1 Λογοτέχνης και εκπαιδευτικός: Δάσκαλος και «µάγος» Γιάννης Δ. Μπάρτζης, PhD Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι, Επιτρέψτε µου πρώτα να εκφράσω από τα βάθη της καρδιάς τις πιο θερµές µου ευχαριστίες γι αυτή την οµόθυµη, φιλική και ζεστή φιλοξενία εκ µέρους σας, καθώς και τη µεγάλη µου χαρά, που συµµετέχω σ ένα τόσο ζωντανού ενδιαφέροντος στρογγυλό τραπέζι, ανάµεσα στις εξέχουσες και επώνυµες συναδέλφους µου, που «τύχη αγαθή» µας ευνόησε, ώστε ν αντλούµε συγκινήσεις από τη διττή µας επαφή µε τα Ελληνόπουλα, ως δάσκαλοι και ως λογοτέχνες. Δε γνωρίζω πως συνέβηκε µε άλλους οι καλές φίλες εδώ θα καταθέσουν τις δικές τους εµπειρίες πάντως στη δική µου περίπτωση ο λογοτέχνης ξεπετάχτηκε µέσα από την πρώτιστη ιδιότητα του δάσκαλου, και µεταξύ µας αυτό ίσως δίνει ένα χαρακτήρα «δασκαλίστικο» στο συγγραφικό µου έργο, κάτι που ήδη µου έχει αποδοθεί ως αρνητικό γνώρισµα. Το 1973 εργαζόµουν για πρώτη µου φορά, σε ιδιωτικό σχολείο της Αθήνας, στη Β τάξη, µε 43 υπέροχα παιδιά. Ως φιλαναγνώστης και αιθεροβάµων, νέος δάσκαλος, έµπλεος ελπίδων, ιδεών και ιδανικών, τολµούσα, πέρα από τα διατεταγµένα του προγράµµατος, να επιχειρώ δραστηριότητες, που κατά τη δική µου πίστη θα προωθούσαν περισσότερο την πνευµατική καλλιέργεια και την ανάπτυξη της καλαισθησίας των µαθητών µου. Μεταξύ των άλλων δράσεων, που πίστευα ότι στόχευαν προς µια καλή σχέση των παιδιών µε τη λογοτεχνία, ας ξεχωρίσω: Την ίδρυση, µε τη συνδροµή των γονιών τους, µικρής δανειστικής βιβλιοθήκης στην τάξη µε δική µου επιλογή τίτλων το διάβασµα κάθε µέρα, µε τη µορφή σίριαλ, ενός µυθιστορήµατος και την έκδοση στην τάξη µαθητικής εφηµερίδας, που την τύπωνα ενώπιον όλων, σ αυτό το µαγικό «ταψάκι», το οποίο φτιάχναµε µόνοι µας οι παλαιότεροι δάσκαλοι µε γλυκερίνη και ζάχαρη. (Τα φωτοτυπικά τότε ήσαν άγνωστα). Και βέβαια η αγάπη του δάσκαλου για τη λογοτεχνία µεταδιδόταν παράλληλα κατά τρόπο φυσικό, ως σχέση ζωής, προς τους µαθητές µου, ως αλληλεπίδραση µεταξύ φίλων, γιατί σαν φίλους µου τους έβλεπα όλους. Ενώ στην ορµή της νιότης είχαµε και κάποιες «επαναστατικές», θα έλεγα, στιγµές, όπως την αναφορά στον ποιητή Κώστα Βάρναλη στην εφηµερίδα της τάξης, δύο µόλις βδοµάδες πριν από τη µέρα του «Πολυτεχνείου», και τη δηµοσίευση του προφητικού (γι αυτό και ενοχλητικού για το δικτατορικό καθεστώς) ποιήµατος του Γιώργου Σεφέρη, «Λίγο ακόµα, θα ιδούµε τις αµυγδαλιές ν ανθίζουν», το