφία, έπειτα από 25 και πλέον χρόνια ανάπτυξης, έχει διευρυνθεί, µε αποτέλεσµα να συµπεριλαµβάνει κάθε τεχνική χρωµατογραφίας υψηλής απόδοσης που αφορά το διαχωρισµό και προσδιορισµό ιοντικών ενώσεων. Ένα τυπικό σύστηµα ιοντικής χρωµατογραφίας (Σχήµα 1.1) αποτελείται από επτά κυρίως τµήµατα: 1) Τα δοχεία παροχής κινητής φάσης, η σύσταση της οποίας µπορεί να είναι σταθερή (ισοκρατική έκλουση) ή µεταβαλλόµενη (βαθµιδωτή έκλουση) κατά τη διάρκεια του χρωµατογραφικού διαχωρισµού (υποκεφάλαιο 1.7). 2) Την αντλία, η οποία καθορίζει τη ροή της κινητής φάσης µε την παλινδροµική κίνηση ενός ή δύο πιστονίων, τα οποία τοποθετούνται σε σειρά ή παράλληλα. 3) Το σύστηµα εισαγωγής δείγµατος, το οποίο αποτελείται από βρόχο καθορισµένου όγκου και µπορεί να συνοδεύεται από σύστηµα αυτόµατης δειγµατοληψίας. 4) Την αναλυτική στήλη, η οποία είναι υπεύθυνη για το χρωµατογραφικό διαχωρισµό και συνήθως έχει ως υλικό στήριξης συµπολυµερές στυρενίου / διβινυλοβενζολίου µε κάποιο ποσοστό σταυροδεσµών ή πηκτή διοξειδίου του πυριτίου (silica gel), όπου στην περίπτωση του ιονανταλλακτικού µηχανισµού το υλικό στήριξης έχει τροποποιηθεί χηµικώς µε την προσθήκη δραστικών ιονανταλλακτικών οµάδων (υποκεφάλαιο 1.4). 5) Το σύστηµα καταστολής, το οποίο µειώνει µε χηµικό, ηλεκτροχηµικό ή ηλεκτρονικό τρόπο την αγωγιµότητα υποβάθρου και εποµένως τοποθετείται, χωρίς να είναι πάντα απαραίτητο, µόνο στην περίπτωση που ο ανιχνευτής είναι αγωγιµοµετρικός (υποκεφάλαιο 1.5). 6) Τον ανιχνευτή (υποκεφάλαιο 1.6). 7) Το σύστηµα ελέγχου, το λογισµικό επεξεργασίας και τη µονάδα αποθήκευσης των δεδοµένων. Με εξαίρεση το θάλαµο της αντλίας, το υλικό κατασκευής των τµηµάτων της ιοντικής χρωµατογραφίας είναι το οργανικό πολυµερές PEEK (PolyEtherEtherKetone), το οποίο είναι ανθεκτικό σε όλη την περιοχή του ph. 2

Φούρνος θέρµανσης στηλών Υγρά Έκλουσης Α Β C Αντλία µε ένα ή δύο πιστόνια σε σειρά ή παράλληλα Αυτόµατος ειγµατολήπτης Στήλη Α Στήλη Β D Βαλβίδα επιλογής χαµηλής πίεσης Ηλεκτρονικός έλεγχος του συστήµατος Έξοδος αναλυτικού σήµατος Ανιχνευτής Καταστολέας Απόβλητα Λογισµικό επεξεργασίας δεδοµένων και ελέγχου του συστήµατος Σύστηµα αναγέννησης καταστολής Βαλβίδα επιλογής υψηλής πίεσης Σχήµα 1.1: ιάγραµµα ροής κινητής φάσης ( ), υγρού καταστολής ( ), και ηλεκτρονικού σήµατος ( ), ιοντικού χρωµατογράφου µε δύο στήλες και σύστηµα χηµικής καταστολής. 1.2 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ Η ανακάλυψη και η εξέλιξη της ιοντικής χρωµατογραφίας είναι αποτέλεσµα της ανάπτυξης δύο διαφορετικών τοµέων: α) των ιονανταλλακτικών ρητινών και β) της χρωµατογραφίας. Η πρώτη αναφορά στη διεθνή βιβλιογραφία όπου συνδυάζεται η τεχνική της χρωµατογραφίας µε ιονανταλλακτικό µηχανισµό διαχωρισµού έγινε το 1937 από τους T. Taylor και H. Urey, οι οποίοι χρησιµοποίησαν ζεόλιθους ως πληρωτικό υλικό, µε σκοπό τον εµπλουτισµό δειγµάτων σε επιλεγµένα ισότοπα στοιχείων. 2 H ανακάλυψη της χρωµατογραφίας αποδίδεται στο Ρώσο βοτανολόγο Μ. Tswett, ο οποίος το 1906 δηµοσίευσε το διαχωρισµό φυτικών χρωστικών, µε κινητή φάση πετρελαϊκό αιθέρα και πολική στερεή φάση, εντός κατακόρυφης υάλινης στήλης, ορίζοντας παράλληλα τη χρωµατογραφία ως εξής: η χρωµατογραφία είναι µία µέθοδος, στην οποία τα συστατικά ενός µίγµατος διαχωρίζονται σε µία στήλη προσρόφησης, που είναι µέρος ενός συστήµατος ροής. 3 Τα επόµενα 25 χρόνια δεν υπάρχουν αναφορές σχετικές µε τη χρωµατογραφία, µέχρι που οι R. Κuhn, A. Winterstein και Ε. Lederer το 1931 χρησιµοποίησαν οξείδια του πυριτίου, του αργιλίου και του µαγνησίου ως προσροφητικά υλικά για το διαχωρισµό καροτενίων. 4 3

Το 1941 οι A. Martin και R. Synge στην προσπάθειά τους να διαχωρίσουν αµινοξέα, εισάγουν την ιδέα της υγρής-υγρής χρωµατογραφίας, δηλαδή υγρή κινητή φάση σε συνδυασµό µε υγρή στατική φάση επί στερεού υποστρώµατος, η οποία βασίζεται στο µηχανισµό της κατανοµής και παράλληλα εισάγουν την έννοια των θεωρητικών πλακών. 5 Η θεωρία των θεωρητικών πλακών οδηγεί το Van Deemter το 1956 στην περιγραφή των θερµοδυναµικών και κινητικών διαδικασιών κατά τη διάρκεια ενός χρωµατογραφικού διαχωρισµού και στην εξαγωγή εξισώσεων που σχετίζουν την ταχύτητα ροής της κινητής φάσης µε τον αριθµό των θεωρητικών πλακών. 6 Το 1952 οι A. Martin και R. Synge τιµούνται µε το βραβείο Nobel, την ίδια χρονιά που οι A. Martin και A. James δηµοσιεύουν την πρώτη εργασία στην οποία χρησιµοποιείται ως κινητή φάση αέριο και εποµένως επινοούν την τεχνική της αερίου χρωµατογραφίας. 7 Πέντε χρόνια αργότερα το 1957, ο M. Golay, υπό την εταιρεία Perkin-Elmer Corp., έπειτα από µελέτες καταλήγει στο συµπέρασµα ότι οι διαχωρισµοί της αερίου χρωµατογραφίας βελτιώνονται σηµαντικά µε τη χρήση στηλών µεγάλου µήκους (90 έως 180 m) και µικρής εσωτερικής διαµέτρου (0,25 mm) και έτσι εισάγονται στο εµπόριο οι τριχοειδείς στήλες αερίου χρωµατογραφίας. 8 Το 1959 οι P. Flodin και J. Porath εισάγουν την τεχνική της χρωµατογραφίας αποκλεισµού κατά µέγεθος, χρησιµοποιώντας ως υλικό πλήρωσης στηλών διακλαδισµένους πολυσακχαρίτες. 9 Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, άρχισε µία προσπάθεια βελτίωσης των διαχωρισµών της υγρής χρωµατογραφίας, η οποία στην εξέλιξή της οδήγησε στη διαµόρφωση της χρωµατογραφίας υψηλής απόδοσης, όπως είναι γνωστή σήµερα. Ο J. Giddings, πρώτος µεταξύ άλλων, αναγνώρισε την ανάγκη κατασκευής πληρωτικών υλικών µικρών σωµατιδίων, τα οποία να είναι ανθεκτικά στη χηµική διάβρωση και στις υψηλές πιέσεις. 10 Η σηµαντικότερη εξέλιξη προς αυτήν την κατεύθυνση έγινε από τον J. Kirkland, ο οποίος το 1969 δηµοσίευσε την κατασκευή πληρωτικού υλικού από σφαιρίδια µεµβράνης, τα οποία αποτελούνται από στερεό πυρήνα µεγέθους 30-40 µm επικαλυµµένο µε υγρή στιβάδα πάχους 2µm (pellicular particles) και το 1973 την κατασκευή πληρωτικού υλικού από πορώδη σωµατίδια οξειδίου του πυριτίου, διαµέτρου 10 µm, χηµικώς τροποποιηµένα µε αντιδράσεις σιλανισµού. 11, 12 Από τη δεκαετία του 1970 και έπειτα υπήρξε µία συνεχής βελτίωση των συστηµάτων υγρής χρωµατογραφίας, κυρίως σε τρεις τοµείς: α) οι στήλες έγιναν περισσότερο ανθεκτικές στη χηµική διάβρωση και στις υψηλές πιέσεις και απέκτησαν µικρότερες διαστάσεις και µικρότερο µέγεθος σωµατιδίων, β) οι αντλίες απέκτησαν καλύτερη ακρίβεια στη ροή της κινητής φάσης και γ) οι ανιχνευτές απέκτησαν µεγαλύτερη ακρίβεια και ευαισθησία. Αποτέλεσµα των παραπάνω εξελίξεων είναι η βελτίωση των διαχωρισµών (οξύτερες κορυφές, αύξηση θεωρητικών πλακών κ.τ.λ.), µε συνέπεια η υγρή χρωµατογραφία να αποκαλείται πλέον χρωµατογραφία υψηλής απόδοσης. Η ιστορία των συνθετικών ιονανταλλακτικών ρητινών ξεκινά το 1935, όταν οι Β. Adams και E. L. Holmes παρασκεύασαν την πρώτη συνθετική ιονανταλλακτική ρητίνη, η οποία ήταν ένα συµπολυµερές φαινολών, φαινυλοδιαµινών και φορµαλδεΰδης και η οποία εµφάνιζε σηµαντικά µεγαλύτερη χηµική σταθερότητα έναντι των φυσικών ιονανταλλακτικών υλικών, όπως είναι οι 4

