ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ : ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε. ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΡOΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ: 2010-2011 ΕΡΓΑΣΙΑ της Ευαγγελίας Δημητρίου Λιαπίκου (Α.Μ./Π.Μ.Σ: 612) ΟΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΑΡΧΕΣ ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ ΚΡΑΤΟΥΣ-ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Αθήνα, Μάιος 2011
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελ. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΘΕΣΜΟ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΑΡΧΩΝ 1.1. Οι γενεσιουργές αιτίες του θεσμού διεθνώς.... 3 1.2. Η εξέλιξη του θεσμού στην ελληνική έννομη τάξη... 5 2. Η ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΑΡΧΩΝ... 6 3. ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΑΡΧΩΝ 3.1. Διάκριση με κριτήριο το νόμιμο έρεισμά τους (τυπικό κριτήριο)... 8 3.1.1. Επισκόπηση των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών 9 3.1.2. Επισκόπηση των προβλεπόμενων με κοινό νόμο ανεξάρτητων αρχών 17 3.2. Διάκριση με κριτήριο το ειδικότερο αντικείμενο της λειτουργίας τους (ουσιαστικό κριτήριο).... 23 4. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΑΡΧΩΝ.. 24 5. ΕΛΕΓΧΟΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΑΡΧΩΝ.. 26 6. ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ: ΣτΕ 3319, 3320/2010, (Ολ.). 28 7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ. 32 8. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 8.1. Ελληνική βιβλιογραφία 33 8.2. Αρθρογραφία-ομιλίες.. 34 8.3. Νομολογία 34 8.4. Διαδίκτυο... 35 2
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΘΕΣΜΟ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΑΡΧΩΝ 1.1. Οι γενεσιουργές αιτίες του θεσμού διεθνώς Ο θεσμός των Ανεξάρτητων Αρχών συναντάται τόσο στα αγγλοσαξωνικά συστήματα, όσο και στο ηπειρωτικό διοικητικό δίκαιο. Ειδικότερα, στη Γαλλία εμφανίζεται κυρίως από το 1950, ενώ στις Η.Π.Α από τα τέλη του 19 ου αιώνα 1. Πρόκειται για ένα θεσμό, ο οποίος εξελίχθηκε ταχύτατα, παρά τις επικρίσεις, τις αμφιβολίες και τους προβληματισμούς που έχει προκαλέσει, ήδη, από τη γέννησή του. Οι λόγοι που οδήγησαν στην εδραίωση και τη συνακόλουθη ραγδαία εξάπλωση του φαινομένου των Ανεξάρτητων Αρχών είναι, καταρχάς, άρρηκτα συνδεδεμένοι με τη διάσταση Κράτους κοινωνίας και την κρίση των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Είναι απόρροια της κλονισμένης εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στη Διοίκηση, η οποία αποτελεί μια πτυχή μόνο της γενικότερης κρίσης αξιοπιστίας και νομιμοποίησης που διέρχονται τα σύγχρονα πολιτικά συστήματα. Η αμφισβήτηση της ικανότητας των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας να δρουν με όρους διαφάνειας και αξιοκρατίας και η διαρκώς εντεινόμενη απαίτηση των πολιτών για χρηστή διοίκηση, για αποκατάσταση της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ πολίτη και κράτους, για καταπολέμηση της διαπλοκής και της διαφθοράς που ανθίζει στους κόλπους της Δημόσιας Διοίκησης και για αντιμετώπιση του προβλήματος της συγκεντρωτικής και γραφειοκρατικής οργάνωσής της, είναι μόνο μερικές από τις γενεσιουργές αιτίες του θεσμού των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών. Πίσω από την διαμόρφωση και την εξάπλωση του θεσμού αυτού υποκρύπτονται, λοιπόν, οι γενικότεροι προβληματισμοί για το ρόλο του σύγχρονου Κράτους, τη σχέση Κράτους-κοινωνίας, τις προτεραιότητες της έννομης τάξης και την αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης. Η δημιουργία Ανεξάρτητων Αρχών στόχευε, ακριβώς, στην παροχή των απαραίτητων εγγυήσεων για την ενίσχυση της ουδετερότητας και της αξιοπιστίας της Διοίκησης και την απομάκρυνσή της από πολιτικές επιρροές και επιδράσεις. Όπως παρατηρεί, εύστοχα, ο Ευ. Βενιζέλος, «η δημιουργία των ανεξαρτήτων αρχών είναι αποτέλεσμα αφενός μεν της ανάπτυξης του κράτους δικαίου, αφετέρου δε της κρίσης του σύγχρονου δημοκρατικού κράτους. Οι ανεξάρτητες αρχές είναι συνεπώς μια μορφή ενίσχυσης και θωράκισης του δικαιοκρατικού φαινομένου, αλλά είναι ταυτόχρονα και εκδήλωση της βαθιάς κρίσης του δημοκρατικού φαινομένου. Γι 1 Ιστορικά η πρώτη ανεξάρτητη αρχή ρυθμιστικού χαρακτήρα, που εμφανίστηκε στις Η.Π.Α στα τέλη του 19 ου αιώνα, ήταν η «Διαπολιτειακή Επιτροπή Εμπορίου» ( Interstate Commerce Commission) με αποστολή την οργάνωση ενός ενιαίου κανονιστικού πλαισίου για τη διεξαγωγή των εμπορικών πράξεων και ανταλλαγών στη χώρα. Βλ. Αντ. Μακρυδημήτρης, Δημόσια Διοίκηση, Στοιχεία Διοικητικής Οργάνωσης, εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2010, σελ.450-451 3
αυτό οι ανεξάρτητες αρχές συνδέονται, αφενός μεν με την ανάπτυξη εκ νέου του πολιτικού φιλελευθερισμού, αφετέρου δε με την κάμψη των δημοκρατικών αντανακλαστικών, που αναζητούν υποκατάσταση ή βοήθεια σε θεσμούς όπως οι ανεξάρτητες αρχές». 2 Είναι γεγονός, επίσης, πως στην εξέλιξη του θεσμού των Ανεξάρτητων Αρχών συνέβαλε καταλυτικά και η τάση της ίδιας της πολιτικής εξουσίας να ουδετεροποιείται σε πολύ κρίσιμους τομείς, τους οποίους αδυνατώντας να διαχειριστεί, επέλεξε να αναθέτει σε ανεξάρτητα μορφώματα, τις Ανεξάρτητες Αρχές. Η εκτελεστική εξουσία εμφανίζεται συχνά αμήχανη και ανεπαρκής στη διαχείριση πολύ σημαντικών θεμάτων, που συνδέονται, είτε με τη λειτουργία του πολιτεύματος, όπως, επί παραδείγματι, η λειτουργία της ραδιοτηλεόρασης, είτε με τις οικονομικές λειτουργίες του κράτους και τους κρίσιμους τομείς της αγοράς. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα πολλά κράτη στα τέλη του 20 ου αιώνα να επιλέγουν να ουδετεροποιήσουν πολιτικά πολύ σοβαρούς τομείς της κρατικής εξουσίας, επιδιώκοντας την παρεμβολή άλλων οργάνων, τα οποία δεν έχουν πολιτικό χαρακτήρα και τα οποία επωμίζονται την ευθύνη της επαφής με τις πολύ σημαντικές οικονομικές λειτουργίες του κράτους και τους ευαίσθητους τομείς. Πρόκειται για μια συνειδητή επιλογή της πολιτικής εξουσίας, προκειμένου να διαφυλάξει την αξιοπιστία και το κύρος της. Περαιτέρω, η δημιουργία νέου τύπου απειλών για τα ατομικά δικαιώματα, λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας, κατέστησε επιτακτική την ανάγκη για αποτελεσματικότερη προστασία τους, μέσω πρόσθετων θεσμικών εγγυήσεων. Πεδία, όπως αυτό των προσωπικών δεδομένων, χρήζουν ιδιαίτερου χειρισμού και προστασίας, την οποία οι παραδοσιακές δομές της Διοίκησης αδυνατούν να εξασφαλίσουν. Η πραγματικότητα αυτή οδήγησε τα κράτη στη λύση των Ανεξάρτητων Αρχών, οι οποίες λόγω της στελέχωσης, της οργάνωσης και του τρόπου λειτουργίας τους παρέχουν τα εχέγγυα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των κινδύνων που γεννά η σύγχρονη τεχνολογία για τα δικαιώματα του ατόμου. Κρίσιμος στην εξέλιξη του θεσμού των Ανεξάρτητων Αρχών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, υπήρξε και ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι σαφές πως η Ευρωπαϊκή Ένωση προτιμά οι ευαίσθητοι τομείς του κοινοτικού δικαίου (ελεύθερος ανταγωνισμός, τηλεπικοινωνίες, ενέργεια) να ανατίθενται, κατά την ενσωμάτωση των σχετικών οδηγιών στις εθνικές έννομες τάξεις, σε ανεξάρτητες αρχές και όχι στα 2 Ευ. Βενιζέλος, «Οι ανεξάρτητες αρχές μετά την αναθεώρηση του Ελληνικού Συντάγματος του 1975/1986/2001», εισήγηση στην επιστημονική ημερίδα που οργάνωσε το Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου, με θέμα «Η ανεξαρτησία των ανεξάρτητων αρχών», Θεσσαλονίκη, 29-10-2002 http://www.evenizelos.gr/el/stateinstitutionsconstitution/transparency/1120--197519862001 4