Φλεβάρη του 1974. Όµως δεν µπορώ να ξεχάσω πως σ αυτή την πρώτη, την τόσο ένθερµη όσο και ενθουσιώδη επαφή µου µε τα παιδιά οφείλω και τη δηµιουργία του πρώτου µου βιβλίου. Άσχετα αν για διάφορους λόγους το συγκεκριµένο έργο µου τυπώθηκε πολύ αργότερα. Το κάθε βιβλίο έχει τη δική του ιστορία. Έπιασα, που λέτε, µια µέρα να µιλήσω στα παιδιά για τη µοντέρνα ποίηση, για τις σουρεαλιστικές εκφράσεις ορισµένων ποιητών και για τις παράλογες εικόνες που συλλαµβάνει ο νους τους, όταν δηµιουργούν. Στη Δευτέρα τάξη όλα αυτά Και για του λόγου το αληθές, τους αφηγήθηκα µε δικά µου λόγια σκηνές από το ποίηµα «Όστραβα» του Γιάννη Ρίτσου. 1 Ιδιαίτερα επικεντρώθηκα στην 1 Γιάννης Ρίτσος, Όστραβα, εκδ. κέδρος, Αθήνα 1974 3.
2 αφηγηµατική µετάπλαση δεκατεσσάρων στίχων του ποιήµατος, που περιέγραφαν µιαν απελευθερωτική βόλτα των ξύλινων επίπλων στους δρόµους της πολιτείας, τα µεσάνυχτα, όταν οι άνθρωποι κουρασµένοι από τις έγνοιες και τη δούλεψη της µέρας, κοιµούνται στα κρεβάτια τους. Τα παιδιά ξαφνιασµένα από τις εµπνεύσεις µιας τόσο αχαλίνωτης φαντασίας, απολάµβαναν µαγεµένα. Γελούσαν, χαίρονταν, πρότειναν και δικές τους φαεινές ιδέες ενταγµένες αρµονικά στο κλίµα του ποιητικού λόγου Κάποια στιγµή σκέφτηκα πως θα πρεπε να τελειώνει αυτό το δηµιουργικό ταξίδι στον κόσµο της ασύνορης φαντασίας και προτίµησα να δώσω ένα τέλος, που να ανέκοφτε το χαλαρωτικό ενθουσιασµό και τη γενικευµένη ευθυµία, µε µιαν αντίθεση περίσκεψης και συµπάθειας, µ ένα µικρό µούδιασµα των παιδικών ψυχών. Και τους είπα: «Σαν φώτισε ο ήλιος και ξύπνησαν οι άνθρωποι σε όλα τα αρχοντικά και τα φτωχόσπιτα της πόλης, βρήκανε τις παντούφλες κάτω από τα ξύλινα κρεβάτια τους να είναι γεµάτες νερά. Έτσι τους φάνηκαν ν ε ρ ά, και απορήσανε. Ποτέ δεν έµαθαν πως ήταν τα πικρά τα δάκρυα των κρεβατιών τους, που δεν µπορέσανε κι αυτά να πάνε εκεί: στο ξύλινο το γλέντι των επίπλων». Κυριάρχησε βαθιά σιωπή στην αίθουσα. Άφησα για λίγο τα παιδιά ν αναπολήσουν την ιστορία, που µόλις είχαν ζήσει µε τη φαντασία τους, κι αφού τα συναισθήµατα κατακάθισαν ήρεµα στις ψυχές τους, πιάσαµε και πάλι τα µαθήµατα. Το ίδιο βράδυ όµως, εντυπωσιασµένος από τα ευρήµατα της συν-αφήγησης και ενθουσιασµένος απ όλη αυτή την αφηγηµατική εµπειρία, κάθισα κι έγραψα το Ξύλινο παραµύθι. 