ζεόλιθοι. 13 Το επόµενο σηµαντικό βήµα έγινε το 1944, όταν ο D Alelio κατοχύρωσε πατέντα που αφορούσε τον τρόπο χηµικής τροποποίησης ρητινών πολυστυρενίου για την εισαγωγή δραστικών ιονανταλλακτικών θειικών οµάδων. 14 Το 1947, οι S. Mayer και E. Tompkins δηµοσιεύουν στο J. Am. Chem. Soc. τη φυσικοχηµική θεµελίωση του µηχανισµού της ιονανταλλαγής, ως διαδικασία διαχωρισµού ιόντων εντός χρωµατογραφικής στήλης. 15 Ένα χρόνο αργότερα, οι S. Moore και S. Stein δηµοσιεύουν το διαχωρισµό και ποσοτικό προσδιορισµό των αµινοξέων µε την τεχνική της υγρής χρωµατογραφίας µε µηχανισµό ιονανταλλαγής και φωτοµετρική ανίχνευση, µε βάση το έγχρωµο προϊόν της αντίδρασης των αµινοξέων, µετά τη στήλη, µε νινυδρίνη. 16 Για την εργασία αυτή τιµήθηκαν το 1972 µε το βραβείο Nobel. Στο τέλος του 1971, η Dow Chemical Company ξεκινά έρευνα σχετικά µε: α) την κατασκευή αγωγιµοµετρικού ανιχνευτή, ως γενικού ανιχνευτή για τον ποσοτικό προσδιορισµό ανόργανων ιόντων σε συστήµατα χρωµατογραφίας, β) την ανάπτυξη ρητινών για την αποµάκρυνση των ιόντων των εκλουστικών υγρών, χωρίς την αποµάκρυνση των προς προσδιορισµό ιόντων ή την αρνητική επίδραση στο χρωµατογραφικό διαχωρισµό και γ) την κατασκευή πληρωµένων στηλών χρωµατογραφίας µε πληρωτικό υλικό ιονανταλλακτικές ρητίνες. Η έρευνα κατέληξε στη δηµοσίευση το 1975 από τους H. Small, T.S. Stevens και W. C. Bauman του πρώτου ποσοτικού προσδιορισµού ιόντων µε την τεχνική της ιοντικής χρωµατογραφίας 1 και στην εµπορική διάθεση το ίδιο έτος του πρώτου ιοντικού χρωµατογράφου (Model 10 IC) από την εταιρεία Dionex Corporation. To 1979 οι D. T. Gjerde, J. S. Fritz και G. Schmuckler χρησιµοποιώντας στήλες µικρής χωρητικότητας, δηµοσιεύουν τον πρώτο προσδιορισµό ιόντων µε αγωγιµοµετρική ανίχνευση χωρίς την καταστολή της αγωγιµότητας υποβάθρου, εισάγοντας την τεχνική της µη καταστελλόµενης ιοντικής χρωµατογραφίας 17 (nonsuppressed ion chromatography), η οποία έγινε αρχικώς εµπορικά διαθέσιµη από την εταιρεία Wescan Company και στη συνέχεια από τις Shimadzu, Waters, Metrohm κ.α. To 1984, για πρώτη φορά µέθοδος προσδιορισµού βασισµένη στην τεχνική της ιοντικής χρωµατογραφίας γίνεται επισήµως αποδεκτή (ASTM προσδιορισµός ανιόντων στο νερό). 18 To 1982 εισάγεται ο καταστολέας κοίλης ινώδους µεµβράνης 19 και το 1985 ο καταστολέας µικροµεµβράνης, ο οποίος, εξαιτίας του µικρότερου πάχους της µεµβράνης (<0,075 mm), είχε αυξηµένη ικανότητα καταστολής, επιτρέποντας τη χρήση βαθµιδωτής έκλουσης, πυκνότερων διαλυµάτων έκλουσης και στηλών µεγαλύτερης χωρητικότητας. 20 Σηµαντική ώθηση στις δυνατότητες της ιοντικής χρωµατογραφίας έδωσε ο συνδυασµός για πρώτη φορά από τον R. Williams το 1983 της ιοντικής χρωµατογραφίας µε φωτοµετρικό ανιχνευτή, αποδεικνύοντας παράλληλα ότι ο προσδιορισµός νιτρικών, βρωµιούχων και νιτρωδών ιόντων είναι πιο ευαίσθητος µε φωτοµετρικό ανιχνευτή στο υπεριώδες σε σχέση µε τον αγωγιµοµετρικό ανιχνευτή. 21 Ένα χρόνο πριν, οι H. Small και Τ. Miller εισήγαγαν την έννοια της έµµεσης φωτοµετρικής ανίχνευσης, δηλαδή τη χρησιµοποίηση εκλουστικών ιόντων που απορροφούν στο υπεριώδες για την έκλουση ιόντων που δεν απορροφούν στο υπεριώδες, µε αποτέλεσµα τη λήψη χρωµατογραφήµατος µε αρνητικές 5

κορυφές. 22 Το 1986, χρησιµοποιείται για πρώτη φορά ο παλµικός αµπεροµετρικός ανιχνευτής σε εφαρµογή ιοντικής χρωµατογραφίας. 23 Το 1990 η εταιρεία Dionex Cor. παρουσιάζει την πρώτη στήλη ιονανταλλακτικής ρητίνης πλήρως συµβατή µε οργανικούς διαλύτες, ανοίγοντας το δρόµο για προσδιορισµούς οργανικών οξέων και αµινών. 24 Την ίδια χρονιά αναφέρεται η πρώτη εφαρµογή ιοντικής χρωµατογραφίας µε ανιχνευτή φασµατοµετρίας µαζών. 25 Το 1992 εισάγεται o καταστολέας µε ηλεκτρολυτική παραγωγή του υγρού καταστολής, καταργώντας την ανάγκη για συνεχή εξωτερική παροχή του. 26 Η ιοντική χρωµατογραφία παραµένει µέχρι σήµερα µία εξελισσόµενη τεχνική, µε συνεχείς βελτιώσεις σε τοµείς όπως η αύξηση της ανιχνευσιµότητας και της αξιοπιστίας των προσδιορισµών, η µείωση του κόστους και των απαιτούµενων προκατεργασιών και η µείωση του ολικού χρόνου ανάλυσης. 1.3 ΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΙΟΝΤΙΚΗ ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ 27, 28 1.3.1 Χρωµατογραφικός ιαχωρισµός Η χρωµατογραφία είναι µία τεχνική συνεχούς διφασικής κατανοµής κατ αντιρροή, βασίζεται δηλαδή στην κατανοµή των προς διαχωρισµό ουσιών εντός δύο φάσεων, όπου η µία φάση διατηρείται ακίνητη (στατική φάση), ενώ η δεύτερη βρίσκεται υπό συνεχή ροή (κινητή φάση ή εκλουστικό διάλυµα). Η σχετική κίνηση της µίας φάσης ως προς την άλλη έχει ως αποτέλεσµα τη συνεχή µεταβολή των στιγµιαίων συγκεντρώσεων και των αντίστοιχων στιγµιαίων χηµικών ισορροπιών των προς διαχωρισµό ουσιών στις δύο φάσεις και εποµένως τη µετατόπιση των κατανοµών συγκέντρωσης προς την κατεύθυνση κίνησης της κινητής φάσης, µε διαφορετική όµως ταχύτητα για κάθε προς διαχωρισµό ουσία, εξαρτώµενη από θερµοδυναµικούς και κινητικούς παράγοντες. Η αποκατάσταση χηµικής ισορροπίας µίας ουσίας εντός δύο φάσεων αντιπροσωπεύει την ισότητα των χηµικών δυναµικών της ουσίας στη στατική (µ s ) και την κινητή φάση (µ m ) και εποµένως ισχύει: µ ο s + RT lnα s = µ ο m + RT lnα m (1.1) όπου µ ο s, µ ο m είναι τα χηµικά δυναµικά της ουσίας σε άπειρη αραίωση στη στατική και κινητή φάση αντίστοιχα και α s,α m η ενεργότητα της ουσίας στη στατική και κινητή φάση αντίστοιχα. Από τη σχέση 1.1 προκύπτει: α s /α m = e const = K ο D (1.2) 6