παραδοσιακά σχήματα των κρατών-μελών. Την επιλογή αυτή επικρότησαν και τα ίδια τα κράτη-μέλη, είτε επειδή δεν δύνανται, είτε επειδή συνειδητά δεν επιθυμούν να παρέμβουν στα ευαίσθητα πεδία. Τέλος, εξίσου σημαντικό ρόλο στην καθιέρωση των ανεξάρτητων αρχών διαδραμάτισαν και «τεχνικοί λόγοι» 3. Οι ανεξάρτητες αρχές συγκροτούνται από αμερόληπτα πρόσωπα, υψηλού επιπέδου και εγνωσμένου κύρους, λειτουργούν εκδίδοντας πράξεις με πληρέστατη αιτιολογία και προσφέρουν μια «ανετότερη» άσκηση του δικαιώματος ακρόασης του διοικουμένου. Επιπλέον, συμβάλλουν στην υποστήριξη του έργου της Διοίκησης, λειτουργώντας υπό συνθήκες ουδετερότητας, ανεξαρτησίας από την πολιτική σκοπιμότητα και με κριτήρια επαγγελματικής και επιστημονικής εξειδίκευσης και τεχνογνωσίας των αρμόδιων θεσμών και οργάνων που συνιστώνται για το σκοπό αυτό. Όλοι αυτοί οι παράγοντες τις καθιστούν, λοιπόν, μια ιδανική επιλογή, για την ανάληψη αρμοδιοτήτων της παραδοσιακής Διοίκησης. 1.2. Η εξέλιξη του θεσμού στην ελληνική έννομη τάξη Στην ελληνική έννομη τάξη, η δημιουργία ανεξάρτητων αρχών στο πλαίσιο της οργάνωσης του πολιτικού και διοικητικού συστήματος αποτελεί μια σχετικά πρόσφατη εξέλιξη. Ο θεσμός των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών έκανε την εμφάνισή του, για πρώτη φορά, το 1989, με τη σύσταση του Εθνικού Ραδιοτηλεoπτικού Συμβουλίου (νυν ΕΣΡ), το οποίο, ωστόσο, κατά την ίδρυσή του, δεν συνιστούσε μία εντελώς ανεξάρτητη από την κεντρική εξουσία διοικητική αρχή, παρ ότι ο ιδρυτικός ν. 1866/1989 ρητά το χαρακτήριζε ως ανεξάρτητο όργανο. Εν τούτοις, υποστηρίζεται και η άποψη 4 ότι οι ρίζες του φαινομένου των ανεξάρτητων αρχών θα πρέπει να αναζητηθούν παλαιότερα και δη στο Ανώτατο Συμβούλιο Δημοσίων Υπηρεσιών (ΑΣΔΥ, 1951), στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (1961) και στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (1964). Ο θεσμός πολύ γρήγορα απέκτησε συνταγματική κατοχύρωση, με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Στο αναθεωρημένο Σύνταγμα αφενός περιλαμβάνεται μία γενική διάταξη (άρθρο 101 Α Σ), που περιέχει τις γενικές κατευθύνσεις για τη συγκρότηση, οργάνωση και λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών και αφετέρου προβλέπονται, με μια σειρά από άλλες διατάξεις, ακόμα και ονομαστικά, πέντε συγκεκριμένες Ανεξάρτητες Αρχές. Η επιλογή αυτή, ωστόσο, του αναθεωρητικού νομοθέτη να κατοχυρώσει συνταγματικά ορισμένες μόνο ανεξάρτητες 3 Ευ. Βενιζέλος, ο.π. 4 Βλ. Γ. Δελλή., «Ο δικαστικός έλεγχος της κυρωτικής λειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών», Περιοδικό Δίκη, Τόμος 34/ 2003, Νοέμβριος 2003 και τις εκεί παραπομπές http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=5&mid=1479&mnu=3&id=17260 5
αρχές, παρά το γεγονός ότι νομοθετικά προβλέπονταν ήδη πολύ περισσότερες, προκάλεσε προβληματισμό. Ήδη, όμως, πριν τη συνταγματική κατοχύρωση του θεσμού, το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε ταχθεί υπέρ της συνταγματικότητας των νομοθετικά προβλεπόμενων Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών και σιωπηρά 5 αλλά και ρητά όπως στην περίπτωση της απόφασης υπ αρ. 2279/2001 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου 6. Με την απόφαση αυτή, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε, στο πλαίσιο αίτησης ακυρώσεως στρεφόμενης κατά απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, κατά το μέρος που αυτή αφορούσε την απαγόρευση συλλογής και επεξεργασίας του προσωπικού δεδομένου του θρησκεύματος και της αναγραφής του στα δελτία ταυτότητας, ότι «η σύσταση της αρχής και η συγκρότησή της δεν αντίκειται σε καμιά συνταγματική διάταξη ή αρχή καθώς με τον ειδικό κοινοβουλευτικό έλεγχο για την επιλογή των μελών της αρχής, πλην του Προέδρου, υπάρχει αναγωγή της συγκρότησής της στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας». 2. Η ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΑΡΧΩΝ Οι Ανεξάρτητες Αρχές αποτελούν οργανωτικά μορφώματα τα οποία στερούνται νομικής προσωπικότητας και εντάσσονται στο νομικό πρόσωπο του Κράτους. Επομένως, η δράση των μελών τους μπορεί να επισύρει την αστική ευθύνη του Κράτους, κατά τις διατάξεις των άρθρων 104 και 105 ΕισΝΑΚ. Είναι ανεξάρτητες, υπό την έννοια ότι τα μέλη τους απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, κατά το πρότυπο των δικαστικών λειτουργών (άρθρα 101 Α παρ. 1 και 87 παρ. 1 Σ). Συγκεκριμένα, με βάση τη λειτουργική ανεξαρτησία τους, τα μέλη των Ανεξάρτητων Αρχών, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος. Έχουν την υποχρέωση να εξετάζουν τη συνταγματικότητα των νόμων και των πράξεων και να μην εφαρμόζουν όσες κρίνουν ότι το ρυθμιστικό τους περιεχόμενο αντίκειται στο Σύνταγμα. Επίσης, δεν υπόκεινται σε καμίας μορφής διοικητικό έλεγχο. Αποκλείεται, δηλαδή, ο ιεραρχικός έλεγχος κάθε είδους (προληπτικός ή κατασταλτικός, νομιμότητας ή σκοπιμότητας) από τα κυβερνητικά όργανα και γενικότερα από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, σχετικά με την ουσία του έργου τους. πυραμιδικής δομής της Διοίκησης. Από τη σκοπιά αυτή, βρίσκονται εκτός της παραδοσιακής Σύμφωνα με την επιφύλαξη νόμου, που προβλέπεται στο άρθρο 101 Απαρ. 1 Σ, εκδόθηκε ο σχετικός εκτελεστικός νόμος 5 Βλ. ΣτΕ 872/1992, Ολ. για το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο 6 Βλ. και ΣτΕ 656/2000, για το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο 6