2 Τότε, θαρρώ, γεννήθηκε ο άλλος µου εαυτός, εκείνος του φαντασιόπληκτου του συγγραφέα. Είναι γεγονός, και θα το καταθέσουν, φαντάζοµαι, και οι εκλεκτές συνάδελφοι εδώ, ότι η καθηµερινή σχέση του εκπαιδευτικού µε τα παιδιά και η συνακόλουθη δια βίου σχεδόν συµβίωσή του στο κλίµα της παιδικότητας, αφήνει ισχυρά ίχνη στο χαρακτήρα, στον ψυχισµό, στη φαντασία και κατ επέκταση στο δηµιουργικό έργο του, όταν συµβαίνει ο εκπαιδευτικός να είναι και συγγραφέας. Πολλές φορές τα λόγια των µαθητών, τα παιγνίδια τους, οι συµπεριφορές τους, οι ιδέες τους, δίνουν το έναυσµα στη φαντασία του λογοτέχνη, για να δηµιουργήσει. Το δικό µου συγγραφικό έργο, όχι απλώς έχει δεχτεί επιρροές και επιδράσεις από τους µαθητές, που δίδαξα και µε δίδαξαν επί 23 συνεχή χρόνια, αλλά ορισµένο τουλάχιστον µέρος του έχει συνδηµιουργηθεί µε τα παιδιά. Χαρακτηριστικό είναι το µυθιστόρηµά µου, UFO στα Διγελιώτικα, 3 το οποίο ρίζωσε στη φαντασία µου από ένα δηµοσίευµα µαθητή µου στη σχολική εφηµερίδα και άρχισε να επωάζεται µε τις σχετικές συζητήσεις και τα σχόλια όλων µας στην τάξη. Ιδέες απίθανες και γνώµες πρωτότυπες πετάγονταν εδώ κι εκεί και ερωτήµατα όπως: «Τι θα γινόταν αν ήταν αλήθεια; Θα µπορούσαµε να πάµε εµείς να ψάξουµε για το UFO στα Διγελιώτικα;» κλπ. Το απόγευµα άρχισα να µουτζουρώνω χαρτιά, σχεδιάζοντας το νέο µου µυθιστόρηµα. Είπα: «νέο µου». Ήταν όµως πραγµατικά δικό µου; ή ανήκε στα 21 απίθανα παιδιά της Ε τάξης του Δηµοτικού Σχολείου Καλαβρύτων, του έτους 1988-89; 2 Γιάννης Δ. Μπάρτζης, Ξύλινο παραµύθι, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988. 3 Γιάννης Δ. Μπάρτζης, UFO στα Διγελιώτικα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1990.
3 Αναγνωρίζοντας την καθοριστική τους συµµετοχή στη γέννηση αυτού του µυθιστορήµατος, τους έκανα ήρωές του και αφιέρωσα το βιβλίο σε όλη την τάξη, γράφοντας όλα τους τα ονόµατα στο εσώφυλλο. Γύρω στα Χριστούγεννα της επόµενης χρονιάς, ως µαθητές πλέον της Στ τάξης, έζησαν τη µεγάλη χαρά να πάρουν στα χέρια τους το βιβλίο «τους», βραβευµένο µάλιστα µε πρώτο πανελλήνιο βραβείο από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά. Ο δάσκαλος, οι µαθητές και το σχολείο βρίσκονται σε κεντρική θέση επίσης στο µυθιστόρηµα φαντασίας Τιριγκλίκ. 