δηλαδή ο λόγος της ενεργότητας µίας ουσίας στη στατική φάση (α s ) προς την ενεργότητα της ουσίας στην κινητή φάση (α m ), µετά την αποκατάσταση της χηµικής ισορροπίας, είναι σταθερός για καθορισµένη θερµοκρασία και ονοµάζεται θερµοδυναµικός συντελεστής (σταθερά) κατανοµής (K ο D). Αν αντί για ενεργότητες χρησιµοποιηθούν συγκεντρώσεις, τότε προκύπτει ο συντελεστής κατανοµής K D, η τιµή του οποίου εξαρτάται από τους συντελεστές ενεργότητας γ s, γ m της στατικής και κινητής φάσης αντίστοιχα: K D = C s /C m = (γ s /γ m ) K ο D (1.3) όπου C s και C m είναι οι συγκεντρώσεις της ουσίας στη στατική και κινητή φάση αντίστοιχα. Ας υποτεθεί, ότι ένας χρωµατογραφικός διαχωρισµός λαµβάνει χώρα σε ένα πεπερασµένο αριθµό (r) διακριτών θέσεων κατανοµής και έχουν λάβει χώρα (n) κατανοµές, όπου το κλάσµα της ουσίας στην κινητή φάση (p) µίας θέσης κατανοµής µεταφέρεται κατά την επόµενη κατανοµή στη διπλανή θέση κατανοµής κατά τη φορά κίνησης της κινητής φάσης. Αποδεικνύεται ότι για µεγάλο αριθµό κατανοµών (n), το κλάσµα της ποσότητας της ουσίας στις διάφορες θέσεις κατανοµής (x(n,r)), ακολουθεί κανονική ή κατά Gauss κατανοµή: x(n,r) = [(K D +1)/Sqr (2πnK D )] Exp [-(r max -r) 2 (K D +1) 2 /2nK D ] (1.4) όπου το r max παριστά τη θέση της χρωµατογραφικής στήλης µε τη µεγαλύτερη ποσότητα της ουσίας (µέγιστο του κώδωνα Gauss). Η τυπική απόκλιση της κατανοµής αντιστοιχεί στο εύρος της καµπύλης στο 60,7 % του ύψους και ισούται µε: σ = [Sqr (nk D )]/ (K D +1) (1.5) Αποδεικνύεται ότι: r max = np (1.6) To κλάσµα της ουσίας (p) στην κινητή φάση, για κάθε θέση κατανοµής, δίνεται από τον τύπο: p = C m v m / (C m v m + C s v s ) = v m / (v m + K D v s ) (1.7) όπου v s και v m είναι ο όγκος της κάθε θέσης κατανοµής της στατικής και κινητής φάσης αντίστοιχα. Οι ολικοί όγκοι της στατικής (V s ) και κινητής φάσης (V m ) εντός της στήλης δίνονται από τους τύπους: V s = r v s V m = r v m (1.8α) (1.8β) 7

Ο όγκος (V R ) της κινητής φάσης που έχει καταναλωθεί κατά τη διάρκεια των (n) κατανοµών είναι: V R = n v m (1.9) Συνδυάζοντας τις σχέσεις 1.6, 1.7, 1.8α, 1.8β, και 1.9 προκύπτει: V R = V m + K D V s (1.10) H σχέση 1.10 αποτελεί τη βάση των χρωµατογραφικών διαχωρισµών, καθότι αποδεικνύει ότι αν µία ουσία εισαχθεί σε µία χρωµατογραφική στήλη, τότε ο όγκος της κινητής φάσης που απαιτείται για την έκλουση της ουσίας εξαρτάται από το συντελεστή κατανοµής K D. Εποµένως, ο χρωµατογραφικός διαχωρισµός δύο ουσιών εξαρτάται από τη διαφορά των συντελεστών κατανοµής K D των δύο ουσιών. O όγκος V R ονοµάζεται όγκος έκλουσης ή ανάσχεσης ή συγκράτησης (elution ή retention volume) και ο όγκος V m νεκρός όγκος της στήλης (void volume). Για την ύπαρξη µεγαλύτερης ακρίβειας στις µετρήσεις χρησιµοποιείται η έννοια του σχετικού (relative) ή ανηγµένου (adjusted) όγκου ανάσχεσης (V R ), που δίνεται από τον τύπο: V R = V R - V m (1.11) Με διαίρεση του νεκρού όγκου, του όγκου έκλουσης και του σχετικού όγκου έκλουσης µε την ταχύτητα ροής της κινητής φάσης λαµβάνεται ο νεκρός χρόνος, ο χρόνος έκλουσης και ο σχετικός χρόνος έκλουσης αντίστοιχα. 27, 29 1.3.2 Χρωµατογραφικός ιαχωρισµός µε Μηχανισµό Ιονανταλλαγής Ο χρωµατογραφικός διαχωρισµός µε το µηχανισµό της ιονανταλλαγής στηρίζεται, όπως όλοι οι χρωµατογραφικοί διαχωρισµοί, στο µερισµό µίας ουσίας µεταξύ δύο φάσεων και στη στιγµιαία αποκατάσταση χηµικής ισορροπίας. Οι φάσεις που συµµετέχουν στον παραπάνω διαχωρισµό είναι: α) ένα διάλυµα ιόντων, µε διαλύτη συνήθως νερό, υπό ροή (κινητή φάση ή εκλουστικό υγρό) και β) ένα στερεό πολυµερές, µε σχεδόν µηδενική διαλυτότητα στο διαλύτη της κινητής φάσης, που φέρει ιονισµένες δραστικές οµάδες (functional groups) χηµικώς προσδεµένες στο πολυµερές υπόστρωµα (ιονανταλλάκτης). H ηλεκτρική ουδετερότητα του ιονανταλλάκτη επιτυγχάνεται µε την ύπαρξη ίσου και αντίθετου φορτίου προς τις δραστικές οµάδες αντισταθµιστικών ιόντων (counter ions), τα οποία συγκρατούνται στη ρητίνη εξαιτίας ηλεκτροστατικών αλληλεπιδράσεων µε τις δραστικές οµάδες. έσµευση εκλουόµενων ιόντων (S y ) που βρίσκονται στην κινητή φάση από τις δραστικές οµάδες (R) του ιονανταλλάκτη, έχει ως συνέπεια την απελευθέρωση από τον ιονανταλλάκτη 8

αντισταθµιστικών ιόντων (E x ) ίσου φορτίου προς την κινητή φάση. H ισορροπία που αποκαθίσταται είναι η εξής: yr x E x + xs y xr y S y + ye x (1.12) H σταθερά χηµικής ισορροπίας, η οποία ονοµάζεται και σταθερά εκλεκτικότητας (Κ S Ε ), είναι ίση µε: Κ S Ε = ([S y ] R ) x ([E x ] S ) y / ([S y ] S ) x ([E x ] R ) y (1.13) όπου [S y ] R και [S y ] S είναι οι συγκεντρώσεις του εκλουόµενου ιόντος στη στατική και κινητή φάση αντίστοιχα και [E x ] R και [E x ] S οι συγκεντρώσεις του αντισταθµιστικού ιόντος στη στατική και κινητή φάση αντίστοιχα. Επειδή η ρητίνη καταλαµβάνεται σχεδόν εξολοκλήρου από αντισταθµιστικά ιόντα E x, µπορεί να θεωρηθεί ότι η συγκέντρωσή τους στη στατική φάση [E x ] R είναι ίση µε τη χωρητικότητα της ρητίνης C R : C R = [E x ] R (1.14) Επίσης, ο συντελεστής κατανοµής του ιόντος S ορίζεται ως: K D = [S y ] R / [S y ] S (1.15) Από τις σχέσεις 1.13, 1.14 και 1.15 προκύπτει ότι: log K D = -(y/x) log [E x ] S + log Κ Ε S C R y/x (1.16) S O όρος (log Κ Ε C y/x R ) είναι σταθερός για δύο συγκεκριµένα ιόντα (Ε x ) και (S y ), για συγκεκριµένη ρητίνη και υπό σταθερή θερµοκρασία. Η παραπάνω σχέση δε λαµβάνει υπόψη πιθανές παράπλευρες χηµικές ισορροπίες στις οποίες µπορεί να συµµετέχουν τα ανταγωνιστικά ιόντα, όπως είναι η πρωτονίωση ανιόντων ασθενών οξέων ή η υδροξυλίωση κατιόντων ασθενών βάσεων. Ανεξαρτήτως της µη γενικής εφαρµογής της, η παραπάνω σχέση αποτελεί θεµελιώδη σχέση για το χρωµατογραφικό διαχωρισµό µε µηχανισµό ιονανταλλαγής, διότι από αυτήν απορρέουν δύο αρχές γενικής εφαρµογής: α) Αύξηση του φορτίου ενός ιόντος (αύξηση του y) έχει ως αποτέλεσµα την αύξηση του συντελεστή κατανοµής του ιόντος. Εποµένως, η µεταβολή του ph για εκλουστικά ιόντα που υφίστανται πρωτονίωση, αναµένεται να έχει επίδραση στην εκλουστική τους ικανότητα. Με αυτόν τον τρόπο εξηγείται γιατί τα ανθρακικά ιόντα (CO 2-3 ) έχουν µεγαλύτερη εκλουστική ικανότητα από τα όξινα ανθρακικά (HCO - 3 ) και αντίστοιχα τα όξινα φωσφορικά (HPO 2-4 ) από τα δισόξινα φωσφορικά (H 2 PO - 4 ). Παράλληλα, έτσι εξηγείται η γενική παρατήρηση ότι οι αλκαλικές γαίες εµφανίζουν µεγαλύτερους χρόνους ανάσχεσης από τα αλκάλια. 9

