Κεφάλαιο 9 Συμπεράσματα

Σχετικά έγγραφα
Ο 19ος αιώνας Είδαμε ότι πρώτοι ιστορικο-συγκριτικοί επιστήμονες είχαν στόχο να εξηγήσουν τις ομοιότητες που παρατηρούσαν ανάμεσα στις γλώσσες. Είδαμε

Εννοιολογική χαρτογράφηση. Τ. Α. Μικρόπουλος

PRAGMATIQUE ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. Αγγελική Αλεξοπούλου

Κεφάλαιο 6ο: Παρόν και μέλλον της Υπολογιστικής Γλωσσολογίας

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Μαρίνα Ματθαιουδάκη. Περίληψη

Η γλώσσα ως σύστημα και ως χρήση. Ασπασία Χατζηδάκη, Επίκουρη καθηγήτρια ΠΤΔΕ

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Διδακτική Γλωσσικών Μαθημάτων (ΚΠΒ307)

ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ. ΤΗΣ ΔΟΜΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΩΣΥΡ κυρίως μετά τη δεκαετία του 60

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

Η ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

Εξωσχολικές ψηφιακές πρακτικές γραμματισμού

Ιδανικός Ομιλητής. Δοκιμασία Αξιολόγησης Α Λυκείου. Γιάννης Ι. Πασσάς, MEd Εκπαιδευτήρια «Νέα Παιδεία» 22 Μαΐου 2018 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Η ΜΕΣΩ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ Φρειδερίκη ΜΠΑΤΣΑΛΙΑ Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Ελένη ΣΕΛΛΑ Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα

Φωνολογική Ανάπτυξη και Διαταραχές

Η εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Εκπαιδευτική Διαδικασία και Μάθηση στο Νηπιαγωγείο Ενότητα 3: Δυο προσεγγίσεις που επηρεάζουν την εκπαιδευτική διαδικασία

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Διάγραμμα Μαθήματος. Σελίδα1 5

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

H γλώσσα θεωρείται ιδιαίτερο σύστηµα,

Αναλυτικό Πρόγραμμα Μαθηματικών

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ48 / Ελληνική Γλώσσα και Γλωσσολογία

Διγλωσσία και Εκπαίδευση

Ναπολέων Μήτσης: Αποσπάσματα κειμένων για τη σχέση γλώσσας και πολιτισμού

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΟΡΙΟΥ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗΣ

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΜΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ. ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ, ΒΙΟΛΟΓΟΣ, PhD ΙΑΤΡΙΚHΣ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ

Η Απουσία του Χρόνου Σελίδα.1

Δείκτες Επικοινωνιακής Επάρκειας Κατανόησης και Παραγωγής Γραπτού και Προφορικού Λόγου Γ1

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ. Μάθημα 1 ο : Εισαγωγή στην γλωσσική τεχνολογία. Γεώργιος Πετάσης. Ακαδημαϊκό Έτος:

Ρετσινάς Σωτήριος ΠΕ 1703 Ηλεκτρολόγων ΑΣΕΤΕΜ

Διερευνώντας την ανάγνωση. Νεκτάριος Στελλάκης

III_Β.1 : Διδασκαλία με ΤΠΕ, Γιατί ;

ヤ Διδασκαλία της Γλώσσας στις τάξεις Γ & Δ

Δ Φάση Επιμόρφωσης. Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Γραφείο Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων. 15 Δεκεμβρίου 2010

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 4. Κοινωνική μέτρηση 4-1

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

Κεφάλαιο Ένα Επίπεδο 1 Στόχοι και Περιεχόμενο

3. Περιγράμματα Μαθημάτων Προγράμματος Σπουδών

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ»

Νέες μέθοδοι-ορολογία. Μετά την. επικοινωνιακή προσέγγιση: η παιδαγωγική των κειμενικών ειδών. Κειμενικά είδη για διδακτική χρήση.

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Γεράσιμος Παπαναστασάτος, Ph.D. Αθήνα, Σεπτέμβριος 2016

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Μέθοδος : έρευνα και πειραματισμός

ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΚΛΕΚΤΟΡΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΘΕΣΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΣΤΗ ΒΑΘΜΙΔΑ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ

Διδακτική Προγραμματισμού. Χαρίκλεια Τσαλαπάτα 20/2/2012

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Α ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ. του αντικειμένου προσεγγίσεων...