3051/2002, ο οποίος ρητά αναφέρει στην παράγραφο 1 του άρθρου 2, ότι οι ανεξάρτητες αρχές δεν υπόκεινται σε εποπτεία ή έλεγχο από κυβερνητικά όργανα ή διοικητικές αρχές, αλλά μόνο σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής. Κατ εξαίρεση, στην περίπτωση των νομοθετικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών, ο νομοθέτης φαίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις να χαρακτηρίζει μεν μία Αρχή ως ανεξάρτητη, να την υπαγάγει όμως στην (έστω περ ιορισμένη) εποπτεία Υπουργού. Υπάρχουν δηλαδή σήμερα περισσότερο και λιγότερο «Ανεξάρτητες» Αρχές (π.χ. Συνήγορος του Καταναλωτή, Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας). Το γεγονός ότι το άρθρο 101 Α Σ δεν αναφέρει την εποπτεία ως συστατικό στοιχείο των ανεξάρτητων αρχών, γεννά ζήτημα συνταγματικότητας των σχετικών νομοθετικών διατάξεων και το επιχείρημα ότι ο συντακτικός νομοθέτης γνώριζε τις επιλογές του κοινού νομοθέτη, δεν φαίνεται να αρκεί για την εσαεί ανοχή της καθεστώτος της εποπτείας ορισμένων Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών από Υπουργούς. Έως τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 γινόταν λόγος στην ελληνική νομική θεωρία συνήθως για ανεξάρτητες διοικητικές αρχές με αποτέλεσμα να καθίσταται σαφές ότι ανήκουν στην άμεση διοικητική οργάνωση και ότι πρόκειται για όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, έστω κι αν αυτά χαρακτηρίζονται από σειρά επιμέρους ιδιομορφιών, με πρωταρχική το γεγονός ότι δεν είναι ενταγμένα στην ιεραρχική δομή της Δημόσιας Διοίκησης. Ήδη, ωστόσο, ο όρος "διοικητικές" έχει απαλειφθεί, τόσο στη γενική ρύθμιση του άρθρου 101 Α όσο και στις επιμέρους συνταγματικές διατάξεις που προβλέπουν συγκεκριμένες αρχές. Βέβαια, είναι γεγονός ότι το άρθρο 101 Α εντάσσεται στο επιγραφόμενο "Διοίκηση" έκτο τμήμα (άρθρα 101 105) του τρίτου μέρους του Συντάγματος με τίτλο "Οργάνωση και λειτουργίες της Πολιτείας" (άρθρα 26 έως 105). Παρά ταύτα εκφράζεται και η γνώμη ότι η ένταξη αυτή δεν ανταποκρίνεται στη φύση των αρχών, οι οποίες συνιστούν, κατά την άποψη αυτή, κάτι το νέο και ποιοτικά διαφορετικό σε σχέση με την παραδοσιακή τριμερή διάκριση των κρατικών λειτουργιών και, συνακόλουθα, των κρατικών οργάνων (νομοθετικά, διοικητικά, δικαστικά)». 7 7 Βλ.Κ. Χρυσόγονο, «Οι Ανεξάρτητες Αρχές στο Σχέδιο της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος», Το Σ, τεύχος 6/2000 και τις εκεί παραπομπές http://tosyntagma.ant-sakkoulas.gr/afieromata/item.php?id=123 Πρβλ,, «Ο επιθετικός προσδιορισμός (σ.σ. διοικητικές) υποδηλώνει την ένταξη των εν λόγω θεσμών στη δομή της Διοίκησης. Ωστόσο, όπως συνάγεται από την εξέταση των αρμοδιοτήτων των οργάνων αυτών, τα τελευταία δεν φαίνεται να αρκούνται στην άσκηση μόνο διοικητικής λειτουργίας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι το Σύνταγμα δεν κάνει λόγο για Ανεξάρτητες «διοικητικές» Αρχές αλλά για Ανεξάρτητες Αρχές. Ακόμη και ως lapsus, η ορολογική διαφοροποίηση δεν είναι ερμηνευτικά αθώα αλλά υποδηλώνει την γενικότερη τάση μετατροπής των Ανεξάρτητων διοικητικών Αρχών σε Ανεξάρτητες Αρχές χωρίς αποκλειστικά διοικητικό χρωματισμό Κοντολογίς, οι Ανεξάρτητες 7
Οι ανεξάρτητες αρχές έχουν διοικητική και δημοσιονομική αυτοτέλεια. Εκδίδουν διοικητικές πράξεις, οι οποίες υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Σημειώνεται ότι ασκούν τις κανονιστικές τους αρμοδιότητες μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. β του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της Διοίκησης επιτρέπεται, εφ όσον αφορά τη ρύθμιση ειδικότερων θεμάτων ή θεμάτων τοπικού ενδιαφέροντος ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα. 3. ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΑΡΧΩΝ 3.1. Διάκριση με κριτήριο το νόμιμο έρεισμά τους (τυπικό κριτήριο) Οι Ανεξάρτητες Αρχές διακρίνονται πρωτίστως σε δυο μεγάλες κατηγορίες, με βάση το νόμιμο έρεισμά τους: σ αυτές που κατοχυρώνονται συνταγματικά και σ αυτές που θεμελιώνονται αποκλειστικά στην κοινή νομοθεσία. Η συνταγματική κατοχύρωση των Ανεξάρτητων Αρχών έλαβε χώρα το 2001. Με την αναθεώρηση αυτή του Συντάγματος, προστέθηκε στο Σύνταγμα το άρθρο 101 Α και προβλέφθηκαν σε επιμέρους διατάξεις πέντε συγκεκριμένες Ανεξάρτητες Αρχές. Οι Ανεξάρτητες Αρχές που κατοχυρώθηκαν συνταγματικά είναι οι εξής: το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο (άρθρο 15 παρ. 2 Συντ.), το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (άρθρο 103 παρ. 7 Συντ.), η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (άρθρο 9Α Συντ.), ο Συνήγορος του Πολίτη (άρθρο 103 παρ. 9 Συντ.), και η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (άρθρο 19 παρ. 2 Συντ.). Με το άρθρο 101Α καθορίστηκαν οι κανόνες και οι διαδικασίες στελέχωσης των Αρχών αυτών: τα μέλη τους έχουν ορισμένη θητεία, απολαμβάνουν προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία και επιλέγονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής ει δυνατόν με ομοφωνία, διαφορετικά τουλάχιστον με πλειοψηφία των 4/5 των μελών της Διάσκεψης. Στην παρ. 3 του άρθρου αυτού, προβλέπεται ότι οι Αρχές αυτές υπόκεινται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, όπως ορίζει ο Κανονισμός της Βουλής. Το άρθρο 101 Α καλύπτει μεν τις συνταγματικά προβλεπόμενες αρχές, δεν αποκλείει όμως τη σύσταση και άλλων με κοινό νόμο. Ούτως ή άλλως και πριν τη συνταγματική κατοχύρωση του θεσμού, νομοθετικά προβλεπόταν πολύ μεγάλος αριθμός ανεξάρτητων αρχών, ο οποίος εξακολουθεί να αυξάνεται. Οι κυριότερες διαφορές μεταξύ των δύο κατηγοριών είναι πρώτον ότι οι μη συνταγματικά κατοχυρωμένες διοικητικές Αρχές είναι σίγουρα Αρχές, μάλλον και συνήθως ανεξάρτητες και πάντως όχι μόνο διοικητικές», Γ. Δελλής, ο.π., http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=5&mid=1479&mnu=3&id=17260 8
μπορούν να καταργηθούν με νόμο και δεύτερον ότι οι κανόνες περί προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των μελών των αρχών που προβλέπονται στο άρθρο 101Α του Συντάγματος και στο ν. 3051/02 δεν φαίνεται να εφαρμόζονται υποχρεωτικά και επί των μη συνταγματικά κατοχυρωμένων αρχών. Ωστόσο, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι οι εν λόγω εγγυήσεις ισχύουν κατ αναλογία και για κάθε ανεξάρτητη αρχή, ως προϋπόθεση της ίδιας της ύπαρξης της. Ο νόμος που ιδρύει μια Ανεξάρτητη Αρχή μπορεί να προβλέπει εφαρμογή του εκτελεστικού του Συντάγματος ν. 3051/2002, ώστε οι εγγυήσεις ανεξάρτητης συγκρότησης και λειτουργίας να ισχύουν και στην περίπτωση των μη συνταγματικά προβλεπόμενων αρχών. Ωστόσο, σ αυτήν την περίπτωση, ο νομοθέτης θα μπορεί να καταργήσει οποτεδήποτε με νεότερο νόμο μια αρχή, τα μέλη της οποίας απολαμβάνουν παρ όλα αυτά προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία και έχουν ορισμένη θητεία, με αποτέλεσμα να καθίσταται μάλλον αμφίβολη η σκοπιμότητα της απαγόρευσης του ελάσσονος, δηλαδή των επεμβάσεων στην ανεξαρτησία και/ή τη διάρκεια της θητείας των μελών της αρχής, ενώ ο κοινοβουλευτικός νομοθέτης, δηλ. η κυβερνητική πλειοψηφία, μπορεί να επιτύχει οποτεδήποτε το μείζον, δηλαδή την κατάργηση της ίδιας της (συσταθείσας με νόμο και όχι με βάση ειδική συνταγματική διάταξη) αρχής. 3.1.1. Επισκόπηση των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών α) Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ): Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξάρτητη Αρχή (άρθρο 9 Α Σ). Η ΑΠΔΠΧ ιδρύθηκε με το νόμο 2472/1997, ο οποίος ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο την Ευρωπαϊκή Οδηγία 95/46/ΕΚ, η οποία θέτει κανόνες για την προστασία των προσωπικών δεδομένων σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, όσον αφορά την προστασία των προσωπικών δεδομένων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, η ΑΠΔΠΧ εφαρμόζει τον νόμο 3471/2006, που αντίστοιχα ενσωματώνει στο εθνικό δίκαιο την Ευρωπαϊκή Οδηγία 58/2002. Η Αρχή συγκροτείται από τον Πρόεδρο και έξι μέλη, και εξυπηρετείται από Γραμματεία που λειτουργεί σε επίπεδο Διεύθυνσης. Ο Πρόεδρος είναι απαραίτητα δικαστικός λειτουργός βαθμού Συμβούλου της Επικρατείας ή αντίστοιχου και άνω. Τόσο ο Πρόεδρος όσο και τα μέλη, καθώς και οι ισάριθμοι αναπληρωτές τους, διορίζονται με τετραετή θητεία που μπορεί να ανανεωθεί μία μόνο φορά. Η Γραμματεία της Αρχής αποτελείται από τρία Τμήματα: Ελεγκτών, Επικοινωνίας, Διοικητικών και Οικονομικών Υποθέσεων. 9