4 Αλλά και στα Μυρµήγκια της ειρήνης 5 αρχίζω µε εικόνα σχολικής τάξης και ίσως και σ άλλα έργα µου οι σχολικές εµπειρίες να έχουν αφήσει καταφανή ίχνη. Θα έλεγα λοιπόν, κλείνοντας αυτή την ενότητα, ότι ο τίτλος του στρογγυλού µας τραπεζιού δε θα πρεπε να ήταν «Δάσκαλος και µάγος», αλλά «Δάσκαλος, που βιώνει τη µαγεία της παιδικής ψυχής και τη µετουσιώνει σε Τέχνη». Ως «µάγος» ίσως θα µπορούσε να λειτουργήσει ο δάσκαλος και συγγραφέας, όταν µε το πέρασµα του χρόνου, µε τη συγγραφική του εργασία και µε εκδόσεις βιβλίων του, έχει αναγνωριστεί, έστω και σε µικρό κύκλο αναγνωστών. Ακόµα περισσότερο αν πάει σε τάξη να διδάξει, όντας ήδη ένα γνωστό όνοµα στη λογοτεχνία µας, που τον έχουν διαβάσει οι µαθητές του, προτού να τον γνωρίσουν ως δάσκαλό τους. Ε, αυτά τα παιδιά θα τα ζήλευα! Μπορεί να ζούµε σε εποχή κίβδηλων ινδαλµάτων και προβολής σαθρών προτύπων στη νεολαία µας, αλλά ακόµα οι συγγραφείς ασκούν µια γοητεία στα µάτια των Ελληνόπουλων. Αυτή την αίγλη µπορεί και πρέπει ο δάσκαλος να την αξιοποιήσει προς όφελος των µαθητών του. Ο δάσκαλος-συγγραφέας γίνεται πρότυπο µίµησης, ενώ η αποµυθοποιητική του παρουσία συντελεί στο πλησίασµα της Τέχνης χωρίς άρνηση και δέος. Στην τάξη του δάσκαλου-συγγραφέα ασκείται µια υποδόρια δυναµική, η οποία επιδρά θετικά, µε τους κατάλληλους βέβαια χειρισµούς από τον ίδιο, ώστε να επιτευχθούν στόχοι αγωγής και παιδείας. Εδώ πρέπει να γίνει λόγος για την ενθάρρυνση των µαθητών να παράγουν κείµενα. Η εφηµερίδα της τάξης, η εφηµερίδα τοίχου, αυτοτελείς χειρόγραφες εκδόσεις, µαθητικά περιοδικά και καθετί που θα ενισχύσει στα παιδιά την πίστη ότι µε συνεχή προσπάθεια και επιµέλεια «µπορούν» να γίνουν συγγραφείς. Αρκεί ο δάσκαλος ή ο δάσκαλος-λογοτέχνης να είναι φίλος και συνεργάτης τους, σύµβουλος, εµψυχωτής και όχι απορριπτικός και απλησίαστος. Κι ερχόµαστε σ έναν τρίτο τοµέα δράσης του δάσκαλου-συγγραφέα αλλά και του κάθε µαχόµενου δάσκαλου σε όλες τις βαθµίδες της εκπαίδευσης. Εννοώ εδώ την προβολή γνωστών ποιητών και συγγραφέων ως επιφανών προσωπικοτήτων, για θαυµασµό, για ταύτιση, για παράδειγµα ζωής, καθώς επίσης και την προσπάθεια να δοθεί δυνατότητα στα παιδιά να πλησιάσουν εν ζωή λογοτέχνες, για να συζητήσουν πάνω στο έργο τους και να αντλήσουν απ την επαφή µαζί τους οράµατα και εµπνεύσεις. Αγαπητοί φίλοι, µου είχε κάνει αλγεινή εντύπωση, στα ορεινά χωριά της επαρχίας, όπου πρωτοδίδαξα, ότι οι µαθητές, ακόµα και των πιο µικρών τάξεων, απαριθµούσαν από µνήµης τις συνθέσεις ποδοσφαιρικών οµάδων όχι µόνο ελληνικών αλλά και ξένων. Πολλούς µάλιστα ποδοσφαιριστές τους αναγνώριζαν µε την πρώτη 4 Γιάννης Δ. Μπάρτζης, Τιριγκλίκ, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1998. 5 Γιάννης Δ. Μπάρτζης, Τα µυρµήγκια της ειρήνης,εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1987.