Μέθοδος-Προσέγγιση- Διδακτικός σχεδιασμός. A. Xατζηδάκη, Π.Τ.Δ.Ε. Παν/μιο Κρήτης

Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ. Γιάννης Ι. Πασσάς, MEd ΤΟΜΕΑΣ ΝΕΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙ ΙΚΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΚΟΝ ΥΛΙΩΝ ΕΡΕΥΝΑΣ

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου

2. Έρευνα και πειραματισμός. Εκπαιδευτικός: Ρετσινάς Σωτήριος

Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης

Σχεδιάζοντας τη διδασκαλία των Μαθηματικών: Βασικές αρχές

Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή

GEORGE BERKELEY ( )

Οι γλώσσες αλλάζουν (5540)

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Διάταξη Προγράμματος Σπουδών EGL / Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία

Γραμματισμός στο νηπιαγωγείο. Μαρία Παπαδοπούλου

Διάγραμμα Μαθήματος. Σελίδα1 5

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο

Οι πρώτες γλώσσες των μαθητών / μαθητριών μας & η διδασκαλία της Ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Συστημικές-Λειτουργικές προσεγγίσεις σε κείμενα (texts):

ΠΟΙΟΤΙΚΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ. Αναστασία Κ. Καδδά Δρ.Κοινωνιολογίας Υγείας Μsc Διοίκηση Μονάδων Υγείας

Λογιστική Θεωρία και Έρευνα

Ο γραπτός λόγος στην αναπηρία. Ε. Ντεροπούλου

ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: Επιστημολογία κοινωνικής έρευνας ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΣ: Νικόλαος Ναγόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών

Νοητική Διεργασία και Απεριόριστη Νοημοσύνη

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Διδακτική Γλωσσικών Μαθημάτων (ΚΠΒ307)

Γεωργική Εκπαίδευση. Θεματική ενότητα 10 1/2. Όνομα καθηγητή: Αλέξανδρος Κουτσούρης Τμήμα: Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης

Η γλώσσα των νέων. ΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΠΑΣΣΑΣ, MED ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» 11 Οκτωβρίου 2018 Α. ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Κατερίνα Κασιμάτη Επίκ. Καθηγήτρια, Γενικό Τμήμα Παιδαγωγικών Μαθημάτων Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. Π.Μ.Σ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

1. Η σκοπιμότητα της ένταξης εργαλείων ψηφιακής τεχνολογίας στη Μαθηματική Εκπαίδευση

Παρεμβάσεις για τις μαθησιακές δυσκολίες

Transcript:

Κεφάλαιο 9 Συμπεράσματα Σύνοψη Στο κεφάλαιο αυτό εξάγονται τα θεωρητικά συμπεράσματα από τη συζήτηση στα προηγούμενα κεφάλαια με έμφαση στη χρησιμότητα της γλωσσολογίας σωμάτων κειμένων τόσο στο πλαίσιο της γλωσσολογίας όσο και με αναφορά σε άλλα επιστημονικά πεδία. Η συμβολή της γλωσσολογίας σωμάτων κειμένων συζητείται σε σχέση με το ερώτημα αν αποτελεί μεθοδολογία ή θεωρία και τονίζεται ότι η προσέγγισή της ισοδυναμεί με μια διαφορετική οπτική για τη γλώσσα. Προαπαιτούμενη γνώση Για το κεφάλαιο αυτό προαπαιτείται η ανάγνωση όλων των προηγούμενων κεφαλαίων. Στο βιβλίο αυτό επιχειρήθηκε μια βασική εισαγωγή στις θεωρητικές και πρακτικές πτυχές της γλωσσολογίας σωμάτων κειμένων. Βασικός στόχος ήταν η εξοικείωση με την έννοια των σωμάτων κειμένων, τα είδη τους, τον σχεδιασμό και τη δημιουργία τους, καθώς και με τα μεθοδολογικά εργαλεία που συνδέονται με αυτά. Επιπλέον, παρουσιάστηκε η συμβολή των σωμάτων κειμένων στην ανάλυση λεξικών και γραμματικών φαινομένων της ελληνικής και άλλων γλωσσών και συζητήθηκε πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην ανάλυση του κειμένου, της γλωσσικής ποικιλότητας και σε διάφορα πεδία της εφαρμοσμένης γλωσσολογίας. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην πρακτική αξιοποίηση των γνώσεων για το πώς λειτουργούν τα σώματα κειμένων σε συγκεκριμένα παραδείγματα από σώματα κειμένων. Είναι σαφές ότι η εκτεταμένη χρήση των σωμάτων κειμένων κατά τις τελευταίες δεκαετίες για την ανάλυση ποικίλων πτυχών της γλώσσας έχει καθιερώσει τη γλωσσολογία σωμάτων κειμένων ως μια από τις βασικές οπτικές της γλωσσολογίας. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη αρκετές διαφωνίες για το αν η οπτική αυτή αποτελεί απλώς μια μεθοδολογία για την προσέγγιση της γλώσσας, όπως λ.χ. η χρήση ερωτηματολογίων ή πειραμάτων, ή συνιστά ένα συνοχικό θεωρητικό πλαίσιο για τη μελέτη της (βλ., μεταξύ άλλων, το πρόσφατο αφιέρωμα του περιοδικού International Journal of Corpus Linguistics στο ερώτημα αυτό: Worlock Pope 2010). Οι McEnery & Hardie (2012) συνδέουν τη διχοτομία αυτή με την αντίθεση ανάμεσα στις μελέτες που βασίζονται σε σώματα κειμένων και τις μελέτες που καθοδηγούνται από τα σώματα κειμένων αντίστοιχα και υποστηρίζουν ότι η διάκριση αυτή είναι σε τελική ανάλυση αστήρικτη. Ανεξάρτητα από το αν κάτι τέτοιο ισχύει, η σχετική συζήτηση έχει τεράστιες συνέπειες για την ταυτότητα και τον ρόλο της γλωσσολογίας σωμάτων κειμένων, αλλά και για το πώς οι γλωσσολόγοι σωμάτων κειμένων αντιλαμβάνονται αυτό που κάνουν. Το ότι η χρήση σωμάτων κειμένων αποτελεί μια μέθοδο (ή ένα σύνολο από μεθόδους) είναι αναμφίβολο και αυτό μαρτυρά ακριβώς η μεγάλη διάδοσή τους σε επιστημονικά πεδία εντός, αλλά και εκτός της γλωσσολογίας. Πολλοί ερευνητές προσφεύγουν στα σώματα κειμένων για να αναλύσουν επαρκέστερα το αντικείμενο της έρευνάς τους, για να ποσοτικοποιήσουν πτυχές της ή απλώς για να συλλέξουν γλωσσικά παραδείγματα. Επιπλέον, η γλωσσολογία σωμάτων κειμένων διαφέρει οπωσδήποτε από άλλους κλάδους της γλωσσολογίας, όπως η κειμενογλωσσολογία ή η ψυχογλωσσολογία, καθώς δεν αναφέρεται σε μία πτυχή της γλώσσας, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανάλυση πολλών πτυχών της. Ταυτόχρονα, όμως, η αντίληψη ότι μια μέθοδος μπορεί να είναι ουδέτερη θεωρητικά και απλώς εφαρμόζεται σε ένα προϋπάρχον αντικείμενο είναι εξίσου ανυπόστατη. Ειδικά για το αντικείμενο της γλωσσολογίας, το τι περιλαμβάνεται στη γλώσσα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την οπτική γωνία (βλ. και την παρατήρηση του Saussure στο 1.5). Εδώ φαίνεται να είναι σχετική η διατύπωση του Sinclair που αναφέρεται στο μότο της Εισαγωγής ότι «η γλώσσα φαίνεται πολύ διαφορετική όταν την εξετάζεις σε μεγάλη ποσότητα, όλη μαζί» (1991: 100). Για πρώτη φορά στην ιστορία της μελέτης της γλώσσας μια τεχνολογία (οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές) έδωσε την ευκαιρία να την εξετάσουμε σε πολύ μεγάλες ποσότητες ταυτόχρονα. Δεν θα πρέπει να αρνηθούμε, επομένως, την ουσιαστική συμβολή της