Αποστολή της Αρχής αποτελεί η προστασία των δικαιωμάτων της προσωπικότητας και της ιδιωτικής ζωής του ατόμου στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν. 2472/1997 και 3471/2006 και δη η προστασία του πολίτη από την παράνομη επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων αλλά και η συνδρομή προς αυτόν σε κάθε περίπτωση που διαπιστώνεται παραβίαση των σχετικών δικαιωμάτων του σε κάθε επιχειρησιακό τομέα (χρηματοπιστωτικά, υγεία, ασφάλιση, εκπαίδευση, δημόσια διοίκηση, μεταφορές, ΜΜΕ, κ.ο.κ). Επίσης, σκοπός της Αρχής είναι η υποστήριξη και καθοδήγηση των υπεύθυνων επεξεργασίας στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους απέναντι στο νόμο, λαμβάνοντας υπόψη τις νέες ανάγκες υπηρεσιών της ελληνικής κοινωνίας, καθώς και την διείσδυση των σύγχρονων ψηφιακών επικοινωνιών και δικτύων. Ως εκ τούτου, η Αρχή στρέφει ιδιαίτερα την προσοχή της μεταξύ άλλων στην παρατήρηση και αντιμετώπιση ζητημάτων που προκύπτουν με την εξέλιξη των νέων τεχνολογιών και εφαρμογών. Η Αρχή έχει διοικητικές-ελεγκτικές αρμοδιότητες,κανονιστικές-συμβουλευτικές και αρμοδιότητες απολογισμού-δημοσιοποίησης-συνεργασιών. Στις διοικητικές-ελεγκτικές αρμοδιότητές της περιλαμβάνονται κυρίως η διενέργεια διοικητικών ελέγχων και η εξέταση προσφυγών-καταγγελιών-ερωτημάτων. Συγκεκριμένα, η ΑΠΔΠΧ διενεργεί αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας διοικητικούς ελέγχους σε αρχεία, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα. Οι έλεγχοι διενεργούνται από εντεταλμένους υπαλλήλους του Τμήματος των Ελεγκτών, οι οποίοι συνοδεύονται σε περιπτώσεις που κρίνονται σημαντικές από μέλη της Αρχής. Οι διενεργούντες τον έλεγχο, ως ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι, έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε κάθε αρχείο χωρίς να μπορεί να τους αντιταχθεί κανενός είδους απόρρητο. Κατά τον έλεγχο εξετάζεται καταρχήν η εναρμόνισή του ελεγχόμενου με τις απαιτήσεις των Ν.2472/97, 3471/2006 (γνωστοποίηση, ενημέρωση, λοιπές υποχρεώσεις κατά περίπτωση, αποδεικτικά στοιχεία). Στη συνέχεια πραγματοποιείται έλεγχος του πληροφοριακού του συστήματος, όπου σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 10 του ν. 2472/1997, εξετάζονται τα βασικά χαρακτηριστικά του συστήματος, η φύση των δεδομένων, καθώς και το επίπεδο ασφαλείας που εξασφαλίζουν τα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα που έχει λάβει ο υπεύθυνος επεξεργασίας για την προστασία των δεδομένων. Η ολοκλήρωση του ελέγχου οδηγεί στην σύνταξη πορίσματος το οποίο υποβάλλεται στην ολομέλεια της Αρχής. Η Αρχή ασκεί επίσης ανεξάρτητο έλεγχο στο εθνικό τμήμα του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν, σύμφωνα με το άρθρο 114 παράγραφος 1 της Σύμβασης Εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν (ν. 2514/1997 ΦΕΚ 140 Α'), ασκεί τις αρμοδιότητες της εθνικής εποπτικής αρχής που προβλέπεται στο άρθρο 23 της 10
Σύμβασης ΕΥΡΩΠΟΛ (ν. 2605/1998 ΦΕΚ 88 Α'), και τις αρμοδιότητες της εθνικής εποπτικής αρχής που προβλέπεται στο άρθρο 17 της Σύμβασης για τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα (ν. 2706 /1999 ΦΕΚ 77 Α'), καθώς και τις αρμοδιότητες εποπτείας που προκύπτουν από οποιαδήποτε άλλη διεθνή συμφωνία.η ΑΠΔΠΧ εξετάζει παράπονα και ερωτήματα σχετικά με την εφαρμογή του νόμου και την προστασία των δικαιωμάτων των αιτούντων όταν αυτά θίγονται από την επεξεργασία δεδομένων και εκδίδει σχετικές Αποφάσεις. Επίσης, επιβάλλει στους υπεύθυνους επεξεργασίας ή στους τυχόν εκπροσώπους τους διοικητικές κυρώσεις, για παράβαση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τον νόμο 2472/97 και από κάθε άλλη ρύθμιση που αφορά την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Τέλος, η Αρχή μπορεί να καταγγέλλει τις παραβάσεις των διατάξεων του νόμου στις αρμόδιες διοικητικές και δικαστικές αρχές. Στο πλαίσιο των κανονιστικών-συμβουλευτικών αρμοδιοτήτων της, η Αρχή εκδίδει Οδηγίες προς τον σκοπό ενιαίας εφαρμογής των ρυθμίσεων που αφορούν στην προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και κανονιστικές πράξεις για τη ρύθμιση ειδικών, τεχνικών και λεπτομερειακών θεμάτων. Επίσης, απευθύνει συστάσεις και υποδείξεις στους υπεύθυνους επεξεργασίας ή τους τυχόν εκπροσώπους τους και δίδει κατά την κρίση της δημοσιότητα σε αυτές, και υποστηρίζει τα επαγγελματικά σωματεία και λοιπές ενώσεις φυσικών ή νομικών προσώπων που διατηρούν αρχεία στην κατάρτιση κωδίκων δεοντολογίας σχετικά με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Τέλος, η Αρχή γνωμοδοτεί για κάθε ρύθμιση που αφορά στην επεξεργασία και προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Όσον αφορά την τελευταία κατηγορία αρμοδιοτήτων της (απολογισμού, δημοσιοποίησης και συνεργασιών), η Αρχή συντάσσει κάθε χρόνο έκθεση για την εκτέλεση της αποστολής της κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος, ανακοινώνει στη Βουλή παραβάσεις των ρυθμίσεων που αφορούν στην προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και συνεργάζεται με αντίστοιχες αρχές άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης σε ζητήματα σχετικά με την άσκηση των αρμοδιοτήτων της. β) Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης ( ΕΣΡ): Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, μία από τις πρώτες ανεξάρτητες αρχές στην Ελλάδα, ιδρύθηκε με 11
