Άρειος Πάγος ( Ολομέλεια ) Αριθμός : 40/1998

Σχετικά έγγραφα
Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ 40/1998 ΑΠ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

3216/2003 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΞΙΑ ΩΣ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ (άρ.2 παρ.1 Σ) Σχολιασµός της ΑΠ Ολ. 40/1998 ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ 2003

Α Π Ο Φ Α Σ Η 48/2012

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ Δ. ΥΦΑΝΤΗ & ΣΥΝ Τρίτη, 06 Νοέμβριος :00

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΠΟΓΕΔΥ) ΓΕΩΠΟΝΟΙ ΔΑΣΟΛΟΓΟΙ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΙ ΙΧΘΥΟΛΟΓΟΙ - ΓΕΩΛΟΓΟΙ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 145/2011

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

Α Π Ο Φ Α Σ Η 47 / 2013

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 137/2012

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 09/2013

Η κατοχύρωση της αρχής της ισότητας στην ελληνική έννομη τάξη. i) Το γενικό συνταγματικό πλαίσιο της αρχής της ισότητας

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΆΡΘΡΟ 1 ΣΚΟΠΟΣ. (άρθρο 1 και άρθρο 12 της οδηγίας)

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/499/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 07/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ : Δικαστικοί Λειτουργοί Άδεια ανατροφής τέκνου

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ


'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Rui Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Α Π Ο Φ Α Σ Η 70/2013

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 42/2012

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ Σ.Α.Σ. (και για όλους τους ενδιαφερόμενους στρατιωτικούς συνταξιούχους και εν ενεργεία συναδέλφους)

Α Π Ο Φ Α Σ Η 98/2012

Νομολογία 1202/2003 ΣτΕ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 151/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 85/2012

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 128/2013

Άρθρο 1. Μορφή του πολιτεύματος * Άρθρο 2. Πρωταρχικές υποχρεώσεις της Πολιτείας ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 25/2012

ΕΝΩΣΗ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΕΣΔΔ & ΕΣΤΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 20/01/2017 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Η νομολογία του ΔΕΚ και του ΣτΕ σχετικά με την ίση κοινωνικοασφαλιστική μεταχείριση ανδρών και γυναικών συμπλέουν.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 102/2012

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Στρατιωτικό προσωπικό και Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πρόσφατες Εξελίξεις στην Ελλάδα

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ. Κύκλος Ισότητας των Φύλων. Σύνοψη Διαμεσολάβησης

Α Π Ο Φ Α Σ Η 118/2015

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα Αριθμός απόφασης: 5873 Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

συνδυασμό των συνταγματικών αυτών διατάξεων συνάγεται, ότι σε περίπτωση παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει

Α Π Ο Φ Α Σ Η 136/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4266/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 79/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 37/2012

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3106/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 47/2011

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 44/2013

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 150/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 21 /2012

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθηµα τεκµηρίωσης και δεν δεσµεύει τα κοινοτικά όργανα

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4268/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 80/2011

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. Σύσταση Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στα σώματα ασφαλείας και τους υπαλλήλους των καταστημάτων κράτησης

Α Π Ο Φ Α Σ Η 63/2012

Transcript:

Άρειος Πάγος ( Ολομέλεια ) Αριθμός : 40/1998 ΙΣΤΟΡΙΚΟ : Η συγκεκριμένη απόφαση εκδόθηκε εξ αφορμής αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, με την οποία ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι οι εναγόμενοι σε τηλεοπτική εκπομπή που μεταδόθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό MEGA CHANNEL, αναφέρθηκαν εν γνώσει της αναληθείας τους τα στην αγωγή περιεχόμενα ψευδή και συκοφαντικά γεγονότα, με αποτέλεσμα να προσβληθεί βάναυσα η προσωπικότητα του ενάγοντος. Ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Σπάρτης απέρριψε το αίτημα αυτό, με την αιτιολογία ότι η παραπάνω αξίωση είχε αποσβεσθεί βάσει της διάταξης του άρθρου 45 παρ. 3 ( σε συνδυασμό με την παρ. 1 Α ) του ν. 2172/1993, που προβλέπει την απόσβεση των αστικών κυρώσεων για τις προσβολές της ανθρώπινής αξίας που έγιναν δια του τύπου και των ραδιοτηλεοπτικών μέσων. Κατά της απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως από τον ενάγοντα ενώπιον του Α Τμήματος του Αρείου Πάγου, που λόγω σπουδαιότητας παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια. ΝΟΜΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος. ΕΠΙΛΥΣΗ : Με την απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε η ως άνω απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, με την αιτιολογία ότι η ως άνω διάταξη του ν. 2172/1993 προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας.» Στο σκεπτικό της αποφάσεως αναφέρεται ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 Σ βρίσκεται στο Τμήμα Α του πρώτου μέρους του Συντάγματος, που τιτλοφορείται «Μορφή του Πολιτεύματος», και ότι δεν θεσπίζει ατομικό δικαίωμα, αλλά χαρακτηρίζει το δημοκρατικό μας πολίτευμα ως ανθρωποκεντρικό, με θεμέλιο την αξηία του ανθρώπου. Ο σεβασμός της αναγορεύεται σε ύπατο κριτήριο της έκφρασης και δράσης των οργάνων της πολιτείας. Στην αξία του ανθρώπου περιλαμβάνεται πρωτίστως η ανθρώπινη προσωπικότητα ως εσωτερικό συναίσθημα τιμής και ως κοινωνική αναγνώριση υπόληψης. Συνεπώς με βάση τη διάταξη του άρθρου 2, που δεν αποτελεί απλή διακήρυξη, αλλά κανόνα δικαίου συνταγματικού επιπέδου, όλα τα πολιτειακά όργανα οφείλουν όχι μόνο να σέβονται, αλλά και να προστατεύουν την αξία αυτή από προσβολές προερχόμενες από τρίτους. Επομένως, όταν ορισμένη πολιτειακή πράξη μειώνει ή καταργεί σε συγκεκριμένη περίπτωση την προστασία που παρέχεται από την κοινή νομοθεσία ( βλ. άρθρα 34, 57, 59, 932 ΑΚ ), η πράξη αυτή αντιβαίνει στο άρθρο 2 παρ. 1 Σ και είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Τα πράγματα δεν μεταβάλλονται και αν ακόμη θεωρηθεί το άρθρο 2 παρ. 1 ιδρύει ατομικό δικαίωμα, δεδομένου ότι στο ατομικό αυτό δικαίωμα περιλαμβάνεται όχι μόνο η άμυνα κατά επεμβάσεων της πολιτειακής εξουσίας, αλλά και η αξίωση κατά της πολιτείας για θετική ενέργεια προς αποτροπή προσβολών της αξίας του ανθρώπου από τρίτους, εις τρόπον ώστε το περιεχόμενο του συγκεκριμένου ατομικού δικαιώματος εμποδίζει το νομοθέτη να υποβιβάσει σε συγκεκριμένη περίπτωση το υφιστάμενο επίπεδο προστασίας. Καταλήγει, λοιπόν, η απόφαση της Ολομελείας ότι με τις διατάξεις του άρθρου 45 παρ. 1 Α και 3 του ν. 2172/1993 αναιρείται η προβλεπόμενη, βάσει των άρθρων 57, 59 και 932 ΑΚ, προστασία της αξίας του ανθρώπου, αφού θεσπίζεται η απόσβεση των συγκεκριμένων αξιώσεων των προσώπων που έχουν προσβληθεί στην ανθρώπινη αξία τους, από τον τύπο και τα μέσε μαζικής ενημέρωσης μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού. 1