β) Αύξηση της συγκέντρωσης του αντισταθµιστικού ιόντος (Ε x ) στην κινητή φάση έχει ως αποτέλεσµα τη µείωση του συντελεστή κατανοµής του εκλουόµενου ιόντος και εποµένως οδηγεί σε µείωση του χρόνου ανάσχεσης. Πρέπει να σηµειωθεί ότι για τη σωστή ρύθµιση του ph σε διαχωρισµούς ιόντων, όπου τα ιόντα συµµετέχουν σε παράλληλη ισορροπία πρωτονίωσης, όπως είναι ο διαχωρισµός αµινοξέων, θα πρέπει να λαµβάνεται υπόψη το γεγονός ότι το ph της ιονανταλλακτικής ρητίνης εξαρτάται από τη χωρητικότητα της ρητίνης και είναι εν γένει διαφορετικό από το ph της κινητής φάσης. Για παράδειγµα, σε µία ρητίνη µε χωρητικότητα 3 meq/ml αν το ph της κινητής φάσης είναι ph = 4, δηλαδή [Η + ] = 1 10-4 Μ και η συνολική συγκέντρωση των λοιπών ιόντων είναι εκατό φορές µεγαλύτερη, δηλαδή 1 10-2 Μ, τότε, µε την υπόθεση ότι οι διαφορές στους συντελεστές εκλεκτικότητας είναι αµελητέες, η συγκέντρωση των Η + στη ρητίνη θα είναι περίπου 3 10-2 Μ, ενώ των λοιπών ιόντων εκατό φορές µεγαλύτερη, δηλαδή 3 Μ. Εποµένως, το ph στη ρητίνη είναι περίπου 2, σχεδόν δύο µονάδες µικρότερο απ ό,τι είναι στην κινητή φάση. Σηµαντικές είναι οι περιπτώσεις των διαχωρισµών στην ιοντική χρωµατογραφία, στις οποίες χρησιµοποιείται κάποιο συµπλεκτικό αντιδραστήριο (όπως F -, Cl -, SO 2-4, CO 2-3, CN -, SCN -, πολυαµίνες, EDTA, NTA κ.α.) µε σκοπό, είτε το διαχωρισµό των κεντρικών µετάλλων είτε το διαχωρισµό των υποκαταστατών. Αν υποτεθεί ότι στην κινητή φάση προστίθεται το συµπλεκτικό αντιδραστήριο (L), το οποίο συµπλέκει το ιόν S y τότε, παράλληλα µε την ισορροπία 1.12, αποκαθίσταται η ισορροπία: S y + nl S y (L) n (1.17) Mε βάση την υπόθεση ότι το συµπλεκτικό αντιδραστήριο είναι σε περίσσεια και η ολική σταθερά σχηµατισµού του συµπλόκου Κ f δεν έχει µικρή τιµή, δηλαδή τα ενδιάµεσα σύµπλοκα έχουν αµελητέα συγκέντρωση, η σχέση 1.16 γίνεται: log K D = -(y/x) log [E x ] S log (1+K f [L] s n ) + log Κ Ε S C R y/x (1.18) Από τη σχέση 1.18 προκύπτει ένας αριθµός συµπερασµάτων: α) Η αύξηση της συγκέντρωσης του συµπλεκτικού αντιδραστηρίου [L] έχει ως αποτέλεσµα τη µείωση του συντελεστή κατανοµής του ιόντος S y, όπως άλλωστε αναµένεται µε βάση την αρχή Le Chatelier. Αν όµως ο µηχανισµός της ιονανταλλαγής βασίζεται στην αντικατάσταση του αντισταθµιστικού ιόντος E x από το σύµπλοκο S y (L) n και όχι από το ιόν S y, τότε το ρυθµιστικό ρόλο έχει ο συντελεστής K D του συµπλόκου, ο οποίος αυξάνει µε αύξηση της συγκέντρωσης του συµπλεκτικού αντιδραστηρίου [L]. β) Όσο µεγαλύτερη είναι η σταθερά σχηµατισµού του συµπλόκου Κ f, τόσο µεγαλύτερη είναι η µείωση του συντελεστή κατανοµής Κ D του ιόντος S y. Αντίθετα, αν ο µηχανισµός της ιονανταλλαγής βασίζεται στο σύµπλοκο S y (L) n, τότε θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο συντελεστής K D του συµπλόκου, ο οποίος αυξάνει µε αύξηση της σταθεράς σχηµατισµού του συµπλόκου Κ f. 10

γ) Για µία συγκεκριµένη συγκέντρωση συµπλεκτικού αντιδραστηρίου, οι διαφορές µεταξύ των συντελεστών κατανοµής των σχηµατιζόµενων συµπλόκων διαφόρων ιόντων οφείλονται κυρίως στις διαφορές που παρατηρούνται µεταξύ των σταθερών σχηµατισµού των συµπλόκων. Αν οι διαφορές µεταξύ των σταθερών σχηµατισµού των συµπλόκων είναι µεγαλύτερες από τις διαφορές των συντελεστών κατανοµής των ιόντων απουσία συµπλεκτικού αντιδραστηρίου, τότε ο χρωµατογραφικός διαχωρισµός είναι καλύτερα να βασίζεται στα σύµπλοκα των ιόντων, δηλαδή να γίνεται µε προσθήκη κατάλληλου συµπλεκτικού αντιδραστηρίου στο εκλουστικό υγρό. Η εκλεκτικότητα των ιονανταλλακτικών ρητινών για τα αλκάλια ακολουθεί τη σειρά Li + < Na + < K + < Rb + < Cs + και για τα αλογόνα τη σειρά F - < Cl - < Br - < I -. Ο κανόνας, ο οποίος ισχύει και για τις αλκαλικές γαίες καθώς και για τα οξυγονούχα ιόντα, είναι ότι ο συντελεστής εκλεκτικότητας µειώνεται όσο αυξάνει η σφαίρα ενυδάτωσης των ιόντων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η σύνδεση ενός ιόντος µε τη ρητίνη σηµαίνει αφενός µεν εισαγωγή τάσεων στο ελαστικό δίκτυο της ρητίνης, αφετέρου δε αποδιάταξη της σφαίρας ενυδάτωσης του ιόντος. Ωστόσο, σε αρκετές κατηγορίες ρητινών παρατηρείται παραβίαση αυτού του κανόνα, ιδιαίτερα σε ρητίνες µε υψηλό ποσοστό σταυροδεσµών και µικρού όγκου δραστικές οµάδες. Για την ερµηνεία του φαινοµένου αυτού ο D. Reichenberg 30 ανέπτυξε µία εξίσωση υπολογισµού της µεταβολής της ελευθέρας ενέργειας του συστήµατος G M/N κατά την αποµάκρυνση από τη ρητίνη ενός ιόντος Ν και την αντικατάστασή του από ένα ιόν Μ, λαµβάνοντας υπόψη τόσο τις ηλεκτροστατικές αλληλεπιδράσεις ανάµεσα στα ιόντα και τη δραστική οµάδα όσο και την ελεύθερη ενέργεια αποδιάταξης της στιβάδας ενυδάτωσης: G M/N = [e 2 /(r A +r N ) - e 2 /(r A +r M )] ( G N - G M ) (1.19) όπου r A είναι η ακτίνα της δραστικής οµάδας, r Ν, r Μ οι ιοντικές ακτίνες των ιόντων Ν και Μ αντίστοιχα και G Μ, G Ν η µεταβολή της ελευθέρας ενέργειας κατά την πρόσληψη του ιόντος Μ και την αποχώρηση του ιόντος Ν αντίστοιχα. Όταν η δραστική οµάδα έχει µεγάλη ακτίνα r A, τότε ο όρος που εκφράζει τις ηλεκτροστατικές αλληλεπιδράσεις δεν έχει σηµαντική επίδραση, και η τιµή του G M/N εξαρτάται από τις ελεύθερες ενέργειες G N και G M. Αν το ιόν Ν έχει µεγαλύτερη στιβάδα ενυδάτωσης σε σχέση µε το ιόν Μ, τότε G N > G M και εποµένως η G M/N έχει αρνητική τιµή, άρα ευνοείται η αντικατάσταση του ιόντος Ν από το ιόν Μ. Αντίθετα, αν η δραστική οµάδα έχει µικρή ακτίνα r A, τότε ο όρος που εκφράζει τις ηλεκτροστατικές αλληλεπιδράσεις έχει την πρωτεύουσα επίδραση και ευνοείται η συγκράτηση του ιόντος µε τη µικρότερη ιοντική ακτίνα, δηλαδή του ιόντος µε τη µεγαλύτερη στιβάδα ενυδάτωσης και εποµένως παρατηρείται αντιστροφή της κανονικής σειράς εκλεκτικότητας. 11