το νόμο 1866/1989 που θέσπισε τη λειτουργία ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών και η πρώτη του συνεδρίαση πραγματοποιήθηκε το Νοέμβριο του 1989. Μετά από αλλεπάλληλες μεταβολές του νομοθετικού του πλαισίου, η λειτουργία του διέπεται σήμερα καταρχήν από τους νόμους 2863/2000 και 3052/2002 και, δευτερευόντως, από τους νόμους 2328/1995, 2644/1998, 3021/2002 και 3592/2007 και τα προεδρικά διατάγματα 310/1996, 77/2003 και 109/2010, όπου ορίζονται οι βασικότερες αρμοδιότητές του. Κομβικό σημείο στη θεσμική ιστορία της Αρχής αποτελεί η συνταγματική κατοχύρωση τόσο των αρμοδιοτήτων της (άρθρο 15 παρ. 2 Σ), όσο και του ιδιαίτερου νομικού καθεστώτος των μελών της (άρθρο 101Α) κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του Απριλίου 2001. Επίσης, με τις ίδιες διατάξεις κατοχυρώνεται η ανεξαρτησία του Συμβουλίου έναντι της εκτελεστικής εξουσίας και η άμεση σύνδεσή του με το Κοινοβούλιο, το οποίο ασκεί έλεγχο στην εν γένει δραστηριότητά του. Εξάλλου οι πράξεις του Συμβουλίου προσβάλλονται δικαστικά ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η Αρχή ελέγχει το περιεχόμενο των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών προκειμένου α) να τηρούνται οι προβλεπόμενοι στο Σύνταγμα σκοποί της αντικειμενικής και επί ίσοις όροις μετάδοσης πληροφοριών και ειδήσεων καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης και β) να εξασφαλίζει την ποιοτική στάθμη των προγραμμάτων, που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. Επίσης, καταρτίζει Κώδικες Δεοντολογίας Ειδησεογραφικών Εκπομπών, Διαφημίσεων και Ψυχαγωγικών Προγραμμάτων, που κυρώνονται με προεδρικό διάταγμα, εκδίδει τις προβλεπόμενες στο νόμο προκηρύξεις και χορηγεί, ανανεώνει και ανακαλεί τις άδειες λειτουργίας των επίγειων ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών καθώς και τις κάθε είδους άδειες και εγκρίσεις που προβλέπονται στην ισχύουσα ραδιοτηλεοπτική νομοθεσία, απευθύνει προς δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, οδηγίες, συστάσεις ή ερωτήματα, γνωμοδοτεί σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων των οικείων νόμων και κανονιστικών πράξεων, τηρεί Μητρώο Επιχειρήσεων Μ.Μ.Ε. όπου καταχωρούνται, σε ειδικές μερίδες, στοιχεία αναφορικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εταιρειών μέσων μαζικής ενημέρωσης καθώς και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο χώρο των Μ.Μ.Ε., ελέγχει την τήρηση των διατάξεων που αφορούν στους ιδιοκτησιακούς περιορισμούς ως προς την κατοχή επιχειρήσεων ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών σταθμών και δημοσιεύει στοιχεία αναφορικά με την ιδιοκτησιακή κατάσταση των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών. Τέλος, η Αρχή διατυπώνει τη γνώμη της προς τον Υπουργό Εσωτερικών ως προς τα πρόσωπα που διορίζονται ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Ρ.Τ. Α.Ε., ελέγχει εν γένει την τήρηση των 12
διατάξεων που διέπουν τη λειτουργία των δημόσιων και των ιδιωτικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών επιχειρήσεων και επιβάλλει τις προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις. Το ΕΣΡ είναι επταμελές όργανο. Το απαρτίζουν ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και πέντε μέλη (όλοι πλήρους απασχόλησης). γ) Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ): Με το άρθρο 1 του νόμου 3135/2003 συστάθηκε, προς εκτέλεση της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του Συντάγματος, η Αρχή διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) με σκοπό την προστασία του απορρήτου των επιστολών, της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, καθώς και την ασφάλεια των δικτύων και πληροφοριών. Στην έννοια της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών περιλαμβάνεται και ο έλεγχος της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, που προβλέπονται από τον νόμο. Η ΑΔΑΕ είναι ανεξάρτητη Αρχή που απολαμβάνει διοικητικής αυτοτέλειας. Έδρα της ΑΔΑΕ είναι η Αθήνα, μπορεί όμως με απόφασή της να εγκαθιστά και να λειτουργεί γραφεία και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Οι αποφάσεις της ΑΔΑΕ κοινοποιούνται με μέριμνά της στον Υπουργό Δικαιοσύνης, ενώ στο τέλος κάθε έτους υποβάλλεται Έκθεση των πεπραγμένων της στον Πρόεδρο της Βουλής, στον Υπουργό Δικαιοσύνης και στους αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η ΑΔΑΕ υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο κατά τον τρόπο και τη διαδικασία που κάθε φορά προβλέπεται από τον Κανονισμό της Βουλής. δ) Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ) 8 : Το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού αποτελεί ανεξάρτητη Αρχή, μη υποκείμενη σε κυβερνητικό ή άλλο έλεγχο και η οποία κατοχυρώνεται συνταγματικά στο άρθρο 103 παρ.7. Ιδρύθηκε με το Ν. 2190/1994 ο οποίος ισχύει μέχρι σήμερα, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, ως ανεξάρτητη αρχή επιφορτισμένη με τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής των διατάξεων που διέπουν τις προσλήψεις στο δημόσιο τομέα. Το ΑΣΕΠ αποτελείται από 28 μέλη (Πρόεδρος, 3 Αντιπρόεδροι, 24 Σύμβουλοι). Τα μέλη του είναι πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και επαγγελματικής επάρκειας και ιδίως πρόσωπα που έχουν διατελέσει ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί, ανώτεροι ή ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί ή υπάλληλοι, καθηγητές ή αναπληρωτές καθηγητές ΑΕΙ ή ανώτατα στελέχη δημοσίων Οργανισμών και Επιχειρήσεων ή άλλων νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα. Τα μέλη του χαρακτηρίζονται ως ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί που απολαύουν προσωπικής ανεξαρτησίας. Το ΑΣΕΠ δεν υπόκειται σε εποπτεία και έλεγχο από κυβερνητικά όργανα ή άλλες διοικητικές αρχές αλλά σε 8 Βλ. αναλυτικά Αντ. Μακρυδημήτρης, ο.π., σελ.464-469 13
κοινοβουλευτικό έλεγχο σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, ενώ οι πράξεις του δεν υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο από άποψη νομιμότητας αλλά μόνο σε δικαστικό έλεγχο. Έχει εθνική εμβέλεια δράσης και διαθέτει αρμοδιότητα κανονιστική, αρμοδιότητα ελεγκτική της νομιμότητας των πράξεων που υπάγονται στη δικαιοδοσία του και περιορισμένη κυρωτική αρμοδιότητα. Διαθέτει οικονομική αυτοτέλεια, με δικό του προϋπολογισμό, καθώς και ιδιάζουσας μορφής περιορισμένη νομική προσωπικότητα. Στις κύριες αρμοδιότητες του σώματος περιλαμβάνονται: η επιλογή του τακτικού προσωπικού στον ευρύτερο χώρο του δημόσιου τομέα, ο έλεγχος της νομιμότητας των διαδικασιών πρόσληψης προσωπικού που διεξάγουν φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα και ο έλεγχος παράνομων προσλήψεων, από Συμβούλους-Επιθεωρητές του ΑΣΕΠ με ιδιότητα ανακριτικού υπαλλήλου. Το ΑΣΕΠ για την επιλογή προσωπικού οργανώνει γραπτούς διαγωνισμούς ή/και αξιολογεί τους υποψηφίους με βαθμολόγηση συγκεκριμένων κριτηρίων προκαθορισμένων με νόμο, ενώ για ορισμένες θέσεις διεξάγεται συμπληρωματική πρακτική δοκιμασία ή ειδικές εξετάσεις test ή συνέντευξη. Το υψηλών απαιτήσεων ειδικό επιστημονικό προσωπικό επιλέγεται με ειδική διαδικασία ουσιαστικής αξιολόγησης των υποψηφίων από πενταμελή επιτροπή οριζόμενη από το ΑΣΕΠ, ενώ για την επιλογή των εκπαιδευτικών διεξάγεται ειδικός γραπτός διαγωνισμός. Οι θέσεις καλύπτονται πάντα μετά από πανελλήνια προκήρυξη στην οποία αναφέρονται τα απαιτούμενα προσόντα για κάθε θέση και όλες οι σχετικές με την επιλογή διαδικασίες, όπως ορίζονται στο βασικό νόμο 2190/1994 (νόμος