Άρειος Πάγος ( Β2 Πολιτικό Τμήμα ) Αριθμός : 130/2005 ΙΣΤΟΡΙΚΟ : Η συγκεκριμένη απόφαση εκδόθηκε εξ αφορμής αγωγής που ασκήθηκε από κοινού από εργαζομένους στο ΚΤΕΛ Λάρισας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λάρισας κατά του Ν. Π.Ι. Δ. με την επωνυμία «ΚΤΕΛ ΛΑΡΙΣΑΣ». Κατά της αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Λάρισας υποβλήθηκε από το ως άνω Ν. Π.Ι. Δ. αίτηση αναιρέσεως. ΝΟΜΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: Συνταγματικές αρχές της ισότητας των δύο φύλων και της ίσης αμοιβής για εργασία ίσης αξίας. ΕΠΙΛΥΣΗ : Στην προκειμένη περίπτωση επίμαχη είναι η διάταξη της παρ. 4 του κεφαλαίου Β της 83/1981 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών «περί των όρων αμοιβής και εργασίας του προσωπικού κινήσεως, διαχειρίσεως και βοηθητικού τοιούτου των Αστικών και Υπεραστικών Λεωφορείων απάσης της χώρας», η οποία κηρύχθηκε εκτελεστή με τη 16291/27.7.1981 απόφαση του Υπουργού Εργασίας. Σύμφωνα με αυτή χορηγείται στο παραπάνω προσωπικό των ΚΤΕΛ οικογενειακό επίδομα, το οποίο υπολογίζεται επί του βασικού μισθού, επιδόματος πολυετούς υπηρεσίας και τριετιών σε ποσοστό 5% για καθένα και μέχρι τρία τέκνα, εφόσον αυτά, ανεξαρτήτως φύλου είναι ηλικίας κάτω των 18 ετών, για δε τα θήλεα όσο χρόνο παραμένουν άγαμα. Η εν λόγω κανονιστική διάταξη εισάγει ευνοϊκή ρύθμιση με βάση το φύλο για τους μισθωτούς των ΚΤΕΛ με ενήλικα άγαμα κορίτσια, σε βάρος των συναδέλφων τους με ενήλικα άγαμα αγόρια. Στο σκεπτικό της αποφάσεως αναφέρεται ότι η διάταξη αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί, ως αντιβαίνουσα στις εξής συνταγματικές διατάξεις : άρθρο 4 παρ. 1 «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», 4 παρ. 2 «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις», άρθρο 22 παρ. 1 «όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας», και άρθρο 116 παρ. 1 «Διατάξεις υφιστάμενες που είναι αντίθετες προς το άρθρο 4 παρ. 2 εξακολουθούν να ισχύουν, ώσπου να καταργηθούν με νόμο, το αργότερο έως την 31 Δεκεμβρίου 1982», 116 παρ. 3 «Κανονιστικές υπουργικές αποφάσεις, καθώς και διατάξεις συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων για τη ρύθμιση αμοιβής της εργασίας που είναι αντίθετες προς τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 1 εξακολουθούν να ισχύουν έως την αντικατάστασή τους, που συντελείται το αργότερο μέσα σε τρία έτη από την έναρξη της ισχύος του Συντάγματοςαπό τις ως άνω διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα : 1 ον η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 θεσπίζει, όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του τελευταίου έναντι των πρώτων. Ο νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες ανθρώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός εάν αυτό επιβάλλεται από λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, 2 ον η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 αποτελεί απλώς μερική επανάληψη της γενικής αρχής της ισότητας που καθιερώνει η πρώτη παρ. Πράγματι, ενώ στη γενική αυτή αρχή η διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη παραμένει σημαντική, διακρίσεις ανάμεσα στα φύλα, και όταν ακόμη γίνονται από το νομοθέτη, είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα μόνο όταν η παράλειψή τους θα συνιστούσε αυθαιρεσία, 3 ον η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 καθιερώνει την αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων, η οποία υποχρεώνει τον εργοδότη που χρησιμοποιεί, χωρίς διάκριση φύλου, περισσότερα, έναντι αμοιβής, πρόσωπα, τα οποία έχουν τα ίδια μεταξύ τους προσόντα και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες για τον τρόπο με τον οποίο προσέλαβε καθένα από τα πρόσωπα αυτά, μα τα μεταχειρίζεται, από πλευράς παροχών, ομοιόμορφα είτε μονομερώς, είτε συμβατικώς 2