τεχνολογίας στη διαμόρφωση μιας νέας οπτικής για τη γλώσσα. Με αυτήν την έννοια, είναι δικαιολογημένη η ρήση του Halliday ότι η πρόοδος της γλωσσολογίας οφείλεται στις τεχνολογικές εφευρέσεις του μαγνητόφωνου και του υπολογιστή στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα (2002: 7-8), με αντίστοιχο τρόπο με τον οποίο η τεχνολογία της γραφής επηρέασε την ανάπτυξη γλωσσολογικών θεωριών στην αρχαία Ελλάδα, Ινδία κ.λπ. Σε τι συνίσταται επομένως η θεωρητική συμβολή της γλωσσολογίας σωμάτων κειμένων; Καταρχάς, έγκειται στην έμφαση στο κεντρικό φαινόμενο της συχνότητας, το οποίο χαρακτηρίζει το σύστημα της γλώσσας και τη χρήση της, αλλά παίζει σημαντικό ρόλο και στη γλωσσική κατάκτηση, τη γλωσσική αλλαγή κ.λπ. (βλ. ενδεικτικά Bybee 2003, 2007). Όπως έχουμε διαπιστώσει, η κατανομή των λεξικογραμματικών στοιχείων μιας γλώσσας δεν είναι ομοιόμορφη, αλλά τα διάφορα στοιχεία απαντούν με διαφορετική συχνότητα, κάτι που έχει σημαντικές συνέπειες για τη μορφή και τη λειτουργία τους. Η κεντρική ή περιφερειακή θέση στη συχνότητα με την οποία απαντά ένα στοιχείο σε ένα σώμα κειμένων αποτελεί βασικό στοιχείο για την περιγραφή του. Η ίδια η περιγραφή της γλώσσας τόσο για θεωρητικούς όσο και για εφαρμοσμένους σκοπούς θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τη συχνότητα, αν επιδιώκει την ακρίβεια και την επάρκεια. Έχουμε ήδη αναφέρει γραμματικές, λεξικά και εκπαιδευτικό υλικό που λαμβάνουν υπόψη τους τον παράγοντα της συχνότητας με βάση δεδομένα από σώματα κειμένων. Κατά δεύτερον, η γλωσσολογία των σωμάτων κειμένων αποκαλύπτει την περικειμενική διάσταση της σημασίας, καθώς, όπως είδαμε, οι λέξεις χαρακτηρίζονται από λεξικές και γραμματικές συνάψεις, σημασιολογική προσωδία κ.λπ., ιδιότητες που απορρέουν και εξαρτώνται από το άμεσο περικείμενο, τα κάθε λογής συμφραζόμενα. Η ανάλυση με συμφραστικούς πίνακες υποδεικνύει αυτό που ο Sinclair (1996) ονομάζει «εκτεταμένες μονάδες σημασίας», το γεγονός δηλαδή ότι μια λέξη μπορεί να εντάσσεται σε ευρύτερα λεξικά συμπλέγματα, φράσεις κ.λπ., που φαίνεται να υπακούουν στην αρχή του ιδιωτισμού. Για να χρησιμοποιήσουμε μια μεταφορά, η εντύπωση που έχει κανείς όταν προσπαθεί να εντοπίσει ένα λεξικογραμματικό σχήμα είναι σαν να τραβάει μια κλωστή σε μια άκρη του κειμένου και να ξηλώνεται ολόκληρη η ύφανση. Μια βασική συνέπεια της περικειμενικής διάστασης της σημασίας, που ανάγεται στον Firth και τον Malinowski, είναι η εγκατάλειψη της ιδέας ότι κάθε λέξη έχει μια ξεχωριστή, αυτόνομη σημασία από μόνη της, όπως υπονοείται στα λεξικά, στα οποία υπάρχουν λήμματα με σημασίες που τους αντιστοιχούν. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Teubert, «η λέξη ως βασική μονάδα της γλώσσας έχει αποδειχθεί ότι είναι μια μάλλον ατυχής επιλογή» (2010: 6). Αντίθετα, η γλωσσική σημασία δημιουργείται κατεξοχήν μέσα στα συμφραζόμενα και μεταφέρει τα ίχνη του περικειμένου. Τρίτον, το κειμενικό είδος αποτελεί κεντρική έννοια στη γλώσσα, καθώς διαμεσολαβεί στη σχέση της γλωσσικής ποικιλίας με τις λεξικογραμματικές επιλογές που την χαρακτηρίζουν. Στη συζήτηση των προηγούμενων κεφαλαίων τα ευρήματα και τα αναλυτικά συμπεράσματα ισχύουν σε κάθε περίπτωση για κάποιο ή κάποια κειμενικά είδη και δεν μπορούν να γενικευτούν a priori σε όλη τη γλώσσα ακόμη και αν δεχτούμε ότι είναι εύκολο να βγάλουμε συμπεράσματα για μια τόσο αφηρημένη οντότητα όσο η γλώσσα στο σύνολό της. Η προέκταση αυτής της αντίληψης για τον κεντρικό ρόλο του κειμενικού είδους είναι ότι υπάρχουν σε κάθε γλώσσα διαφορετικά λεξιλόγια και διαφορετικές γραμματικές για κάθε ξεχωριστή γλωσσική ποικιλία αντί μιας ενιαίας γραμματικής και ενός λεξικού που ισχύουν για όλη τη γλώσσα. Τέταρτον, η έμφαση στην αυθεντικότητα, που παρατηρήσαμε στο Κεφάλαιο 1, ξεπερνάει το επίπεδο της απλής μεθοδολογικής προϋπόθεσης και έχει θεωρητικές προεκτάσεις, καθώς τοποθετεί τη γλωσσολογία σωμάτων κειμένων σαφώς στην πλευρά της γλωσσολογίας της πραγμάτωσης (performance linguistics) σε αντίθεση με τη γλωσσολογία της ικανότητας (competence linguistics). Και στην περίπτωση αυτή το είδος των δεδομένων στα οποία βασίζεται τοποθετεί τη γλωσσολογία σωμάτων κειμένων στη χορεία κλάδων όπως η κοινωνιογλωσσολογία, η κειμενογλωσσολογία κ.λπ., που από τη στιγμή της δημιουργίας τους επιμένουν στην ανάγκη για εξέταση μαρτυρημένου υλικού ως του μόνου ικανού να μας προσφέρει μια ικανοποιητική εικόνα του πώς λειτουργεί η γλώσσα. Στο σημείο αυτό η γλωσσολογία σωμάτων κειμένων ξανασυναντά επίσης τις παραδοσιακές ανθρωπιστικές