Πεπονή). Η βασική αρχή της διαφάνειας καλύπτεται με την δημοσιοποίηση για κάθε υποψήφιο όλων των σταδίων της διαδικασίας επιλογής προσωπικού. Φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα και της τοπικής αυτοδιοίκησης κατά κανόνα διεξάγουν οι ίδιοι τη διαδικασία των προσλήψεων με βάση τον ίδιο νόμο αλλά πάντα υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ, το οποίο και εξετάζει τις ενδεχόμενες ενστάσεις. Το ΑΣΕΠ έχει ως αποκλειστικές αρμοδιότητες την επιλογή του μόνιμου προσωπικού του Δημόσιου Τομέα, τον έλεγχο φορέων του Δημόσιου Τομέα κατά την επιλογή μόνιμου και εποχιακού προσωπικού, τη διεξαγωγή γραπτού διαγωνισμού για τους εκπαιδευτικούς, τον καταλογισμό στους υπευθύνους του συνόλου των αποδοχών του παρανόμως απασχοληθέντος προσωπικού, την επισήμανση στη Βουλή και στον Πρωθυπουργό των παραβιάσεων των περιορισμών του άρθρου 103 παρ. 2-3 του Συντάγματος για την πρόσληψη συμβασιούχων, την κλήση των εκπροσώπων των υπηρεσιών και νομικών προσώπων για παροχή οδηγιών, ώστε να τηρούνται ενιαίες αρχές σε θέματα αρμοδιότητας του ΑΣΕΠ, τον έλεγχο της κατάταξης σε οργανικές θέσεις υπαλλήλων του δημόσιου και Ν.Π.Δ.Δ. που υπηρέτησαν με σύμβαση εργασίας, εμφανούς ή μη, ορισμένου χρόνου, τον έλεγχο της κατάταξης σε 14
προσωρινές προσωποπαγείς θέσεις υπαλλήλων πρωτοβαθμίων ΟΤΑ που υπηρέτησαν με σύμβαση εργασίας, εμφανούς ή μη, ορισμένου χρόνου. ε) Συνήγορος του Πολίτη 9 : Ο Συνήγορος του πολίτη αποτελεί Ανεξάρτητη Αρχή, η οποία ιδρύθηκε με το Νόμο 2477/1997 και ξεκίνησε τη λειτουργία του την 1η Οκτωβρίου 1998. Προβλέπεται συνταγματικά στο άρθρο 103 9 Σ. Το νομοθετικό πλαίσιο της λειτουργίας του ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Ν. 3094/03. Παρέχει τις υπηρεσίες του δωρεάν. Βασικές του αρμοδιότητες είναι η διαμεσολάβηση μεταξύ των πολιτών και των δημόσιων υπηρεσιών με σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων του πολίτη, την καταπολέμηση της κακοδιοίκησης και την τήρηση της νομιμότητας. Αποτελείται από τον Συνήγορο του Πολίτη και έξι Βοηθούς Συνηγόρους, οι οποίοι εποπτεύουν και συντονίζουν τη λειτουργία και τα στελέχη των αντίστοιχων θεματικών Κύκλων της Αρχής: Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινωνικής Προστασίας, Ποιότητας Ζωής, Σχέσεων Κράτους-Πολίτη, Δικαιωμάτων του Παιδιού και Ισότητας των Φύλων. Είναι αρμόδιος για υποθέσεις που αναφέρονται στις υπηρεσίες του δημοσίου, όπως υπουργεία, εφορίες, τελωνεία, πολεοδομίες, αστυνομικά τμήματα, φυλακές, σχολεία, πρεσβείες της Ελλάδας, κ.λπ., των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (κοινότητες, δήμοι, νομαρχίες), των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως ασφαλιστικά ταμεία, νοσοκομεία, πανεπιστήμια, ΟΑΕΔ, ΟΕΚ, κ.λπ., των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας (Ε ΥΔΑΠ, ΔΕΗ, ΕΛΤΑ, ΕΥΑΘ κ.λπ.), των κρατικών νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (όπως Ο.ΚΑ.ΝΑ., Ε.ΚΕ.ΠΙΣ., ΕΛ.Ο.Τ., Ι.Γ.Μ.Ε., ερευνητικά πανεπιστημιακά ινστιτούτα, κ.λπ.), των δημόσιων επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των επιχειρήσεων των οποίων τη διοίκηση ορίζει άμεσα ή έμμεσα το δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος. Εξαιρούνται οι τράπεζες και το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών.Για την προάσπιση των δικαιωμάτων του παιδιού ο Συνήγορος του Πολίτη είναι αρμόδιος και για θέματα που ανάγονται σε ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που προσβάλλουν τα δικαιώματα του παιδιού. Ο ρόλος του Συνηγόρου του Πολίτη είναι καθαρά διαμεσολαβητικός, δίχως κανονιστικές ή κυρωτικές αρμοδιότητες. Εξετάζει και επισημαίνει τα προβλήματα κακοδιοίκησης, προτείνει λύσεις, αλλά δεν εκδίδει εκτελεστές πράξεις που να υπόκεινται στον έλεγχο άλλων δικαιοδοτικών αρχών, ούτε επιβάλλει κανενός είδους κυρώσεις στη Διοίκηση, με εξαίρεση τη δυνατότητα που του δίνει ο νόμος, σε περίπτωση που η Διοίκηση δεν συμμορφωθεί με τις προτάσεις του, να τις δημοσιοποιεί, εφ όσον κρίνει ότι η μη συμμόρφωση σ αυτές δεν αιτιολογείται 9 Βλ. αναλυτικά Αντ. Μακρυδημήτρης, ο.π., σελ. 457-464 15
επαρκώς. Στο Συνήγορο του πολίτη έχει ανατεθεί η διαμεσολάβηση με κάθε πρόσφορο τρόπο μεταξύ των πολιτών και των δημοσίων υπηρεσιών προς το σκοπό της πληρέστερης προστασίας των δικαιωμάτων του πολίτη, της καταπολέμησης της κακοδιοίκησης και της τήρησης της νομιμότητας. Για την αποτελεσματική άσκηση του έργου του παρέχονται στο Συνήγορο του Πολίτη ευρείες εξουσίες κατά την εξέταση των παραπόνων των πολιτών (όπως η διενέργεια αυτοψίας, η παραγγελία πραγματογνωμοσύνης, η πρόσβαση σε διοικητικά έγγραφα και στοιχεία), ορίζεται δε ότι η άρνηση συνεργασίας με το συνήγορο κατά τη διεξαγωγή της έρευνας αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα του αρμοδίου υπαλλήλου, το οποίο δύναται υπό ορισμένες προϋποθέσεις να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης. Προβλέπεται περαιτέρω ότι η έρευνα του Συνηγόρου περατώνεται με την υποβολή πορίσματος προς τον καθ ύλην αρμόδιο Υπουργό και τις αρμόδιες υπηρεσίες. Στο πόρισμα διατυπώνονται οι προτάσεις του συνηγόρου για την επίλυση του προβλήματος του πολίτη, μπορεί δε, χωρίς όμως, να είναι υποχρεωτικό να τάσσεται προθεσμία εντός της οποίας η υπηρεσία οφείλει να ενημερώσει τον Συνήγορο για της ενέργειές της σχετικά με την εφαρμογή των προτάσεών του ή για τους λόγους που δεν επιτρέπουν την αποδοχή τους. Οι αρμοδιότητες της Αρχής διευρύνθηκαν ακόμη περισσότερο με το άρθρο 20 παρ. 1 του Ν.3304/2005 για την «Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού». Επιπλέον, ο Συνήγορος του Πολίτη είναι επιφορτισμένος με την προώθηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης όλων των προσώπων, χωρίς διακρίσεις, και πλέον αποτελεί φορέα παρακολούθησης της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών για τις δημόσιες υπηρεσίες και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα (άρθρο 11 ν.3769/2009). Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης αντίστοιχος θεσμός είναι αυτός του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή (Ombudsman), ο οποίος θεσπίστηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, ενώ πλέον ο θεσμός προβλέπεται στο άρθρο 228 ΣυνθΛΕΕ. Η οργάνωση και η λειτουργία του ρυθμίζονται με την Απόφαση της 9 ης Μαρτίου 1994 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί με τις Αποφάσεις της 14 ης Μαρτίου 2002 και της 18 ης Ιουνίου 2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ο θεσμός του Ombudsman λειτουργεί και στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 10 10 Βλ. αναλυτικά Αντ. Μακρυδημήτρη, ο.π., σελ.469-476 16