χορηγούνται αυτές, εκτός αν δικαιολογείται εξαίρεση ορισμένων έναντι των λοιπών εργαζομένων από ειδικό και σοβαρό κατά αντικειμενική κρίση λόγο. Επομένως κατά την έννοια των ως άνω συνταγματικών διατάξεων, κάθε διάκριση στην αμοιβή των εργαζομέων στον ίδιο εργοδότη, όταν παρέχουν την ίδια εργασία ή εργασία ίσης αξίας, απαγορεύεται. Τούτο ισχύει, όχι μόνο όταν η διάκριση αυτή στηρίζεται αμέσως στη διαφορά φύλου ανάμεσα στους εργαζομένους άνδρες και γυναίκες, αλλά και όταν η διαφορά φύλου χρησιμοποιείται στο νόμο, στη συλλογική σύμβαση, στη διαιτητική απόφαση στον κανονισμό εργασίας που έχει ισχύ νόμου κ.λ.π. ως στοιχείο προσδιοριστικό του ύψους ή της χρονικής διάρκειας της αμοιβής, στην οποία περιλαμβάνονται και τα οικογενειακά επιδόματα, αφού και αυτά παρέχονται στον εργαζόμενο έναντι της απασχολήσεως του. Άρειος Πάγος ( Z Πολιτικό Τμήμα ) Αριθμός : 290/2005 ΙΣΤΟΡΙΚΟ : Η συγκεκριμένη απόφαση εκδόθηκε εξ αφορμής αγωγής διαζυγίου εκ μέρους της συζύγου. Μετά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, ασκήθηκε από την πλευρά του συζύγου αίτηση αναιρέσεως κατά της εφετειακής αποφάσεως ενώπιον του αρμοδίου τμήματος του Αρείου Πάγου. ΝΟΜΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: Στους λόγους αναιρέσεως μεταξύ άλλων τέθηκε και το ζήτημα, εάν η διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 3 ΑΚ, με την οποία καθιερώνεται αμάχητο τεκμήριο, συνάδει με τις σχετικές συνταγματικές διατάξεις. ΕΠΙΛΥΣΗ : Με τη διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 3 ΑΚ ορίζεται ότι «εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από τέσσερα τουλάχιστον χρόνια, ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντα». Με το σκεπτικό της απόφασης αυτής κρίθηκε ότι η ρύθμιση αυτή δεν είναι αντίθετη προς τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος με την οποία ορίζεται ότι «η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του κράτους», διότι το Σύνταγμα δεν σκοπεί στην προστασία νεκρών γάμων, η διατήρηση και προστασία των οποίων δεν συμπορεύεται με την επιδιωκόμενη από την ως άνω διάταξη προαγωγή και προστασία της οικογένειας ή γάμων συζύγων, οι οποίοι δεν επιθυμούν τη διατήρησή του, αφού τούτο θα ήταν αντίθετο προς τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία κατοχυρώνεται η ανάπτυξη της προσωπικότητας. Η δέσμευση του αιτούντος το διαζύγιο δια γάμου, ο οποίος είναι ουσιαστικά νεκρός μετά την πάροδο τεσσάρων ετών, αντίκειται στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Περαιτέρω κρίθηκε ότι η εν λόγω διάταξη ούτε στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζουν ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση του Κράτους» και ότι «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» αντίστοιχα, δεν αντίκειται διότι αφενός προστατεύει και σέβεται την αξία του ανθρώπου και την προσωπικότητα αυτού της ελεύθερης ανάπτυξης της οποίας και κατοχυρώνει με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος και αφετέρου από τη ρύθμιση αυτή καμία κατηγορία πολιτών δεν εξαιρείται. Αριθμός : 739/2003 ΙΣΤΟΡΙΚΟ : Η συγκεκριμένη απόφαση εκδόθηκε εξ αφορμής αίτησης αναιρέσεως κατηγορουμένου κατά αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων, με την οποία 3

του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης 2 ετών και η οποία εν συνεχεία μετατράπηκε σε χρηματική ποινή. Η αίτηση αναιρέσεως απορρίφθηκε από το οικείο τμήμα του Αρείου Πάγου, διότι δεν προσκομίστηκε, ούτε επικαλέσθηκε από τον κατηγορούμενο πιστοποιητικό του διευθυντή των φυλακών, που να δηλώνει ότι κρατείτο στις φυλακές κατά την άσκηση της αναιρέσεως, ούτε προέκυπτε από τη δικογραφία ότι είχε ανασταλεί ή αναβληθεί η εκτέλεση της ποινής κατά την απαίτηση της διατάξεως του άρθρου 508 παρ. 1 εδ. α και β ΚΠΔ. ΝΟΜΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: Μεταξύ άλλων τέθηκε και το ζήτημα, εάν η διάταξη του άρθρου 508 παρ. 1 εδ. α και β ΚΠΔ, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, που κατοχυρώνεται πλέον ρητώς στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β του Συντάγματος. ΕΠΙΛΥΣΗ : Στο σκεπτικό της απόφασης αφού γίνεται πρώτον αναφορά στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει το δικαίωμα του ατόμου για δίκαιη δίκη, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο, και στην διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, όπου κατοχυρώνεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, στη συνέχεια αναφέρεται ότι ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην άσκηση ενδίκου μέσου ( εδώ της αίτησης αναιρέσεως ) εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως, αρκεί οι συνέπειες που επισύρει η παράβασή τους να μην είναι υπέρμετρες σε σημείο ώστε να αναιρούν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο ή να αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας, πράγμα που συμβαίνει, όταν η προβλεπόμενη από το νόμο κύρωση είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς την παράβαση της διάταξης του νόμου. Με την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίθηκε ότι η κύρωση αυτή ( η απόρριψη της αναιρέσεως για του λόγους που προαναφέρθηκαν ) δεν είναι ιδιαίτερα επαχθής για τον αναιρεσείοντα, ώστε να αναιρείται το δικαίωμά του για ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο, και ότι δεν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, ενόψει της απαξίας της πράξης ( επρόκειτο για απάτη κατ εξακολούθηση ) για την οποία αυτός είχε κηρυχθεί ένοχος και την ευχέρεια που είχε να αποτίσει τη χρηματική ποινή στην οποία είχε μετατραπεί η επιβληθείσα σ αυτόν ποινή φυλακίσεως. Αριθμός : 1434/2001 1 ΙΣΤΟΡΙΚΟ : Η συγκεκριμένη απόφαση εκδόθηκε εξ αφορμής αγωγής διαζυγίου που ασκήθηκε από την πλευρά του συζύγου. Μετά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της απόφασης του Εφετείου Αθηνών, ασκήθηκε από την πλευρά της συζύγου αναψηλάφηση κατά της εφετειακής αποφάσεως, η οποία απορρίφθηκε. Κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως του Εφετείου ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Αρείου Πάγου. ΝΟΜΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: Μεταξύ άλλων τέθηκε και το ζήτημα, εάν η χρήση μαγνητοταινιών, χωρίς τη συναίνεση του προσώπου, αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο. ΕΠΙΛΥΣΗ : Στο σκεπτικό της αποφάσεως αναφέρεται ότι κατά το μεν άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β του Συντάγματος «η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη», κατά το άρθρο 9 Α εδ. α «καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει», και κατά το άρθρο 19 παρ. 1 εδ. α «το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης 1 Βλ. Ολ. ΑΠ 1/2001 και 17/1993 4

ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο», ενώ κατά την παρ. 3 «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9 Α». Συνεπώς από το συνδυασμό των προαναφερομένων συνταγματικών διατάξεων προκύπτει ότι απαγορεύεται, κατά απόλυτο τρόπο, η χρήση μαγνητοταινιών ως αποδεικτικού μέσου σε πολιτική δίκη, που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση των προαναφερομένων διατάξεων, δηλαδή χωρίς τη θέληση, συναίνεση ή έγκριση εκείνου που αποτυπώθηκε η τηλεφωνική συνομιλία, ανεξάρτητα από το πρόσωπο που επιχειρεί τη μαγνητοφώνηση. Στην προκειμένη περίπτωση επρόκειτο για 11 μαγνητοταινίες τηλεφωνικών συνδιαλέξεων του αναιρεσιβλήτου συζύγου με την ερωμένη του. Με βάση τα παραπάνω κρίθηκε ότι ορθώς το Εφετείο δεν τις έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματος και άρα δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη αποδεικτικό μέσο επιτρεπόμενο από το νόμο και συνέπεια απορρίφθηκε ο από το άρθρο 559 αριθμ. 11 ΚΠολΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως. δικαίωμα, δεδομένου ότι στο ατομικό αυτό δικαίωμα περιλαμβάνεται όχι μόνο η άμυνα κατά επεμβάσεων της πολιτειακής εξουσίας, αλλά και η αξίωση κατά της πολιτείας για θετική ενέργεια προς αποτροπή προσβολών της αξίας του ανθρώπου από τρίτους, εις τρόπον ώστε το περιεχόμενο του συγκεκριμένου ατομικού δικαιώματος εμποδίζει το νομοθέτη να υποβιβάσει σε συγκεκριμένη περίπτωση το υφιστάμενο επίπεδο προστασίας. Καταλήγει, λοιπόν, η απόφαση της Ολομελείας ότι με τις διατάξεις του άρθρου 45 παρ. 1 Α και 3 του ν. 2172/1993 αναιρείται η προβλεπόμενη, βάσει των άρθρων 57, 59 και 932 ΑΚ, προστασία της αξίας του ανθρώπου, αφού θεσπίζεται η απόσβεση των συγκεκριμένων αξιώσεων των προσώπων που έχουν προσβληθεί στην ανθρώπινη αξία τους, από τον τύπο και τα μέσε μαζικής ενημέρωσης μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Συμβούλιο της Επικρατείας ( Τμήμα ΣΤ - 7μελής σύνθεση) Αριθμός : 1623/2002 ΙΣΤΟΡΙΚΟ : Η συγκεκριμένη απόφαση εκδόθηκε εξ αφορμής αίτησης που είχε καταθέσει το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ( Ι.Κ.Α. ) στον Πρόεδρο του Διοικητικού Πρωτοδικείου της Ρόδου με αίτημα την προσωπική κράτηση του Προέδρου του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρείας «ΕΞΟΔΟΣ», ως νομίμου εκπροσώπου αυτής για ληξιπρόθεσμα χρέη της εταιρείας προς αυτό συνολικού ύψους 71.614.413 δρχ βάσει των διατάξεων του τροποποιημένου νόμου 1867/1989, που ρυθμίζει το αναγκαστικό μέτρο της προσωπικής κράτησης προς είσπραξη δημοσίων εσόδων κατά τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 ( η αίτηση είχε κατατεθεί στις 3.8.1995 ). Η αίτηση έγινε δεκτή και διατάχθηκε η προσωποκράτηση του εκπροσώπου της εταιρείας για διάστημα 2 μηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε έφεση ενώπιον του αρμοδίου κατά τον ισχύοντα εν τω μεταξύ νόμο 2717/1999 ( Κ.Δ.Δ. ) Πρόεδρο του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς ( η έφεση είχε κατατεθεί στις 28.2.2000 ). Ο τελευταίος απέρριψε τον προβληθέντα εκ μέρους του εκκαλούντος ισχυρισμό ότι μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου 2717/1999 είχε καταργηθεί η δυνατότητα του Ι.Κ.Α. να ζητά την προσωποκράτηση των οφειλετών του με τη σκέψη ότι ανεξαρτήτως του εάν αυτό πράγματι συνέβαινε, δεν ήταν δυνατόν να τύχει εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση, εφόσον η σχετική αίτηση είχε κατατεθεί προ του ν. 2717/1999 ( ήτοι στις 3.8.1995 ). Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε αναίρεση και η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ( Τμήμα ΣΤ ). Το Τμήμα έκρινε ότι και επί των εκκρεμών κατά την έναρξη ισχύος του Κ.Δ.Δ. δικών και σε δεύτερο βαθμό τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις περί προσωποκρατήσεως του Κ.Δ.Δ., οι οποίες δεν προβλέπουν πλέον την προσωποκράτηση υπέρ του Ι.Κ.Α. Λόγω, όμως, της μείζονος σπουδαιότητος του ζητήματος, το Τμήμα έκρινε ότι η υπόθεση έπρεπε να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στην επταμελή σύνθεση βάσει του άρθρου 14 παρ. 5 του Π.Δ. 18/1989 ( Απόφαση 176/2002 ) 5

ΝΟΜΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: Εάν το Ι.Κ.Α και άλλα Ν.Π.Δ.Δ. νομιμοποιούνται ενεργητικώς να ζητήσουν την προσωπική κράτηση οφειλέτη τους μετά την εισαγωγή του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ( Κ.Δ.Δ. ) και εάν μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος ( 2001 ) αντίκεινται σε αυτό οι διατάξεις του Κ.Δ.Δ. που ρυθμίζουν την προσωποκράτηση. ΕΠΙΛΥΣΗ : Στο σκεπτικό της απόφασης ( 1623/2002 - ΣτΕ Τμήμα ΣΤ 7μελής σύνθεση ) ως προς τη δυνατότητα του Ι.Κ.Α. μετά τη θέσπιση του Κ.Δ.Δ. να ζητά την προσωποκράτηση των οφειλετών του, αναφέρεται ότι με τον Κώδικα αυτό ρυθμίζονται κατά τρόπο αποκλειστικώς και εξαντλητικώς τα δικονομικά θέματα, τόσο της γενικής διαδικασίας, όσο και των ειδικών διαδικασιών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η διαδικασία της προσωποκρατήσεως ως μέσου εισπράξεως των δημοσίων εσόδων κατά το ν.δ. 356/1974. Ειδικότερα στις διατάξεις του άρθρου 233 παρ. 1 ορίζεται ρητώς ποιοι νομιμοποιούνται ενεργητικώς στην υποβολή της σχετικής αιτήσεως και αναφέρονται μόνο όργανα του Δημοσίου ( Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. ή Τελωνείου ) και όχι άλλων Ν.Π.Δ.Δ. Εξάλλου βάσει παλαιότερης νομολογίας έχει κριθεί ότι οι σχετικές διατάξεις που θίγουν το ατομικό δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας πρέπει να ερμηνεύονται στενώς ( άρθρο 5 παρ 3 και άρθρο 7 Ε.Σ.Δ.Α.). Ως προς το ζήτημα εάν οι σχετικές διατάξεις αντίκεινται στο Σύνταγμα στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται ότι, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι οι διατάξεις του Κ.Δ.Δ. παρέχουν και στο Ι.Κ.Α. τη δυνατότητα να ζητά την προσωποκράτηση των οφειλετών του, ωστόσο οι εν λόγω διατάξεις αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 ( προστασία της αξίας του ανθρώπου ), 5 παρ. 1 ( ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας ), 20 παρ. 1 ( δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας ), 21 παρ. 3 ( προστασία της υγείας ) και 25 παρ. 1 ( αρχή του κράτους δικαίου και αρχή της αναλογικότητας ). Και τούτο, διότι το μέτρο της προσωποκρατήσεως αποσκοπεί στον δια της προσωρινής στερήσεως της ατομικής ελευθερίας εξαναγκασμό του οφειλέτη του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ. στην εξεύρεση των αναγκαίων πόρων για την αποπληρωμή του χρέους του, γεγονός το οποίο θα εδικαιολογείτο μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το Δημόσιο ή το Ν.Π.Δ.Δ. θα επεκαλείτο ή θα αποδείκνυε δόλιες ενέργειες προς απόκρυψη των περιουσιακών στοιχείων του ή προσπάθεια εξαγωγή τους στην αλλοδαπή. Τούτο, όμως, δεν τίθεται ως προϋπόθεση από τις εν λόγω διατάξεις του Κ.Δ.Δ., οι οποίες αρκούνται απλώς στο να προβλέψουν ότι το μέτρο τούτο διατάσσεται από το δικαστήριο μόνο αν κρίνεται αναγκαίο και πρόσφορο για την εξόφληση του χρέους και ότι συνιστά το μόνο ικανό μέσο είσπραξης, χωρίς όμως να ορίζουν και ποιος από τους διαδίκους φέρει το βάρος της απόδειξης της αναλογικότητας του μέτρου, καίτοι θα έπρεπε να ορίζεται ως υπόχρεος προς τούτο το Δημόσιο ή το Ν.Π.Δ.Δ., το οποίο δύναται ευχερώς να διαπιστώσει εν όψει της σύγχρονης τεχνολογίας που διαθέτει την περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη του. Επιπλέον η αντίθεση προς τις προαναφερθείσες διατάξεις επιτείνεται και από άλλες επιμέρους διατάξεις, όπως η κατάργηση του ορίου ηλικίας πέραν του οποίου δεν είναι δυνατή η προσωποκράτηση, καίτοι τούτο προεβλέπετο και υπό το καθεστώς του Κ.Ε.Δ.Ε. και υπό το καθεστώς του ν. 1867/1989, η οποία έρχεται σε αντίθεση προς τα άρθρα 21 παρ. 3 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, η δυνατότητα εκ νέου προσωποκράτησης μετά τη πάροδο 6 μηνών από την εκτέλεση της προηγούμενης απόφασης, εφόσον κατ αυτόν τον τρόπο καθίσταται αδύνατη η άσκηση βιοποριστικής δραστηριότητας από τον οφειλέτη για την εξεύρεση χρηματικών πόρων προς ικανοποίηση των απαιτήσεων του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ., ιδίως όταν αποδεδειγμένως πλέον στερείται περιουσίας, αλλά και η ανυπαρξία προβλέψεως κράτησης του οφειλέτη σε ιδιαίτερο χώρο ή σε ιδιαίτερη πτέρυγα των φυλακών και όχι μαζί με τους κρατούμενους για ποινικά αδικήματα. 6

Σημείωση : η ανωτέρω απόφαση παρέπεμψε βάσει των άρθρων 14 παρ. 2 και 4 του Π.Δ. 18/1989 και του άρθρου 100 παρ. 5 του Συντάγματος στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας προς επίλυση τα ζητήματα α) της δυνατότητας του Ι.Κ.Α. μετά τη θέσπιση του Κ.Δ.Δ. να ζητά την προσωποκράτηση των οφειλετών του και β) της συνταγματικότητας των διατάξεων του Κ.Δ.Δ. που ρυθμίζουν την προσωποκράτηση. Επί της ανωτέρω υποθέσεως εκδόθηκε η υπ αριθμόν 2858/2003 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έκρινε με αυξημένη πλειοψηφία ότι το Ι.Κ.Α. δεν έχει τη δυνατότητα να ζητά την προσωποκράτηση των οφειλετών του μετά την εισαγωγή του Κ.Δ.Δ. Ωστόσο δεν απεφάνθη ως προς το ζήτημα της συνταγματικότητας του όλου θεσμού της προσωπικής κράτησης. Συμβούλιο της Επικρατείας ( Ολομέλεια ) Αριθμός : 2141/1993 2 Η ανωτέρω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εκδόθηκε κατόπιν παραπομπής της υπ αριθμόν 3138/1991 αποφάσεως του ΣτΕ ( Τμήμα Γ ). ΙΣΤΟΡΙΚΟ : Η συγκεκριμένη απόφαση εκδόθηκε εξ αφορμής αίτησης ακυρώσεως που είχε ασκηθεί από υπάλληλο που είχε διοριστεί με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών στον κλάδο εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Εξωτερικών με βαθμό Εμπειρογνωμόνων Β τάξης για θέματα Λατινικής Αμερικής, κατά απόφασης του υπηρεσιακού συμβουλίου του Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο έκρινε μη μονιμοποιητέο τον εν λόγω υπάλληλο για λόγους αναγόμενους στην υπηρεσία του. Σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 419/1976 «περί Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών», αλλά και με το άρθρο 87 του Υπαλληλικού Κώδικα ( Π.Δ. 611/1977 ), 1ον «Ο εις τακτικήν θέσιν διοριζόμενος υπάλληλος.. διανύει δοκιμαστική υπηρεσία, κατά την διάρκεια της οποίας δύναται να απολυθή μετ απόφασιν του υπηρεσιακού συμβουλίου, δια λόγους αναγόμενους εις την υπηρεσίαν του», 2ον «Εντός τριών μηνών ( και τεσσαράκοντα πέντε ημερών για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών ) από της συμπληρώσεως της διετούς δοκιμαστικής υπηρεσίας το υπηρεσιακό συμβούλιο υποχρεούται ν αποφανθεί αν ο διορισθείς είναι κατάλληλος προς μονιμοποίησιν» ΝΟΜΙΚΟ ZHTHMA : Ο προσφεύγων υπάλληλος πέραν των άλλων λόγων ακυρώσεως, προέβαλε ως λόγο ακυρώσεως παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, λόγω μη εφαρμογής του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος του δικαιώματος δηλ. της ακροάσεως πριν τη λήψη της δυσμενούς γι αυτόν αποφάσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου. Συνεπώς τέθηκε το ερώτημα, εάν προκειμένου περί μη μονιμοποιήσεως δημοσίου πολιτικού υπαλλήλου, θα πρέπει να καλείται αυτός προηγουμένως προς παροχή εξηγήσεων κατά το άρθρο 20 παρ. 1 Συν/τος. ΕΠΙΛΥΣΗ : Σύμφωνα με την απόφαση της Ολομελείας ( αλλά και την γνώμη της μειοψηφίας στην παραπεμπτική απόφαση 3138/1991- Τμήμα Γ ) «.προκειμένου να ληφθεί κατά δοκίμου δημοσίου υπαλλήλου μια τέτοια απόφαση η οποία συνεπάγεται τη δυσμενέστερη υπηρεσιακή συνέπεια της απόλυσής του, η Διοίκηση οφείλει.να καλέσει τον υπάλληλο σε προηγούμενη ακρόαση.η οποία και τα συμφέροντα του υπαλλήλου προστατεύει και την υπηρεσία εξυπηρετεί από την άποψη της πληρέστερης ενημέρωσης προκειμένου να καταλήξει η Διοίκηση στη κρίση». 2 Διοικητική Δίκη 4, 338 επ. 7