σπουδές, απ όπου εν μέρει κατάγεται, καθώς δεν ασχολείται με το αφηρημένο σύστημα αλλά με τα συγκεκριμένα κείμενα. Τέλος, η συγκεκριμένη ποσοτική προσέγγιση της γλωσσολογίας σωμάτων κειμένων υπογραμμίζει τον πιθανολογικό χαρακτήρα των γλωσσικών φαινομένων. Όπως, για παράδειγμα, διαπιστώσαμε πολλές φορές στα προηγούμενα κεφάλαια, ένα κυρίαρχο δομικό σχήμα μπορεί να εμφανίζεται στις περισσότερες γραμμές ενός συμφραστικού πίνακα, αλλά συνήθως ποτέ σε όλες. Το ίδιο συμβαίνει στις κατανομές των συχνοτήτων, όπου διακρίνονται σταδιακές διαβαθμίσεις και όχι τεράστιες διαφοροποιήσεις. Κατά συνέπεια, οι παρατηρήσεις μας για τη γλώσσα με βάση τα δεδομένα δεν μπορεί να έχουν απόλυτο χαρακτήρα, αλλά θα πρέπει να εκφράζονται με τη μορφή τάσεων, προτιμήσεων, συνεχών κ.λπ. Τα σημεία αυτά που συνοψίζουν την οπτική της γλωσσολογίας σωμάτων κειμένων συνδέονται αναμφισβήτητα με μια θεωρητική τοποθέτηση απέναντι στη γλώσσα. Ένα λογικό επακόλουθο της τοποθέτησης αυτής είναι ότι η γλώσσα βασίζεται κατεξοχήν στην επανάληψη παρά στην πρωτοτυπία. Για ορισμένους, όπως ο Hoey, αυτό οφείλεται σε μια γνωσιακή διεργασία που συνίσταται στο ότι «ο νους κρατάει έναν νοητικό συμφραστικό πίνακα για κάθε λέξη που έχει συναντήσει, έναν συμφραστικό πίνακα που έχει διανθιστεί με πολλές λεπτομέρειες για το κοινωνικό, φυσικό, κειμενικό και διαπροσωπικό περικείμενο» (2005: 11). Για άλλους, όπως ο Teubert, το νόημα δεν δημιουργείται στον ατομικό νου του καθενός, αλλά κατασκευάζεται κοινωνικά στον λόγο (2010: 7), ο οποίος αποτελείται γενικά από «το σύνολο όλων των συμβολών που έγιναν από τότε που άρχισαν να επικοινωνούν οι άνθρωποι μεταξύ τους χρησιμοποιώντας τη γλώσσα, και μάλιστα κάθε γλώσσα» (2010: 18, πρβλ. Teubert & Krishnamurthy 2007). Σε κάθε της μορφή, πάντως, η ιδέα αυτή βρίσκεται κοντά στην αντίληψη του Μπαχτίν και του Βολόσινοφ για τη γλώσσα, σύμφωνα με τους οποίους τα γλωσσικά στοιχεία είναι διαποτισμένα με διαλογικό και κοινωνικό νόημα, καθώς αποτελούν το προϊόν επαναλαμβανόμενων χρήσεων που παρήχθησαν σε συγκεκριμένα περικείμενα στον χρόνο. Όπως το τοποθετεί ο Βολόσινοφ, κάθε λέξη είναι «μια μικρή αρένα διασταύρωσης και πάλης κοινωνικών τόνων διαφορετικών κατευθύνσεων» (1998: 121). Για