3.1.2. Επισκόπηση των προβλεπόμενων με κοινό νόμο ανεξάρτητων αρχών α) Επιτροπή Ανταγωνισμού: H Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι το όργανο, το οποίο έχει ως αρμοδιότητα την εφαρμογή του ν. 703/77 "Περί Ελέγχου των Μονοπωλίων και Ολιγοπωλίων και Προστασίας του Ελεύθερου Ανταγωνισμού". Με τον ν. 2296/95 η Επιτροπή Ανταγωνισμού απέκτησε τη μορφή ανεξάρτητης αρχής με διοικητική αυτοτέλεια, ενώ με τον ν. 2837/2000, απέκτησε και οικονομική αυτοτέλεια. Τέλος, με τον ν. 3373/2005 η Επιτροπή Ανταγωνισμού απέκτησε διακεκριμένη νομική προσωπικότητα που της επιτρέπει να παρίσταται αυτοτελώς σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλήψεις της, ενώ παράλληλα της αναγνωρίστηκε αρμοδιότητα κανονιστικής παρέμβασης σε κλάδους της οικονομίας (άρθρο 5 ν. 703/77). Επί πλέον διευρύνθηκαν οι ελεγκτικές της εξουσίες όπως διευρυνθήκαν και οι αρμοδιότητες της στην εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, συμφώνως προς τις διατάξεις του Κανονισμού 1/2003. Ειδικότερα, η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαπιστώνει την ύπαρξη συμπράξεων επιχειρήσεων που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 παρ. 1 ν. 703/77, αποφασίζει την απαλλαγή συμπράξεων που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, αλλά έχουν θετικά οικονομικά αποτελέσματα, είναι προς όφελος του καταναλωτή, δεν δημιουργούν προϋποθέσεις κατάργησης του ανταγωνισμού και δεν δεσμεύουν υπέρμετρα τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 παρ. 3 ν. 703/77, διαπιστώνει την καταχρηστική συμπεριφορά επιχειρήσεων με δεσπόζουσα θέση στην αγορά κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 ν. 703/77, διαπιστώνει την καταχρηστική εκμετάλλευση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης στην οποία βρίσκεται προς αυτήν ή αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη ή προμηθευτή, ακόμη και προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών και δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση, κατ εφαρμογή του άρθρου 2α ν. 703/77, ελέγχει προληπτικά την επίδραση στον ανταγωνισμό συγκεντρώσεων επιχειρήσεων κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 4-4στ ν. 703/77, επιβάλλει κυρώσεις σε περιπτώσεις παράβασης των διατάξεων του ν. 703/77,εξετάζει μετά από αίτημα του Υπουργού Ανάπτυξης ή αυτεπάγγελτα συγκεκριμένο κλάδο της ελληνικής αγοράς και, εφόσον διαπιστώσει ότι στο συγκεκριμένο κλάδο δεν υπάρχουν συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού, μπορεί με αιτιολογημένη απόφασή της, να λάβει κάθε απολύτως αναγκαίο κανονιστικό μέτρο που αφορά τη διάρθρωση της αγοράς και αποσκοπεί στη δημιουργία συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού, γνωμοδοτεί επί θεμάτων ανταγωνισμού όταν της ζητηθεί από τον Υπουργό Ανάπτυξης ή οποιονδήποτε άλλο αρμόδιο Υπουργό ή από ενώσεις 17
επιμελητηρίων, βιομηχανικών και εμπορικών συλλόγων, εφαρμόζει τις διατάξεις των άρθρων 81 και 82 της Συνθ. ΕΚ και συνεργάζεται στενά με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις άλλες Aρχές Ανταγωνισμού των άλλων Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας του ανταγωνισμού. Η Επιτροπή, ωστόσο, δεν είναι αρμόδια για την τήρηση των διατάξεων του ν. 146/1914 περί αθέμιτου ανταγωνισμού, η εφαρμογή των οποίων εμπίπτει στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων β) Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) : Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), η οποία συγκροτήθηκε τον Ιούλιο του 2000 (ν.2837/2000), αποτελεί ανεξάρτητη διοικητική αρχή, στην οποία έχει ανατεθεί η παρακολούθηση της αγοράς ενέργειας, όπως αυτή αναπτύσσεται τόσο μονοσήμαντα στην Ελληνική αγορά - όσο και όπως αυτή λειτουργεί και αναπτύσσεται σε σχέση με τις ξένες αγορές ενέργειας, και ιδίως με αυτές με τις οποίες διασυνδέεται. Η ΡΑΕ συστήθηκε με το ν. 2773/1999, στο πλαίσιο εναρμόνισης με τις οδηγίες 2003/54/ΕΚ και 2003/55/ΕΚ για τον ηλεκτρισμό και το φυσικό αέριο. Αρχικά, η ΡΑΕ είχε κυρίως γνωμοδοτικές αρμοδιότητες, πλην όμως, σε συμμόρφωση με τις κοινοτικές επιταγές και τις ανάγκες της ενεργειακής αγοράς, με σειρά άλλων νομοθετικών διατάξεων, της δόθηκαν πλείονες αποφασιστικές αρμοδιότητες. Θεμελιώδεις στόχοι που τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και η ελληνική νομοθεσία επιδίωξαν να καλύψουν μέσω της Αρχής είναι: η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της Χώρας, η προστασία του περιβάλλοντος στο πλαίσιο και των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας, η ενίσχυση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας, η ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη. Ειδικότερα, η ΡΑΕ έχει γνωμοδοτική αρμοδιότητα στη χορήγηση αδειών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από συμβατικά καύσιμα, με τον δε πρόσφατο νόμο 3851/2010, έχει αποφασιστική αρμοδιότητα για τη χορήγηση αδειών από ανανεώσιμες πηγές ενέργειες. Είναι υπεύθυνη να παρακολουθεί τη διασφάλιση πρόσβασης τρίτων στο δίκτυο της χώρας, τη λειτουργία του διασυνδετικού εμπορίου εισαγωγών και εξαγωγών, καθώς και για τον έλεγχο του ότι η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας όπως αυτή λειτουργεί μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος που εκτελεί ο Διαχειριστής του ελληνικού συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας, ο ΔΕΣΜΗΕ- λειτουργεί ομαλά. Στην ίδια βάση, γνωμοδοτεί για τη χορήγηση αδειών για τη προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, παρακολουθεί την ανάπτυξη και τήρηση κανόνων υγιούς ανταγωνισμού και προστασίας του καταναλωτή και, σε συνεργασία με συναρμόδιους φορείς, δύναται να εκκινήσει διαδικασίες επιβολής κυρώσεων, όταν διαπιστώνεται ότι οι εν λόγω ειδικότερες διατάξεις παραβιάζονται. 18
γ) Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ): Η ΕΕΤΤ είναι η Ανεξάρτητη Αρχή η οποία αποτελεί τον Εθνικό Ρυθμιστή που ελέγχει, ρυθμίζει και εποπτεύει: (α) την αγορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών, στην οποία δραστηριοποιούνται οι εταιρείες σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, ασύρματων επικοινωνιών και διαδικτύου και (β) την ταχυδρομική αγορά, στην οποία δραστηριοποιούνται οι εταιρείες παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών και υπηρεσιών ταχυμεταφοράς. Επιπλέον, η ΕΕΤΤ ασκεί τις αρμοδιότητες Επιτροπής Ανταγωνισμού στις εν λόγω αγορές. Ιδρύθηκε το 1992 με τον Ν.2075 με την επωνυμία Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών (ΕΕΤ) και οι αρμοδιότητές της επικεντρώνονταν στην εποπτεία της απελευθερωμένης αγοράς των τηλεπικοινωνιών. Η λειτουργία της όμως ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1995. Με την ψήφιση του Ν.2668/98, ο οποίος καθόριζε τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών, ανατέθηκε στην ΕΕΤ και η ευθύνη για την εποπτεία και ρύθμιση της αγοράς των ταχυδρομικών υπηρεσιών και μετονομάστηκε σε Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ). Με τον Ν.2867/2000 ενισχύθηκε ο εποπτικός, ελεγκτικός και ρυθμιστικός ρόλος της ΕΕΤΤ ενώ με τον ισχύοντα Ν. 3431/2006 περί ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθορίζεται το πλαίσιο παροχής δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφών ευκολιών εντός της Ελληνικής Επικράτειας σύμφωνα με το ισχύον κοινοτικό δίκαιο και προσδιορίζονται οι αρμοδιότητές της. δ) Εθνική Αναλογιστική Αρχή: Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή (ΕΑΑ) είναι ανεξάρτητη διοικητική αρχή με έδρα την Αθήνα, έχει συσταθεί με βάση το άρθ.9 του ν.3029/2002 και το έργο της συνδέεται αποκλειστικά με την κοινωνική και επαγγελματική ασφάλιση σε όλα τα επίπεδα. Έχει διοικητική αυτοτέλεια και εποπτεύεται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως προς τον έλεγχο νομιμότητας των πράξεών της και την κίνηση πειθαρχικού ελέγχου κατά των μελών της. Διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. ε) Συνήγορος Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης: Ο Συνήγορος της Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης θεσπίσθηκε με το άρθρο 18 του Ν. 3293/2004. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, σχετικά με τα δικαιώματα της υγείας, πρόνοιας και κοινωνικής αλληλεγγύης, εισηγείται προς το αρμόδιο Υπουργείο μέτρα για την αποκατάσταση και προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών, την εξάλειψη των φαινομένων κακοδιοίκησης και τη βελτίωση της λειτουργίας των αρμοδίων υπηρεσιών και των σχέσεών τους με τον πολίτη. Ο Συνήγορος της Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης έχει ενταχθεί στον Κύκλο Κοινωνικής Προστασίας της 19
Ανεξάρτητης Αρχής του Συνηγόρου του Πολίτη, εξετάζοντας αναφορές που έχουν ως αντικείμενό τους το δικαίωμα για Προστασία της Υγείας και για Κοινωνική Πρόνοια των Πολιτών. Στον κύκλο Κοινωνικής προστασίας μπορεί να προσφύγει κάθε πολίτης που αντιμετωπίζει πρόβλημα στην επαφή του με τις αντίστοιχες δημόσιες υπηρεσίες και συγκεκριμένα Έλληνες πολίτες, αλλοδαποί, ομογενείς επαναπατρισθέντες και μετανάστες και η διαμεσολαβητική του δραστηριότητα επικεντρώνεται στην προστασία των δικαιωμάτων ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων, όπως είναι οι ηλικιωμένοι, τα άτομα με αναπηρίες, οι σωματικά και ψυχικά ασθενείς, κ.ά. Ο Συνήγορος της Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εξετάζει τη νομιμότητα ατομικών διοικητικών πράξεων ή παραλείψεων φορέων του συστήματος Υγείας κατόπιν υποβολής αναφοράς από τους θιγόμενους πολίτες, Έλληνες ή αλλοδαπούς. Παρεμβαίνει, εφόσον προηγουμένως οι ενδιαφερόμενοι έχουν ήδη απευθυνθεί στην εμπλεκόμενη υπηρεσία υγείας. Διαμεσολαβεί σε υποθέσεις που αφορούν το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, την Τοπική και Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς και τα Ταμεία, τα Νοσοκομεία, τα Ψυχιατρεία, τα Κέντρα Υγείας, τα Περιφερειακά και Αγροτικά Ιατρεία, το ΕΚΑΒ κλπ. Ο Συνήγορος της Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης κατά τη διάρκεια του 2006, χειρίστηκε αναφορές πολιτών σχετικές με θέματα υγείας/πρόνοιας, σε ποσοστό που αντιστοιχεί στο 31,81% του συνόλου των υποθέσεων που απασχόλησαν τον Κύκλο Κοινωνικής Προστασίας. Διερεύνησε κυρίως προβλήματα που αντιμετώπισαν ασφαλισμένοι τόσο στην επικοινωνία τους με τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης στο ζήτημα των προβλεπόμενων παροχών ασθένειας όσο και με τις υπηρεσίες του ΕΣΥ. Επιπλέον, σημαντικό ποσοστό των αναφορών του Συνηγόρου της Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης θίγει προβλήματα που έχουν σχέση με την προστασία των ΑμεΑ, καθώς και με την προστασία της μητρότητας. στ) Ελληνική Στατιστική Αρχή: Συστάθηκε με το ν. 3832/2010, άρθρο 9. Αποτελεί την εθνική στατιστική υπηρεσία και έχει ως έργο τη συστηματική παραγωγή επίσημων στατιστικών στοιχείων καθώς και τη διενέργεια συναφών επιστημονικών ερευνών και την κατάρτιση μελετών. Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, καταργήθηκε η Γενική Γραμματεία Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος. ζ) Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης: Η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάσταση συστάθηκε 20
με το ν. 3932/2011 (ΦΕΚ Α 49/10.3.2011).Η Αρχή απολαμβάνει διοικητικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Η έδρα της είναι στο Νομό Αττικής. Ο προϋπολογισμός της Αρχής αποτελεί τμήμα του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών. Η Αρχή συγκροτείται από τον Πρόεδρο και έντεκα (11) Μέλη, καθώς και από ισάριθμους αναπληρωτές τους. Ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Αρχής απολαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τη συνείδησή τους. Η θητεία τους είναι τριετής και μπορεί να ανανεώνεται για μια ακόμα φορά. Πρόεδρος της Αρχής ορίζεται ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός εν ενεργεία, με γνώση της αγγλικής γλώσσας, ο οποίος επιλέγεται μαζί με τον αναπληρωτή του με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος της Αρχής είναι πλήρους απασχόλησης. Τα Μέλη της Αρχής και οι αναπληρωτές τους διορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από πρόταση κατά λόγο αρμοδιότητας των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών, Εξωτερικών και Προστασίας του Πολίτη, του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, οι οποίοι προτείνουν πρόσωπα που διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση, το ήθος τους και την επαγγελματική τους ικανότητα και εμπειρία στον τραπεζικό, οικονομικό, νομικό ή επιχειρησιακό τομέα, ανάλογα με τις απαιτήσεις των επί μέρους Μονάδων της Αρχής. Ο διορισμός των τακτικών Μελών γίνεται αφού προηγηθεί γνώμη της Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής για την καταλληλότητα των προτεινόμενων προσώπων. Για το σκοπό αυτόν εφαρμόζεται κατ αναλογία η διαδικασία των παραγράφων 3 έως 5 του άρθρου 49Α του Κανονισμού της Βουλής. Η Αρχή απαρτίζεται από τρεις αυτοτελείς Μονάδες, με διακριτές αρμοδιότητες, προσωπικό και υποδομές, υπό κοινό Πρόεδρο: Τη Μονάδα Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών πληροφοριών, τη Μονάδα Οικονομικών Κυρώσεων κατά υπόπτων τρομοκρατίας και τη Μονάδα Ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης. Οι Μονάδες της Αρχής έχουν πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα, καθώς και στο σύστημα «Τειρεσίας». Οι Μονάδες μπορούν να ζητούν, στο πλαίσιο των ελέγχων και των ερευνών τους, τη συνεργασία και την παροχή στοιχείων κάθε είδους από φυσικά πρόσωπα, δικαστικές, προανακριτικές ή ανακριτικές αρχές, δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου και οργανισμούς οποιασδήποτε μορφής. Οι Μονάδες μπορούν, επιπλέον, σε σοβαρές κατά την κρίση τους υποθέσεις, να διενεργούν ειδικούς επιτόπιους ελέγχους σε οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία ή σε οργανισμούς και επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα, συνεργαζόμενες, 21