27, 29 1.3.3 Κινητική Μηχανισµού Ιονανταλλαγής Η κινητική του φαινοµένου της ιονανταλλαγής αποσαφηνίστηκε σε µεγάλο ποσοστό έπειτα από την αποδοχή της έννοιας της στιβάδας Nernst στην επιφάνεια της ιονανταλλακτικής ρητίνης από τους G. Boyd, A. Adamson και L. Myers. 31 Ο µηχανισµός της αντικατάστασης ενός αντισταθµιστικού ιόντος Α της ρητίνης από ένα ιόν Β του διαλύµατος που είναι σε επαφή µε τη ρητίνη, λαµβάνει χώρα σε τέσσερα βήµατα: Βήµα 1: Μεταφορά του ιόντος Β από την κύρια µάζα του διαλύµατος στα όρια της στιβάδας Nernst. Βήµα 2: Μεταφορά του ιόντος Β στην επιφάνεια της ρητίνης διαµέσου διάχυσης εντός της στιβάδας Nernst. Βήµα 3: ιάχυση του ιόντος Α από το εσωτερικό στην επιφάνεια της ρητίνης και διάχυση του ιόντος Β από την επιφάνεια της ρητίνης στο εσωτερικό της. Βήµα 4: ιάχυση του ιόντος Α εντός της στιβάδας Nernst, δηλαδή µεταφορά από την επιφάνεια της ρητίνης στην κυρίως µάζα του διαλύµατος. Η µεταφορά του ιόντος από τη µάζα του διαλύµατος γίνεται µε ανάδευση, οπότε το βήµα 1 δεν ελέγχει την ταχύτητα του φαινοµένου. Επίσης, το βήµα 4 δε χαρακτηρίζεται ως το καθοριστικό βήµα της ταχύτητας, εκτός ορισµένων περιπτώσεων που αποτελούν εξαίρεση. 32 Το καθοριστικό της ταχύτητας βήµα εµφανίζεται να είναι είτε το βήµα 2 είτε το βήµα 3. Όταν η ρητίνη έχει υψηλή συγκέντρωση δραστικών οµάδων, χαµηλό ποσοστό σταυροδεσµών, µικρό µέγεθος σωµατιδίων και το διάλυµα µε το οποίο βρίσκεται σε επαφή (κινητή φάση) έχει µικρή συγκέντρωση ιόντων, τότε ευνοείται να είναι το καθοριστικό βήµα το βήµα 2 και εποµένως, η ταχύτητα ελέγχεται από την ταχύτητα διάχυσης εντός της στιβάδας Nernst. Όταν επικρατούν οι αντίθετες συνθήκες, τότε το καθοριστικό βήµα είναι το βήµα 3 και εποµένως, η ταχύτητα ελέγχεται από την ταχύτητα διάχυσης εντός των σωµατιδίων της ρητίνης. Στο σχήµα 1.2 παρουσιάζεται η µεταβολή των συγκεντρώσεων των ιόντων Α και Β εντός της ρητίνης και της στιβάδας Nernst, όταν η ταχύτητα: α) ελέγχεται από τη διάχυση εντός των σωµατιδίων της ρητίνης και β) ελέγχεται από τη διάχυση εντός της στιβάδας Nernst. Στην πρώτη περίπτωση παρατηρείται βαθµίδωση των συγκεντρώσεων των ιόντων µόνο εντός της µάζας της ρητίνης, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η βαθµίδωση παρατηρείται µόνο εντός της στιβάδας Nernst. Παράλληλα, παρατηρείται ότι στη δεύτερη περίπτωση η βαθµίδωση της συγκέντρωσης είναι ανάλογη της συγκέντρωσης της κύριας µάζας του διαλύµατος, του συντελεστή διάχυσης εντός της στιβάδας, αντιστρόφως ανάλογη του πάχους της στιβάδας και ανεξάρτητη της συγκέντρωσης στο εσωτερικό της ρητίνης. 12

Στην περίπτωση όπου η ταχύτητα ελέγχεται µόνο από τη διάχυση εντός της ρητίνης, το κλάσµα του χρόνου (F) που απαιτείται για την επίτευξη ισορροπίας δίνεται από τη σχέση: F = 1- (6/π 2 ) Σ(1/n 2 ) Εxp (-D R tπ 2 n 2 /r 2 ) (1.20) n=1 όπου r είναι η ακτίνα του σωµατιδίου και D R ο συντελεστής διάχυσης εντός της ρητίνης. Ο χρόνος ηµιζωής του φαινοµένου (t 1/2 ) λαµβάνεται αν τεθεί F = 0,5: t 1/2 = 0,03r 2 /D R (1.21) Παρατηρείται ότι ο t 1/2 είναι ανεξάρτητος από τη συγκέντρωση του εξωτερικού διαλύµατος. Στην περίπτωση όπου η ταχύτητα ελέγχεται µόνο από τη διάχυση εντός της στιβάδας Nernst, το χρονικό κλάσµα (F) και ο χρόνος t 1/2 δίνονται από τις σχέσεις: F = 1- Exp (-3D S C S t/rδc R ) (1.22) t 1/2 = 0,023rδC R /D S C S (1.23) όπου D S είναι ο συντελεστής διάχυσης εντός της στιβάδας Nernst, C S είναι η συγκέντρωση του ιόντος στο διάλυµα, δ είναι το πάχος της στιβάδας και C R είναι η χωρητικότητα της ρητίνης. Έλεγχος της ταχύτητας από τη διάχυση εντός της ρητίνης Έλεγχος της ταχύτητας από τη διάχυση εντός της στιβάδας Nernst Σχήµα 1.2: Συγκεντρώσεις των ιόντων ως συνάρτηση του χρόνου t και της απόστασης r από το κέντρο της ρητίνης: α) όταν η ταχύτητα ελέγχεται πλήρως από τη διάχυση εντός των σωµατιδίων της ρητίνης και β) όταν ελέγχεται από τη διάχυση εντός της στιβάδας Nernst. Το αριστερό µέρος των διαγραµµάτων αναφέρεται στο ιόν Β, που εισέρχεται στη ρητίνη, ενώ το δεξιό µέρος αναφέρεται στο ιόν Α, που αποχωρεί από τη ρητίνη. 13

Μια διαφορετική προσέγγιση του µηχανισµού της ιονανταλλαγής εµφανίζεται σε έναν περιορισµένο αριθµό δηµοσιεύσεων, σύµφωνα µε την οποία κατά την ιονανταλλαγή λαµβάνει χώρα χηµική αντίδραση ανάµεσα στο προσερχόµενο ιόν Β και τη δραστική οµάδα της ρητίνης, η οποία συνδέεται µε ηλεκτροστατικές δυνάµεις µε το αποχωρών ιόν Α. Το προϊόν της αντίδρασης προκύπτει από το σχηµατισµό ηλεκτροστατικής φύσεως δεσµού ανάµεσα στο ιόν Β και τη δραστική οµάδα της ρητίνης και τη διάσπαση του δεσµού µε το ιόν Α. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή θεωρείται ότι βρίσκει εφαρµογή µόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως είναι οι ρητίνες µε δραστικές οµάδες συµπλεκτικούς υποκαταστάτες. 33 1.3.4 ιεύρυνση Χρωµατογραφικών Κορυφών 1.3.4.1 Εισαγωγή Aν υποτεθεί ότι τα φαινόµενα διάχυσης κατά µήκος της στήλης είναι αµελητέα, τότε το ισοζύγιο µάζας µιας ουσίας, που καταλαµβάνει ένα απειροστό µήκος της στήλη dx, εντός χρωµατογραφικής στήλης, είναι: adx ( C/ t) + mdx ( q/ t) = auc- au(c+dc) (1.24) όπου a είναι ο όγκος της κινητής φάσης ανά µονάδα µήκους της στήλης (cm 2 ), m η µάζα της στατικής φάσης ανά µονάδα µήκους της στήλης (g/cm), t ο χρόνος από την εισαγωγή του δείγµατος (s), u η γραµµική ταχύτητα της κινητής φάσης (cm/s), x η απόσταση της εκλουόµενης ουσίας από την αρχή της στήλης (cm), c τα mol της ουσίας στην κινητή φάση ανά µονάδα όγκου κινητής φάσης και q τα mol της ουσίας στη στατική φάση ανά µονάδα όγκου στατικής φάσης. Τα c και q είναι συναρτήσεις του χρόνου t και της θέσης x, δηλαδή c = c(x,t) και q = q(x,t). O πρώτος όρος της εξίσωσης {adx ( C/ t)} αντιπροσωπεύει το ρυθµό µεταβολής των mol της ουσίας στο διάστηµα dx στην κινητή φάση και αντίστοιχα ο δεύτερος όρος {mdx ( q/ t)} το ρυθµό µεταβολής των mol στη στατική φάση. Ο όρος (auc) αντιπροσωπεύει τα mol που εισέρχονται στο τµήµα dx ανά µονάδα χρόνου λόγω της ροής της κινητής φάσης, ενώ ο όρος au(c+dc) τα mol που εξέρχονται από το τµήµα dx ανά µονάδα χρόνου. Μαθηµατική επεξεργασία της σχέσης 1.24 δίνει: ( C/ t) + (m/a) ( q/ t) = -u( C/ x) (1.25) Η εξίσωση 1.25 είναι διαφορική εξίσωση µε µερικές παραγώγους και η λύση της εξαρτάται: α) από τη σχέση µεταξύ των συναρτήσεων c, q και β) από τις αρχικές και οριακές συνθήκες. Όσον αφορά το (α) γίνεται η υπόθεση ότι ισχύει η σχέση 1.2 σύµφωνα µε την οποία K D = qm/ ca, 14