Σχολιασμός : Τόσο η γνώμη της μειοψηφίας στην παραπεμπτική απόφαση 3138/1991, όσο και η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ ( 2141/1993) εντάσσονται σε μια σειρά διοικητικών αποφάσεων, οι οποίες δηλώνουν την τάση προς μια ευρύτερη κατοχύρωση του δικαιώματος ακροάσεως στην διοικητική διαδικασία. Με την απόφαση της Ολομελείας τονίζεται ο προστατευτικός, ειρηνευτικός και νομιμοποιητικός σκοπός του δικαιώματος ακροάσεως 3. Επί του προστατευτικού σκοπού : το δικαίωμα ακροάσεως αποβλέπει να δοθεί η δυνατότητα στο διοικούμενο στα πλαίσια του αμυντικού και επιθετικού χαρακτήρα του δικαιώματος να προστατεύσει αποτελεσματικά το δικαίωμά του πριν από την διοικητική απόφαση. Συνεπώς στην συγκεκριμένη περίπτωση ο προσφεύγων υπάλληλος δεν κατέστη δυνατόν να υπερασπίσει πληρέστερα τον εαυτό του, να προσκομίσει τα στοιχεία εκείνα που έλλειπαν από τον υπηρεσιακό φάκελό του και επομένως δεν κατέστη δυνατόν να διαφωτήσει το υπηρεσιακό συμβούλιο. Επί του ειρηνευτικού σκοπού : από το γεγονός ότι ο προσφεύγων υπάλληλος δεν κλήθηκε αφενός να παράσχει εξηγήσεις και να εκφράσει τις απόψεις του για όλα τα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία στα οποία στηρίχτηκε η απόφαση περί μη μονιμοποιήσεως και αφετέρου να προσκομίσει εκείνα τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του, είχε σαν αποτέλεσμα την ένταση στις σχέσεις υπαλλήλου αρμόδιας αρχής, την καχυποψία και την εχθρότητα για τα αληθή κίνητρα της απόφασης. Η ένταση θα μπορούσε να κατευναστεί κατά την αντιμωλία συζήτηση και το «πνεύμα» διαλεκτικής που απαιτεί το άρθρο 20 παρ. 2 Σ. Επί του νομιμοποιητικού σκοπού : ένας από τους βασικούς στόχους που επιδιώκεται μέσω του δικαιώματος ακροάσεως είναι η συμβολή στην αναζήτηση και ανεύρεση της ορθότερης και δικαιότερης απόφασης ενόψει των ατομικών ιδιορρυθμιών της εν λόγω περιπτώσεως και έτσι η διασφάλιση της νομιμότητας με την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κατάλληλο κανόνα δικαίου και όχι η κατάληξη σε μια γενική και τυποποιημένη λύση της μορφής «επί υπηρεσιακών μεταβολών δεν απαιτείται ακρόαση». Συμβούλιο της Επικρατείας ( Ολομέλεια ) Αριθμός : 3216/2003 ΙΣΤΟΡΙΚΟ : Η συγκεκριμένη απόφαση εκδόθηκε εξ αφορμής αιτήσεως ακυρώσεως που άσκησε δικαστική λειτουργός του Συμβουλίου της Επικρατείας με το βαθμό του Εισηγητή, κατά της σιωπηρής αρνήσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης να της χορηγήσει την ειδική εννεάμηνη άδεια με αποδοχές για ανατροφή τέκνου, η οποία παρέχεται στις μητέρες δημοσίους υπαλλήλους σύμφωνα με το άρθρο 53 παρ. 2 εδ. β του Υπαλληλικού Κώδικα. Η σχετική άρνηση εκδηλώθηκε με την άπρακτο πάροδο τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης της δικαστικής λειτουργού προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Η Εισηγήτρια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την αίτησή της προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης είχε ζητήσει να της χορηγηθεί τόσο η προβλεπόμενη στο άρθρο 52 του Υπαλληλικού Κώδικα τρίμηνη άδεια μητρότητας ( λοχείας ), όσο και την εννεάμηνη άδεια με αποδοχές για ανατροφή τέκνου, που παρέχεται στις μητέρες δημοσίους υπαλλήλους, σύμφωνα με το άρθρο 53 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα. ΝΟΜΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ : Δεδομένου ότι ο έλληνας νομοθέτης δεν έχει προβλέψει ειδικά ρυθμίσεις για την ανατροφή των τέκνων των δικαστικών λειτουργών που προσιδιάζουν στις 3 Βλ. και απόφαση Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 26. 11. 1986, ΤοΣ 1987, 131 επ. 8