τον Μπαχτίν, η γλώσσα περιέχει «τα ίχνη της απευθυντικότητας και την επιρροή της αναμενόμενης απόκρισης, διαλογικές απηχήσεις από τα προηγούμενα εκφωνήματα των άλλων, αχνά ίχνη αλλαγής των υποκειμένων του λόγου που έχουν αυλακώσει το εκφώνημα από μέσα» (Bakhtin 1986: 99). Τα σώματα κειμένων αποτελούν τα αρχεία που διασώζουν αυτά τα διαλογικά ίχνη των προηγούμενων ομιλητών. Η οπτική αυτή της γλώσσας έρχεται σε αντίθεση τόσο με τη θεώρηση της γλώσσας ως ενός ενιαίου και αδιαφοροποίητου γλωσσικού συστήματος, που περιλαμβάνει γλωσσικά στοιχεία με δεδομένη εκ των προτέρων υπόσταση και συμπεριφορά, αλλά και με την αντίληψη ότι το νόημα προκύπτει εξαρχής κάθε φορά στο συγκεκριμένο περικείμενο, χωρίς καμιά σύνδεση με προϋπάρχουσες κανονικότητες. Η εικόνα που προκύπτει από τη μελέτη των σωμάτων κειμένων γεφυρώνει τις δύο αυτές τοποθετήσεις, τονίζοντας ότι υπάρχουν τυπικές διασυνδέσεις, οι οποίες, αν και δημιουργούνται σε συγκεκριμένα περικείμενα, με την επανάληψη εγγράφονται στο σύστημα της γλώσσας και παρέχουν ενδείξεις που βοηθούν τους ομιλητές και τους ακροατές στη διαδικασία δημιουργίας του νοήματος. Έχει ενδιαφέρον ότι η ιστορία του στοχασμού για τη γλώσσα περιέχει ένα σημαντικό προηγούμενο: το 1929 ο Βολόσινοφ συνοψίζει τις δύο βασικές προσεγγίσεις στη γλώσσα της εποχής του κάνοντας λόγο για τον «αφηρημένο αντικειμενισμό» του Saussure και τον «ατομιστικό υποκειμενισμό» του Humboldt. Στην πρώτη προσέγγιση η γλώσσα γίνεται αντιληπτή ως «ένα σταθερό και αμετάβλητο σύστημα από μορφές κανονιστικά όμοιες, σύστημα εκ των προτέρων δοσμένο στην ατομική συνείδηση» (Βολόσινοφ 1998: 147-148), ενώ, σύμφωνα με τη δεύτερη, η γλώσσα πραγματώνεται με ατομικές γλωσσικές πράξεις, σαν «μια συνεχής ροή πράξεων ομιλίας, στην οποία τίποτα δεν παραμένει σταθερό ούτε ίδιο με τον εαυτό του» (όπ.π.: 139). Η αντιπαράθεση φορμαλιστικών και λειτουργικών προσεγγίσεων στη γλώσσα στην εποχή μας θυμίζει κατά πολύ αυτήν την αντίθεση. Ακόμη και αν κάποιος διαφωνεί με τις θεωρητικές αυτές προεκτάσεις της γλωσσολογίας σωμάτων κειμένων, δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί την επιρροή που ασκεί στη σύγχρονη γλωσσολογία, στον βαθμό που να μπορεί να γίνει λόγος για αλλαγή