δηλαδή υποτίθεται ότι η ισορροπία ιονανταλλαγής αποκαθίσταται ακαριαία και µάλιστα υπό ισόθερµες συνθήκες. Σε αυτήν την περίπτωση η 1.25 γίνεται: (1+Κ D ) ( q/ t) = -u( C/ x) (1.26) Όσον αφορά το (β) υποτίθεται ότι για t = 0 όλη η ποσότητα της ουσίας (m ) εισάγεται στιγµιαία στο σηµειακό τµήµα της στήλης στη θέση x = 0, ενώ για x > 0 δεν περιέχεται καθόλου ουσία, ούτε στη στατική φάση, ούτε στην κινητή φάση. Εποµένως ισχύει: Σε x = 0 c = (m /au) δ(t) (1.27) Σε x > 0 και t = 0 c = q = 0 (1.28) H συνάρτηση δ(t) είναι συνάρτηση δέλτα του Dirac, η οποία έχει µη µηδενική τιµή εφόσον η ποσότητα εντός της παρένθεσης είναι µηδέν. Άρα στη θέση x = 0 η συνάρτηση c έχει µη µηδενική τιµή για t = 0. H διαφορική εξίσωση 1.28 µπορεί να λυθεί µε µετασχηµατισµό Laplace ως προς t των µελών της. Τελικώς λαµβάνεται: C = (m /au) δ[t ((1+Κ D )/u)x] (1.29) Σύµφωνα µε τις ιδιότητες της συνάρτησης δέλτα, θα πρέπει, για να έχει µη µηδενική τιµή η συνάρτηση c, να ισχύει: t = ((1+K D )/u)x (1.30) Επειδή τα K D, u είναι σταθερές, προκύπτει ότι η συνάρτηση της συγκέντρωσης της ουσίας στην κινητή φάση λαµβάνει για χρόνο t µη µηδενική τιµή µόνο για µία συγκεκριµένη τιµή του x. ηλαδή, υπό ιδανικές συνθήκες η έκλουση του ουσιών από µία χρωµατογραφική στήλη δεν πρέπει να γίνεται υπό τη µορφή κάποιας καµπύλης κατανοµής, αλλά υπό τη µορφή κορυφών µε εύρος µία χρονική στιγµή. Οι παράγοντες για τους οποίους παρατηρείται διεύρυνση των κορυφών έκλουσης, οι οποίοι ονοµάζονται διευρυντικοί παράγοντες, οφείλονται στις υποθέσεις που έγιναν για την εξαγωγή της σχέσης 1.30. Οι υποθέσεις αυτές ήταν: 1) ότι τα φαινόµενα διάχυσης κατά µήκος της στήλης είναι αµελητέα (1 ος διευρυντικός παράγοντας), 2) ότι επιτυγχάνεται ακαριαία και ισόθερµη αποκατάσταση της ιονανταλλακτικής ισορροπίας (2 ος διευρυντικός παράγοντας) και 3) οι αρχικές συνθήκες 1.27 και 1.28 (3 ος διευρυντικός παράγοντας). Η επίδραση των χρωµατογραφικών παραµέτρων (µήκος στήλης, µέγεθος σωµατιδίων στατικής φάσης κ.α.) στη διεύρυνση των κορυφών και η σχέση τους µε τους προαναφερόµενους διευρυντικούς παράγοντες µπορούν να µελετηθούν µε δύο διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις: α) τη θεωρία των θεωρητικών πλακών και β) τις κινητικές θεωρίες. 15

1.3.4.2 Θεωρία των θεωρητικών πλακών Η θεωρητική πλάκα αντιστοιχεί σε µήκος στήλης τέτοιο ώστε εντός αυτής να αποκαθίσταται ισορροπία στην κατανοµή της ουσίας µεταξύ στατικής και κινητής φάσης. Το ύψος ισοδύναµο προς µία θεωρητική πλάκα (h) και ο αριθµός των θεωρητικών πλακών (Ν), µιας στήλης µήκους (L) δίνονται από τους τύπους: h = σ 2 /L (1.31) N = L/h = (L/σ) 2 = 16(L/w) 2 = 16(t R /w) 2 (1.32) όπου σ είναι η τυπική απόκλιση της κορυφής, w το εύρος της κορυφής και t R ο χρόνος έκλουσης. Οι σχέσεις 1.31 και 1.32 οδηγούν στα εξής συµπεράσµατα: Α) Για δεδοµένο µήκος στήλης, η αύξηση του αριθµού των θεωρητικών πλακών έχει ως αποτέλεσµα τη µείωση του εύρους των κορυφών και εποµένως τη βελτίωση των διαχωρισµών. Η διαπίστωση αυτή έχει να κάνει µε το 2 ο διευρυντικό παράγοντα, δηλαδή µία στήλη µε µεγάλο αριθµό θεωρητικών πλακών προσεγγίζει καλύτερα το µοντέλο της στιγµιαίας αποκατάστασης της ιονανταλλακτικής ισορροπίας µεταξύ στατικής και κινητής φάσης. Β) Το εύρος µιας κορυφής, για συγκεκριµένο αριθµό θεωρητικών πλακών, είναι ανάλογο προς το χρόνο ανάσχεσης, δηλαδή οι κορυφές έκλουσης βαθµιαία διευρύνονται από την αρχή προς το τέλος του χρωµατογραφήµατος. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στις ουσίες που απαιτείται περισσότερος χρόνος για την έκλουσή τους, η επίδραση της διάχυσης (1 ος διευρυντικός παράγοντας) είναι µεγαλύτερη. Γ) Αύξηση του µήκους της στήλης διαχωρισµού έχει ως αποτέλεσµα την αύξηση του χρόνου έκλουσης µιας ουσίας και παράλληλα την αύξηση του εύρους της κορυφής. Συγκεκριµένα, το εύρος της κορυφής είναι ανάλογο της τετραγωνικής ρίζας του µήκους της στήλης. Αυτό το συµπέρασµα οφείλεται επίσης στην αύξηση της διάχυσης (1 ος διευρυντικός παράγοντας) µε την αύξηση του µήκους της στήλης. ) Το εύρος της κορυφής είναι ανεξάρτητο της ποσότητας της ουσίας µε την προϋπόθεση ότι η στήλη δεν είναι κορεσµένη. Για να ισχύει όµως αυτό το συµπέρασµα θα πρέπει ο όγκος του δείγµατος να είναι σε κάθε περίπτωση ο ίδιος. Αν αυξηθεί και ο όγκος του εισαγόµενου στη στήλη δείγµατος, τότε η απόκλιση από τη σηµειακή εισαγωγή του δείγµατος (3 ος διευρυντικός παράγοντας) είναι µεγαλύτερη µε αποτέλεσµα την αύξηση του εύρους της χρωµατογραφικής κορυφής. 1.3.4.3 Κινητικές θεωρίες Η κινητική προσέγγιση του φαινοµένου της διεύρυνσης των χρωµατογραφικών κορυφών, σε αντίθεση µε τη θεωρία των θεωρητικών πλακών, λαµβάνει υπόψη της τόσο την ταχύτητα της 16

κινητής φάσης όσο και το µέγεθος και σχήµα των σωµατιδίων της στατικής φάσης. Με βάση την προσέγγιση αυτή υπάρχουν τρεις παράγοντες που συµβάλουν στη διεύρυνση των χρωµατογραφικών κορυφών: α) η διαµήκης διάχυση (longitudinal diffusion), β) η στροβιλώδης διάχυση (Eddy diffusion) και γ) η αντίσταση στη µεταφορά µάζας εντός της στατικής και κινητής φάσης (resistance to mass transfer). Η διαµήκης διάχυση είναι αποτέλεσµα της ύπαρξης βαθµίδωσης συγκέντρωσης κατά µήκος της διαδροµής του δείγµατος από το σηµείο εισαγωγής µέχρι τον ανιχνευτή και αυξάνεται µε µείωση της ταχύτητας ροής. Το είδος αυτό της διάχυσης εντός των σύγχρονων πληρωµένων στηλών εισάγει µικρό ποσοστό διεύρυνσης των κορυφών, έχει όµως σηµαντική επίδραση στη διεύρυνση εξαιτίας της διάχυσης εντός των σωληνώσεων, πριν και µετά τη στήλη, καθώς και των ανιχνευτών. Η στροβιλώδης διάχυση οφείλεται στο ότι όλα τα µόρια της ουσίας δε διατρέχουν ακριβώς την ίδια απόσταση κατά τη δίοδό τους µέσω της στήλης, λόγω ανοµοιοµορφίας µεγέθους και σχήµατος των σωµατιδίων του πληρωτικού υλικού. Έτσι, υπάρχει µία κατανοµή των αποστάσεων που διατρέχουν τα µόρια, η οποία συνεπάγεται µια κατανοµή στους χρόνους έκλουσης. Η διασπορά της κατανοµής των χρόνων έκλουσης, που συνεπάγεται η στροβιλώδης διάχυση, αποδεικνύεται ότι µειώνεται µε µείωση του µεγέθους των σωµατιδίων και είναι ανεξάρτητη της ταχύτητας ροής της κινητής φάσης. Η στροβιλώδης διάχυση, και εποµένως η ανοµοιοµορφία σχήµατος και µεγέθους του πληρωτικού υλικού, είναι ο σηµαντικότερος παράγοντας διεύρυνσης των κορυφών. Η διεύρυνση των κορυφών εξαιτίας της αντίστασης στη µεταφορά µάζας, τόσο στην κινητή όσο και στη στατική φάση, οφείλεται στην αύξηση του χρονικού διαστήµατος που απαιτείται για αποκατάσταση ιονανταλλακτικής ισορροπίας, µε αποτέλεσµα την απόκλιση από το νόµο κατανοµής 1.2. Όσο µεγαλύτερη είναι η ταχύτητα ροής της κινητής φάσης και όσο µικρότεροι είναι οι συντελεστές διάχυσης της ουσίας στη στατική και κινητή φάση τόσο µεγαλύτερη είναι η διεύρυνση των κορυφών. Στην υγρή χρωµατογραφία, η επίδραση των παραπάνω παραγόντων στην τιµή του ύψους ισοδύναµου προς µία θεωρητική πλάκα εκφράζεται από την εξίσωση: h = A + B/u + Cu (1.33) όπου Α, Β και C σταθερές για συγκεκριµένη στήλη και συνθήκες πίεσης και θερµοκρασίας και u η ταχύτητα ροής της κινητής φάσης. Ο πρώτος παράγοντας (Α) οφείλεται στην επίδραση της στροβιλώδους διάχυσης, ο δεύτερος παράγοντας (B/u) στη διαµήκη διάχυση και ο τρίτος παράγοντας (Cu) στην αντίσταση µεταφοράς µάζας. Με υπολογισµό του διαφορικού της σχέσης 1.33 υπολογίζεται ότι η συνάρτηση h = f(u) εµφανίζει ελάχιστο για: u 2 opt = B/C (1.34) 17