συνθήκες άσκησης του λειτουργήματος των, τίθεται το ερώτημα, εάν το άρθρο 44 παρ. 20 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και κατάστασης Δικαστικών λειτουργών ( ν. 1756/1988 ), εκτός από το άρθρο 52 παρ. 1 του Υπαλληλικού Κώδικα στο οποίο ρητώς παραπέμπει, παραπέμπει και στο άρθρο 53 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα. ΕΠΙΛΥΣΗ : Στο σκεπτικό της αποφάσεως αναφέρεται ότι η διάταξη του άρθρου 44 παρ. 20 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, ερμηνευόμενη ενόψει του άρθρου 21 του Συντάγματος, το οποίο θέτει την μητρότητα και την παιδική ηλικία υπό την προστασία του Κράτους και αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του οξυμένου δημογραφικού προβλήματος της χώρας, έχει την έννοια ότι παραπέμπει στις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για τους δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίες προβλέπουν όχι μόνο τις άδειες μητρότητας ( κύησης και λοχείας ), αλλά και κάθε άλλη άδεια που αποβλέπει στην προστασία της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας. Στην προστασία της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας αποβλέπει όχι μόνο το άρθρο 21 του Συντάγματος, αλλά και αρχή του κοινοτικού δικαίου περί συμφιλιώσεως της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, που εκφράζεται και με τις διατάξεις της Οδηγίας 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου της 3.6.1996, όπου προβλέπεται χορήγηση γονικής άδειας σε όλους τους εργαζομένους. Κατ ακολουθία η ανωτέρω διάταξη του Κώδικα, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος και του κοινοτικού δικαίου, πρέπει να θεωρηθεί ότι παραπέμπει, όχι μόνο στη διάταξη του άρθρου 52 παρ. 1 του ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα που προβλέπει άδεια μητρότητας δύο μήνες πριν και μετά τον τοκετό, αλλά και στη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 2 του τελευταίου, κατά το μέρος που είναι εφικτή η εφαρμογή της στις μητέρες δικαστικούς λειτουργούς, κατά το μέρος δηλαδή που προβλέπει δικαίωμα εννεάμηνης ειδικής άδειας με αποδοχές για ανατροφή τέκνου. Σχολιασμός : το σκεπτικό της αποφάσεως παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και είναι πρωτοποριακό για δύο κυρίως λόγους : 1 ον διότι αξιοποιεί και υποδεικνύει τρόπο ενίσχυσης της κανονιστικής αποτελεσματικότητας του κοινωνικού δικαιώματος στην μητρότητα και 2 ον διότι δείχνει την σημασία και την πρακτική χρησιμότητα που μπορεί να αποκτήσει για κοινωνικά δικαιώματα η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία του νόμου. Η σύμφωνη με το κοινωνικό Σύνταγμα ερμηνεία της κοινωνικής νομοθεσίας μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο και αποτελεσματικό εργαλείο για την ενίσχυση της κανονιστικής εμβέλειας των κοινωνικών δικαιωμάτων. Μπορεί βέβαια να αδυνατεί να αναγνωρίζει κοινωνικά δικαιώματα εκεί όπου ο νομοθέτης δεν τα έχει προβλέψει ή δεν τα θέλησε. Ωστόσο μπορεί να φανερώνει κοινωνικά δικαιώματα εκεί όπου ο νομοθέτης υπήρξε ασαφής ή αδιευκρίνιστος. Η συνταγματική κατοχύρωση ενός κοινωνικού δικαιώματος επιβάλλει τέτοια ερμηνεία της αμφίβολης ή ασαφούς κοινωνικής νομοθετικής πρόβλεψης, ώστε να εξασφαλίζεται η ευνοϊκότερη δυνατή ή η πλέον αποτελεσματική εφαρμογή της κοινωνικής προστασίας. Συμβούλιο της Επικρατείας ( Τμήμα Γ 7μελής σύνθεση ) Αριθμός : 3356/2004 ΙΣΤΟΡΙΚΟ : Η συγκεκριμένη απόφαση εκδόθηκε εξ αφορμής αίτησης ακυρώσεως που άσκησε Δευτεροβάθμια Συνδικαλιστική Οργάνωση των υπηρετούντων στο Πυροσβεστικό Σώμα κατά αποφάσεως του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, με την οποία απαγορεύθηκε απολύτως στις συνδικαλιστικές οργανώσεις των υπαλλήλων του Πυροσβεστικού Σώματος να εκφράζουν, προβάλλουν και διαδίδουν τα συνδικαλιστικά τους 9

αιτήματα προς το κοινό με την ανάρτηση πανώ στο εξωτερικό μέρος των κτιρίων των πυροσβεστικών καταστημάτων. ΝΟΜΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: Συνδικαλιστική ελευθερία και πρόσωπα που τελούν σε καθεστώς ειδικής εξουσίασης προς το Κράτος. ΕΠΙΛΥΣΗ : Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται ότι από τον συνδυασμό των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1 ( δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι ), 23 ( συνδικαλιστική ελευθερία ), 14 παρ. 1 ( ελευθερία έκφρασης γνώμης ), και 103 παρ. 1 ( «Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους και υπηρετούν το Λαό, οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα..» ), με τις διατάξεις των άρθρων 11 της ΕΣΔΑ ( ελευθερία του συνέρχεσθαι και ελευθερία συνεταιρισμού ), 22 ΔΣΑΠΔ ( ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι ), 8 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα ( δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι ), 1, 4 και 5 της 151 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας «Για την προστασία του δικαιώματος οργάνωσης και τις διαδικασίες καθορισμού των όρων απασχόλησης στη δημόσια διοίκηση», που έχουν κυρωθεί με νόμο και διαθέτουν υπερνομοθετική ισχύ, θεσπίζεται η συνδικαλιστική ελευθερία, αφενός ως ατομικό δικαίωμα ίδρυσης και προσχώρησης των εργαζομένων σε συνδικαλιστικές οργανώσεις και αφετέρου ως συλλογικό δικαίωμα οργάνωσης και ελεύθερης δράσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών συμφερόντων των εργαζομένων. Η συνδικαλιστική ελευθερία υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο κατοχυρώνεται και υπέρ των προσώπων που τελούν σε καθεστώς ειδικής σχέσης εξουσίασης προς το Κράτος, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι ανήκοντες στο Πυροσβεστικό Σώμα δημόσιοι υπάλληλοι. Κατά την άσκηση, όμως, του εν λόγω δικαιώματος οι εν γένει δημόσιοι υπάλληλοι μπορεί να υπόκεινται σε γενικούς περιορισμούς τους οποίους επιβάλλει ο νόμος, αλλά και στους ειδικότερους περιορισμούς που δικαιολογούνται από τη φύση της υπαλληλικής σχέσης και των συναφών υποχρώσεών τους που απορρέουν από αυτή τη σχέση, οι οποίοι, πάντως, δεν επιτρέπεται να αναιρούν, στην ουσία του, το ως άνω δικαίωμα. Επίσης αναφέρεται ότι ο κοινός νομοθέτης κατ εφαρμογήν της συνταγματικής διατάξεως του άρθρου 23 παρ. 1 που επιβάλλει στο Κράτος να λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασαφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας, έχει θεσπίσει διατάξεις για την ελεύθερη έκφραση και διάδοση των αιτημάτων των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ειδικότερα με την διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του ν. 1264/1982 προβλέπεται η τοποθέτηση πινάκων ανακοινώσεων μέσε στους χώρους εργασίας, η οποία αποβλέπει στην ενημέρωση για τη δράση της συνδικαλιστικής οργάνωσης, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 5 του ν. 1491/1984 καθιερώνεται υποχρέωση για τις διοικήσεις των φορέων του δημοσίου φορέα να καθορίσουν ειδικούς χώρους στο εξωτερικό μέρος των κτιρίων που στεγάζουν τις υπηρεσίες τους για την προς τα έξω προβολή των αιτημάτων των συνδικαλιστικών οργανώσεων με σκοπό την ενημέρωση των πολιτών για το περιεχόμενο των αιτημάτων αυτών κ.α. Συμβούλιο της Επικρατείας ( Τμήμα Δ ) Αριθμός : 3545/2002 ΙΣΤΟΡΙΚΟ : Η συγκεκριμένη απόφαση εκδόθηκε εξ αφορμής 2 αιτήσεων ακυρώσεων που υπέβαλαν : 1 ον η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ALPHA Δορυφορική Τηλεόραση Α.Ε.» και 2 ον η ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «Ευθύμιος Τριανταφυλλόπουλος και ΣΙΑ ΕΕ», κατά της υπ αριθμόν 100/31.1.2000 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με την οποία βάσει του άρθρου 21 του ν.2472/1997 «Προστασία 10