4 µατιά σε εφηµερίδες και περιοδικά, όπως και τους τραγουδιστές και τους τηλεοπτικούς ηθοποιούς. Συγγραφέα όµως δε γνώριζαν κανέναν. Ούτε ως όνοµα. Αντιπαλεύοντας αυτή την κατάσταση, είχα δηµιουργήσει µια προσωπική βιβλιοθήκη µε τριάντα περίπου βιβλία. Έφτιαξα κι έναν πίνακα µε φωτογραφίες συγγραφέων. Δίπλα σε κάθε φωτογραφία έγραφα τίτλους ενός ή δύο έργων του, που τα είχα διαθέσιµα στη βιβλιοθήκη, και παραδίπλα σχεδίασα τετραγωνάκια, για να συµπληρώνει κάθε µαθητής στην αντίστοιχη θέση ότι διάβασε ένα από αυτά τα βιβλία. Στόχος µου ήταν να γίνει συναγωνισµός φιλαναγνωσίας µεταξύ των µαθητών, αλλά και να συνηθίσουν να µιλάνε για ονόµατα συγγραφέων και για έργα τους. Αυτός ο πίνακας ταξίδεψε µαζί µου σε αρκετά σχολεία. Δεινοπάθησε βέβαια. Κάποτε ένας βάνδαλος µαθητής «τύφλωσε» µε καρφίτσα όλους τους εικονιζόµενους. Ξαναφτιάχτηκε, εµπλουτίστηκε πιστεύω πως τελικά απέδωσε σηµαντικά. Ύστερα ήταν οι επισκέψεις συγγραφέων στην τάξη. Δίκην µνηµοσύνου, θ αναφερθώ µονάχα σε µια ξεχωριστή σχετική εµπειρία, που µας πρόσφερε µε την επίσκεψή του στα Καλάβρυτα ο αείµνηστος φίλος, συγγραφέας και παιδαγωγός Ι. Δ. Ιωαννίδης. Δεν τον γνώριζα τότε εξ όψεως, και µια φωτογραφία του, που είχα βρει, ήταν από τα νεότερα χρόνια του. Είχα ανοίξει όµως αλληλογραφία µαζί του και σκέφτηκα να τον καλέσω στο σχολείο µου. Οι µαθητές µου ενθουσιάστηκαν. Του έστειλαν επιστολή πρόσκλησης. Προµηθευτήκαµε βιβλία του, ώστε όλοι να έχουν διαβάσει τουλάχιστον ένα. Συντάχτηκαν ερωτηµατολόγια για την ηµέρα της επίσκεψης. Οι υπεύθυνοι της εφηµερίδας της τάξης ετοιµάστηκαν για µια κανονική συνέντευξη. Συζητήσαµε για το δώρο που θα του κάναµε και µε έρανο µεταξύ µας το αγοράσαµε από νωρίς. Πάνω από µήνα κράτησε η προετοιµασία. Κι έφτασε επιτέλους η µεγάλη ηµέρα. Είχα φροντίσει µε τους κατάλληλους χειρισµούς, ώστε όλοι να τη βλέπουν πραγµατικά πολύ σηµαντική αυτή την επίσκεψη. Την ορισµένη ώρα κατεβήκαµε όλοι µαζί στο σταθµό του οδοντωτού για την υποδοχή. Μόλις είδαµε το τρενάκι να πλησιάζει, ανοίξαµε ένα πανό που έγραφε: ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ, και κοιτάζαµε εξεταστικά τους επιβάτες που κατέβαιναν. Αρκετοί ήσαν γνωστοί στα παιδιά, άλλοι φαίνονταν να ναι από τα γύρω χωριά, δε µοιάζανε µε συγγραφείς. Ώσπου εντοπίσαµε τον Ι. Δ. Ιωαννίδη. Πραγµατικά είχε εµφάνιση