Η ταχύτητα ροής u opt, όπως υπολογίζεται από τη σχέση 1.34, αντιστοιχεί στο µέγιστο αριθµό θεωρητικών πλακών. Η γενική σχέση 1.33 έγινε αντικείµενο αναλυτικής µελέτης αναφορικά µε το µηχανισµό της ιονανταλλαγής από τον E. Glueckauf, 34 o οποίος κατέληξε σε µία σχέση, που έχει λάβει το όνοµά του και σχετίζει το ύψος ισοδύναµο προς µία θεωρητική πλάκα µε τις υπόλοιπες παραµέτρους του συστήµατος: h = 1,64r + [K D /(K D + a) 2 ][0,142r 2 u/d S ] + [K D /(K D + a) 2 ]{0,266r 2 u/[d L (1 + 70ru)]} (1.35) όπου a είναι ο νεκρός όγκος της στήλης, r είναι η ακτίνα των σωµατιδίων της ρητίνης, D S και D L είναι οι συντελεστές διάχυσης του εκλουόµενου ιόντος στη ρητίνη και την κινητή φάση αντίστοιχα. Πρέπει να σηµειωθεί ότι τόσο η θεωρία των θεωρητικών πλακών όσο και η κινητική προσέγγιση της διεύρυνσης των χρωµατογραφικών κορυφών δε λαµβάνουν υπόψη την απουσία ισόθερµων καταστάσεων κατά τους χρωµατογραφικούς διαχωρισµούς. Η µη ισόθερµος έκλουση S έχει ως συνέπεια τη µεταβολή της σταθεράς εκλεκτικότητας Κ Ε κατά τη διάρκεια της χρωµατογραφικής έκλουσης και τη µη γραµµική σχέση µεταξύ συγκέντρωσης του ιόντος στη στατική φάση και συγκέντρωσης στην κινητή φάση. Η µη ισόθερµος έκλουση, εξαιτίας µεταβολών της θερµοκρασίας του περιβάλλοντος, αποτελεί πολύ σηµαντικό παράγοντα διεύρυνσης των χρωµατογραφικών κορυφών. Πρέπει επίσης να αναφερθεί, ότι η θερµοκρασιακή σταθερότητα του θαλάµου των στηλών αποτελεί ένα από τα σηµαντικότερα χαρακτηριστικά ποιότητας των ιοντικών χρωµατογράφων, διότι, εκτός των προαναφεροµένων, επηρεάζει και την αγωγιµότητα του εκλουόµενου διαλύµατος. 1.3.5 Ασυµµετρία Χρωµατογραφικών Κορυφών Εκτός από τη διεύρυνση των χρωµατογραφικών κορυφών, ένα δεύτερο εξίσου σηµαντικό πρόβληµα που συναντάται στη χρωµατογραφία, είναι ο σχηµατισµός ασύµµετρων κορυφών, δηλαδή εµφάνιση ουράς (tailing) στο τέλος της κορυφής ή σπανιότερα στην αρχή της κορυφής. Η αιτία του φαινοµένου είναι η εξάρτηση του θερµοδυναµικού συντελεστή K ο D από τη συγκέντρωση των ιόντων στην κινητή και τη στατική φάση. Στο σχήµα 1.3 εικονίζονται οι τρεις πιθανές εξαρτήσεις της K ο D από τη συγκέντρωση των ιόντων υπό σταθερή θερµοκρασία και στο σχήµα 1.4 εικονίζονται οι λαµβανόµενες κορυφές. Η ισόθερµος καµπύλη Α αντιστοιχεί σε ιδανικό σύστηµα στο οποίο ικανοποιείται η σχέση 1.2 και αντιστοιχεί στη συµµετρική καµπύλη Α. Η ισόθερµος C είναι η συνηθέστερη περίπτωση, στην οποία ο K ο D µειώνεται µε την αύξηση της συγκέντρωσης του ιόντος στην κινητή φάση και έχει ως αποτέλεσµα το σχηµατισµό ουράς στο τέλος της καµπύλης (Σχήµα 1.4, καµπύλη C). Αντίθετα, στην ισόθερµο Β, η οποία 18

συναντάται σπάνια (όπως στο διαχωρισµό ασθενών οργανικών οξέων από ισχυρά όξινες κατιοανταλλακτικές ρητίνες), η K ο D αυξάνεται µε την αύξηση της συγκέντρωσης του ιόντος στην κινητή φάση µε αποτέλεσµα το σχηµατισµό ουράς στην αρχή της καµπύλης (Σχήµα 1.4, καµπύλη Β). Παράλληλα, στο σχήµα 1.3 παρατηρείται ότι οι αποκλίσεις του K ο D από τη γραµµική συµπεριφορά αυξάνουν µε την αύξηση της συγκέντρωσης των ιόντων, ενώ σε άπειρη αραίωση της κινητής φάσης προσεγγίζεται η ιδανική συµπεριφορά. Συγκέντρωση στατικής φάσης C B Συγκέντρωση κινητής φάσης Σχήµα 1.3: Iσόθερµες καµπύλες Κ D ως προς τη συγκέντρωση της κινητής και στατικής φάσης. Συγκέντρωση ιόντος Χρόνος έκλουσης Σχήµα 1.4: Χρωµατογραφικές καµπύλες που αντιστοιχούν στις ισόθερµες A, B και C του σχήµατος 1.3. 19

1.3.6 ιαχωρισµός Ιόντων µε Μη Ιονανταλλακτικό Μηχανισµό 1.3.6.1 Χρωµατογραφία ιοντικών αλληλεπιδράσεων Στη διεθνή βιβλιογραφία συναντάται ένα πλήθος διαφορετικών όρων γι αυτό το είδος µηχανισµού, όπως: χρωµατογραφία ζεύγους ιόντων (ion pair chromatography), χρωµατογραφία ιοντικών αλληλεπιδράσεων (ion interaction chromatography), χρωµατογραφία δυναµικής ιονανταλλαγής (dynamic ion exchange chromatography) και ιοντική χρωµατογραφία κινητής φάσης (mobile-phase ion chromatography). Παρουσιάζει το πλεονέκτηµα ότι µπορούν να χρησιµοποιηθούν οι στήλες υψηλής απόδοσης της ΗPLC, κυρίως οι στήλες αντιστρόφου φάσεως C 18 και C 8. Επίσης, µπορούν να χρησιµοποιηθούν µακροπορώδη συµπολυµερή στυρενίουδιβινυλοβενζολίου. 35 Η κινητή φάση περιέχει έναν ιοντικό τροποποιητή ή ψευδοϊονανταλλάκτη (pseudoexchanger), ο οποίος δρα ως µία κινούµενη θέση ιονανταλλαγής και παράλληλα έχει την ικανότητα να προσροφάται στη στατική φάση της στήλης µόνος του ή ως ζεύγος µε κάποιο από τα προς διαχωρισµό ιόντα. Για διαχωρισµούς κατιόντων το οκτανοσουλφονικό οξύ είναι ένας συχνά χρησιµοποιούµενος ιοντικός τροποποιητής και για τους διαχωρισµούς ανιόντων το τετραβουτυλαµµώνιο. Για την ερµηνεία του µηχανισµού έχουν προταθεί διάφορα µοντέλα, µία απλούστευση των οποίων είναι ότι η κατακράτηση ενός ιόντος εξαρτάται αφενός µεν από την προσρόφηση του ζεύγους ιόντων στη στατική φάση, αφετέρου δε από µηχανισµό ιονανταλλαγής στον οποίο η δραστική οµάδα είναι ο ιοντικός τροποποιητής προσροφηµένος στη στατική φάση. 36 Η χρωµατογραφία ιοντικών αλληλεπιδράσεων στις περισσότερες περιπτώσεις εµφανίζει καλύτερους διαχωρισµούς σε σχέση µε τον κλασικό ιονανταλλακτικό µηχανισµό, τόσο επειδή χρησιµοποιεί στήλες υψηλής απόδοσης όσο και επειδή είναι εφικτή η ρύθµιση της χωρητικότητας των θέσεων ιονανταλλαγής και της ισχύος των υφιστάµενων αλληλεπιδράσεων µε µεταβολή της σύστασης της κινητής φάσης. 37 1.3.6.2 Χρωµατογραφία αποκλεισµού ιόντων Στη χρωµατογραφία αποκλεισµού ιόντων, λαµβάνει χώρα διαχωρισµός ιόντων ασθενών οξέων ή βάσεων σε χρωµατογραφική στήλη, η στατική φάση της οποίας έχει δραστικές οµάδες του ίδιου φορτίου µε το φορτίο των ιόντων που διαχωρίζονται. Σε αυτήν την περίπτωση τα ιόντα δεν µπορούν να κατακρατηθούν από τη στατική φάση εξαιτίας του δυναµικού Donnan, ωστόσο το κλάσµα των αδιάστατων µορίων µπορεί να προσροφηθεί στη στατική φάση και να λάβει χώρα διαχωρισµός µε βάση την προσρόφηση. Εποµένως, η ανάσχεση ενός ιόντος ασθενούς οξέος ή ασθενούς βάσης εξαρτάται από δύο κυρίως παράγοντες: α) από το κλάσµα των αδιάστατων µορίων, δηλαδή από τη σταθερά διάστασης του οξέος ή της βάσης και β) από την ισχύ των 38, 39 αλληλεπιδράσεων µεταξύ των αδιάστατων µορίων και της στατικής φάσης. 20