επιστημονικού παραδείγματος. Τα σώματα κειμένων έχουν συμβάλει στην ανατροπή της αντίληψης ότι μπορεί να υπάρξει μελέτη της γλώσσας χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μας τη σημασία αυτού που λέγεται, όπως λ.χ. στην προσέγγιση του Bloomfield (1933: 75), η οποία έρχεται σε καταφανή αντίθεση με την άποψη του Firth ότι «κύριος στόχος της περιγραφικής γλωσσολογίας είναι να προβαίνει σε διαπιστώσεις για τη σημασία» (1957: 190). Επιπλέον, η γλωσσολογία σωμάτων κειμένων έχει υπονομεύσει την αντίληψη για τη απόλυτη διαφορά γραμματικής και λεξιλογίου, δείχνοντας ότι τα όρια ανάμεσα στα λεξικά και τα γραμματικά φαινόμενα είναι ρευστά. Έχει επίσης θέσει υπό αμφισβήτηση την απόλυτη διάκριση ανάμεσα σε συγχρονία και διαχρονία, υπογραμμίζοντας τη διαχρονική διάσταση συγχρονικών φαινομένων που μπορούν να ερμηνευθούν ως αποτέλεσμα επαναλαμβανόμενων γλωσσικών πράξεων στο παρελθόν. Τέλος, όπως αναφέραμε στο Κεφάλαιο 1, για τους Teubert & Krishnamurthy (2007), η ίδια η ιδέα ενός γλωσσικού συστήματος που βρίσκεται πάνω από τις καθημερινές πρακτικές της γλώσσας τίθεται υπό αμφισβήτηση. Η αλλαγή επιστημονικού παραδείγματος αναγνωρίζεται από γλωσσολόγους όπως η Bybee, που διαπιστώνει ότι «υπάρχει μια τεράστια σύγκλιση της έρευνας από πολλές διαφορετικές οπτικές από την ανάλυση που βασίζεται σε σώματα κειμένων, την υπολογιστική γλωσσολογία, την κειμενογλωσσολογία, τη γνωσιακή και λειτουργική γλωσσολογία και την ψυχογλωσσολογία που συντείνει σε μια νέα θεωρία γραμματικής με μια θεωρία γλωσσικής κατάκτησης που τη συνοδεύει» (2002: 215). Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται τα λεγόμενα βασισμένα στη χρήση γλωσσικά πρότυπα (usage-based language models, π.χ. Barlow & Kemmer 2000, Tomasello 2003), η ολιστική γλωσσολογία (integrational linguistics, Harris 1998) και οι προσεγγίσεις της ανάδυσης (language emergence, MacWhinney & O Grady 2015). Βέβαια, το ότι οι προσεγγίσεις αυτές τείνουν προς την ίδια κατεύθυνση με τη γλωσσολογία σωμάτων κειμένων δεν σημαίνει ότι συμφωνούν στην ευρύτερη θεωρητική σύλληψη της γλώσσας ή στις λεπτομέρειες της πρακτικής τους εφαρμογής. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν οι Ellis et al. (2015: 165) για το συγκεκριμένο αντικείμενο της έρευνάς τους, [η] διερεύνηση αυτής της ερώτησης προϋποθέτει διεπιστημονικές συνεργασίες. Η έρευνα της μορφής απαιτεί δομικές προσεγγίσεις, καθώς και προσεγγίσεις της γλωσσολογίας σωμάτων κειμένων και της υπολογιστικής γλωσσολογίας. Η έρευνα της λειτουργίας απαιτεί λειτουργικές και ψυχογλωσσολογικές αναλύσεις, αναλύσεις της γνωσιακής γλωσσολογίας, τη μελέτη των δυναμικών ενσώματων σχέσεων, μια γενική αντίληψη της σημασιολογικής οργάνωσης και άλλα πολλά. Η συσχέτιση μορφής και λειτουργίας απαιτεί την ποσοτική γλωσσολογία για τον υπολογισμό τους, καθώς και την κατανόηση της ψυχολογίας της μάθησης. Το αποτέλεσμα αυτών των συνεργασιών δεν θα είναι ένα λεξικό, ούτε μια γραμματική, ούτε ένας κατάλογος συχνοτήτων, αλλά θα πρέπει να είναι ένα συστημικό δίκτυο που θα ενοποιεί τις συντακτικές δομές μιας γλώσσας, το λεξιλόγιο που επιλέγουν, τις σημασίες τους και τις κατανομές και αντιστοιχήσεις αυτών των μορφών και λειτουργιών. Τόσο η ολιστική οπτική στη γλώσσα της γλωσσολογίας σωμάτων κειμένων όσο και το εύρος και η ποικιλία των εφαρμογών της την καθιστούν ιδανική στο να συμβάλει στη διαμόρφωση τέτοιου είδους συνεργασιών στον χώρο της γλωσσολογίας, αλλά και ευρύτερα στον χώρο των ψηφιακών ανθρωπιστικών σπουδών. Βιβλιογραφικές αναφορές Βολόσινοφ, Β. Ν. (1998). Μαρξισμός και φιλοσοφία της γλώσσας. Μτφρ. Β. Αλεξίου. Αθήνα: Παπαζήσης. Bakhtin, N. M. (1986). Speech Genres and Other Late Essays. Austin: University of Texas Press.