διανοούµενου. Με το µούσι του, µε τον µπερέ του, µε το κόκκινο κασκόλ του, µε το µεγάλο του χαµόγελο που τον έκανε αµέσως φίλο µε όλους. Ήταν µια µοναδική εµπειρία. Δε λέω τίποτ άλλο. Και µε την κυρία Λότη Πέτροβιτς Ανδρουτσοπούλου ζήσαµε παρόµοια αξέχαστες στιγµές στα Καλάβρυτα, και µε την κυρία Σούλα Ροδοπούλου επίσης, η οποία έµεινε για χρόνια µαζί µας ως σχολική σύµβουλος. Αγαπητοί φίλοι και φίλες, Όλα όσα ανέσυρα απ τη µνήµη και σας κατέθεσα, δεν αποσκοπούν σε αυτοπροβολή ή σε υπόδειξη µιας δήθεν υποδειγµατικής δραστηριότητας για παραδειγµατισµό από άλλους. Οπωσδήποτε έγιναν λάθη και παραλείψεις. Οπωσδήποτε άλλοι συνάδελφοι εφάρµοσαν και δοκιµάζουν και τώρα πολύ πιο επιτυχηµένες δραστηριότητες µε τους µαθητές τους. Εκείνο που µε ανησυχεί µόνο, είναι αν κατόρθωσα να σας πείσω, µε το απόσταγµα αυτό της πείρας µου ως εκπαιδευτικού και συγγραφέα, ότι υπήρξε µεταξύ των µαθητών µου και εµού, η σχέση Δάσκαλου και «µάγου».
5 Πάντως το ζητούµενο όλων αυτών των δράσεων ήταν η καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας, η ανάδειξη του βιβλίου ως βασικού παράγοντα αγωγής, µόρφωσης και πνευµατικής καλλιέργειας, καθώς και η αντιπαράθεση του αγνοηµένου κόσµου του βιβλίου προς εκείνο τον κόσµο της τηλεοπτικής λάµψης, της ηθικής κενότητας, της κίβδηλης αξίας και της εφήµερης δόξας. Κι αν µου επιτρέπετε, θα κλείσω µε µια συµβουλή: Προϋπόθεση για την επιτυχία όλων των σχετικών δραστηριοτήτων είναι να αναπτύσσονται µέσα σε κλίµα ελευθερίας, µε µια διάχυτη ποιητική διάθεση. Μόνο έτσι µπορεί να αντιληφθεί κανείς, το γιατί έβαλα κάποτε ατόφια και χωρίς διόρθωση, στην εφηµερίδα της τάξης, τη συµµετοχή της Μαρίας Γκ., (πέµπτου παιδιού ενός φτωχού και µέθυσου χωρικού), µαθήτριας της πρώτης, που ήταν ένα υποτυπωδώς ζωγραφισµένο λουλούδι µε τη λεζάντα: «λ λ δ ι». Ή γιατί θεώρησα σηµαντικότατο και δηµοσίευσα, επίσης χωρίς καµιά διορθωτική παρέµβαση, το «άρθρο» της µαθήτριας Βασιλικής Κ. της ίδιας τάξης, που έλεγε: «Παιδιά, είδα το τραχτέρι!» και µε το οποίο έκφραζε τη µεγάλη έκπληξη και τον ενθουσιασµό της, που είδε για πρώτη φορά στη ζωή της µπουλντόζα στο χωριό. Γιατί, αγαπητοί µου φίλοι και εκλεκτοί συνάδελφοι, όπως έγραψαν κάποτε οραµατιστές εκπαιδευτικοί στο «Πρόγραµµα για µια λαϊκή παιδεία», της Π.Ε.Ε.Α., το 1944: «Αρκεί η ελάχιστη ποιητική διάθεση, για να ανακαλύπτουµε κάθε φορά τη µαγεία που κρύβεται µέσα στην οποιαδήποτε παιδική δηµιουργία».