1.4 ΣΤΗΛΕΣ ΙΟΝΤΙΚΉΣ ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑΣ 1.4.1 Εισαγωγή Οι ρητίνες ιονανταλλαγής είναι εν γένει το υλικό επιλογής για την πλήρωση στηλών ιοντικής χρωµατογραφίας. Μια ιονανταλλακτική ρητίνη αποτελείται από τρία κυρίως τµήµατα: α) ένα µη διαλυτό οργανικό ή ανόργανο υπόστρωµα, β) δραστικές ιονανταλλακτικές οµάδες (functional groups) και γ) αντισταθµιστικά ιόντα αντιθέτου φορτίου προς τις ιονανταλλακτικές οµάδες (counter ions), έτσι ώστε να διατηρείται η ηλεκτρική ουδετερότητα. Οι ρητίνες ιονανταλλαγής πρέπει επίσης να διαθέτουν τα εξής χαρακτηριστικά ποιότητας προκειµένου να είναι κατάλληλες ως υλικό πλήρωσης στηλών ιοντικής χρωµατογραφίας: α) ταχύτητα ανταλλαγής των ιόντων όσο το δυνατόν µεγαλύτερη, β) χηµική σταθερότητα σε ευρεία περιοχή ph, γ) καλή µηχανική αντοχή και αντίσταση σε µεγάλες µεταβολές της οσµωτικής πίεσης και δ) αντίσταση στην αποσύνθεση κατά την πλήρωση και τη ροή της κινητής φάσης. 40 Μια ποικιλία υλικών έχει χρησιµοποιηθεί ως υπόστρωµα ιονανταλλακτικών ρητινών. Το υλικό που κυριαρχεί πλέον στις σύγχρονες στήλες ιοντικής χρωµατογραφίας είναι τα οργανικά συµπολυµερή του στυρενίου, ενώ χρησιµοποιείται και η πηκτή διοξειδίου του πυριτίου. Η χηµική σταθερότητα είναι ένα σηµαντικό πλεονέκτηµα των οργανικών πολυµερών σε σχέση µε την πηκτή διοξειδίου του πυριτίου, που παρουσιάζει ευαισθησία σε αλκαλικό περιβάλλον. 1.4.2 Οργανικά Πολυµερή ως Υποστρώµατα Στατικών Φάσεων Στηλών Ιοντικής Χρωµατογραφίας Υπάρχουν δύο ειδών πολυµερή τα οποία χρησιµοποιούνται ως υποστρώµατα στατικών φάσεων στηλών ιοντικής χρωµατογραφίας: α) τα πολυµερή τύπου πηκτής ή µικροπορώδη και β) τα µακροπορώδη πολυµερή. Η διαφορά στη δοµή µεταξύ των δύο υλικών έχει σηµαντική επίδραση στην ταχύτητα ιονανταλλαγής. 41 Τα πολυµερή τύπου πηκτής σχηµατίζονται µε το συµπολυµερισµό στυρενίου και διβινυλοβενζολίου παρουσία καταλύτη βενζυλοϋπεροξειδίου. Η παρουσία του διβινυλοβενζολίου έχει ως αποτέλεσµα το σχηµατισµό σταυροδεσµών, ο αριθµός των οποίων ελέγχεται µε το ποσοστό της συγκέντρωσης του διβινυλοβενζολίου στο αρχικό µίγµα των µονοµερών. Το ποσοστό του διβινυλοβενζολίου είναι ένας κρίσιµος παράγοντας για τις ιδιότητες της στήλης αφού καθορίζει, αφενός µεν το ποσοστό διόγκωσης της ρητίνης εντός διαλύτη, αφετέρου δε τη διαπερατότητα της ρητίνης από τα ιόντα. Υψηλό ποσοστό σταυροδεσµών συνεπάγεται µικρή διόγκωση της ρητίνης εντός διαλύτη και διαπερατότητα µόνο από µικρού όγκου ιόντα. Το ποσοστό διβινυλοβενζολίου πρέπει συνεπώς να καθορίζεται µε ακρίβεια και µπορεί να κυµαίνεται 21

από 4 έως 12 %. Μικρότερο ποσοστό από 4 % οδηγεί σε ασταθείς ρητίνες κατά τη ροή της κινητής φάσης, ενώ µεγαλύτερο ποσοστό από 12 % δηµιουργεί φαινόµενα αποκλεισµού ιόντων. Μεγαλύτερο ποσοστό διβινυλοβενζολίου (µέχρι 60 %) εφαρµόζεται σε σωµατίδια που αποτελούνται από συµπαγείς πυρήνες µε πολύ υψηλό βαθµό διακλάδωσης, στα οποία η δραστική περιοχή ιονανταλλαγής περιορίζεται σε µία λεπτή στιβάδα στην επιφάνεια των σωµατιδίων, η οποία όµως, σε αντίθεση µε τον πυρήνα, έχει πολύ µικρό ποσοστό σταυροδεσµών. Τα σωµατίδια αυτά ονοµάζονται υµενώδη σωµατίδια (pellicular particles). Τα µακροπορώδη πολυµερή σχηµατίζονται επίσης µε το συµπολυµερισµό στυρενίου και διβινυλοβενζολίου. Σε αυτήν την περίπτωση όµως, έχει προστεθεί στο αρχικό µίγµα των µονοµερών ένας διαλύτης µη αναµίξιµος µε το νερό, αναµίξιµος µε τα µονοµερή, αλλά φτωχός διαλύτης για το τελικό πολυµερές. Ο διαλύτης κατά τη διάρκεια του πολυµερισµού δηµιουργεί σταγονίδια εντός του σχηµατιζόµενου πολυµερούς µε αποτέλεσµα τη δηµιουργία πόρων µεγάλου µεγέθους στο τελικό πολυµερές. Τα πολυµερή αυτού του τύπου έχουν µεγάλο ποσοστό διβινυλοβενζολίου µε αποτέλεσµα η ρητίνη να είναι αρκετά άκαµπτη. Οι µακροπορώδεις ρητίνες χρησιµοποιούνται για κατασκευή στηλών µεγάλης χωρητικότητας ή για ιοντική χρωµατογραφία ζεύγους ιόντων. 42 1.4.3 Κατιοανταλλακτικές Ρητίνες Ο πλέον κοινός τρόπος παρασκευής ιονανταλλακτικής ρητίνης είναι η εισαγωγή των δραστικών οµάδων µε χηµική τροποποίηση του πολυµερούς υποστρώµατος. Εναλλακτικά, χρησιµοποιούνται µονοµερή τα οποία φέρουν εξαρχής τις δραστικές οµάδες, χωρίς όµως αυτός ο τρόπος να χρησιµοποιείται ευρέως στις στήλες ιοντικής χρωµατογραφίας. Στις κατιοανταλλακτικές ρητίνες η συνήθως χρησιµοποιούµενη δραστική οµάδα είναι η σουλφονική οµάδα SO - 3, η οποία εισάγεται εκ των υστέρων στο πολυµερές υπόστρωµα µε αντίδραση αρωµατικής υποκατάστασης, που εµφανίζει µεγάλη απόδοση και λαµβάνει χώρα σχεδόν σε όλους τους αρωµατικούς δακτυλίους. Ωστόσο, ο αριθµός των σουλφονικών οµάδων που θα εισαχθούν πρέπει να είναι ελεγχόµενος, διότι καθορίζει τη χωρητικότητα της ρητίνης. Οι υψηλής - χωρητικότητας ρητίνες (περίπου 5 meq SO 3 / g ξηρής ρητίνης), ήταν αρχικά οι µόνες χρησιµοποιούµενες, διότι ήταν οι µόνες συµβατές µε τους καταστολείς στήλης, ενώ µετά την εισαγωγή των καταστολέων µεµβράνης περιορίστηκαν στην ανάλυση δειγµάτων υψηλής συγκέντρωσης. Έχουν δύο σηµαντικά µειονεκτήµατα: α) έχουν υψηλότερα όρια ανίχνευσης και ποσοτικοποίησης και β) για να υπάρχει ικανοποιητική διάχυση των ιόντων στη ρητίνη πρέπει να κατασκευάζονται µε µικρότερο µέγεθος σωµατιδίων µε αποτέλεσµα να έχουν µικρότερη αντοχή στις υψηλές πιέσεις. 22