του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», επεβλήθησαν κατά της 1 ης ανώνυμης εταιρείας : α) ως κύρωση η διακοπή της επεξεργασίας και της καταστροφής των ευαίσθητων δεδομένων, των οποίων έγινε χρήση κατά τις εκπομπές ΖΟΥΓΚΛΑ της 2.12.1999 και ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΤΥΠΟΣ της 5.12.1999, που μεταδόθησαν από το τηλεοπτικό σταθμό ALPHA, συγκεκριμένα μιας κασέτας, η οποία περιείχε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα από την ερωτική ζωή του τραγουδιστή Στέφανου Κορκολή, και ενός προσωπικού ημερολογίου, το οποίο περιείχε προσωπικά δεδομένα από την ερωτική ζωή του σχεδιαστή μόδας Μιχάλη Ασλάνη και β) πρόστιμο 10.000.000 δρχ για παράνομη επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων με την μορφή της τηλεοπτικής χρήσης. Κατά της 2 ης ετερόρρυθμης εταιρείας επεβλήθη η κύρωση της διακοπής της επεξεργασίας και της καταστροφής των αυτών ως άνω ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. ΝΟΜΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ : Εάν οι διατάξεις του ν. 2472/1997 κατά το μέρος που επιβάλλουν την προστασία των προσώπων από την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και απαγορεύουν την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τους δημοσιογράφους και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, αντίκειται στις συνταγματικές διατάξεις, που κατοχυρώνουν την ελευθερία της έκφρασης και διάδοσης στοχασμών και πληροφοριών μέσω της ασκήσεως του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. ΕΠΙΛΥΣΗ : Στο σκεπτικό της αποφάσεως αναφέρεται ότι ο νόμος 2472/1997 ( ο οποίος σημειωτέον θεσπίστηκε προς συμμόρφωση προς την κοινοτική Οδηγία 95/46/ΕΟΚ «Για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών» ) αποσκοπεί στην κατοχύρωση θεμελιωδών αξιών της έννομης τάξης μιας δημοκρατικής πολιτείας, όπως είναι η προστασία της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και η προστασία της ιδιωτικής ζωής των ατόμων. Συνεπώς οι διατάξεις του εν λόγω νόμου κατά το μέρος που επιβάλλουν την προστασία των προσώπων από την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ρυθμίζουν τα συναφή θέματα σε σχέση και με τις δημοσιογραφικές δραστηριότητες, απαγορεύοντας την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τους δημοσιογράφους και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα ( άρθρα 3 παρ. 2 και 3, 7 παρ. 2 περιπτ. ζ και 11 παρ. 5 του ν. 2472/1997 ), δεν προσκρούουν στις συνταγματικές διατάξεις που κατοχυρώνουν την ελευθερία της έκφρασης και διάδοσης στοχασμών και πληροφοριών μέσω της ασκήσεως του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Η ελευθερία της έκφρασης και της διάδοσης των στοχασμών, όπως και η ελευθερία του πληροφορείν και πληροφορείσθαι που κατοχυρώνει το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος και ειδικώς ως προς τον έγγραφο τύπο το άρθρο 14 παρ. 1, δεν περιλαμβάνει και την ελευθερία διάδοσης πληροφοριών που ανάγονται στην προστατευόμενη από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 9 παρ. 1 του Συντάγματος απαραβίαστη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής των ατόμων, στον πυρήνα της οποίας ανήκει αναμφισβήτητα και η ερωτική ζωή τους. Στον ιδιωτικό αυτό πυρήνα, στο βαθμό που τα στοιχεία που τον συνθέτουν δεν δημοσιοποιούνται οικειοθελώς, κανένας ούτε δημόσια αρχή ούτε ιδιώτης επιτρέπεται να διεισδύσει. Επομένως η διάδοση πληροφοριών τέτοιου περιεχομένου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει θεμιτώς, από συνταγματικής απόψεως, περιεχόμενο του δικαιώματος πληροφορήσεως ή της ελεύθερης εκφράσεως και διαδόσεως στοχασμών. Με άλλα λόγια οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 και 14 παρ. 1 του Συντάγματος οριοθετούνται σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο των κατοχυρούμενων από αυτές ελευθεριών και δικαιωμάτων από τις διατάξεις των υπόλοιπων, ισοκύρων με αυτές άρθρων του Συντάγματος και των συναδόντων προς αυτές νόμων, μεταξύ αυτών και ο νόμος 2472/1997, οι διατάξεις του οποίου, αποβλέποντας στην προστασία των αξιών που αναγνωρίζονται από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 9 παρ. 1 του Συντάγματος, προβλέπουν περιορισμούς στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εν γένει.. 11

12