Barlow, M. & Kemmer, S. (eds) (2000). Usage Based Models of Language. Chicago: The University of Chicago Press. Bloomfield, L. (1933). Language. Chicago: University of Chicago Press. Bybee, J. L. (2002). Phonological evidence for exemplar storage of multiword sequences. Studies in Second Language Acquisition 24(2), 215-221. Bybee, J. L. (2003). Mechanisms of change in grammaticization: The role of frequency. In B. D. Joseph & R. D. Janda (eds) The Handbook of Historical Linguistics. Oxford: Blackwell, 602-623. Bybee, J. L. (ed.) (2007). Frequency of Use and the Organization of Language. Oxford: Oxford University Press. Ellis, N. C., Brook O Donnell, M. & Römer, U. (2015). Usage-based language learning. In B. MacWhinney & W. O Grady (eds) The Handbook of Language Emergence. Chichester: Wiley Blackwell, 163-180. Firth, J. (1957). A synopsis of linguistic analysis. In J. Firth Studies in Linguistic Analysis. Oxford: Blackwell, 1-32. Halliday, M. A. K. (2002). Introduction: A personal perspective. In M. A. K. Halliday (ed. by John Webster) On Grammar. London: Continuum, 1-14. Harris, R. (1998). Introduction to Integrational Linguistics. Oxford: Pergamon. Hoey, M. (2005). Lexical Priming. A New Theory of Words and Language. London/New York: Routledge. MacWhinney, B. & O Grady, W. (2015). The Handbook of Language Emergence. Chichester: Wiley Blackwell. McEnery, T. & Hardie, A. (2012). Corpus Linguistics: Method, Theory and Practice. Cambridge: Cambridge University Press. Sinclair, J. (1991). Corpus, Concordance, Collocation. Oxford: Oxford University Press. Sinclair, J. (1996). The search for units of meaning. Textus 9, 75-106. Teubert W. (2010). Meaning, Discourse and Society. Cambridge: Cambridge University Press. Teubert, W. & Krishnamurthy, R. (2007). General introduction. In W. Teubert & R. Krishnamurthy (eds) Corpus Linguistics. Critical Concepts in Linguistics. London: Routledge, 1-37. Tomasello, M. (2003). Constructing a Language. Cambridge, MA: Harvard University Press. Worlock Pope, C. (ed.) (2010). The bootcamp discourse and beyond. Special Issue of International Journal of Corpus Linguistics 15(3).